Τον Τζέημς Μήτσαμ τον «γνώρισα» τον Ιούνιο του 2020 όταν διάβασα τον Πολπόταμο. Αργότερα, στην αναγνωστική ανασκόπηση του πρώτου πανδημικού έτους, το βιβλίο έλαβε την άκρως τιμητική διάκριση Έκπληξη της χρονιάς (ή αλλιώς: Δεν ξέρω από πού μου ήρθε). Τέτοιες γνωριμίες γίνονται συνήθως σε ενημερωμένα βιβλιοπωλεία, έτσι και αυτή, αλλά ας μη γελιόμαστε, είναι τέκνα της τυχαιότητας και του ενστίκτου, αφού, ανάμεσα σε εκατοντάδες λίγο πολύ γνώριμους τίτλους από γνωστούς εκδότες, το μάτι ξεχώρισε το όνομα Τζέημς Μήτσαμ και έτσι ξεκίνησε το ξετύλιγμα του κουβαριού. Τότε, βέβαια, ακόμα δεν ήξερα πως είχα ήδη διαβάσει μια δική του μετάφραση, και πώς να το ξέρω δηλαδή αφού ως μεταφραστής του Έλεος και θνητότητα στη Βιέννη (ναι, του Τόμας Πίντσον) εμφανιζόταν ο Λούντβιχ Βαν Μπετόβεργ. Εν ολίγοις, ο Τζέημς Μήτσαμ είναι ένας πολυπράγμων ανθρώπινος οργανισμός που κινείται στο λογοτεχνικό (ίσως και όχι μόνο) περιθώριο και εμφανίζεται με πλείστα διαφορετικά ονόματα την τελευταία εικοσαετία, μεταφέροντας και εκτός χαρτιού μια διάθεση παιγνιώδη και κρυπτική, αμιγώς λογοτεχνική, αν με ρωτάτε.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το (μάλλον) τελευταίο του βιβλίο, Καραντίνα στο νησί του διαβόλου, με ένα εξώφυλλο τρομερά παλπ, αισθητικά προερχόμενο κατευθείαν από το μακρινό πια παρελθόν, δηλωτικό ωστόσο των συγγραφικών προθέσεων και καταβολών, που χαρακτηρίζονται από διάχυτη ποικιλομορφία και εσωτερικευμένη αντίφαση. Ήδη από την πρώτη πρόταση της εισαγωγής ο Μήτσαμ ξεκαθαρίζει πως «είναι κρίμα, εν έτει 2022, να γράφονται ακόμα συμβατικά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα, λες και βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, όταν εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια οι Φουτουριστές, το Dada, οι Σουρεαλιστές και ο James Joyce και, αρκετά πτώματα αργότερα, στο δεύτερο κύμα, ο W.S. Burroughs, η Ψυχεδέλεια και το Punk, έχουν καταργήσει κάθε συμβατικό κανόνα στην καλλιτεχνική δημιουργία και μας έχουν δείξει πώς να παίζουμε δημιουργώντας και καταστρέφοντας σύμπαντα και λαβυρίνθους, θέτοντας κατά βούληση τους δικούς μας κανόνες, σε συνθήκες απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας, αγγίζοντας νέα ύψη ψυχοσωματικής ηδονής και ευδαιμονίας».
Στο ρήμα «παίξουμε» εντοπίζεται ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του Μήτσαμ, στην έλλειψη σοβαροφάνειας το υπόλοιπο. Δεν επιχειρεί να πείσει, πρώτα τον εαυτό του και ύστερα τον αναγνώστη, πως φέρει κάποια πρωτοπορία, επιλέγοντας να παίξει χρησιμοποιώντας την τεχνική της μεταστροφής· να αποσπάσει δηλαδή κάτι από το αρχικό του πλαίσιο, να το πειράξει και να το εντάξει σε μια διαφορετική υφολογική και νοηματική βιοποικιλότητα. Μια τεχνική που λογοτεχνικά αποτυπώνεται υποδειγματικά στις περιβόητες Ασκήσεις ύφους του Ρειμόντ Κενό και μουσικά εδώ και δεκαετίες στη τζαζ αλλά και τη λόγια μουσική. Το απόσπασμα το οποίο ο Μήτσαμ επέλεξε για να παίξει στο πρώτο μέρος του βιβλίου προέρχεται από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες Σχέδιο διαφυγής, σε μετάφραση Ντ. Σωτήρα. Ο Μήτσαμ πραγματοποιεί εννέα παραλλαγές του αρχικού μοτίβου, πειράζοντας τόσο το ύφος όσο και το περιεχόμενο, σ' ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ειδικά για τους λάτρεις του πρωτότυπου μυθιστορήματος, καθώς μέσα από το παιχνίδι ο μεταποιητής συγγραφέας φροντίζει, εκτός των άλλων, να δημιουργήσει αναλογίες μεταξύ των δύο εποχών, υπογραμμίζοντας τη διαχρονικότητα και τη διατοπικότητα βιβλίων όπως αυτό του Κασάρες, που ως πρώτο συστατικό έχουν τον τρόμο και την παραβολή.
Ως υπενθύμιση και σύνδεση με το μυθιστόρημα του Κασάρες θα αναφέρω λίγα λόγια σχετικά με την κεντρική υπόθεση: Ο Ανρί Νεβέρ αναγκάζεται να μπαρκάρει εξαιτίας μιας διαμάχης γύρω από την οικογενειακή επιχείρηση. Αφήνει πίσω του την Ιρέν. Υποψιάζεται πως ο εξαναγκασμός του σε φυγή αποτελεί σχέδιο σκοτεινό του Ξαβιέ, που τώρα απέμεινε να πολιορκεί την Ιρέν δίχως αντίπαλο. Ο Ανρί την εμπιστεύεται αλλά φοβάται μήπως δεν αντέξει για πολύ. Καταφτάνει στην Καγκέν τέλη Γενάρη. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με συνθήκες πρωτόγνωρες για τον ίδιο, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα - τόπος φυλακής και εξορίας. Διαρκής αμφιβολία στην αναζήτηση κάποιου έμπιστου, οι υποψίες αναζητούν αποδείξεις, η λογική τον καλεί να μείνει μακριά από τη Νήσο του Διαβόλου, μάταια. Πίσω από τους τοίχους των φυλακών διαδραματίζονται σχέδια που δεν τα χωρά - αρχικά - ο ανθρώπινος νους, μπροστά τους, η στέρηση της ελευθερίας μοιάζει να ωχριά.
Το παιχνίδι του Μήτσαμ λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όπως άλλωστε φαίνεται και από τον τίτλο, η υγειονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθε μεγάλο μέρος του πλανήτη αποτελεί μια βάση έμπνευσης, μάλλον αναγκαστικής. Το παιχνίδι αποκτά εδώ χαρακτηριστικά ενός σχεδίου διαφυγής από την πραγματικότητα, είναι ο τρόπος του λογοτέχνη να διατηρηθεί πνευματικά υγιής σε συνθήκες εγκλεισμού και παράνοιας, να κρατήσει απασχολημένο το μυαλό του, θέτοντας ο ίδιος τα όρια και τους περιορισμούς, ακόμα και αν στη συνέχεια αποφασίσει να τα παραβιάσει επειδή ο ίδιος το θέλησε, χωρίς να είναι υπόλογος σε τίποτα και σε κανέναν παρά μόνο στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ταυτόχρονα και ο τρόπος του να αποδώσει έναν ασεβή φόρο τιμής σ' ένα σπουδαίο βιβλίο, με έναν τρόπο λογοτεχνικό και άρα απαλλαγμένο από το βάρος της αστικής ευγένειας και των δήθεν καλών τρόπων, αναγνωρίζοντας σ' αυτό το κατάλληλο για το παιχνίδι του μοτίβο.
Ο Μήτσαμ μετά τον Κασάρες επιλέγει να παίξει και με τον Χέγκελ, πειράζοντας ένα απόσπασμα από τη Φαινομενολογία του νου (μτφρ. Γ. Φαράκλας) που με διαφορετική κάπως διατύπωση συναντάται και στη Φαινομενολογία του πνεύματος (μτφρ. Δ. Τζωρτζόπουλος) με ήρωα των παραλλαγών αυτών τον Τζακ Τζόουνς. Από τις είκοσι τρεις παραλλαγές, αρκετές ιδιαιτέρως απολαυστικές και ευφάνταστες, παραθέτω εκείνη που λόγω εποχής περισσότερο με άγγιξε και έχει να κάνει με τις διακοπές στην κοντινή Ικαρία, ζήτημα φιλοσοφικό εκ φύσεως, υποταγμένο δε στη μαζικότητα και το hype:
Οι διακοπές μας είναι η γέννηση και η φθορά μας, δίχως οι ίδιες να έχουν γένεση ούτε φθορά, παρά κυλάνε καθεαυτές και αποτελούν την ενεργό πραγματικότητα και την κίνηση της ζωής του Τζακ Τζόουνς. Ο Τζακ έχει παγιδευτεί λοιπόν στο ικαριώτικο πανηγύρι, κανένα μέλος του οποίου δεν είναι ξενέρωτο· φλογερές κοκκινομάλλες στέλνουν στην κόλαση φλεγόμενους ταξιδιώτες, αντάρτες αρπάζουν μπριζόλες από τραπέζια αθώων οικογενειών, πάνκισες παίρνουν πίπες πίσω απ' τα δέντρα, φρίκουλες χορεύουν ινδιάνικους χορούς, ελκυστικές πρεζοκαγκουρίνες ενεδρεύουν με μαχαίρια στο σκοτάδι, τρίπιοι χούλιγκαν καταλήγουν στην παραλία για να δουν τα χρώματα της ανατολής· κι επειδή κάθε μέλος χάνεται απ' την στιγμή που αποκόπτεται απ' το πανηγύρι, αυτή η μέθη είναι η νηφάλια γαλήνη στο μάτι της καταιγίδας. Ναι μεν οι επιμέρους γκρούβαλοι καταδικάζονται απ' το δικαστήριο της Σάμου για παράνομη κατασκήνωση, αποτελούν ωστόσο θετικές αναγκαίες στιγμές τόσο όσο είναι αρνητικές και προπηλακιζόμενες από κουκουέδες.- Στο σύνολο της κίνησης, ιδωμένο ως χανγκόβερ, ό,τι διακρίνεται μέσα της και προικίζεται με ιδιαίτερη ύπαρξη διαφυλάσσεται ως κάτι που εν-θυμείται, εσωτερικό στον εαυτό του, που η ύπαρξη του είναι η φάση του, όπως κι αυτή είναι εξ ίσου άμεσα ύπαρξη.
Η Καραντίνα στο Νησί του Διαβόλου υπήρξε ένα ξεχωριστό και απολαυστικό βιβλίο, αυθεντικά παλπ και περιθωριακό, όχι καλογυαλισμένο και σε σημεία δύστροπο και απαιτητικό, ξεκάθαρα γέννημα ενός μυαλού που τρελαίνεται για τις λέξεις και το παιχνίδισμά τους, γραμμένο σε συνθήκες επιπρόσθετα του κανονικού δυστοπικές, γραμμένο ωστόσο όχι για να αρέσει, αλλά για να ικανοποιήσει πρώτα και κύρια τον ίδιο τον Μήτσαμ, να εκτονώσει τη δική του ανάγκη, να αντέξει το βάρος που του αποθέτει στις γραμμές του ο δημιουργός. Ιδιαίτερο, όπως και αν έχει, σε μια εποχή ομοιομορφίας παρά την κατανάλωση τόνων χαρτιού.
υγ. Για τον Πολπόταμο περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ο Κενοειδής εδώ, για το αριστούργημα του Κασάρες, εννέα χρόνια πριν, εδώ.
Εκδόσεις κουκουνιάου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου