Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Φελιτσιτά - Μάρω Δούκα

Πιθανολογώ πως, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, διάβασα την Αρχαία σκουριά, δεν είμαι ωστόσο σίγουρος, αν και θυμάμαι μια θεία μου να μου το δανείζει με έντονο τον ενθουσιασμό στο βλέμμα της. Παράδοξα παιχνίδια της μνήμης. Δεν έχω σαφή απάντηση γιατί δεν διάβασα κάποιο άλλο από τα βιβλία της Μάρως Δούκα ως τώρα. Είναι και αυτό ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της αναγνωστικής διαδρομής. Τώρα, έχοντας διαβάσει το Φελιτσιτά, είναι σίγουρο πως θα αναζητήσω να διαβάσω και άλλα βιβλία της με την πρώτη ευκαιρία. Και κάπως έτσι, διόλου πρωτότυπο, η λίστα με τα βιβλία προσεχώς μεγάλωσε κατά τουλάχιστον μια δεκάδα. Ας είναι.

Στο Φελιτσιτά, ευτυχία στα ιταλικά, η αφήγηση ξεκινάει όταν ο Κωνσταντίνος Καβουράκης έχει ήδη εγκαταλείψει το σπίτι του στα Σεπόλια και μένει στον δρόμο, σε μια εσοχή της οδού Αιόλου. Ένας ακόμα τσακωμός με τη γυναίκα του διαδραματιζόταν, όταν κάποια στιγμή εκείνος την άρπαξε και την τράβηξε από τα μαλλιά, και ο γιος, ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά, δεν συγκράτησε την οργή του και χειροδίκησε εναντίον του, να σηκωθείς να φύγεις του είπε και εκείνος έφυγε.

Το μυθιστόρημα, χωρισμένο σε κεφάλαια τιτλοφορούμενα από το εκάστοτε πρόσωπο στο οποίο ο παντογνώστης αφηγητής εστιάζει, εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους, το αφηγηματικό τώρα μπολιάζεται με τις απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν των μελών της οικογένειας, που επιτρέπουν στα θεμέλια της αιτιοκρατίας να τοποθετηθούν ώστε πάνω τους να στηριχτεί η πλοκή ως ακολουθία και όχι ως αναπάντεχο πυροτέχνημα. Η Δούκα με περισσή φροντίδα, όχι ωστόσο σε βάρος της πλοκής, σχηματίζει τους χαρακτήρες της, αργά και σταθερά, τους προσδίδει αληθοφάνεια και διαστάσεις με τρόπο που καθίστανται οικείοι στον αναγνώστη, κοντινοί και γνώριμοι. Ωστόσο, παρότι τους ακολουθεί εκ του σύνεγγυς, δεν κρίνει και δεν προβαίνει σε διαχωρισμό καλών και κακών, κάτι τέτοιο, άλλωστε, στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει.

Το σημείο μηδέν, ο τσακωμός και η παρεπόμενη φυγή του Καβουράκη από το σπίτι, φέρνει επιτέλους στο λογοτεχνικό προσκήνιο το αδύνατο της επιστροφής σε ένα πρότερο σημείο της οικογενειακής ζωής, ένα ξεκάθαρο πριν και μετά αναδύεται από τα χαλάσματα της μάχης. Οι κουβέντες που ανταλλάχτηκαν και οι ψιλές που έπεσαν, συνέχεια και συνέπεια όσων μέσα στα χρόνια μεσολάβησαν, δεν μπορούν απλώς να ξεχαστούν και τα πρόσωπα να σφυρίξουν αδιάφορα. Αυτή η καθοριστική συγγραφική επιλογή επί της πλοκής καθιστά άκρως ρεαλιστική τη νέα πραγματικότητα για την οικογένεια Καβουράκη, αποφεύγοντας τη μυθοπλαστική κοινοτοπία μιας έκρηξης που επιφέρει ελάχιστες, σχεδόν αδιόρατες, αμυχές, ενώ η ζωή συνεχίζεται. Αυτή είναι η καθοριστική συγγραφική απόφαση, αυτό το μετά διαπραγματεύεται το Φελιτσιτά, την αδυναμία επαναφοράς στις ράγες μιας εκτροχιασμένης αμαξοστοιχίας.

Μιλώντας για ρεαλισμό, οφείλει κανείς, πέραν των προσώπων και του καθοριστικού συμβάντος, να σταθεί στην πειστική αποτύπωση της μικρογεωγραφίας των δρόμων στο ιστορικό κέντρο, των κινήσεων και των συζητήσεων μεταξύ των αστέγων, της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής τους, της καθημερινής ρουτίνας τους, του συναισθήματος της αγωνίας αλλά και της ελευθερίας, της έκθεσης στα καιρικά φαινόμενα, των δύσκολων ωρών κυρίως της νύχτας, της αναζήτησης της τροφής και της προσωπικής υγιεινής, του ολοένα βυθίσματος σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, της ύπαρξης στο έλεος των ισχυρών μιας δεδομένης κανονικότητας. Ένα περιβάλλον από το οποίο, οι περισσότεροι από εμάς, απλώς διερχόμαστε με χαμηλωμένο το βλέμμα, ενίοτε και με έκδηλη την αποστροφή, πείθοντας εαυτούς πως μια τέτοια κατάληξη σίγουρα προϋποθέτει μια σειρά από λάθος αποφάσεις, το τίμημα του σφάλματος. Σ' εμάς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, αυτό λέμε.

Ωστόσο, ο αφηγητής δεν δείχνει πρόθεση επαιτείας συναισθήματος από τον αναγνώστη, αλλά ούτε και ωραιοποίησης μιας οριακής συνθήκης όπως αυτή. Επιλέγει και επιμένει στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα, του αφηγητή της ιστορίας αυτής. Παρότι τα περισσότερα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στον Καβουράκη, η Δούκα δεν παραλείπει να φέρει στην επιφάνεια και τη ζωή των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, τα δικά τους πάθη και επιθυμίες, τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής, τα όνειρα και τις ματαιώσεις, τους φόβους τους. Με τον τρόπο αυτό, η συγγραφέας πετυχαίνει, ένα παλίμψηστο της σύγχρονης μεγαλούπολης, γεγονός που επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει σε διάφορα επίπεδα, πέρα από την εξέλιξη της κεντρικής πλοκής, χωρίς η μυθοπλασία να πλακώνεται από το βάρος του ντοκουμέντου, χωρίς το Φελιτσιτά να απομακρύνεται από το βασίλειο της λογοτεχνίας, εκεί όπου δικαιωματικά ανήκει.

Η αποφυγή των γενικεύσεων και των κλισέ, συνήθως μελό κοινοτοπιών, που θα αφαιρούσε την ιδιαιτερότητα της ιστορίας των συγκεκριμένων προσώπων, διώχνει την όποια σκιά επιδίωξης μιας κοινωνικής ανάλυσης, τη δίψα της συγγραφέως να πάρει θέση για το κοινωνικοπολιτικό σήμερα, να προσθέσει την άποψή της ανάμεσα σε τόσες άλλες. Ο ρεαλισμός χωρίς λογοτεχνικές αρετές δύσκολα μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο ενός μυθιστορήματος, ακόμα και αν είναι πρωτοπρόσωπος και γεμάτος από τραύματα και συναισθηματικούς εκβιασμούς, αυτό η Δούκα το ξέρει καλά και αποτελεί μέρος των καταστατικών επιδιώξεών της. Σφιχτοδεμένο και χωρίς περιττές κουβέντες, το Φελιτσιτά είναι ένα υπέροχο και γοητευτικό μυθιστόρημα, βαθιά ανθρώπινο, που δείχνει την οξυδερκή και ζωηρή ματιά τής, γεννημένης το 1947, Δούκα στα πράγματα, αποτέλεσμα της επιμονής της να παρατηρεί από κοντά και όχι από ασφαλή απόσταση, αρνούμενη να πληγωθεί από το βέλος της συντήρησης που σημαδεύει το μεγάλωμα των ανθρώπων. Δεν είναι εύκολο να παράξει κανείς υψηλή λογοτεχνία με πρώτη ύλη τη συγχρονία, όσο έμπειρος γραφιάς και αν είναι. Η Δούκα το πετυχαίνει, με άνεση και χωρίς περιττές φωνές και εντάσεις.

υγ. Ο Κωνσταντίνος Καβουράκης μου έφερε στον νου δύο ακόμα σημαντικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, τον Αργύρη Τρίκορφο από το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Η πόλη και η σιωπή (περισσότερα εδώ), και τον Σεβαστιανό από το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού, Καινούργια μέρα, (περισσότερα εδώ).

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Νυχτωδία της Χιλής - Roberto Bolaño

Η ετήσια σταθερά: ένα ακόμα βιβλίο του τεράστιου Ρομπέρτο Μπολάνιο στα ελληνικά σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα. Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να απολογηθούμε ως ταγμένοι άπαξ και δια παντός στο πλευρό των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου· η Νυχτωδία της Χιλής κυκλοφόρησε όσο εκείνος ζούσε και δεν ανασύρθηκε από κάποιο μπαούλο ή ψηφιακό σύννεφο. Η πρώτη πρόταση ανασύρει έναν λυγμό:

Πεθαίνω τώρα, αλλά έχω πολλά ακόμα να πω.

Η Νυχτωδία της Χιλής κυκλοφορεί τρία χρόνια πριν ο Μπολάνιο πεθάνει, η αρρώστια βρίσκεται ήδη στο κορμί του, πεθαίνει αλλά έχει ακόμα πολλά να πει. Τι απάτητες κορυφές έμελλε ακόμα να κατακτήσει, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Κυκλοφορεί ένα χρόνο μετά από το Φυλαχτό. Τα δύο αυτά σύντομα μυθιστορήματα, νουβέλες αν προτιμάτε και όχι λόγω μεγέθους, συνθέτουν ένα δίπολο. Από τη μία στέκεται η Αξούλιο Λακουτύρ, μητέρα της μεξικανικής ποίησης, παγιδευμένη στην τουαλέτα την ώρα που οι δυνάμεις καταστολής μακελεύουν όποιον συναντούν κατά την εισβολή τους στο πανεπιστήμιο. Από την άλλη ο Σεμπαστιάν Ουρούτια Λακρουά, ιερέας και κριτικός λογοτεχνίας, κατάκοιτος στο κρεβάτι προσμένοντας πια τον θάνατο.

Η παρουσία ενός άγνωστου νεαρού στον χώρο πυροδοτεί την ανάγκη στον Λακρουά να απολογηθεί/εξομολογηθεί/υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του, τη στιγμή που ο νεαρός τον δείχνει με το δάκτυλο, ο ρυτιδιασμένος νεαρός ευθύνεται για τη διασάλευση της ηρεμίας του, την κατάρριψη της πίστης του πως εκείνος καλώς έπραξε όσα έπραξε, το βρώμισμα της συνείδησής του. Πότε με περιόδους μακριές και πότε κοφτές, ο Λακρούα, αμφιβόλου αξιοπιστίας αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο και με μια μνήμη που ούτε ο ίδιος δεν εμπιστεύεται απόλυτα, ανασύρει και ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής του, από τα μικράτα του, όταν και εισήχθη στην ιερατική σχολή, για να γίνει μέλος της Opus Dei λίγο αργότερα. Περπατώντας παράλληλα με την ιστορία της Χιλής, θα αναφερθεί σε κάθε καθοριστικό συναπάντημα μαζί της.

Ο Μπολάνιο επινοεί έναν ακόμα αμφίσημο αφηγητή. Δεν είναι εύκολο να κατατάξει κανείς τον Λακρουά ιδεολογικά με απόλυτους όρους, παρότι φαινομενικά αποτελείται από ψηφίδες συντηρητικές. Στέκεται στον αντίποδα της σιωπηλής πλειοψηφίας που ανέχεται τον ζόφο και που εκ των υστέρων περιαυτολογεί για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στην ανατροπή και την επόμενη μέρα, πλειοψηφία της οποίας οι δυνάμεις της προόδου χαϊδεύουν τα αυτιά, ο λαός που πάντα δικαιώνεται, που ποτέ δεν φταίει. Ανήκει σε μια συντηρητική σιωπηλή πλειοψηφία διαποτισμένη από τον φόβο και την ανασφάλεια, στα προαύλια των ναών, στην πρώτη σειρά των παρελάσεων, στα προπύργια του μίσους, στο προσωπικό συμφέρον, παρότι στο άκουσμα του προσδιορισμού εθνικιστής θα διαρρήξει των ιματίων του αρνούμενος την κατηγορία. Ο Μπολάνιο δεν αρκείται ωστόσο σε αυτό. Θέτει ευθύς εξαρχής το ζήτημα της ειλικρίνειας, της παρρησίας με την οποία κάποιος αποδέχεται όσα είναι, όσα ο ίδιος, τέλος πάντων, έχει συνείδηση πως είναι. Από τις πρώτες σελίδες αντιγυρίζει στον ρυτιδιασμένο νεαρό που τον κατηγορεί πως υπήρξε μέλος της Opus Dei, ποτέ δεν το έκρυψα ωστόσο, ποτέ δεν το αρνήθηκα. Εδώ βρίσκεται ένα από τα κλειδιά της πρόσληψης του έργου αυτού, στο γεγονός πως τουλάχιστον αυτό αναγνωρίζεται στον αφηγητή, έστω και την ύστατη στιγμή, έστω και έχοντας κατά νου ένα συγχωροχάρτι σε περίπτωση που του φανεί χρήσιμο περνώντας στην απέναντι πλευρά.

Η αμφισημία του προκύπτει και από το σύντομο βιογραφικό του, ιερέας, κριτικός και ποιητής. Εδώ, περισσότερο από αλλού, είναι ξεκάθαρο πως η πλειοψηφία των προσώπων για τα οποία η αναζήτηση του αναγνώστη δεν θα κομίσει αποτελέσματα, αντιστοιχούν σε πραγματικά πρόσωπα, παρότι η απόσταση που μας χωρίζει από τη Χιλή είναι τεράστια. Ο Λακρουά, υπό άλλο όνομα, υπήρξε. Ο αφηγητής, ακριβώς λόγω της ταυτότητάς του, κινείται σε διάφορα επίπεδα της καθημερινότητας, επιτρέποντας έτσι στον Μπολάνιο να ασχοληθεί με την ίδια τη λογοτεχνία, όπως αγαπά να κάνει, να αναφερθεί με τρόπο σχετικά ευθύ στον ρόλο των μελών της την ώρα που έγραφαν ποίηση ή πρόζα και έξω από την κάμαρά τους ο κόσμος άλλαζε και εκείνοι ήταν πάντοτε τρομακτικά έτοιμοι να σωπάσουν και να αρνηθούν, να πανηγυρίσουν πάντοτε από τους πρώτους σε κάθε αλλαγή σελίδας, είτε επιλέγοντας να παραμείνουν είτε έχοντας τη δυνατότητα να διαφύγουν μακριά από την κάθε Χιλή.

Σε ένα σύμπαν πολιτικής και λογοτεχνικής μυθιστορίας, η Νυχτωδία της Χιλής κατέχει ξεχωριστή θέση. Σε μόλις εκατόν εβδομήντα σελίδες, ο Μπολάνιο διατρέχει την ταραχώδη ιστορία της Χιλής κατά τον εικοστό αιώνα. Διόλου τυχαία και συμπτωματικά, η περίοδος του Αλιέντε καταλαμβάνει μόνο τρεις εξ αυτών, όταν ο αφηγητής μας, γεμάτος από φόβο, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, κρυμμένος στο σπίτι του διαβάζει ξανά την αρχαία ελληνική γραμματεία. Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια τυπικά στρατευμένη λογοτεχνία, όχι μόνο γιατί ο Μπολάνιο δεν διστάζει να κακοκαρδίσει όσους προτείνουν μια ασπρόμαυρη ανάγνωση ιδεολογικής καθαρότητας, υπερθεματίζοντας στην απόλυτη διάκριση καλού και κακού, αλλά γιατί μας υπενθυμίζει διαρκώς πως η ανθρώπινη φύση και τα παράγωγά της είναι μια ιδιαιτέρως σύνθετη συνθήκη, πως και εμείς φέρουμε τον ζόφο και αρκούν οι συνθήκες για να τον ξεράσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Σε όσους έχουν πρότερη επαφή με το έργο του η συνύπαρξη σκληρού ρεαλισμού και ποιητικού λόγου δεν θα κάνει εντύπωση, στους νεοεισελθόντες ναι, και αυτό είτε θα τους μαγέψει καθηλώνοντάς τους, είτε θα τους μπερδέψει. Αυτό το κράμα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η λογοτεχνική παρακαταθήκη του Μπολάνιο, ένας ποιητής που αναγνωρίστηκε για την πρόζα του.

Επίσης, οι ιστορίες μέσα σε ιστορίες, αυτό το συνεχές γαϊτανάκι, γνώριμο, ακόμα και στη μικρή φόρμα και όχι μόνο στην απλωσιά των Ντετέκτιβ ή του 2666, ιστορίες που επίσης δεν είναι πλήρως επινοημένες αλλά έχουν τις ρίζες τους στην πραγματικότητα, ρίζες βαθιές που δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να θαυμάσει τη φαντασία αλλά απλώς και μόνο –λες και είναι κάτι μικρό ή εύκολο– τη συγγραφική ικανότητα του Μπολάνιο να τις διαμορφώνει και να τις εντάσσει με τρόπο φαινομενικά και μόνο απλό στο κυρίως σώμα μιας τρεμώδους αφήγησης ενός αμφίβολης αξιοπιστίας προσώπου. Το αυτό και με το χιούμορ, που κινείται στην επικράτεια του παράλογου αλλά και οι δικές του ρίζες δεν επιτρέπουν στο χαμόγελο να σχηματιστεί σε πλήρη ανάπτυξη, αλλά να σημάνει άμεση οπισθοχώρηση στους μύες του προσώπου, φρίκη και βλοσυρότητα ξανά. Σ' ένα χαρακτηριστικό έργο του ευρύτερου μπολανικού σύμπαντος δεν θα μπορούσε να λείπει η εμφάνιση ενός μυστηριώδους διδύμου, εδώ με αναγραμματισμό των λέξεων φόβος και μίσος, που θα υπηρετήσει τον δικό του ρόλο πυροδότησης και προώθησης της πλοκής, για να εξαφανιστεί αναπάντεχα, με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε αρχικά.

Ο Μπολάνιο ποτέ δεν έγραψε λογοτεχνία που αφορούσε ένα μικρό και εκλεκτό κοινό, αυτό τον καθιστά ακόμα πιο σπουδαίο στα μάτια μου, ίσως και επειδή με πρώτη ύλη την ανθρώπινη φρίκη, υλικό που εντοπίζεται σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας, κατάφερε να παραδώσει κάτι το τόσο ιδιαίτερα προσωπικό και ακολούθως καθοριστικής επιρροής. Και διαχειρίστηκε την φρίκη καταφεύγοντας στην ίδια τη λογοτεχνία, αναζητώντας τα σημάδια της εκεί, στο ίδιο μέρος που γύρευε και την αποσύνδεση ή την απόλαυση, αντέχοντας να μην αναζητήσει πλήρη κάλυψη στο χιούμορ ή την παραίτηση, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, ούτε καλοπιάνοντας τον ίδιο του τον εαυτό πρώτα, και ύστερα τους αναγνώστες, πως πάνε αυτά, πέρασαν, ήταν μόνο κάποια τέρατα που εμφανίστηκαν, κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις στο γενετικό υλικό, γυρίστε τώρα πλευρό ήσυχοι. Και το έκανε με τρόπο τέτοιο που να μην αφήνει το βλέμμα να αποστραφεί μπροστά στη φρίκη, θυμηθείτε μόνο το κεφάλαιο με τις γυναικοκτονίες στο 2666, αλλά μαγνητίζοντάς το χωρίς ποτέ να καταπέφτει στον αναχωρητισμό, στην τέχνη για την τέχνη, χωρίς να εγκαταλείπει στιγμή τη φρίκη, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να το σκεφτεί τουλάχιστον μια δεύτερη φορά πριν περιπέσει στην κλισέ χρήση ενός μου γενικού και αόριστου μου άρεσε, αλήθεια, τι σου άρεσε ακριβώς;

Η περιήγηση στο μπολανικό σύμπαν, η επιστροφή, ξανά και ξανά, στα πλέον φλογοβόλα αστέρια του, αναπόφευκτα θέτει ένα ενδοσυμπαντικό μέτρο σύγκρισης. Έτσι, επειδή ο αναγνώστης σε πολλά ομοιάζει με τον εξαρτημένο χρήστη, που στην ανάμνηση της πρώτης εμπειρίας επιστρέφει και δοκιμάζει,  μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ελπίζοντας πως θα νιώσει όπως τότε, εκεί γεννάται η αμφιβολία, άραγε, αναρωτιέται ο αναγνώστης, θα είναι αυτό το βιβλίο του ισάξιας έντασης με εκείνα τα πιο σπουδαία, θα σταθεί αντάξιο των προσδοκιών του για πλήρη φυγή από το πραγματικό, όπως τότε που χωρίς να το περιμένει βρέθηκε ανάμεσα στις σελίδες του και ύστερα όλα άλλαξαν και τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Η Νυχτωδία της Χιλής είναι, σε συνδυασμό με το Φυλαχτό, μια τέτοια εμπειρία, που την καθιστά κατάλληλη πύλη εισόδου στο έργο του Μπολάνιο και που μόνο η συντομία της απογοητεύει καθώς περιορίζει χρονικά την επίδραση της περιήγησης σε κορυφές ψηλές, εκεί που η αναλογία του οξυγόνου δεν είναι εκείνη των ομοιόμορφων πεδινών και των χαμηλών λόφων.

υγ. Για τα υπόλοιπα έργα του Μπολάνιο: 2666 (εδώ), Οι άγριοι ντετέκτιβ (εδώ), Το Τρίτο Ράιχ (εδώ), Φυλαχτό (εδώ), Παγοδρόμιο (εδώ), Λούμπεν μυθιστορηματάκι (εδώ), Τηλεφωνήματα (εδώ), Το πνεύμα της επιστημονικής φαντασίας (εδώ), Μνήματα καουμπόυδων/Πατρίδα/Γαλλική κωμωδία τρόμου (εδώ), Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόις (εδώ).

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ρολόι χωρίς δείκτες - Carson McCullers

Ένα κεφάλι κόβεις, πλήθος απογόνων πετάγονται αίφνης. Έτσι πάει η ιστορία της ανάγνωσης. Κάρσον ΜακΚάλερς δεν είχα διαβάσει ως τώρα. Ένας από τους –άραγε μετρήσιμους;– ανοιχτούς λογαριασμούς, που στην πλειοψηφία τους μετατίθενται διαρκώς για το άμεσο μέλλον, για την πρώτη ευκαιρία, μια πράξη αισιοδοξίας, μια, αναγκαία, ψευδαίσθηση ελέγχου. Οι εκδόσεις Διόπτρα, που όλο και περισσότερο επενδύουν στη, σύγχρονη αλλά και κλασική, καλή λογοτεχνία, εδώ και λίγο καιρό τρέχουν ένα εκδοτικό πρόγραμμα επανασύστασης της ΜακΚάλερς στο ελληνικό κοινό. Στην τέταρτη στροφή ανέβηκα στο όχημα, κυρίως με περιέργεια και, παραδόξως πώς, όχι με υπερβολικές αξιώσεις. Και έτσι: ως τώρα δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο της, τώρα θέλω να τα διαβάσω όλα. Ένα βιβλίο αφαιρέθηκε από τη λίστα, τέσσερα-πέντε προστέθηκαν. Έτσι πάει η ιστορία της ανάγνωσης.

Όλα ξεκινούν με μια υπέροχη πρώτη πρόταση: «Ο θάνατος είναι ο ίδιος πάντα, αλλά κάθε άνθρωπος πεθαίνει με τον δικό του τρόπο». Ένας μεσήλικας φαρμακοποιός που μαθαίνει πως του απομένει λίγος χρόνος ζωής, ένας γέρος δικαστής που οραματίζεται την επανόρθωση των ηττημένων του Νότου, ο εγγονός του που διαισθητικά στέκεται απέναντι στον παππού του και με τον ίδιο τρόπο επιχειρεί να διακρίνει τις επιθυμίες του σώματός του και τα ίδια του τα συναισθήματα, ενώ ένας, επίσης νεαρός, μαύρος, με κλίση στη μουσική, ορφανός αγνώστου γονέων, ασφυκτιά από την καταπίεση που ακόμα δέχεται η φυλή του· ο θυμός τον κατακλύζει. Ο Μαλόουν, ο Κλέιν, ο Τζέστερ και ο Σέρμαν. Αυτά είναι τα τέσσερα πρόσωπα που ηγούνται της ιστορίας αυτής που διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα σε μια μικρή αμερικανική κωμόπολη, για άλλους ο κόσμος όλος, για άλλους μια στενή φυλακή.

Ο τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής-παρατηρητής εστιάζει πότε στο ένα και πότε στο άλλο πρόσωπο. Η δράση εκκινεί όταν ο Μαλόουν θα μάθει τα δυσάρεστα ιατρικά νέα, αλλά δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τα υποστυλώματα από το παρελθόν, καθοριστικά για τη διαμόρφωση του παρόντος, προάγγελοι της διαχείρισης του άγνωστου μέλλοντος, γεγονός που επιτάσσει εκτεταμένες αναλήψεις από τον ταμιευτήρα των πεπραγμένων. Η ΜακΚάλερς ξέρει και ποντάρει πολλά στο χτίσιμο των προσώπων, αληθοφάνεια και απαραίτητη στερεοτυπία, ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικειότητα με εκείνα και την ιστορία τους. Μετέρχεται μιας παρεξηγημένης τεχνικής στην πρόζα, όπως είναι ο διάλογος, ώστε να προωθήσει την πλοκή αλλά και να χαράξει με μεγαλύτερη ακρίβεια το καλούπι των τεσσάρων πρωταγωνιστών, την ώρα που επιτρέπει στο χιούμορ να διέλθει αβίαστα από τις χαραμάδες. Ο έλεγχος της ιστορίας είναι απόλυτος, κάθε κίνηση, ακόμα και η πλέον φαινομενικά ανώδυνη, είναι καλά προϋπολογισμένη. Τέσσερις άντρες στο προσκήνιο χωρίς καμία γυναίκα σε αντίστοιχου εμβαδού ρόλο, παρά στο παρασκήνιο και στο βάθος μόνο. Τρεις λευκοί άντρες με τα δεδομένα προνόμια τους και ένας θυμωμένος μαύρος. Αν ήταν άντρας ο συγγραφέας, σίγουρα θα είχαμε να συζητήσουμε περισσότερα για την επιλογή αυτή, αλλά είναι μια γυναίκα που κάνει τη διανομή των ρόλων και τώρα πρέπει να δώσουμε άλλες ερμηνείες, συνυπολογίζοντας αναπόφευκτα τους όρους της εκδοτικής αγοράς εκείνων των χρόνων, διαισθανόμενοι πως η ΜακΚάλερς επέλεξε να φέρει στα μέτρα της τους κανόνες του παιχνιδιού, υπακούοντας φαινομενικά σε αυτούς ώστε να της δοθεί ο χώρος να τους υπονομεύσει.

Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως η συγγραφέας δεν νοιάζεται τους χαρακτήρες της, ωστόσο δεν μπορεί και να παρακάμψει τα προνόμια τους, να μη σηκώσει τους ώμους όταν εκείνοι αποδεικνύονται ανίσχυροι απέναντι στις πτυχές της καθημερινότητας, όταν νιώθουν μόνοι, αδύναμοι και αβοήθητοι, όταν βιώνουν μια εμπειρία που για άλλους αποτελεί τη συνήθη όψη της πραγματικότητας· έτσι είναι η ζωή. Γραφή στρωτή, απλή μα όχι απλοϊκή, μια αφήγηση ρέουσα που δεν λιμνάζει παρότι αποφεύγει τις έντονες κορυφώσεις και τις εκπλήξεις, μια καλή ιστορία στέρεης κατασκευής, χωρίς καθοδήγηση συναισθηματική και διάθεση διδακτική. Τα ευρήματα δεν αποσπούν τη συγγραφική προσοχή, παρεπόμενα ούτε και την αναγνωστική. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα εξήντα χρόνια μετά, αναπόφευκτα έχουμε εξ αρχής απολέσει το πλεονέκτημα της συγχρονίας με τα πρόσωπα και την ιστορία, αλλά και τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ωστόσο, η εκ του μακρόθεν ανάγνωση ωφελεί την κρίση μας σχετικά με τη διαχρονική σημαντικότητα του βιβλίου, τόσο σε επίπεδο γραφής όσο και περιεχομένου. Και ακόμα παραπέρα: διάολε, πρέπει να υπενθυμίζεται διαρκώς το πότε διαδραματίζεται η ιστορία, καθώς μοιάζει τόσο επίκαιρη, παρά τα όποια βήματα διανύθηκαν έκτοτε, παρότι στην ανάγνωση του επιθέτου νέγρος είμαστε έτοιμοι να εξαπολύσουμε βέλη ορθότητας, βέλη που το βεληνεκές τους είναι μεταχρονολογημένο στο σήμερα, που απαγορεύεται κάποιος να χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό αυτό, χωρίς αυτό ταυτόχρονα να σημαίνει πως το επίθετο έχει εξαφανιστεί από το καθημερινό λεξιλόγιο. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.

Η χρονική, λοιπόν, απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο αναγνώστη από τη συγγραφή του μυθιστορήματος μοιάζει ικανή ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την αξία του. Το γεγονός πως έφτασε ως τις μέρες μας από μόνο του δεν εγγυάται και πολλά. Η γραφή της ΜακΚάλερς, από το δείγμα αυτό τουλάχιστον, δεν επιθυμεί, ούτε επιδιώκει να αποτελέσει μια ρηξικέλευθη καμπή στη λογοτεχνική ιστορία. Ούτε αυτό ωστόσο αποτελεί κριτήριο κριτικής και αξιολόγησης. Ακόμα ακόμα ούτε το ότι πρόκειται για γυναίκα συγγραφέα, μειοψηφία στο μετερίζι της σοβαρής λογοτεχνίας, είναι αρκετό, αν και ίσως είναι ρηξικέλευθο ως πραγματολογικό στοιχείο εξωκειμενικό. Το Ρολόι χωρίς δείκτες συναρπάζει με την απλότητά του, απόρροια της αφηγηματικής άνεσης και της μη ανάγκης για καταφυγή σε κόλπα και τεχνάσματα, κάτι που αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερο ίδιον της σύγχρονης λογοτεχνίας, ικανοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τις διακριτές συγγραφικές επιδιώξεις. Η αναγνωστική απόλαυση δεν περιορίζεται στο αίσθημα νοσταλγίας για μια περασμένη λογοτεχνική εποχή, αλλά εκπορεύεται της ίδιας της εμπειρίας της ανάγνωσης, έτσι όπως συμπυκνώνεται στο εδώ και το τώρα αυτής. Ο χρόνος που μεσολάβησε δεν το έφθειρε, απόδειξη της αντοχής του υλικού κατασκευής, δεν το άφησε πίσω του υποταγμένο σε μια ημερομηνία λήξης. Και είναι το ίδιο το μυθιστόρημα που γεννά την υποψία, αν και πρόωρη και άρα αυθαίρετη, για το συνολικό έργο της ΜακΚάλερς, ορίζοντας τις προσδοκίες εκείνες που θα κληθεί στο προσεχές αναγνωστικό μέλλον να ικανοποιήσει, τις τεχνικές προδιαγραφές ενός ακόμα λογοτεχνικού μπούνκερ, ικανού να αντέξει την δυσβάσταχτη πραγματικότητα.

Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Διόπτρα

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Όλιβ, ξανά - Elizabeth Strout

Τα τελευταία χρόνια, οι εκδόσεις Άγρα, με την πολύτιμη μεταφραστική αρωγή της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έχουν αναλάβει να κυκλοφορήσουν τα βιβλία τής πολύ καλής Αμερικανίδας συγγραφέως Ελίζαμπετ Στράουτ (Πόρτλαντ, 1956), απόφαση στην οποία το εγχώριο αναγνωστικό κοινό ανταποκρίνεται κάθε φορά με ενθουσιασμό. Το Όλιβ, ξανά είναι η συνέχεια του επιτυχημένου, απ' όλες τις απόψεις, μυθιστορήματος Όλιβ Κίττριτζ. Η Στράουτ πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε, μερικά χρόνια νωρίτερα, για να αφηγηθεί τη συνέχεια της ιστορίας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να ειπωθεί ήδη από την αρχή πως, παρά την άρρηκτη σχέση των δύο μυθιστορημάτων, το Όλιβ, ξανά δύναται να διαβαστεί και αυτόνομα, παρότι, αναπόφευκτα, αποκαλύπτει αρκετά σχετικά με την ιστορία.

Το μυθιστόρημα πατάει σε ένα αλληλοεξαρτώμενο δίπτυχο, την Όλιβ και το αφηγηματικό εύρημα. Η Όλιβ Κίττριτζ, συνταξιούχος καθηγήτρια μαθηματικών, ζει σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη του Μέην. Ο άντρας της πέθανε, ο γιος της παντρεύτηκε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, εκείνη έμεινε μόνη στο σπίτι να μάχεται με τις αναμνήσεις και τις καθημερινές προκλήσεις της ζωής, να αναζητά το νόημα, αρνούμενη να παραδοθεί άνευ αγώνα. Η Όλιβ είναι ένας αξέχαστος και πλήρης λογοτεχνικός ήρωας, αποτελούμενος από αιχμηρές γωνίες, που δεν του λείπουν τα ελαττώματα και οι σκοτεινές πλευρές, γεγονός που την εξανθρωπίζει και την ξεκολλά από την επιφάνεια και την όποια στερεοτυπία, προσδίδοντάς της τις απαραίτητες διαστάσεις μέσω των οποίων αναδύονται οι αντιφάσεις του χαρακτήρα της, αντιφάσεις οι οποίες, άλλωστε, αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά κάθε ανθρώπινου όντος. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής στέκεται απέναντι στην Όλιβ δεν είναι ούτε μεροληπτικός ούτε εχθρικός, αλλά, όσο αυτό είναι δυνατόν, αντικειμενικός, γεγονός καθοριστικό για την αναγνωστική πρόσληψη, για την ανάδυση της ενσυναίσθησης· αυτή είναι η Όλιβ, μοιάζει να λέει, και δεν θα προσαρμοστεί ούτε στη δική μου ούτε στη δική σας εικόνα.

Η Στράουτ, με μια κλασικότροπη, τριτοπρόσωπη αφήγηση, συνεχίζει εδώ το εύρημα περιστροφής γύρω από την κεντρική ηρωίδα της, σ' ένα μυθιστόρημα που μοιάζει σπονδυλωτό, έτσι όπως αποτελείται από κεφάλαια στα οποία η παρουσία της Όλιβ ενίοτε είναι έκκεντρη, από υποϊστορίες φαινομενικά και μόνο άσχετες με την κυρίως πλοκή. Εδώ προκύπτει μια πρώτη συγγραφική πρόκληση, το πώς οι υποϊστορίες θα λειτουργήσουν εντός του σώματος της κεντρικής πλοκής, αν θα μπορέσουν, δηλαδή, να ανταποκριθούν στη συγγραφική επιδίωξη ή θα αποδειχτούν μια απλή, μάλλον αχρείαστη, γέμιση, που θα πετά τον αναγνώστη εκτός. Η Στράουτ ξεπερνά με άνεση την πρόκληση αυτή και καταφέρνει, χωρίς να παραμελεί τον βασικό χαρακτήρα της ιστορίας της, να δώσει τη μεγάλη εικόνα του μικρού αυτού τόπου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας, στην οποία όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων, τον τρόπο με τον οποίο η ζωή κυλά, και μέσω αυτών να φωτίσει ακόμα περισσότερο την ίδια την Όλιβ και τον χαρακτήρα της, κινούμενη στο μεταίχμιο μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, υπενθυμίζοντας διαρκώς πως, εκτός από το παρελθόν, είναι και το περιβάλλον εντός του οποίου κινείται κανείς καθοριστικό για τη διαμόρφωση και τη βάδιση, αλλά και πως κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του δυσκολίες, κάτι το οποίο καλό είναι να έχουμε κατά νου πριν από κάθε βιαστικό και απόλυτο συμπέρασμα.

Η ίδια η Όλιβ, αλλά και το αφηγηματικό εύρημα της έκκεντρης περιστροφής καθιστούν ξεχωριστή και λογοτεχνικά άξια μια ιστορία μάλλον κοινότοπη, κάτι το οποίο οφείλει να αναγνωρίσει κανείς στη Στράουτ. Το μυθιστόρημα, ωστόσο, ξεπερνά το ίδιο το εύρημα στο οποίο στηρίζεται. Το Όλιβ, ξανά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πως σημασία έχει μάλλον ο τρόπος με τον οποίο θα αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται εις βάρος του περιεχομένου. Το αφηγηματικό εύρημα δεν αρκείται στην όποια πρωτοτυπία του, αλλά είναι ταυτόχρονα και άκρως λειτουργικό, αφού επιτρέπει στη συγγραφέα να παραδώσει μια, πάντοτε ευπρόσδεκτη, καλοειπωμένη ιστορία. Η αφηγηματική δεινότητα της Στράουτ είναι παροιμιώδης, η ματιά της οξυδερκής, η επιμονή στη λεπτομέρεια συγκινητική, η άρνηση να υποκύψει στην ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα της εποχής απόλυτη. Με τα πιο απλά υλικά πετυχαίνει να συνθέσει ένα στέρεο και καλοκατασκευασμένο μυθιστόρημα για τις καθημερινές και οικείες προκλήσεις της ύπαρξης.

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία της Στράουτ: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον εδώ, το Όλιβ Κίττριτζ εδώ, το Όλα γίνονται εδώ.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών)
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Η πλωτή όπερα - John Barth

Τα βιβλία του Μπαρθ πέρασαν μάλλον αδιάφορα κατά την κυκλοφορία τους στη χώρα μας, εξ ου και παραμένουν από χρόνια εξαντλημένα. Της Πλωτής όπερας είχε προηγηθεί Το τέλος του δρόμου, βιβλίο το οποίο, με αρκετή δόση τύχης, είχα βρει σε κάποια εξόρμηση στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Η τότε ανάγνωση είχε εν πολλοίς δικαιολογήσει τα λόγια θαυμασμού που διάβαζα εδώ και εκεί, ενώ το κείμενο εκείνο έκλεινε με τις μηχανές αναζήτησης της Πλωτής όπερας στο φουλ. Ήμουν εκ νέου τυχερός. Ο Κ. είχε το βιβλίο που έψαχνα και έψαχνε το βιβλίο που εγώ είχα. Η ανταλλαγή έγινε επί ίσοις όροις. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια.

Όταν θυμήθηκα το βιβλίο αυτό, διάβαζα Γουάλας, το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά. Ένα νήμα, καθόλου αναπάντεχο, οδηγούσε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και τη γέννηση του αμερικανικού μεταμοντερνισμού του οποίο ο Μπαρθ υπήρξε βασικός εισηγητής. Δεδομένα, θεωρώ, υπήρξε ένας από τους συγγραφείς που ο Γουάλας μελέτησε ενδελεχώς, μια προφανής επιρροή στο μετέπειτα έργο του. Πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσίαζε το γεγονός πως Η πλωτή όπερα υπήρξε το πρώτο, αρκετά περιπετειώδες, εκδοτικό βήμα του Μπαρθ, αρκετό καιρό πριν καθιερωθεί στα λογοτεχνικά πράγματα και ταυτιστεί με το μεταμοντέρνο campus novel. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα.

Λοιπόν. Το όνομά μου είναι Τοντ (Todd) Άντριους. Γράφεται με ένα ή με δύο d· λαβαίνω επιστολές με το όνομά μου γραμμένο και με τους δύο τρόπους. Σε αποτρέπω πάντως από το να θεωρήσεις ότι γράφεται με ένα d, από φόβο μην σκεφτείς, «Tod στα γερμανικά σημαίνει θάνατος: μπορεί το όνομα να είναι συμβολικό». Εγώ ο ίδιος το γράφω με δύο d, εν μέρει για να αποφεύγω τέτοιους συμβολισμούς. Τελικά όμως δεν έχει νόημα να σε αποτρέψω, κι αυτό διότι μόλις μου πέρασε από το μυαλό ότι το Τοντ με δύο d είναι επίσης συμβολικό, και δικαίως. Tod σημαίνει θάνατος, και το βιβλίο δεν ασχολείται πολύ με το θάνατο· ο Todd είναι παρ' ολίγον Tod –δηλαδή, παρ' ολίγον θάνατος– και το βιβλίο, αν το γράψω τελικά, θα έχει πολύ μεγάλη σχέση με τον παρ' ολίγον θάνατο.

Η παραπάνω παράγραφος, κάπου στις πρώτες σελίδες της Πλωτής όπερας συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό διάφορες από τις παραμέτρους του μυθιστορήματος αυτού, σε βαθμό τέτοιο που θα μπορούσε άνετα να σταθεί και ως μια παράδοξη, αλλά ταυτόχρονα λειτουργική, περίληψη: το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης μας συστήνεται και μας απευθύνεται ευθέως, ενώ και η διαδικασία της γραφής του βιβλίου τοποθετείται εξ αρχής στον πυρήνα της πρόζας· κάποια από τα βασικά στοιχεία του μεταμοντερνισμού εντοπίζονται εδώ. Την ίδια στιγμή, μαζί με το ύφος της γραφής,  –σ' ένα μόνο από τα αρκετά παιχνίδια, με άθροισμά τους το ίδιο το βιβλίο– το λεκτικό παιχνίδι με το όνομά του, το σχετικό με τον παρ' ολίγον θάνατο, ισχυρίζεται πως μόλις του πέρασε από το μυαλό, γεγονός που καθιστά τον αφηγητή ύποπτο για αναξιοπιστία, βέβαια, ήμασταν κιόλας προκατειλημμένοι· κάποιος που αφηγείται τη ζωή του θεωρείται κιόλας ύποπτος. Η κυρίως δράση τοποθετείται στη διάρκεια μιας μέρας, κατά την οποία ο Τοντ είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει, απόφαση που τελικά δεν τήρησε, ένας παρ' ολίγον θάνατος, λοιπόν.

Ο Τοντ, από χρόνια, κρατάει αναλυτικές σημειώσεις για τη ζωή του, ακολουθώντας ένα προσωπικό και σύνθετο τρόπο αρχειοθέτησης. Βασικό ζητούμενο της Έρευνας είναι να καταλάβει τους λόγους που οδήγησαν τον πατέρα του, πετυχημένο δικηγόρο αλλά όχι οξυδερκή επενδυτή, στην αυτοκτονία. Η αυτοκτονία του πατέρα του ήταν εκείνη που του άνοιξε τις πόρτες για μια επικερδή καριέρα στα νομικά, καθώς, ξαφνικά, προστέθηκαν στο ως τότε προβληματικό και ελλιπές πελατολόγιο του όλοι όσοι εμπιστευόντουσαν τις υποθέσεις τους στον εκλιπόντα. Ο Τοντ ισχυρίζεται πως δεν είναι σίγουρος για την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία επρόκειτο να αυτοκτονήσει, ήταν είτε η 21η είτε η 22η Ιουνίου του 1937, στοιχείο που προστίθεται στο κατηγορητήριο περί αναξιοπιστίας, καθώς μοιάζει μάλλον απίθανο κάποιος άνθρωπος όπως ο Τοντ, που με περισσή σχολαστικότητα κρατάει τα πρακτικά της ζωής του, να μην θυμάται με ακρίβεια μια τόσο σημαντική μέρα. Το βιβλίο είναι στην ουσία μια εκ των υστέρων ανάληψη των γεγονότων εκείνων, και ειδικότερα της μέρας της παρ' ολίγον αυτοκτονίας του, αλλά και των πολλών σκέψεων επί αυτών.

Υπενθυμίζεται εδώ πως Η πλωτή όπερα υπήρξε το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Μπαρθ και αυτό γίνεται για να προσδώσει επιπλέον δέος στον αναγνώστη για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε και εφάρμοσε τις απαραίτητες για τη στατικότητα της κατασκευής επιλογές, την αυτοπεποίθηση με την οποία δεν διστάζει να παίξει το παιχνίδι της γραφής, να δοκιμάσει τα όρια του αντιθετικού ζεύγους κωμικού και τραγικού, να κρύψει την όποια διεργασία και σκέψη πίσω από το παραβάν ενός ανέμελου προσωπικού στοχασμού, να περιδιαβεί, ακολουθώντας τον αφηγητή του, φαινομενικά αγόγγυστα το αγωνιώδες μονοπάτι του υπαρξισμού, να βγάλει τη γλώσσα στον θάνατο αλλά και στην αυτοκτονία, απαντώντας μ' ένα σήκωμα του ώμου σ' ένα από τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά διλήμματα του περασμένου αιώνα όπως ο Καμύ το έθεσε, να καταστήσει εν τέλει συμπαθή τον αφηγητή του που μάλλον για το αντίθετο μοιάζει να μοχθεί, δίνοντάς του διαστάσεις ανθρώπινες και όχι ηρωικές, να δώσει επίσης βάθος στον αρχικά ρηχό ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών, να αναφερθεί στο αμερικάνικο όνειρο εξ αντανακλάσεως και να προκαλέσει δυσανεξία στο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, με λίγα λόγια, να φωνάξει: καλησπέρα σας, είμαι ο Τζον Μπαρθ.

Επιστρέφοντας στην άλλη πλευρά του νήματος, στον Γουάλας δηλαδή, και έχοντας πάντοτε υπόψη την εκ του σύνεγγυς ματιά στο λογοτεχνικό ποτάμι, μπορεί κανείς να διαπιστώσει το πώς ενσωματώνεται αρμονικά και αξιοποιείται κατάλληλα η καλά χωνεμένη επιρροή. Ανάμεσα σε άλλα, πολλά από τα οποία εμφανίζονται στα παραπάνω (φαινομενικά και μόνο) αντιθετικά ζεύγη, εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαρθ διαχειρίζεται με ευκολία το υψηλό και το χαμηλό, το σπουδαίο και το κατακάθι, κάτι το οποίο ο Γουάλας το οδήγησε σε δυσθεώρητα ύψη, αλλά και το πώς καταφέρνει να προσφέρει αναγνωστική απόλαυση σε κομμάτια που στην περιγραφή τους και μόνο κάποιος θα έπαιρνε το ρίσκο να τα παραβλέψει, και εδώ αναφέρομαι κυρίως στις σελίδες εκείνες της νομικής σκέψης, τον σχεδιασμό της στρατηγικής βήμα προς βήμα. Θυμήθηκα τον Χλωμό βασιλιά, για χάρη του οποίου ο Γουάλας παρακολούθησε αρκετά μαθήματα οικονομικών, και πέτυχε να μιλήσει για την πλήξη από το κεντρικό της παράρτημα εκείνο της φορολογικής υπηρεσίας, το βασίλειο των βασιλείων της γραφειοκρατίας.

Η πλωτή όπερα, ένα σκάφος το οποίο περιοδεύει από θαλάσσης και που διαδραματίζει, σε μια από τις ελάχιστες διασωθείσες εκ των προτέρων αναγνωστικές βεβαιότητες, καταλυτικό ρόλο στην ιστορία αυτή, είναι ίσως το πλέον εγκιβωτισμένο στην ίδια την πρόζα λογοτεχνικό, και όχι μόνο, μανιφέστο, ο αποσπασματικός και κατακερματισμένος τρόπος με τον οποίο λειτουργούμε ως παρατηρητές του τριγύρω κόσμου. Μια ευτυχής συγκυρία που με έκανε να διαβάσω ένα βιβλίο το οποίο διαρκώς παραχωνόταν όλο και βαθύτερα σε σημεία της βιβλιοθήκης που ούτε η σκόνη πια δεν φτάνει. Και επειδή τέτοια βιβλία πάντοτε οδηγούν σε άλλα, μέσα από ευθείς ή πλάγιες διαδρομές, σκέφτομαι έντονα πως κάποια στιγμή θα ήθελα να διαβάσω ξανά τον Συνασπισμό ηλιθίων του Τουλ. Παράλληλα, βέβαια, πρέπει για ακόμα μια φορά να θέσω στο φουλ τις μηχανές αναζήτησης για κάποιο από τα υπόλοιπα εξαντλημένα βιβλία τού Μπαρθ. Αν υπάρχει κάποιος πρόθυμος ας μου σφυρίξει.

υγ. Η έκδοση του βιβλίου, με το τόσο ταιριαστό εξώφυλλο από το Stranger than paradise του Τζάρμους, είναι κάτι παραπάνω από άρτια. Η εισαγωγή του συγγραφέα, αλλά και το επίμετρο του ίδιου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται και στις λύσεις που του προσέφερε η ανάγνωση του σπουδαίου Βραζιλιάνου Μαρία Ματσάδο ντε Άσις. Στο άκρως κατατοπιστικό και ικανοποιητικής έμπνευσης επίμετρο του Δημήτρη Τζιόβα, διαβάζουμε: «Οι συγγραφείς που –ο Μπαρθ– ξεχωρίζει ως τους πιο αντιπροσωπευτικούς του μεταμοντερνισμού είναι ο Ίταλο Καλβίνο και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, λέγοντας ότι αν ο Θερβάντες ήταν το υπόδειγμα του προμοντερνισμού, ο Μπόρχες υπήρξε η εμβληματική dernier cri του μοντερνισμού και ταυτόχρονα η γέφυρα ανάμεσα στο τέλος του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, ενώ ο Γκαρσία Μάρκες αποτελεί τον αξιοζήλευτο διάδοχό του, όντας ένας υποδειγματικός μεταμοντερνιστής και ένας απαράμιλλος τεχνίτης της αφήγησης. Ο λόγος που ξεχωρίζει τον Καλβίνο και τον Μάρκες ως τους πιο αντιπροσωπευτικούς μεταμοντερνιστές είναι γιατί εκφράζουν τη σύνθεση του παλιού με το νέο, κάτι που και ο ίδιος επιχειρεί σε αρκετά μυθιστορήματά του».

υγ.2 Για Το τέλος του δρόμου περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά εδώ, για τον Συνασπισμό ηλιθίων εδώ, για το Δύσκολοι έρωτες του Καλβίνο εδώ, ενώ για τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εδώ.

Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Κορίτσι με παράξενα μαλλιά - David Foster Wallace

Όταν, πάνε πια πάνω από δέκα χρόνια, έπεσε στα χέρια μου η Λήθη, που στην ελληνική έκδοση της προσαρτήθηκε μάλλον αυθαίρετα ο επιθετικός προσδιορισμός αμερικανική, έπαθα σοκ. Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά και καμία σχέση δεν έχει με την ανάγνωση ενός καλού ή πολύ καλού βιβλίου. Περισσότερο προσομοιάζει με την ανακάλυψη ενός καινούριου τόπου, ενός τόπου που δεν μπορούσες καν να φανταστείς την ύπαρξή του λίγα δευτερόλεπτα πριν από το γύρισμα της πρώτης σελίδας. Τότε, ψάχνοντας, έμαθα πως το magnus opus του αυτόχειρα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας ήταν το αμετάφραστο, ακόμα και σήμερα αν και ετοιμάζεται, Infinite Jest. Άλλωστε, τη στιγμή εκείνη μόνο ένα ακόμα έργο του είχε μεταφραστεί στα ελληνικά και έδειχνε εξαντλημένο, η συλλογή διηγημάτων Κορίτσι με παράξενα μαλλιά. Το πρωτόλειο μυθιστόρημά του, Η σκούπα και το σύστημα, δεν με ενθουσίασε παρότι σε αυτό, σχετικά εύκολα, μπορούσε κανείς να εντοπίσει την πρώτη ύλη ενός μοναδικού σύμπαντος λίγο μετά την πρώτη του έκρηξη, αρκετά πριν πάρει την οριστική του μορφή, την αυτοπεποίθηση ενός νεαρού συγγραφέα που αναζητούσε τη φωνή του. Ο χλομός βασιλιάς, καίτοι ανολοκλήρωτο, ήταν ένα ακόμα σοκ, τι και αν θεωρητικά είχα βάσιμες υποψίες πως θα ήταν τέτοιο. Οι Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες επιβεβαίωσαν το μέγεθος και ενέτειναν την ανυπομονησία για την κυκλοφορία του Infinite Jest. Στη φετινή έκθεση βιβλίου βρήκα το Κορίτσι με παράξενα μαλλιά.

Διαβάζοντας τα διηγήματα της συλλογής αυτής, που αποτέλεσαν το δεύτερο βιβλίο που εξέδωσε ο Γουάλας, δύο χρόνια μετά το Η σκούπα και το σύστημα και επτά πριν από την κυκλοφορία του Infinite Jest, τα συναισθήματα θύμιζαν την εμπειρία της ανάγνωσης του πρωτόλειου μυθιστορήματός του. Διάσπαρτα θραύσματα να αιωρούνται, αλλά ακόμα να μην έχουν πάρει την οριστική τους μορφή, μια αίσθηση ατέλειας. Αν τα δύο αυτά έργα ήταν τα μοναδικά βιβλία του, τότε ένα μεγάλο τι θα συνέβαινε εάν συνέχιζε θα πλανιόταν στον αέρα, μια απογοήτευση που οι υποσχέσεις δεν πληρώθηκαν τελικά. Ίσως, βέβαια, να είχαν ξεφύγει του ραντάρ ενός απλού αναγνώστη, αν ο μύθος του Γουάλας δεν είχε υπάρξει, μύθος που οι κακοπροαίρετοι αποδίδουν στο γεγονός της αυτοκτονίας του και οι υπόλοιποι στην καθοριστική παρουσία του για τη ροή του ποταμού της λογοτεχνίας, όχι μόνο της μεταμοντέρνας αμερικανικής, αλλά του συνόλου αυτής.

Το μόνιμο συναίσθημα, τόσο στα ελάσσονα όσο και στα μείζονα έργα του, είναι εκείνο που γεννάται όταν απέναντί σου έχεις έναν ιδιαίτερα έξυπνο άνθρωπο, αυθεντικά έξυπνο και όχι εξυπνάκια, κάποιον που χρησιμοποιεί μεγαλύτερο μέρος των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του και αυτό, μιλώντας για λογοτεχνία, μπορεί με άνεση να το ενσωματώσει στην πρόζα του, πετυχαίνοντας να σταθεί αντάξιος απέναντι στην πολυπλοκότητα του τριγύρω κόσμου, επιχειρώντας μια κατά μέτωπο σύγκρουση. Συγγενές με το παραπάνω συναίσθημα είναι επίσης ο εντυπωσιασμός που εγείρεται από την ικανότητά του να χρησιμοποιεί στην ίδια πρόταση συστατικά της πλέον ευτελούς ποπ κουλτούρας και να τα συνδυάζει, χωρίς δυσκολία και με φυσικότητα, με την υψηλή διανόηση και τη φιλοσοφική σκέψη, μια τηλεοπτική εκπομπή, για παράδειγμα, όπως στα καθ' ημάς θα ήταν το Ερωτοδικείο, με τον Βίτγκενσταϊν. Η αφηγηματική του άνεση, σε συνδυασμό με ένα μυαλό το οποίο γεννάει διαρκώς ιστορίες και ταυτόχρονα δοκιμάζει το πλήθος των διαφορετικών εκδοχών τους, καθιστά την ανάγνωση απολαυστική, προσιτή στον μέσο αναγνώστη παρότι την ίδια στιγμή είναι πολυεπίπεδη και ανοιχτή σε εκ νέου αναγνώσεις.

