Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Ένας ανήσυχος Δεκέμβρης - Saul Bellow




Ο Κορντ, που μέχρι τότε ζούσε τη ζωή ενός ανώτερου υπάλληλου στην Αμερική -ανώτερος υπάλληλος δεν είναι και ο κοσμήτορας ενός Κολεγίου;- βρέθηκε ξαφνικά έξι ή εφτά χιλιάδες μίλια μακριά από τη βάση του, στο Βουκουρέστι, μες στο καταχείμωνο, κλεισμένος σ' ένα παλιοκαιρίτικο διαμέρισμα. Όλοι τους εδώ ήταν συμπαθητικοί, καλόκαρδοι άνθρωποι -οι φίλοι, οι συγγενείς- του άρεσαν πάρα πολύ -κι αντιπροσώπευαν γι' αυτόν την "παλιά Ευρώπη". Αλλά είχαν και εκείνοι τις δικές τους δουλειές και σκοτούρες. Δεν ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη. Η μητέρα της γυναίκας του βρισκόταν στα τελευταία της, κι ο Κορντ είχε έρθει μαζί της για να της συμπαρασταθεί. Ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα για τη Μίνα.
Απ' το Σικάγο, λοιπόν, την πόλη των ανέμων, στο Βουκουρέστι, στην καρδιά της παλιάς Ευρώπης, της ανατολικής πλευράς του κόσμου, ο Κορντ θα βρεθεί σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από εκείνο που γνώριζε, αφήνοντας πίσω του ανοιχτούς λογαριασμούς, με σκοπό να συμπαρασταθεί, όσο μπορεί, στη γυναίκα του. Εκείνη δεν τον αφήνει να κυκλοφορεί μόνος του, ξέρει πως το καθεστώς είναι εχθρικά διακείμενο απέναντί τους, τόσο για το γεγονός πως η μητέρα της, η ετοιμοθάνατη κλινήρης μητέρα της, παλαιό στέλεχος του Κόμματος, αρνήθηκε να επιστρέψει χρόνια μετά την αποπομπή της, επιτυγχάνοντας παράλληλα να φυγαδεύσει την κόρη της στη Αμερική, όσο και γιατί κατά την άφιξη του ζεύγους τούς περίμενε αμάξι της αμερικάνικης πρεσβείας επιτρέποντας τους να αποφύγουν τον έλεγχο. Ο συνταγματάρχης, υπεύθυνος για τα επισκεπτήρια στο νοσοκομείο, παίρνει μια μίνι ρεβάνς από τη Μίνα και τους λοιπούς συγγενείς, απαγορεύοντας τους να βρίσκονται στο πλευρό της την ύστατη στιγμή. Ο Κορντ, μακριά από υποχρεώσεις και αποκομμένος από την πραγματικότητα της πέραν του Ατλαντικού ζωής του, βρίσκει τον χρόνο για ενδοσκόπηση και για παρατήρηση του έξω κόσμου, συναντάται με ένα παλιό του φίλο, με τον οποίο ακολούθησαν διαφορετικές πορείες με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν και να ψυχρανθούν με το πέρασμα των χρόνων, περιδιαβαίνει τους δρόμους της ρουμάνικης πρωτεύουσας, κάτω από έναν καταθλιπτικό ουρανό, αγοράζει κούτες τσιγάρων Κεντ από το ξενοδοχείο για το απαραίτητο λάδωμα των δημόσιων λειτουργών, αλλά κυρίως παλεύει να σταθεί συναισθηματικά -καθώς πρακτικά τίποτα άλλο δεν μπορεί να κάνει- στο πλευρό της Μίνας, παρατηρώντας την να αδυνατίζει μέρα με τη μέρα, να πέφτει σε μια σιωπηλή μελαγχολία, ανίκανη να τα βάλει με το σύστημα, αδυνατώντας να κάνει έστω και το ελάχιστο για τη μητέρα της.

Και αν πρόχειρα και βιαστικά θα μπορούσε κάπως να κάνει κανείς τη διάκριση των δύο κόσμων με βάση την ελευθερία - από τη μία ο ελεύθερος δυτικός κόσμος, και ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, και από την άλλη ο ανελεύθερος ανατολικός, με τους άπειρους χαφιέδες-, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί το διακύβευμα για τον σπουδαίο Μπέλοου, βραβευμένο με Νόμπελ λογοτεχνίας, ο οποίος στηριζόμενος στο εύρημα του ταξιδιού του Κορντ στο Βουκουρέστι επιχειρεί μία παράλληλη παρατήρηση των δύο πλευρών του πλανήτη, αναδεικνύοντας και καυτηριάζοντας την πραγματικότητα, αναζητώντας τα πραγματικά -και όχι τα φαινομενικά και έως ένα βαθμό προπαγανδιστικά- όρια της ελευθερίας, της ελευθερίας του λόγου για τα κοινά και των αποφάσεων επί της προσωπικής ζωής, των κυρώσεων για τη μη τήρηση της γραμμής του ανωτέρου, είτε αυτός είναι ο κοσμήτορας, είτε ο ο γραμματέας του Κόμματος, είτε η κοινή γνώμη.

Πάνω απ' όλα όμως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η αγάπη, ίσως όχι ο έρωτας και το πάθος, αλλά η συντροφική αγάπη, εκείνο που απομένει, ή που ελπίζει κανείς να απομείνει μετά το πέρας της συναισθηματικής έκρηξης, όταν η ρουτίνα επισκιάσει τις κάποτε ατελείωτες νύχτες, όταν ο σεξουαλικός πόθος υποταχθεί στην τυραννία του ξυπνητηριού. Η συντροφική αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνο που πραγματεύεται στον πυρήνα αυτού του πολιτικού μυθιστορήματος ο Μπέλοου. Η απεγνωσμένη προσπάθεια του Κορντ να σταθεί στη Μίνα, προσπάθεια απεγνωσμένη μα ανίσχυρη, σε ένα περιβάλλον ανοίκειο, στο οποίο δεν ξέρει πώς να κινηθεί και να δράσει, την ίδια στιγμή που ο ίδιος βρίσκεται στο επίκεντρο διάφορων ανακατατάξεων στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή, την ώρα δηλαδή που και εκείνος έχει την ανάγκη της Μίνας, η οποία όμως μες στο πένθος της αδυνατεί να του συμπαρασταθεί, αδυνατεί να τον ακούσει, καθώς το συναισθηματικό κέντρο έχει πλησιάσει, όσο ποτέ ξανά, στο Εγώ της, νιώθει πως της αξίζει αδιαμφισβήτητα η πλήρης προσοχή.

Μυθιστόρημα πυκνογραμμένο και σύνθετο, μυθιστόρημα στο οποίο ο Μπέλοου εκτός από την αφηγηματική άνεση επιδεικνύει μία ζηλευτή ευρυμάθεια, διαπραγματεύεται ποικίλα και διαφορετικά μεταξύ τους θέματα, επιστημονικά, πολιτικά, οικονομικά και διεθνών σχέσεων, χωρίς να χάνει στιγμή τη συναισθηματική διάσταση, την ανθρωποκεντρική διάσταση των μυθιστορημάτων του, αποφεύγοντας την ευκολία να μιλήσει για έναν κόσμο ελάχιστα γνωστό, όπως η ανατολική Ευρώπη, φορτωμένο από εικασίες και προπαγάνδα, ασκώντας μία μονόπλευρη κριτική και χαϊδεύοντας τα αυτιά των συμπατριωτών του και να προχωρήσει σε έναν παιδικό διαχωρισμό του καλού απ' το κακό.

Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, όπως εκείνα που ξέρουν να γράφουν οι σπουδαίοι Αμερικανοί συγγραφείς.

Μετάφραση Γιάννης Κωστόπουλος
Εκδόσεις Ψυχογιός

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Φλίππερ - Κώστας Θ. Καλφόπουλος





Υπάρχει μια ιστορία που θέλεις να διηγηθείς. Μια δεδομένη ιστορία που σε απασχολεί, σε πληγώνει, σε συγκινεί. Και όμως δεν μπορείς. Δεν ξέρεις γιατί δεν μπορείς απλώς να τη διηγηθείς με ονόματα και διευθύνσεις, να πεις ότι έγινε το τάδε ή το δείνα, πρώτα το τάδε κι ύστερα το δείνα, πώς ένιωσες, τι ήθελες να προσθέσεις αλλά δεν βρήκες το κουράγιο ή τον χρόνο, ίσως και τα δύο, να επαναλάβεις ότι θα ήθελες να γυρίσει πίσω ο χρόνος, ότι έτσι τα πράγματα θα είχαν διαφορετική εξέλιξη, ότι θα ήθελες να μπορέσεις να χρησιμοποιήσεις τη σημερινή σοφία σε παρελθούσες στιγμές, στιγμές άγνοιας και ανωριμότητας, να τα ρίξεις όλα στην κακή τύχη. Και δεν μπορείς. Δεν ξέρεις γιατί δεν μπορείς απλώς να διηγηθείς εκείνη την ιστορία.

Και οι μέρες περνούν και εσύ συνεχίζεις να ζεις μια ζωή διπλή, ένα μέρος της στο σήμερα -αναπόφευκτα- και ένα ακόμα στο χτες -που όλο μακραίνει. Και δοκίμασες -αλήθεια πόσες φορές;- να βάλεις κάτω τα δεδομένα, να βρεις την κατάλληλη αρχή, τον βηματισμό για να φτάσεις μέχρι το λυτρωτικό (;) τέλος. Δεν τα κατάφερες. Και δοκίμασες προφορικά, σε φίλους, κάποιο βράδυ σε κάποια μπάρα, όμως κάτι έλειπε, ή ίσως περίσσευε μια ταυτόχρονη διάθεση θυματοποίησης και ηρωισμού, μονόπλευρης μετατόπισης της ευθύνης. Και δοκίμασες μονολογώντας, κάποιο βράδυ αργά, επιστρέφοντας στο σπίτι, όμως η σκέψη αρνήθηκε να υποταχθεί στην επιθυμητή γραμμικότητα, εκείνη που θα έκανε δυνατό το πέρασμα από την ελάχιστη οπή του μυαλού, την απαλλαγή από το κυοφορούμενο βάρος.

Οι εικόνες και οι αναμνήσεις επιστρέφουν, άτακτα και απροειδοποίητα. Τότε, ξαφνικά, έρχεται η εικόνα. Για παράδειγμα η εικόνα των δυο σας να παίζεται για πρώτη φορά φλίππερ κάπου μακριά. Και τότε ξέρεις, δεν ξέρεις πώς, αλλά ξέρεις ότι αυτό είναι το όχημα της αφήγησης. Να μιλήσεις για κάτι που έχει χαθεί πια, έχει αντικατασταθεί ατελώς από κάποια νέα εκδοχή. Να γράψεις ένα δοκίμιο για το φλίππερ, που ο ψηφιακός του διάδοχος σε τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Ναι, δοκίμιο θα το ονομάσεις, ένα δοκίμιο για το φλίππερ, μια ιστορία φαινομενικά άσχετη σε ένα κείμενο φαινομενικά αποστασιοποιημένο.
Όσο περνούσε ο καιρός κι όσο επανέφερε στο νου του πρόσωπα και πράγματα, μηχανήματα και αναγνώσματα, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσε ότι το φλίππερ, εκτός των άλλων, σχετιζόταν άμεσα με την πόλη και την περιπλάνηση (μέσα στην πόλη και στον "κόσμο των φλίππερ").

Εκδόσεις Greek Infographics

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Η μελαγχολία της αντίστασης - Laszlo Krasznahorkai





Το βιβλίο που αναζητούσα εκείνο το βράδυ θα έπρεπε να μου μουδιάσει το μυαλό, να μου περιχαρακώσει την προσοχή και να μου προσφέρει ένα αισθητικό καταφύγιο. Διάφορες επιλογές πέρασαν από το μυαλό μου, αρκετά βιβλία από τη στοίβα με τα αδιάβαστα φλέρταρα, ξεφυλλίζοντάς τα και νιώθοντας το βάρος τους στα χέρια μου, αναρωτήθηκα αρκετά μήπως θα έπρεπε να επιστρέψω στην ασφάλεια κάποιου ήδη γνωστού κειμένου -Το τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο για παράδειγμα ή τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ-, τέτοια αναγνωστική αναζήτηση βίωνα. Ευτυχώς έκανα τη σωστή επιλογή: Η μελαγχολία της αντίστασης.

Η προηγούμενη εμπειρία με το Πόλεμος και πόλεμος, η αίσθηση οικειότητας και η δεδομένη πίστη στη δύναμη του Κρασναχορκάι πως θα μπορούσε να ικανοποιήσει το τρίπτυχο των αναγνωστικών μου αιτημάτων από τη μία, και από την άλλη η δυναμική του τίτλου, η μελαγχολία όσων αντιστέκονται, η μοναξιά και η ματαιότητα που βιώνουν, ανεξάρτητα από το διακύβευμα της αντίστασης. Ήταν Δευτέρα βράδυ όταν διάβασα τις πρώτες σελίδες.
Γύριζε συστηματικά κάθε σελίδα του σπιράλ σημειωματάριου που διάβαζε αχόρταγα και, όταν έφτασε στο τέλος, ξαναβρέθηκε στην αρχική σελίδα, λες και αυτό το απόσπασμα της αφήγησης, αφήγηση που θα είχε σοκάρει υπερβολικά αυτόν που ήταν μέχρι χθες αλλά δεν ήταν πια σήμερα, παρά τον τρόμο που του προκαλούσε, ήταν ένα διδακτικό μήνυμα το οποίο τον είχε αναγκάσει να κάνει στροφή και να επανέλθει στην αρχή, να κάνει μια στροφή πριν ξαναρχίσει, υπονοώντας μ' αυτό τον τρόπο, πως ό,τι δεν είχε εμπεδώσει την πρώτη φορά, θα αφομοιωνόταν με τη δεύτερη ανάγνωση.
Υπάρχει μια παρανόηση. Αρκετοί λένε: το Χ βιβλίο μου άρεσε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου, το τελείωσα το ίδιο βράδυ. Και αυτό, ισχυρίζονται, αποτελεί ένδειξη αδιαμφισβήτητη και ακλόνητη για την ποιότητα του βιβλίου. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Η αχόρταγη ανάγνωση ως ένδειξη απόλαυσης δεν έχει να κάνει με την ταχύτητα. Κάθε βιβλίο ορίζει τον ρυθμό ανάγνωσής του. Το αργό βύθισμα στον κόσμο του, οι συμπυκνωμένες προτάσεις, το αίσθημα πληρότητας μετά από λίγες μόνο σελίδες, η διαρκής και επαναλαμβανόμενη επιθυμία να διαβάσω ξανά ένα προηγούμενο απόσπασμα, να αφήσω το βιβλίο για λίγο στην άκρη κοιτώντας ευθεία μπροστά, η αυτονομία της αναγνωστικής εμπειρίας στο σύνολο της κάθε ημέρας. Δέκα ημέρες μετά, επιταχύνοντας και επιβραδύνοντας, επιστρέφοντας και ανυπομονώντας, έφτασα στο τέλος. Απόλαυση.

Όλα θα ξεκινήσουν στο βαγόνι ενός τρένου, τρένο το οποίο θα περάσει με τερατώδη καθυστέρηση από τον έρημο σταθμό, εξοργίζοντας την κυρία Πφλάουμ, που υπολόγιζε να φτάσει σπίτι της νωρίτερα, μετά την ολιγοήμερη παραμονή της σε κάποιους συγγενείς, έχοντας την επιθυμία να επιστρέψει στην καθημερινότητα και τη σειρά της. Η κυρία Πφλάουμ δυσανασχετεί έντονα, μα χωρίς να έχει κάποια επιλογή αντίδρασης, συνειδητοποιώντας πως το εισιτήριο πρώτης θέσης τής είναι άχρηστο και πως θα πρέπει να νιώθει και τυχερή από πάνω που βρήκε μια θέση για να κάτσει στο γεμάτο βαγόνι και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχει να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική παρενόχληση ενός άγνωστου άντρα. Με αυτό το αργό κινηματογραφικό τράβελινγκ ο Κρασναχορκάι, ακολουθώντας το τρένο που διασχίζει αργά μέσα στη νύχτα την ουγγρική ύπαιθρο, οδηγεί τον αναγνώστη μέχρι την ανώνυμη επαρχιακή πόλη της Ουγγαρίας, όπου και τοποθετείται η ιστορία που πρόκειται να διηγηθεί, μια ιστορία γεμάτη τρόμο, τρόμο που αιωρείται πάνω από την πόλη, με τα φώτα του δρόμου σβηστά για κάποιον άγνωστο λόγο, τρόμο που παίρνει τη μορφή ενός περιπλανώμενου τσίρκου που επισκέπτεται την πόλη, με κεντρικό θέαμα μια τεράστια φάλαινα και κάποιες τρομακτικές φήμες να συνοδεύουν τον θίασο.

Η μελαγχολία της αντίστασης είναι πιο προσβάσιμη συγκριτικά με το Πόλεμος και πόλεμος, χωρίς αυτό να αποτελεί ποιοτικό σχόλιο. Όλα τα στοιχεία της γραφής του Ούγγρου συγγραφέα είναι παρόντα, ο μακροπερίοδος -δουλεμένος μέχρι την ελάχιστη λεπτομέρεια- λόγος, η ποιητικότητα των περιγραφών, το χτίσιμο των χαρακτήρων, ο μίτος που παρασύρει τον αναγνωστη στον λαβύρινθο με ασφάλεια, ο στοχασμός, η επιμονή ενάντια στα τείχη τις ματαιότητας, η μελαγχολία, η πάντοτε καλοδεχούμενη μπερνχαρντική επιρροή, το διαρκές παιχνίδι με το παράλογο. Όμως, κυρίως και πάνω απ' όλα, η ικανότητα του συγγραφέα να αφήνει την αίσθηση του άχρονου και του άτοπου, προσδίδοντας έτσι στην κάθε μικρή αντίσταση έναν χαρακτήρα οικουμενικό, δίνοντας την ελευθερία στον αναγνώστη να προσαρμόσει την ιστορία στα δικά του βιώματα, στον δικό του κόσμο. Παρά το γεγονός πως η μετάφραση -με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα- έγινε από τη γαλλική έκδοση με όσες απώλειες μπορεί να συνεπάγεται αυτό, Η μελαγχολία της αντίστασης είναι ένα μυθιστόρημα δείγμα υψηλής λογοτεχνίας ενός σπουδαίου σύγχρονου συγγραφέα.

υγ. Να δείτε και την ταινία του τεράστιου Μπέλα Ταρ, Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις Πόλις



Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η συντέλεια του κόσμου - Jenny Erpenbeck




Ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν, της είχε πει η γιαγιά της στην άκρη του λάκκου. Αλλά δεν ήταν αλήθεια αυτό, γιατί ο Κύριος είχε αφαιρέσει πολύ περισσότερα απ' όσα υπήρχαν -κι όλα όσα θα μπορούσαν να είχανε γίνει απ' το παιδί κείτονταν τώρα εκεί κάτω κι έπρεπε να τα σκεπάσει το χώμα. Τρεις χούφτες χώμα, και το μικρό κορίτσι, που βγαίνει τρέχοντας απ' το σπίτι με τη σάκα του στην πλάτη, το σκέπασε το χώμα, η σάκα τραμπαλίζεται πάνω κάτω, ενώ εκείνο όλο και απομακρύνεται· τρεις χούφτες χώμα, και η δεκάχρονη που παίζει πιάνο με χλομά δάκτυλα κειτότανε εκεί· τρεις χούφτες, και η έφηβη που την κοιτάζουνε οι άντρες επειδή τα μαλλιά της λάμπουνε τόσο χαλκοκόκκινα θάφτηκε ζωντανή· τρεις φορές ρίξανε χώμα, και η μεγάλη γυναίκα που θα της είχε πάρει, όταν θα είχε αρχίσει και η ίδια να γίνεται αργή, ένα εργόχειρο απ' τα χέρια με τα λόγια:αχ, μάνα, κι εκείνη αργά αργά απ' το χώμα που έπεφτε μες στο στόμα της έπαθε ασφυξία.
Μετά από κάποια χρόνια απουσίας από τα ελληνικά εκδοτικά τεκταινόμενα, και σε νέα πια εκδοτική στέγη, κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα της Γερμανίδας Τζέννυ Έρπενμπεκ, Η συντέλεια του κόσμου. Στο μυθιστόρημα αυτό διαφαίνεται μια αλλαγή πλεύσης εκ μέρους της συγγραφέως, η οποία, χωρίς να αποχωρίζεται το γνώριμο ύφος της και την επιμονή της στη γλωσσική και στυλιστική αρτιότητα, διηγείται μια ιστορία -προσωπική που όμως, όπως συνηθίζει, εντάσσεται πλήρως στη συλλογική- γραμμική με ένα σαφές πλαίσιο, αφήνοντας κατά μέρος τους υπαινιγμούς και την παραβολική διάθεση, χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα πιο βατό μονοπάτι προσέγγισης της ιστορίας ενός μικρού κοριτσιού, γεννημένου στις αρχές του περασμένου αιώνα, από μάνα Εβραία και πατέρα χριστιανό.

Τι θα είχε συμβεί όμως αν; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα γύρω από το οποίο στήνει την ιστορία της η Έρπενμπεκ, νιώθοντας μια βαθιά αγάπη για την ηρωίδα της και προσφέροντας μια ανακουφιστική εναλλακτική στον αναγνώστη κάθε φορά που τον τυλίγει η ασφυξία του τέλους. Με τη γνωστή αφηγηματική της χάρη, τη διάθεση για μινιμαλισμό, λειτουργικό πειραματισμό πάνω σε φόρμες κλασικές και με επίκεντρο πάντα τη μεγάλη Ιστορία, εκεί που τα αν δεν είναι τίποτα άλλο παρά κενές εικασίες, ελπίδες ματαιωμένες στο παρελθόν αλλά οδηγός για το μέλλον, ένας οδηγός πίστης πως την επόμενη φορά, στο επόμενο σταυροδρόμι η Ιστορία θα εξελιχθεί με έναν τρόπο διαφορετικό, ανθρώπινο και σωτήριο, η Έρπενμπεκ αποφασίζει να σώσει την ηρωίδα της αφού δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο, κάνει το χρέος της ως δημιουργός με ανθρώπινα όρια και χωρίς θεϊκές δυνάμεις, ασχολείται με τις λεπτομέρειες του επιβλητικού κάδρου.

Ένα πέρασμα από τον πολυτάραχο εικοστό αιώνα, με τις μεγάλες αλλαγές και τις ματαιωμένες ελπίδες, τα μεταβλητά σύνορα και τις νέες πατρίδες, τους διωγμούς και τη μετανάστευση, τις εκατόμβες νεκρών και τις ανθρώπινες χαρές. Η κουραστική επανάληψη της ιστορίας, η διαρκής επιστροφή της ως φάρσα, η διήγηση των νικητών και η σιωπή των ηττημένων, ηττημένων που ενίοτε ανήκουν στο στρατόπεδο των νικητών. Τι θα είχε συμβεί όμως αν; Ο μικρόκοσμος και οι αποφάσεις των ανθρώπων, οι ελάχιστες εκείνες στιγμές· μια χούφτα χιόνι στο στήθος ενός μωρού, ένα γράμμα που παράπεσε, μια σκάλα λιγότερο επικίνδυνη. Μια ιστορία ανθρώπινη στις παρυφές της Ιστορίας, ζωές μεμονωμένων ανθρώπων που στροβιλίζονται στις δίνες των αποφάσεων που παίρνουν άνθρωποι πίσω από γραφεία.

Δεν είμαι ιστορικός, μοιάζει να λέει η Έρπενμπεκ, όμως άκουσα διηγήσεις και έζησα ένα μέρος του αιώνα αυτού, είμαι συγγραφέας και με αυτή μου την ιδιότητα μπορώ να επέμβω, να επινοήσω μια μικρή -σε μέγεθος αλλά όχι σε αξία- προσωπική ιστορία, και μέσω αυτής να φτάσω στο τέλος των "τι θα είχε συμβεί όμως αν;" όταν η Ιστορία θα μετατρεπόταν σε μονόδρομο, έστω και αν αυτή είναι μια προσωρινή και μεταβλητή κατάσταση. Δεν ξεχνώ, μοιάζει ακόμα να λέει η Έρπενμπεκ, την ποίηση και τη δύναμη των λέξεων, είμαι συγγραφέας και με αυτή μου την ιδιότητα ακολουθώ το νήμα τόσων και τόσων σπουδαίων συγγραφέων πριν από μένα, σκύβω πάνω στον άνθρωπο και την ιστορία, πρωτίστως για να καταλάβω εγώ η ίδια, να παίξω το παιχνίδι με τα αν, να ονειρευτώ έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς να ξεχνώ στιγμή τη σκληρότητα. Δεν καταφεύγω, επιμένει να λέει η Έρπενμπεκ, σε ευχολόγια και στρογγυλέματα, είμαι συγγραφέας και έχω την αποστολή να ασχοληθώ με εκείνους που υπέφεραν περισσότερο και ξεχάστηκαν πιο γρήγορα απ' τους άλλους, να υψώσω το δικό μου τείχος στην παραχάραξη της Ιστορίας.

Η συντέλεια του κόσμου είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, ιδανική πύλη εισόδου στο έργο μιας σπουδαίας σύγχρονης συγγραφέως, πολυβραβευμένης και πολυσχιδούς καλλιτεχνικής φύσης, με τις εμμονές της -ίδιον κάθε δημιουργού- παρούσες, που αρνείται να καταφύγει στον συναισθηματικό εξαναγκασμό του αναγνώστη και την ανούσια μελοδραματική χρήση της γλώσσας, αφήνονταςς την ιστορία που διηγείται να βαραίνει από το ίδιο της το βάρος, χωρίς την ανάγκη από φορτώματα και φτιασίδια, μυθιστόρημα που διαβάζεται με ρυθμό καταιγιστικό και όμως, παρ' όλ' αυτά, αφήνει ανεξίτηλα σημάδια, στο μυαλό και την ψυχή.
Αυτή ξέρει, πολύ καιρό τώρα πια, αυτό που η κόρη της θα μάθει από τη μια μέρα στην άλλη: Στο τέλος μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν έρχεται δα και η συντέλεια του κόσμου.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Καστανιώτη

   

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Αν





Αν δεν είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει, δεκαοχτώ χρονών κοπέλα, το σπίτι της, για να σπουδάσει υποκριτική, το όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός, δεν θα είχε βρεθεί στην πρωτεύουσα της μικρής χώρας, μαζί με την καλύτερή της φίλη, να μετακομίζει από σπίτι σε σπίτι, να περνάει ώρες στη δραματική σχολή, πριν πάει στη δουλειά, και κάθε βράδυ σχεδόν θέατρο -αυτό θα έλεγε: κάθε βράδυ σχεδόν πήγαινα θέατρο εκείνα τα χρόνια-, δεν θα είχε γνωρίσει εκείνον τον πωλητή, το πρωί πωλητή σε εκδοτικό οίκο και το απόγευμα σπουδαστή δραματικής σχολής, εκείνον που κάποια μέρα της χάρισε ένα λεπτό βιβλίο μιας Γερμανίδας, το οποίο, χρόνια μετά, θα ήταν από καιρό εξαντλημένο. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.

Αν δεν την είχε γνωρίσει ένα καλοκαίρι σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη αυτός, τότε δεν θα είχε ξυπνήσει εκείνο το πρωί σπίτι της, νωρίτερα από εκείνη, δεν θα αποτύχαινε τόσο οικτρά όταν επιχειρούσε να ετοιμάσει έναν καφέ στην ξένη κουζίνα, κυρίως λόγω συστολής στο άνοιγμα των ξένων ντουλαπιών, συστολή την οποία στιγμή δεν ένιωσε όταν εξερευνούσε τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι -είχε δικαιολογία: ήθελα να διαβάσω κάτι, θα έλεγε- και ανακαλύπτοντας ένα λεπτό βιβλίο με τον παράδοξα ελκυστικό τίτλο " Ιστορία του γερασμένου παιδιού" μιας συγγραφέως που δεν γνώριζε, που τίποτα για εκείνη δεν είχε ακούσει, με το όνομα Τζέννυ Έρπενμπεκ. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.

Αν δεν είχε το συνήθειο, πάλι αυτός, να τριγυρνάει στα παλαιοβιβλιοπωλεία, όχι μόνο τα σαββατοκύριακα, αλλά με κάθε ευκαιρία, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο, μα ανοιχτός στις νέες προκλήσεις, εκείνα τα βιβλία που κάποιοι αναγνώστες για κάποιον λόγο αποχωρίστηκαν -έλλειψη χώρου, οικονομική ανέχεια, μετακόμιση, θάνατος-, συχνά αποτελούσαν τυχαίες -πόσο του άρεσε αυτή η λέξη- ανακαλύψεις, κάπως έτσι, εκείνο το απομεσήμερο, ανάμεσα σε άλλα, αρκετά σκονισμένα και άτακτα τοποθετημένα, δεν θα ανακάλυπτε ένα ακόμα λεπτό βιβλίο με τον επίσης παράδοξο και ελκυστικό τίτλο "θεωρία της απειλής" ενός συγγραφέα που επίσης δεν γνώριζε, που τίποτα για εκείνον δεν είχε ακούσει, με το όνομα Μπότο Στράους. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.

Αν εκείνος ο συγγραφέας δεν είχε απομείνει μόνος στην αυγουστιάτικη Αθήνα, σε άδεια και άρα χωρίς την υποχρέωση να εγκαταλείπει το σπίτι καθημερινά στις εννέα το πρωί και να γυρίζει δέκα ώρες αργότερα, κουρασμένος και ψυχικά εξουθενωμένος, δεν θα είχε νιώσει την ανάγκη να ακονίσει ένα μαχαίρι και να διηγηθεί κάποιες ιστορίες ανθρώπων, και αργότερα, με τη χαρά και το άγχος της έκδοσης, αναζητώντας ιδανικούς αναγνώστες με κοινές αναφορές και αισθητική για τη λογοτεχνία, λογοτεχνία που ήδη επί χρόνια υπηρετούσε ως μεταφραστής, δεν θα έπεφτε πάνω στον αναγνώστη του Μπότο Στράους, και δεν θα έπαιρνε το θάρρος να του ζητήσει μία διεύθυνση αποστολής. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.

Αν οι μεταφραστές εν γένει δεν ήταν πρωτίστως αναγνώστες που αγαπούν κάποιους συγγραφείς περισσότερο από κάποιους άλλους, άνθρωποι καθώς είναι κι αυτοί με πάθη, λίγο πιο έντονα από τον ευκταίο μέσο όρο, και αν δεν ένιωθαν κήρυκες μιας νέας θρησκείας και επιφορτισμένοι με την υποχρέωση να φροντίσουν τη μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη, διατηρώντας τους θησαυρούς αναλλοίωτους, να χαρίσουν την απόλαυση που οι ίδιοι ένιωσαν, διαβάζοντας το πρωτότυπο καθισμένοι για ώρες σε μια καρέκλα, χωρίς να σηκωθούν ούτε στιγμή. Όλα μπορεί να ήταν αλλιώς.

Όλα όμως  έγιναν με αυτόν τον τρόπο.


υγ. Σκέψεις μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος "Η συντέλεια του κόσμου" της Τζέννυ Έρπενμπεκ.


Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Η εικόνα





Εκείνης, της πρώην του, της το είχε πει: μοιάζεις στον πατέρα σου· όμως σταμάτησε εκεί και δεν είπε: πράγμα όχι και τόσο θηλυκό ή ερωτικό· ίσως να μην το είχε σκεφτεί τότε παρά μονάχα αργότερα, όταν εκείνη τον χώρισε μια μέρα ξαφνικά κι εκείνος έπρεπε να χτίσει μια νέα ιστορία: καλύτερα έτσι, δεν ταιριάζαμε έτσι και αλλιώς, άσε που έμοιαζε στον πατέρα της, πράγμα όχι και τόσο θηλυκό ή ερωτικό· και πώς να το είχε σκεφτεί τότε, στην αρχή τουλάχιστον, τότε που η νύχτα αργούσε τόσο πολύ να 'ρθει, τότε που ένιωθε τυχερός και το μόνο που σκεφτόταν ήταν: επιτέλους κι εγώ. Το είχε σκεφτεί, πρώτη φορά, ένα βράδυ που εκείνη ήδη από ώρα είχε αποκοιμηθεί κι εκείνος δεν τα κατάφερνε, κάτι το οποίο δεν θα είχε συμβεί αν εκείνη δεν είχε την έμμονη συνήθεια να αφήνει ένα φωτάκι ανοιχτό μην τύχει και ξυπνήσει μες στον ύπνο της και πανικοβληθεί μη ξέροντας πού βρίσκεται. Τι δεν θα είχε συμβεί όμως; Η αϋπνία ή σκέψη; Γύρισε πλευρό, εκείνο το βράδυ της αϋπνίας, στηρίχτηκε στον αριστερό αγκώνα του και έμεινε να παρατηρεί εκείνη την κοπέλα, που είχε εμφανιστεί έτσι ξαφνικά στη ζωή του -και έτσι ξαφνικά θα εξαφανιζόταν πάλι, αλλά ακόμη, τότε, ήταν νωρίς γι' αυτό- της καθάρισε το μέτωπο από τις άναρχες τρίχες, κάπως βαριές από την καλοκαιρινή υγρασία, δεν σκεφτόταν κάτι συγκεκριμένο, ένιωθε μια απροσδιόριστη ευδαιμονία, παρά την αϋπνία, την κόπωση και την αντίστροφη μέτρηση του επικείμενου πρωινού ξυπνητηριού, μια λογική βασίλευε, θαρρείς, και τότε, ξαφνικά, σχηματίστηκαν οι λέξεις: μοιάζει στον πατέρα της· και μετά δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να την κοιτάξει χωρίς να το σκεφτεί αυτό, παρότι της το είπε, γιατί συμβαίνει καμιά φορά, να αποφασίσουμε να πούμε κάτι με την ελπίδα να το ξεφορτωθούμε, ρωτήστε τους ποιητές και τους λογοτέχνες επ' αυτού, και κάποιες φορές όντως συμβαίνει αυτό, να πούμε δηλαδή κάτι και να το ξεφορτωθούμε, να το δούμε να πέφτει από το ίδιο του το βάρος, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβη αυτό· αντίθετα οι λέξεις έμειναν να αιωρούνται μπροστά από το πρόσωπό της, όλες τις φορές, πεπερασμένες τελικά, που εκείνος την κοίταξε.


Είχε μια κοπέλα, λοιπόν, που έμοιαζε στον πατέρα της, πράγμα όχι και τόσο θηλυκό ή ερωτικό. Αυτό ήταν κάτι που το πίστευε ακράδαντα. Ταυτόχρονα όμως σκεφτόταν αν κάτι τέτοιο ήταν πολιτικά ορθό να ειπωθεί ή αν ήταν καλύτερο να μείνει μια σκέψη προσωπική, μια σκιά. Ίσως να μοιραζόταν τη σκέψη αυτή με την επόμενη αγαπημένη του, κάποια στιγμή που θα είχε ξεμείνει από κομπλιμέντα ή που θα είχε διάθεση για ένα αστείο, κάτι που θα δημιουργούσε έναν νέο δεσμό ανάμεσα τους, ίσως με τα φώτα σβηστά ή στο ημίφως που θα δημιουργούσε το φως του διαδρόμου μέσα από τη σχισμή της πόρτας, ίσως τότε να έσκυβε στο αυτί της, ξαπλωμένοι καθώς θα ήταν κάτω από τα σεντόνια, για να της πει ότι είχε μια πρώην που έμοιαζε στον πατέρα της, πράγμα όχι και τόσο θηλυκό ή ερωτικό, και ίσως να γελούσαν με αυτό ή ίσως εκείνη να έψαχνε στο κινητό της μια φωτογραφία του δικού της πατέρα για άμεση σύγκριση και περαιτέρω γέλια, δεσμός που θα τους επέτρεπε, στην αρχή της σχέσης ή λίγο αργότερα ίσως, να δημιουργήσουν μια πλατφόρμα στο παρόν απ' όπου θα μπορούσαν να κοιτάζουν και να περιγελούν το παρελθόν, το παρελθόν που οι εραστές μισούν καθώς δεν αποτελεί έδαφος κοινό, ίσως μάλιστα και εκείνη να έλεγε κάτι για κάποιον δικό της πρώην, ίσως και κάτι πικάντικο, ποιος ξέρει, ίσως και όχι όμως, ίσως μάλιστα αυτή η διαπόμπευση του ερωτικού παρελθόντος από τη δική του τη μεριά να την ξενέρωνε, να έπεφτε στα μάτια της, καθώς θα σκεφτόταν πως εκείνος με την πρώτη ευκαιρία κάποιο αντίστοιχο σχόλιο θα έκανε και για εκείνη, σε μια παρέα αντρική, στο ημίχρονο ενός αγώνα ή κατά μήκος μιας μπάρας, γιατί μια επόμενη αγαπημένη ήταν κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να σκεφτεί προς το παρόν εκείνη, και όσο και αν σκεφτόταν τότε πως κάτι τέτοιο δεν θα την ένοιαζε, θα συνειδητοποιούσε πως τη νοιάζει, μια ελάχιστη όχληση από τα βάθη του μυαλού της θα ήταν ικανή να της φανερώσει το συναίσθημα αυτό, και μάλιστα θα την ένοιαζε αρκετά, όσο δηλαδή νοιάζει τους ανθρώπους η εικόνα που έχουν οι άλλοι για αυτούς, όσο θα ενοχλούσε δηλαδή και τον ίδιο, και ας μην το έχει σκεφτεί ή παραδεχτεί ποτέ, ακόμα και τώρα τόσο καιρό μετά, το σχόλιο ή απλώς το βλέμμα του πιθανού αποδέκτη της σκέψης, που ελάχιστα θα ενδιαφερόταν για το πολιτικά ορθό της έκφρασής της, αλλά αντίθετα, σχεδόν αυτόματα θα αναρωτιόταν: πώς είναι δυνατόν κάποιος να είναι με μια κοπέλα που μοιάζει στον πατέρα της, πράγμα όχι και τόσο θηλυκό ή ερωτικό;
  
Και αλήθεια, πώς ήταν άραγε κάτι τέτοιο δυνατόν, αναρωτιέται τώρα εκείνος, περπατώντας με τα χέρια στις τσέπες στο δεξί πεζοδρόμιο του δρόμου, δρόμου διπλής κυκλοφορίας παρά το ελάχιστο μέγεθος, μέγεθός του που αυξομειώνεται ανάλογα με τα παρκαρισμένα οχήματα στην κάθε του πλευρά, οι οδηγοί των οποίων συνηθίζουν να λένε: μόνο για δύο λεπτά· αχ, σκέφτεται εκείνος, και να είχα όλα αυτά τα δύο λεπτά ως άθροισμα προσωπικό, έτσι σκέφτεται, καθώς ένα ερειπωμένο σπίτι τον αναγκάζει να εγκαταλείψει προσωρινά το κακοκατασκευασμένο πεζοδρόμιο, κάποιοι άνθρωποι κάποτε ίσως ζούσαν ευτυχισμένοι εδώ, ολόκληρο αρχοντικό πάνω στον κεντρικό δρόμο, δεν θα ήταν μικρό πράγμα, ίσως έμποροι που είχαν κάτω το μαγαζί και πάνω το σπίτι, τότε ένα αμάξι περνάει ξυστά από δίπλα του, η συνοδηγός τινάζει το τσιγάρο της με κάποια υποψία στυλ, και εκείνος, κάπως αγχωμένος, επιστρέφει στο πεζοδρόμιο και στην προηγούμενη σκέψη του, όχι εκείνη του αθροίσματος των λεπτών ή εκείνη την άλλη με τους ιδιοκτήτες του ερειπωμένου σπιτιού, αλλά την άλλη. Ναι, εκείνη. Πώς ήταν άραγε δυνατόν κάποιος να είναι με μια κοπέλα που μοιάζει στον πατέρα της, πράγμα όχι και τόσο θηλυκό ή ερωτικό· και δεν έχει απάντηση, όχι με επιχειρήματα τουλάχιστον, γιατί πάντα κάποιος μπορεί απλώς να απαντήσει πως γίνεται, και κάπου εκεί να τελειώσει ο διάλογος, απάντηση συνοδευόμενη ίσως και από ένα ανασήκωμα των ώμων. Εκείνος ακόμα περπατάει, πάντα με τα χέρια στις τσέπες, και δεν θα αργήσει να φτάσει, δέκα με δεκαπέντε λεπτά αργότερα, εξαρτάται από την ταχύτητα, εκεί που έχει να φτάσει.

Όμως τότε ξεπηδά ένα ακόμα ερώτημα, ίσως το πραγματικό και το πλέον σημαντικό απ' όλα, προπομπός του οποίου ήταν όλα τα προηγούμενα: γιατί τον απασχολεί ακόμα εκείνη η κοπέλα;  


Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Η μπλε κιθάρα - John Banville




Να με λέτε Αυτόλυκο. Ή μάλλον όχι, αφήστε καλύτερα. Παρόλο που είμαι κι εγώ συλλέκτης αμελητέων αντικειμένων, όπως εκείνος ο διόλου αστείος παλιάτσος. Για να το πω πιο ακαλαίσθητα: κλέβω πράγματα. Ανέκαθεν έκλεβα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μπορώ δικαιωματικά να ισχυριστώ ότι υπήρξα ένα παιδί-θαύμα στην υψηλή τέχνη της κλεψιάς. Αυτό είναι το επαίσχυντο μυστικό μου, ένα από τα επαίσχυντα μυστικά μου, αν και δεν με κάνει να αισθάνομαι όση ντροπή θα όφειλα.
Ο Όλιβερ Όντγουεϊ Ορμ, εκτός από καθ' ομολογίαν κλέφτης, υπήρξε και καταξιωμένος ζωγράφος στο παρελθόν. Τώρα πια, εδώ και κάποιον καιρό, έχει εγκαταλείψει τη ζωγραφική, απόφαση που πήρε μάλλον εύκολα, όμως οι ρίζες της είναι πυκνές και δυσδιάκριτες. Τώρα, στο πατρικό του σπίτι, εκεί που βρήκε καταφύγιο, όταν εγκατέλειψε τη σύζυγο και την ερωμένη του, νιώθει την ανάγκη να γράψει ένα σύντομο χρονικό, μια απολογία των πεπραγμένων του. Έξω ακούγεται η βροχή, καθώς προσκρούει στις ταλαιπωρημένες από τον χρόνο επιφάνειες του σπιτιού.

Ο Τζον Μπάνβιλ, η Θάλασσα του οποίου υπήρξε ένα από τα βιβλία, που με γοήτευσαν και εντυπώθηκαν πολύ πιο έντονα από πολλά άλλα στη μνήμη μου, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το γιατί -όχι πως έχει σημασία άλλωστε-, συλλέκτης σημαντικών βραβείων και διεθνώς αναγνωρισμένος, επανέρχεται με το καινούριο του μυθιστόρημα Η μπλε κιθάρα, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Τόνια Κοβαλένκο.

Ο αφηγητής που νιώθει την ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία του σε μορφή απολογίας αποτελεί ένα αρκετά συνηθισμένο μοτίβο στη λογοτεχνία, σχεδόν από τις απαρχές της. Ανάγκη που όμως πρέπει να διέπεται από ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να αποτελεί ένα δυναμικό και όχι απλώς λειτουργικό εύρημα για τον συγγραφέα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με τις ευκολίες και τις δυσκολίες της, διαθέτει μια αμεσότητα στην απεύθυνση, στοχεύοντας να αρπάξει τον αναγνώστη από τον λαιμό και να τον αναγκάσει να ακολουθήσει την αφήγηση του ήρωα. Κι εδώ βρίσκεται η κύρια ένστασή μου σε σχέση με το κατά τα άλλα καλογραμμένο και στιβαρό μυθιστόρημα του Μπάνβιλ: η αφήγηση δεν διαθέτει τον πυρετό εκείνο, δεν ακτινοβολεί την ανάγκη του αφηγητή να αποκαλυφθεί γυμνός, ή σχεδόν γυμνός, στον αποδέκτη. Δεν μοιάζει μετανιωμένος, έτοιμος να παραδεχτεί τα λάθη του, λάθη τα οποία ο ίδιος κατονομάζει ως τέτοια, θυμίζει περισσότερο κάποιον που αποζητά τον οίκτο, το φιλεύσπλαχνο χτύπημα στην πλάτη, επιχειρώντας να μείνει προσηλωμένος σε κάποια αρχέγονη κοινωνική σύμβαση, σαν μια τελευταία μη ειλικρινή εξομολόγηση λίγο πριν το τέλος. Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.

Αυτή η αίσθηση στερεί από το βιβλίο την απαραίτητη δυναμική, όχι για την ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα, αλλά για την προσήλωση στην αφήγησή του, την κατανόηση του λόγου για τον οποίο γίνεται η αφήγηση αυτή. Κατά τα άλλα, και αναμενόμενα με βάση τη συγγραφική υπογραφή, το μυθιστόρημα, όπως προείπα, είναι καλογραμμένο και στιβαρό, με υπολογισμένα στην ακρίβεια τα κοψίματα και τα ραψίματα στον αφηγηματικό χρόνο, καθώς το τώρα της γραφής διακόπτεται από τα παρελθόντα και επανέρχεται για να αποδώσει τη χρονική απόσταση, απόσταση η οποία όλο και μειώνεται, για να εξαλειφθεί τελικώς και να γίνει σύγχρονη των γεγονότων.

Τεχνικώς άρτια μα χωρίς την απαραίτητη ψυχή ώστε να συγκλονίσει, Η μπλε κιθάρα του Μπάνβιλ δεν μοιάζει ικανή να προκαλέσει μελλοντικά την ίδια επίδραση με τη Θάλασσα.

Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο
Εκδόσεις Καστανιώτη  

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Συνασπισμός ηλιθίων - John Kennedy Toole




Έχω μια φίλη Ισπανίδα που λέει: δεν μου αρέσουν οι ιστορίες αγάπης, δεν τις αντέχω, με κάνουν νευρική και μου προκαλούν αναγούλα· και όλα τα βιβλία είναι γεμάτα απ' αυτές, αδύνατο να γλιτώσει κανείς. Σκέφτομαι πόσο δίκιο έχει, όλα τα βιβλία είναι γεμάτα από ιστορίες αγάπης, αν και για μένα πάντα υπάρχει χώρος για ακόμα μία. Δεν είναι απλό να διαλέξει κανείς ένα βιβλίο, συνεχίζει, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός. Φαντάζομαι τον διάλογο στο βιβλιοπωλείο: γεια σας, θα ήθελα ένα μυθιστόρημα που να μην περιέχει κάποια ιστορία αγάπης. Εκείνη, βέβαια, ποτέ δεν ρωτάει, ψάχνει μόνη της. Και ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο; τη ρώτησα κάποτε. Ο Συνασπισμός ηλιθίων, μου είπε, αλλά προφανώς θα το έχεις διαβάσει, είναι κλασικό. Όταν της είπα πως ούτε καν το γνώριζα, σχεδόν σοκαρίστηκε· με την πρώτη ευκαιρία μου το έκανε δώρο στα ισπανικά. Δεν το τόλμησα τότε, έψαξα όμως και βρήκα την ελληνική έκδοση. Άφησα το βιβλίο στο ράφι με τα προσεχώς και περίμενα να φτάσει η κατάλληλη στιγμή.

Η ιστορία γύρω από την έκδοση του βιβλίου είναι εξίσου εξόχως μυθιστορηματική με το ίδιο το βιβλίο. Ο Τουλ γράφει τον Συνασπισμό ηλιθίων στις αρχές της δεκαετίας του '60. Όσο όμως και αν προσπαθεί δεν καταφέρνει να βρει εκδότη. Το 1969 αυτοκτονεί. Τη σκυτάλη για την έκδοση του μυθιστορήματος παίρνει η μητέρα του. Κάπως έτσι ο Ιγνάτιος Τζέη Ράιλυ πέρασε στο πάνθεο των μυθιστορηματικών ηρώων, δικαίως και ευτυχώς.

Πρόκειται, λοιπόν, για την ιστορία του Ιγνάτιου, ενός πελώριου τύπου που ντύνεται με παράταιρα ρούχα, καθώς αρνείται να αποδεχτεί την ασχήμια της σύγχρονης μόδας, μένει με την μητέρα του στη Νέα Ορλεάνη, έχοντας επιστρέψει από χρόνια σπουδών, παίζει το λαγούτο του, προκαλώντας νευρικούς κλονισμούς στη γειτόνισσα, και αναγκάζεται, παρά τη θέλησή του, να αναζητήσει δουλειά μετά από τις ασφυκτικές πιέσεις της μητέρας του για να τη βοηθήσει στην αποπληρωμή μιας αποζημίωσης. Απέναντί του συνασπίζονται ένα σωρό ηλίθιοι: η μητέρα του, που αποφάσισε να γλεντήσει τη ζωή της, ένας αστυφύλακας, που δεν έχει ούτε μια επιτυχία στο βιογραφικό του, μια ιδιοκτήτρια μπαρ, που δεν τον θέλει μες στα πόδια της, τα αφεντικά και οι προϊστάμενοί του, μια παλιά συμφοιτήτριά του, που επιμένει πως το σεξ είναι η μόνη λύση για κάθε του πρόβλημα.

Μία λέξη που θα χαρακτήριζε το μυθιστόρημα αυτό; Εξωφρενικό, έτσι θα απαντούσα.

Ο Τουλ γράφει ένα μυθιστόρημα που όμοιό του δεν υπάρχει, όσο και αν αυτό αρχικά φαίνεται παράξενο όταν διαβάζει κανείς την υπόθεση. Επινοεί έναν ήρωα -ή μήπως ένα άλτερ έγκο του- μοναδικό, τον πελώριο Ιγνάτιο με τον πράσινο κυνηγετικό σκούφο, που απέχει πολύ από το να αποτελέσει πρόσωπο ταύτισης με τον αναγνώστη, έναν ήρωα που ξενίζει με τις ιδιαιτερότητες και τις μανίες του, ένα άθροισμα αντιθέσεων με τον έξω μέσο κόσμο. Τον Τουλ δεν τον νοιάζει καθόλου να καταστήσει συμπαθή τον ήρωά του, ούτε καν να εξυψώσει ως μνημείο την ιδιαιτερότητα του Ιγνάτιου, εκείνο που τον απασχολεί -και έπεται της επιθυμίας του να διηγηθεί την ιστορία αυτή- είναι να περιδιαβεί τον κόσμο μέσα από το σώμα του ήρωά του, να τονίσει τις αντιθέσεις, να φλερτάρει με την υπερβολή, να αναδείξει τον τρόμο του ατόμου απέναντι στον μεγάλο κόσμο, να μην αφήσει ταμπού για ταμπού εκτός βολής. Ο Ιγνάτιος αποτελεί, παρά τη διαφορετικότητά του, ένα αναπόσπαστο μέρος του κόσμου τον οποίο ακριβώς μάχεται, και εκεί βρίσκεται η οξυδέρκεια της έμπνευσης του Τουλ, καθώς ο Ιγνάτιος συνδυάζει ένα τεράστιο Εγώ με μια ανθρωπιστική ματιά, συνδυασμός προβληματικός εν τέλει, συνδυασμός παρών σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Μυθιστόρημα απολαυστικό, που αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση. Αδύνατον να γελάσει κανείς χωρίς να ζοριστεί ταυτόχρονα συναισθηματικά, με έναν ήρωα που παραμένει ξένος λόγω της ιδιαιτερότητάς του, ένας χαρακτήρας που δύσκολα γίνεται κατανοητός, ο Ιγνάτιος είναι κάποιος που από απόσταση και μόνο μοιάζει συμπαθής αλλά δύσκολα θα τον άντεχε κανείς στην καθημερινότητά του. Ο Τουλ μοιάζει να λέει: κοιτάξτε πώς είναι ο κόσμος, κοιτάξτε και πώς είναι κάποιος διαφορετικός από τον κόσμο, διαφορετικός όμως όπως εκείνος είναι και όχι όπως εσύ, αναγνώστη, τον φαντάζεσαι. Η ανοχή στη διαφορετικότητα είναι μία κουβέντα εύκολη για πολλούς.


Μετάφραση Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Καστανιώτη   

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

T2 Trainspotting (2017)





Κάθε γενιά έχει μία ταινία ορόσημο, τουλάχιστον μία, που ξεπερνάει τις προσωπικές αδυναμίες -συναισθηματικές, βιωματικές, αισθητικές- του καθενός μας και αποκτάει, στο πέρασμα των χρόνων, έναν χαρακτήρα οικουμενικό, συμπυκνώνει και αποτυπώνει τον σφυγμό μιας γενιάς, σφυγμό συχνά δυσδιάκριτο και μη αναγνωρίσιμο από την κοινωνία και τους "ειδικούς", μιας γενιάς που γνωρίζει την αυστηρότητα και την καταδίκη των μεγαλύτερων μέχρις ότου ωριμάσει και αντικατασταθεί από την επόμενη, για να προστεθεί με τη σειρά της, σε έναν αέναο κυκλικό χορό, στους κριτές.

Θεωρώ πως τέτοια ταινία για τη γενιά μου, ή έστω για ένα σημαντικό μέρος της -για να προλάβω την όποια ένσταση- υπήρξε το Trainspotting. Είτε στην αίθουσα του κινηματογράφου, είτε στο φοιτητικό δωμάτιο, το Trainspotting άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του, φτάνοντας στην περιοχή του μύθου, εκεί που λίγες ταινίες καταφέρνουν να φτάσουν, και ας μην περιληφθεί -και δικαίως ίσως- ποτέ στη λίστα με τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών. Το αφισάκι με το Choose life κόσμησε ουκ ολίγα νεανικά δωμάτια, το soundtrack δεν έπαψε να ακούγεται κατά καιρούς, η κινηματογράφηση άνοιξε νέους ορίζοντες στο βρετανικό -κυρίως- σινεμά, και ας έμεινε πιο έντονα χαραγμένη στη συλλογική μνήμη η καταβύθιση ενός εκ των πρωταγωνιστών στη λεκάνη της τουαλέτας.

Είκοσι ένα χρόνια μετά τι έχει να προσφέρει ένα σίκουελ; Αρπαχτή ή όχι;

Είναι εκείνες οι στιγμές που στο άκουσμα μίας είδησης νιώθεις να καταλαμβάνεσαι από αντίρροπα συναισθήματα υψηλής έντασης. Ήταν πρωί, λίγο πριν φύγω για τη δουλειά, όταν άκουσα την επερχόμενη κυκλοφορία του δεύτερου μέρους. Από τη μία πώρωση, το παλιό soundtrack φορτώθηκε πάραυτα στο mp3 player για τον δρόμο, δρόμο που διανύθηκε σε εντονότερο από τον συνηθισμένο ρυθμό, από την άλλη σκεπτικισμός -αυτή η μάστιγα-: βρε λες να είναι ακόμα μία αρπαχτή της κινηματογραφικής βιομηχανίας, της στερημένης εδώ και χρόνια από ιδέες και αξιόλογα σενάρια; Πέρασαν οι μήνες και όλο και επανερχόταν -χάρη στην τεράστια προωθητική καμπάνια- η είδηση της όλο και εγγύτερης κυκλοφορίας. Καλά, θα πάμε, δεν το συζητώ, έλεγαν οι περισσότεροι γνωστοί μου. Οι περισσότεροι μάλιστα έτρεξαν από τις πρώτες κιόλας μέρες προβολής. Οι αντιδράσεις ανάμικτες, ακραίες. Αριστούργημα και αρπαχτή, χαρακτηρισμοί εναλλάξ.

Πέρασαν οι εβδομάδες, το όποιο hype είχε πια για τα καλά κατακάτσει, σχεδόν δεν υπήρχε πια στις αίθουσες, μόνο σε μια μικρή -πολύ μικρή- αίθουσα του κέντρου βόλευε. Πήγαμε. Κατηφορίζοντας ένιωθα την πάλη μέσα μου σε έξαρση. Προσδοκίες ελάχιστες, περιέργεια τεράστια. Τα φώτα έκλεισαν.

Και ήταν κάπως όπως τότε. Κάπως, όχι ακριβώς. Δεν είμαι δεκαεπτά πια, ούτε οι ήρωες βέβαια, όλα είναι διαφορετικά πια, οι υποχωρήσεις και οι οπισθοχωρήσεις σε σχέση με τότε αρκετές -για να μην πω πολλές- τα εναπομείναντα οχυρά ελάχιστα, οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν και μόνο κάποια στιγμιότυπα ηρωισμού μένουν να μας ανακουφίζουν, ξεγελάς τον εαυτό σου, ευτυχώς -σκέφτομαι- υπάρχετε και εσείς αντιπαραδείγματα και στη σύγκριση μαζί σας φαίνομαι κάπως γαμάτος και ας μη μοιάζω σε τίποτα με όσα ονειρεύτηκα και θέλησα κάποτε, και ας μην άλλαξε ο κόσμος αλλά εγώ. Έτσι περνούν οι μέρες πια, έτσι χαϊδεύω τα αυτιά μου τώρα, έτσι προχωρώ αβέβαια προς το αύριο, το κάθε μίας ημέρας αύριο.

Αρπαχτή δεν ήταν σίγουρα. Εκείνο που περισσότερο αναγνωρίζω στον Irvine Welsh -στο βιβλίο του οποίου βασίζεται η ταινία για να μην ξεχνιόμαστε πίσω από το όνομα του σκηνοθέτη Danny Boyle- είναι ότι αποφεύγει την επίκληση στη νοσταλγία, άλλωστε έχει και εκείνος μεγαλώσει πια και θα ήταν ανόητο και άσκοπο να αναζητήσει εκεί καταφύγιο. Και ας επαναλαμβάνονται τα λάθη, και ας στοιχειώνει το παρελθόν το παρόν, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.

Φανταζόμουν τη νύχτα που θα ακολουθούσε την προβολή κατάλληλη για βραδινή έξοδο: σκοτεινό μαγαζί, θέση στη μπάρα και αλκοόλ. Κάπως έτσι πίστευα πως θα ολοκληρωνόταν μια τέτοια βραδιά, μετά από μια τέτοια κινηματογραφική εμπειρία. Όμως όχι. Η ανάγκη που μου δημιουργήθηκε ήταν μια ανάγκη για ανοιχτό εξωτερικό χώρο, κάπου που να έχει το βλέμμα το απαραίτητο περιθώριο για να βολευτεί, λίγα λόγια, παρά τις όποιες στιγμιαίες εξάρσεις, ένα κουτάκι μπύρα από χέρι σε χέρι. Επιστροφή στο σπίτι τη βραδιά που κερδίσαμε μια ώρα φως.

Σίγουρα δεν είχε την τότε επίδραση, δεν ξέρω πως θα ένιωθα αν ήμουν πάλι έφηβος, δεν έχω κανένα στοιχείο για να κάνω έστω και μία παρακινδυνευμένη υπόθεση. Σίγουρα όμως έκανα καλά που την είδα, και μάλιστα σε κινηματογράφο, έστω και μόνο για την εκπληκτική σκηνή με το επαναδιατυπωμένο στη σύγχρονη εποχή Choose life.

Μία ευδιάκριτη άνω τελεία στην παρένθεση που άνοιξε τότε.

 

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Ιγκουάνα - Denis Thériault





Εμφανίζονται από την ανατολή, οι γλάροι, και συγκεντρώνονται σε φασαριόζικες μάζες πάνω στην κορυφή κάθε στέγης για να κλάψουν γοερά εν χορώ. Καλούν, απαντάνε, εξάπτονται οι μεν από τους δε, βγάζουν κάτι στριγκλιές σαν μάγισσες το Σάββατο, κι έτσι όπως το δωμάτιό μου βρίσκεται ψηλά, στη σοφίτα, τους ακούω καθώς περπατάνε. Θα νόμιζε κανείς ότι ένα τάγμα νάνων κάνει μανούβρες πάνω στο κεφάλι μου.
Ο νεαρός αφηγητής, μαθητής του δημοτικού, μένει πια με τους παππούδες του σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, έχοντας αφήσει πίσω του την πόλη. Οι γονείς του, λάτρεις της ταχύτητας και του χιονιού, είχαν ένα ατύχημα, όταν το μηχανοκίνητο έλκηθρο στο οποίο επέβαιναν συγκρούστηκε με τρένο. Ο πατέρας του διαμελίστηκε. Η μητέρα του έμεινε φυτό, και βρίσκεται στο νοσοκομείο. Τα βράδια ο μικρός δεν μπορεί να κοιμηθεί, ο εφιάλτης του πεντηκοστού τέταρτου χιλιομέτρου παραμονεύει. Επισκέπτεται καθημερινά τη μητέρα του στο νοσοκομείο, τη χαϊδεύει, της μιλάει, τη ζεσταίνει. Στο καινούριο σχολικό περιβάλλον τα πράγματα είναι δύσκολα, η μοναδική ελεύθερη θέση, στο βάθος της αίθουσας, είναι δίπλα σε ένα παράξενο και κλειστό παιδί, τον Λουκ Μπεζό, μόνιμο θύμα κοροϊδίας και κακοποίησης από τους δυνατούς και κακούς συμμαθητές του. Ο Λουκ Μπεζό μένει με τον πατέρα του, ο οποίος τον κακοποιεί συχνά.

Ο γαλλόφωνος Καναδός συγγραφέας Ντενί Τεριώ γράφει ένα μυθιστόρημα στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται μια παιδική φιλία δυνατή και απόλυτη, όπως κάθε παιδική φιλία. Το βιβλίο έχει ημερολογιακή μορφή, γεγονός που επιτρέπει την ανάδυση των βαθύτερων σκέψεων και συναισθημάτων του αφηγητή, τη χρονική εξέλιξη της ιστορίας με την παράλληλη ηλικιακή ωρίμανση του αφηγητή, τη μαγική διάσταση -που τόσο αγαπά ο συγγραφέας, όπως φάνηκε και στην Παράξενη ζωή ενός μοναχικού ταχυδρόμου- να τρυπώνει δίχως να ξενίζει. Μυθιστόρημα γλυκόπικρο, από το οποίο πότε αναβλύζει το γέλιο και πότε το δάκρυ, δυνατό και ειλικρινές, με καλοσχηματισμένους και αληθοφανείς χαρακτήρες, κύριους και δευτερεύοντες, με ευφάνταστες και λειτουργικές παρομοιώσεις, χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, με έντονο το υδάτινο στοιχείο και το φυσικό περιβάλλον σε πρώτο πλάνο.

Αφηγηματική απλότητα, προσεγμένη γλώσσα δίχως επιτηδεύσεις, κινηματογραφική αίσθηση και στενή συγγένεια με τη γαλλική λογοτεχνία σε ένα τίμιων προθέσεων μυθιστόρημα που καταφέρνει να εμπλέξει συναισθηματικά τον αναγνώστη δίχως εξαναγκασμούς και ακρότητες.

Μετάφραση Ειρήνη Παπακυριακού
Εκδόσεις Χαραμάδα