Για να φτάσει στο γκέτο της Νέας Υόρκης, αν υποθέσουμε πως όντως φτάνει κάπου συγκεκριμένα κάποιος από τους ήρωες της νουβέλας αυτής, υπό μορφή επιστολής, ο αφηγητής θα εκφράσει τη βεβαιότητα πως Εσύ και οι γονείς σου θα λατρέψετε την Αλαμπάμα και ευθύς αμέσως σπεύδει να υπεραμυνθεί της πίστης του αυτής, περιγράφοντας την καθημερινή ζωή σε ένα μέρος όπως η Αλαμπάμα, ένα μέρος κατάλληλο για την άνθηση της οικογενειακής ευτυχίας, εκεί όπου μπορεί κανείς με την ησυχία του να αυνανιστεί μέρα μεσημέρι στη σκιά μιας κερασιάς. Στην πραγματική ζωή ο Hell το έσκασε με τον κολλητό του Tom Verlaine, όταν οι δυο τους πήγαιναν στο γυμνάσιο, και βρέθηκαν στην Αλαμπάμα, όπου και συνελήφθησαν, λίγο αργότερα, κατηγορούμενοι για βανδαλισμούς. Το γυμνάσιο δεν το τελείωσε ποτέ και έφυγε για τη Νέα Υόρκη για να ζήσει ως ποιητής. Σε ένα κείμενο παραληρηματικής γραφής η σχέση αιτίου και αιτιατού δεν είναι πάντα προφανής, με αποτέλεσμα η λογική παρακολούθηση της "πλοκής" να παραμερίζεται. Στο σημείο αυτό συναντώνται η δυσκολία και η απόλαυση που αυτή η γραφή προσφέρει στον αναγνώστη, που είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει το κείμενο, χωρίς να γυρεύει διαρκώς απαντήσεις, διατεθειμένος να χαθεί στις εικόνες που ένα μυαλό όπως του Hell γεννά.
Στον ομιχλώδη ουρανό πάνω από τα γκρίζα και ροζ τούβλα του γκέτο της Νέας Υόρκης κρέμεται μια μάζα ηλεκτρικών κυμάτων που περιμένουμε να παγιδευτούν από δάκτυλα κιθαριστών, σαν κάποιος που γλύφει το δόντι του ώσπου χτυπά νεύρο. Γλείφει το νεύρο του. Στον ομιχλώδη ουρανό πάνω από τα γκρίζα και ροζ τούβλα του γκέτο της Νέας Υόρκης ένα μοναχικό βρωμερό ματωμένο περιστέρι ηλεκτρίζεται από μια αστραπή, όχι, είναι μια γλώσσα, όχι είδα κάτι ροζ... Το περιστέρι δεν έχει πούπουλα. Πέφτει σε μια μαύρη οδοντωτή στέγη.
Υπάρχουν, όπως το παραπάνω απόσπασμα δείχνει, σημεία που διακρίνονται για την ποιητικότητά τους, αν και ίσως όχι με την κλασική -αν όντως ευσταθεί ένας τέτοιος χαρακτηρισμός- αντίληψη περί ποιητικής γραφής. Μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορα λογοτεχνικά είδη στην παραληρηματική πρόζα του Hell, η φαντασία, η σάτιρα και μια διάθεση δοκιμιακή, είναι κάποια από αυτά. Υπάρχουν σίγουρα κάποια -φαινομενικά- αδύναμα μέρη στη νουβέλα, που ίσως δικαιολογούνται από το γεγονός πως πρόκειται για ένα έργο ταυτόχρονα πρωτόλειο και ερμητικό. Ενδιαφέρον έχει να διαβάσει κανείς τον επίλογο του ίδιου του συγγραφέα, που περιλαμβάνεται στην έκδοση, σχετικά με την περίοδο που έγραφε τον Κενοειδή, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφή αποτελούσε ένα καταφύγιο για τον ίδιο, σε μια περίοδο που οι μουσικές του αναζητήσεις συναντούσαν διαφόρων ειδών εμπόδια, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν σ' ένα μικρό δωμάτιο που είχε νοικιάσει επ' αυτού, και που είχε διαμορφώσει κατά τρόπο τέτοιο ώστε τα πάντα να είναι προσβάσιμα με το άπλωμα του χεριού χωρίς να χρειάζεται να σηκωθεί. Η ανάγνωση ικανοποιεί απόλυτα και τους δύο λόγους οι οποίοι οδήγησαν τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεργ στη μετάφραση και την έκδοση της νουβέλας αυτής, ενώ η εκδοτική πρακτική που ακολουθήθηκε συνάδει πλήρως με την αισθητική της εποχής κατά την οποία Ο Κενοειδής γράφτηκε. Ο Κενοειδής κυκλοφορεί σε περιορισμένα αντίτυπα από τις εκδόσεις κουκουνιάου.
υγ. Στον Κενοειδή έφτασα διαβάζοντας πριν από λίγους μήνες τον Πολπόταμο του Τζέημς Μήτσαμ. Περισσότερα για την ανάγνωση εκείνη μπορείτε να βρείτε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου