Κάποτε αγαπούσα μια κοπέλα στον βορρά και το τρένο ήταν μια κάποια λύση. Η επιλογή τού βιβλίου –όπως πάντα άλλωστε– ήταν καθοριστικής σημασίας. Όταν πήγαινα, έπρεπε να κάνει τον χρόνο να περνά, όταν γυρνούσα, έπρεπε να με παρηγορεί. Τα βιβλία που διάβασα εκείνους τους μήνες, περί το ένα πέμπτο του αιώνα παλιά, διατήρησαν με τα χρόνια (βλ. νοσταλγία) μια ξεχωριστή θέση στη λίστα με τα αγαπημένα μου, τι και αν πια, για τα περισσότερα, τίποτα άλλο δεν θυμάμαι παρά την ανάγνωση σε δύο ράγες. Τότε πρωτοδιάβασα τις παρισινές περιπέτειες της Ζαζί, βιβλίο της θρυλικής σειράς των εκδόσεων Γράμματα, σε μετάφραση Γεωργίας Κατωπόδη.
Η είδηση της εκ νέου έκδοσης του μυθιστορήματος του Καινώ, που μέσα στα χρόνια έγινε Κενό –γλωσσικό παιχνίδι που ο Καινό θα λάτρευε– και δη σε μετάφραση του ακάματου Αχιλλέα Κυριακίδη, με γέμισε χαρά και νοσταλγία. Μια διάθεση αναγνωστικής επιστροφής με κατέλαβε, γιατί, αν εξαιρέσει κανείς την αλλαγή μηχανής στο Λιανοκλάδι, που τίναζε για ακόμα μια φορά στον αέρα τη συνέπεια στην πολυπόθητη ώρα άφιξης, λίγα πράγματα θυμόμουν από την πρώτη εκείνη συνάντηση με την ατίθαση Ζαζί. Όμως, οι επιστροφές είναι αναπόσπαστο μέρος του ετήσιου αναγνωστικού προϋπολογισμού εν μέσω εκδοτικού κατακλυσμού και αυτή η συγκυρία έμοιαζε με μια καλή ευκαιρία αναμέτρησης με διάφορες εκφάνσεις του εαυτού.
Για να ξεκινήσω από ζητήματα έκκεντρα των περιπετειών της Ζαζί, αγνοούσα πλήρως τόσο τη γλωσσική σημασία του μυθιστορήματος αυτού όσο και τη σχέση του Κενό με την καθ' ημάς γλωσσική μετάβαση. Ο Κενό είχε κάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα, όταν στους λογοτεχνικούς, και
όχι μόνο, κύκλους επικρατούσε η έντονη πολεμική ανάμεσα στους υπέρμαχους
της δημοτικής και σε εκείνους της καθαρεύουσας. Παρότι στα γαλλικά τέτοιας μορφής ζήτημα δεν υπήρχε, ο Κενό επηρεάστηκε αρκετά. Η Ζαζί στο μετρό, αν και εκδόθηκε το 1959, αρκετά αργότερα από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932), που θεωρείται το πρώτο μείζον έργο που εισάγει στη γαλλική λογοτεχνία τη χρήση ενός λόγου καθημερινού, κατάφερε να προκαλέσει μια κάποια αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους, εξαιτίας της προφορικότητας και της αθυροστομίας, που έθεσαν τη Ζαζί αντιμέτωπη με την επικρατούσα σοβαροφάνεια. Κυρίως, για να μην κρυβόμαστε, η Ζαζί κατάφερε να υψώσει εναντίον της μια γνώριμη κραυγή, συνηθισμένη στην αντίδραση, με δάκτυλο υψωμένο: Δεν είναι λογοτεχνία αυτό· ή, με τον τρόπο του Κενό: δενεινλογοτεχνιαυτο. Ο χρόνος, ως συνηθίζει, έδωσε τις απαντήσεις του και αποφάσισε ποιοι θα περιπέσουν σε λήθη, ποιοι προκάλεσαν για να προκαλέσουν και ποιοι γιατί είχαν κάτι φρέσκο να κομίσουν.
Ο Γκαμπριέλ ατενίζει μακριά· μάλλον θα καθυστερήσουν οι γυναίκες, οι γυναίκες πάντα καθυστερούν· και όμως, όχι, μια πιτσιρίκα ξεπετιέται και του απευθύνεται:« Ηζαζίμαι, σε κόβω νάσαι ο μπάρμπας μου ο Γκαμπριέλ».«Εγώ είμαι, ναι» απαντάει ο Γκαμπριέλ εξευγενίζοντας τον τόνο της φωνής του, «ο μπάρμπας σου».
Όλα ξεκινάν στον σταθμό των τρένων. Ο Γκαμπριέλ περιμένει την αδερφή του που θα του εμπιστευτεί την κόρη της ώστε να περάσει ένα διήμερο με τον εραστή της. Η Ζαζί, ανήλικη με ένα στόμα να, με το συμπάθιο, θα εκφράσει την έντονη επιθυμία να μπει στο παρισινό μετρό. Φευ! Απεργία των εργαζομένων. Ο Γκαμπριέλ, που τα βράδια χορεύει σ' ένα μαγαζί για ομοφυλόφιλους, με το νούμερό του να είναι ένα από τα πλέον πετυχημένα του προγράμματος, προσπαθεί να μπει στον ρόλο του καλού και έμπλεου προθυμίας θείου. Ο συνδυασμός των δύο θα αποδειχθεί λίαν συντόμως εκρηκτικός. Με κέφι και μπρίο, ο Κενό, που η παιγνιώδης αντιμετώπιση της λογοτεχνίας είναι ίσως το βασικό του γνώρισμα αλλά και προτέρημα, στήνει ένα τρικούβερτο γλέντι χαρακτήρων και καταστάσεων.
Ο Κενό δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο. Παρά τη σχετικά μικρή έκταση του μυθιστορήματος, βρίσκει τον χώρο και κυρίως τον τρόπο να αναδείξει διάφορες πτυχές της παρισινής καθημερινότητας, χωρίς να θεωρεί δεδομένο κανέναν περιορισμό λογοτεχνικό ή όποιας άλλης φύσεως. Από τους επαρχιώτες που έρχονται με το αυτοκίνητό τους στην πρωτεύουσα μέχρι τους τουρίστες που τρέχουν να συλλάβουν την εμπειρία, όλα υπάρχουν εδώ, με δεσπόζουσα ωστόσο τη Ζαζί, πώς αλλιώς, αλλά και τον Γκάμπριελ. Η Ζαζί δεν είναι κατάλληλη για αναγνώστες σοβαροφανείς, όπως τότε έτσι και τώρα, καίτοι προΐσταται ενός βιβλίου κλασικού και καταξιωμένου πια. Είναι όμως και ένα βιβλίο ιδανικό ως πύλη εισόδου στην καλή λογοτεχνία, για την αναγνωστική εφηβεία, ανεξάρτητα με το πότε την περνάει κανείς, και αυτό γιατί δοκιμάζει διάφορα όρια και θέσφατα της αποστειρωμένης λογοτεχνικής εκπαίδευσης που δέχεται η πλειοψηφία και κυρίως γιατί διεκδικεί και πετυχαίνει το δικαίωμα στη διασκέδαση δια μέσου της ανάγνωσης. Η Ζαζί στο μετρό που ωστόσο δεν καταφέρνει να μπει στο μετρό, καθιστά τον τίτλο παραπλανητικό αλλά ταυτόχρονα και όχι. Σπόιλερ εδώ δεν είναι να αποκαλύψεις πως η Ζαζί δεν θα καταφέρει να μπει στο μετρό, αλλά το γιατί ο τίτλος είναι ακριβής και ενδεικτικός αυτού που ο Κενό μοιάζει να θέλει να πετύχει μέσα από τη σάτιρα και τη φαινομενική ελαφράδα.
Η Ζαζί στο μετρό είναι κατάλληλη όμως και για επιστροφές, γιατί διαθέτει διάφορα πέπλα που με τα χρόνια υποχωρούν και φανερώνουν υποστρώματα αρχικά δυσδιάκριτα, κρυμμένα καλά πίσω από την οργιαστική πρόζα του Κενό, πίσω από τις εξωφρενικές καταστάσεις στις οποίες μπλέκονται τα πρόσωπα. Παρότι σελίδα τη σελίδα η ιστορία κάτι μου θύμιζε, η ελαφράδα εκείνη της πρώτης ανάγνωσης δεν υπήρχε, το συναίσθημα ήταν διαφορετικό από εκείνο που η μνήμη είχε φροντίσει να διαφυλάξει. Για παράδειγμα, από τα λίγα που θυμόμουν, ο σουρεαλισμός και το γάργαρο γέλιο
που προξενούσε στον νεαρό μου εαυτό, εδώ υπήρχαν πολύ πιο μαύρα, πολύ
πιο πικρά, πιο ρεαλιστικά, ένα γέλιο που πια κοστίζει, που έρχεται σε στιγμές που τίποτα
άλλο δεν μπορείς να κάνεις, παρά να γελάσεις απέναντι σε συνθήκες και καταστάσεις πια αναγνωρίσιμες. Με αποκορύφωμα ίσως τον ίδιο τον Γκαμπριέλ, τον σημαντικό δεύτερο αυτού του μυθιστορήματος.
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ιδανικότερο μεταφραστή για να στήσει στα ελληνικά το γλωσσικό αυτό γλέντι. Ο Κυριακίδης, που εν πολλοίς μας σύστησε τα σημαντικότερα έργα του Εργαστηρίου Δυνητικής Γραφής (βλ. OuLiPo), προσθέτει ένα ακόμα παράσημο στο βαρυφορτωμένο του πέτο. Το επίμετρο του Νίκου Αμανίτη δικαιολογεί απόλυτα την παρουσία του στην καλαίσθητη αυτή έκδοση που ήρθε να μας ταράξει με τον τρόπο που ίσως μόνο οι φωτογραφίες των νεότερων εκδοχών μας μπορούν.
υγ. Μια αντίστοιχη επιστροφή αποτέλεσε και Ο αφρός των ημερών, ενός ακόμα καθοριστικού, κατά την αναγνωστική μου εφηβεία, συγγραφέα, του Μπορίς Βιάν. Για την επιστροφή εκείνη μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ, ενώ για το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας περισσότερα θα βρείτε εδώ.