Ο τίτλος κάνει το χέρι να εκταθεί ως το ράφι και να τραβήξει έξω το βιβλίο αυτό, το οπισθόφυλλο υπόσχεται μια ιστορία φρέσκια, σύγχρονη παρότι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Κανάρια Νησιά, η εμπιστοσύνη στις εκδόσεις Carnívora και τις επιλογές τους συνηγορεί, η απόφαση λαμβάνεται με συνοπτικές διαδικασίες, αυτό, ανάμεσα σε τόσα άλλα, θα είναι το επόμενο βιβλίο, ο Σουπερόσαυρος.
Τη λένε Μέργεμ, γεννήθηκε στο Μαρόκο, μωρό ακόμα μετανάστευσε με τους γονείς της σε ένα νησί στη μέση του Ατλαντικού, έδαφος γραφειοκρατικά ευρωπαϊκό, μεγάλωσε εκεί, πήγε σχολείο, έμαθε τη γλώσσα, έκανε φίλους, παρέα με όνειρα, σπούδασε και η φιλοδοξία της έφτανε μέχρι και το διδακτορικό, έπρεπε όμως πρώτα να βρει μια δουλειά, η έλλειψη προϋπηρεσίας, αυτός ο φαύλος κύκλος απόρριψης, πώς να έχεις προϋπηρεσία αν δεν σε προσλαμβάνει κανείς επειδή δεν έχεις προϋπηρεσία, την ωθεί στην αναζήτηση πρακτικής άσκησης, να δουλεύει κανονικά, δηλαδή, αλλά να πληρώνεται ελάχιστα και χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον, τα σούπερ μάρκετ Σουπερόσαυρος, καμία σχέση με όσα ονειρεύτηκε, μοιάζουν να είναι μια προσωρινή λύση.
Κάνει δεκάδες χιλιομέτρων κάθε μέρα, αν χάσει το λεωφορείο, το επόμενο περνάει μια ώρα μετά, ξυπνάει χαράματα, γυρίζει λίγο πριν βραδιάσει, δεν βρίσκει καμία νοηματοδότηση στην άπειρη γραφειοκρατία με την οποία έρχεται αντιμέτωπη, με τις αντικρουόμενες οδηγίες και εντολές, η εταιρική εικόνα της ομάδος είναι μόνο μια εικόνα, νιώθει απομονωμένη, ούτε το όνομά της δεν προφέρει η πλειοψηφία σωστά, ολιγόλεπτα διαλείμματα για ένα τσιγάρο και ένα αναψυκτικό είναι ό,τι μπορεί να αποσυμπιέσει ελάχιστα το υγρό που κοχλάζει, βυθίζεται κάθε μέρα σε αυτό, μάταια επαναλαμβάνει μέσα της πως δεν είναι δική της η εταιρεία, πως με τη λήξη της πρακτικής θα την πετάξουν στον δρόμο που οδηγεί πίσω στη μεσολαβήτρια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού με την οποία μοιράζεται τον μισθό της, παράλληλα παλεύει να ζήσει, να κάνει πλάνα, να κάνει όσα επιθυμεί κάποιο άτομο στην ηλικία της να κάνει, να βρει τις φίλες της, να ερωτευτεί, να κάνει βόλτες, αλλά και πράγματα που οι γονείς της στην ηλικία της μπορούσαν να κάνουν, να έχουν ένα δικό τους σπίτι για παράδειγμα, να μπορούν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, ακόμα ένα παράδειγμα, πολυτέλειες πια.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η συναισθηματικά ανάμεικτη πρόζα, οι εναλλαγές των καιρικών φαινομένων, η πραγματικότητα που συχνά μόνο μέσω της υπέρβασής της μπορεί να περιγραφεί, η συγχρονία του εκεί και του εδώ, η οξυδερκής ματιά της, το υγρό που κοχλάζει και αναζητά διόδους αποσυμπίεσης πριν εκραγεί, το χιούμορ και η υπερβολή, αλλά και η έλλειψη ξεκάθαρης απεύθυνσης, αφού η Μέργεμ εναποθέτει τις λέξεις στο χαρτί ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη, δεν επιθυμεί να ζητήσει φιλοδώρημα την κατανόηση, δεν επιθυμεί να μας δείξει πως ξέρει τι κάνει, δεν ξέρει και είναι οκ να το παραδεχτεί, αφήνεται από τη μια μέρα στην επόμενη, πάλι Δευτέρα πρωί, πάλι Δευτέρα πρωί, πάντα, θαρρείς, ξημερώνει μια Δευτέρα πρωί, σίγουρα δεν τη νοιάζει να μας κατευθύνει συναισθηματικά και όλα αυτά προσδίδουν μια συντριπτική δυναμική στην αφήγησή της, που καθηλώνει και συνεπαίρνει, που δεν αφήνει περιθώρια σκέψεων γύρω από την αλήθεια ή μη των όσων εκείνη αφηγείται, άλλωστε διόλου κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, η αυθεντικότητα και η πειστικότητα δεν πηγάζουν από ένα κοντινό κοίταγμα με μεγεθυντικό φακό, αλλά απ' όσα την αποτελούν και τη συνθέτουν.