Τέτοιου διαμετρήματος συγγραφείς, όπως ο Γουάλας, έχουν την ατυχία το κάθε έργο τους να συγκρίνεται αναπόφευκτα με το υπόλοιπο της εργογραφίας τους, γεγονός που δημιουργεί μια διάκριση σε καλά και κακά βιβλία και σε κάποιους δίνει το δικαίωμα, αυθαίρετο σίγουρα, να τους τοποθετήσουν στην κατηγορία των άνισων συγγραφέων. Ωστόσο, έργα όπως το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά ή και το Η σκούπα και το σύστημα, εκτός από τη δεδομένη αυτόνομη αξία τους, αποτελούν έναν ασφαλή οδηγό χαρτογράφησης του συγγραφικού σύμπαντος, ώστε, όταν φτάσει η στιγμή της ανάγνωσης του Infinite Jest, ο ήλιος να τοποθετηθεί στο κέντρο του φωτίζοντας, δεδομένης της απόστασης και των σκιών, λιγότερο ή περισσότερο τις πιο σκοτεινές γωνιές. Γενικά μιλώντας, είμαι από εκείνους που πρεσβεύουν πως, αν υπάρχει η δυνατότητα, η ανάγνωση καλό θα ήταν να είναι παράλληλη με την χρονική ακολουθία των έργων ενός υπό γνωριμία συγγραφέα. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπως αυτή, που η φήμη βαραίνει με υπερβολικές προσδοκίες, αυτές και αν είναι αυθαίρετες, που ο αναγνώστης, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι γυρεύει συχνά απογοητεύεται με την επαφή με ένα μικρότερης αξίας έργο του δημιουργού, ίσως είναι καλύτερο η είσοδος να γίνει με κάποιο πιο ενδεικτικό του μεγέθους του συγγραφέα έργο, όπως έγινε, ευχαριστώ την τύχη μου, στην περίπτωσή μου με τη Λήθη.

Τα δύο διηγήματα που ξεχώρισα και περισσότερο απόλαυσα, έξω από την περαιτέρω εξερεύνηση του γουαλασικού σύμπαντος, ήταν τα Μικρά ανέκφραστα ζώα και Η εμφάνισή μου, στα οποία ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα (τηλεπαιχνίδι και τοκ-σόου αντίστοιχα) είναι εν πολλοίς το σκηνικό της κυρίως δράσης. Ο τρόπος με τον οποίο σατιρίζει χωρίς στιγμή να παύει να αγαπά τις πρωταγωνίστριες είναι μοναδικός και θυελλώδης, σε μια συνθήκη η οποία, σχολίασα και παραπάνω, αποτελεί ένα από τα μοτίβα της πρόζας του, πετυχαίνοντας να συνδυάσει τη διακωμώδηση με την κριτική μιας αντιπροσωπευτικής όψης του σύγχρονου πολιτισμού. Γενικά, στα διηγήματα αυτά, είναι εμφανές πως ο Γουάλας δοκιμάζει διάφορα πράγματα και είναι λίγο πιο χαλαρός απέναντι στην τέλεια και χωρίς τριβή τελική λειτουργία του μηχανισμού, όπως τουλάχιστον αυτός λειτούργησε στις άλλες δύο συλλογές διηγημάτων που εξέδωσε αρκετά αργότερα. Δεν είμαι σίγουρος αν η έλλειψη ωριμότητας ως χαρακτηρισμός είναι ικανός να περιβάλλει ικανοποιητικά την απόπειρα κριτικής προσέγγισης των διηγημάτων αυτών, και αυτό γιατί κινείται σε ιδιαίτερα ψηλά ύψη μιλώντας πάντα για πρωτόλειες απόπειρες πρόζας, εκτός και αν εξειδικεύσουμε τον προσδιορισμό συγκρίνοντάς τον με την μετέπειτα περίοδο ωριμότητας του ίδιου του Γουάλας.

Η έκπληξη που έκρυβε η συλλογή αυτή ήταν το μεγέθους μικρού μυθιστορήματος Προς τα δυτικά της αυτοκρατορίας παίρνει τον δρόμο της. Έκπληξη γιατί θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το δεύτερο μυθιστόρημα του Γουάλας, ενταγμένο, ποιος να ξέρει γιατί, σε μια συλλογή πολυσέλιδων μεν διηγημάτων δε. Ένα ιδιότυπο campus novel, μια εξωφρενική μεταμοντέρνα σύνθεση, που η αρχή της βρίσκεται σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα γραφής και η εξέλιξή της περιλαμβάνει τις σελίδες ενός μυθιστορήματος αλλά και τον εορτασμό στη μέση του πουθενά κάποιων χρόνων διαφημιστικής καμπάνιας των ΜακΝτόναλτς στην οποία είναι καλεσμένοι όσοι πρωταγωνίστησαν στα πολυπληθή τηλεοπτικά σποτ. Πέρα από τη δεδομένη απόλαυση, το Προς τα δυτικά της αυτοκρατορίας παίρνει τον δρόμο της προσφέρεται για ένα πιο αναλυτικό σίμωμα στο μυαλό του συγγραφέα, μια αίσθηση παρατήρησης του τρόπου με τον οποίο ο Γουάλας κατασκευάζει τη μεγάλη φόρμα. Η αυτοπεποίθηση αλλά και η προγραμματική ασέβεια απέναντι σε ό,τι θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως ιερό και δεδομένο είναι και με το παραπάνω εμφανείς, ο τρόπος με τον οποίο το τρομερό παιδί αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία, πώς αλλιώς, παρά ως παιχνίδι, τους κανόνες του οποίου θέτει, ποιος άλλος, παρά ο ίδιος, δοκιμάζοντας τα όρια τα δικά του αλλά και της γραφής εν γένει.

Το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά μπορεί να μην αποτελεί την ιδανική πύλη εισόδου για τον αναγνώστη που θα θελήσει να γνωρίσει αυτόν τον, παρότι σύγχρονο, ήδη κλασικό συγγραφέα, αλλά σίγουρα είναι ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για τη συμπλήρωση αυτού του εντυπωσιακού σύμπαντος. Κάτι ακόμα που καθιστά σύγχρονο τον Γουάλας, εκτός από το χρονικά προφανές, είναι και η ίδια η εξέλιξη του έργου του, που τον καθιστά παιδί της εποχής του. Δεν έχουμε έναν μοναχικό κομήτη που διασχίζει τον λογοτεχνικό θόλο, που εμφανίστηκε από το πουθενά για να χαθεί σύντομα σε αυτό, αλλά κάποιον που διάβασε και μελέτησε αρκετά, δοκίμασε σκληρά να καθορίσει τη γλώσσα και τον τρόπο του, έδωσε χώρο και χρόνο στο μονοπάτι του. Και όταν πάτησε με σιγουριά στο καλοσχηματισμένο πια μονοπάτι αυτό, η πορεία προς την αθανασία ήταν μονόδρομος. Βέβαια, η απόφασή του να θέσει ο ίδιος το τέλος στην ύπαρξή του, μας αφήνει με το ερώτημα: πού θα μπορούσε να φτάσει τελικά; Ανθρώπινο ίδιο το να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας, την προσωπική μας απόλαυση, πόσο κόστισε σε εμάς η αυτοχειρία του Γουάλας.

Τώρα μένει, και αν είναι φορτωμένο με προσδοκίες, το Infinite Jest.

υγ. Για το Η σκούπα και το σύστημα περισσότερα θα βρείτε εδώ, για τη Λήθη εδώ, για το Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες εδώ και για τον Χλωμό βασιλιά εδώ.

Μετάφραση Μαργαρίτα Κουλεντιανού
Εκδόσεις Τραυλός

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Στοχασμοί για την Κοινότητα - Θωμάς Συμεωνίδης

Ο πολυπράγμων Θωμάς Συμεωνίδης, έξι χρόνια μετά το μεταμοντέρνο μυθιστόρημά του, Μυθιστόρημα (Γαβριηλίδης, 2017), επιστρέφει με το Στοχασμοί για την Κοινότητα, ένα υβριδικό αφήγημα, μυθιστόρημα όπως η ίδια η έκδοση αναγράφει, στο οποίο συνυπάρχουν η λογοτεχνία, η φιλοσοφία και τα εικαστικά, άξονες που αποτελούν μεγάλο μέρος των ενδιαφερόντων του, όπως αυτά αποτυπώνονται στην εργογραφία του. Άλλωστε, παράλληλα με τις μυθοπλαστικές απόπειρες, ο γεννημένος το 1977 συγγραφέας έχει να επιδείξει έναν αξιοσημείωτο αριθμό δοκιμίων σχετικά με τη φιλοσοφία και την τέχνη, αλλά και μεταφραστικές δουλειές, με σημαντικότερη ίσως την ενασχόλησή του με το έργο τού Σάμιουελ Μπέκετ.

Με την εν γένει συζήτηση γύρω από την ελληνική λογοτεχνία  πάντοτε παρούσα, σε μια απόπειρα κατανόησης και χαρτογράφησης των χαρακτηριστικών της, αλλά και της θέσης της στην παγκόσμια λογοτεχνική μήτρα, θεωρώ πως είναι καθοριστικό να γίνει αναφορά σε δύο αρετές που συναντώνται σπάνια στα μέρη μας και αυτές δεν είναι άλλες από τη φιλοδοξία και το ευδιάκριτο προσωπικό στίγμα. Στο έργο του Συμεωνίδη, ήδη από τα πρώτα του βήματα, αυτές οι αρετές είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Και αν η συγγραφική φιλοδοξία, παρά την αρνητική χροιά που για κάποιους έχει, είναι μάλλον ξεκάθαρη, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το προσωπικό στίγμα, αφού ως χαρακτηριστικό δημιουργίας συγχέεται με τη μάλλον αόριστη και χιμαιρική έννοια της πρωτοτυπίας, με τις ενστάσεις να σχετίζονται με τις περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς επιρροές στο έργο ενός δημιουργού, λες και υπήρξε ποτέ παρθενογένεση στην τέχνη και τον στοχασμό.

Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου αυτού είναι: Στοχασμοί για την Κοινότητα και τη Ζωή και την Αγάπη και τη Ζωή μετά τη Ζωή σε μια εποχή που υπάρχει ένας Μαύρος Κύβος στην Πλατεία, ένα Άνοιγμα λίγο πιο πέρα και ένα Δοχείο στο έδαφος. Τίτλος που εν πολλοίς περιγράφει συνοπτικά μεγάλο μέρος των ιδεών που πραγματεύεται το μυθιστόρημα. Η Κοινότητα, ένας μπεκετικός τόπος με έντονο το στοιχείο του ανοίκειου, είναι ο χώρος, για τον οποίο ο συγγραφέας μάς προσφέρει τον απαραίτητο χάρτη πλοήγησης, τη στιγμή που ο χρόνος δεν δίνεται αλλά είναι παροντικός, ένα διαρκές τώρα που έχει επικρατήσει στη μάχη της νοσταλγίας αλλά και της προσμονής. Τόπος περίκλειστος, ένα ιδιότυπο νησί με ορισμένες διαστάσεις και όρια, ο οποίος κυβερνάται από μια απρόσωπη αρχή και κατοικείται από μέλη με ιδιότητες, άλλοτε επαγγελματικές (ο Αριχτέκτονας Ρεμ, ο Φιλόσοφος Σοπ, η Γυμνάστρια Φράνσις κ.τ.λ.) και άλλοτε χαρακτηριολογικές (ο Αποσυνάγωγος Μπλέικ, η Ματαιόδοξη Ρουθ κ.τ.λ.).

