Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Ανασυσκότιση







του Α.



Βήμα (το)


Μέρες (οι)



I

Νιώθω την ανάγκη να σκύψω προς το μέρος σου, πίσω από την προσεχτικά και ανάστροφα προτεταμένη παλάμη, να σου ψιθυρίσω: τα καταφέραμε.


 ΙΙ

Αργήσαμε ίσως λίγο μα καταφέραμε να κάνουμε το ελάχιστο αυτό βήμα, ύστερα από χρόνια, σκέψεων και υπολογισμών, μετρήσεων ως την τελευταία λεπτομέρεια, συνεχών αναβολών, όριο λεπτό, δυσδιάκριτο, ανάμεσα στη δικαιολογία και την υπεκφυγή, όνειρο κούφιο, λειψό στα μάτια των άλλων, που, κορεσμένοι από τη χρόνια επανάληψη, αδυνατούσαν να ταυτιστούν, νάζι φάνταζε στα μάτια τους, σχεδιασμός εκστρατείας εν στάσει, περιστροφή γύρω από τον ίδιο πάντα άξονα, καταφύγιο ασφάλειας, κρυψώνα της αδυναμίας, μνημείο κακής τύχης, διαλυτικό προσωπικής ευθύνης.


 ΙΙΙ

Το βήμα έγινε, κοίτα τη θέα που απλώνεται, όσο καθαρίζει η εικόνα τόσο διαγράφονται με ευκρίνεια όλα εκείνα για τα οποία συνηθίζαμε να περνάμε την ώρα αναλύοντας, μια συζήτηση προσευχή, με διαρκείς επαναλήψεις, μέρες αισιοδοξίας διαδέχονταν συννεφιασμένοι ουρανοί, η λογική απέναντι στο συναίσθημα μα κυρίως αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό, αντίπαλος ισάξιος, αντικατοπτρικός.


 IV

Ένα βήμα, ελάχιστο, από μακρινή απόσταση απαρατήρητο, ο εχθρός κοιμάται και ξυπνάει ήσυχος. Σου είπα να καλέσουμε τους συντρόφους, να ανοίξουμε ένα μπουκάλι, να γεμίσουμε τα ποτήρια μας, ό,τι στάξει τη γη να δροσίσει, μου είπες να περιμένουμε, να πάρουμε μιαν ανάσα, να συνηθίσουμε λίγο, είναι και το μάτι, πρόσθεσες χαμηλώνοντας τη φωνή. Το μάτι. Μα είναι χαρά, είναι η πραγμάτωση του ονείρου μας, είναι το τέρμα της γκρίνιας και του παράπονου. Η γκρίνια δε σώνεται ποτέ, είπες. 


 V

Αμελήσαμε όμως να στεριώσουμε την έννοια της μετάβασης, του προσωρινού, της ορμής. Στεκόμαστε τώρα, εδώ - παρέα με τη σχετικότητα -, υπερήφανοι για όλα όσα καταφέραμε, δίχως ανάσα από την προσπάθεια, ήρωες σε έναν τόπο δίχως ανθρώπους, έτοιμοι να υψώσουμε προσωπικά μνημεία ανδρείας, να σμιλέψουμε πέτρες, να επικαλεστούμε τη μνήμη και τη λήθη ως άξιοι απόγονοι της ράτσας μας, να παραχώσουμε κενά και να λειάνουμε επιφάνειες.


 VI

Να θυμηθούμε να φορέσουμε κουρέλια στα ηρώα και στα κορμιά μας.




του Β.



Βήμα (τα)


 Νύχτες (και οι)


 
Το πρώτο βράδυ επιχειρήσαμε επανάληψη, ανάγκη χρόνων για τακτικό επαναπροσδιορισμό, πιάσαμε την ιστορία ξανά από την αρχή, περιγράψαμε ξανά τα χρόνια. Κάποιος παρατηρητής θα διέκρινε μία βιάση, μια λαχτάρα να φτάσουμε στις τελευταίες σελίδες, να αφήσουμε πίσω το ζοφερό παρελθόν, να βρεθούμε στο ένδοξο τώρα, μακριά από τις δυσκολίες της γης στην απόλαυση του καρπού. Το δεύτερο βράδυ παραλείψαμε κεφάλαια ολόκληρα, και τα λοιπά και τα λοιπά, είπαμε, ύλη γνώριμη, κατακτημένη. Το τρίτο βράδυ απομείναμε να ατενίζουμε μακριά, κατακάθησε η σκόνη του βήματος, η εικόνα ικανοποίησε τις αισθήσεις μας, ταιριαστή της φαντασίας. Αντιστρέψαμε την κίνηση, από εδώ προς τα πίσω, από το τέλος στην αρχή. Το επόμενο βράδυ, τέταρτο μετά το βήμα, παραλίγο να σκαρώσουμε μια γιορτή, τελικά όχι, φοβηθήκαμε την τύχη μας, αναλογιστήκαμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, νιώσαμε νότα φάλτσα στην κακορίζικη μελωδία. Καθώς αποκλείσαμε τους πάντες πλην ημών, κινήσαμε να δοξάσουμε εαυτούς, μάταια αναζητήσαμε καθρέπτες, πέτρα μονάχα τριγύρω.

Τώρα, συζητάμε τις επιπτώσεις της επιτυχίας μας, αναζητούμε μάταια - προς το παρόν - αρνητικά και ελαττώματα, μαύρα σύννεφα που τάχα σκιάζουν τη χαρά, κρύβουν τον ήλιο και απειλούν με βροχή. Αναλογιζόμαστε τα μελλοντικά εκείνα τραπέζια, πάνω στα οποία πρέπει να απλώσουμε τη δυστυχία μας, ο καθένας τη δική του, να τις συγκρίνουμε, να δούμε ποιος την έχει μεγαλύτερη, να διαφωνήσουμε για τις μετρήσεις, να επιστρέψουμε ηττημένοι με τη μικρή μας δυστυχία στην τσέπη, να περιμένουμε να κλείσει η πόρτα πριν βγάλουμε τα κουρέλια μας, θα το θυμηθούμε άραγε;



Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Μάρτυς μου ο Θεός - Μάκης Τσίτας






Τα προβλήματα για τον Χρυσοβαλάντη αρχίνισαν με την απώλεια της εργασίας του, έως τότε η ζωή του τον ικανοποιούσε, είχε βλέπετε χρήματα.  Η εταιρεία στην οποία δούλευε έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έπειτα από έντεκα χρόνια σκληρής εργασίας έμεινε άνεργος. Μάταια αναζήτησε βοήθεια και υποστήριξη από παλιούς γνωστούς και συνεργάτες, κάθε μέρα έπαιρνε τους δρόμους νωρίς το πρωί και γύριζε σπίτι αρκετά αργά, από φόβο μήπως πετύχει ξύπνιους τους γονείς και τις αδερφές του. Από τότε, τα χρόνια πέρασαν μα εκείνος δε στέριωσε επαγγελματικά, παρά την τριγύρω ανάπτυξη.

Σε αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο, ο Χρυσοβαλάντης καταγράφει τις σκέψεις του, τις φοβίες και τους προβληματισμούς του. Εκφράζει βεβαιότητες ισχυρές, μα με όρια χρονικά. Μοιάζει να ζει σε μια άλλη, περασμένη εποχή. Στα λόγια του – που τόσο διαφέρουν συχνά από τα έργα – μπορεί κανείς να εντοπίσει διάσπαρτα στοιχεία από ανθρώπους του περιβάλλοντός του, η αφέλεια και η κουτοπονηριά, ο υποβόσκων ρατσισμός, η σύγχυση ανάμεσα στη θρησκεία και την εκκλησία, η οικογένεια και η πετσοκομμένη σεξουαλικότητα, το αίσθημα της ελληνικής ανωτερότητας. Ο λόγος του ενοχλεί, ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες, ύστερα κάπως γίνεται αποδεκτή η αφηγηματική φωνή, ο μισογυνισμός και η ξενοφοβία δοκιμάζουν τα όρια του αναγνώστη, ιδιαίτερα σήμερα που τέτοιες ακραίες φωνές μοιάζουν να δυναμώνουν, εγκαταλείποντας το σκοτάδι που για χρόνια κατοικούσαν.

Ο πρωτοπρόσωπος λόγος του Χρυσοβαλάντη σε αναγκάζει να εμπλακείς προσωπικά, σε μια απόπειρα να λειτουργήσεις ως αντίβαρο. Εκφράζει ένα σύνολο ανθρώπων με έλλειμμα παιδείας, προσωπικότητες αντικρουόμενες που συνθέτουν την αποκαλούμενη μάζα, υπάκουη και διατεθειμένη να ακολουθήσει το ρεύμα. Θα αποτελούσε τεράστιο λάθος να αντιμετωπίσει κανείς τον Χρυσοβαλάντη ως έναν επινοημένο λογοτεχνικό ήρωα, τη στιγμή που παρατηρείται πληθυσμιακή έξαρση των ομοίων του. Ο Μάκης Τσίτας αποφασίζει να δώσει φωνή και να αναδείξει ένα θύμα του καιρού μας, έναν άνθρωπο που μοιάζει ακίνδυνος, δεν τραβάει την προσοχή, ζει σε ένα ιδιόμορφο περιθώριο, δεν απασχολεί τις πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις. Είναι όμως το θύμα, εκείνο που θα νομιμοποιήσει την επικράτηση του τέρατος. Κείμενο πρωτίστως κοινωνικοπολιτικό, εφιαλτικού ρεαλισμού, φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που μάταια τόσο καιρό απέφευγε να αντικρίσει βρίσκοντας καταφύγιο στον προσωπικό του μικρόκοσμο. Τα κενά ανάμεσα στις παραγράφους, ξεφύσημα βαθύ του Χρυσοβαλάντη πριν συνεχίσει, αναγκαίες αναπνοές που ανακόπτουν, προσωρινά τουλάχιστον, το αφηγηματικό παραλήρημα.

Ο συγγραφέας πετυχαίνει το στόχο του, λαμβάνοντας το αναγκαίο ρίσκο να δει κάποιους αναγνώστες να εγκαταλείπουν αηδιασμένοι από τις απόψεις του Χρυσοβαλάντη, άλλωστε το χάιδεμα αυτιών δεν υπήρξε στις προθέσεις του. Μοναδική ένσταση αποτελεί το κλείσιμο, απότομο και κάπως βιαστικό, ξενίζει και προσωρινά μετριάζει την αίσθηση.

Κείμενο ιδιαίτερο, με άφησε με την επιθυμία να διαβάσω ξανά το Νάνο του Περ Λάγκερκβιστ. Ακόμα μια προσεγμένη έκδοση από την Κίχλη.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Το όραμα της ηδονής - Norman Mailer








Γνώρισα τον Τζακ Κέννεντυ τον Νοέμβριο του 1946. Ήρωες και οι δυο του πολέμου, είχαμε εκλεγεί για πρώτη φορά μέλη του Κογκρέσου. Ένα βράδυ βγήκαμε έξω με δυο κορίτσια και εκείνη η βραδιά στάθηκε, πράγματι, για μένα σημαδιακή. Τύλιξα μια κοπελιά τόσο πλούσια που δεν θα της έκανε εντύπωση ούτε ένα διαμάντι μεγάλο σαν τη γροθιά μου. Ήταν η Ντέμπορα Κάφλιν Μανγκαραβίντι Κέλλυ με πολλαπλή καταγωγή.

Ο αφηγητής, Στίβεν Ριτσαρντς Ρότζακ, επιστρέφει τραυματίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρασημοφορείται ήρωας πολέμου, ως τέτοιος διακρίνει το δρόμο για μια καριέρα πολιτική στρωμένο με άνθη. Μεταπολεμική Αμερική, η γη της ευκαιρίας, με λίγη εύνοια της τύχης, κάποιες καλές γνωριμίες και απόθεμα φιλοδοξίας τα όρια ξεμακραίνουν.

Οι ήρωες του Μαίηλερ ανήκουν σε μια τάξη προνομιούχα, δίχως στερήσεις. Τα βιογραφικά τους στολίζονται από ανώτερες σπουδές, ταξίδια και την αίσθηση του εκλεκτού. Όμως, ενάντια στην ανθρωπίλα δεν έχει βρεθεί γιατρικό, όχι ακόμα τουλάχιστον.

Καταραμένοι σε μια διαρκή ευτυχία, η δύναμή τους πηγή συναισθηματικής ανασφάλειας, η φήμη τους προπορεύεται αυτών πάντα. Κοινωνικές σχέσεις που θυμίζουν συμμαχίες, γάμοι που παντρεύουν δυναστείες, φιλίες που παραπατούν υπό το βάρος μυστικών. Μπροστά στους άλλους πρέπει να χαμογελούν, λευκώς και λαμπερώς, για τα δάκρυα αναγκάζονται να περάσουν στα παρασκήνια, όσοι είναι τυχεροί και διαθέτουν.

Το μαύρο του Μαίηλερ δεν έχει αποχρώσεις, κανένα μαύρο εδώ που τα λέμε δεν έχει, χρειάζεται κάτι από φως για να γκριζάρει, και το φως είναι λιγοστό, αν όχι μηδαμινό.

Το αμερικάνικο όνειρο σε αποσύνθεση, η αποφορά του κατακλύζει την κάθε σελίδα, μια ατμόσφαιρα υγρή, η βροχή και τα βουλωμένα φρεάτια των υπονόμων, η Νέα Υόρκη μητρόπολη της αντίθεσης, οι ουρανοξύστες και το αναπόφευκτο κενό, το εκτυφλωτικό φως που αναδεικνύει το σκοτάδι.

Και μια μακρόσυρτη μελωδία τζαζ στο βάθος, πίσω από τους καπνούς των τσιγάρων και τις μοιραίες γυναίκες, μια τρομπέτα μονάχη της.

Ο κόσμος του Μαίηλερ έλκει δια της αποστροφής - κάπου το έχω ξαναγράψει αυτό, μα δεν υπάρχει καταλληλότερος χαρακτηρισμός θαρρώ -, η ταύτιση με τον αφηγητή δε βρίσκεται σε ευθεία, ένα προς ένα, αναλογία, υπάρχει μια σχέση πνευματική, σκοτεινή, νιώθεις την οικειότητα του καταραμένου, αρνείσαι το βλέμμα στο βαθύ σκοτάδι, αρνείσαι να παραδεχτείς τη συγγένεια. Επιθυμείς τη δικαίωση του αφηγητή ερχόμενος σε ευθεία αντίθεση με τις θεμελιώδης αρχές της προσωπικής σου ηθικής.

Οι επιρροές του έργου του στην - ακόμα πιο - σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία δεδομένες, ο κόσμος που περιγράφει στον αντίποδα εκείνου των Μπίτνικς και του Μπουκόφσκι. Ο Μαίηλερ είναι ένας εκπληκτικός στυλίστας και ανατόμος, ένας τεράστιος συγγραφέας.

Ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος είναι An American Dream, δεν ξέρω για ποιο λόγο μεταφράστηκε ως το Όραμα της ηδονής...

Η, φέρουσα το βάρος της ηλικίας της, έκδοση Βίπερ που η Χ. είχε την καλοσύνη να μου εμπιστευτεί, σε δύο τόμους, με ημερομηνία έκδοσης το 1971, αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της αναγνωστικής εμπειρίας.




Μετάφραση Βασ. Καζαντζή
Εκδόσεις Πάπυρος Πρες 




    

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Η Καλλιγραφία - Rafael Chirbes






Σήμερα έφαγε σπίτι μας και, την ώρα του επιδορπίου, με ρώτησε αν θυμάμαι τα απογεύματα που ο πατέρας σου με το θείο σου πήγαιναν στο γήπεδο και εγώ της ετοίμαζα ένα φλιτζάνι κιχώρι. Σκέφτηκα πως ναι, πως ύστερα από πενήντα χρόνια με πληγώνουν ακόμα εκείνα τα απογεύματα. Δεν έχω μπορέσει να απαλλαγώ από τη θλίψη τους.

Ο χρόνος, στολίστηκε από τους ανθρώπους με τον τίτλο του θεραπευτή, εξορκισμός του κακού, μάταιο καλόπιασμα του κτήνους. Εκείνος, αμείλικτος προελαύνει, παρασέρνει στο διάβα του τα αστεία αναχώματα, ούτε να χαμογελάσει δεν καταδέχεται στη θέα τους. Δίνες δημιουργεί, με τις λάμψεις της χαράς και τα κοπίδια της θλίψης, αναμνήσεις. Και αν τα χρώματα ατονούν και σβήνουν, οι λεπίδες, ακόμα και δίχως ακόνισμα, σκουριασμένες, πληγώνουν.

Ύστερα από πενήντα χρόνια, ακόμα πονά, ακόμα θυμάται. Κινάει να διηγηθεί την ιστορία της, και ας μην ελπίζει να απαλλαγεί από τη θλίψη και το βάρος, της αρκεί να επιλέξει η ίδια τις λέξεις. Μια ιδιότυπη απολογία, για το παρελθόν που καθόρισε το σήμερα, για το γιο της, που κοιτάζοντας προς τα πίσω, απορεί και εικάζει, στα μάτια του θέλει να είναι αθώα για εκείνα που δεν της αναλογούν.

Αδύνατο να διηγηθεί κάποιος την προσωπική του ιστορία έξω από το μεγάλο πλαίσιο, όσο και αν θα λαχταρούσε έναν ήσυχο και διάφανο παραπόταμο, η επιλογή δεν είναι διαθέσιμη. Όμως, η τρικυμία του χτες, σήμερα αποτελεί δικαιολογία, η προσωπική ευθύνη σβήνει και χάνεται, λήμμα ελάχιστο στο βιβλίο της Ιστορίας. Τουλάχιστον αυτό.

Η τήρηση της χρονικής σειράς αποτελεί ίδιον του μελετητή, όχι του ερασιτέχνη αφηγητή. Η προσωπική εμπλοκή στην ιστορία, οδηγεί σε πλήθος παρεκβάσεων, παρενθέσεων και παρεκτροπών, προσδίδει μαγεία και αταξία στο χάος των περασμένων, αποδιώχνει την επίπλαστη τάξη της επιμελημένης μαρτυρίας, μυρίζει ζωή και όχι φορμόλη.

Ένα τελευταίο μένει να φανεί, η έλλειψη συναισθηματικού βιασμού, παγίδα συνηθισμένη και καλοστημένη, θύματά της αρχάριοι και έμπειροι της διήγησης, μαγεμένοι από τα θέλγητρα και τις ευκολίες που αυτή απλόχερα προσφέρει, υποκύπτουν. Έτσι παύουν να αφηγούνται τη δική τους ιστορία, δίχως ενοχές την εγκαταλείπουν, την παραμερίζουν για να περάσει μια άλλη, η πλέον θλιμμένη, η πλέον στενόχωρη, εκείνη που θα αναγκάσει τους μάρτυρες να κλάψουν με λυγμούς δίχως να έχουν άλλη επιλογή. Βιασμός. Στην περίπτωσή μας όμως δεν ύπαρχει ίχνος συναισθηματικού εξαναγκασμού, υπάρχει μια δυνατή ιστορία, με σιωπές και ψίθυρους, κραυγές και  παύσεις, μια προσωπική ιστορία που αξίζει να αποκαλείται Λογοτεχνία.




Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

 







            

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Πέρασε κιόλας μια βδομάδα



Γιατί δεν τον ρωτάς, πρότεινε εκείνη. Ήθελα αλλά ντρεπόμουν, και σήμερα το ίδιο θα ένιωθα. Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων και ένα από τα σημαντικότερα θέματα που με απασχολούσαν ήταν το παγωτό μηχανής. Εκεί, στη γωνία Ρήγα Φεραίου και Ζαΐμη, ένα τετράγωνο από το σπίτι, έφτιαχναν το πιο ωραίο απ' όλα. Να ρωτήσεις εσύ, της είπα, και εκείνη ρώτησε. "Τρώτε συνέχεια παγωτό;"  ο υπάλληλος έμεινε έκπληκτος να την κοιτάζει πριν απαντήσει: "Το έχω σιχαθεί, ούτε να το μυρίζω δε θέλω."

Δεν ήταν η απάντηση που περίμενα. Πόνταρα πως θα προσπαθούσε απλώς να αποκρύψει το μέγεθος του εθισμού του, εκείνος όμως χρησιμοποίησε το ρήμα σιχαίνομαι, σιχαινόταν το παγωτό, πώς ήταν άραγε δυνατόν. Μέρες στριφογυρνούσα την απάντησή του στο μυαλό μου. "Το έχω σιχαθεί, ούτε να το μυρίζω δε θέλω."

Με τα χρόνια, η ανάμνηση αυτή πήρε τις διαστάσεις της, απέκτησε τα χαρακτηριστικά αξιώματος, του οποίου η διατύπωση θα ήταν κάπως έτσι: Όταν ασχολείσαι επαγγελματικά με κάτι που σου αρέσει, στο τέλος καταλήγεις να το σιχαίνεσαι.

Ακολούθησα αυτό το αξίωμα για πολλά χρόνια, τα ενδιαφέροντα και τα πάθη μου - λίγα είχα απ' αυτά- εμφανίζονταν από το απομεσήμερο μέχρι αργά το βράδυ, ύστερα έκαναν στην άκρη για να διαβεί η ρουτίνα και η διεκπεραίωση.

Χρόνια μετά, μια περίοδος έντονης επαγγελματικής αναζήτησης με οδήγησε στην ισπανική επαρχία. Εκεί, εθελοντής στη διάθεση του δήμου, δοκίμασα διάφορες παράπλευρες "εθελοντικές δράσεις", τις περισσότερες από δική μου πρωτοβουλία. Μία από τις ελάχιστες που σχεδόν μου επιβλήθηκε αφορούσε τη δημοτική βιβλιοθήκη, μία υπάλληλος θα έλειπε με αναρρωτική άδεια και κάποιος έπρεπε να συμπληρώσει το κενό. Ήμουν ο εκλεκτός.

Εξέτασα σοβαρά το ενδεχόμενο να αρνηθώ, να τραβήξω μια φορά το σχοινί, ταυτόχρονα θα εξέταζα την αντοχή του. Δεν το έκανα, περπάτησα ως εκεί την καθορισμένη ώρα, η έτερη υπάλληλος με περίμενε στη ζέστη του πρώτου ορόφου, μου εξήγησε πως επρόκειτο για τρία απογεύματα την εβδομάδα, οι αρμοδιότητές μου αφορούσαν κυρίως τεχνικές απορίες σχετικά με την χρήση των, διαθέσιμων για το κοινό, ηλεκτρονικών υπολογιστών, η κίνηση των βιβλίων ήταν, ούτως ή άλλως, περιορισμένη.

Τρεις μήνες απασχολήθηκα εκεί. Το ιδιόρρυθμο σύστημα καταχώρησης, τα τηλέφωνα στους αμελείς δημότες, η χαρά στη θέα των προσφορών, τα κονδύλια που πρόλαβαν να συρρικνωθούν μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, οι επισκέψεις του σχολείου, τα μεγάλα λόγια των πολιτικών κατά τα εγκαίνια του παρακείμενου μουσείου, οι μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών εβδομαδιαίοι τσιμπολόγοι, τυπικοί στις υποχρεώσεις τους και ανεξάρτητοι ερευνητές του πλούτου των ραφιών της μικρής, μα γεμάτης εκπλήξεις, βιβλιοθήκης.

Είναι διαφορετικό να σου αρέσει το αντικείμενο της εργασίας σου και διαφορετικό να εργάζεσαι σε αυτό που γουστάρεις, συναισθήματα γειτονικά μα ανόμοια μεταξύ τους. Πρώτη φορά τότε γνώρισα πως είναι να είσαι παγωτατζής και να σου αρέσει το παγωτό, η εμπειρία μου στον αντίποδα της αποστροφής του άντρα με την ποδιά και τα χωνάκια των παιδικών μου χρόνων. Στην περίπτωσή μου υπήρξε ανάφλεξη του πάθους και τόνωση του ενθουσιασμού.

Γυρίζοντας, ανάμεσα σε άλλα, είχα αλλάξει και το αξίωμα εκείνο. Η επαγγελματική αναζήτηση θα έπρεπε να γίνει με γνώμονα βασικό (αν και όχι μόνο) τη σχέση με το αντικείμενο.

Πέρασε καιρός, απόπειρες και απογοητεύσεις, βήματα μπρος και πίσω, υποσχέσεις και ελπίδες που υποχώρησαν γρήγορα.

Πριν λίγους μήνες ο κύριος Librofilo και η κυρία Diavazontas με κάλεσαν να πιούμε έναν καφέ, κάτι ήθελαν να μου προτείνουν, η φαντασία μου φρόντισε να δημιουργήσει αρκετά σενάρια και υποθέσεις, κανένα δεν ήταν τόσο τρελό όσο το ανακοινωθέν, θα άνοιγαν βιβλιοπωλείο και ήθελαν εμένα ως υπάλληλο σε αυτό. Αδυνατώντας να το συνειδητοποιήσω φαντάζομαι πως έδωσα την εντύπωση του μη ενθουσιασμένου, εσφαλμένη προφανώς.

Οι μέρες πέρασαν, οι εργασίες ολοκληρώθηκαν, τα βιβλία έφτασαν και μπήκαν στις βιβλιοθήκες, πριν μια βδομάδα η ταμπέλα γύρισε, Ανοιχτό.

Το Booktalks είναι ένα βιβλιοπωλείο καφέ, βρίσκεται στο Π. Φάληρο, μακριά από τα στενά όρια του αθηναϊκού κέντρου και φιλοδοξεί να γίνει πόλος έλξης των βιβλιόφιλων (και όχι μόνο) στα νότια προάστια. Είναι πολλά τα επίθετα εκείνα που στριμώχνονται στο μυαλό μου, η συναισθηματική μου εμπλοκή όμως μου επιβάλλει να είμαι φειδωλός, το καμάρι του οικοδεσπότη, βλέπετε, περιλαμβάνει και το απαραίτητο άγχος, οι μικρές λεπτομέρειες, αόρατες στα μάτια του επισκέπτη, έχουν άλλες διαστάσεις, όμως η ικανοποίηση της λειτουργίας απαλύνει την όποια κόπωση. Τώρα αν πούμε και καμιά κουβέντα παραπάνω για τον Μαρίας...









υ.γ Την Κυριακή (15/12) το απόγευμα είναι τα εγκαίνια, ορίστε και η αφορμή για επίσκεψη!

   



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Αόρατος - Paul Auster









Τους έσφιξα για πρώτη φορά το χέρι την άνοιξη του 1967.
      Ήμουν τότε δευτεροετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ένα άμαθο αγόρι με λαχτάρα για βιβλία που έτρεφε την πεποίθηση ( ή την αυταπάτη) πως μια μέρα θα γινόμουν αρκετά καλός ώστε να αποκαλώ τον εαυτό μου ποιητή.

Πρώτα, έσφιξε το χέρι του Ρούντολφ Μπορν, ύστερα, εκείνο της γοητευτικής Μαργκό. Είχε ήδη πιαστεί στον ιστό τους, ένα άμαθο αγόρι, ο Άνταμ Γουόκερ. Αναμενόμενα, εκείνη η περίοδος τον σημάδεψε παντοτινά, παρεκτροπή μιας ζωής προγραμματισμένης σε μεγάλο βαθμό, δίχως περιθώρια για εκπλήξεις, περιβάλλον ασφαλές μα ανιαρό. Έως τότε, μόνη έξοδος οι σελίδες των βιβλίων, ούτε εκεί όμως βρίσκεται η πραγματική ζωή. Μόλις τη γεύτηκε εθίστηκε.

Πρόκληση και αποπλάνηση, προοπτικές μελλοντικές και ανησυχαστικό παρόν. Ο Άνταμ πλησιάζει δειλά, εκείνοι του γνέφουν, καθένας για λογαριασμό του, να μη φοβάται. Παίρνει θάρρος, νιώθει ισόπλευρος στο τρίγωνο αυτό. Αγγίζει και τις δύο πλευρές, αγγίζεται απ' αυτές. Ύστερα, εκείνη θα εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη, διωγμένη μα ταυτόχρονα ελευθερωμένη, θα επιστρέψει στο Παρίσι. Ο Άνταμ προσπαθεί να προσαρμοστεί στην απώλεια της μιας πλευράς, ήλπιζε, βλέπετε, πως το ισόπλευρο τρίγωνο σύντομα θα μετατρεπόταν σε ισοσκελές, μέχρι να αποκολληθεί οριστικά από τη βάση, εκτόξευση. Η βάση όμως σύντομα θα αναφλεγεί, μια σοκαριστική πράξη βίας. Μαζί με το όνειρο του ουρανού, θα χαθεί και το δεδομένο έδαφος.

Τώρα είναι η στιγμή να αποδοθεί γραπτώς η ιστορία, τέσσερις δεκαετίες μετά.

Η άνοιξη γίνεται καλοκαίρι. Για σένα είναι το καλοκαίρι μετά την άνοιξη του Ρούντολφ Μπορν, για τον υπόλοιπο όμως κόσμο είναι το καλοκαίρι του Πολέμου των Έξι Ημερών, το καλοκαίρι των φυλετικών εξεγέρσεων σε πάνω από εκατό αμερικανικές πόλεις, το καλοκαίρι της Αγάπης.  

Μυθιστόρημα αστυνομικό με στοιχεία μετα-αφήγησης. Ο Όστερ τοποθετεί μπροστά του τα κομμάτια του παζλ, τα παρατηρεί, τα μετακινεί, έλκεται ταυτόχρονα από την επιθυμία να εξηγήσει και να αποπλανήσει, παίζει με το μυαλό του αναγνώστη. Η ιστορία είναι μία, μάλλον. Οι τρόποι να την αφηγηθείς άπειροι, σίγουρα. Το αναπάντητο ερώτημα είναι: πόσες αλήθειες υπάρχουν και πόσο χώρο αυτών το ψέμα τελικώς καταλαμβάνει;

Ο Γουόκερ φτάνει στο Παρίσι ένα μήνα πριν από τη προγραμματισμένη έναρξη των μαθημάτων. Έχει ήδη απορρίψει την ιδέα της φοιτητικής εστίας και συνεπώς πρέπει να ψάξει να βρει που θα μείνει.

Ο παρατηρητής, ο αφηγητής και ο συγγραφέας. Εγώ, εσύ, αυτός/αυτή. Ο Όστερ λατρεύει τις εναλλαγές στη γωνία παρατήρησης, τους ανακλαστήρες ειδώλων, το υποκείμενο και το αντικείμενο να αλλάζουν ρόλους, να αποχωρούν και να επανέρχονται. Οι λεπτές διαφορές στις αποχρώσεις των φωνών, όταν διηγούνται τη δική τους ιστορία ή την ξένη.

Διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενος ορίζοντας προσδοκιών κατά την ανάγνωση. Υπαίτιος ο συγγραφέας αλλά και το - αναγνωστικό - παρελθόν του αναγνώστη, παιχνίδι για δυο. Εδώ έγκειται η ανατροπή και το οστερικό σασπένς. Αποκαθήλωση της επικρατούσας αφηγηματικής φωνής, και μάλιστα όχι μονοδιάστατα. Οι επιρροές από την κλασική γαλλική λογοτεχνία ορατές. Ο Όστερ παίζει με όλα τα χαρτιά του ανοιχτά, δεν κρατά άσσους στο μανίκι, δεν τους έχει ανάγκη. Ανατροπές, όχι τόσο στο δρόμο για την τελική λύση, όσο στην αναζήτηση της αλήθειας.   

Η επιστροφή σε έναν αγαπημένο συγγραφέα γεννάει δύο συναισθήματα, αντικρουόμενα μα ταυτοχρόνως αλληλοσυμπληρούμενα. Από τη μία, η θαλπωρή της οικειότητας, η αναγνώριση του δημιουργού πίσω από τις λέξεις, η ζεστασιά της γνώριμης φωνής. Από την άλλη, ο φόβος της επανάληψης, της ρέπλικας, του ξαναζεσταμένου γεύματος. Ο Όστερ στον Αόρατο είναι σε μεγάλη φόρμα, δίχως να χάνει τίποτα από την ιδιαιτερότητά του καταφέρνει να εκπλήξει και να ενθουσιάσει, να καθηλώσει.

Η ικανότητα του Όστερ να συνδυάζει το παρεξηγημένο ευπώλητο με την υψηλή λογοτεχνία είναι μοναδική. 



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο trollingstone.gr)




Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Μεταίχμιο   


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

αγαπημένο τέρας - Javier Tomeo








Κάθεται πίσω από ένα τεράστιο τραπέζι και δεν κάνει την παραμικρή κίνηση να σηκωθεί όταν μπαίνω στο γραφείο. Περιορίζεται να μου δώσει το χέρι. Έχει ανοιχτογάλαζα μάτια που ταιριάζουν με το χρώμα της γραβάτας του, μαλλιά ξανθιά σαν άχυρο, ρόδινα μάγουλα και μύτη λεπτή σαν ραδιούργου κληρικού. Η εμφάνισή του, σε γενικές γραμμές, είναι μάλλον προσηνής. Θα δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια. Με καλεί να καθίσω, πλαταίνει το χαμόγελό του και συστήνεται ως Χ.Χ. Κρούγκερ, Προσωπάρχης.


Εκείνος, θα τον προειδοποιήσει πως η συνέντευξη πρόκειται να είναι ενδελεχής και μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας από το σύνηθες. Ερωτήσεις μεγάλου φάσματος και υποχρεωτικής απάντησης. Ο Χουάν, αμήχανα αρθρώνει κατανόηση και αποδοχή. Οι δύο μονομάχοι παίρνουν θέσεις αντικριστές, η συνέντευξη ξεκινά.

Ο Χουάν, υποχρεωμένος να απαντά, μόνο έτσι μπορεί να παραμείνει και να διεκδικήσει τη θέση του νυχτοφύλακα. Ο Κρούγκερ, λόγω θέσης, υποχρεωμένος να ρωτά, η τελική αξιολόγηση θα τον βαραίνει αποκλειστικά. Παιχνίδι επιβολής, επίθεση και άμυνα με διάθεση για αιφνιδιαστική κόντρα επίθεση. Το φαβορί ξεκάθαρο, ο μονομάχος όμως δείχνει διάθεση να παλέψει για την τιμή του. Όσο το νοκ-άουτ καθυστερεί, τόσο ο χρόνος κυλά υπέρ του αδύναμου. Ο Χουάν οπλίζεται με θάρρος και πίστη, διακρίνει όλο και μεγαλύτερα κενά στην πανοπλία του Προσωπάρχη. Ο στόχος μεγαλώνει, με λίγη προσοχή ίσως καταφέρει κάποια καίρια διάτρηση.

Ο Τομέο στήνει μία παρτίδα εγκεφαλικής στρατηγικής και συναισθηματικής περιφρούρησης. Η θέση εργασίας γρήγορα μετατρέπεται σε απλή επίφαση, η συνέχεια της αναμέτρησης επαφίεται αποκλειστικά στον εγωισμό των συνομιλητών. Οι απαντήσεις του Χουάν, στην αρχή προσαρμοσμένες στα πιθανά θέλω του εργοδότη, εξελίσσονται σε εκμυστηρεύσεις, που στοχεύουν τα βιώματα του Προσωπάρχη, και σταδιακά εξοπλίζονται με ερωτηματικά φινάλε, που επιχειρούν να βάλουν τον αντίπαλο σε διάθεση εξομολογητική και να τον κατεβάσουν από το θρόνο του. Ο Κρούγκερ, σαν εραστής δελεάζεται από την ταύτιση στο παρελθόν που μεσολάβησε μέχρι τη γνωριμία των δύο, καίγεται να μάθει τη συνέχεια της ιστορίας.

Η ικανότητα του συγγραφέα στη μετάβαση από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο - κάτι το οποίο πιστώνεται και η μεταφράστρια με τη σειρά της - υπηρετεί άψογα το πνεύμα του κειμένου και αποτελεί τη βάση για τον στακάτο ρυθμό και την κλιμακούμενη ένταση. Ο θεατρικός χαρακτήρας της νουβέλας ενισχύει την αίσθηση μονομαχίας και επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τα διάσπαρτα παραβολικά στοιχεία και να νιώσει άβολα με τα τερτίπια των αντικατοπτρισμών.

Οικογενειακά μυστικά, σχέσεις αγάπης και εξάρτησης, παγκόσμιες νευρώσεις που μόνο οι Σκανδιναβοί ξέρουν να αποδίδουν με τόση ακρίβεια, κυριαρχούν στη νουβέλα του Καταλανού, Χαβιέρ Τομέο. Απρόσμενη και ευχάριστη έκπληξη από το φθινοπωρινό παζάρι βιβλίου, λίγο πριν τα ταμεία, στα δεξιά.  
 



Μετάφραση Βιβή Φωτοπούλου
Εκδόσεις Σέλας

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Το Λεωφορείο - Eugenia Almeida






Πάνε τρεις νύχτες που το λεωφορείο περνάει χωρίς ν' ανοίγει την πόρτα.

            Το χωριό ζει κάτω από έναν τσίγκινο ουρανό, γκρίζο και ελάχιστα κυματιστό. Η σκόνη σκεπάζει τις αυλόπορτες και η αναβροχιά κάνει τα σκυλιά νευρικά. Ο Ρουμπέν προβάλλει άκεφος στο παράθυρο του ξενοδοχείου και κοιτάζει τους ανθρώπους που διασχίζουν το δρόμο. Είναι οι Πόνσε, που μένουν απέναντι. Έρχονται ξανά με την κουνιάδα τους, μήπως και τα ξανακαταφέρει να πάει πίσω, στην πόλη.

Και μια μέρα το λεωφορείο περνά δίχως να κάνει στάση. Το μικρό χωριό, δυσπρόσιτο και χαμένο στην αχανή επαρχία της Αργεντινής, απομονώνεται εντελώς σε μια ιδιόμορφη καραντίνα. Τα νέα φτάνουν μόνο μέσω του ραδιοφώνου, η ζωή στο υπόλοιπο της χώρας μοιάζει να κυλά στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, στην πόλη, άπαντες ασχολούνται με το επερχόμενο ποδοσφαιρικό ντέρμπι. Ο μοναδικός αστυνόμος του χωριού δε δείχνει διατεθειμένος να συζητήσει όσα οι ανώτεροι του κοινοποιούν. Οι κάτοικοι, ως άλλοι μπουνιουελικοί χαρακτήρες, αντιδρούν ποικιλοτρόπως. Η περιέργεια των πολλών εξάπτεται, από τη δεύτερη κιόλας μέρα, φορούν τα καλά τους και στήνονται στη στάση για να δουν από κοντά το λεωφορείο να περνά, συζητήσεις και φήμες εξαπλώνονται, η λογική υποχωρεί στην επέλαση του φόβου. Ένα ζευγάρι, μοναδικοί πελάτες του ξενοδοχείου, εγκλωβίζεται στο χωριό. Επισκέπτες ενός μέρους δίχως το παραμικρό τουριστικό ενδιαφέρον, αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι. Ο δικηγόρος Πόνσε, εξέχων μέλος της τοπικής κοινωνίας, συνοδεύει μάταια καθημερινώς την αδερφή του μέχρι τη στάση και προσβάλλεται από τη συμπεριφορά του οδηγού, την οποία λαμβάνει ως ευθέως προσωπική. Μικρές ιστορίες καθημερινότητας, μια χούφτα ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας. Αργεντινή 1977. 

Η Αλμέιδα ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τις απομονώσεις, ατομικές ή συλλογικές, επιθυμητές ή επιβαλλόμενες, συνειδητές ή μη. Η απομόνωση της μικρής κοινωνίας, του γάμου, της οικογένειας, της αγάπης, της καριέρας, της πίστης, της ιδεολογίας, της εξουσίας, της εκμετάλλευσης, της προστασίας, του φόβου, του Εγώ και του Εμείς.

Η αφαίρεση του λεωφορείου από την εξίσωση, αφήνει αμετάβλητους τους βασικούς συντελεστές και δίνει τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμεί τον πλήρη έλεγχο να τον έχει. Ανάμεσα σε αυτούς και η συγγραφέας. Γιατί, εκτός από την καθημερινότητα του μικρού χωριού στη σκια ενός ειδεχθούς καθεστώτος, η νουβέλα, δια του ευρήματος που την καθορίζει, αναδεικνύει την ποιητική της δημιουργού, τον τρόπο με τον οποίο απομόνωσε τους ήρωες της. Παγώνει το χρόνο και περιχαράζει τον τόπο ώστε να μπορέσει να παρατηρήσει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις από κοντά, να επισκεφτεί το παρελθόν και να φέρει στο φως όλα εκείνα που διαμόρφωσαν το τώρα, να δειγματίσει τη διάδραση, να ενώσει τα νήματα και να διακρίνει τις αρχετυπικές μορφές και αντιδράσεις.


Η συγγραφέας, κόβει ένα απειροελάχιστο κομμάτι Ιστορίας, το μεγεθύνει και το παρατηρεί στη λεπτομέρειά του, το απομονώνει, όχι όμως για να το αποκρύψει αλλά για να το κατανοήσει πρωτίστως η ίδια, ακολούθως να το μοιραστεί. Γιατί, εχθρός της απομόνωσης είναι η κοινοποίηση.



Μετάφραση Τζίνα Σερέτη
Εκδόσεις opera