Στην αρχή της ανάγνωσης έντονα μου ήρθε στο μυαλό το Ας πούμε πως είμαι εγώ, της Ράιμο, στην πορεία ωστόσο σκεφτόμουν επίσης έντονα το Σαράκι της Μαρτίνες, και κάπου εκεί ανάμεσα πήρε τη θέση του ο Σουπερόσαυρος, η σπιρτόζικη πρόζα, η συγχρονία με τα ετερόκλητα συστατικά της, θύμιζε το Ας πούμε πως είμαι εγώ, η έλλειψη προνομίου, το χαμηλό σημείο εκκίνησης, υπενθύμιζε πως, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της Μέργεμ, γυναίκα, μουσουλμάνα, μετανάστρια κ.ο.κ, είναι και φτωχή, ναι φτωχή, όπως φτωχή ήταν, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της, και η κοπέλα στο Σαράκι, και η ιδιότητα αυτή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της εμπειρίας, κυρίως την έλλειψη εφικτών εναλλακτικών, αυτό το ελάχιστο προνόμιο που μπορεί να σε τραβήξει από τον βούρκο που νιώθεις κάποιες φορές να βουλιάζεις ενώ παλεύεις για την επιβίωση.
Ένας επιθετικός προσδιορισμός που συχνά χρησιμοποιείται από προνομιούχα άτομα για να περιγράψει ανθρώπους όπως η Μέργεμ είναι το περήφανος. Η περηφάνια παρά τη φτώχεια. Μέσα από το προνομιούχο παρατηρητήριο μας και με τα παραμορφωτικά κιάλια που εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως χρησιμοποιούμε ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση είναι ακατανόητος, ντυνόμαστε Αντουανέτες και επαναλαμβάνουμε: όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει, δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν υπάρχουν δικαιολογίες, όλοι από κάπου ξεκινήσαμε, έτσι είναι η ζωή κ.τ.λ. Το επίθετο περήφανος χαρίζει σε εμάς μια υπεραξία, σαν άλλοι θεατές ενός τσίρκου με άγρια θηρία που περήφανα υποτάσσονται στο μαστίγιο και το καρότο του δαμαστή. Καμία περηφάνια δεν έχει η γραφή της Μέργεμ, καμία ανάγκη για φιλοδώρημα ή χειροκρότημα, γι' αυτό φαντάζομαι, προοικονομώ, πως κάποιοι, μάλλον λευκοί άντρες, θα βιαστούν να μας ενημερώσουν πως μια τέτοια λογοτεχνία δεν τους αφορά, αφού πρώτα έχουν προφέρει τη λέξη λογοτεχνία με ένα ελαφρύ αξάν, σαφέστατα υποτιμητικό, θα προσθέσουν πως μια ιδιωτικότητα, όπως αυτή, χαρακτηρίζει την εποχή μας, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία όπως παλιά, πιστεύουν, οι αφελείς, το λιγότερο και το ευγενικότερο επίθετο που μου έρχεται κατά νου, πως η ιστορία της Μέργεμ είναι μια εξαίρεση, μια υπερβολή, ένα τρεντ.
Θεωρώ πως είναι καθοριστικής σημασίας να γίνει η διευκρίνηση, ο διαχωρισμός αν προτιμάτε, πως η λογοτεχνία της Μέργεμ είναι εγγενώς ποιοτική και όχι αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του περιεχομένου της ή του βιογραφικού της συγγραφέως. Ακόμα και ως δείγμα αυτομυθοπλασίας ή, καλύτερα στην περίπτωση αυτή, αυτοβιογραφικής γραφής, ο Σουπερόσαυρος είναι ένα καλό βιβλίο, στο οποίο η συγχρονία στην αποτύπωση ενός σημαντικού μέρους του κόσμου συνυπάρχει με μια δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα, δεν είναι, θέλω να πω, απλώς και μόνο μια καταγραφή, ένα κείμενο δημοσιογραφικό, μια αποτύπωση της συνθήκης. Και αυτό είναι σημαντικό να λέγεται, γιατί υπάρχει ακόμα προς θραύση ένα σημαντικό απόστημα που σε λίγα λόγια λέει: το βιβλίο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, εκδόθηκε, μεταφράστηκε, διαβάστηκε, αποθεώθηκε επειδή η Μέργεμ είναι γυναίκα και μετανάστρια.
υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σαράκι εδώ. Η Μέργεμ είναι η τρίτη συγγραφέας από εκείνο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ατλαντικού που διαβάζω τον τελευταίο καιρό, είχαν προηγηθεί η Αμπρέου με το Η κοιλιά του γαϊδάρου, περισσότερα εδώ, και ο Ραβέλο με το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση, περισσότερα εδώ.