Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Ρίττερ, Ντένε, Φος @ Θέατρο Σφενδόνη

Είναι ιδιαίτερος ο κόσμος του Μπέρνχαρντ, είτε θα τον λατρέψεις είτε θα τον μισήσεις, μέση οδός δεν υπάρχει και είναι αυτό χαρακτηριστικό των μεγάλων και ο Μπέρνχαρντ είναι τέτοιος. Στο φουαγιέ πριν την έναρξη κοιτούσα τους υπόλοιπους θεατές, αναρωτιόμουν πόσοι απ' αυτούς άραγε είχαν πρότερη επαφή με τον Αυστριακό συγγραφέα. Έγραφα σε μια παλιότερη ανάρτηση σχετικά με το μυθιστόρημα Ο ανιψιός τουΒιτγκενστάιν : "Διστάζω να προτείνω σε κάποιον να διαβάσει Μπέρνχαρντ, όχι γιατί είναι δύσκολος, μακριά από μένα τέτοιοι χαρακτηρισμοί, αλλά γιατί είναι πολύ ιδιαίτερος."

Ύστερα από το τέλος της παράστασης δεν ήμουνα σε θέση να κάνω ρεπορτάζ δια των σχολίων των εξερχομένων από την αίθουσα, η παρουσία μου για σχεδόν τρεις ώρες στην έπαυλη των τριών αδελφών με είχε αποκάμει παρότι η παράσταση μου άρεσε. Περπάτησα ως το σπίτι, ο πονοκέφαλος οξύνθηκε, κοιμήθηκα νωρίς.
Διάβαζα νωρίτερα σχόλια θεατών σχετικά με την παράσταση, οι περισσότεροι δήλωναν γοητευμένοι από την παράσταση και τις ερμηνείες, κάποιοι λίγοι σχολίαζαν αρνητικά. Αναφερόντουσαν κυρίως στη διάρκεια της παράστασης και ειδικότερα του πρώτου μέρους, κάποιοι άλλοι τα έβαλαν με το κείμενο και τις πολλές του επαναλήψεις, ίδιον του Αυστριακού συγγραφέα.
Η αλήθεια είναι πως περίμενα μεγαλύτερη διάσταση απόψεων, ίσως όμως να ισχύει αυτό που μου είπε ο Γ. , ότι δηλαδή δύσκολα κάποιος γράφει ένα σχόλιο αρνητικό.

Η αναμέτρηση με το κείμενο του Μπερνχαρντ είναι μάχη άνιση γι' αυτόν που θέλει να μείνει εντός των αυστηρών ορίων που θέτει ο συγγραφέας και δεν επιλέγει την αυθαίρετη προσωπική διασκευή. Η μεγαλύτερη δυσκολία, πιστεύω, έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας αναμιγνύει την πρωτοπορία σε καταστάσεις κλασικές. Οι ήρωες και τα σκηνικά είναι συγγενικά με το παρελθόν, δομές κλασικές στη λογοτεχνία και στο θέατρο, οικογενειακό δράμα που θα μπορούσε να είναι Ίψεν ή Στρίντμπεργκ και να μπορεί θαυμάσια να αποδοθεί μέσα από κλασικές θεατρικές φόρμες. Όμως η γραφή του Μπέρνχαρντ με τις επαναλήψεις, τις εμμονές, το αναγκαίο πίσω βήμα μετατρέπει σε πρόκληση τη μεταφορά του στη σκηνή. Οι τρεις πρωταγωνιστές οι οποίοι υπογράφουν και τη σκηνοθεσία φαίνεται πως πήραν την απόφαση να προσεγγίσουν το κείμενο με βάση την κλασική τους παιδεία. Πιστεύω πως ήταν έξυπνη και λειτουργική αυτή η επιλογή αφού με αυτό τον τρόπο το κείμενο έμεινε ανενόχλητο να υπηρετεί τους σκοπούς του συγγραφέα.

Ο Λούντβιχ ετοιμάζεται να επιστρέψει σπίτι από το ψυχιατρείο, εκεί βρίσκονται οι δυο του αδερφές. Η επιστροφή του θα δημιουργήσει εντάσεις ανάμεσα στα τρία αδέρφια που παρά το πέρας τριάντα χρόνων από το χαμό των γονέων, απέχουν ακόμα από τον πλήρη απογαλακτισμό.

Στο πρώτο μέρος παρούσες είναι οι δυο αδερφές, η μία ετοιμάζει το τραπέζι ενώ η άλλη, αδιάφορη, καπνίζει. Ήδη από την πρώτη αυτή σκηνή ο θεατής αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με τον κόσμο του Μπέρνχαρντ, οι εμμονές και οι επαναλήψεις στο λόγο (κατά την προετοιμασία του δείπνου), είναι αναφαίρετο μέρος του σύμπαντος του δημιουργού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν με ενόχλησε η χρονική της διάρκεια καθώς πιστεύω πως ήταν απαραίτητη ως εισαγωγή, ακόμα και του πιο αμύητου θεατή, στο κλίμα του έργου.

Το σκηνικό με τη σκηνή στη μέση και τις θέσεις των θεατών αριστερά και δεξιά λειτούργησε. Οι ιστοί που κύκλωναν το δωμάτιο στο οποίο λαμβάνει χώρα η δράση ενισχύουν το μοτίβο της οικογενειακής απομόνωσης ενώ η βαρυφορτωμένη σκηνή αποτυπώνει σε ικανοποιητικό βαθμό το εσωτερικό του σπιτιού στο οποίο επιλέγει ο συγγραφέας να τοποθετήσει τους ήρωές του. Οι φωτισμοί καλοδουλεμένοι.

Γενικά πρόκειται για μια παράσταση βασισμένη σε ένα κείμενο πρωτοπορίας δοσμένη με ένα κλασικό τρόπο κάτι το οποίο όπως προείπα λειτουργεί. Οι ερμηνείες υψηλού επιπέδου αν και έχω κάποιες ενστάσεις. Η μεγάλη διάρκεια δεν με ενόχλησε καθόλου.

Η επαφή, έστω και με μεσάζοντες, με το έργο του Μπέρνχαρντ ήταν ιδιαίτερη για μια ακόμη φορά. Στοιχεία κοινά στο έργο του επαναλαμβάνονται και σε αυτό. Τα οικογενειακά δεσμά, το μίσος για την Αυστρία, ο προβληματισμός για τις τέχνες, η γεωμετρία, η φιλοσοφία, τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, η κατασκευή μιας οικίας όπως η νορβηγική καλύβα και κυρίως η έχθρα προς τη στασιμότητα " τριάντα χρόνια και τίποτα δεν έχει αλλάξει σε αυτό το σπίτι".

Θα είχα την περιέργεια να δω κάποια στιγμή μια πιο πειραματική προσέγγιση στο έργο του Αυστριακού συγγραφέα.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Ένας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου - Κατσούο Ισιγκούρο




Και αν το Μη με αφήσεις ποτέ, ήταν ένα μυθιστόρημα του οποίου η δράση λάμβανε μεν χώρα στην Αγγλία αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απάτριδο, το συγκεκριμένο βιβλίο του Ισιγκούρο είναι ιαπωνικό ως την τελευταία σελίδα.

Ο Ισιγκούρο (όπως άλλωστε προδίδει το επίθετό του) γεννήθηκε στην Ιαπωνία αλλά από μικρή ηλικία βρέθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Η αγγλική είναι η γλώσσα στην οποία γράφει. Δεν είναι άλλωστε ο μόνος, κάτι αντίστοιχο έκανε ο Ναμπόκοφ, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα δίγλωσσου συγγραφέα. Αλλά και στις μέρες μας ο Κούντερα, η Χέρτα Μύλλερ αλλά και άλλοι.

Το ιαπωνικό κλίμα που επικρατεί στις σελίδες του βιβλίου είναι το πρώτο χαρακτηριστικό με το οποίο έρχεται σε επαφή ο αναγνώστης. Μου θύμισε έντονα το στυλ γραφής του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα Καβαμπάτα και ειδικότερα το μυθιστόρημά του Λίμνη. Είναι αυτή η εσωτερικότητα που χαρακτηρίζει τη τέχνη στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.

Ο Μασούζι Όνο, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας ηλικιωμένος πρώην ζωγράφος. Βρισκόμαστε μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου με τις καταστροφικές συνέπειες για την άλλοτε ισχυρή αυτοκρατορία. Ένας κόσμος ρευστός, οι ήρωες του χτες είναι οι προδότες του σήμερα. Η πραγματικότητα μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς σε ολές της τις εκφάνσεις. Οι σαμουράι δίνουν τη θέση τους στον Ποπάυ, η ιαπωνική αρχιτεκτονική στη δυτική, η κόκα κόλα είναι παρούσα. Ο Μασούζι Όνο έχει δύο κόρες, η μία παντρεύτηκε πριν την κατάρευση του μετώπου, η άλλη είναι ανύπαντρη και κινδυνεύει να μείνει γεροντοκόρη. Το προξενιό της εποχής διέπεται από κανόνες αυστηρούς και τρομαχτικά απρόσωπους. Ο πατέρας θα αναγκαστεί να απολογηθεί και να απαρνηθεί το παρελθόν του για να μη σταθεί εμπόδιο στην "ευτυχία" της κόρης του.

Το επίθετο "ρευστός" στον τίτλο είναι επιτυχημένο και αντιπροσωπευτικό. Δεν είναι μόνο η πραγματικότητα που είναι ρευστή, η σπασμωδική μετάβαση της ιαπωνικής κοινωνίας. Είναι και οι σχέσεις ρευστές, δεν υπάρχουν πια βεβαιότητες μήτε απαντήσεις, τα ερωτήματα που τίθενται στο ίδιο το μυθιστόρημα μένουν αναπάντητα θαρρείς, ρευστά και ανοιχτά σε ερμηνείες, δίνοντας στο κείμενο διαστάσεις φιλοσοφικές, καθιστώντας σχεδόν επιβεβλημένη μια δεύτερη ανάγνωση με βάση της τη στρατευμένη τέχνη.

Μου συμβαίνει επίσης συχνά να κάνω εικόνα αρκετά ιαπωνικά μυθιστορήματα έχοντας ως οδηγό την τεράστια ταινία Τόκιο Στόρυ του Ιάπωνα σκηνοθέτη Όζου, την οποία και σας προτρέπω να δείτε όσοι δεν την έχετε δει.

Πολύ ιντριγκαδόρικο το Ν.Κ. του μεταφραστή, γιατί άραγε επέλεξε να μην φανερωθεί;

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Ανταρκτική - Άντζελα Δημητρακάκη





Το βιβλίο αυτό της άγνωστης, μέχρι πρότινος, σε μένα συγγραφέως, αποτέλεσε την αφορμή για μια ανάρτηση σχετική με την ελληνική λογοτεχνία που ακόμα στριφογυρίζει στο μυαλό μου πριν πάρει το δρόμο της για το πληκτρολόγιο.

Η Τ. μου μίλησε μια μέρα με ενθουσιασμό για την Αντιθάλασσα τής ίδιας, έψαξε στη βιβλιοθήκη της για να μου το δανείσει αλλά η απόπειρα δε στέφθηκε από επιτυχία. "Δεν πειράζει", της είπα και το σημείωσα για να το ψάξω κάποια στιγμή στο μέλλον. Λίγες μέρες μετά βρέθηκα στο παζάρι της πλατείας Κλαυθμώνος. Ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα βιβλία βρήκα και την Αντιθάλασσα, χάρηκα. Λίγο πιο δίπλα η Ανταρκτική, το πρώτο μυθιστόρημα της Δημητρακάκη. Δεν υπήρξε καν δίλλημα, αγόρασα και τα δύο με ξεκάθαρη την πρόθεση να πιάσω την πορεία της από την αρχή.

Η Βέρα γυρίζει πίσω στην Ελλάδα μετά από μια μακρά περιπλάνηση στον κόσμο, άφραγκη βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της Στέφης που μοιάζει με κέντρο διερχομένων. Η παρέα εμπλουτίζεται, οι δίδυμες αδερφές της αναζητούνται και η ζωή προχωρά αργά.

Πρόζα θλιμμένη, ρυθμός καταιγιστικός, πνοή καθάρια,προσωπική. Μια κραυγή βγάζει η Βέρα, μια κραυγή μιας γενιάς χωρίς εμφύλιο, χωρίς Πολυτεχνείο, μιας γενιάς φαινομενικά βολεμένης που όλο και πιο σπάνια υψώνει τη φωνή της και απομένει στα σκοτεινά της ιστορίας. Μπορεί η Βέρα να μην επικαλείται μήτε την ιστορία μήτε την πολιτική αλλά τα αποτελέσματα στο μικρόκοσμο της ηρωίδας είναι εμφανή.

Το τελευταίο διάστημα έχω πολλάκις επαναλάβει την εκτίμηση μου στο Χρήστο Βακαλόπουλο, αν κάποιος από εσάς συμμερίζεται αυτό το συναίσθημα τότε πιστεύω πως θα απολαύσει την Ανταρκτική. Επίσης η Βέρα με τη Στέφη θυμίζουν αρκετά την Τιτή και τη Ρένα, τις ηρωίδες της Φάρσας της Έρσης Σωτηροπούλου.

Δε θα αργήσει η στιγμή που θα διαβάσω την Αντιθάλασσα, απλά επιθυμώ να μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο βιβλία του ίδιου συγγραφέα.

Η Άντζελα Δημητρακάκη γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1968. Ζει στην Αγγλία και διδάσκει σύγχρονη τέχνη και θεωρία στο πανεπιστήμιο του Southampton.

Εκδόσεις Οξύ.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ο Ιβάν και τα σκυλιά @ Θέατρο Αμιράλ

«Και έτσι λοιπόν τα χρήματα τέλειωσαν και δεν υπήρχε τρόπος να αγοράσει κανείς φαγητό... Οι μανάδες και οι πατεράδες προσπάθησαν να βρουν πράγματα που μπορούσαν να ξεφορτωθούν, πράγματα που έτρωγαν, που έπιναν ή πράγματα που χρειάζονταν ζεστασιά... Πρώτα έφυγαν τα σκυλιά».



Ο μικρός Ιβάν το σκάει από το σπίτι του, περιπλανιέται μόνος στους δρόμους της Μόσχας με μόνη του συντροφιά μια αγέλη σκύλων. Αυτή είναι η υπόθεση στο μονόλογο της Χάτι Νέιλορ. Το κείμενο είναι παιδικό, τόσο στην απλότητα όσο και στις αντιδράσεις. Παιδικό και όχι παιδιάστικο. Τόσο ο Οικονόμου στη σκηνοθετική προσέγγιση όσο και ο Σερβετάλης στο ρόλο του Ιβάν σέβονται αυτό το χαρακτηριστικό και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Αποφεύγουν να καταφύγουν στην εύκολη λύση του συναισθηματικού εκβιασμού, κάτι το οποίο (άδικα τελικά) φοβόμουν έχοντας διαβάσει την υπόθεση του έργου. Επενδύουν στην παιδική ματιά, απλή μα δεικτική, που αποτέλεσε την πρώτη ύλη στην έμπνευση της συγγραφέως. Ένα παιδί βιώνει, δεν αναλύει.

Ο Σερβετάλης είναι ένας από τους ηθοποιούς εκείνους που αν και αναμετρήθηκαν με το τηλεοπτικό θηρίο, κατόρθωσαν να βγουν νικητές. Μετά την επιτυχία του ως μοϊκανός - Λάζαρος, αποτραβήχτηκε για να επιστρέψει υπό άλλες συνθήκες, πιθανώς λιγότερο κερδοφόρες, αλλά τέτοιες οι οποίες του επιτρέπουν να δείξει το ιδιαίτερο ταλέντο του ως ηθοποιός τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.

Το κρεβάτι με τα ροδάκια ως σκηνικό αποδείχτηκε εξόχως λειτουργικό. Αυτή θα έπρεπε να είναι άλλωστε η βασική ιδιότητα των σκηνικών σε κάθε παράσταση και όχι ο στείρος εντυπωσιασμός. Σκεφτόμουν γυρίζοντας στο σπίτι μετά την παράσταση πως τελικά η ανάγκη για εντυπωσιασμό γεννάται, τις περισσότερες φορές, από την αδυναμία του κειμένου ή από τη λάθος "ανάγνωση" αυτού.

υ.γ Ο Ιβάν μας μίλησε για τη ζωή του στους δρόμους της Μόσχας. Και όμως δε χρειάζεται να πάμε μέχρι εκεί για να δούμε τη δυστυχία των ανέστιων, που κάθε μέρα όλο και πληθαίνουν στους δρόμους, περισσότεροι πια και από τα αδέσποτα.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Η στενή πύλη - Αντρέ Ζιντ






Όσα χρόνια και αν περάσουν, σκέφτομαι, ποτέ δε θα έχω διαβάσει όλα τα βιβλία εκείνα που θα ήθελα. Αν και ο Ζιντ είναι ένας από τους κλασικούς της λογοτεχνίας εντούτοις η Στενή πύλη αποτελεί την πρώτη μου επαφή με το έργο του.

" Άλλοι με όλα αυτά θα μπορούσαν να γράψουν ένα βιβλίο, την ιστορία όμως που θα σας διηγηθώ χρειάστηκε να εξαντλήσω τη δύναμη της ψυχής μου για να τη ζήσω και ζώντας την ανδρώθηκα."

Όταν ο Ζερόμ ερωτεύτηκε την Αλίσα ήταν μόλις δέκα ετών, εκείνη λίγο μεγαλύτερη. Η δέσμευσή τους παρά την ηλικιακή της αφέλεια ήταν μια ειλικρινής δέσμευση. Η σχέση τους πλατωνική, όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο καθώς μεγαλώνουν, η επιθυμία για τελειότητα τους κρατά σε απόσταση. Εκείνος θα δοκιμάσει διάφορες τακτικές, δε φοβάται την αναμονή παρά τις κατά καιρούς αμφιβολίες. Εκείνη έλκεται από την ιδέα της αγνότητος, εντός της μένεται η μάχη ανάμεσα σε Εκείνον και στον Ζερόμ.

Αν και γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με αφηγητή της ιστορίας τον Ζερόμ, η παράθεση από τον συγγραφέα αποσπασμάτων τόσο από τις επιστολές όσο και από το ημερολόγιο της Αλίσας προσδίδει μια ισορροπία στο κείμενο, αφαιρώντας αρκετή από την αντιπάθεια την οποία θα ένιωθε ο αναγνώστης για εκείνη σε περίπτωση που ο Ζερόμ μονοπωλούσε την αφήγηση.

Ο τρόπος γραφής σε συνδυασμό με την ιστορία δίνουν μια αθωότητα στο μυθιστόρημα (ή μεγάλη νουβέλα αν προτιμάτε). Η παιδική ματιά σε ιδανικά "υψηλά", τα οποία σήμερα σε μερικούς φαίνονται χαζά, και η δέσμευση, παρά το πέρας των χρόνων, σε αυτά μου προκάλεσαν μια αισιοδοξία κατά την ανάγνωση παρά τη λυπητερή ιστορία. Επιστροφή στην απλότητα που τόσο έχουμε, νομίζω, ανάγκη.

Το γεγονός πως ο Ζερόμ και η Αλίσα είναι πρώτα ξαδέρφια, κάτι το οποίο είναι αποδεκτό κατά την περίοδο εκείνη, δίνει και μια φροϋδική διάσταση στην ιστορία, γιατί πίσω από τον παιδικό έρωτα, υπάρχει (ή τουλάχιστον υπήρξε για μένα) μια δεύτερη ανάγνωση, με τα οικογενειακά πρότυπα να σκιάζουν την αθωότητα των δυο παιδιών. Επίσης ο Ζιντ χωρίς να παίρνει ξεκάθαρει θέση θίγει το ζήτημα της θρησκείας και της επιρροής της στους ανθρώπους.

Κάτι που με ενόχλησε ήταν η μεταφορά στα ελληνικά του ονόματος της ηρωίδος ως Άλισα κάτι το οποίο κατά την ανάγνωση χτύπαγε άσχημα τόσο στο μάτι μου όσο και στις αναγνωστικές αναπνοές. Για το λόγο αυτό πήρα την πρωτοβουλία και στην ανάρτηση αυτή αναφέρομαι σε εκείνη ως Αλίσα.

Η ανάγνωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος βοηθάει στη ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην ιστορία αγάπης και στην ερωτική ιστορία.
Είναι όμορφη αυτή η επιστροφή στις ρίζες της σύγχρονης λογοτεχνίας, ενίοτε δε και αναγκαία.

Μετάφραση Ανδρέας Κατσαμακίδης.
Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Σελιδοδείκτες και ανάγνωση

Στα πρώτα μου μετεφηβικά αναγνώσματα οι σελιδοδείκτες ήταν κάτι απλώς αναγκαίο, η δίψα μου ήταν τόσο μεγάλη που με έκανε να αδιαφορώ. Δωρεάν σελιδοδείκτες που έβρισκα δίπλα ή μπροστά στην ταμειακή του βιβλιοπωλείου, διαφήμιζαν βιβλία που ποτέ δε διάβασα. Ξέμεναν σε κάποιο βιβλίο και έτσι κάπως η χρηστική τους ζωή λάμβανε τέλος.

Ύστερα, όταν πια αισθητικά δε με κάλυπταν, τη θέση τους πήραν οι σελιδοδείκτες της Πρωτοπορίας με τα αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων. Έτσι έμαθα πως σύμφωνα με τον Όσκαρ Γουάιλντ " η μόδα είναι μια μορφή ασχήμιας τόσο ανυπόφορη που πρέπει να την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες" και συμφώνησα μαζί του.

Κατά καιρούς μου έκαναν δώρο διάφορους σελιδοδείκτες. Έτσι δοκίμασα και το μεταλλικό ο οποίος ξέμεινε στις σελίδες της βιβλιογραφίας ενός βιβλίου φιλοσοφίας, στις οποίες είχα υποσχεθεί να επιστρέψω κάποτε. Θυμάμαι εκείνο το δώρο για τη γιορτή μου που παρέα με το βιβλίο είχε και ένα σελιδοδείκτη, "έτοιμο για ανάγνωση" μου είπε εκείνη χαμογελώντας.

Τα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια οι σελιδοδείκτες έγιναν για μένα ένα σημαντικό μέρος της ανάμνησης της ανάγνωσης ενός βιβλίου. Αποκόμματα από εισιτήρια, φυλλάδια παραστάσεων, οδοντογλυφίδες, ένα post it, μια απόδειξη, ένα μπιλιέτο. Εκείνα που άλλοι μαζεύουν σε ένα κουτί εγώ τα έχω φυλαγμένα στη βιβλιοθήκη. Πολλά απ' αυτά συντρόφευσαν παραπάνω από μία αναγνώσεις μέχρι τη στιγμή που ένιωθα πως βρήκαν τη θέση τους ανάμεσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου.

Δεν έτυχε να αγοράσω σελιδοδείκτη ως σήμερα, η χρήση ενός αντικειμένου μπορεί να ανακυκλωθεί ώστε ποτέ να μην αναγκαστώ να τσακίσω τη σελίδα ενός βιβλίου ή να τραβήξω το "αυτί" του. Καταλαβαίνω όμως και εκείνους που έχουν φετίχ με τους σελιδοδείκτες αρκεί να μην είναι δύσχρηστοι και "φωνακλάδες"...

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Ο χειμώνας στη Λισσαβώνα - Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα





"Είχαν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από την τελευταία φορά που είδα τον Σαντιάγο Μπιράλμπο, κι όμως όταν τον ξανασυνάντησα, μεσάνυχτα, στο μπαρ του Μετροπολιτάνο, χαιρετηθήκαμε χωρίς έμφαση, σα να πίναμε μαζί την προηγούμενη νύχτα, όχι στη Μαδρίτη, αλλά στο Σαν Σεμπαστιάν, στο μπαρ του Φλόρο Μπλουμ, όπου κάποτε έπαιζε για καιρό."

Εκείνος μουσικός, εμφανίζεται στο Λέιντυ Μπέρντ, γνωρίζονται. Ύστερα εκείνη αναγκάζεται να φύγει με τον μικροαπατεώνα σύντροφό της για το Βερολίνο, για μια μπάζα καλή. Εκεί η δουλειά στραβώνει. Επικοινωνούν με γράμματα ώσπου κάποια στιγμή το τελευταίο γράμμα επιστρέφεται λόγω αδυναμίας εντοπισμού του παραλήπτη. Στο τελευταίο γράμμα της υπάρχει ένας χάρτης της Λισσαβώνας και ένα όνομα, Μπούρμα.

Μια νουάρ ιστορία, όπως οι περισσότερες λογοτεχνικές ιστορίες αγάπης, υπό τους ήχους της τζαζ. Ένα τοπίο θολό από τα τσιγάρα και το αλκοόλ, φώτα χαμηλά, ανύπαρκτα. Αναφορές στο νουάρ ασπρόμαυρο κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στη τζαζ. Το Σαν Σεμπαστιάν είναι ίσως η πιο σκοτεινή πόλη της Ισπανίας έχοντας ταυτόχρονα μια λάμψη κοσμοπολίτικη, τα πολλά φώτα όμως κάνουν παχιά σκιά. Η Αγάπη στο βούρκο του υπόκοσμου, της παρανομίας. Η Λισσαβώνα με τη θέα στον ωκεανό, εκεί που όλα φαντάζουν δυνατά.

Είναι από τα μυθιστορήματα εκείνα που σε στοιχειώνουν. Το ερώτημα μου άρεσε δε μου άρεσε μπαίνει στην άκρη παρέα με τις όποιες ενστάσεις σχετικά με την τεχνική, το μυαλό παραμερίζει αφήνοντας χώρο στο συναίσθημα. Οι μακρόσυρτες μελωδίες, οι καταραμένοι, τα βρώμικα ξενοδοχεία, η απώλεια. Δε μπόρεσα να βγάλω από το μυαλό μου την ταινία Leaving Las Vegas, κυρίως λόγω του soundtrack.


Μετάφραση Γιώργος Γιαννουλόπουλος.
Εκδόσεις Σέλας.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου - Patricia Highsmith





" Καθόμουνα στην κουζίνα και διάβαζα ένα μυθιστόρημα, μια μυθιστορηματάρα της Πατρίσια Χάισμιθ, τα Δυό πρόσωπα του Γενάρη." Δεν χρειάζεται να επισημάνω πως το βιβλίο μπαίνει στα προσεχώς...

Με το παραπάνω υστερόγραφο τελείωνα την ανάρτηση την σχετική με το μυθιστόρημα Υπόθεση μπεστ-σέλλερ του Χρήστου Βακαλόπουλου πριν από κάποιες μέρες. Με το συγκεκριμένο υστερόγραφο θέλησα να κάνω ορατό το νήμα που με οδήγησε από εκείνο το βιβλίο σε ετούτο, και σκέφτομαι πως θα συνεχίσω να το κάνω κάθε φορά που το νήμα θα είναι ευδιάκριτο, γιατί, όπως πολλάκις έχω γράψει σε τούτο εδώ το ιστολόγιο, είναι πολύ σημαντικός, για μένα ως αναγνώστη, ο ιστός αυτός που υφαίνεται με τα χρόνια.

Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Χάισμιθ που διαβάζω. Τη γνώριζα ως συγγραφέα του Ταλαντούχου κύριου Ρίπλευ, η μεταφορά του οποίου στη μεγάλη οθόνη είχε ως αποτέλεσμα μια όμορφη και αρκετά υποβλητική ταινία.

Καιρό είχα να διαβάσω αστυνομική λογοτεχνία. Μπορεί να μην είναι το αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος αλλά παρόλα αυτά δεν συμμερίζομαι την κρατούσα άποψη πως πρόκειται για κάτι το υποδεέστερο. Το απόλαυσα τόσο που και το επόμενο μυθιστόρημα ήταν κατά κάποιο τρόπο αστυνομικό, αλλά περισσότερα σε επόμενη ανάρτηση.

Ο Τσέστερ ΜακΦάρλαντ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φυλάκισης στις Ηνωμένες Πολιτείες για οικονομικές απάτες. Καταφεύγει με τη γυναίκα του, την όμορφη και νεαρή Κολέτ, στην Ευρώπη για κάποιο καιρό μέχρι το όλο ζήτημα να ξεχαστεί και να μπορεί άφοβα να επιστρέψει πίσω. Τελευταίος σταθμός του ταξιδιού τους η Ελλάδα. Εκεί, με την ελληνική αστυνομία στα ίχνη του μετά από διεθνές ένταλμα εναντίον του, σκοτώνει έναν αστυνομικό επιθεωρητή στον έκτο όροφο του Κινγκ'ς Πάλας. Στην Αθήνα, την ίδια περίοδο βρίσκεται και ένας νεαρός Αμερικανός, ο Ράυνταλ Κήνερ, εκμεταλευόμενος κάποια χρήματα που του έδωσε η γιαγιά του. Ο Ράυνταλ θα προσφερθεί να βοηθήσει το ζευγάρι και από εκείνη τη στιγμή θα σχηματιστεί ένα τρίο, στο οποίο η αλληλοεξάρτηση επικρατεί σε μια προσπάθεια για διαφυγή προς την ελευθερία που όμως όλο και θα περιπλέκεται.

Είναι ωραίο το συναίσθημα να μη μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου γιατί θες να μάθεις τι θα γίνει μετά, είναι αρκετά ειλικρινές και από τη μεριά της συγγραφέως που δεν κρύβει την επιθυμία της για αυτό. Ο τρόπος γραφής της Τεξανής δημιουργού είναι ιδιαίτερος αλλά και κλασικός, γιατί ναι μεν ακολουθεί τους "κανόνες" του καλού αστυνομικού μυθιστορήματος αλλά ταυτόχρονα οι χαρακτήρες και η ψυχική τους ανατομία έχουν κάτι το ιδιαίτερα προσωπικό.

Έχοντας χρησιμοποιήσει αρκετές φορές ήδη το επίθετο αστυνομικός, σκέφτομαι μήπως δεν είναι απόλυτα σωστο καθώς στριφογυρίζει εμπρός μου ο χαρακτηρισμός νουάρ. Μάλλον νιώθω την ανάγκη να το επισημάνω λόγω της μόδας των τελευταίων χρόνων, που έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστεί αρκετά η κατηγορία του αστυνομικού μυθιστορήματος αφού σε αυτή φαίνεται να χωράνε μόνον όσα δίνουν έμφαση στη λύση του μυστηρίου. Δεν επιμένω άλλο και συμφιλιώνομαι με το χαρακτηρισμό του ως σκοτεινού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Ενδιαφέρον έχει επίσης ο τρόπος που η συγγραφέας αποτυπώνει την Ελλάδα του '60. Διαβάζοντας το βιβλίο μένεις με την σιγουριά πως η Χάισμιθ πέρασε κάποιο καιρό στην Ελλάδα, ίσως και να έγραψε το μυθιστόρημα της στα μέρη μας.

Το στόρι μου έφερε στο νου μια κλασική ταινία, το Μαχαίρι στο νερο του Πολάνσκι.

Μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης.
Εκδόσεις Άγρα.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Burgundy Grapes @ Six dogs




Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη μουσική επένδυση για μια μέρα καταιγίδας. Γύρισα σπίτι αργά το μεσημέρι με το πρώτο ψιλόβροχο, ένιωσα προνομιούχος που μπορούσα να απολαμβάνω τις αστραπές από την ασφάλεια της εστίας. Ο ήχος της δυνατής βροχής και ένας ζεστός καφές, ύστερα η νωχέλεια εκείνη που σε καταλαμβάνει και δε θες τίποτα να κάνεις παρά μόνο να μείνεις εκεί, στη στεγνή ασφάλεια. Ευτυχώς όμως πειθάρχησα. Από τον περασμένο Νοέμβρη όταν και τυχαία τους ανακάλυψα στο διαδίκτυο λαχταρούσα να τους δω ζωντανά. Όταν βγήκα από το σπίτι ψιχάλιζε, δεν υπήρχε άνθρωπος στο δρόμο, βράδυ μιας δύσκολης Δευτέρας.

Είχα ακούσει τόσες φορές στο youtube το τραγούδι τους On the train to Berlin με τη φωτογραφία των δύο βασικών μελών της μπάντας, που μόλις μπήκα, λίγο αργοπορημένος, ένιωσα τόσο οικεία, σαν να τους ήξερα από πάντα. Τελικά ο καιρός ήταν ο καλύτερος λόγος για να δει κανείς τους Burgundy Grapes ζωντανά. Ενώ ο χώρος ήταν υπέροχος, με τις καρέκλες και το χαμηλό φωτισμό, σκεφτόμουν πόσο όμορφα θα ήταν αν η συναυλία γινόταν σε ένα μέρος με τζαμαρία ώστε η μουσική να έρθει και να δέσει με την υγρή εικόνα.

Μουσική ορχηστρική, χωρίς εξάρσεις, με επαναλήψεις και βήματα, μια μελωδία βασική ή και δύο, απλότητα με έμπνευση και σιγουριά λόγω της γνώσης ή και της άγνοιας. Συνηθίζεται η αναφορά στις εικόνες που γεννιούνται μέσα από τη μουσική, ειδικά την ορχηστρική, θα συμφωνήσω αλλά θα συμπληρώσω και τις λέξεις, γιατί στο πρώτο μέρος ένιωθα σαν κάποιος να σιγομουρμουρίζει στίχους.
Λέω πρώτο μέρος γιατί υπήρξε και δεύτερο, με έκπληξη. Καλεσμένη του συγκροτήματος η Γαλλίδα, Melanie Foulon, με την ιδιαίτερη φωνή που τόσο αρμονικά έδεσε με τη μουσική (εδώ μπορείτε να πάρετε μια ιδέα από τη συνεργασία τους από το support στους The walkabouts). Και αν στο πρώτο μέρος παρουσίασαν κομμάτια δικά τους από τους δύο δίσκους που έχουν ως τώρα κυκλοφορήσει, στο δεύτερο έπαιξαν διασκευές. Η αλήθεια είναι πως εκτός από το The fat lady of Limbourg του Brian Eno και το Hallelujah του Leonard Cohen τα υπόλοιπα αν και μου ηχούσαν οικεία εντούτοις δε μπόρεσα να τα ταυτοποιήσω.

Ποιες είναι άραγε οι λέξεις εκείνες που λείπουν ή περισσεύουν από την ανάρτηση αυτή για να μπορέσει να ηχήσει όπως η μουσική των Burgundy Grapes ;

Εδώ το myspace του συγκροτήματος και εδώ το επίσημο site.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Ο θάνατος του Αντονέλο @ Θέατρο BETON7




Και αν είναι ο χώρος μικρός, στιγμή μη διστάσεις.


Σκέφτομαι πόσο σημαντικό βοήθημα θα πρέπει να είναι στα χέρια μιας ομάδας, που δε φείδεται κόπου, ένα τόσο υπέροχο κείμενο όπως αυτό που υπογράφει η Βιβή Πηνιώτη. Το κείμενο είναι αυτό που σαν εικόνα στερεοσκοπική αποτελεί τη μαγιά για το τελικό αποτέλεσμα. Γιατί ο θεατρικός συγγραφέας αφού βάλει την τελευταία τελεία, με λαχτάρα περιμένει την πρεμιέρα, να δει τους χαρακτήρες που τόσες μέρες στοίχειωσαν τη φαντασία του, να παίρνουν πνοή. Καλά είναι και τα βραβεία, βοηθούν, αλλά πως να συγκριθούν με τη συγκίνηση της παράστασης;

Το Δεκέμβρη του 2010 το Θέατρο του Πανικού ανέβασε το Φάντο και Λις του Φερνάντο Αρραμπάλ. Το αποτέλεσμα υπέροχο. Μου έκανε εντύπωση η ιδιαίτερη σφραγίδα της ομάδας, το ολικό αποτέλεσμα, ο συνδυασμός των τεχνών, η μουσική, η ζωγραφική, το βίντεο, η φωτογραφία. Δουλειά προσεγμένη από την είσοδο στο φουαγιέ. Περίμενα με αγωνία την επόμενη δουλειά τους, ήθελα να δω αν επρόκειτο για πυροτέχνημα, φοβόμουν μήπως τα "είπαν" όλα με την πρώτη παράσταση, φαινόμενο αρκετά συχνό τόσο στο θέατρο όπως και στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Άξιζε η αναμονή. Είναι σημαντικό στοιχείο ο προσωπικός χαρακτήρας, αρκεί να μην σε εγκλωβίσει, αλλά, όπως συμβαίνει με την ομάδα Θέατρο του Πανικού, να αποτελέσει το έναυσμα για να κάνεις το επόμενο, σταθερό βήμα.

" Σκοπός μας δεν είναι ούτε η κουβέντα, ούτε η βόλτα, ούτε η παρέα. Βρισκόμαστε εδώ για να υπηρετούμε το δημιουργό και το έργο του, ετούτο τον εξαίσιο πίνακα, το μοναδικό έργο τέχνης, ετούτο το αριστούργημα. Πάψε πια να σκέφτεσαι και απόλαυσε ετούτο το προνόμιο! Εκπληρώνουμε στο απόλυτο το σκοπό της ύπαρξης μας. Χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε τίποτα! Οποία ευδαιμονία! Όλα έχουν ήδη γίνει από εκείνον. Και πόσο περίτεχνα! Μη βασανίζεις το μυαλό σου με ανόητα ερωτήματα. Μην επιθυμείς πράγματα που μόνο να σου στερήσουν μπορούν αυτά που ήδη σου έχουν χαριστεί γενναιόδωρα από εκείνον. αιωνιότητα...σταθερότητα...τάξη...τελειότητα..."







Δημιουργός και δημιούργημα. Ο Αντονέλο και η Σεσίλια είναι δυο μορφές ενός πίνακα. Πέντε αιώνες τους λούζει το φως. Πέντε αιώνες εκείνη του προσφέρει το ίδιο τσαμπί σταφύλια και εκείνος δεν της χαρίζει ούτε ένα βλέμμα. Πέντε αιώνες μετά εκείνη λαχταρά όσο ποτέ να ζήσει, να τρέξει στο βάθος του κάδρου, στα απέραντα λειβάδια, να δει τη θάλασσα. Δύο κόσμοι, ο πάνω ευθύς και απόλυτος, ο κάτω καμπύλος. Το παραδείσιο φίδι έρπει αργά αλλά σταθερά.

Η είσοδος των ηθοποιών μέσα από το κοινό με κατεύθυνση την κρυφή από την αυλαία σκηνή, ο αυτοσχεδιασμός στο κάτω επίπεδο, τα πρώτα λόγια και το λάιτ μοτίφ, δίνουν το χρόνο στο θεατή να χαλαρώσει και να αποσυνδεθεί, να παραδοθεί σε ένα θέαμα όπως το οραματίστηκαν η συγγραφέας και οι λοιποί συντελεστές. Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, ο φωτισμός, τα σκηνικά και η μουσική, υπηρετούν το σύνολο σιωπηλά δίχως να φωνάζουν και να επιδιώκουν την επίδειξη, αρμονική ισορροπία. Αποτέλεσμα που σε κάνει να φεύγεις πλήρης περπατώντας προς το πολύβουο Γκάζι σκεφτόμενος αν νιώθεις άνετα στο ρόλο του δημιουργήματος που υπηρετεί τυφλά το έργο του δημιουργού.

Η κρίση θα βοηθήσει να τονιστεί η ποιότητα, γιατί το σημαντικό δεν είναι ο αριθμός των θεατρικών σκηνών που αριθμεί η πρωτεύουσα αλλά το επίπεδο του αποτελέσματος. Άλλωστε οι θεατρικοί συντελεστές πάντα ζούσαν την κρίση, το μεράκι ήταν πάντα η κινητήριος δύναμη. Και για μια ομάδα, που όπως δηλώνεται στο μανιφέστο της, θέλει να λειτουργεί ως συλλογικότητα είναι σημαντικό να ακροάζεται την εποχή και να ορίζει το εισιτήριο σε τιμές χαμηλές παρά τη μικρή χωρητικότητα του χώρου.

Από τις 8 μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου στον ίδιο χώρο θα φιλοξενηθεί και έκθεση σπουδαστών της σχολής καλών τεχνών με τίτλο Ο θάνατος του δημιουργού.

Εδώ το λινκ για τη σελίδα της ομάδος, εδώ για το ιστολόγιο και εδώ το τρέιλερ της παράστασης.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Η ομολογία ενός δολοφόνου - Joseph Roth




Διέπει τη συγγραφή, όπως και τις άλλες τέχνες άλλωστε, ένα νήμα μέσα στο χρόνο. Ο δημιουργός πριν βρει τη δική του φωνή έχει περάσει συνήθως από μια περίοδο μαθητείας, σημάδια της οποίας εμφανίζονται μετέπειτα στο έργο του. Δεν είναι η πρωτοτυπία πανάκεια να κρύβει τις ατέλειες, μήτε το χαρακτηριστικό εκείνο το ποθητό όπως διάφοροι ,για τους δικούς τους λόγους, ισχυρίζονται σε κάθε ευκαιρία.
Όποιος έχει διαβάσει κλασική ρωσική λογοτεχνία δε θα δυσκολευτεί να κατανοήσει το γιατί ο Ροτ με την γερμανική παιδεία (αν και γεννημένος στη Σοβιετική Ένωση από Εβραίους γονείς) επιλέγει τη ρωσική αναφορά στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Σε ποια άλλη σχολή άραγε η ανατομία της ανθρώπινης ψυχής έφτασε πιο βαθιά, στην ανομολόγητη άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης; Ο Ντοστογιέφσκι ,ο Αντρέγιεφ και άλλοι Ρώσοι συγγραφείς έπιασαν το νήμα εκεί που το άφησαν οι Έλληνες δραματουργοί και κατέβηκαν βήμα το βήμα στα σκοτεινά μονοπάτια της ύπαρξης, για να ανοίξουν το δρόμο, όχι μόνο στους μετέπειτα δημιουργούς αλλά και στην επιστήμη της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής.

Πώς φτάνει στο σημείο της δολοφονίας ένας άνθρωπος; Ποιες είναι οι αιτίες, κρυμμένες συχνά στη σκιά, που οπλίζουν το χέρι; Αυτό είναι το θέμα το οποίο απασχολεί το συγγραφέα, ο οποίος μας μεταφέρει την ιστορία όπως την διηγήθηκε ο ίδιος ο κατά προσωπική ομολογία δολοφόνος Σεμιόν Γκολούμπτσικ κάποιο βράδυ σε ένα ρωσικό ταβερνείο στο Παρίσι. Ο συγγραφέας δεν επεμβαίνει, δε σχολιάζει, δεν κρίνει, αλλά αφήνει τον ήρωα να διηγηθεί την προσωπική του ιστορία.

Χρόνια μετά, έχει ενδιαφέρον να ακούσει κάποιος τον ένοχο, τον οποίο η προσωπική του καταδίκη βαραίνει περισσότερο από οποιαδήποτε αλλότρια ποινή. Συγκλονιστική η εξιστόρηση, γεμάτες ένταση οι παύσεις, λυτρωτικό το πρώτο φως του πρωινού. Η ιστορία ως ιστορία λειτουργεί υποστηρικτικά κατά την ανατομία, ως παραβολή για το Κακό, τις Ερινύες και την Κάθαρση.

Είναι το τρίτο έργο του συγγραφέα που διαβάζω, προηγήθηκαν Ο θρύλος του άγιου πότη και Η κρύπτη των Καπουτσίνων. Όμως, παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά σχεδόν όλα του τα έργα (κάτι στο οποίο συνέβαλε και το πέρας των πνευματικών δικαιωμάτων λόγω της συμπλήρωσης 70 χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα) ακόμα εμφανίζεται ως εξαντλημένο από τον εκδοτικό οίκο Η φυγή χωρίς τέλος, έργο το οποίο εδώ και καιρό, χωρίς επιτυχία, αναζητώ.

Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 στην Ανατολική Γαλικία. Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία στο Λέμπεργκ και στη Βιέννη. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία μεταναστεύει οριστικά στο Παρίσι όπου και πεθαίνει το 1939. Υπήρξε στενός φίλος του έτερου μεγάλου γερμανόφωνου συγγραφέα, Στέφαν Τσβάιχ.

Εκδόσεις Άγρα.
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Οι νέες εκδόσεις και η αύξηση της επισκεψιμότητος

Κατά καιρούς έχω λάβει διάφορες -καλοπροαίρετες- συμβουλές σχετικά με το blog. Σύμφωνα με μία από αυτές η επισκεψιμότητα θα αυξηθεί αν σαν αναγνώστης ακολουθήσω τις καινούριες εκδόσεις κατά πόδας, ελληνικές και μεταφρασμένες.

Η ίδια η συμβουλή φέρει την αναίρεσή της. Η λέξη κλειδί είναι η λέξη αναγνώστης. Όπως συχνά τονίζω, το ιστολόγιο αυτό δεν έχει ως στόχο μήτε την κριτική μήτε τον συγχρονισμό με την εκδοτική παραγωγή. Προφανώς και διαβάζω βιβλία που μόλις εκδόθηκαν αλλά αυτό συμβαίνει είτε γιατί αποτέλεσαν δώρο είτε γιατί κάποιος οίκος ή συγγραφέας είχε την ευγενή καλοσύνη να μου τα αποστείλει είτε γιατί κάποιο νήμα με οδήγησε εκεί.

Έχω επαναλάβει μέσα από διάφορες αναρτήσεις πως για μένα η σκόνη του χρόνου πάνω στην ράχη ενός βιβλίου είναι κάτι το συχνά απαραίτητο. Επισκέπτομαι συχνά βιβλιοπωλεία, δεν αγοράζω πάντα (αν και θα ήθελα), αλλά απολαμβάνω την βόλτα σε αυτά, πλησιάζω βιβλία, τα ξεφυλλίζω, στα κρυφά τα μυρίζω κιόλας, ανακαλύπτω ράφια που δεν είναι στο ύψος των ματιών μου, σκύβω, χρησιμοποιώ και τα διάφορα σκαλάκια με τα οποία πολλά βιβλιοπωλεία είναι εφοδιασμένα. Μέσα από αυτές τις βόλτες εξοικειώνομαι με τα βιβλία ενώ η λίστα με τα προσεχώς γιγαντώνεται.

Δεν είναι ο μόνος τρόπος εξοικείωσης ο παραπάνω. Νιώθω άνετα με ένα βιβλίο όταν κάποιος μου έχει μιλήσει γι' αυτό , με εκείνη την ζεστασιά στο βλέμμα που έχει ο γοητευμένος από την ανάγνωση. Το αναζητώ όταν αναφέρεται σε κάποιο άλλο το οποίο με κέρδισε για πάντα. Δεν υπάρχουν ημερομηνίες σε αυτό, ευτυχώς.

Καθυστερώντας για τους δικούς μου παράξενους λόγους να αποκτήσω ένα βιβλίο έχω βρεθεί συχνά στην δυσάρεστη θέση αυτό να εξαντληθεί και να μην επανεκδοθεί . Τότε αρχίζω να τριγυρνώ στα παλαιοπωλεία. Έχω τρία συγκεκριμμένα παραδείγματα, αλλά γι'αυτα θα παραπονεθώ σε άλλη ανάρτηση.

Ο συγχρονισμός με την εκδοτική παραγωγή είναι ίδιον του επαγγελματία κριτικού όχι του ερασιτέχνη αναγνώστη. Νιώθω άνετα στην δεύτερη κατηγορία, εκεί θέλω να μείνω θαρρώ. Πιστεύω ακράδαντα πως ο αναγνώστης αδιαφορεί για την εκάστοτε λογοτεχνική μόδα και την αντιμετωπίζει με κάποια σχετική επιφύλαξη, κάτι το οποίο είναι σαφέστατα διαφορετικό από την αναμονή για το επόμενο έργο κάποιου αγαπημένου συγγραφέα.

Τα νήματα είναι η λέξη κλειδί στο ταξίδι του καθενός στην τέχνη, τα νήματα που υφαίνεις μόνος σου κυρίως και που σε οδηγούν αρμονικά στο επόμενο λιμάνι δημιουργίας για να ξαποστάσεις λίγο, να ονειρευτείς, να βρεθείς σε μέρη μακρινά μένοντας ξαπλωμένος νωχελικά στον καναπέ αργά το απόγευμα.

Χαίρομαι επειδή σιγά σιγά το ιστολόγιο βρίσκει ακόλουθους που γουστάρουν αυτά τα μπρος πίσω στον εκδοτικό χρόνο, που με παρακινούν προς άλλες κατευθύνσεις. Συγκινούμαι όταν βλέπω ονόματα συγγραφέων και βιβλίων στις μηχανές αναζήτησης που οδήγησαν σε κάποια ανάρτηση, δεν είμαστε λίγοι, δεν είμαστε ελιτιστές, είμαστε ερασιτέχνες εραστές της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα.

Το ιστολόγιο άρα, για να κλείσω κάπως, αποτελεί το ημερολόγιο της επαφής μου με διάφορες μορφές έκφρασης και κυρίως τη λογοτεχνία. Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα πως δεν με ενδιαφέρει η επισκεψιμότητα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως θα θυσιάσω τις συνήθειές μου για κάποια χιτς παραπάνω.

Μακάρι κάποτε να ένιωθα πως έχω διαβάσει τα πάντα που θα ήθελα να έχω διαβάσει, τότε αναγκαστικά και με χαρά (αν και κάποιο φόβο για το τέλος των βιβλίων) θα ακολουθούσα την εκδοτική παραγωγή κατά πόδας.

Η λογοτεχνία δεν είναι κάτι το εφήμερο.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων - Jean-Michel Guenassia




Συνήθως η ανάρτηση είναι, χρονικά, κοντά στο πέρας της ανάγνωσης, κάποιες φορές ακόμα και την ίδια μέρα αν και συνήθως προτιμώ να κοιμάμαι ένα βράδυ με το τελειωμένο βιβλίο αφημένο στο κομοδίνο. Το γύρισμα της τελευταίας σελίδας με άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα. Αποφάσισα να αφήσω κάποιες μέρες να περάσουν, να κατακάτσει η σκόνη και να καθαρίσει η εικόνα εντός μου. Λίγες μέρες μετά, αν και νιώθω έτοιμος να καταγράψω τις εντυπώσεις μου, εξακολουθώ να τραμπαλίζομαι.

Ο Μισέλ, σε πρώτο πρόσωπο, μας μιλά για τη δεκαετία του '60, όταν εκείνος διένυε τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του. Από τη μία η κατάσταση στην οικογένεια του με τους γονείς να έρχονται από διαφορετικούς κόσμους και οι επιπτώσεις στην ανατροφή του ίδιου και των αδελφών του, ο πόλεμος στην Αλγερία και η επιστροφή του Ντε Γκολ στην εξουσία, το όνειρο της οικονομικής ευμάρειας. Από την άλλη το Παρίσι που συγκεντρώνει ένα μεγάλο πλήθος από πολιτικούς πρόσφυγες από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και η σκακιστική λέσχη την οποία έχουν ιδρύσει κάποιοι από αυτούς σε ένα μπιστρό. Οι δύο κόσμοι ανάμεσα στους οποίους διαδραματίζεται η ζωή του Μισέλ.

Μεγαλεπήβολο το όραμα του Γάλλου συγγραφέα αλλά κάπως άνισο το τελικό αποτέλεσμα. Τείνω στο συμπέρασμα πως τελικά το θεωρώ ένα μέτριο βιβλίο με κάποιες όμορφες σελίδες-εξαιρέσεις. Έχω την αίσθηση πως θα έπρεπε να μιλήσω για δύο βιβλία, για ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων άμεσα συνδεδεμένων μεταξύ τους. Το μυθιστόρημα έχει ως θέμα τη ζωή του νεαρού Μισέλ και τα διηγήματα που αναφέρονται σε διάφορους θαμώνες της λέσχης. Αλλά ο συγγραφέας το αποτυπώνει ως ένα έργο ενιαίο, πράγμα το οποίο, κατά την προσωπική μου άποψη, τον αναγκάζει να εκβιάσει τη σύνδεση των παράλληλων ιστοριών. Από τεχνικής άποψης με ενόχλησε η χρονική ανακολουθία από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ανάμεσα στη ζωή του Μισέλ και στις ζωές των -ανά κεφάλαιο- συμπρωταγωνιστών του. Οι αναφορές στην ζωή του πιτσιρικά ακολουθούν μια συνέχεια σχεδόν ημέρας αντίθετα με αυτές των "προσφύγων" οι οποίες παρουσιάζονται συμπυκνωμένες σε λίγες αναλογικά σελίδες.
Αποτέλεσμα του παραπάνω είναι οι διακυμάνσεις που ως αναγνώστης δοκίμασα, σκεπτόμενος συχνά αν θα προτιμούσα την περαιτέρω επαφή με την κάθε ιστορία ή την πλήρη απουσία της για λόγους μυθιστορηματικής οικονομίας.

Γιατί η ιστορία του Μισέλ έχει μεγάλο ενδιαφέρον, όπως τεράστιο ενδιαφέρον έχει και το σκηνικό που τοποθετείται στο Παρίσι πριν από το Μάη του '68 για τον οποίο αρκετά έχουμε διαβάσει. Αλλά κάπου χάνεται η μαγεία. Η επιμονή του δημιουργού στη σύνθετη πλοκή, με τα διάφορα ευρήματα και την προσπάθεια για επίτευξη σασπένς, σίγουρα βοηθάει το βιβλίο να αποκτήσει αναγνώστες, αλλά έχω ενστάσεις αν αυτό πρόκειται για πραγματική επιτυχία. Ο μεγάλος συγγραφέας δε νομίζω πως φαίνεται από την πλοκή. Σαφέστατα και δεν πρόκειται για ένα κακό βιβλίο, το οποίο παρά το μέγεθός του διαβάζεται ευχάριστα και γρήγορα αλλά ο οποιοσδήποτε συσχετισμός με τα βιβλία του Κόου είναι, μάλλον, ατυχής.


Εκδόσεις Πόλις.
Μετάφραση Φωτεινή Βλαχοπούλου.