Η ονοματοποιία παίζει καθοριστικό ρόλο στη συγγραφική αυτή απόπειρα, η επιλογή των ονομάτων δεν είναι τυχαία, ακόμα και όταν αυτά δεν προσφέρουν μια άμεση και ορατή διακειμενικότητα. Ένας από τους πρωταγωνιστές της σύνθεσης αυτής είναι ο Σουπρίμους, μυθοπλαστική εκδοχή των ιδεών του Ρώσου καλλιτέχνη Καζιμίρ Μάλεβιτς, ενώ, ανάμεσα σ' άλλους, στην Κοινότητα κατοικούν ο Νταζάιν (βλ. Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ) και η Γκρέις. Στην Κοινότητα αυτή, ο αφηγητής–συγγραφέας θα δοκιμάσει να δώσει απαντήσεις σε ένα πλήθος ερωτημάτων φιλοσοφικής και αισθητικής προέλευσης, σε μια απόπειρα εκ προοιμίου φιλόδοξη, που, όπως συνήθως συμβαίνει, γεννά, πολλαπλάσια των αρχικών, νέα ερωτήματα.

Ο Συμεωνίδης πετυχαίνει να εμφυσήσει συναίσθημα σε μια εγκεφαλική κατασκευή, να σχεδιάσει και να προωθήσει μια μάλλον προσχηματική, πλην όμως λειτουργική, πλοκή, να πειραματιστεί σε μεταμοντέρνα μονοπάτια, να απλώσει νήματα στον αναγνώστη για περαιτέρω αναζητήσεις, να γοητεύσει με την άνεση με την οποία διαχειρίζεται τις γνώσεις και τις αναφορές του, να επιτρέψει την πρόσβαση στην ποιητική και τα παρασκήνια της κατασκευής, να στρέψει με σύνεση το βλέμμα στο μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης, να καταθέσει ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό αλλά σε καμία περίπτωση στρατευμένο και με απαντήσεις προφανείς και εύκολες, άλλωστε, τα ερωτήματα και ο οριακός στοχασμός είναι εκείνα που πάντοτε ανοίγουν με τον τρόπο τους νέες οδούς στη σκέψη αλλά και την ίδια την ύπαρξη. Κυρίως όμως πετυχαίνει να σταθεί αντάξιος των απαιτήσεων του δικού του οράματος, μια φιλοδοξία που πατάει σε έδαφος στέρεο. Το Στοχασμοί για την Κοινότητα είναι ένα σημαντικό, από πολλές απόψεις απαιτητικό, στη δημιουργία αλλά και την ανάγνωση, πολλαπλών επιπέδων μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο)

υγ. Για το Μυθιστόρημα περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Η Κοιλιά του Γαϊδάρου - Andrea Abreu

Η Λ. πάντοτε φροντίζει να μου επισημαίνει τις ενδιαφέρουσες ισπανόφωνες εκδόσεις· οι εκδόσεις Carnívora εξειδικεύονται σε αυτές, έχοντας κερδίσει ήδη από την αρχή την εκτίμησή μου και αντέχοντας για την ώρα το βάρος των προσδοκιών· κάπως έτσι βρέθηκα να διαβάζω το βιβλίο της γεννημένης το 1995 στην Τενερίφη Αντρέα Αμπρέου, Η Κοιλιά του Γαϊδάρου, όπως ονομάζεται σε εκείνα τα μέρη η συχνή συγκέντρωση νεφών σε χαμηλό ύψος.

Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται σ' ένα χωριό στην ενδοχώρα του νησιού, στους πρόποδες του ηφαιστείου. Η δεκάχρονη αφηγήτρια και η καλύτερή της φίλη, η Ισόρα, ετοιμάζονται για ένα ακόμα καλοκαίρι χωρίς σχολικές υποχρεώσεις. Αχώριστες, περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας παρέα, πότε εδώ και πότε εκεί, στα πρόθυρα της εφηβείας, όταν οι δονήσεις αρχίζουν να γίνονται αισθητές, όταν ο αποχαιρετισμός της παιδικής ηλικίας συμβαίνει ήδη, μετάβαση ορατή μόνο εκ των υστέρων, η καθοριστική στροφή σμιλέματος του ορυκτού. Γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, η ιστορία αυτή δεν φέρει κάτι το πρωτόγνωρο μήτε θεματικά μήτε αφηγηματικά. Αυτό είναι που την καθιστά επίφοβη στην κοινοτοπία και την επανάληψη, ο πήχης, αν και μοιάζει χαμηλός, δεν είναι.

Η χαμηλόφωνη επιστροφή της αφηγήτριας στο παρελθόν, σ' εκείνο το καλοκαίρι, φέρει όλη τη σημαντικότητα που έχει και η παραμικρή λεπτομέρεια σε εκείνα τα χρόνια που ακόμα δεν τα βαραίνει το παρελθόν, όταν όλα μοιάζουν να συμβαίνουν για πρώτη φορά, όταν τα συναισθήματα είναι πρωτόγνωρα, όταν οι ερωτήσεις υπερτερούν των απαντήσεων και οι αμφιβολίες των βεβαιοτήτων. Αυτό το μήκος κύματος είναι που καθιστά αληθοφανή την αφήγηση, που δεν την καταδικάζει σ' ένα απλό αφηγηματικό εύρημα. Η αφηγήτρια καταφέρνει να επιστρέψει σε εκείνο το καλοκαίρι, πρώτα απ' όλα για να κατανοήσει εκείνη όσα συνέβησαν, όσα καθόρισαν τα επόμενα χρόνια, δοκιμάζοντας να πιει από το ποτήρι της νοσταλγίας και ίσως, έτσι, να ξεφύγει από την απομάγευση της ενήλικης ζωής. Μια δεκάχρονη που αφηγείται εκείνο το καλοκαίρι, αυτή είναι η υπόθεση της ιστορίας αυτής.

Ο υπαινιγμός εδώ δεν είναι σκόπιμος και τεχνητής φύσεως, αλλά σύμφυτος με την ηλικία της πρωταγωνίστριας, που πασχίζει να διακρίνει και να κατανοήσει όσα ανασύρει από τον βυθό. Ακόμα δεν ξέρει να τα ονομάσει, για την ώρα μόνο νιώθει. Η γλυκύτητα είναι μόνο η μια όψη του νομίσματος, η σκληρότητα η άλλη, την οποία συχνά ξεχνάμε, υποταγμένη στη λήθη, με τον τρόπο που το σώμα αποχωρίζεται την ανάμνηση του πόνου κατά το φύτρωμα των δοντιών. Μηχανισμοί άμυνας και επιβίωσης, κουτιά οδύνης που παραχώνονται στα βάθη της συνείδησης, εκεί που συνεχίζουν, παρότι αραχνιασμένα, να έχουν εμβαδό, ρίζες βαθιές, αγριόχορτα της ενήλικης εκδοχής μας, αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που είμαστε, αυτού που παλεύουμε να κατανοήσουμε και να έρθουμε, αν ποτέ τα καταφέρουμε, σε συμφιλίωση μαζί του.

Η διαμόρφωση της σεξουαλικότητας, η γνωριμία με το σώμα ως πηγή ηδονής και οι συναισθηματικές εκρήξεις καταλαμβάνουν αρκετό χώρο στην ιστορία αυτή, ιδωμένες μέσα από το παιδικό πρίσμα, μια απόπειρα κατανόησης, με πλήρη απουσία βεβαιοτήτων ασύμβατων με την ηλικία εκείνη, όταν όλα είναι ταυτόχρονα μαγικά και τρομακτικά. Παρέα με τα παραπάνω, στην εξίσωση προστίθενται το κοινωνικό περιβάλλον, οι σχέσεις αίματος, οι προκαταλήψεις και άλλα, συστατικά απαραίτητα για την οικοδόμηση, που λειτουργούν χωρίς να αποπροσανατολίζουν και να μπουκώνουν την κεντρική ιστορία, άλλωστε και εκείνα μέσα από τη ματιά του κοριτσιού γίνονται λέξεις. Η Αμπρέου κρατάει ασφαλή απόσταση από τον διδακτισμό, δεν δείχνει με το δάκτυλο, δεν παίρνει θέση, αφήνει τη δεκάχρονη αφηγήτρια να αναζητήσει και συχνά να δημιουργήσει μόνη της το δικό της μονοπάτι, δεν βαραίνει την αφήγηση περισσότερο απ' όσο εκείνη αντέχει.

Παρέα με τον διδακτισμό, απουσιάζει και η επίκληση στο συναίσθημα, παρότι το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από αυτό. Είναι ανακουφιστικό να μη νιώθεις πως κάποιος σε χειραγωγεί, σε εκβιάζει να ταυτιστείς ή να συναισθανθείς με το ζόρι και όχι αβίαστα, αν προκύψει να συμβεί. Η Αμπρέου, παρά το νεαρό της ηλικίας της, μοιάζει να γνωρίζει καλά τι επιθυμεί να πετύχει με το μυθιστόρημα αυτό, πού να θέσει τον πήχη και τι να αποφύγει, πώς να δρέψει τους καρπούς. Είναι σημαντικό σε κάθε βιβλίο να μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει ή να υποθέσει τις συγγραφικές προθέσεις και επιδιώξεις και με βάση αυτές να κρίνει την επιτυχία ή μη. Αλλιώς, χωρίς αυτές στο τραπέζι, θα μιλούσαμε για το βιβλίο εκείνο που θα θέλαμε εμείς να έχει γράψει η συγγραφέας, εκείνο που με έναν τρόπο αφηρημένο προσδοκούσαμε να διαβάσουμε. 

Το περιβάλλον εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία, απομακρυσμένο από τη θάλασσα που το περικλείει και ορισμένο να ζει στη σκιά του ηφαιστείου, αποτελεί οργανικό μέρος της αφήγησης. Δεν θα κουραστώ να το αναφέρω σε κάθε αντίστοιχη καλή χρήση του περιβάλλοντος χώρου, παρά τις σειρήνες του εξωτισμού: η Αμπρέου αφηγείται μια ιστορία που συμβαίνει στους πρόποδες του ηφαιστείου, οι όποιες ποιητικές περικοκλάδες σύνδεσης με την ιστορία αυτή είναι κατασκεύασμα του αναγνώστη, για τις πρωταγωνίστριες είναι απλώς ο τόπος στον οποίο γεννήθηκαν, ούτε παράδεισος, ούτε κόλαση, απλώς μια έκταση γης.

Φλερτάρω με την ιδέα να χαρακτηρίσω το μυθιστόρημα τρυφερό. Η αμφιλεγόμενη πρόσληψη του επιθέτου με κρατάει μακριά. Δεν είναι εκείνο που θα έπρεπε να με αποτρέψει, ωστόσο, αλλά η σκληρότητα με την οποία είναι γεμάτο, ο ρεαλισμός της ηλικίας εκείνης που αναβλύζει σε κάθε σπιθαμή εδάφους. Αυτό ήταν ένα καλό βιβλίο.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Αφέντρα και κυρά μου - Francois Henri Désérable

Ήταν μια μέρα που θα μπορούσα να αφιερώσω εξ ολοκλήρου στην ανάγνωση, αναζητούσα ένα βιβλίο γύρω στις διακόσιες σελίδες, βατό μα όχι απλοϊκό και σίγουρα καλό, όταν τράβηξα το Αφέντρα και κυρά μου από την ετοιμόρροπη στοίβα με τα προσεχώς. Η μετάφραση δια χειρός Αχιλλέα Κυριακίδη, αλλά και οι εκδόσεις Opera, αποτέλεσαν μια σημαντική συνισταμένη ώστε το μυθιστόρημα αυτό, αρχικώς, να μην παραμεληθεί στον καταιγισμό των νέων εκδόσεων και, ακολούθως, να αντέξει στην καχυποψία μιας ακόμα ερωτικής ιστορίας με έμφαση στη σεξουαλική πρόκληση. Έτσι έγιναν τα πράγματα και βρέθηκα να διαβάζω το μυθιστόρημα του Φρανσουά-Ανρί Ντεζεράμπλ.

Κατάλαβα ότι η ιστορία αυτή δεν θα 'χε καλό τέλος, όταν μπήκα σ' ένα οπλοπωλείο. Αυτό θα μου εκμυστηρευόταν αργότερα, πολύ αργότερα, ο Βασκό, μια μέρα που ήμασταν καθισμένοι σ' ένα café. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, εννοώ τη μέρα που μπήκε σ' ένα οπλοπωλείο, ο Βασκό είχε δεχτεί απειλές που ήταν τόσο σοβαρές, ώστε ένιωσε την ανάγκη να προμηθευτεί ένα όπλο.
Η Τίνα, ηθοποιός του θεάτρου, και ο Εντγκάρ, υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών, ετοιμάζονται να παντρευτούν, όντας ήδη γονείς δύο δίδυμων αγοριών. Τότε, παρόντος του συγγραφέα-αφηγητή, ο Βασκό, ένας βιβλιοθηκάριος, θα εισβάλλει στη ζωή της Τίνα. Καμία πρωτοτυπία στο περιεχόμενο, καμία έκπληξη και στην αποκάλυψη της παράλληλης σχέσης από τον απατημένο σύζυγο. Ο αφηγητής της ιστορίας αυτής, συγγραφέας στο επάγγελμα, που ωστόσο μέσω πραγματολογικών στοιχείων διαχωρίζεται ευκρινώς από τον Ντεζεράμπλ, θα κληθεί να καταθέσει στον εισαγγελέα που ερευνά την υπόθεση αυτή. Θα αποδειχτεί διπλά αναξιόπιστος. Με δική του παραδοχή, στις παρεκβάσεις της μεταφοράς της απολογίας στο χαρτί αποκρύπτει από τον δημόσιο λειτουργό, για διάφορους λόγους, γεγονότα και λεπτομέρειες, ενώ, ταυτόχρονα, η ταυτότητα του συγγραφέα, που η ζωή του πρόσφερε στο πιάτο μια καλή ιστορία και εκείνος αποφασίζει να την κάνει μυθιστόρημα, γεμίζει με δικαιολογημένη καχυποψία τον αναγνώστη.

Το αφηγηματικό αυτό εύρημα θα αποδειχτεί λειτουργικό, επιτρέποντας επιπλέον στον συγγραφέα να αφηγηθεί την ιστορία με τη δική του οπτική, να τη σχολιάσει και να τη μπολιάσει με, πολλές φορές μαύρο, χιούμορ, δίνοντάς της δύο, τουλάχιστον, επίπεδα, εκείνο της απολογίας και το ύστερα μεταποιημένο μυθοπλαστικό, επιτρέποντάς τους να συνυπάρξουν και να αλληλοτροφοδοτηθούν και ως ένα σημείο να δικαιολογηθεί η παρουσία, η μορφή αλλά και το περιεχόμενό τους.  Και όλα αυτά εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και την προώθηση της πλοκής. Με διάθεση εμφανώς παιγνιώδη, πώς άλλωστε να σταθεί κανείς απέναντι σε ένα ερωτικό δράμα, ο Ντεζεράμπλ αποδεικνύεται ικανός αφηγητής, με γνώση των ορίων και των δυνατοτήτων του, φροντίζει να μη βαρύνει την ιστορία περισσότερο απ' όσο εκείνη αντέχει, ούτε σε μελόδραμα, ούτε σε πικάντικες λεπτομέρειες, κάνοντας ορθή και λειτουργική χρήση της αναπόφευκτης στερεοτυπίας, σε πρόσωπα και καταστάσεις, σ' ένα αποτέλεσμα αναγνωστικά ικανοποιητικό που διακρίνεται για τη φρεσκάδα του.

Ο Ντεζεράμπλ, χωρίς να το βιάζει, επιτρέπει στην ιστορία των τριών να συνομιλήσει με τη σύγχρονη εποχή, της ερωτικής απελευθέρωσης, φαινομενικά τουλάχιστον, αλλά και της απομάγευσης, σ' έναν κόσμο δεκάδων εφαρμογών και ψηφιακής εγγύτητας, που επηρεάζει και τη συγκαιρινή μας ερωτική λογοτεχνία, έξω από τα ύδατα του άρλεκιν τουλάχιστον, και που εξηγεί ταυτόχρονα τη διαχρονική εμπορική επιτυχία του υποείδους αυτού. Η μονογαμία, κατάλοιπο αιώνων, η συντηρητική ακολουθία του έρωτα, βλ. γάμος με δεξίωση και γονεϊκότητα, η προοπτική της σταθερότητας και η βεβαιότητα που κάποιους τους βαραίνει και δεν τους καθησυχάζει, η ανάγκη η λογική να βγει νικήτρια στη μάχη με τις κραυγές του σώματος, η απαραίτητη πειστικότητα πως αυτό είναι που επιθυμεί κανείς, πως όλα είναι καλώς καμωμένα, πως όλα τα επεισόδια προσεχώς έχουν σκηνοθέτη τον ίδιο και δεν μαγνητοσκοπούνται εν τη απουσία του. Μια εποχή που στην επιφάνεια φέρνει άλλες προτεραιότητες, άλλες καθημερινές μάχες, τη σίγαση και την αποδοχή, αυτό τον μέρα με τη μέρα αγώνα για επιβίωση απέναντι και στην αφόρητη ρουτίνα μεταξύ άλλων και μια τυχαία γνωριμία, κάποιο βράδυ, δύναται να τα τινάξει όλα στον αέρα, μ' ένα απλό φου.

Εδώ, η παιγνιώδης διάθεση και το χιούμορ δεν λειτουργούν τόσο χλευαστικά όσο ως αφηγηματικό καταφύγιο. Ο αφηγητής μοιάζει να μην μπορεί να απελευθερωθεί από τα φορεμένα συντηρητικά αντανακλαστικά, από τον κοινωνικό του ρόλο, γαργαλιέται και σοκάρεται, όσο και αν παλεύει να το μακιγιάρει. Αδυνατεί, από επιλογή υποστηρίζει, να συναισθανθεί ικανοποιητικά, να δικαιολογήσει πλήρως τις, συχνά σπασμωδικές, αντιδράσεις των τριών, το συναίσθημα που παραπλανά τη λογική, το μονοπάτι της τρέλας που ανοίγεται μπροστά τους. Το Αφέντρα και κυρά μου είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, μια ιστορία, παρότι γνώριμη, ικανή να οδηγήσει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος, αλλά χωρίς τον συγκεκριμένο αφηγητή δεν θα προσέφερε κάτι παραπάνω από μια ακόμα καλή ερωτική ιστορία προδοσίας και πάθους, όχι πως κάτι τέτοιο θα ήταν λίγο, κάθε άλλο.

Ο Ντεζεράμπλ, με οξυδέρκεια, επιλέγει τον αφηγητή του, τον πλέον ρεαλιστικό και γνώριμο χαρακτήρα σε μια τετράδα ρεαλιστικών και γνώριμων προσώπων. Δεν του δίνει την ιδιότητα του συγγραφέα τόσο για να δικαιολογήσει την αφηγηματική και κατασκευαστική του ιδιότητα, όσο για να δημιουργήσει την αντίστιξη κάποιου που ζει στον χώρο της φαντασίας, τρέφεται και αλληλεπιδρά με αυτή, μα δεν μπορεί να αντέξει το βάρος και την πολυπλοκότητα μιας πραγματικής ιστορίας. Αυτό είναι που κάνει το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό, και ως ένα βαθμό σημαντικό, η υπονόμευση του ίδιου του αφηγητή, η κατάρριψη της πολυφορεμένης μάσκας του κουλ, σ' έναν κόσμο που έχει ανάγκη να φωνάζει πως είναι προοδευτικός, αλλά να μη μπορεί να κρυφτεί. Και αυτό ο συγγραφέας το κάνει με τρόπο διακριτικό, τόσο όσο, επιτρέποντας στον αφηγητή του να θεωρεί μέχρι τέλους πως τα καταφέρνει περίφημα, πως επιβεβαιώνει διαρκώς την αυτοεικόνα του, πως ήταν όχι μόνο ο τυχερός αλλά και ο κατάλληλος να μεταποιήσει την ιστορία αυτή σε λογοτεχνία.

Και κάπως έτσι, ενώ αρχικά οι διακειμενικές επισυνάψεις του εγκεφάλου μου, σε μια διαδικασία αναπόφευκτη κατά τη διάρκεια κάθε ανάγνωσης, σχημάτισαν την εικόνα του Λε Τελιέ, αυτού περισσότερο παρά του Μπρικνέρ, κυρίως για τη σοβαρότητα στην αντιμετώπιση της λογοτεχνίας ως παιχνίδι, ήταν εντούτοις η ανελέητη οξυδέρκεια του Ουελμπέκ εκείνη που τελικά κυριάρχησε, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται προκλητικά ρεαλιστικός ή και εξοργιστικά ερειστικός αν προτιμάτε. Ο Ντεζεράμπλ, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκει την πρόκληση για την πρόκληση, κατηγορία που ακόμα και οι ίδιοι οι οπαδοί του Ουελμπέκ συχνά του προσάπτουν. Άλλωστε, ο Ντεζεράμπλ μια εκ των προτέρων γνώριμη ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου θέλησε απλώς να αφηγηθεί, όχι;

Όλες οι ιστορίες μοιάζει πια να έχουν ειπωθεί και όλες οι αφηγηματικές οδοί να έχουν ακολουθηθεί, και όμως. Ακόμα υπάρχει χώρος για ιστορίες, για ιστορίες αγάπης και δη για ερωτικά τρίγωνα made in France. Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, αποδεικνύει ο, γεννημένος το 1987, συγγραφέας στο Αφέντρα και κυρά μου. Το αν θα καταφέρουν τελικά να ξεχωρίσουν ή να αφεθούν στη λήθη του σωρού, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα για την οποία ο Ντεζεράμπλ δεν πρέπει να ανησυχεί. Προσδοκίες και με το παραπάνω καλυμμένες, μια αναγνωστική έκπληξη, ένας συγγραφέας που θα είναι στα υπόψη από εδώ και στο εξής.

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Opera