Σπάνια διαβάζω ένα βιβλίο αμέσως με την κυκλοφορία του, εν μέρει σεβόμενος την επετηρίδα στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, εν μέρει εξαιτίας της εξοικείωσης που χρειάζομαι με το νεοεισελθόν χάρτινο μέλος. Ωστόσο, λίγο ο ντόρος, λίγο οι αντικρουόμενες απόψεις, λίγο το βραβείο Booker, λίγο η μεθαυριανή (2 Μαρτίου) παρουσία του συγγραφέα στην Αθήνα, η εξαίρεση έγινε.
Βρισκόμαστε στη, σχεδόν σύγχρονη ή στο άμεσα εγγύς μέλλον, Ιρλανδία. Μια δικτατορική κυβέρνηση, μάλλον εθνικιστικού αν και όχι ιδιαιτέρως ξεκάθαρου προσανατολισμού, έχει καταλάβει την εξουσία. Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Άιλις αρχικά δεν θα ακούσει το χτύπημα. Στο κατώφλι στέκουν δύο άντρες της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας, γυρεύουν τον σύζυγό της, τους απαντά πως λείπει, μήπως θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη εγώ, όχι, είναι κάθετοι σε αυτό, πείτε στον σύζυγό σας να μας καλέσει το συντομότερο δυνατόν. Χάνονται πάλι στη νύχτα, επιβιβάζονται στο σκουρόχρωμα όχημα και αφήνουν πίσω την Άιλις με τον νεογέννητο γιο της και τα τρία ακόμα παιδιά της στο σαλόνι του σπιτιού.
Εκείνη μόλις έχει επιστρέψει από άδεια τοκετού στην εταιρεία που εργάζεται, ο σύζυγός της, ο Λάρι, είναι εκπαιδευτικός και ενεργός συνδικαλιστής, τις μέρες εκείνες ετοιμάζεται μια ακόμα απεργία του κλάδου. Ανήσυχη, θα τον πάρει από τα μούτρα με το που θα γυρίσει στο σπίτι, είπαν να πάρεις αμέσως, εδώ έχω την κάρτα με το τηλέφωνό τους, μην το καθυστερείς, εκείνος προσπαθεί να δείξει ψύχραιμος, δεν είναι κάτι σοβαρό, της λέει, θα τους καλέσω αύριο ή μεθαύριο, με την πρώτη ευκαιρία, μην αγχώνεσαι. Ο κλοιός, που ήταν από καιρό ορατός χωρίς να τους επηρεάζει άμεσα, σφίγγει.
Ο άντρας της δεν θα επιστρέψει ποτέ από την επίσκεψή του στο τμήμα, όσο και αν προσπαθήσει εκείνη δεν θα καταφέρει να μάθει λεπτομέρειες, ούτε καν αν είναι νεκρός ή φυλακισμένος. Θα απομείνει μόνη της, με τέσσερα παιδιά και έναν ηλικιωμένο πατέρα που επιμένει να ζει στο σπίτι του, σε μεγάλη απόσταση από εκείνο της Άιλις. Το ερώτημα που συνοδεύει την πλοκή είναι το εξής απλό εκ των υστέρων αλλά στο παρόν δύσκολο να απαντηθεί: πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να φύγει κανείς, να τρέξει μακριά πριν να είναι αργά. Η αδερφή της Άιλις, που από χρόνια ζει στον Καναδά, πιέζει διαρκώς προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια πολιτική δυστοπία μέσα από την ιστορία της Άιλις και της οικογένειάς της, Το τραγούδι του προφήτη αρπάζει τον αναγνώστη από την πρώτη πρόταση και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι την τελευταία τελεία. Δεν είναι μόνο το σασπένς που στέρεα οικοδομείται και διαρκώς κορυφώνεται, το τι θα συμβεί στη συνέχεια, αλλά και η γλώσσα, η εκπληκτική αφηγηματική φωνή, η αντίστιξη της ομορφιάς των λέξεων και της κατασκευής των φράσεων με το ζοφερό περιεχόμενο των όσων διαδραματίζονται, φωνή θαυμαστή για τη συνέχειά της στο πέρασμα των σελίδων, ευδιάκριτη και δουλεμένη σκληρά σαν να βγήκε με μια εκπνοή, χωρίς να παρασιτεί εις βάρος της πλοκής. Επίσης, η τριτοπρόσωπη αφήγηση πετυχαίνει να αυτονομηθεί, η ποιητικότητα δεν υπηρετεί έναν φτηνό και εύκολο συναισθηματικό εκβιασμό, αλλά αντίθετα διατηρεί την απαιτούμενη απόσταση από τα πεπραγμένα, γεγονός που επιτρέπει στην ιστορία να αναπνέει, όσο και όπως μπορεί.
Από το κεντρικό εύρημα, την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος δηλαδή, λείπει το αιτιοκρατικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, κυρίως το πώς ήρθε στην εξουσία το καθεστώς, ποιοι υπήρξαν οι κοινωνικοπολιτικοί μετασχηματισμοί που οδήγησαν τα πράγματα εκεί. Δεν είναι σπάνια αυτή η απουσία, η συγγενής θεματικά λογοτεχνία συνηθίζει να φέρνει τα πρόσωπα της πλοκής αλλά και τον αναγνώστη ενώπιον ενός τετελεσμένου γεγονότος, μια κατά κάποια τρόπο εργαστηριακή λογοτεχνία που επιχειρεί να εξετάσει τα πράγματα μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα, όπως, στην περίπτωσή μας, η άνοδος μιας δικτατορίας σε μια χώρα της Δύσης. Η συγγραφική αυτή επιλογή είναι ξεκάθαρη, ο Λιντς δεν επιθυμεί να στρέψει το βλέμμα του προς το πρόσφατο παρελθόν, ούτε να επιχειρήσει να εντοπίσει στο ιρλανδικό παρόν το σπέρμα μιας τέτοιας τερατογένεσης, αλλά να διασχίσει το τρομακτικό αφηγηματικό παρόν, όταν κάθε βεβαιότητα καταρρέει με πάταγο, όταν κάθε μέρα αποδεικνύει πως το μαύρο δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ύστατη πύκνωση.
Αντιλαμβάνομαι την ένσταση γύρω από την απουσία του πολιτικού, αντιλαμβάνομαι ωστόσο πως αυτό δεν μοιάζει να αποτελεί μέρος των συγγραφικών επιδιώξεων, μια άλλη ιστορία ήταν αυτή που ο γεννημένος το 1977 συγγραφέας θέλησε να αφηγηθεί. Και για να το κάνει αυτό, εκτός από τα επιμέρους κομμάτια της πλοκής, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, την πίστη και τον τρόμο, τις ανατροπές και το διαρκές σκάψιμο του πάτου του πηγαδιού, δούλεψε πολύ και επένδυσε πολλά στη γλώσσα.
Αρκεί ωστόσο το ύφος και η γλώσσα για να σταθεί ένα μυθιστόρημα, ακούω την ερώτηση να γίνεται. Γενικά και αόριστα θα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να δεχτεί κάποιος αυτή την πιθανότητα, ωστόσο, έχοντας διαβάσει Το τραγούδι του προφήτη, τότε ναι, μπορεί να απαντήσει πως καμιά φορά αρκεί, πως όλα τα υπόλοιπα συστατικά αναδύονται μαζί τους στην επιφάνεια, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, η κοινωνικοπολιτική συνθήκη, επίσης, και όλα μαζί συνθέτουν ένα άρτιο, όχι μόνο στυλιστικά, κατασκεύασμα, ένα υπέροχο μυθιστόρημα, που δεν υποχωρεί κάτω από το βάρος της εγκεφαλικότητας. Αντίστοιχο αναγνωστικό συναίσθημα, υπό την επιρροή του ύφους και τη γλώσσας, με διακατείχε όταν διάβαζα ένα ακόμα βιβλίο βραβευμένο με Booker, τον Γαλατά της Βορειοϊρλανδής Άννα Μπερνς.
Η κοινωνικοπολιτική συνθήκη που περιγράφεται, ακόμα και η ατομική ιστορία των προσώπων της πλοκής, παρά τις επιμέρους διαφορές και ιδιαιτερότητες, δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, δυστυχώς. Για πόσες χώρες, που μέχρι πρότινος ελάχιστα γι' αυτές γνωρίζαμε, δεν ξυπνήσαμε ένα πρωί και διαβάσαμε για ένα πραξικόπημα ή για έναν εμφύλιο, για ένα ακόμα πραξικόπημα και για έναν ακόμα εμφύλιο, μια αιματηρή αναταραχή που ώθησε σε φυγή κατά κύματα μέρη του πληθυσμού, προσφυγικές ροές υπό το φόβο του φόβου, με κυρίαρχο το αίσθημα της επιβίωσης και την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο. Εδώ, στη Δύση, δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα, λένε πολλοί, επιλέγοντας επιλεκτικά τα τελευταία σχετικά ήρεμα χρόνια, παίρνοντας ως δεδομένο τη δημοκρατική σταθερότητα, ένα εκ γενετής προνόμιο που ωστόσο στηρίζεται στα πήλινα ποδάρια της τυχαιότητας και της συγκυρίας.
Από την πλευρά αυτή, το μυθιστόρημα του Λιντς φέρνει τον αναγνώστη απέναντι σε μια τέτοια ανωμαλία, σε ένα σφάλμα του συστήματος, στο ράγισμα και την υποχώρηση των ποδαριών, στην ανατροπή όλων όσων θεωρεί δεδομένα και βέβαια, τα δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις, για παράδειγμα, την ψευδαίσθηση της μεσαίας τάξης πως έχει αφήσει τον κίνδυνο οριστικά και αμετάκλητα πίσω της. Και το κάνει αυτό χωρίς να παρεκκλίνει της πορείας του, χωρίς να εγκαταλείπει την ιστορία του, χωρίς να την αφήνει κενή με μόνο ένδυμα την παραβολή, μην κάνοντας άλλο από το να χτυπά το κουδούνι της ενσυναίσθησης για τον πόνο και τη δυστυχία, τώρα των άλλων, στο μέλλον όμως μήπως και δικά μας, αλλά παράγοντας λογοτεχνία και μάλιστα υψηλής στάθμης.
Όλα εκείνα τα λίγο το ένα και λίγο το άλλο, από τη μια με οδήγησαν σε μια άμεση ανάγνωση, ταυτόχρονα, όμως, έφεραν μαζί τους και έντονες επιφυλάξεις, το καλάθι ήταν μικρό μα σύντομα ξεχείλισε, δεν ήταν αρκετό να αντέξει το βάρος του μυθιστορήματος αυτού, η καθήλωση υπήρξε άνευ όρων. Αυτό είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
υγ. Για τον Γαλατά, περισσότερα εδώ.