Η Λ. πάντοτε φροντίζει να μου επισημαίνει τις ενδιαφέρουσες ισπανόφωνες εκδόσεις· οι εκδόσεις Carnívora εξειδικεύονται σε αυτές, έχοντας κερδίσει ήδη από την αρχή την εκτίμησή μου και αντέχοντας για την ώρα το βάρος των προσδοκιών· κάπως έτσι βρέθηκα να διαβάζω το βιβλίο της γεννημένης το 1995 στην Τενερίφη Αντρέα Αμπρέου, Η Κοιλιά του Γαϊδάρου, όπως ονομάζεται σε εκείνα τα μέρη η συχνή συγκέντρωση νεφών σε χαμηλό ύψος.
Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται σ' ένα χωριό στην ενδοχώρα του νησιού, στους πρόποδες του ηφαιστείου. Η δεκάχρονη αφηγήτρια και η καλύτερή της φίλη, η Ισόρα, ετοιμάζονται για ένα ακόμα καλοκαίρι χωρίς σχολικές υποχρεώσεις. Αχώριστες, περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας παρέα, πότε εδώ και πότε εκεί, στα πρόθυρα της εφηβείας, όταν οι δονήσεις αρχίζουν να γίνονται αισθητές, όταν ο αποχαιρετισμός της παιδικής ηλικίας συμβαίνει ήδη, μετάβαση ορατή μόνο εκ των υστέρων, η καθοριστική στροφή σμιλέματος του ορυκτού. Γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, η ιστορία αυτή δεν φέρει κάτι το πρωτόγνωρο μήτε θεματικά μήτε αφηγηματικά. Αυτό είναι που την καθιστά επίφοβη στην κοινοτοπία και την επανάληψη, ο πήχης, αν και μοιάζει χαμηλός, δεν είναι.
Η χαμηλόφωνη επιστροφή της αφηγήτριας στο παρελθόν, σ' εκείνο το καλοκαίρι, φέρει όλη τη σημαντικότητα που έχει και η παραμικρή λεπτομέρεια σε εκείνα τα χρόνια που ακόμα δεν τα βαραίνει το παρελθόν, όταν όλα μοιάζουν να συμβαίνουν για πρώτη φορά, όταν τα συναισθήματα είναι πρωτόγνωρα, όταν οι ερωτήσεις υπερτερούν των απαντήσεων και οι αμφιβολίες των βεβαιοτήτων. Αυτό το μήκος κύματος είναι που καθιστά αληθοφανή την αφήγηση, που δεν την καταδικάζει σ' ένα απλό αφηγηματικό εύρημα. Η αφηγήτρια καταφέρνει να επιστρέψει σε εκείνο το καλοκαίρι, πρώτα απ' όλα για να κατανοήσει εκείνη όσα συνέβησαν, όσα καθόρισαν τα επόμενα χρόνια, δοκιμάζοντας να πιει από το ποτήρι της νοσταλγίας και ίσως, έτσι, να ξεφύγει από την απομάγευση της ενήλικης ζωής. Μια δεκάχρονη που αφηγείται εκείνο το καλοκαίρι, αυτή είναι η υπόθεση της ιστορίας αυτής.
Ο υπαινιγμός εδώ δεν είναι σκόπιμος και τεχνητής φύσεως, αλλά σύμφυτος με την ηλικία της πρωταγωνίστριας, που πασχίζει να διακρίνει και να κατανοήσει όσα ανασύρει από τον βυθό. Ακόμα δεν ξέρει να τα ονομάσει, για την ώρα μόνο νιώθει. Η γλυκύτητα είναι μόνο η μια όψη του νομίσματος, η σκληρότητα η άλλη, την οποία συχνά ξεχνάμε, υποταγμένη στη λήθη, με τον τρόπο που το σώμα αποχωρίζεται την ανάμνηση του πόνου κατά το φύτρωμα των δοντιών. Μηχανισμοί άμυνας και επιβίωσης, κουτιά οδύνης που παραχώνονται στα βάθη της συνείδησης, εκεί που συνεχίζουν, παρότι αραχνιασμένα, να έχουν εμβαδό, ρίζες βαθιές, αγριόχορτα της ενήλικης εκδοχής μας, αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που είμαστε, αυτού που παλεύουμε να κατανοήσουμε και να έρθουμε, αν ποτέ τα καταφέρουμε, σε συμφιλίωση μαζί του.
