Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23

Λίγο πριν το '23 αναχωρήσει για να περάσει στην ιστορία, μια χρονιά τόσο σημαντική σε προσωπικό επίπεδο, είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθώ σε αναγνωστικά απωθημένα που αυτόματα θα μετατραπούν σε στόχους, πόσο μας αρέσει να βάζουμε στόχους, για τη νέα χρονιά, την ώρα που η εκδοτική παραγωγή του τελευταίου μήνα υπήρξε τεράστια, όπως συνήθως συμβαίνει αυτές τις μέρες, βιβλία που, στην πλειοψηφία τους, ακόμα δεν έχω καταφέρει να προαξιολογήσω, να χτίσω, δηλαδή, βιαστικές και εν πολλοίς αυθαίρετες προσδοκίες, αναγνωστικούς ορίζοντες καθησυχαστικούς για όσα πρόκειται να έρθουν, διαπλατύνσεις του αναγνωστικού μπούνκερ για τις μάχες που έπονται απέναντι στην πραγματικότητα.

Προφανώς και θα χωρούσαν στην ιδιότυπη αυτή λίστα αρκετά ακόμα βιβλία, άλλωστε η στοίβα με τα προσεχώς είναι γιγάντια, αλλά για λόγους κυρίως συμβολικούς αρκέστηκα στα δέκα, σε τυχαία σειρά, λοιπόν, έχουμε:

1. Αχ, Ουίλλιαμ - Elizabeth Strout (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα). Από τον Μάρτη του 2021, όταν και διάβασα για πρώτη φορά κάποιο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ (Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον), η Αμερικανίδα συγγραφέας εισχώρησε θριαμβευτικά στους δημιουργούς εκείνους που αγαπώ, που ξέρω πως σε μια δύσκολη στιγμή ένα βιβλίο τους θα μου κάνει συντροφιά και θα με καθησυχάσει. Ευτυχώς, οι εκδόσεις Άγρα, πάντοτε σε μετάφραση-εγγύηση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, συνεχίζουν να κυκλοφορούν τα βιβλία της στα ελληνικά, καινούργια και παλιότερα, από καιρό εξαντλημένα στις προηγούμενες εκδόσεις τους. Πώς θα μπορούσε να λείπει το βιβλίο αυτό από μια τέτοια λίστα και ας κυκλοφόρησε αργά, ιδιαίτερα όταν πρωταγωνιστεί και πάλι η Λούσυ Μπάρτον; Για Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το δεύτερο μέρος της ιστορίας, το Όλα γίνονται, εδώ, ενώ για την Όλιβ Κίττριτζ εδώ και το Όλιβ, ξανά εδώ.

2. Η καμπάνα - Iris Murdoch (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδόσεις Διόπτρα). Το Θάλασσα, θάλασσα (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg) ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη συγγραφέα, που αρκετά βιβλία της είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, και ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα γενικά τη χρονιά που φεύγει, ικανό να με αναγκάσει να επιθυμήσω και τα υπόλοιπά της. Έτσι, λοιπόν, Η καμπάνα, που επίσης κυκλοφόρησε φέτος, για πρώτη φορά στα ελληνικά, μια έκδοση εμπλουτισμένη με μια πολυσέλιδη εισαγωγή της A.S. Byatt, είναι κιόλας βαρυφορτωμένη με προσδοκίες ικανές να την τοποθετήσουν στη λίστα αυτή. Σκέφτομαι πως θα μπορούσε να υπάρξει ακόμα μια λίστα, που θα περιελάμβανε πολυσέλιδα μυθιστορήματα ικανά να συμβαδίσουν παράλληλα με την πραγματική ζωή όταν αυτό κριθεί αναγκαίο και επιθυμητό. Και σε αυτή τη λίστα θα ήταν το βιβλίο αυτό. Για το Θάλασσα, θάλασσα περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

3. Οι Νετανιάχου - Joshua Cohen (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg). Οι μεταφορές του Βασιλιά (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg) παρά το κάπως προβληματικό, ίσως βιαστικό, κλείσιμο, υπήρξε για μένα ένα από τα καλά βιβλία που διάβασα το '22, το όνομα του Κοέν μπήκε στη λίστα με τους συγγραφείς των οποίων αναμένω κάθε επόμενο βιβλίο. Ακόμα θυμάμαι και γελάω με τη σκηνή στο πάρτι των Ρεπουμπλικάνων και την αγωνιώδη απόπειρα του πρωταγωνιστή να γνωρίσει κάποιον από τα υψηλά στρώματα της πολιτικής, αλλά και την ακόλουθη σεκάνς την ώρα που παραλαμβάνει το φορτηγάκι του από το πάρκινγκ. Δύο στα δύο, και κάποιες στιγμές αβίαστου γέλιου, του πλέον δύσκολου αναγνωστικού συναισθήματος, και μια μικρή νίκη ενάντια στην επικρατούσα λήθη. Η συγκυρία του πολέμου στη Γάζα λειτούργησε σε δύο επίπεδα, για κάποιους αναγνώστες θετικά, για κάποιους αρνητικά. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Αντιγράφω τις πρώτες, εμπνευσμένες, γραμμές: «Ονομάζομαι Ρούμπεν Μπλουμ και είμαι, ναι, ένας ιστορικός. Σύντομα, όμως, υποθέτω πως θα γίνω μέρος της ιστορίας. Εννοώ δηλαδή πως θα πεθάνω και θα γίνω κι εγώ ιστορία, ένα σπάνιο είδος μεταμόρφωσης στο οποίο παραδοσιακά επιδίδονται κατ' αποκλειστικότητα οι αγνότεροι επιστήμονες. Οι δικηγόροι πεθαίνουν και δεν γίνονται νόμος, οι γιατροί πεθαίνουν και δεν γίνονται ιατρική, όμως οι καθηγητές βιολογίας και χημείας αποβιώνουν και αποσυντίθενται και γίνονται βιολογία και χημεία, απολιθώνονται και γίνονται γεωλογία, διασπείρονται μες στην επιστήμη τους, με τον ίδιο τρόπο που και οι μαθηματικοί γίνονται στατιστικά δεδομένα». Οι Νετανιάχου, που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ 2022, είναι μια ιστορία που ο σημαντικός Χάρολντ Μπλουμ μοιράστηκε με τον νεαρό τότε Κοέν. Περισσότερα για το Οι μεταφορές του Βασιλιά μπορείτε να βρείτε εδώ.

4. Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα - George Orwell (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Αίολος). Ο Όργουελ, παρά την τεράστια φήμη που απολαμβάνει, είναι, κακώς, ταυτισμένος με δύο έργα του, τη Φάρμα των ζώων και, κυρίως, το 1984. Την απελευθέρωση των δικαιωμάτων του ακολούθησε μια πλημμύρα της αγοράς με τα δύο αυτά βιβλία σε διαφορετικές μεταφράσεις και εκδόσεις. Το 2021, πάλι από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Πάνου Τομαρά, είχα διαβάσει τις Ανάσες, μυθιστόρημα αρκετά διαφορετικό από τα δύο δημοφιλή έργα του, ιδιαίτερα απολαυστικό στην ανάγνωση, βιβλίο που ενέσπειρε εντός μου την επιθυμία να διαβάσω και άλλα δικά του βιβλία. Το Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα (= φυτό εσωτερικού χώρου) έφτασε αρκετές φορές στην τελική ευθεία επιλογής επόμενου βιβλίου, ωστόσο, στο νήμα πάντα, έχανε στον άτυπο αυτό αγώνα. Προστίθεται, λοιπόν, στη λίστα με τα απωθημένα, και μάλιστα στα καλύτερα εξ αυτών. Για τις Ανάσες περισσότερα βρίσκετε εδώ.

5. Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες - Jon Bilbao (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora). Δεν έχω κανένα χειροπιαστό στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την παρουσία του βιβλίου αυτού στη λίστα, το παραδέχομαι. Έχω όμως μεγάλη αγάπη για τις σαρκοβόρες εκδόσεις με την εξειδίκευση στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Το '23 διάβασα και πολύ απόλαυσα το Δικιά σου για πάντα, της Κλαούντια Πινιέιρο, γνωστή για το υπέροχο Η Ελένα ξέρει, και το Η Κοιλιά του Γαϊδάρου της νεαρής Κανάριας Αντρέα Αμπρέου. Ίσως να φταίει ο παράδοξος τίτλος, ίσως η περίληψη: «Ένας τροπικός τυφώνας, ένα ζευγάρι χιμπατζήδες που θα χωριστούν με βάναυσο τρόπο, ένας μηχανικός, απογοητευμένος από την καριέρα του και καταπιεσμένος από τον πληθωρικό πεθερό του, και ο παλιός του καθηγητής, φόβος και τρόμος στα αμφιθέατρα και υπεύθυνος, κατά την άποψη του πάλαι ποτέ φοιτητή του, για κάθε κακοδαιμονία που στοιχειώνει έκτοτε τη ζωή του, θα συναντηθούν σε έναν τρελαμένο μεξικάνικο αυτοκινητόδρομο προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο απ' τον τυφώνα»· ίσως, βέβαια, και να πρόκειται για μια απλή διαίσθηση. Το Τέκνα, γονείς και Χιμπατζήδες, για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκε εδώ. Για το Δική σου για πάντα περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Η Κοιλιά του Γαϊδάρου εδώ.

6. Το όνειρο των ηρώων - Adolfo Bioy Kasares (μτφρ. Νίκος Πρατσίνης, εκδόσεις Πατάκη). Ακόμα ένας συγγραφέας, παρότι πολυγραφότατος, ταυτισμένος με ένα βιβλίο, στην περίπτωση του Αργεντινού Κασάρες, που έζησε στην σκιά, γόνιμη αλλά και συνάμα σκοτεινή, του τεράστιου Μπόρχες, αυτό το ένα βιβλίο είναι Η εφεύρεση του Μορέλ. Τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν στη θέρμη υποσχέσεων που με κατέλαβε όταν αντίκρισα την έκδοση αυτή. Και όμως, πώς αλλιώς θα ήταν απωθημένα γεμάτα ενοχές τα βιβλία αυτά, δεν διάβασα Το όνειρο των ηρώων, όχι ακόμα τουλάχιστον, είπαμε, αυτή η λίστα απωθημένα και στόχους περιλαμβάνει, κάποια στιγμή θα επανέλθω διαβασμένος με τις απόψεις μου ανά χείρας, δικαιωμένος ή όχι για τις υπέρμετρες προσδοκίες που έχω. Για το Ημερολόγιο του πολέμου των χοίρων, το τελευταίο βιβλίο του Κασάρες, που με μεγάλη δόση τύχης διάβασα, περισσότερα θα βρείτε εδώ.

7. Chevreuse - Patrick Modiano (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις). Με τον Μοντιανό τα πράγματα συνέβησαν ως εξής: είχα ήδη διαβάσει μεγάλο μέρος του έργου του πριν τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μετά τη βράβευση μονάχα ένα ή δύο βιβλία. Με όλα τα στραβά και τα άσχημα του τόπου μας, για ένα πράγμα τουλάχιστον είμαστε τυχεροί, ο όγκος ξενόγλωσσης λογοτεχνίας που μεταφράζεται είναι αισθητά μεγαλύτερος από εκείνον που θα μας αναλογούσε αν οι εκδότες χρησιμοποιούσαν μια συνάρτηση μαθηματική. Έτσι, τη στιγμή που σε πολλές γωνιές του κόσμου οι αναγνώστες είχαν την απορία, ποιος είναι αυτός ο Μοντιανό και επιπρόσθετα δεν έβρισκαν κάποιο βιβλίο του διαθέσιμο, στην Ελλάδα κυκλοφορούσε μεγάλο μέρος της εργογραφίας του. Η μεταφραστική υπογραφή του Αχιλλέα Κυριακίδη, η ποιότητα των εκδόσεων Πόλις, αλλά κυρίως μια διάθεση νοσταλγική, κύριο συναίσθημα έτσι και αλλιώς στα βιβλία του Μοντιανό, είναι αυτά τα οποία έφεραν το Chevreuse στη λίστα αυτή. Κείμενα για παλιότερα βιβλία του στο μπλογκ βρίσκετε: Στο café της χαμένης νιότης (εδώ), Νυχτερινό ατύχημα (εδώ) και Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά (εδώ).

8. Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ - Derek Raymond (μτφρ. Όλγα Καρυώτη, εκδόσεις Έρμα). Είναι, εδώ και χρόνια, τέτοιο το εκδοτικό τσουνάμι της αστυνομικής λογοτεχνίας που κανείς είναι σίγουρος πως πια οι εκδοτικοί οίκοι ψάχνουν στα πολύ πίσω και ψηλά ράφια, πως ό,τι σπουδαίο ήταν να μας συστήσουν το έκαναν ήδη, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με παλαιότερους συγγραφείς και έργα. Αναπόφευκτα, η καχυποψία με συνόδευε όταν έπιασα να ξεφυλλίζω το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά (μτφρ. Βίκυ Λιακοπούλου, εκδόσεις Έρμα), μερικές σελίδες αργότερα όχι απλώς με εγκατέλειψε αλλά στη θέση της βρέθηκε να στρογγυλοκάθεται η απόλαυση και η επιθυμία, αργά ή γρήγορα, και τα υπόλοιπα έργα του Ντέρεκ Ρέιμοντ να μεταφραστούν στα ελληνικά. Ξέροντας πως δεδομένα κάποια στιγμή θα θελήσω να διαβάσω κάποιο καλό αστυνομικό, σημειώνω το Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ. Για το Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά περισσότερα θα βρείτε εδώ.

9. Ο δράκος της Πρέσπας - Ιωάννα Μπουραζοπούλου (εκδόσεις Καστανιώτη). Έχω μια ιδιαιτερότητα, ανάμεσα σε άλλες, δύσκολα τολμώ να διαβάσω ένα βιβλίο ξέροντας πως είναι μέρος ενός συνολικού έργου το οποίο, αργά ή γρήγορα, ελπίζω πως θα ολοκληρωθεί. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος του Δράκου της Πρέσπας είχαμε 2014 και το δεύτερο 2019. Επέδειξα επιμονή στην υπομονή, ποντάροντας σε μια ενιαία ανάγνωση. Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε, επιτέλους θα πω, το τρίτο μέρος. Τώρα ο δρόμος είναι ανοιχτός, χίλιες εξακόσιες σελίδες απόλαυσης με περιμένουν με την πρώτη ευκαιρία, η ευκαιρία να βυθιστώ στον θαυμαστά ανοίκειο κόσμο τής Μπουραζοπούλου. Μια ιδιαίτερη παρουσία στα σύγχρονα λογοτεχνικά πράγματα, που την αγαπώ πολύ, παρότι η εργογραφία της είναι κάπως άνιση, Η ενοχή της αθωότητας (εδώ) και το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ (εδώ) είναι φοβερά βιβλία, φοβερά.

10. Βερνόν Σουμπουτέξ - Virginie Despentes (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη/Χαρά Σκιαδέλλη, εκδόσεις Στερέωμα). Αντίστοιχη της παραπάνω περίπτωση. Το πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2019, το δεύτερο το 2022. Ενδιάμεσα έγινε και τηλεοπτική σειρά. Αντιστάθηκα στις σειρήνες ποντάροντας σε μια ενιαία αναγνωστική απόλαυση που δεν θα έπεφτε θύμα της λήθης. Ο χρόνος θα δείξει αν θα δικαιωθούν οι προσδοκίες. Όπως και στην περίπτωση του Τέκνα, γονείς και χιμπατζήδες δεν έχω κάποιο χειροπιαστό στοιχείο που να λειτουργεί ως γεννήτρια προσδοκιών. Χίλιες τριακόσιες περίπου σελίδες με περιμένουν, ίσως να είναι το πρώτο από τα δέκα που θα πιάσω στα χέρια μου, ίσως και να είναι το πρώτο βιβλίο της χρονιάς, ναι, τέτοιες είναι οι προσδοκίες που έχω!

Ευχές για μια καλή χρονιά, γεμάτη από υγεία, τύχη, έμπνευση, αγάπη και διεκδικήσεις. Ας μην είμαστε μαλάκες, όσο μπορούμε. Τα λέμε ξανά του χρόνου με τις καθιερωμένες λίστες για τη χρονιά που πέρασε.

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

Ραδιοκασετόφωνο - Ιάκωβος Ανυφαντάκης

Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που παρακολουθώ παράλληλα με την εργογραφία τους. Ακόμα περισσότερο, συνέπεσε η πρώτη εμφάνισή του να βρίσκεται εντός των χρόνων που διατηρώ ετούτη την ψηφιακή γωνιά. Η συγκεκριμένη σχέση δημιουργού-αναγνώστη ανήκει στο υποείδος εκείνο της αναγνωστικής διαδικασίας όπου εξετάζεται η εξέλιξη και των δύο μερών, αναζητείται το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα και οι αισθητικοί υποδοχείς του αναγνώστη, δοκιμάζεται η αντοχή στον χρόνο έτσι όπως αυτός περνά. Ήταν, θέλω να πω, ένα βιβλίο που περίμενα με προσδοκίες και σχετική ανυπομονησία. Η ειδολογική κατάταξη του τελευταίου του βιβλίου, Ραδιοκασετόφωνο, εντοπίζεται στο εξώφυλλο: νουβέλα· ενώ η συμπύκνωση των συγγραφικών προθέσεων στην κατακλείδα του οπισθόφυλλου: «Ένα βιβλίο για τους γονείς που θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους. Εκτός από το να τα κάνουν ευτυχισμένα». Κρατάμε τα δύο αυτά δεδομένα ως σημάδι στην περιδιάβαση ανάμεσα στις σελίδες.

Πάλι από το οπισθόφυλλο, η αδρή περιγραφή της υπόθεσης: Ο Ηλίας έχει σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Έναν γιο, μία πρώην γυναίκα, μία πρώην ερωμένη που ίσως ξαναγίνει νυν, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, τρία μαγαζιά, αρκετά σπίτια και πάρα πολλά χρήματα. Εδώ και λίγες ώρες, όμως, δεν έχει πατέρα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν τον στεναχωρεί ιδιαίτερα.

Ο παντογνώστης αφηγητής πιάνει το νήμα όταν ο πατέρας και ο ανήλικος γιος βρίσκονται στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς το χωριό του νεκρού όπου και θα γίνει η κηδεία. Όλα έγιναν γρήγορα. Το τηλέφωνο των κακών μαντάτων. Η επιθυμία του Ηλία να αναλάβει το χρηματικό κόστος ώστε να γίνει το καλύτερο δυνατό όσον αφορά την τελετή της ταφής, αρκεί ο ίδιος να μην ανακατευτεί. Η βιαστική αναχώρηση. Η επαναλαμβανόμενη, τρεις φορές, ερώτησή του στον γιο: «Η μητέρα σου το ξέρει;». Μέσα στο αυτοκίνητο, ο Ηλίας θα προσπαθήσει να σπάσει την αμηχανία που προκαλεί η παρουσία του ίδιου του του γιου, θα επιχειρήσει να ανοίξει συζητήσεις, σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις παγίδες που κρύβουν στην πρώτη κιόλας στροφή. Θα του αγοράζω ό,τι μου ζητά, καταλήγει ο εσωτερικός μονόλογος, γιατί να μην το κάνω, επιβεβαιώνει ρητορικά ρωτώντας.

Διαβάζοντας το Ραδιοκασετόφωνο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, δεν έπαψα να σκέφτομαι τον Φρανκ Μπάσκομπ, τον πρωταγωνιστή στην υπέροχη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ –Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας, Η χώρα,όπως είναι– και ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος, εκεί όπου επίσης γιος και πατέρας ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο. Εκτός των άλλων διαφορών, στην εκδοχή του Ανυφαντάκη, εκείνο που αλλάζει καθοριστικά είναι ο τόπος, από την διαδρομή ανάμεσα στο Ηράκλειο και τα έρημα πια χωριά του οροπεδίου, διαδρομή γεμάτη στροφές και κοντινό ορίζοντα, μέχρι το ίδιο το χωριό. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την εξωτικότητα του μέρους αποτελεί ένδειξη ωριμότητας και κατασταλάγματος σχετικά με το ποια λογοτεχνία του αρέσει. Η ίδια ιστορία σ' έναν άλλο τόπο θα ήταν σίγουρα διαφορετική, η οξυδερκής παρατήρηση είναι παρούσα και σε συνδυασμό με την οικειότητα του μέρους για τον γεννημένο στην Κρήτη συγγραφέα εμπλουτίζει το περιεχόμενο χωρίς να το βαραίνει. Δεν είναι ένα βιβλίο για την Κρήτη αυτό, ούτε μια ανθρωπολογική ή κοινωνιολογική μελέτη, αν και διάφορα θραύσματα συναντά ο αναγνώστης, είναι η ιστορία ενός πατέρα και ενός γιου, εις διπλούν.

Η ιστορία αυτή αφορά μια επιστροφή. Ο Ηλίας, μεγαλωμένος στα μέρη εκείνα που οι ξένοι βρίσκονται μόνο κατά λάθος ή επιθυμώντας να κρυφτούν, αφημένα να ερημώνουν στις παρυφές του υπερκερδοφόρου τουρισμού, έφυγε, αφού ενηλικιώθηκε με σκοπό να μη χρειαστεί ποτέ του να γυρίσει για περισσότερο από λίγες ώρες επίσκεψης στους γονείς του. Στο Ηράκλειο έπιασε την καλή, παρότι επένδυσε τα χρήματα της πατρικής περιουσίας με τρόπο διόλου σύμφωνο με τις επιθυμίες των δικών του, τώρα πια τα μαγαζιά είναι στρωμένα, και αφού ο εχθρός του επικερδούς είναι το επικερδέστερο, δεν παύει να σκέφτεται τα επόμενα επιχειρηματικά του βήματα. Δεν θα έλεγε κανείς το ίδιο και για τα συναισθηματικά πεπραγμένα του, παρότι η αρχή και η επανέναρξη υπήρξαν πολλά υποσχόμενες.

Ο Ανυφαντάκης δεν επιλέγει να αφηγηθεί μια εξόχως πρωτότυπη ιστορία, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο, σχηματισμένο πια μέσα στα χρόνια, που χαρακτηρίζεται από μια ήπια και σκωπτική αφήγηση. Δεν επιλέγει πρωταγωνιστές συμπαθείς ή που να δοκιμάζονται από την σκληρότητα της ζωής, δεν διαλέγει την ευκολία του συναισθηματικού εκβιασμού, δεν επαιτεί, εκ μέρους του πρωταγωνιστή του, την κατανόηση και τον αναγνωστικό οίκτο. Ο Ηλίας δεν είναι συμπαθής, είναι ωστόσο μια φιγούρα γνώριμη και οικεία, για την κοινή γνώμη πετυχημένος που έχει πιάσει την καλή, για τον ίδιο, ωστόσο, η φαινομενικά ισχυρή αυτοπεποίθηση που νιώθει έχει σαφέστατα δομικά ζητήματα. Είναι από τους χαρακτήρες εκείνους που με έλκουν, για κάποιον άγνωστο, ίσως όχι και τόσο, λόγο, ένας νεαρός μεσήλικας σε μια συνθήκη υπαρξιακού λασπότοπου. Το εύκολο είναι να αντιπαθήσει κανείς τον Ηλία, να μην ενδιαφερθεί για εκείνον και την ιστορία του, φροντίζοντας ωστόσο έτσι να παραμερίσει οποιαδήποτε υποψία ομοιότητας με δικά του πρόσωπα και καταστάσεις.

Ο Ανυφαντάκης, ωστόσο, δεν αρκείται στην καρικατούρα του στερεότυπου, δεν επιθυμεί ο αναγνώστης να διαμορφώσει μια εντελώς υποκειμενική άποψη, κυρίως για τον Ηλία. Φροντίζει, λοιπόν, να δώσει βάθος και όγκο στα πρόσωπα. Εσωτερικές σκέψεις, αναδρομές στο παρελθόν και σύνδεση με τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής, αυτά είναι τα κυρίως εργαλεία που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, σε μια διαδικασία παράλληλη με την προώθηση της πλοκής. Το έλλειμμα στην επικοινωνία και άρα παρεπόμενα και στην κατανόηση, μεταξύ άλλων, κυριαρχεί στη νουβέλα αυτή, άγνωστοι με δεσμούς αίματος και επαρκή συνύπαρξη κάτω από την ίδια στέγη, οι τρεις γενιές, ο νεκρός πια παππούς, ο Ηλίας και ο ανήλικος γιος του, με τις συναισθηματικές αγκυλώσεις και αναπηρίες, απόρροια εν πολλοίς του περιβαλλοντολογικού πλαισίου εντός του οποίου κινούνται, υποχείρια της στερεοτυπίας και των κοινωνικών αυτοματισμών, θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους, κυρίως θα τους έδιναν χρήματα, δεν θα τα έκαναν ωστόσο ευτυχισμένα. Η έλλειψη γνώσης για το ποιοι ακριβώς ήταν οι γονείς μας, κυρίως οι πατεράδες μας, μιλώντας για μεσήλικες γιους που μένουν ξάφνου μα αναμενόμενα ορφανοί, και το παρεπόμενο κοίταγμα στα δικά τους πεπραγμένα, στην προβληματική φωτοτυπία  της δικής μας ζωής.

Το ραδιοκασετόφωνο, ως αντικείμενο της πλοκής, παίζει τον ρόλο της γέφυρας του χτες με το σήμερα, την απόπειρα, για να είμαι ακριβής, της υπέρβασης ενός κενού. Ο Ανυφαντάκης κάνει συνετή και συνάμα λειτουργική χρήση αντίστοιχων ευρημάτων, όχι για να ανακατέψει τα φύλλα αλλά για τον στατικό οπλισμό της κατασκευής. Η επιλογή της νουβέλας έναντι ενός μυθιστορήματος μοιάζει να είναι συνειδητή και όχι απόρροια κάποιας ευκολίας. Το Ραδιοκασετόφωνο, παρά το μικρό του μέγεθος, χωράει την ιστορία αυτή, ενώ είναι επαρκώς σφιχτοδεμένο. Ο συγγραφέας ελέγχει το υλικό, τη φιλοδοξία και τις επιδιώξεις του, δεν δείχνει να παρασύρεται από το δέλεαρ μιας πολυσέλιδης εκδοχής, αν και δεν ξέρουμε ποιες υπήρξαν οι προηγηθείσες εκφάνσεις της ιστορίας αυτής, όπως και να έχει, το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που τίθεται υπό κρίση και αυτή η κρίση είναι κάτι παραπάνω από θετική.

Μου άρεσε το βιβλίο αυτό γιατί με τρόπο συντεταγμένο και γνώριμο αφηγείται μια καλή ιστορία, αποτυπώνοντας ικανοποιητικά το μικροκλίμα που επικρατεί, επιτρέποντας στο προσωπικό να εισέλθει στην απόσταση παρά τη χωρική εγγύτητα και στο συναίσθημα να αναβλύσει μακριά από το προφανές. Η αληθοφάνεια, νησί στην επικράτεια του ρεαλισμού, είναι απαραίτητη και είναι παρούσα, το προσωπικό βίωμα ωστόσο παραμένει καμουφλαρισμένο καλά, σε ρόλο υποστήριξης και όχι πρωταγωνιστικό.

υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Ανυφαντάκη: Αλεπούδες στην πλαγιά (εδώ), Όμορφοι έρωτες (εδώ) και Κάποιοι άλλοι (εδώ). Για τα βιβλία του Ρίτσαρντ Φορντ: Ο αθλητικογράφος (εδώ), Ημέρα ανεξαρτησίας (εδώ) και Η χώρα, όπως είναι (εδώ).

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Λίγα λόγια για μένα - Καλλιρρόη Παρούση

Ο Χάρης αυτοκτόνησε. Οι αρχές ζητούν τα κείμενά του από την υπεύθυνη του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής. Εκείνη, παρότι θεωρεί πως τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί εκεί που να εξηγεί την αυτοχειρία, είναι αναγκασμένη να τα παραδώσει, τα κείμενα, όχι την εκτίμησή της σε εκείνους. Ο Χάρης ξεκίνησε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα, δύο φορές τον μήνα, ύστερα από ισχυρή σύσταση της ψυχοθεραπεύτριάς του, μήπως και αφήσει στο χαρτί εκείνα που τον ταλάνιζαν, που πιθανότατα μπλόκαραν τη θεραπεία. Ένα σύνηθες αίτημα των υποψήφιων μαθητών, μια ερώτηση γεμάτη από αγωνία εν δυνάμει υπαρξιακή· θα μπορέσω να βγάλω αυτό που έχω μέσα μου, ρωτάνε, η αντίδραση στο πρόσωπο του εισηγητή εν πολλοίς σημαίνει πολλά, η άγνοια και η απορία στέκουν απέναντι στη φτηνή διαβεβαίωση του ναι, σίγουρα θα τα καταφέρεις, γι' αυτό είμαι εγώ εδώ.

Ο Χάρης δεν υπήρξε ο πλέον επιμελής μαθητής, έγραψε ωστόσο, ανάμεσα σε άλλα, ένα όμορφο διήγημα για έναν επιμελή μαθητή, τον Γιάννη, τον αδερφό του, η επιμέλεια ελάχιστα διασφαλίζει ωστόσο, το χάος μάς κυριαρχεί.  Για την ακρίβεια, με τα λόγια της: ο Χάρης ήταν ο χειρότερος μαθητής στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής, αλλά έγραφε τα καλύτερα κείμενα. Θα γίνω κείμενο, ανακοίνωσε την ίδια μέρα που διάβασε μπροστά σε όλους αυτές τις σελίδες για τη ζωή του αδερφού του στο Παρίσι. Ήταν ένα έργο για το οποίο όλοι είχαμε την ίδια απορία: είναι αυτοβιογραφικό, μυθοπλαστικό ή και τα δύο;

Το Λίγα λόγια για μένα αποτελεί την εναλλαγή των κειμένων της μαθητείας τού Χάρη, που θέλησε να κειμενοποιηθεί, και των σημειώσεων της ανώνυμης υπεύθυνης, που στα κείμενα αυτά βρήκε ένα δικό της δωμάτιο, τον χώρο να πει λίγα πράγματα για εκείνη, χωρίς να προδώσει, χωρίς να προβεί σε ερμηνεία του κειμενοποιημένου Χάρη, άλλωστε δεν υπάρχει πια κανείς για να δεχτεί παρατηρήσεις και διορθώσεις, μάλλον άχρηστες, έτσι και αλλιώς. Υπάρχουν βιβλία που η αναφορά στην πλοκή περισσότερο τα συσκοτίζει παρά τα διαφωτίζει. Αυτό το μεταμοντέρνο εγχείρημα της Καλλιρρόης Παρούση είναι μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχουν βιβλία που συσκοτίζουν την πλοκή τους παρά τη διαφωτίζουν, αποδεικνύονται κρυπτικά και δυσδιάκριτα, υποχείρια του στυλ, της φόρμας, της σοβαροφάνειας, παθήσεων κοινών. Το Λίγα λόγια για μένα δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Η φιλοδοξία της συγγραφέως είναι οριακή στην εκ των προτέρων κατανόηση του τι σκοπεύει να κάνει, εκ των υστέρων όλα μοιάζουν να βρίσκονται στη σωστή θέση, στον ενδιάμεσο χώρο εντοπίζεται η έμπνευση και η επιμονή, όλο αυτό να λειτουργήσει, να μην καταρρεύσει σε αδιάφορα μπάζα μια στιγμή μετά τον θαυμασμό.

Μεταμοντέρνο εγχείρημα και φιλοδοξία. Ζεύγος που απουσιάζει από τη (σύγχρονη) ελληνική γραμματεία, ζεύγος που εγείρει αμφιβολία και σκεπτικισμό, αλλά και την περιέργεια (μου). Η φιλοδοξία προσφέρει μια ώθηση, δεν είναι από μόνη της ικανή ωστόσο να συντηρήσει την κίνηση. Το μεταμοντέρνο εγχείρημα προσφέρει μια έκταση παιχνιδιού, δεν είναι από μόνο του ικανό ωστόσο να προσδώσει ενδιαφέρον στο παιχνίδι. Είναι η απόσταση που χωρίζει το αφηρημένο από το συγκεκριμένο, που κρατά τα κλειδιά μιας ακραία υποκειμενικής συνθήκης όπως είναι η ανάγνωση. Θα ρωτούσα τη συγγραφέα: ποια ήταν η πρώτη ιδέα για την κατασκευή αυτή; Η αφιέρωση: στη μνήμη του Γιάννη· είναι, μοιάζει να είναι, επιλέγω πως είναι, μια παράμετρος άρρηκτα ενδοκειμενική. Η Παρούση παραδίδει στον αναγνώστη τα κλειδιά, αναπόφευκτα διαφορετικά για τον κάθε έναν. Δεν τα κρατά κρυμμένα ψηλά, σε μέρος αθέατο και δυσπρόσιτο. Η παράδοση αυτή είναι αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού. Το παιχνίδι συγχέεται συχνά με την ελαφρότητα. Ξεχνούν όσοι το ισχυρίζονται πως υπήρξαν παιδιά.

Διαφορετική είναι και η τοποθέτηση του πήχη. Η τελική ετυμηγορία: πάνω ή κάτω από αυτόν. Η διάκριση των προγραμματικών προθέσεων της συγγραφέως είναι καθοριστική για την αναγνωστική πρόσληψη. Η Παρούση μετακυλίει στα δύο πρόσωπα την υποχρέωση αυτή, να μεταφέρουν το μήνυμα αντί αυτής, εκείνη ολοένα και αυξάνει την απόσταση, τα πρόσωπα του μύθου, έτσι και αλλιώς, διαθέτουν μια άναρχη και ισχυρή βούληση κίνησης, αυτονομούνται στα όρια της συγγραφικής επικράτειας, χωρίς εκείνη να χρειαστεί να τους δείξει την έξοδο από τον κόσμο μέσα στον οποίο αρχικά τους εναπόθεσε.

Η κατασκευή, ήδη από τα πρώτα κιόλας βήματα της βόλτας –αλλιώς: περπάτημα, σεργιάνι, σουλάτσο, περίπατος, διαδρομή– αποδεικνύεται άκρως λειτουργική της φιλοδοξίας. Ο επισκέπτης νιώθει φιλόξενα σ' ένα περιβάλλον οικείο σε ανοίκεια σύνθεση, όπως συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία, με την ήπια και πολύτιμη, προφυλαγμένη, διάθεση για εξωστρέφεια. Η αποσπασματικότητα και ο πειραματισμός διόλου δεν τον πετούν έξω, τον αναγνώστη, η αγάπη για τη λογοτεχνία, διάχυτη από άκρη σε άκρη, σηματοδοτεί επιπλέον τη διαδρομή, η εγκεφαλικότητα δεν αφήνει το συναίσθημα απέξω, αυτός, ίσως, να είναι ο κατεξοχήν κοινός τόπος αναγνώστη και δημιουργού, το σκηνικό της δράσης των προσώπων, το έδαφος στο οποίο θα δοκιμαστεί τελικά η ίδια η πράξη της ανάγνωσης. Σκέφτομαι: το Λίγα λόγια για μένα, ήδη από τον τίτλο του, είναι μια αποδομημένη, με σύνεση λεηλατημένη, εκδοχή της βασιλεύουσας αυτομυθοπλασίας, που υπογραμμίζει και δεν κατακρίνει την ανάγκη γι' αυτή, και από τις δυο πλευρές του λογοτεχνικού ποταμού, και, ίσως, αυτή η παράδοξη εκδοχή να είναι η κύρια συγχρονία της κατασκευής αυτής, όχι τα κοινά πραγματολογικά συστατικά.

Για λίγο επιστρέφω στο μεταμοντέρνο, με μια αίσθηση χρέους. Αυτό και αν έχει υποστεί τη χλεύη και τον διασυρμό. Η Παρούση γνωρίζει καλά πως τα υλικά για την παρασκευή λογοτεχνίας είναι από αιώνες πια δεδομένα, η εκτέλεση της συνταγής μπορεί ωστόσο να διαφέρει. Η ανάγνωση συνοδεύει τη γραφή. Ας ισχυρίζονται κάποιοι άλλα. Οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για τα πρόσωπα αλλά και τις ιδέες και την περιρρέουσα πραγματικότητα, το νήμα της πλοκής ευδιάκριτο παρότι μπερδεμένο, το φλερτάρισμα με διάφορα λογοτεχνικά υποείδη, η αγάπη για τη λογοτεχνία (ξανά λέω αυτό) και η απόπειρα να διαλευκανθεί η ανάγκη της, το γιατί γράφουμε και το γιατί διαβάζουμε σ' έναν κόσμο ολοένα και πιο σύνθετο, ολοένα και πιο αφόρητα παράλογο και επιβιωτικά αγωνιώδη, τον τρόπο με τον οποίο η γραφή του άλλου εισβάλλει στην επικράτειά μας, η καθησυχαστική ή ανήσυχη αίσθηση πως (και) για εμάς γράφει το αφηγηματικό υποκείμενο, πως η ανάγνωση, και όχι μόνο η γραφή, είναι μια διαδικασία κειμενοποίησης, οι εκδοχές της ζωής που δεν κυριάρχησαν αλλά αυτό διόλου δεν σημαίνει πως ξεχάστηκαν, όλα αυτά είναι μερικά από τα συστατικά της κατασκευής.

Υπάρχουν βιβλία που επιβάλλουν με τον τρόπο τους, διακριτικά και ήσυχα, όσα θα ειπωθούν γι' αυτά, που υπηρετούν μέχρι τέλους την πεποίθηση πως όσα θα ειπωθούν γι' αυτά είναι προστιθέμενα, αναπόσπαστα, μέρη της κατασκευής, όπως το Λίγα λόγια για μένα.

Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

ένα ποτήρι οργή - Raduan Nassar

Η συγκυρία σίγουρα είναι καθοριστική. Ωστόσο αυτό ελάχιστα μεταβάλλει την άποψη-θέση, ελπίδα αν προτιμάτε ή ευχή, πως η καλή λογοτεχνία, αργά ή γρήγορα, θα πάρει τη θέση που της αρμόζει, μακριά από πρόσκαιρες μόδες και εκδοτικά πυροτεχνήματα, πως το λογοτεχνικό ποτάμι θα συνεχίσει να φουσκώνει. Μια τέτοια ιστορία θα σας αφηγηθώ, παράλληλη με την πλοκή της νουβέλας ένα ποτήρι οργή του Ραντουάν Νασσάρ, που λίγο καιρό πριν πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά με τη μεταφραστική φροντίδα της Αθηνάς Ψυλλιά.

Ο Νασσάρ γεννήθηκε το 1935 στη βραζιλιάνικη πολιτεία του Σάο Πάολο, από μετανάστες Λιβανέζους γονείς, εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή στο πέμπτο έτος και στα γράμματα εμφανίστηκε το 1975 με το μυθιστόρημα Αρχαία Καλλιέργεια (σύντομα ελπίζουμε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), ενώ το 1978 εκδόθηκε η παρούσα νουβέλα, γραμμένη το 1970. Και ύστερα απόσυρση και σιγή. Σχεδόν αμέσως το όνομά του κατέλαβε εξέχουσα θέση στα βραζιλιάνικα γράμματα. Εκείνος, όμως, προτίμησε να εγκατασταθεί σ' ένα αγρόκτημα. Ώσπου, το 2016, η βράβευσή του με το βραβείο Camões αποτέλεσε την αφορμή το έργο του να μεταφραστεί και να συστηθεί, έστω και αργοπορημένα, με το διεθνές κοινό.

Η ανάσυρση έργων λησμονημένων από το πρόσφατο παρελθόν είναι μια συνήθης εκδοτική τακτική, απόρροια κυρίως των κατά τόπους εθνικών λογοτεχνικών πολιτικών, ενίοτε τεράστια έκπληξη και κάλυψη ενός κενού, άλλοτε απλώς ξαναζεσταμένο φαγητό. Σκεφτόμουν, διαβάζοντας το σχεδόν μυθοπλαστικό αυτό βιογραφικό, έναν τεράστιο της παγκόσμιας γραμματείας, τον Χουάν Ρούλφο, που γνώρισε την καταξίωση με ένα μυθιστόρημα (Πέδρο Πάραμο) και μια συλλογή διηγημάτων (Ο κάμπος στις φλόγες) και ύστερα, παρότι για χρόνια υπήρχε η εξαγγελία για ένα επόμενο μυθιστόρημα, σώπασε, σαν όλα να τα είχε πει.

Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο αυτό είχα, λόγω της μεταφράστριας κυρίως, ένα πολύ θετικό αναγνωστικό προαίσθημα, κάτι εξαιρετικό περίμενα να διαβάσω. Σύντομα, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά πως ιδέα δεν είχα για το τι με περίμενε, ο ορίζοντας προσδοκιών έχασκε εξόχως αυθαίρετος. Σε μια σύντομη νουβέλα, όπως αυτή, λίγα μπορεί κανείς να πει για την υπόθεση χωρίς να κινδυνεύσει να καταστρέψει ή να αλλοιώσει την πρόσληψη και την όποια απόλαυση ενός υποψήφιου αναγνώστη.

Το ένα ποτήρι οργή χωρίζεται σε επτά κεφάλαια, όλα σύντομης έκτασης εκτός του έκτου και προτελευταίου με τον κατατοπιστικό τίτλο Η έκρηξη. Πρόκειται για την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ερωτικής συνάντησης δύο εραστών στην έπαυλη του ανώνυμου αφηγητή, που ξεκινάει με την άφιξή του, ενώ εκείνη, επίσης ανώνυμη, τον περιμένει ήδη. Θα ήταν ωστόσο αρκετό να περιγράψει κανείς την πλοκή ως μια ερωτική ιστορία; Και ναι, και όχι.

Ναι, γιατί αυτό είναι. Η αποτύπωση της λαγνείας και του πάθους, η σεξουαλική δίψα και η ικανοποίησή της, ο σφυγμός που εντείνεται πριν κορυφωθεί, η επαναφορά στην πραγματικότητα μόλις ο πόθος ατονίσει. Όχι, γιατί είναι αρκετά ακόμα. Δεν μιλώ για πράγματα επί της εξέλιξης της πλοκής, όσο για τα υποστρώματα που υποστηρίζουν την επιφάνεια της ιστορίας. Κρυπτικά και υπαινικτικά, κρυμμένα ανάμεσα στις πτυχώσεις των ιδρωμένων σεντονιών, ο Νασσάρ θα εντάξει την παράλληλη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, όσο και αν οι δύο εραστές μοιάζουν με αναχωρητές εθισμένους στις σωματικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Με κυρίαρχη την οικονομία στις λέξεις, αποφασισμένος να προσφέρει μόνο ψαχνό χωρίς λίπος και καρυκεύματα, ο συγγραφέας δεν επιτρέπει σε τίποτα περιττό να παρεισφρήσει, την ίδια στιγμή αποφεύγει τις τελείες και δεν διαχωρίζει τα διαλογικά μέρη, εντείνοντας το συναίσθημα της ασφυξίας στο γύρισμα των σελίδων, οδηγώντας την ιστορία στην κορύφωσή της πριν από το αινιγματικό και ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε.

Καθοριστικό ρόλο παίζει το ζευγάρι του βοηθητικού προσωπικού, που αναφέρονται με τα ονόματά τους, απόφαση συνειδητή που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ανωνυμία του προνομιούχου ζεύγους των εραστών. Αλλά και μια τρύπα στη φυτική περίφραξη που υποπίπτει στην παρατήρηση του αφηγητή, ένα περιστατικό πρόδηλου συμβολισμού, το ρήγμα στην ιδιωτική ασφάλεια, η κερκόπορτα της εισβολής του έξω κόσμου, η απειλή, μια παρατήρηση που προκαλεί τον έντονο εκνευρισμό, ένα εύρημα καταλύτης για την πυροδότηση της ανατροπής, είναι επίσης καθοριστικής σημασίας.

Οποιαδήποτε μελοδραματική φιοριτούρα πιθανά περιμένει ο αναγνώστης, εδώ δεν υπάρχει. Το σεξουαλικό πάθος επισκιάζει τα πάντα, το σώμα κυριαρχεί. Στεγνό και στυφό, το γλωσσικό και αφηγηματικό ύφος αποτυπώνει άψογα τη σχέση μεταξύ των δύο, τη στιγμή που η ένταση σιγοβράζει πριν κοχλάσει και παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Προκλητικό, αλλά όχι για την πρόκληση ως πρόκληση, το ένα ποτήρι οργή ζορίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, ιδιαίτερα τον σύγχρονο που δυσκολεύεται να νιώσει το οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα για τον αφηγητή κυρίως, ακολούθως και για τη σύντροφό του. Παρότι πρωτοπρόσωπη, η αφήγηση δεν επαιτεί κανενός είδους συμπάθεια ή ενσυναίσθηση, ο αφηγητής δεν επιθυμεί συμμάχους και επιβεβαίωση, γεγονός που κρατά μακριά τον αναγνώστη και αφήνει τις γωνίες της ιστορίας αιχμηρές και επικίνδυνες.

Ο συγγραφέας, ωστόσο, δεν πέφτει στην παγίδα του στείρου μηδενισμού και της απαισιόδοξης κοινωνικοπολιτικής ματιάς στα ανθρώπινα. Ένας ιδιότυπος ρεαλισμός χαρακτηρίζει τη νουβέλα αυτή, παρότι, όπως είπαμε, πολλά συστατικά της λειτουργούν σε περισσότερα επίπεδα, πέρα από την προσωπική ιστορία των δύο εραστών, δυο φαινομενικά φυγάδων της πραγματικότητας. Ο Νασσάρ δεν επιθυμεί την ευκολία στις αντιστοιχίες, τον προφανή συμβολισμό, την αντιληπτή αιτιοκρατία. Επισκέπτεται το βασίλειο της σεξουαλικής επιθυμίας και το παραδίδει στον αναγνώστη γυμνό, αποκρουστικό, χωρίς φιοριτούρες. Δεν είναι, μοιάζει να λέει, αυτή μια νησίδα απομονωμένη από τον έξω κόσμο, αλλά μια αρένα σύγκρουσης με όπλα τα όσα τα άτομα είναι φορτωμένα, από την εμπειρία ή το προνόμιό τους, τη θέση ή τον ρόλο τους. Και αυτό είναι που προσδίδει διαχρονικότητα και οικουμενικότητα στην ιστορία αυτή, συστατικό απαραίτητο, παρέα με τις λογοτεχνικές της αρετές, για την σύσταση με τον σημερινό, εκτός της τότε βραζιλιάνικής πραγματικότητας, αναγνώστη.

Το ένα ποτήρι οργή διαφεύγει από το δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Δεν καλοπιάνει, δεν προικίζει με όνειρα τον αναγνώστη, δεν τον αποκοιμίζει με ένα χαμόγελο στα χείλη. Ο Νασσάρ, διαμέσου ενός από τους πλέον αποκρουστικούς και αντιπαθείς πρωτοπρόσωπους αφηγητές, αναδεικνύει το ανθρώπινο που συνοδεύει το ένστικτο, τη γεμάτη από μαύρες κηλίδες ψυχοσύνθεση, το κακό που επωάζεται πριν ξεχυθεί.

υγ. Δοκιμάστε μια δεύτερη ανάγνωση, καπάκι μετά την πρώτη. Για το αριστουργηματικό Πέδρο Πάραμο περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ο κάμπος στις φλόγες εδώ. Μιλώντας για βραζιλιάνικη λογοτεχνία επιβάλλεται να αναφερθεί κανείς στην Κλαρίσε Λισπέκτορ, για το Η ώρα του αστεριού περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Τα κατά Α.Γ. πάθη εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Σπίτι από φύλλα - Mark Z. Danielewski

Δεν ήλπιζα πως θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Το 2005, όταν και κυκλοφόρησε, ήμουν ακόμα ένας άγουρος αναγνώστης, που αναζητούσα βηματισμό στον λαβύρινθο της πεζογραφίας, σίγουρα όχι έτοιμος για μεταμοντέρνα αμερικανική λογοτεχνία. Ύστερα το βιβλίο έπαψε να κυκλοφορεί. Η απουσία του από τα ράφια, αλλά και το γεγονός πως από το εξωτερικό συνέχιζαν να καταφτάνουν νέες αναγνώσεις του, δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από αυτό, ένα βιβλίο που πολλοί έψαχναν και λίγοι είχαν, με αποτέλεσμα η τιμή του ως μεταχειρισμένο να αγγίζει προκλητικά ύψη. Ήμουν ωστόσο τυχερός. Δύο χρόνια πριν, μια φίλη μου ζήτησε μια διεύθυνση αποστολής, κάτι είχε να μου στείλει, είπε, δεν ρώτησα τι και οι μέρες πέρασαν, όταν το πακέτο έφτασε και το άνοιξα, με περισσή ανυπομονησία που είχε τραυματικό αντίκτυπο στον φάκελο, δεν πίστευα στα μάτια μου, το Σπίτι από φύλλα!

Προλαβαίνω ένα πιθανό ερώτημά σας: γιατί άφησα να περάσουν δύο χρόνια; Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω με σιγουριά, άγνωστες οι βουλές της αναγνωστικής επιθυμίας, μια υπόθεση ωστόσο μου έρχεται κατά νου: οι προσδοκίες. Ίσως και για τους λάθος λόγους είχα μεγάλες προσδοκίες από αυτό το βιβλίο, σαν να επιθυμούσα να απαντήσω στο ερώτημα: αξίζει όλα αυτά τα χρήματα, αλλά και το hype που χαίρει; Άλλωστε, γύρω από αυτό, περισσότερη συζήτηση περί οικονομικών γινόταν παρά η όποια νύξη για τη λογοτεχνική του αξία (βλ. για χ ευρώ δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο). Οι υψηλές προσδοκίες πάντοτε γεννούν ένα κράτημα, μια αναρώτηση για το αν είμαι έτοιμος, αν οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες, αν αυτή είναι η στιγμή. Μια μέρα, ξύπνησα με την επιθυμία να το διαβάσω, έτσι, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο και συγκροτημένο σκεπτικό να έχει προηγηθεί, απλά η θέληση να διαβάσω το Σπίτι από φύλλα. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

Πριν από ό,τι άλλο: στην απόπειρα αυτή συναντά κανείς ξεκάθαρη τη φιλοδοξία. Ο Ντανιελέφσκι θέλησε να γράψει ένα βιβλίο που θα του εξασφάλιζε τη θέση τόσο στον λογοτεχνικό κανόνα όσο και στην ποπ κουλτούρα, ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα ξεχωριστό και προσιτό σε μια πλατιά αναγνωστική μάζα, ένα θρίλερ που θα περιγελούσε τους ειδολογικούς του περιορισμούς. Στις προθέσεις του δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα ειδικά χαρακτηριστικά που απέκτησε με τα χρόνια η ελληνική του εκδοχή, κάτι που όμως, με έναν τρόπο, δημιούργησε έναν ακόμα δεσμό με την ίδια την πλοκή.

Ένα βράδυ αργά, το τηλέφωνο του Τζόνι Τρούαντ θα χτυπήσει. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο φίλος του ο Λιουντ, του ζητάει να ντυθεί και να πάει από το σπίτι του. Ο Λιουντ ποτέ δεν θα ζητούσε κάτι τέτοιο αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Τι θα είχε συμβεί αν ο Τρούαντ δεν είχε απαντήσει στην κλήση ή αν είχε αρνηθεί να υπακούσει στο κάλεσμα; Ο Τρούαντ δεν θα πάψει στιγμή να αναρωτιέται. Φτάνοντας εκεί, ο Λιουντ θα τον οδηγήσει στο σπίτι του Ζαμπανό, ενός γέρου, τυφλού γείτονα που κείτεται νεκρός. Ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα, βρίσκεται ένα μπαούλο με δεκάδες σημειώσεις, φωτογραφίες και πηγές, η μελέτη που ο Ζαμπανό έγραφε για τις χαμένες πια ταινίες του βραβευμένου με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ Γουίλ Νάβιντσον, ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ της τρομακτικής εμπειρίας που εκείνος και η οικογένειά του βίωσαν μετά τη μετακόμισή τους στη Βιρτζίνια. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Νάβιντσον διαπίστωσε πως το εσωτερικό του σπιτιού ήταν μεγαλύτερο από το εξωτερικό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, το βάθος ολοένα και μεγάλωνε.

Κάλεσε κάποιους ειδικούς και ταυτόχρονα εθισμένους στην αναμέτρηση με τα όρια της λογικής και του φόβου. Τοποθετεί κάμερες, προμηθεύεται εργαλεία και με την άφιξη του ιδιότυπου αυτού συνεργείου εξερεύνησης αρχίζει η καταβύθιση στο σκοτάδι. Η αρχική έκπληξη γρήγορα δίνει τη θέση της στον τρόμο, οι απόπειρες εξερεύνησης αντιμετωπίζουν ποικίλες δυσκολίες, το πείσμα των μελών της είναι ωστόσο ισχυρό, δοκιμάζουν ξανά και ξανά. Την ίδια στιγμή η σύζυγός του και τα δύο παιδιά, πάντοτε στην επιφάνεια, διακατέχονται από έναν ολοένα και αυξανόμενο δείκτη δυσκολίας στη διαχείριση της κατάστασης. Οι ταινίες αυτές, θρυλικές λόγω του περιεχομένου αλλά και επειδή είναι δυσεύρετες –όπως άλλωστε και η ελληνική έκδοση του βιβλίου!–, έχουν γίνει αντικείμενο δεκάδων άρθρων και βιβλίων. Ο Ζαμπανό, σ' αυτό το εκτεταμένο έργο, επιχειρεί να σταχυολογήσει τα σημαντικότερα εξ αυτών, σε μια απόπειρα να παραδώσει μια πληρέστατη μελέτη, κάτι που ωστόσο δεν πρόλαβε να υλοποιήσει.

Ο Τρούαντ, ορφανός από μικρός, έχοντας περάσει από αρκετές ανάδοχες οικογένειες, δουλεύει σε τατουατζίδικο και κάνει έκλυτο βίο, παραδίδεται στην ανάγκη που νιώθει να οργανώσει όλο αυτό το υλικό, προσθέτοντας δικές του υποσημειώσεις, που αφορούν, εκτός από τον σχολιασμό, τον ίδιο, την παράλληλη με τη σύνθεση του υλικού ζωή του, ενασχόληση που δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε μονομανία.  Ο Τρούαντ, εξαρχής, λόγω του βιογραφικού του, είναι ένας μάλλον αναξιόπιστος αφηγητής, αφού δεν μοιάζει να έχει το απαραίτητο υπόβαθρο για τη διεκπεραίωση του οράματος του Ζαμπανό. Στις δικές του υποσημειώσεις έρχονται να προστεθούν και εκείνες των ανώνυμων επιμελητών. Αυτή εν ολίγοις είναι η πλοκή του μυθιστορήματος αυτού.

Η δίνη που δημιουργεί ο Ντανιελέφσκι είναι τέτοια που επιβάλλει στον αναγνώστη να παραδοθεί στην περιδίνηση, έτσι όπως κινείται ανάμεσα στο κείμενο και τις διάφορες υποσημειώσεις, παρότι διστακτικός αρχικά με όλα αυτά τα παιχνίδια και κυρίως με τη διαρκή υπονόμευση των διάφορων εκδοχών της κατασκευής αυτής. Σκέφτομαι πως παρότι και άλλες φορές έχω αναφερθεί σε κάποιο βιβλίο ως κατασκευή, εδώ κάτι τέτοιο είναι μάλλον μονόδρομος. Η ελληνική έκδοση ακολουθεί τη δεύτερη από τις τέσσερις προτεινόμενες πρακτικές: Δίχρωμη έκδοση· Είτε η λέξη σπίτι να εμφανίζεται με μπλε χρώμα ή τα διαγραμμένα μέρη με κόκκινο· Δεν χρησιμοποιούνται τα μπράιγ· Έγχρωμη ή ασπρόμαυρη εικονογράφηση. Παρά το φαινομενικό μπέρδεμα, όλες οι υποϊστορίες διαθέτουν ευδιάκριτο νήμα εξέλιξης, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη, παρά τις τυπογραφικές απαιτήσεις και τις μεταμοντέρνες χαριτωμενιές να ακολουθεί την πλοκή.

Ο Ντανιελέφεσκι δεν αποδεικνύεται, όπως αρχικά υπήρχε η ισχυρή υποψία, εξυπνάκιας, ένας τύπος που αρέσκεται στο να πετάει πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού που ωστόσο γρήγορα χάνουν τη λάμψη τους με αποτέλεσμα ο θαυμασμός να υποχωρεί. Αντίθετα, διαθέτει κάτι που πάντοτε με έλκει αναγνωστικά, ένα δυνατό μυαλό, ένα πολυπύρηνο σύστημα επεξεργασίας και αποτύπωσης σκέψης και ιδεών. Ένα μυαλό που διαρκώς δημιουργεί εγκοπές στο κυρίως σώμα της πλοκής ώστε εκεί να τοποθετηθούν εκατοντάδες νήματα, οι κατασκευαστικές του ικανότητες ομοιάζουν με εκείνες ενός λαμπρού αρχιτεκτονικού μυαλού, που δεν διστάζει να δοκιμάσει τις όποιες ιδέες του, παρότι φαινομενικά μοιάζουν αδύνατες, και να τις τοποθετήσει στο χαρτί. Η συνολική διαχείριση όλου αυτού του υλικού είναι ένα επόμενο στάδιο θαυμασμού.

Στην τεχνολογική πρόοδο, σε μια άκρως ψηφιακή εποχή, το διάστημα της εικοσιπενταετίας είναι πάρα πολύ και είναι εντυπωσιακό πόσο σύγχρονη αποδεικνύεται η κατασκευή αυτή, όχι προφητική, δεν μου αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός έτσι και αλλιώς, αλλά σύγχρονη, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης όπου ο εντοπισμός της αρχικής πηγής μοιάζει με λαβύρινθο, ενώ ο αλγόριθμος ολοένα και περισσότερο ανεξαρτητοποιείται από τις αρχικές του προδιαγραφές. Λαβύρινθος, επίσης, μοιάζει και η όποια απόπειρα διακειμενικών αναφορών και υποθέσεων. Ο τυφλός Ζαμπανό, για παράδειγμα, μποχερσίζει, ενώ Οι κιβδηλοποιοί το Αντρέ Ζιντ μοιάζουν μια κάποια λογοτεχνική αναφορά, την ώρα που Το τούνελ του Γκας στριφογυρίζει στο μυαλό του αναγνώστη, παρέα ίσως με το Ζωή, οδηγίες χρήσεως του Περέκ.

Εντυπωσιακό σε σύλληψη και εκτέλεση, το Σπίτι από φύλλα αποτελεί σίγουρα ένα λογοτεχνικό ορόσημο, ένα βιβλίο που δικαίως συνεχίζει να εγείρει λογοτεχνικές συζητήσεις, στο όριο συχνά της πολεμικής, άλλωστε πάντοτε ένα τέτοιο φιλόδοξο εγχείρημα θα δημιουργεί δύο στρατόπεδα, εκείνους που το θεωρούν λογοτεχνικό επίτευγμα και εκείνους που το προσεγγίζουν με πιο έντονο σκεπτικισμό, εκφράζοντας υποψίες πως πρόκειται για ένα χάλκευμα, εντυπωσιακό στην όψη αλλά χαμηλής αξίας. Παρότι θα αρνηθώ να μπω σε συζήτηση για το αν αξίζει τα λεφτά που κοστολογείται, άλλωστε το χρήμα και αν είναι σχετική έννοια, θα ταχθώ με τους πρώτους, κυρίως για κάτι που έθεσα εξαρχής ως μέρος της συγγραφικής φιλοδοξίας και έχει να κάνει με το γεγονός πως απευθύνεται σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό παρά τις όποιες τεχνικές ιδιαιτερότητες και τον μεγαλεπήβολο ορίζοντα φιλοδοξιών, και όχι σε ένα περίκλειστο ολιγομελές κλαμπ. Ακόμα και αν υποθέσουμε πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ξεπέρασε τον πήχη της φιλοδοξίας, αλλά πέρασε από κάτω, θα συμφωνούσαμε, θαρρώ, πως μιλάμε για μεγάλα ύψη, ικανά να προσφέρουν, το κυριότερο όλων, αναγνωστική απόλαυση, αλλά και να ενσωματώσουν μια σειρά από φιλοσοφικά, αισθητικά και λογοτεχνικά ζητήματα, που, κυρίως αυτά, καθιστούν την κατασκευή σύγχρονη, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η λογοτεχνία τα θέτει και δεν τα απαντά, όχι με ένα αυστηρό σύστημα τουλάχιστον.

Ο άθλος της μετάφρασης, της επιμέλειας και του στησίματος της κατασκευής απαιτεί τον θαυμασμό μας. Τη μετάφραση έφερε εις πέρας η Αθηνά Δημητριάδου, τις διορθώσεις η Κατερίνα Γιανναδάκη και τη σελιδοποίηση ο Μιχάλης Παπαρούνης και η Futura.

Κλείνοντας θα επανέλθω στους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση γύρω από το Σπίτι από φύλλα. Οι θρυλικές διαστάσεις που έχει λάβει, με αποτέλεσμα η απόκτησή του να έχει γίνει έμμονη ιδέα για πολλούς, είναι ευπρόσδεκτες, πάντοτε, όμως, όταν μιλάμε για βιβλία, το σημαντικότερο όλων είναι η ανάγνωση και όσα απορρέουν εκείνης, τα υπόλοιπα είναι απλώς παραφερνάλια, συχνά άσχετα με το ίδιο το βιβλίο, που στην περίπτωση αυτή, είναι ένα φιλόδοξο, μάλλον πετυχημένο, εγχείρημα, σίγουρα ικανό να επιζήσει της αναγνωστικής λήθης.

υγ. Μακάρι να κυκλοφορήσει ξανά. Φοβάμαι, ωστόσο, πως το κόστος και άρα το ρίσκο είναι μεγάλο.

Υγ.2 Για το Οι κιβδηλοποιοί  περισσότερα εδώ, ενώ για το Ζωή, οδηγίες χρήσεως εδώ.

Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Μια μέρα θα γυρίσω - Juan Marsé

Ενίοτε συμβαίνει το βιβλίο εισόδου στη βιβλιογραφία ενός συγγραφέα να μην είναι το κατάλληλο. Αυτό μου συνέβη (και) με τον Μαρσέ, για τον οποίο καλά λόγια άκουγα, αλλά όταν δοκίμασα να διαβάσω Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα λίγωσα και δεν άντεξα, το παράτησα μετά από εκατό, ίσως και λιγότερες, σελίδες, χωρίς τύψεις και ενοχές, απαλλαγμένος εδώ και χρόνια από τον ψυχαναγκασμό της ολοκλήρωσης μιας ανάγνωσης. Εκείνο το βιβλίο δεν ήταν για μένα. Και ακόμα χειρότερα, σίγουρα υπό τον όγκο των επιθυμητών προς ανάγνωση βιβλίων, γενίκευσα και τοποθέτησα τον Μαρσέ στην κατηγορία των ασύμβατων με το γούστο μου συγγραφέων. Η πρόσφατη κυκλοφορία τού Μια μέρα θα γυρίσω με δελέασε παρά την προκατάληψη, είχα τους λόγους μου, το όνομα της μεταφράστριας, κυρίως, αλλά και του εκδοτικού οίκου. Δεν είχα καθόλου προσδοκίες, το αντίθετο μάλιστα, ήμουν εξ αρχής σε επιφυλακή άμεσης εγκατάλειψης. Και όμως, διάβασα τις πρώτες εβδομήντα σελίδες χωρίς να σηκώσω κεφάλι και απογοητευμένος αναγκάστηκα να το αφήσω μέχρι αργότερα εκείνο το απόγευμα.

Είναι η ιστορία του Τζαν Τζουλιβέρτ, που, μετά από χρόνια φυλάκισης, επιστρέφει σπίτι του. Βρισκόμαστε στη μέση περίοδο του φρανκικού καθεστώτος, όταν πια ο αχός του εμφυλίου έχει κατακάτσει και η πλειοψηφία, από φόβο και συνήθεια, σωπαίνει, η ζωή στη Βαρκελώνη προχωρά. Την αποφυλάκισή του την περίμεναν αρκετοί. Περισσότερο απ' όλους ο Νέστορας, ο έφηβος ανιψιός του, για τον οποίο ο Τζαν υπήρξε ένα ίνδαλμα, που η επιστροφή του θα έβαζε στη θέση τους τα πράγματα, αφού πια η μητέρα του δεν θα αναγκαζόταν να εκδίδεται, οι δυο τους θα ερωτευόντουσαν, ο θείος του θα δούλευε και θα προστάτευε την οικογένεια από τα σχόλια της γειτονιάς, σαν άλλος Οδυσσέας θα εξουδετέρωνε τους νεαρούς μνηστήρες. Αλλά και η Μπαλμπίνα τον περίμενε, χωρίς ίσως να ξέρει για τι ακριβώς, και παλιοί φίλοι και σύντροφοι με λογαριασμούς ανοιχτούς. Η επιστροφή του αφήνει τη γειτονιά με κομμένη την ανάσα να περιμένει να δει πώς θα αντιδράσει.

Η δράση διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το βιβλίο γράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Αυτή η διάκριση έχει σημασία για την πρόσληψη του έργου, καθώς αφήνει να διαφανούν εκείνα τα στοιχεία της συγχρονίας που ο συγγραφέας τοποθετεί εντός της πλοκής, στοιχεία που καθιστούν το μυθιστόρημα διαχρονικά επίκαιρο και βαθιά πολιτικό χωρίς κραυγές, θίγοντας ζητήματα συλλογικής μνήμης· πού τοποθετείται άραγε το σημείο μηδέν, πώς γλύφει και θεραπεύει μια κοινωνία τις ανοιχτές πληγές της, πώς συνεχίζει. Ο Μαρσέ, στηριζόμενος σε έναν φοβερό αντιήρωα, όπως ο Τζαν, τοποθετεί γύρω του με επιμέλεια και αληθοφάνεια μια σειρά από πρόσωπα, και αφηγείται μια ιστορία απλή, λαϊκή και μάλλον γνώριμη. Χωρίς αφηγηματικά ρίσκα και ιδιαίτερα κόλπα, σε μια μάλλον ήπια και συμβατική αφήγηση, ο Μαρσέ υπογράφει ένα όμορφο μυθιστόρημα, που δεν υποφέρει από τα έντονα μελό συστατικά που τόσο με ζόρισαν στην προηγούμενη απόπειρα μαζί του. Το μόνο αφηγηματικό εύρημα είναι εκείνο της διαδοχής δύο αφηγηματικών προσώπων, ενός παντογνώστη αφηγητή και ενός φίλου του Νέστορα, εύρημα που, παρότι δεν φανερώνει ξεκάθαρα τον λόγο ύπαρξής του, αποδεικνύεται μη ενοχλητικό και λειτουργικό. Η πλοκή, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναμονής, διαθέτει μια υπόγεια δύναμη τέτοια που δημιουργεί μια υπέροχη αντίστιξη με τη συχνά ποιητική γλώσσα του Μαρσέ, γεμάτη από παρομοιώσεις και περιγραφές, που ωστόσο δεν βαραίνουν το μυθιστόρημα.

Τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας από την αποφυλάκιση του Τζαν και έπειτα, οι μετρημένες αναλήψεις και η απουσία προλήψεων, η σχεδόν γραμμική αφήγηση, η επιμονή στο εδώ και τώρα της πλοκής, η αυτοδυναμία των διαφόρων υποϊστοριών και η αβίαστη ένταξή τους στο κυρίως σώμα, φανερώνουν έναν ικανό τεχνίτη της αφήγησης, που διατηρεί διαρκώς τον έλεγχο του τέμπο και της προώθησης, που δεν έχει ανάγκη από περιττές εξηγήσεις και παρεκβάσεις, που θα βάραιναν την ιστορία παρά θα τη διευκόλυναν. Ο Μαρσέ ποντάρει πολλά στα πρόσωπα, σπαταλάει κόπο για να τους επιτρέψει να αποκτήσουν διαστάσεις, χωρίς να υποχωρήσουν υπό το βάρος της αναπόφευκτης στερεοτυπίας, και η επιμονή του επιβραβεύεται. Η σημαντικότερη ωστόσο συγγραφική επιλογή έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Μαρσέ αποφεύγει να υποταχθεί στη σαγήνη και τον μύθο της φρανκικής Βαρκελώνης, δεν ποντάρει σε αυτή παραπάνω από το σκηνικό εντός του οποίου τα πρόσωπα κινούνται και δρουν.

Ο συγγραφέας δεν υποτάσσεται ούτε στη διάκριση του καλού από το κακό, δεν απανθρωποιεί τα πρόσωπα της ιστορίας στολίζοντάς τα με έννοιες απόλυτες και στην πραγματική ζωή απούσες, απεκδύεται τον οποιοδήποτε χαρακτήρα διδαχής, δεν επαιτεί το αναγνωστικό συναίσθημα, δεν πετάει ακόμα και τους φαινομενικά κακούς της ιστορίας στην αρένα με τα λιοντάρια προς τέρψη ενός αιμοδιψούς κοινού. Και μπορεί μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας να αποτελείται από ιδιαίτερες πράξεις και ξεχωριστά πρόσωπα, υπάρχει όμως και εκείνη η λογοτεχνία που επιχειρεί να συντονιστεί με τον βιορυθμό της πραγματικότητας, ξέροντας πως θα δυσαρεστήσει εκείνους που απαιτούν τη στράτευση και την επιβεβαίωση προσδοκιών και βεβαιοτήτων σχετικά με κάτι που συνέβη παλιά, σε μια προσέγγιση μαύρο-άσπρο, αδιαφορώντας για τις μεταξύ τους αποχρώσεις. Ο Μαρσέ, και ίσως εδώ να εξηγείται και να δικαιώνεται η αφηγηματική εναλλαγή, καθιστά το συντριπτικό μέρος των προσώπων της πλοκής κοινό του δράματος στο οποίο συμπρωταγωνιστούν, και που, όπως ο αναγνώστης, έτσι και εκείνοι αδημονούν για τις αποφάσεις και τις ενέργειες του Τζαν, τη στιγμή που αναδύεται η διαχρονική ανάγκη για ήρωες και τιμωρούς του καλού, η ανάθεση της πράξης δηλαδή εκ μέρους της σιωπηλής πλειοψηφίας. 

Δεν ήταν μόνο η συγγραφική υπογραφή που μου δημιουργούσε ενστάσεις και επιφυλάξεις, αλλά και η ίδια η χρονική περίοδος, ο Ισπανικός Εμφύλιος και η μετέπειτα φρανκική περίοδος είναι ένα θέμα που με έχει μάλλον κουράσει, από το οποίο δεν περιμένω πια πολλά. Αυτό κατέστησε την αναγνωστική εμπειρία διπλά απροσδόκητη, η απόλαυση, όταν δεν την περιμένεις με προσδοκίες στη γωνία, τότε δύναται να σε πάρει και να σε σηκώσει, και αυτό μου συνέβη. Υπάρχει έλλειψη από καλή, λαϊκή λογοτεχνία, που να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ασχολούμενη με θέματα δημοφιλή, με όρους που ταυτόχρονα επιτρέπουν την πρόσβαση χωρίς να υποφέρουν από λογοτεχνική εκποίηση και την ανάγκη για στράτευση. Και αφού υπάρχει έλλειψη, τούτο σημαίνει πως υπάρχει και ανάγκη για μια τέτοια λογοτεχνία. Και το Μια μέρα θα γυρίσω είναι μια τέτοια περίπτωση.

Μετάφραση Ναταλί Φύτρου
Εκδόσεις ακυβέρνητες πολιτείες

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Εμείς - Γιεβγκένι Ζαμιάτιν

Έστω και την ύστατη στιγμή, λίγο πριν και αυτή η χρονιά τελειώσει, ολοκλήρωσα τη δεκάδα των καλύτερων βιβλίων που δεν διάβασα το '22. Μια λίστα στον αντίποδα όσων ξεχώρισαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, μια λίστα με απωθημένα να υπενθυμίζει κάποιες από τις αναγνώσεις που αναπόφευκτα δεν χώρεσαν. Από τη στιγμή της νέας έκδοσης του εμβληματικού Εμείς τού Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, σε μετάφραση Σοφίας Αυγερινού, για πρώτη φορά, από τα ρωσικά, αλλά και με επιλεγόμενα δια χειρός της Ούρσουλα Λε Γκεν και του Τζορτζ Όργουελ, είχε ήδη καταστρωθεί ένα σχέδιο επιστροφής, δέκα και βάλε χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση.

Η επιστροφή είναι ταξίδι ολόκληρο και όχι μισιακό. Θυμόμουν ελάχιστα από εκείνη την ανάγνωση· το σχέδιο για αποστολή ενός μηνύματος σε άλλους πλανήτες, το έντονα πολιτικό στοιχείο, την αμφιταλάντευση του πρωταγωνιστή, την απουσία υπολογιστών, γεγονός που με είχε εντυπωσιάσει τότε, την πικρή πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα βιβλία που λογοκρίθηκαν, την έντονη επιρροή του στο υπό διαμόρφωση σώμα της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, που με τα χρόνια από παραπαίδι κατάφερε να ανελιχθεί στο σώμα αυτό που αποκαλούμε καλή λογοτεχνία. Το γύρισμα των σελίδων ανέσυρε από τα βάθη της μνήμης την πεπατημένη οδό, την οικειότητα που η επιστροφή φέρει καθώς παραμερίζει την επικρατούσα λήθη.

Βρισκόμαστε αρκετά χρόνια ύστερα. Μετά από έναν διακοσαετή πόλεμο που αφάνισε την πλειοψηφία των ανθρώπων και εγκαθίδρυσε το Μονοκράτος, του οποίου ηγείται ο μεγάλος Ευεργέτης. Η λογική έχει επικρατήσει, οι ανθρώπινες αδυναμίες του συναισθήματος, της φαντασίας και του ονείρου έχουν καταχωνιαστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η ψυχή δύναται να γιατρευτεί από τις αρρώστιες της, τώρα πια δεν έχουμε ανθρώπους αλλά νούμερα, κατηγοριοποιημένα με βάση τις ιδιότητες τους, που κατοικούν σε γυάλινα και διαφανή δωμάτια, ακολουθώντας ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα. Πρωταγωνιστής και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας είναι ο Δ-503, που ηγείται μιας ομάδας με αποστολή να στείλουν το Ολοκλήρωμα σε άλλους πλανήτες μεταφέροντας το μήνυμα πως η ευτυχία υπάρχει μόνο υπό τη λογική και όχι υπό την ελευθερία όπως λαθεμένα ακόμα κάποιοι πιστεύουν. Το μυθιστόρημα αποτελείται από σαράντα εγγραφές, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο της ζωής του Δ-503, του οποίου η ζωή μοιάζει να παρεκτρέπεται της σαφώς ορισμένης και προδιαγεγραμμένης τροχιάς της, φέρνοντας τον ορθολογισμό και τη λογική του απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό όπως το συναίσθημα.

Ο Ζαμιάτιν δεν επιχείρησε να μακιγιάρει, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι, το μυθιστόρημά του με τρόπο τέτοιο ώστε να περάσει κάτω από τα ραντάρ της λογοκρισίας, ο πολιτικός χαρακτήρας του, η στόχευσή του στην υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική συνθήκη, παρότι μεταφερμένη στο απώτερο μέλλον, είναι ορατή και πανταχού παρούσα. Δεν υπέκυψε όμως ταυτόχρονα και στην πλήρη στράτευση σε βάρος της λογοτεχνικότητας. Κατάφερε έτσι να παραδώσει ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, έναν ειδολογικό προπομπό, μια πολιτική δυστοπία που άντεξε στον χρόνο. Μπορεί το έργο αρχικά να υπερτιμήθηκε στον ελεύθερο κόσμο, καθώς εντάχθηκε στο σώμα μιας λογοτεχνίας αντιφρονούντων στο σταλινικό καθεστώς, κατάφερε ωστόσο, ακριβώς επειδή το κυρίως διακύβευμά του είναι η ανθρώπινη ελευθερία, η εναντίωση σε κάθε μορφής ανελευθερίας ανεξάρτητα από το πώς ονομάζει κανείς το εκάστοτε πολιτικό στάτους, να παραμείνει επίκαιρο σε όλη τη διαδρομή των χρόνων που μεσολάβησαν έκτοτε, να ξεφύγει από τα στενά όρια της Σοβιετικής Ένωσης ως σκηνικό δράσης, που έτσι και αλλιώς δεν κατονομάζεται ρητά, ακόμα και αν η λογοκρισία μεταμφιέστηκε, όπως η Λε Γκεν παρατηρεί με οξυδέρκεια, σε νόμο της αγοράς, στην αναγωγή των βιβλίων σε καταναλωτικό αγαθό που υπόκειται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

Καταστασιακά το μυθιστόρημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί προφητικό, καθώς ήταν το σύγχρονο καθεστώς διακυβέρνησης εκείνο το οποίο δημιούργησε τις συνθήκες, παρότι μεταχρονολογημένες στο μακρινό μέλλον, που επικρατούν στον πλανήτη γη. Είναι ένα επίθετο που συχνά χρησιμοποιείται για μείζονα έργα της επιστημονικής φαντασίας, που συνήθως έχουν μια δυστοπική εξέλιξη της ανθρωπότητας, αλλά, θέλω να πιστεύω, πως οι δημιουργοί άλλο δεν έκαναν παρά, με τις ευαίσθητες κεραίες πρόσληψης του παρόντος, να κρούουν τον κώδωνα για όσα θα ακολουθήσουν. Η παραπάνω αναφορά στον επίκαιρα διαχρονικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος είναι άλλωστε εκείνη που το διατηρεί στον αφρό της αναγνωστικής ζήτησης, παρότι, η αλήθεια είναι, πως λογοτεχνικά δύσκολα θα έβρισκε μια θέση στον κανόνα, εκτός και αν κάποιος αναλάμβανε να συντάξει μια λίστα πιο ειδική, ενώ και στο κομμάτι της επιστημονικής φαντασίας μοιάζει αναπόφευκτα, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, κάπως παρωχημένο. Η μεταφράστρια Σοφία Αυγερινού στον, σύντομο και εύστοχο, πρόλογό της αναφέρεται στην πρώτη ανάγνωση, σε μετάφραση από την αγγλική έκδοση, που, παρότι άρτια, όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει, εντούτοις στάθηκε αδύναμη να επιβεβαιώσει τα λόγια θαυμασμού γι' αυτό το βιβλίο. Όταν αργότερα διάβασε την πρωτότυπη εκδοχή συνειδητοποίησε πόσο η παρένθετη μετάφραση αλλοίωσε γλωσσικά και ατμοσφαιρικά το βιβλίο.

Αυτή η νέα μετάφραση έρχεται να ανανεώσει τη σχέση του κλασικού αυτού βιβλίου με το αναγνωστικό κοινό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν και τα επιλεγόμενα της Λε Γκεν και του Όργουελ, λογοτεχνικών απογόνων του Ζαμιάτιν, έστω και αν τον διάβασαν αρκετά αφότου είχαν αρχίσει να γράφουν και να εκδίδουν. Έχοντας αντιμετωπίσει παρόμοιες διαδρομές έμπνευσης και σκέψης, διαθέτουν την οικειότητα εκείνη που τους επιτρέπει να αντιληφθούν τις αρετές αλλά και τα προβλήματα του Εμείς, τη στιγμή που επιχειρούν να το φέρουν υπό κρίση στο σήμερα. Ειδικά το κείμενο της Λε Γκεν είναι υπέροχο.

Η επιστημονική φαντασία ως είδος μοιάζει να ταιριάζει περισσότερο στην αναγνωστική εφηβεία, τότε που το αίμα ακόμα βράζει και η στράτευση εγείρει τα πάθη. Και όμως. Παρότι επέστρεψα σε αυτό ως νεαρός μεσήλικας δεν με ενόχλησε κάτι, δεν διέκρινα συμπτώματα παιδικών νόσων, δεν έπεσε, θέλω να πω, από το ίδιο του το βάρος. Μπορεί, η αλήθεια είναι, να μην ένιωσα εκείνο τον ενθουσιασμό, εκείνη την αίσθηση της επιβεβαίωσης για την άσχημη τροπή της πραγματικότητας, βλέπετε τότε η εκπληρούμενη προφητεία με αναστάτωνε επιβεβαιώνοντας τις δικές μου(;) σκέψεις, όμως έτσι, καθαρός από την αναζήτηση του πολιτικού κώδωνα, μπόρεσα να διακρίνω άλλες αρετές, όπως για παράδειγμα την καταβύθιση του ήρωα, το ταξίδι του, τον ολοένα και πιο ασθματικό τρόπο σύνταξης των καταχωρίσεων, ενώ ξεχώρισα κάπου στο βάθος την κραυγή του ίδιου του συγγραφέα, αλλά και το μήνυμα ελπίδας πως τίποτα δεν είναι ολοκληρωτικά χαμένο, την, έστω και συγκρατημένα δοσμένη, παράδοξη αισιοδοξία που αναβλύζει το μυθιστόρημα αυτό.

Μια ακόμα αναγνωστική επιστροφή, μια ακόμα αναμέτρηση με τον τότε αναγνωστικό εαυτό.

υγ. Τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22, τη βρίσκετε εδώ. Το προ δεκαετίας κείμενο για το Εμείς εδώ.

Μετάφραση Σοφία Αυγερινού
Εκδόσεις Έρμα