Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Εκείνος που δεν με συντρόφευε - Maurice Blanchot




Από όλες τις εντυπώσεις που με άγγιξαν, πιστεύω ότι η πιο δυνατή ήταν τούτη: ότι ποτέ το προφανές της πραγματικότητας δεν είχε υπάρξει τόσο πιεστικό όσο σε αυτήν την ολίσθηση προς την εξαφάνιση· σε αυτήν την κίνηση είχε παραδοθεί κάποιο πράγμα που ήταν μια νύξη σε ένα γεγονός, στην μυχιότητά του, ως εάν, γι' αυτήν την φιγούρα, το να εξαφανιστεί να ήταν η πιο ανθρώπινη αλήθεια της και επίσης η πλησιέστερη σε εμένα.

Κάποτε, το καταφύγιο ανακαλύπτεται τυχαία, και, ενώ το σκοτάδι έχει κυριαρχήσει, ο φόβος διψάει για αδρεναλίνη. Ύστερα ο καιρός περνάει, ανάμνηση κακή με αίσιο τέλος, τα παραμύθια που μας έλεγαν σαν ήμασταν μικροί -ή μεγαλύτεροι- δεν βοήθησαν τελικά. Και αν διαθέτουμε τη λύση σύντροφοι, το μέγα πρόβλημα είναι η αδυναμία διάκρισης του προβλήματος, εκεί χωλαίνουμε, όμως η αυταρέσκειά μας αρνείται την σωτήρια τυχαιότητα, το μοιρολατρικό σημάδι και επιμένει: ήξερα και έπραξα. Καλά.

Δεν μπορώ να εκφραστώ αλλιώς. Μου φαίνεται ότι, μέσα στη σύγχυσή μου όπου έπρεπε να παλεύω εναντίον του ατέρμονου κι ωστόσο να το υψώνω στην ημέρα, να απαγορεύω στον εαυτό μου να είναι αγχωμένος, να αναζητά μια στιγμή η οποία δεν ήθελε να την αναζητούν κι ωστόσο αυτό επιθυμούσε, μέσα σε τούτον τον χώρο του οποίου έπρεπε να υποστηρίξω την ομοιότητα, έβαζα όλες τις δυνάμεις μου για να παραμείνω συνδεδεμένος με εμένα τον ίδιο.

Ήδη, από τα χρόνια της φιλολογικής μαθητείας, του κυρίαρχου ερωτήματος: τι θέλει να πει ο ποιητής;, που πυροδοτούσε τη φαντασία για ελάχιστο χρόνο πριν της προσαρμόσει την ερμηνεία του σχολικού βοηθήματος, ήδη από τότε λοιπόν, ένιωθα μιαν ενόχληση, ανείπωτη και αόριστη, γεμάτη από την ενοχή του ακατανόητου. Όμως, κάθε τι περιττό δεν μπορεί παρά να πέσει από το ίδιο του το βάρος. Η συναίσθηση και η κατανόηση δεν πορεύονται πάντοτε αρμονικά, ενίοτε δε, βαδίζουν ανεξάρτητα. Τώρα ξέρω πως τότε, την πρώτη φορά, το βίωσα, τότε όμως δεν υπήρχε η ανάγκη της υπογράμμισης, τώρα στην επιστροφή τραβώ μολυβιά.

Το γεγονός ότι κάποιος ήταν καθισμένος εκεί, σε αυτήν την πολυθρόνα, είχε μια ταπεινή αλήθεια, την αλήθεια αυτής της τόσο περιορισμένης θέσης, και δεν μπορούσα παρά να στοχάζομαι ανεξάντλητα επάνω σε αυτήν την αλήθεια από την οποία μου έμεναν τόσα λίγα πράγματα, διότι η αλήθεια αυτή δεν σήμαινε ούτε καν την ανάπαυση, μια στάση ανάπαυσης, αλλά εξίσου την αδιαφορία για την ανάπαυση.

Όχι μόνο η συνειδητοποίηση, μα και η έμπνευση, η ποθητή επιρροή, η ανακάλυψη του νήματος που υποστηρίζει την αναγκαία βεβαιότητα. Διαβάζω τις παραπάνω γραμμές, θυμάμαι μια ιδέα που είχα κάποτε, με απασχόλησε για τρεις ημέρες όπως αποδεικνύουν, δίχως αιδώ, οι ηλεκτρονικές καταχωρήσεις, ό,τι απέμεινε να την συνοψίζει είναι τρεις γραμμές: Στη καρέκλα, εδώ απέναντί μου, που τώρα κάθεσαι εσύ, συνήθιζε, δεν πάει καιρός, να κάθεται μια σκιά. Είναι παράξενο που επικεντρώνομαι στο αποτέλεσμα και όχι στην αιτία, γιατί ποια σκιά υπάρχει άραγε δίχως το φως; Ήταν 18 Αυγούστου του 2009. Η σύνδεση αποκαταστάθηκε.

Το κάθε πράγμα έχει ένα τέρμα, η απόγνωση όμως δεν έχει, αυτή δεν γνωρίζει τον ύπνο, δεν γνωρίζει τον θάνατο, στιγμή προς στιγμή περνώ αυτή τη δοκιμασία· η ημέρα δεν την φωτίζει, η νύχτα είναι το βάθος της, η ζωντανή μνήμη της. Ο κύκλος που σχηματίζουν ολόγυρά μου τα λόγια, στο έξω με κλείνει κι ωστόσο πάντα πάλι μέσα μου.

Η ύποπτη ευκολία με την οποία συγχέεται ο ρεαλισμός με την απαισιοδοξία, η απόπειρα να αποτιναχθεί το βάρος της ύπαρξης, να επικρατήσει επιτέλους, λένε, η χαρά για ζωή, λένε και τριγυρίζουν περίλαμπροι από τραπέζι σε τραπέζι με την χείρα προτεταμένη, κρύβοντας επιμελώς πίσω από το κάτω χείλος τη φράση που θα ήθελαν να φωνάξουν: δικός μου ο θρόνος. Το επίτευγμα δεν είναι ο λόγος αλλά ο συνδυασμός του με την ζωή, αυτό θαυμάζω εγώ. Συμβουλή ταπεινή: να διαβάσετε τον Χώρο της λογοτεχνίας, ένα δοκίμιο γεμάτο από ζωή, ή μια ζωή σε δοκιμιακή απόδοση, όπως προτιμάτε, το λογοτεχνικό αντίστοιχο του κινηματογραφικού Σμιλεύοντας τον χρόνο.

 Εκείνος που δεν με συντρόφευε.
Και εγώ.



Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης
Εκδόσεις Σμίλη
 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Άδεια Ξενοδοχεία - Φαίδων Ταμβακάκης




Σεπτέμβρης. Μέχρι τις είκοσι μία καλοκαίρι και οι άνθρωποι να επιμένουν να σε τσουβαλιάζουν με τους φθινοπωρινούς, δεν είναι κρίμα; Κάθε εποχή με τον αδικημένο της. Έτσι λένε είναι η ζωή, επικρατεί η πλειοψηφία που αποφάσισε πρώτη του μήνα να λέει φθινόπωρο, έτσι, γιατί μπορεί.

Λίγο πριν τελειώσει το καλοκαίρι και η παραλία παραδοθεί στο κύμα, μια τελευταία απόδραση. Και οι τεράστιοι τσιμεντένιοι όγκοι κενότεροι όλων να χάσκουν, κλειδωμένοι διπλά, εγκαταλελειμμένοι βιαστικά· τα ξενοδοχεία.

Στην παραλία, χρόνια τώρα, επιβάλλεται μια οικοδομή, ένα φιλόδοξο σχέδιο που κάπου στο δρόμο απαξιώθηκε. Φέτος, δίπλα στο σκουριασμένο από την αλμύρα Διατίθεται, με το πενταψήφιο νούμερο να θυμίζει μιαν άλλη εποχή, κάποιος θαρραλέος έγραψε: Σε αγαπώ πολύ.

Έλειπε εκείνο το μπαρ, η αύρα του, ο κήπος με τις λεμονιές και τις κούνιες. Είπαν: αυτό το καινούριο που άνοιξε θα του μοιάζει. 

Έρχεται η τελευταία Κυριακή, η παραθαλάσσια πόλη θα αποχαιρετήσει οριστικά τους τελευταίους επισκέπτες, η αναλαμπή του επερχόμενου "ΌΧΙ", αν προκύψει τριήμερο και ο καιρός βοηθήσει, δεν μετράει. Θλίψη. Δύο φορές ήμουν εκεί την ώρα του αποχωρισμού, μένοντας και όχι φεύγοντας, αυτός που μένει πονά διαφορετικά καθώς όλα μένουν ίδια, και όμως άδεια, όσοι αποχωρούν ξεγελιούνται με τα σχέδια της νέας χρονιάς. Πια, εφόσον μπορώ, φεύγω λίγο πριν. Έτσι και φέτος.

Έχει κάτι η γραφή του Ταμβακάκη που με συγκινεί βαθιά, ακόμα και όταν η ιστορία που διηγείται μου είναι αδιάφορη. Έτσι, λόγω θεματικής, θα την πατούσα αν δεν επέμενε ο Λ., και ακόμα δεν θα είχα διαβάσει κάτι δικό του, επιμένοντας πως εμένα οι θαλασσινές ιστορίες δεν μου αρέσουν, και ας έχω δακρύσει με τόσες, πάντα η μνήμη πρώτο φέρνει τον Καββαδία, γαμώτο.

Αν κάτι σε συγκινεί, είναι αυταπόδεικτα σπουδαίο, ούτε λόγια, ούτε επιχειρήματα. Τέτοια περίπτωση συγγραφέα είναι ο Ταμβακάκης. Και στην τελευταία σελίδα, νιώθοντας οικεία από την γνωριμία, μοιράζεται μαζί σου ένα μυστικό, για τον χειμώνα που θα έρθει.

Το καλοκαίρι τέλειωσε, πριν λίγες εβδομάδες.


υ.γ Πρώτα η Υστάτη, ύστερα Οι ναυαγοί της Πασιφάης. Για το μέλλον τα υπόλοιπα, και επιτέλους, μετά από τόσες αναβολές, Fowles. 



Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

μια χαρά - Χρίστος Κυθρεώτης





Μια χαρά, όπως τα ξέρεις. Έτσι, εμφανώς ειρωνικά και παραλείποντας το ερωτηματικό εσύ, απαντώ στην τυπική ερώτηση: πώς πάει;, διατυπωμένη στη μέση ενός πολύβουου δρόμου, ύστερα από μια τυχαία -μόνο ως προς τις πιθανότητες- συνάντηση με κάποιον από το παρελθόν, αν δεν έχω καταφέρει να τον αποφύγω εγκαίρως. Αυτό το μια χαρά σκέφτηκα όταν αντίκρισα τον τίτλο της συλλογής του Χρίστου Κυθρεώτη, της απρόσωπης και γενικόλογης άμυνας στην ανακριτική εισβολή, που απαιτεί μια απάντηση σύντομη, περιεκτική και κατατοπιστική για να ξεδιψάσει μια υποχρέωση του φαίνεσθαι, μια ακόμα. Κάπως έτσι θα απαντούσαν και οι ήρωες των διηγημάτων του Χρίστου Κυθρεώτη.

Η λέξη κρίση είναι πιθανότατα η πλέον χρησιμοποιημένη των τελευταίων ετών, και όσο επαναλαμβάνεις μια λέξη τόσο εκείνη χάνει την αρχική της δύναμη, φθείρεται αναπόφευκτα, μόνο η λέξη όμως, όχι η πραγματικότητα, δυστυχώς. Κάθε ένας από τους ήρωες του Κυθρεώτη βιώνει την προσωπική του κρίση, δίχως τρόικα και εξωτερικό χρέος, μια κρίση βαθιά προσωπική, ενταγμένη στο αστικό τοπίο, βεβαρυμένη από το παρελθόν, που απαιτεί εκτόνωση.

Τα έξι διηγήματα της συλλογής μοιάζουν να σχηματίζουν τρία ζεύγη, γεγονός, που σε συνδυασμό με την ευδιάκριτη κοινή συγγραφική γλώσσα, προσδίδει μια συνέχεια και αφαιρεί κάθε αίσθηση αποσπασματικότητας και τυχαίας συστέγασης για τις ανάγκες της έκδοσης, γεγονός που τείνει δυστυχώς να αποτελέσει τον κανόνα για τις συλλογές μικρής, της ούτως ή άλλως πολύπαθης, φόρμας. 

Στις δύο πρώτες ιστορίες (Σκόνη από κιμωλία, Το ραντεβού) οι ήρωες κατάγονται από τα Πατήσια και επιθυμούν να μας διηγηθούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, ένα σημαντικό συμβάν που σημάδεψε τη ζωή τους, ο ένας μια αιματηρή συμπλοκή οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, ο άλλος το ραντεβού του με μια κοπέλα πραγματικά πανέμορφη. Κοινό στοιχείο των δύο διηγημάτων αποτελεί η ευφυής σύλληψη και χρήση του ευρήματος, στην πρώτη περίπτωση η κιμωλία και στη δεύτερη η ελάχιστη μυωπία της πανέμορφης κοπέλας.

Στο επόμενο ζεύγος (Μια χαρά, Σημάδι στο μπράτσο) τόσο η κοπέλα όσο και το αγόρι, αντίστοιχοι ήρωες των διηγημάτων, φέρουν το οικογενειακό βάρος, οι χωρισμένοι γονείς από τη μια και η νεκρή γιαγιά από την άλλη προκαλούν συναισθηματικά αδιέξοδα, δύσκολα διαχειρίσιμα, ένα βάρος ξένο μα ταυτόχρονα οικείο.

Και για το τέλος η σύνθεση. Στο Καλύτερο που μπορεί να συμβεί, που αποτελεί και το μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα της συλλογής, ο ήρωας βιώνει ένα συναισθηματικό και επαγγελματικό αδιέξοδο, ενώ η κοπέλα του μαθαίνει πως ο πατέρας της πάσχει από καρκίνο, και μπορεί ο λόγος να δίνεται σε εκείνον, που αδιαμφισβήτητα κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως και εκείνη βρίσκει τον χώρο να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί, ενώ και πάλι το εύρημα αποτελεί την πινελιά απογείωσης. Τελευταίο, και με μια προσέγγιση πιο πειραματική σε σχέση με τα υπόλοιπα, το Απλά ο χρόνος που κυλάει, με τον (εσωτερικό) μονόλογο της Ελένης, που λίγο πριν την αλλαγή του έτους ακούει το τηλέφωνο να χτυπά και δεν το σηκώνει, φοβάται, βλέπετε, πως θα είναι η μάνα της και όχι εκείνος που της είχε υποσχεθεί πως θα αφήσει τη γυναίκα του για χάρη της, ανάγκη εκ των υστέρων δημιουργημένη, εκείνη δεν ήταν έτσι. Διήγημα που μου έφερε στο νου τη Γραμμή του ορίζοντος, του σπουδαίου Χρήστου Βακαλόπουλου, τον μονόλογο της Ρέας που αποφασίζει να εγκαταλείψει οριστικώς τον Γιάννη. 

Χαρακτηριστικό ενός ώριμου γραφιά -ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο πρώτο ή στο νιοστό βιβλίο του- στα δικά μου μάτια είναι η αδιαφορία απέναντι στο κυνήγι της Χίμαιρας που ονομάζεται πρωτότυπη ιδέα και της οποίας οι πιστοί ευαγγελίζουν πως άπαξ και εμφανιστεί αρκεί από μόνη της για τη δημιουργία λογοτεχνίας. Ο ώριμος γραφιάς ξέρει πως σχεδόν όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί, και πως μεγάλο μέρος εκείνων των ακόμα ανείπωτων αποτελεί δικαιοδοσία της δημοσιογραφίας μάλλον, και αυτός είναι ο λόγος που ο γραφιάς μάχεται με εργαλεία αμιγώς λογοτεχνικά, επενδύοντας στον τρόπο με τον οποίο θα διηγηθεί την ιστορία που τον απασχολεί. Ο Κυθρεώτης μοιάζει να το γνωρίζει καλά αυτό, πίσω από το κάθε διήγημα διακρίνεται μια καρτερική επιμονή, οι λέξεις να μπουν στη σωστή σειρά, τα αχρείαστα σημεία στίξης να παραμερίσουν, οι περιγραφές να ενταχθούν ομαλά στην αφήγηση, η θλίψη και το γέλιο να πηγάζουν ανόθευτα. Οι μακροπερίοδες περιγραφές των δύο πρωταγωνιστών στο Ραντεβού, αποτελούν κατά τη γνώμη μου το πλέον χαρακτηριστικό και συνδυαστικό παράδειγμα των παραπάνω επαίνων. Εν κατακλείδι: παραπάνω από μια χαρά.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Εκδόσεις Πατάκη

 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Το δεύτερο μέρος της νύχτας - Μίνως Ευσταθιάδης




Τον Κόνραντ Χάουσμαν δεν τον έχουν απλώς σκοτώσει. Τον έχουν ξεσκίσει -αυτή είναι η σωστή λέξη. Η τομή αρχίζει απ' το κάτω μέρος της κοιλιάς και συνεχίζει προς τα πάνω, για να φτάσει ως την αρχή του στήθους του. Θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε κάποιο εξαιρετικά αιχμηρό αντικείμενο, με ακρίβεια και σταθερότητα χειρουργικού εργαλείου. Μια απόλυτα ευθεία γραμμή. Τα χέρια που την εκτέλεσαν σίγουρα δεν έτρεμαν.

Ο Κόνραντ Χάουσμαν ζούσε μόνος του έξω από το μικρό χωριό Φρίντριχσταντ, στα περίχωρα του Αμβούργου. Χωριό ολλανδικής αρχιτεκτονικής, κληροδότημα των πρώτων κατοίκων, διωχθέντων από τον τόπο τους για λόγους θρησκευτικής πίστης, σε μια πραγματικότητα ευρωπαϊκή, λίγους μόνο αιώνες νωρίτερα. Το θύμα ζούσε μια ζωή αδιάφορη, δίχως ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές και προστριβές, απομονωμένος σε μια απόλυτα προσωπική καθημερινότητα, με μόνιμη συντροφιά τον Σιντ, ένα γουρούνι, που ανήκει στην υπό εξαφάνιση ράτσα "Διαμαρτυρόμενο Γουρούνι του Χούζουμ". Η Αγγέλικα, με την οποία διατηρούσαν μια σχέση συναισθηματικά σεξουαλική, αντίκρισε πρώτη το κατακρεουργημένο πτώμα του Κόνραντ, δεμένο στο κρεβάτι σε στάση εσταυρωμένου, με ένα μήλο καλά σφηνωμένο στο στόμα. Τότε ήταν που κάλεσε τις πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου, ζητώντας το τηλέφωνο ενός ιδιωτικού αστυνομικού, και μιας και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ή απαίτηση, κατέληξε να σημειώνει το όνομα του φτηνότερου όλων, του Κρις Πάπας.

Λίγες μέρες μετά, ένα δεύτερο πτώμα θα βρεθεί στο Αμβούργο, τα σημάδια δείχνουν πως υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στα δύο εγκλήματα, η συνεπωνυμία των θυμάτων, δίχως την ύπαρξη κάποιας συγγένειας, θα περιπλέξει αρκετά την έρευνα.

Ο Χρήστος Παπαδημητρακόπουλος, καταγωγής ελληνικής κατά το ήμισυ εκείνο που παρέχει το επώνυμο και καθορίζει άπαξ και δια παντός την εξωτική εθνικότητα, αποφάσισε να ανοίξει γραφείο ντετέκτιβ στο Αμβούργο. Λίγο αργότερα, στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής, περιέκοψε τις συλλαβές και τύπωσε νέες κάρτες, ως Κρις Πάπας, με την ελπίδα πως οι υποψήφιοι πελάτες θα εμπιστεύονταν πιο εύκολα κάποιον που έμοιαζε με Αμερικάνο, όπως ο κάθε σωστός ιδιωτικός αστυνομικός άλλωστε. Αναφορά, όχι φωναχτή, σε εκείνους που αναζητούν κάπου αλλού την τύχη τους, αναγκαζόμενοι να συμβιβαστούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από επιλογή ή ανάγκη, σε μια νέα πραγματικότητα.

Με προεξέχοντα τον ήρωα, οι χαρακτήρες του Ευσταθιάδη είναι στέρεοι και καλοσχηματισμένοι, διαθέτουν ζωή και πέρα από την κεντρική ιστορία, συνεισφέροντας με τη σειρά τους σε μια διακλάδωση απαραίτητη με επιπλέον διαστάσεις και προεκτάσεις, που απασχολούν γόνιμα τον αναγνώστη, επιτρέποντας στον συγγραφέα να επιτρέψει στον ήρωά του να οδηγήσει το μυστήριο στη λύση του, με ηρεμία και προσήλωση στις κατ' εκείνον λεπτομέρειες, δίχως να αμελεί την διάκριση των ρόλων μεταξύ συγγραφέα και ιδιωτικού αστυνομικού. Άλλωστε, ποτέ μια καλή κεντρική ιδέα δεν αρκεί από μόνη της, ακόμα και αν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα νουάρ.

Η τοποθέτηση της ιστορίας στη Γερμανία όχι μόνο εξυπηρετεί αλλά και προσθέτει αρκετούς πόντους στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο η ατμόσφαιρα, η μεγάλη σε έκταση νύχτα, το κρύο, η πρωινή καταχνιά και η ανησυχητικά ήσυχη γερμανική επαρχία που αποτελούν σκηνικό κατάλληλο για την διαλεύκανση μιας στυγερής δολοφονίας· ούτε μόνο το γεγονός πως τα ξενικά ονόματα δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στα γεγονότα, αποστασιοποιημένα της οικείας πραγματικότητας καθώς στέκουν· είναι και το περιθώριο που δίνεται στον συγγραφέα να μας ξεναγήσει σε ένα φαινομενικά αδιάφορο χωριό, όπως το Φρήντριχσταντ, αντιπροσωπευτικό της γερμανικής επαρχίας και γεννημένο σε μια -πιο- σκοτεινή περίοδο για την Ευρώπη, την ίδια στιγμή που από τις ανοιχτές τηλεοράσεις προβάλλονται εικόνες με αναταραχές και διαδηλώσεις στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

 Ένα καλοστημένο νουάρ, με ωραία μουσική υπόκρουση και αρκετό Jameson.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



 Εκδόσεις Ωκεανίδα    

 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Σκόνη





Ακόμα, τόσο καιρό μετά, ανακάλυπτε, σχεδόν καθημερινά, σημεία στο σπίτι που έμεναν σκονισμένα, παρά την όποια προσπάθεια εξόντωσης κατέβαλλε εκείνος. Σήμερα, για παράδειγμα, μπαίνοντας στο μπάνιο, αντίκρισε ένα παχύ στρώμα σκόνης, με υποψίες από χνούδια, να καλύπτει το επάνω μέρος της κρεμάστρας για την πετσέτα προσώπου, μια ελάχιστη επιφάνεια, παράλληλη του τοίχου, αρκετά κάτω από το ύψος των ματιών, μια ατέλεια, μια ακόμα ατέλεια να στέκει εκεί, με τον γάντζο σε κοροϊδευτική προεξοχή. Δεν έδωσε σημασία, μια γεμάτη προκλήσεις μέρα έστεκε μπροστά του. Αμφιταλαντεύτηκε αρκετά, αντιμέτωπος κυρίως με την οκνηρία, παρούσα εκ φύσεως στην επίλυση πρακτικών ζητημάτων, που στιγμιαία γιγαντώνονταν και αποκτούσαν σεξπιρικές διατυπώσεις. Δεν θα ξυριζόταν σήμερα, όχι γιατί εκείνη, μερικούς μήνες πριν, σε μια προσπάθεια να τον πικάρει, του είπε: όσο ήμασταν μαζί καθόλου δεν περιποιόσουν τον εαυτό σου, τώρα που χωρίσαμε όλο φρου φρου και αρώματα μου είσαι. Ποιος χρησιμοποιεί ακόμα αυτή την έκφραση, φρου φρου και αρώματα, αναρωτήθηκε, αλλά ο εκνευρισμός επικράτησε: να μην σε νοιάζει τι κάνω. Καριόλα, ήθελε να προσθέσει, κρατήθηκε όμως. Δεν θα ξυριζόταν σήμερα γιατί βαριόταν, αυτό ήταν όλο, θυμήθηκε μια ακόμα ξεχασμένη έκφραση, γένια τριών ημερών, γοητεία στηριγμένη στη συνειδητή μη περιποίηση, ένα από τα στυλ που κάποτε, σύμφωνα με τους ειδήμονες της αισθητικής τουλάχιστον, επικράτησε. Και τώρα, αντί να αφήσει το μπάνιο, τα δόντια έτσι και αλλιώς το πρωί ποτέ δεν τα έπλενε, και να συνεχίσει με τα υπόλοιπα μέρη του σπιτιού, όχι για να ανακαλύψει εστίες σκόνης, μα για να προετοιμαστεί, κυρίως σωματικά, και μόνο δευτερευόντως ψυχολογικά, για την επικείμενη έξοδο, εκείνος έμεινε να στέκει, κοιτάζοντας προς τον γάντζο, αναλογιζόμενος σχετικά με τα περιοδικά λάιφ στάιλ, την περίοδο ακμής, την επίδραση που ευτυχώς σε εκείνον δεν είχαν, έτσι ήθελε τουλάχιστον να πιστεύει, την πτώση του σαθρού αυτού οικοδομήματος, τη χαρά του για την εξέλιξη αυτή αλλά και τους εκατοντάδες απλήρωτους και άνεργους συναδέλφους του και ανάμεσα σε όλα αυτά, εικόνα στερεοσκοπική, εκείνη την άγνωστη κοπέλα να ξεπροβάλλει για να επαναλάβει: γιατί δεν μου είπες ότι είμαι όμορφη τότε;

Ήταν όντως όμορφη. Καθόντουσαν στο δίπλα τραπέζι, εκείνος διάβαζε, αλλά φρόντιζε να ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά της, σε άτακτα χρονικά διαστήματα, εποπτεύοντας δήθεν το χώρο, αναλογιζόμενος μια φράση που τον είχε μόλις εκπλήξει, επιτυγχάνοντας, έτσι πίστευε, να μην καρφώνεται. Όσο για την ακουστική παρακολούθηση, δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα, αφού ήταν σαν να κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. Γιατί δεν μου είπες ότι είμαι όμορφη τότε; απαίτησε εκείνη να μάθει, γιατί περίμενες να περάσει τόσος καιρός; Εκείνος είπε διάφορα χώνοντας εδώ κι εκεί ένα: μα αγαπούλα μου, να ενισχύσει τα επιχειρήματά του, δίχως να την πείσει, αν και, ώρα μετά, αποχώρησαν πιασμένοι από το χέρι. Είχε χάσει την αρχή της συζήτησης, το πώς οδηγήθηκαν τα πράγματα ως εκεί, όμως το ερώτημα της κοπέλας, ευθύ και απλό, τον τάραξε, γιατί αυτή η δυσκοιλιότητα στο κομπλιμέντο, διάολε. Εκείνο που θα έπρεπε να είναι φυσιολογικό, κρινόμενο μόνο από το βαθμό ειλικρίνειας ίσως, και από το στυλ βεβαίως, πάντα από το στυλ, όπως έλεγε εκείνος ο ποιητής, που διάφοροι χλευάζουν ως μέθυσο και περιθωριακό, τόσα νιώθουν οι δυστυχισμένοι, τι να πεις· από την ειλικρίνεια και το στυλ να κρίνεται η ανάγκη, γιατί περί ανάγκης πρόκειται, να πεις σε κάποιον: σε βρίσκω όμορφο. Εκ των προτέρων ενταγμένη στην κατηγορία: υστερόβουλη πρόθεση, εκεί που εδώ και χρόνια καταχωνιάζεται η σεξουαλική επιθυμία, σε ένα παιχνίδι με νικητές και χαμένους, κάποιος επιτυγχάνει το στόχο του κοροϊδεύοντας, ενώ ο άλλος εξαπατάται. Κοιτάζεις γύρω σου, συνέχιζε να σκέφτεται, και βλέπεις ανθρώπους να προσέχουν την εξωτερική τους εμφάνιση μέχρι και την πλέον αδιόρατη λεπτομέρεια, σε βαθμό υστερίας, και όμως όταν κάποιος τους πλησιάζει να τους πει: τι ωραία που σου πάει αυτό το παντελόνι, πέφτουν από τα σύννεφα, προσβάλλονται, τον κοιτάζουν με θυμό, σαν να επρόκειτο για την μεγαλύτερη προσβολή ή σαν ο στόχος να μην ήταν η ομορφιά μα η ασχήμια, κάποιοι επίσης λένε: θέλω να είμαι όμορφος μόνο για μένα.

Ένιωσε τα πόδια του να παγώνουν, κακή συνήθεια και αυτή να περπατά ξυπόλητος, είχε και επιχείρημα επ΄αυτού: πραγματικό σου σπίτι είναι εκεί που περπατάς ξυπόλητος και ύστερα δεν σιχαίνεσαι να ανέβεις πάνω στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια. Έτσι έλεγε, ακόμα και αν δεν τον ρώταγε κάποιος: γιατί περπατάς ξυπόλητος; Ένιωσε, λοιπόν, τα πόδια του να παγώνουν, κούνησε λίγο το βλέμμα, να ξεκολλήσει από τον γάντζο, να καθαρίσει το πεδίο. Πριν απ' όλα πρέπει να της πω πως είναι όμορφη, αυτό πρέπει να κάνω, σκέφτηκε, και πέρασε τον δείκτη πάνω από τη σκονισμένη πορσελάνη.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ο ήχος της καρδιάς - Jens Christian Grøndahl




Καιρό πριν είχε προηγηθεί η νουβέλα του Γκρένταλ Βιρτζίνια, σε μιαν άλλη εποχή, τόσο μακρινή πια. Οι προσδοκίες δεν είχαν εκπληρωθεί, άλλωστε εκεί, στις προσδοκίες, είχαν επικεντρωθεί και οι σκέψεις μου μετά την ανάγνωση. Σε ένα σχόλιο σε εκείνη την ανάρτηση έγινε κολακευτική αναφορά στο έτερο μεταφρασμένο βιβλίο του, Ο ήχος της καρδιάς. Η πληροφορία καταχωρήθηκε. Ένα σημαντικό μέρος της βιβλιοθήκης μου αποτελεί απόρροια ανταμοιβής για τη συνεισφορά μου σε μετακομίσεις, ό,τι δεν χωρά στις κούτες χαρίζεται, έτσι έγινε και στην προκειμένη, όποιος αναζητά συμπτώσεις συμπτώσεις βρίσκει. Η στιγμή για μια δεύτερη γνωριμία είχε φτάσει, η πρώτη παράγραφος με γεμίζει ενθουσιασμό. Προσδοκίες στον ορίζοντα, ξανά.

Έλαβα γράμμα από τον πιο παλιό μου φίλο πέντε μέρες μετά το θάνατό του. Η επιστολή του δεν ήταν αποχαιρετιστήρια· είχε πάθει καρδιακή προσβολή την ώρα που έπαιζε σκουός κάπου στο Μανχάταν. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να πεθάνει κανείς έτσι, στην ηλικία μας. Ο Άντριαν είχε μόλις κλείσει τα τριάντα εννιά κι εγώ ήμουν μια δυο βδομάδες μικρότερός του. Τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια ζούσε στη Νέα Υόρκη. Δεν βλεπόμασταν πολύ αυτή την περίοδο, αλλά εκείνος μου έγραφε συχνά, πολύ συχνότερα απ' ό,τι του απαντούσα εγώ. Από εδώ και πέρα θα είμαι εγώ μεγαλύτερος, πάντα ο μεγαλύτερος, και αν τέλος πάντων ζήσω αρκετά, θα 'ρθει η μέρα που ο Άντριαν θα είναι για μένα ένας νεαρός που ήξερα κάποτε.

Ο αφηγητής πιάνει την ιστορία από την αρχή, από τα κοινά παιδικά χρόνια. Μορφή πρωταγωνιστική η αδερφή του Άντριαν, η Αριένε, μια παρουσία αέρινη και γοητευτική στο πέρασμά της, ένα τρίγωνο που μου θυμίζει -και δεν είναι η πρώτη φορά- τα Τρομερά Παιδιά του Κοκτώ. Αρχίζει η όχληση, όχι από τη συγγένεια αλλά από την αδιαφορία απέναντι στην ιστορία. Βρίσκομαι στο ένα τρίτο. Σχεδόν αποφασίζω να το παρατήσω, φοβάμαι πως η πιθανότητα έκρηξης μιας βραδυφλεγούς βόμβας είναι μάλλον μικρή. Είναι πρωί όταν φλερτάρω με την ιδέα, με πιάνει ένα πείσμα.

Λίγο παρακάτω μία ωραία παρατήρηση σχετικά με τους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες μου αναπτερώνει το αναγνωστικό ηθικό. Παρατήρηση που ίσως απαντά στην εμμονική συμπάθεια προς τους αποτυχημένους λογοτεχνικούς -και όχι μόνο- μεσήλικες.

Κοντεύαμε τα τριάντα και ήμασταν γεμάτοι απόψεις. Είναι γοητευτικό να πλησιάζεις τα τριάντα γιατί τότε, πολύ περισσότερο απ' ό,τι πριν ή μετά, νιώθεις εντελώς συγχρονισμένος με την εποχή σου. [...] Όταν είσαι τριάντα χρονών πιστεύεις -και έχεις δίκιο- πως όταν φτάσει κανείς στα σαράντα πρέπει η ζωή που ζει να είναι η ζωή που έχει ονειρευτεί, ειδάλλως... ειδάλλως τι, άραγε;
Και όμως δεν αρκεί αυτή η αναλαμπή, δυστυχώς. Διαβάζω ασυγκίνητος μια συγκινητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τεχνική και καλογραμμένη. Νιώθω πως ο θάνατος του Άντριαν δεν είναι παρά μια αφορμή για εκείνον, ώστε να μας διηγηθεί τη δική του ζωή, να δείξει όσα υπέφερε και κατάφερε ως εδώ. Υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα συμπληρωματικά στοιχεία, όπως οι γιαπωνέζικες υδατογραφίες, τις οποίες εμπορεύεται ο αφηγητής, για παράδειγμα, όμως δεν αρκούν.

Και ξάφνου, αφηγηματική απογείωση!

Αυτός που λέει μια ιστορία δεν είναι ποτέ ο ίδιος για τον οποίο μιλάει η ιστορία και χάρη ακριβώς σ' αυτό η ιστορία μπορεί να ειπωθεί.

Αφήγηση εγκεφαλική και καθάρια, πωρωτική. Επιτέλους, νιώθω πως η ιστορία με αφορά. Ιδιαίτερα οι σελίδες που αντιστοιχούν στην παραμονή του αφηγητή στην Νέα Υόρκη -θυμίζοντας Όστερ στα καλύτερά του- αποτελούν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα στον σφυγμό της μητρόπολης. Κορύφωση δίχως εκβιασμούς, πλήρης έλεγχος της ιστορίας στην τελική ευθεία με τα κομμάτια να είναι εκεί, έτοιμα να πάρουν τη θέση τους, καθώς η Τελεία θα παγώσει δια παντός τον αφηγηματικό χρόνο. Οι τελευταίες εκατό σελίδες του βιβλίου σε αποζημιώνουν πλήρως, ίσως ακόμα και να δικαιολογούν εκείνες που προηγήθηκαν. Ίσως να έπρεπε όσα προηγήθηκαν να τα παραλείψω, να μιλήσω μόνο για ένα υπέροχο βιβλίο και έναν ενδιαφέροντα Δανό συγγραφέα, όμως όχι, γιατί αυτή ήταν η εκδίκηση στο όνομα όλων εκείνων των βιβλίων που παράτησα πριν να γευτώ το χυμό που ίσως έκρυβαν λίγες σελίδες πιο κάτω.

Μια ιστορία που τη λες δεύτερη φορά δεν μπορεί να είναι εντελώς αληθινή και η δική της διήγηση σίγουρα δεν ήταν αληθινή· όμως, όταν ο χρόνος μάς συμπαρασύρει στο χάος του, παύει να υπάρχει πλέον μια αλήθεια σαν μέτρο σύγκρισης -υπάρχει μόνο η ιστορία όπως μπορεί να ειπωθεί στο παρόν.  

Μετάφραση από τα δανέζικα: Λύο Καλοβυρνάς
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Οι κυνηγοί των ονείρων - Neil Gaiman / Yoshitaka Amano




Είναι, ίσως, η ομορφότερη ιστορία που έχω διαβάσει ποτέ, απάντησε όταν, μετά από ένα τρίλεπτο τηλεφωνικής συνομιλίας που λειτούργησε ως εισαγωγή για να μου μιλήσει για ένα βιβλίο που διάβασε, την ρώτησα: και σου άρεσε; Θα σου το δανείσω, αν δεν καταφέρω να το βρω για να σου το χαρίσω, είναι εξαντλημένο αλλά θα βάλω τα δυνατά μου, θα σε ενημερώσω. Κλείνοντας συνειδητοποίησα πως δεν μου είχε πει για ποιο βιβλίο επρόκειτο. Ύστερα από δύο βδομάδες, αν θυμάμαι καλά, με πήρε τηλέφωνο, δίχως αχρείαστες εισαγωγές αυτή τη φορά, απαίτησε να μάθει πού θα με έβρισκε, για να μου δώσει κάτι που είχε για μένα. Δεν πήγε το μυαλό μου, μνήμη ασθενής και διασπασμένη προσοχή, ελαττώματα που ίσως γεννούν την αγάπη, ίσως και όχι. Έπινα καφέ στην πλατεία με κάποιον που ήθελε να γίνει τραγουδιστής, και πολύ αργότερα αποδείχτηκε κακός άνθρωπος. Μόλις εκείνη έφτασε τους σύστησα, ο τραγουδιστής βρήκε το ακροατήριο που αναζητούσε, ένιωσα σε ένα όμορφο, αν και προσωρινό, περιθώριο. Με τα πολλά ο τραγουδιστής έφυγε, μείναμε οι δυο μας, άνοιξε την τσάντα: το βρήκα!, είπε. Ήταν μεσημέρι και είχε έναν ωραίο ήλιο στην πλατεία. Από τότε πέρασε κάτι παραπάνω από ένας χρόνος. Είναι, ίσως, η ομορφότερη ιστορία που έχω διαβάσει ποτέ, την άκουγα να λέει κάθε που σκεφτόμουν να το πιάσω στα χέρια μου. Πότε λειτουργούσε αποτρεπτικά λόγω προσδοκιών και πότε ως μελλοντικό δεκανίκι. Η μέρα έφτασε.

Ένας μοναχός ζούσε ολομόναχος σ' ένα ναό στην πλαγιά ενός βουνού. Ήταν ένας μικρός ναός, και ο μοναχός ήταν ένας νεαρός μοναχός, και το βουνό δεν ήταν το πιο όμορφο ή το πιο εντυπωσιακό βουνό στην Ιαπωνία.
Μια μέρα, ένας ασβός και μια αλεπού αποφάσισαν να εκδιώξουν τον μοναχό και να καταλάβουν τον ναό. Δεν τα κατάφεραν. Η αλεπού ερωτεύτηκε τον μοναχό. Ένας άρχοντας, που παρά την γνώση που συσσωρεύει διαρκώς δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από τον φόβο, εποφθαλμιά την απλότητα της σκέψης του μοναχού.

Εμπνεόμενος σε έναν αρχαίο ιαπωνικό μύθο, ο Neil Gaiman -του οποίου σίγουρα θα διαβάσω μελλοντικά και άλλα έργα του- με γλώσσα απλή και όπλο την φαντασία, διηγείται μια ιστορία από μόνη της δυνατή και αυτάρκη, δίχως την ανάγκη συμβολισμών και κρυφών μηνυμάτων, που έτσι και αλλιώς, όπως κάθε μα κάθε ιστορία, διαθέτει, επιτρέποντάς σου να βρεθείς "εκεί", δίχως ψευδοφιλοσοφικά τσιτάτα και άλλα παρεμφερή εξωτικά καρυκεύματα, αχρείαστο βάρος στο οποίο -παράδοξο πώς- έχτισαν την εργογραφία τους αρκετοί συγγραφείς, η πλειοψηφία των οποίων δυτικοί. Η εικονογράφηση του Amano, αν και ανοίκεια για τα γούστα μου, ολοκληρώνει το κείμενο με επιτυχία και προσδίδει την ατμόσφαιρα, συμπλήρωμα -πιθανότατα απαραίτητο- στη γέφυρα ανάμεσα στο χτες του μύθου και το σήμερα τόσο της γραφής όσο και της ανάγνωσης. 

Είχε δίκιο που δεν μου είπε τίποτα παραπάνω για το βιβλίο αυτό, είχα δίκιο κι εγώ που δεν διάβασα ούτε καν το οπισθόφυλλο. Η προκατάληψη θα είχε νικήσει. Δεν διαβάζω graphic novel, θα έλεγα, δεν με ενδιαφέρει η ιστορία ενός μοναχού, θα έλεγα, ιδιαίτερα ενός μοναχού που τον ερωτεύεται μια αλεπού, θα έλεγα, ακόμα μια ιστορία γεμάτη από δήθεν ανατολίτικη φιλοσοφία, θα έλεγα ο χαζός. Έτσι θα έλεγα.

Η αφιέρωση του παρόντος προφανής, πιστεύω.

υ.γ  Η μικρή αλεπού είχε ακούσει για τα Μπακού. Αν ένας ονειρευτής ξυπνήσει από ένα όνειρο κακό ή προάγγελο σκοτεινών γεγονότων, μπορεί να επικαλεσθεί τα Μπακού, με την ελπίδα ότι θα έρθουν και θα φάνε το όνειρο και θα το πάρουν μαζί τους, μακριά, αυτό και ό,τι προοιωνίζεται. (Λες;)


Μετάφραση Βασίλης Μπαμπούρης
Εκδόσεις Οξύ 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Μαύρη Φιλολογία - Pablo De Santis




Από το παλαιό κτίριο της φιλοσοφικής σχολής απομένει μόνο ένα ερείπιο μ' έναν φύλακα στην πόρτα. Πολλά βιβλία έχουν ήδη μεταφερθεί στο υπόγειο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης όπου, μέσα σε χαρτόκουτα και νάιλον σακούλες, περιμένουν να γίνει νέα ταξινόμηση. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι τόμοι χάθηκαν ή έμειναν θαμμένοι στα συντρίμμια.

Όταν ο αφηγητής, Εστέμπαν Μιρό, έπιασε δουλειά στο Ινστιτούτο Εθνικής Λογοτεχνίας, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τα όσα θα συνέβαιναν μέσα στους επόμενους μήνες. Πίστευε απλώς πως όφειλε τη θέση στην γνωριμία της μητέρας του με τον καθηγητή Εμιλιάνο Κόντε, ο οποίος, αφού πρώτα τον έστησε σε τρία ραντεβού, του ανακοίνωσε μέσω της γραμματέας του πως προσλαμβάνεται, δίχως να τον συναντήσει ποτέ. Μοναδική του φιλοδοξία, κρατημένη κρυφή έως τότε, να μετακομίσει αρκετά μακριά από το σπίτι που ζούσε με την μητέρα του, συγκατοίκηση η οποία, από τη μία τού εξασφάλιζε όλα τα απαραίτητα ως προς το ζην, από την άλλη όμως του δημιουργούσε αισθήματα ασφυξίας και στασιμότητας. Οι απαιτήσεις της νέας -και ουσιαστικά πρώτης- του δουλειάς ήταν τέτοιες που θα του επέτρεπαν -τουλάχιστον φαινομενικά- να ασχολείται παράλληλα με την έρευνα για την εν εξελίξει διδακτορική του διατριβή. Εκείνο που τον απασχολούσε ήταν η φθίνουσα πορεία των εβδομαδιαίων συναντήσεων της παρέας του, διαμορφωμένης, πριν χρόνια, από ορκισμένους στην αντρική φιλία εφήβους, και που κάθε τόσο, εξαιτίας μιας απαιτητικής δουλειάς ή ενός ζευγαρώματος, μετρούσε και μια νέα απώλεια, έτσι που ακόμα και ο πλέον σκληρός πυρήνας δοκιμαζόταν, τώρα τελευταία, καθημερινά. Δεν είχε, βέβαια, ακούσει το παραμικρό σχετικά με τον συγγραφέα Όμηρο Μπρόκα.

Ποιος είναι ο συγγραφέας Όμηρο Μπρόκα; Το ερώτημα αυτό αποτελεί τον πυρήνα αυτού του ευφυούς και ατμοσφαιρικού νουάρ μυθιστορήματος, που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους, συνοδευόμενα από την ύπαρξη ενός μυστηριώδους συγγραφέα και μιας σειράς χαμένων βιβλίων, με τις φήμες να κάνουν λόγο για έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους δημιουργούς. Οι τρεις κριτικοί που ασχολούνται εμμονικά με τον Μπρόκα, και κυρίως ο Κόντε, έχουν στήσει την ακαδημαϊκή τους καριέρα γύρω από την ζωή και το έργο του. Δίνουν διαλέξεις, κάνουν δημοσιεύεις, φέρνουν στο φως ανέκδοτα κείμενα, συμπληρώνουν το βιογραφικό του. Το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των τριών κάθε άλλο παρά αρμονικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Έτσι ξεκινούν όλα, ως μια τυπική αντιμαχία ακαδημαϊκών με στόχο όχι μόνο τη δόξα, αλλά και τις παρεπόμενες υλικές ανταμοιβές. Γρήγορα όμως όλα αυτά θα φαντάζουν τόσο μα τόσο αθώα...

Σπάνια ένας φόνος καταφέρνει να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, γι' αυτό το λόγο άλλα είναι εκείνα που με έλκουν στην αστυνομική και νουάρ λογοτεχνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η φιλολογική έρευνα σχετικά με το βίο και το έργο του Μπρόκα στάθηκε από μόνη της ικανή να με ξεσηκώσει, να με αναγκάσει να τρέξω με λαχτάρα μέχρι το τέλος! Συνειρμικά, και δίχως καμία διάθεση συσχετισμού, η σκέψη αναζήτησε ξανά την αίσθηση αντικατοπτρισμού στο έργο του Μπολάνιο, με τους δεκάδες ποιητές και συγγραφείς, επινοημένους και πραγματικούς, να επιχειρηματολογούν, να εκδίδουν, να βιώνουν την απόρριψη ή το ψίχουλο ενός χρηματικού βραβείου· προστιθέμενοι ιστοί στη μπολιανική σύνθεση. Ήταν πάλι καλοκαίρι όταν διάβαζα τα Τηλεφωνήματα, παίζει και αυτό το ρόλο του. Τώρα, φθινόπωρο πια, η Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική είναι προ των πυλών.    

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Opera

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

35 Νεκροί - Sergio Álvarez




Ο Κουμπάκιας διέπραξε το τελευταίο του έγκλημα εννιά μήνες μετά το θάνατό του. Όσο ζούσε και αλώνιζε στην Κολομβία, σκότωσε τριακόσιους είκοσι τέσσερις αγαθιάρηδες που είχαν την κακή τύχη ή την τόλμη να έρθουν αντιμέτωποι με την οργή, τις φιλοδοξίες ή τα όπλα που πάντα έκρυβε κάτω απ' τα ρούχα του αυτός ο λήσταρχος. Όπως κάθε καλός δολοφόνος, ο Κουμπάκιας συνέχισε να σκοτώνει ενόσω ήδη σάπιζε στο νεκροταφείο. Δεν χρειάστηκε να ξοδέψει ούτε μια σφαίρα παραπάνω, δεν χρειάστηκε να μαχαιρώσει το θύμα του ούτε να στρίψει τους καρπούς του καταδικασμένου προκειμένου να καταφέρει να τον κρεμάσει. Του 'φτασε η δική μου ταπεινή συμβολή. Ήμουν εγώ, ο μαλάκας απ' τα γεννοφάσκια μου, που έσκισα τις σάρκες της ετοιμόγεννης, προκαλώντας την αιμορραγία που πρόσθεσε άλλον έναν θάνατο στον κατάλογο των εγκλημάτων που είχε διαπράξει αυτός ο πρώην λοχίας του στρατού.


Ο αφηγητής, με το αίσθημα ενοχής για το χαμό της μητέρας του να τον βαραίνει απ' την πρώτη κιόλας ανάσα του, δυσκολεύεται να ξεφύγει από την παράλληλη πορεία με τη μοίρα της χώρας του, υπομένει τις δυσκολίες, μαγεύεται απ' τα προσωρινά χαμόγελα της τύχης, επιμένει να σχεδιάζει το μέλλον παρά τις ανατροπές, να ερωτεύεται, να εμπιστεύεται, να ελπίζει, να εφησυχάζει, ταυτόχρονα όμως, και σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον του, απογοητεύεται, λιποτακτεί, απιστεί, αδιαφορεί. Και η ζωή προχωρά.

Ο πατέρας του αφηγητή είχε μια μάντρα με υλικά οικοδομών, το όνομα αυτής: Μέλλον. Όνομα τουλάχιστον αστείο σε μια χώρα όπως η Κολομβία, μια ματιά στο παρελθόν είναι αρκετή για να διακρίνει, και ο πλέον αδύναμος παρατηρητής, τον εφήμερο και εύπλαστο χαρακτήρα της κολομβιανής πραγματικότητας. Η επιχείρηση έκλεισε. Ο Άλβαρες θα αφιερώσει δέκα χρόνια έρευνας και συγγραφής στο μεγαλεπήβολο όραμά του, να αφηγηθεί την ταραχώδη και πολυσύνθετη ιστορία των τελευταίων τριάντα πέντε ετών της χώρας του. Και, σε μεγάλο βαθμό, θα δικαιωθεί.

Παρά το γεγονός της δεδομένης και αδιαμφισβήτητης ύπαρξης ενός κεντρικού ήρωα/αφηγητή, ο συγγραφέας παρεμβάλλει κεφάλαια σφήνες, πάντα σε πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο, ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την ιστορία του κεντρικού αφηγητή. Αφηγηματικό εύρημα το οποίο λειτουργεί, δίνοντας τόσο μια αίσθηση πολυφωνίας και κοινής μοίρας, όσο και συνέχεια στις ιστορίες των ανθρώπων, ακόμα και μετά την αποχώρηση του κεντρικού ήρωα από τη ζωή τους. Είναι επίσης εντυπωσιακή, και παράσημο λαμπρό στο πέτο του συγγραφέα, η απουσία κοιλιάς σε ένα μυθιστόρημα πεντακοσίων εβδομήντα σελίδων το οποίο κυλάει δίχως όμως να κουράζει με την ευκολία του.

Η μουσική και ο έρωτας δημιουργούν την απαραίτητη αντίστιξη σε ένα σκηνικό όπου η βία δείχνει να κυριαρχεί των πάντων. Αυτή η σύμφυτη αντίθεση μοιάζει να είναι άλλωστε η σωτήρια ιδιαιτερότητα ενός ταλαιπωρημένου λαού, έρμαιο διεφθαρμένων πολιτικών και αδίστακτων μαφιόζων, χώρα στερεοτυπικά γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο για την κοκαΐνη και τον Εσκομπάρ.

Η σκιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέφτει, όπως είναι φυσικό και επόμενο, βαριά στις σελίδες του κάθε Κολομβιανού συγγραφέα, τόσο στο στάδιο της δημιουργίας, όσο και σε εκείνο της κριτικής· ας είμαστε όμως ψύχραιμοι και νηφάλιοι αποφεύγοντας αχρείαστες συγκρίσεις και παρομοιώσεις.

Αν και τα μεγάλα λαϊκά μυθιστορήματα δεν είναι του γούστου μου, εντούτοις οφείλω να παραδεχτώ πως το συγκεκριμένο με γοήτευσε και με ενέπλεξε στα γρανάζια του. Η γλώσσα, με την απλότητα και την προφορικότητα να την χαρακτηρίζουν, δεν στέκει άνευρη και επιτηδευμένη, μα αντίθετα αποπνέει μια αυθεντικότητα και συμβάλλει στη δημιουργία της επιθυμητής, από μεριάς συγγραφέα, ατμόσφαιρας.


υ.γ Ίσως να μην είχα τολμήσει ποτέ το αναγνωστικό ετούτο βήμα, αν δεν είχε προηγηθεί ένας άλλος Κολομβιανός συγγραφέας, ο Βάσκες, και το υπέροχο μυθιστόρημά του, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Μεταίχμιο