Η διαμόρφωση της σεξουαλικότητας, η γνωριμία με το σώμα ως πηγή ηδονής και οι συναισθηματικές εκρήξεις καταλαμβάνουν αρκετό χώρο στην ιστορία αυτή, ιδωμένες μέσα από το παιδικό πρίσμα, μια απόπειρα κατανόησης, με πλήρη απουσία βεβαιοτήτων ασύμβατων με την ηλικία εκείνη, όταν όλα είναι ταυτόχρονα μαγικά και τρομακτικά. Παρέα με τα παραπάνω, στην εξίσωση προστίθενται το κοινωνικό περιβάλλον, οι σχέσεις αίματος, οι προκαταλήψεις και άλλα, συστατικά απαραίτητα για την οικοδόμηση, που λειτουργούν χωρίς να αποπροσανατολίζουν και να μπουκώνουν την κεντρική ιστορία, άλλωστε και εκείνα μέσα από τη ματιά του κοριτσιού γίνονται λέξεις. Η Αμπρέου κρατάει ασφαλή απόσταση από τον διδακτισμό, δεν δείχνει με το δάκτυλο, δεν παίρνει θέση, αφήνει τη δεκάχρονη αφηγήτρια να αναζητήσει και συχνά να δημιουργήσει μόνη της το δικό της μονοπάτι, δεν βαραίνει την αφήγηση περισσότερο απ' όσο εκείνη αντέχει.
Παρέα με τον διδακτισμό, απουσιάζει και η επίκληση στο συναίσθημα, παρότι το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από αυτό. Είναι ανακουφιστικό να μη νιώθεις πως κάποιος σε χειραγωγεί, σε εκβιάζει να ταυτιστείς ή να συναισθανθείς με το ζόρι και όχι αβίαστα, αν προκύψει να συμβεί. Η Αμπρέου, παρά το νεαρό της ηλικίας της, μοιάζει να γνωρίζει καλά τι επιθυμεί να πετύχει με το μυθιστόρημα αυτό, πού να θέσει τον πήχη και τι να αποφύγει, πώς να δρέψει τους καρπούς. Είναι σημαντικό σε κάθε βιβλίο να μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει ή να υποθέσει τις συγγραφικές προθέσεις και επιδιώξεις και με βάση αυτές να κρίνει την επιτυχία ή μη. Αλλιώς, χωρίς αυτές στο τραπέζι, θα μιλούσαμε για το βιβλίο εκείνο που θα θέλαμε εμείς να έχει γράψει η συγγραφέας, εκείνο που με έναν τρόπο αφηρημένο προσδοκούσαμε να διαβάσουμε.
Το περιβάλλον εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία, απομακρυσμένο από τη θάλασσα που το περικλείει και ορισμένο να ζει στη σκιά του ηφαιστείου, αποτελεί οργανικό μέρος της αφήγησης. Δεν θα κουραστώ να το αναφέρω σε κάθε αντίστοιχη καλή χρήση του περιβάλλοντος χώρου, παρά τις σειρήνες του εξωτισμού: η Αμπρέου αφηγείται μια ιστορία που συμβαίνει στους πρόποδες του ηφαιστείου, οι όποιες ποιητικές περικοκλάδες σύνδεσης με την ιστορία αυτή είναι κατασκεύασμα του αναγνώστη, για τις πρωταγωνίστριες είναι απλώς ο τόπος στον οποίο γεννήθηκαν, ούτε παράδεισος, ούτε κόλαση, απλώς μια έκταση γης.
Φλερτάρω με την ιδέα να χαρακτηρίσω το μυθιστόρημα τρυφερό. Η αμφιλεγόμενη πρόσληψη του επιθέτου με κρατάει μακριά. Δεν είναι εκείνο που θα έπρεπε να με αποτρέψει, ωστόσο, αλλά η σκληρότητα με την οποία είναι γεμάτο, ο ρεαλισμός της ηλικίας εκείνης που αναβλύζει σε κάθε σπιθαμή εδάφους. Αυτό ήταν ένα καλό βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου