Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Πατρίδα - Fernando Aramburu




"Το άλλο που ήθελα να σου πω είναι πως η συμμορία αποφάσισε να πάψει να σκοτώνει. Δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό αν η ανακοίνωση είναι σοβαρή ή πρόκειται για κανένα κόλπο για να κερδίσουν χρόνο και να επανεξοπλιστούν. Είτε σκοτώνουν είτε όχι, εσένα λίγο θα σε ωφελήσει. Κι εμένα μη νομίζεις πως θα με ωφελήσει πολύ περισσότερο. Έχω μεγάλη ανάγκη να μάθω. Πάντα την είχα. Και δε θα με σταματήσουν. Κανείς δε θα με σταματήσει. Ούτε τα παιδιά. Αν το μάθουν δηλαδή. Επειδή εγώ δεν πρόκειται να τους πω τίποτα. Είσαι ο μόνος που το ξέρει. Μη με διακόπτεις. Ο μόνος που ξέρει πως θα γυρίσω. Όχι, στη φυλακή δεν μπορώ να πάω. Ούτε καν ξέρω σε ποια βρίσκεται ο κακούργος. Αυτοί όμως σίγουρα είναι ακόμα στο χωριό. Και επιπλέον έχω μεγάλη περιέργεια να δω σε τι κατάσταση είναι το σπίτι μας. Εσύ μείνε ήσυχος. Τσάτο, Τσατίτο επειδή η Νερέα είναι στο εξωτερικό και ο Σαμπίερ, όπως πάντα, ζει για τη δουλειά του. Δε θα το πάρουν είδηση."
Τα πρώτα συνθήματα εναντίον του Τσάτο που εμφανίστηκαν στους τοίχους του χωριού ακολούθησε ο κοινωνικός αποκλεισμός της οικογένειας, ακόμα και από εκείνους με τους οποίους είχαν στενή φιλική σχέση, όπως η οικογένεια του Χοσίαν, ο οποίος για χρόνια αποτελούσε το ζευγάρι του Τσάτο στα χαρτιά, ενώ μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την ποδηλασία. Η δολοφονία του ανάγκασε την Μπιττόρι να εγκαταλείψει το χωριό, τα παιδιά ήδη ζούσαν μακριά από αυτό. Ο Χόσε Μάρι, γιος του Χοσίαν, βρίσκεται σε κάποια φυλακή υψίστης ασφαλείας του ισπανικού νότου κατηγορούμενος ως μέλος της ΕΤΑ για αρκετές δολοφονίες. Η επιστροφή της Μπιττόρι στο χωριό -στην αρχή διστακτική, στη συνέχεια ολοένα και πιο αποφασιστική- θα αναταράξει τα νερά, θα φέρει στην επιφάνεια μνήμες.

Μέσα από την ιστορία των δύο οικογενειών ο Αραμπούρου θα διηγηθεί τα γεγονότα τριάντα χρόνων στη Χώρα των Βάσκων, ξέροντας καλά πως μια πολιτική απόφαση δεν αρκεί για να γιατρέψει τις πληγές τόσων χρόνων από τη μια στιγμή στην άλλη, και ξέροντας κάτι ακόμα πιο σημαντικό, πως παρά τις όποιες και όσες αναλύσεις, η πρόσληψη των γεγονότων είναι υποκειμενική και σχετική. 

Ένα μυθιστόρημα φιλόδοξο, με τη δράση της ΕΤΑ να καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της πλοκής, άλλωστε η δολοφονία του Τσάτο αποτελεί το βασικό γρανάζι περιστροφής του βιβλίου. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη όσο διαιρείται σε ατομικές ιστορίες, τις οποίες και επιχειρεί να διηγηθεί -με αρκετή επιτυχία, είναι η αλήθεια- ο Αραμπούρου, στηρίζοντας την αφήγησή του στο πειστικό χτίσιμο ενός πλήθους χαρακτήρων. Η εναλλαγή από ευθύ σε πλάγιο λόγο, ακόμα και μέσα στην ίδια περίοδο, η συνύπαρξη του παντογνώστη αφηγητή με την υποκειμενική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κάθε χαρακτήρα, εκτός της λογοτεχνικής ομορφιάς, αποδεικνύεται και εξόχως λειτουργική τόσο ως προς την αφήγηση όσο και ως προς τη σύνθεση των ατομικών ιστοριών στο κυρίως σώμα της ιστορίας. 

Οι ιστορίες των ηρώων δεν επηρεάζονται αποκλειστικά και μόνο από τη δράση της ΕΤΑ, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, η διαφορετικότητα του καθενός, οι αποφάσεις -μικρότερες ή μεγαλύτερες- που πήρε, τα απροσδόκητα συμβάντα και τα παιχνίδια της μοίρας, η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, το βάρος της μνήμης και άλλα τόσα, που συνθέτουν τη ζωή, έπαιξαν τον ρόλο τους. Οι χαρακτήρες της Μπιττόρι και της Μίρεν, της γυναίκας του Χοσίαν, είναι οι πλέον ενδιαφέροντες, κυρίως ως προς τη δυναμική που εκπέμπουν αλλά και ως προς την επιρροή που ασκούν στη ζωή των υπολοίπων μελών της οικογένειας· αυταρχικές και ξεροκέφαλες, έχουν άποψη για τα πάντα, μπερδεμένες καθώς είναι ανάμεσα στην αγάπη και την παντογνωσία. 

Η επιλογή του Αραμπούρου να χωρίσει το μυθιστόρημα σε πλήθος ολιγοσέλιδων κεφαλαίων είναι αφηγηματικά λειτουργική παρά τις όποιες προσωπικές ενστάσεις για το συχνά αμήχανο κλείσιμο του κάθε κεφαλαίου. Ενώ ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τον χρόνο, ορίζοντας ως σημείο μηδέν την ημέρα εξαγγελίας της παύσης του πυρός από την πλευρά της ΕΤΑ, είναι υποδειγματικός.

Η Πατρίδα, μυθιστόρημα αναπόφευκτα πολιτικό, είναι τελικά κάτι παραπάνω από μόνο πολιτικό και γι' αυτό σημαντικό από λογοτεχνικής πλευράς. Η αφηγηματική άνεση, οι χαρακτήρες, η χρήση της γλώσσας και η ιστορία -παρά τις όποιες ευκολίες- καθιστούν την Πατρίδα ένα υπέροχο μυθιστόρημα.

υγ. Παρά τα τόσα επαινετικά σχόλια που συνόδευαν το βιβλίο, κρατούσα μικρό καλάθι προσδοκιών λόγω της αρκετά χλιαρής εντύπωσης που μου είχε κάνει Ο τρομπετίστας (περισσότερα εδώ).


Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη  

     

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Καινούργια μέρα - Νίκος Χρυσός




Αυτό το βιβλίο ανήκει στους πολύ λίγους· έτσι θα έγραφε στην πρώτη σελίδα, μια αναιμική αλληλουχία γραμμάτων χωρίς φαντασία. Τα τυπωμένα φύλλα σχηματίζουν ένα χάρτινο παραλληλεπίπεδο, το ατελές κομμάτι ενός άρτιου κύβου· αφημένο σε ράφια βιβλιοθηκών και βιβλιοπωλείων, έκθετο, ανοιχτό, προσιτό σε όλους, όχι σ' εκείνον. Το βιβλίο είναι εδώ, αυτός λείπει.
Ο Σεβαστιανός, κλοσάρ και δεινός παραμυθάς, πυρπολείται ζωντανός από τρεις άντρες ένα βράδυ του Δεκέμβρη σε μία σκοτεινή γωνιά του λιμανιού. Η είδηση περνάει στα ψιλά των εφημερίδων. Ακόμα ένα κρούσμα εγκληματικότητας στο περιθώριο της ζωής. Οι δράστες διαφεύγουν. Η υπόθεση κλείνει χωρίς ν' ανοίξει. Ένας από τους τρεις, ο Παύλος, δεν θα αντέξει τη φρίκη της πράξης του. Αρχίζει να αναζητά εμμονικά στοιχεία για το θύμα του. Θα γνωρίσει τέσσερις συνοδοιπόρους του Σεβαστιανού, τον Τέως, τον Λάκυ, τον Μαρκόνη και τον Γιάννη. Θα ζητήσει από τον καθένα τους να διηγηθεί την ιστορία του ανθρώπου που διηγιόταν ιστορίες. Συμπληρώνοντας τις ψηφίδες του πορτραίτου του Σεβαστιανού πιστεύει πως θα λυτρωθεί από τις τύψεις του. 

Ο τρόπος με τον οποίο ο Χρυσός επιλέγει να στήσει την πλοκή του μυθιστορήματός του, πέρα από μία ευαγγελική εκδοχή -η κατά τον καθένα εκ των τεσσάρων εκδοχή της ιστορίας του Σεβαστιανού, για τον οποίο τελικά λίγα μαθαίνουμε, με τις ιστορίες που εκείνος φέρεται να διηγήθηκε να κυριαρχούν και τη δύναμή τους να καθηλώνουν ετερόκλιτα ακροατήρια-, εναρμονίζεται με το θολό μυαλό του Παύλου, ενώ ταυτόχρονα οι αντανακλάσεις των αφηγηματικών ειδώλων πολλαπλασιάζονται, οι ιστορίες του Σεβαστιανού γίνονται μέρος της ιστορίας των αφηγητών. 

Ο Χρυσός επιτυγχάνει να γράψει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο κάθε αφηγητής έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να διηγείται, φέροντας τη δική του ταυτότητα, τα δικά του βιώματα και τις δικές του προσλαμβάνουσες. Οι ήρωες, που περιστοιχίζουν τον γοητευτικό Σεβαστιανό, είναι πειστικοί, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και συγγραφικού ταλέντου αλλά κυρίως της ικανότητας του συγγραφέα στην παρατήρηση και στην ισορροπία μεταξύ βιβλιοθήκης και έξω κόσμου.

Ανάμεσα στις πολλές αρετές του μυθιστορήματος εκείνο που πραγματικά με εντυπωσίασε ήταν η αφηγηματική άνεση του Χρυσού, η ευκολία με την οποία οι λέξεις έρεαν αβίαστα σε ένα κείμενο έκτασης εξακοσίων πενήντα σελίδων, ένα μυαλό που γεννούσε διαρκώς ιστορίες χωρίς να ξεστρατίζει από το μονοπάτι της κεντρικής αφήγησης. Μυθιστόρημα μυθιστορημάτων.

Μια διαρκής συνομιλία διαφόρων λογοτεχνικών ειδών. Ο συγγραφέας δεν θέλησε να γράψει ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού, για την ακρίβεια δεν θέλησε απλώς αυτό, γιατί η Καινούργια μέρα είναι σαφέστατα ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού, ένα μυθιστόρημα πολιτικό, που αναφέρεται στην σκοτεινή αλλά πια όχι και τόσο κρυφή πλευρά της καθημερινότητας και δη της καθημερινότητας μιας μητρόπολης. Δεν θέλησε απλώς να καταγγείλει την ολοένα αυξανόμενη αδικία και την άνοδο της ακροδεξιάς αισθητικής. Θέλησε -και πέτυχε- να γράψει λογοτεχνία πρόθυμος να ακούσει τους ήρωές του και τις ιστορίες τους, απομακρυνόμενος από τις όποιες δικές του βεβαιότητες.   
Υπάρχει άραγε χώρος για ιστορίες σε ένα περιβάλλον ζοφερό, όπως σε εκείνο των ανθρώπων, που, από διαφορετική διαδρομή ο καθένας, κατέληξαν να ζουν στον δρόμο, εκεί που η αγωνία για ένα πιάτο φαγητό και η αναζήτηση ενός ασφαλούς νυχτερινού καταφυγίου αποτελούν το διαρκές ζητούμενο; Ο Χρυσός πιστεύει πως υπάρχει, και η Καινούργια μέρα αποτελεί μία πειστική απάντηση. Γιατί μπορεί οι ιστορίες να μη σώζουν -ένα πιάτο φαΐ και ένα ζεστό κρεβάτι είναι που σώζουν- αλλά χωρίς ιστορίες τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.

Εκδόσεις Καστανιώτη
 


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Άγρια ερημιά - Jesús Carrasco





Κρυμμένος στο λαγούμι του στο χώμα, άκουγε τις κραυγές των ανθρώπων που τον φώναζαν και προσπαθούσε να μαντέψει τη θέση του καθενός μέσα στον ελαιώνα, όπως έκανε και με τα τριζόνια. Στριγκλιές σαν καρβουνιασμένα φρύγανα. Ξαπλωμένος στο ένα πλευρό, με το σώμα να σχηματίζει ένα ζήτα, χωμένος στην τρύπα του, χωρίς σχεδόν καθόλου χώρο να σαλέψει. Με τα χέρια ν' αγκαλιάζουν τα γόνατα ή να μπαίνουν για μαξιλάρι, με μια μονάχα μικροσκοπική εσοχή για το σακίδιο με τα τρόφιμα.

Ένα αγόρι αποφασίζει να το σκάσει από το σπίτι του. Οπουδήποτε μακριά από εκεί θα είναι καλύτερα. Μία στιγμή χωρίς επιτήρηση, και εκείνο ανοίγει αθόρυβα την πόρτα. Βρίσκει καταφύγιο στον ελαιώνα. Το σχέδιό του έχει τα όρια του κόσμου του, του χωριού του. Πέρα από αυτό το περιμένει το άγνωστο. Το αγόρι, όπως κάθε παιδί, έχει δημιουργήσει στη φαντασία του μία ιστορία μοναχικής επιβίωσης, ένα σοβαρό παιχνίδι. Το αγόρι δεν θέλει απλώς να τρομάξει την οικογένειά του, θέλει να φύγει μακριά. Δεν ξέρει τι το περιμένει εκεί έξω, ξέρει όμως τι το περιμένει πίσω στο σπίτι του. Ο φόβος, μήπως το ανακαλύψουν, καθησυχάζει τον φόβο της επιβίωσης. Η δίψα θα είναι η πρώτη δοκιμασία. Μόλις ο αχός των χωριανών και των αρχών που έχουν βγει σε αναζήτησή του κατακάτσει, το αγόρι θα εγκαταλείψει την κρυψώνα του και θα κατευθυνθεί, ακολουθώντας τα άστρα, προς τον βορρά. Τρομαγμένο αλλά αποφασισμένο να τα καταφέρει, θα περπατήσει μέσα στη νύχτα. Θα συναντήσει έναν περιπλανώμενο γέρο βοσκό. Δύο φυγάδες, λοιπόν, σε έναν τόπο άνυδρο και εγκαταλελειμμένο, που, όπως και οι άνθρωποι, δεν κατονομάζεται, ταξιδεύουν τη νύχτα και κρύβονται τη μέρα, με τους διώκτες τους να τους πλησιάζουν.

Η Άγρια ερημιά είναι μία ιδιότυπη ιστορία ενηλικίωσης -το βίαιο πέρασμα του αγοριού στον μεγάλο και άγνωστο κόσμο- πλαισιωμένη από μία ιστορία καταδίωξης. Το βάρος του παρελθόντος από το οποίο το αγόρι μάχεται να ξεφύγει, αν και αρχικά απλώς αιωρείται και μόνο στην πορεία της ιστορίας αποκαλύπτεται σιγά σιγά, είναι αρκετό, ώστε να ισορροπήσει το σκέλος της καταδίωξης, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Ο Καρράσκο δεν υποτιμά κανένα από τα δύο σκέλη της ιστορίας του κλείνοντας το μάτι στον Μακάρθυ και τον δικό του Δρόμο.        

Ο παντογνώστης αφηγητής της ιστορίας δεν μας αποκαλύπτει τους λόγους που ώθησαν το αγόρι στη φυγή, η αποφασιστικότητά του όμως είναι τέτοια που μόνο στο κακό μπορεί να οδηγήσει τη σκέψη μας, καθώς η οποιαδήποτε αναγνωστική υπόθεση περί παιδικού πείσματος καταρρέει εν τη γενέσει της. Η συνάντησή του με τον γέρο δημιουργεί επίσης ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα του βοσκού στην απόφασή του να πορευτεί μαζί με το αγόρι. Και έτσι, τα κίνητρα των δύο φορτίζουν συναισθηματικά τον αναγνώστη, εντείνοντας την αγωνία με την οποία παρακολουθεί την περιπέτειά τους.

Η γλώσσα του Καράσκο είναι αρκετά επιτηδευμένη. Ποιητική τραχύτητα, όπως η ομορφιά του άνυδρου τόπου. Η επιλογή ενός παντογνώστη αφηγητή προσφέρει λύση σε ένα σύνηθες πρόβλημα της λογοτεχνίας, όταν ο ενήλικας συγγραφέας επιχειρεί να μιλήσει μέσα από ένα στόμα παιδικό. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί κάποιου είδους συγγραφική ευκολία, άλλωστε οι επιλογές του δημιουργού είναι αναπόσπαστο μέρος του τελικού αποτελέσματος. Οι επιλογές και η επιμονή του Καρράσκο είναι αυτές που μετατρέπουν μία χλιαρή αρχική ιδέα -ένα παιδί που εγκαταλείπει το σπίτι του- σε μία δυνατή ιστορία. Μιλώντας για επιλογές είναι ευκαιρία να σταθούμε στην απουσία ονομάτων και τοπονυμίων. Οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους ιδιότητες -αγόρι, βοσκός, πατέρας, χωροφύλακας κ.τ.λ- και ο τόπος τις δικές του. Ούτε ο χρόνος ορίζεται. Και έτσι η ιστορία του ανώνυμου αγοριού αποκτά μία διάσταση οικουμενική, στη θέση του θα μπορούσε να βρίσκεται το κάθε αγόρι, ο κάθε καταπιεσμένος που είναι διατεθειμένος να αγωνιστεί για ένα καλύτερο αύριο.

Μετάφραση Λένα Φραγκοπούλου
Εκδόσεις αντίποδες

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Το τανγκό του Σατανά - László Krasznahorkai





Ένα πρωί, κοντά στα τέλη του Οκτώβρη, λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες των ανελέητων, ατέρμονων φθινοπωρινών βροχών πάνω στο ραγισμένο και αλατούχο έδαφος στη δυτική πλευρά του συνεταιριστικού αγροτικού οικισμού (και μια θάλασσα δυσώδους κίτρινης λάσπης καταστήσει τα μονοπάτια αδιάβατα και την πόλη απροσπέλαστη), ο Φούτακι ξύπνησε από ήχους καμπάνας. Η κοντινότερη προέλευσή τους θα μπορούσε να είναι ένα ερημικό ξωκλήσι σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του παλιού οικισμού Χόχμεϊς, το οποίο όμως, όχι μόνο δεν είχε καμπάνα, αλλά και το καμπαναριό του είχε γκρεμιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, εξάλλου από μια τόσο μακρινή απόσταση, ήταν αδύνατον ν' ακουστεί το οτιδήποτε.
Αυτό το απομονωμένο χωριό, κάπου στην ουγγρική πεδιάδα, το οποίο μετά το κλείσιμο του συνεταιρισμού εγκαταλείφθηκε μαζικά από τους κατοίκους του, όχι από όλους, από τους περισσότερους, από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα και τη θέληση να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, αφήνοντας πίσω τους μία χούφτα ανθρώπων να μάχονται ενάντια στην υγρασία και την ανία της ζωής, σιχτιρίζοντας τη μοίρα τους, να παρακολουθούν ο ένας τον άλλον πίσω από παράθυρα καλυμμένα με ιστούς αράχνης, να σκαρφίζονται μικροαπατεωνιές ικανές, στη φαντασία τους, να τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο, ενώ για το σήμερα μοιάζει να αρκεί λίγη πάλινκα ή μια επίσκεψη στον άλλοτε μύλο του χωριού, που πλέον λειτουργεί ως πορνείο, αυτό το απομονωμένο χωριό αποτελεί το σκηνικό για το μυθιστόρημα με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ο σπουδαίος Λάζλο Κρασναχορκάι.  

Τον φαινομενικό ρεαλισμό στην απεικόνιση της καθημερινότητας σε ένα μέρος όπως αυτό σκιάζει,  από την πρώτη κιόλας σελίδα με τους ήχους από καμπάνες, μια αίσθηση μεταφυσικού, αίσθηση η οποία κορυφώνεται με την επανεμφάνιση στο χωριό τού, θεωρούμενου για κάποιους μήνες νεκρού, Ιερεμία -με την επιλογή του ονόματος να είναι σαφώς συμβολική-, επανεμφάνιση που στα μάτια των κατοίκων συνοδεύεται ταυτόχρονα από ελπίδα αλλά και φόβο. 

Τα φίλτρα μέσα από τα οποία επιλέγει ο Κρασναχορκάι να προσλάβει και να αποδώσει την ιστορία του, αποφεύγοντας να καταφύγει σε έναν στείρο ρεαλισμό, χωρίς όμως ταυτόχρονα να παρασύρεται  από το μεταφυσικό εφόσον του αντιστέκεται, έχουν ως αποτέλεσμα Το τανγκό του Σατανά να είναι τελικά ένα πολιτικό  βιβλίο. Όπως σε κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα -και Το τανγκό του Σατανά είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα- η ιστορία αυτή καθεαυτήν στέκει σε δεύτερο επίπεδο σπουδαιότητας. Εδώ κυριαρχεί ο τρόπος με τον οποίο ο Κρασναχορκάι τοποθετεί τη μία λέξη μετά την άλλη, ο ευφυής τρόπος με τον οποίο συνθέτει την πλοκή και χτίζει τους χαρακτήρες, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ταυτόχρονα προκαλεί ετερόκλητα συναισθήματα στον αναγνώστη -με χαρακτηριστικότερα όλων παραδείγματα το γέλιο και τον τρόμο.

Δεν ξέρω γιατί δυσκολεύομαι να γράψω πως ο Κρασναχορκάι δεν αγαπάει τους χαρακτήρες του, για την ακρίβεια δεν τους αγαπάει με έναν τρόπο συγχωρητικό ή παρηγορητικό, με έναν τρόπο ο οποίος ίσως να μας είναι οικείος, όχι γιατί είναι μοχθηρός ή μισάνθρωπος, αλλά γιατί δεν είναι ή καλύτερα δεν νιώθει Θεός, ικανός να επαναχαράξει τις ζωές τους ή να απλώσει μία χείρα βοήθειας, παρά ένας απλός παρατηρητής της αφέλειας ή της ανάγκης των ανθρώπων για έναν σωτήρα, είτε αυτός βρίσκεται στον ουρανό είτε στη γη, καθισμένος πίσω από κάποιο γραφείο. 
      
Λογοτεχνία υψηλή, λαϊκή και απολαυστική.

υγ. είχε προηγηθεί ένα κείμενο πιο συναισθηματικό (περισσότερα εδώ)


Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις Πόλις
  

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Το τανγκό του Σατανά - László Lrasznahorkai (συναισθηματικά)





Είναι που πάντα το μυαλό σου πάει στο καλό, μου είπε εκείνη· ενώ εγώ θα απέδιδα τον αναγραμματισμό του Satantango σε Santatango στην ταινία του Χοντορόφσκι (Santa Sangre). Θα είχε, ίσως, ενδιαφέρον η άποψη ενός ψυχαναλυτή γι' αυτό.

Στις αρχές του 2012 θα γινόταν μία προβολή της ομώνυμης ταινίας του Μπέλα Ταρ στο Τριανόν. Είχα σκεφτεί τότε πως δεν θα ήταν άσχημη ιδέα για πρώτο ραντεβού με μια κοπέλα που μου άρεσε τότε. Δεν της ανέφερα, παρά αργότερα και αφού τελικά δεν είχαμε πάει στην προβολή εκείνη, αλλά είχαμε δει το Κολαστήριο στη μικρή αίθουσα της Ταινιοθήκης, πως η ταινία διαρκεί επτάμισι ώρες. Ο θεός με γλίτωσε, αναφώνησε, όταν το έμαθε. 

Τη σχέση του Κρασναχορκάι με τον Μπέλα Ταρ την ανακάλυψα μετά την κυκλοφορία του Πόλεμος και Πόλεμος, όταν, έχοντας υποστεί βαρύ αναγνωστικό σοκ, αναζητούσα πληροφορίες για τον συγγραφέα με το τρομακτικά ευθύβολο βλέμμα στη φωτογραφία.

Όταν κυκλοφόρησε το Πόλεμος και πόλεμος, το 2015, δεν γνώριζα τον Κρασναχορκάι και τα γενναιόδωρα για εκείνον σχόλια βιάστηκα να τα θεωρήσω αναπόσπαστο συνοδευτικό της έκδοσης. Δεν ήξερα πού έμπλεκα ο αδαής. Και ίσως, σκέφτομαι τώρα με μια διάθεση καθησυχασμού, έτσι να έπρεπε να γίνει, χωρίς προσδοκίες. 

Και μόλις το δέος από την ανάγνωση υποχώρησε, έμεινε το ερώτημα: και τώρα, τι κάνουμε τώρα; Γιατί υπάρχουν βιβλία για τα οποία κάποιοι αναγνώστες μοιράζονται το άγχος του εκδότη· να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες, εύχονται, ώστε να κυκλοφορήσουν και τα υπόλοιπα βιβλία τού συγγραφέα. Στην προκειμένη περίπτωση, ευτυχώς, συνέβη. Ακολούθησε η Μελαγχολία της αντίστασης το 2016 και φέτος Το Τανγκό του Σατανά.

Τώρα υπάρχουν οι προσδοκίες και η αναμονή για την επόμενη έκδοση. Κυρίως όμως υπάρχει μία ανάγκη για τη δημιουργία των κατάλληλων αναγνωστικών συνθηκών. Είχα το βιβλίο στην κορυφή της στοίβας με τα προς ανάγνωση. Ολοένα μετέθετα όμως την ανάγνωση. Τώρα νιώθω κουρασμένος. Τώρα δεν έχω επαρκή χρόνο. Το διάβασε ένας φίλος. Ζήλεψα. Θα το ξεκινήσω απόψε, του έγραψα. Κάποια βιβλία διαμορφώνουν τις συνθήκες, φέρνουν την καθημερινότητα στα μέτρα τους. Και αυτό κάθε φορά το ξεχνάω. 

Πώς σου φάνηκε; με ρώτησε σήμερα. Με αυτό το κείμενο παλεύω τώρα, του απάντησα. Γράψε απλώς ΕΠΟΣ, με συμβούλευσε. 

Ο τρόπος με τον οποίο ο Κρασναχορκάι -και κατά επέκταση η μεταφράστρια Ιωάννα Αβραμίδου- τοποθετεί τις λέξεις στο χαρτί, τη μία μετά την άλλη, ασκεί πάνω μου μία έλξη μαγνητική, εγκλωβίζει πλήρως την εγκεφαλική μου προσοχή, μην επιτρέποντάς μου οποιαδήποτε άλλη σκέψη, απλή, καθημερινή, πεζή. Και ίσως, σκέφτομαι, να έπρεπε να αναθεωρήσει κανείς χαρακτηρισμούς όπως απαιτητικό ή ευκολοδιάβαστο, να επικεντρωθεί, όπως εκείνη σωστά διέκρινε όταν της μίλησα σχετικά με αυτή μου τη σκέψη, στο πόσο μας ενδιαφέρει ή όχι τελικά ένα δημιούργημα, ακόμα και αν, θα πρόσθετα εγώ, δεν είναι καθόλου εύκολο να εξηγήσουμε γιατί μας ενδιαφέρει, καθιστώντας ακόμα πιο υποκειμενικό τον ορισμό της σπουδαίας λογοτεχνίας.

 υγ. Το Satantango παραμένει σε εκκρεμότητα, τώρα όμως η προβολή θα γίνει, ακόμα και αν χρειαστούν παραπάνω μέρες.

    

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

καλημέρα σύντροφοι - Ondjaki





Η Αγκόλα αποτέλεσε για αιώνες πορτογαλική αποικία και κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1975. Την ανεξαρτησία ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των τριών απελευθερωτικών κινημάτων. Το 1991 η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η επακόλουθη αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών σε παγκόσμιο επίπεδο θα οδηγήσουν σε νέα πολιτικά μονοπάτια τη χώρα της νοτίου Αφρικής. Το MPLA θα αλλάξει ιδεολογικό προσανατολισμό ανοίγοντας τη χώρα στην ελεύθερη οικονομία και τον πολυκομματισμό. Όμως ο εμφύλιος θα συνεχιστεί, παρά τις αλλεπάλληλες συμφωνίες, μέχρι το 2002.
Ξύπνησα νωρίς και με κέφια. Είχα δύο υπέροχα πράγματα να κάνω αυτή τη μέρα: Το ένα ήταν να πάω στο αεροδρόμιο για να πάρουμε τη θεία Ντάντα, και το άλλο να πάω στην Εθνική Ραδιοφωνία για να διαβάσω το μήνυμά μου προς τους εργάτες. Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να χρησιμοποιήσω την έκθεση που είχα γράψει για την εργατοεργατική συμμαχία και είχε πάρει άριστα πέντε στο διαγώνισμα της πορτογαλικής γλώσσας.
Η αφήγηση του έφηβου Ντάλου διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του '90. Και αυτό το εύρημα, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός εφήβου, ο κόσμος ιδωμένος μέσα από τα μάτια ενός εφήβου, προσδίδει μυθοπλαστική διάσταση στο αφήγημα του Ondjaki. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει στην ακρίβεια της εφηβικής φωνής, κάτι το οποίο, παρά τη φαινομενική ευκολία, απαιτεί προσήλωση και ένστικτο. Δεν είναι άλλωστε λίγα τα παραδείγματα των λογοτεχνικών εφήβων με την ενήλικη και εξεζητημένη φωνή, γεγονός το οποίο ακυρώνει εντελώς τη σύμβαση του παιδικού ή εφηβικού χαρακτήρα.

Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει ο έφηβος όσα συμβαίνουν στη χώρα του, είναι ένα κράμα προπαγάνδας, εφηβικών εικασιών και σιωπής. Η αφέλεια και η σημασία του μικρόκοσμου καθιστούν τον Ντάλου έναν ιδιαίτερο αφηγητή, χωρίς ιδεολογική σκοπιμότητα, εύπλαστο στις προσλαμβάνουσες του κόσμου που τον περιβάλλει, εύπλαστο όμως και στα χέρια του συγγραφέα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το τελικό αποτέλεσμα.

Επιτυγχάνοντας μία πειστική φωνή για τον ήρωά του, ο συγγραφέας καταφέρνει να διηγηθεί την ιστορία της Αγκόλα εκείνων των χρόνων, γεγονός που αποτελούσε τον πρωταρχικό του στόχο, εντείνοντας το ενδιαφέρον και του αναγνώστη εκείνου που υπό άλλες συνθήκες δεν θα επιθυμούσε να διαβάσει ένα καθαρά ιστορικό κείμενο, ενώ ταυτόχρονα, και λόγω των χαρακτηριστικών του αφηγητή για τα οποία έγινε ήδη λόγος, έχει την πολυτέλεια να εμποτίσει, συγκαλυμμένα, ιδεολογικά την αφήγηση, χωρίς να ενοχλεί.

Ο Ondjaki με το μικρής έκτασης αφήγημά του αποτυπώνει τις συνθήκες ζωής στην Αγκόλα, τις συνήθειες και τις ιδιαιτερότητές της, εντάσσοντας ομαλά το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής, με γλώσσα απλή και στιγμές πηγαίου γέλιου και συγκίνησης να εναλλάσσονται. Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι εντυπωσιακό, όμως η όμορφη αίσθηση στη διάρκεια και στο τέλος της ανάγνωσης δικαιώνουν τον αναγνώστη για την επιλογή του.

υγ. Η ανάγνωση του Καλημέρα σύντροφοι μου έφερε στο νου ένα άλλο βιβλίο Αφρικανού συγγραφέα: Οι ψαράδες, του Chigozie Obioma.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Αιώρα        

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Η λήθη που θα γίνουμε - Héctor Abad Faciolince





Ο γιατρός Έκτορ Αμπάδ Γκόμες, πατέρας του συγγραφέα, δολοφονήθηκε το 1987 στο Μεδεγίν της Κολομβίας· υπέρμαχος της κοινωνικής ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έδωσε για πολλά χρόνια μάχη για την καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, πιστεύοντας ακράδαντα στην ιπποκράτειο ρήση περί πρόληψης. Η ζωή του συνέπεσε με την πλέον άγρια περίοδο της κολομβιανής ιστορίας, με χιλιάδες νεκρούς από τα πυρά παρακρατικών οργανώσεων. Η λήθη που θα γίνουμε, στίχος του Μπόρχες από το ποίημα του Επιτάφιος*, αποτελεί τη βιογραφία του, συνδεδεμένη άρρηκτα με την ιστορία της χώρας.

Ο γιος του χρειάστηκε πάνω από δύο δεκαετίες απόσταση για να καταφέρει να γράψει αυτό το βιβλίο, που τόσο επιθυμούσε να το γράψει, ώστε να θέσει τις λέξεις της μνήμης απέναντι στις σφαίρες της λήθης. Όμως, όσα χρόνια και αν περάσουν, το να μιλήσει κανείς για τον δολοφονημένο πατέρα του δεν γίνεται ευκολότερο, δεν γίνεται λιγότερο υποκειμενικό, ο θυμός παραμένει και η διάθεση αγιοποίησης παραμονεύει, ειδικότερα από τη στιγμή που η υπόθεση έκλεισε και ποτέ δεν βρέθηκαν οι ένοχοι και οι εντολοδόχοι τους.

Η επιθυμία τού συγγραφέα να γράψει αυτό το βιβλίο είναι πανταχού παρούσα, όσο και αν προσπαθεί να στρέψει κάποια από τα φώτα της ιστορίας επάνω του ή σε άλλες παράλληλες οικογενειακές ιστορίες, η δολοφονία παραμένει συνεχώς στον πυρήνα της αφήγησης. Και οφείλει να αναγνωρίσει κανείς πως ο Αμπάδ υλοποιεί με επιτυχία τον στόχο του. Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Νοσταλγική απλότητα στον λόγο, συνεχείς απόπειρες επεξήγησης των λόγων για τους οποίους πρέπει να ειπωθεί αυτή η ιστορία, για τους οποίους πρέπει να διασωθεί η μνήμη.

Η αφήγηση, όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Αμπάδ διηγείται την ιστορία του, δεν είναι του γούστου μου, γιατί επιβάλλει μία συναισθηματική καθοδήγηση. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, η ιστορία ενός ανθρώπου που προσπάθησε για το κοινό καλό, παρά τις αδυναμίες του, το ζοφερό περιβάλλον μέσα στο οποίο αγωνίστηκε και το τραγικό του τέλος αποτελούν συναισθηματικές γεννήτριες απέναντι στις οποίες είναι αδύνατο -και αδικαιολόγητο- να προτάξει κανείς την αδιαφορία του. Όμως αυτή είναι η ρεαλιστική πλευρά της ιστορίας και όχι η λογοτεχνική. Διάβασα το βιβλίο μέχρι το τέλος, παρότι ήδη από τις πρώτες σελίδες ήταν φανερή η απουσία λογοτεχνικής ταύτισης, και το έκανα αυτό, σκέφτομαι τώρα, ίσως από μία περιέργεια να δω πώς θα διαχειριζόταν στην πορεία το υλικό του, πώς θα πετύχαινε -αν πετύχαινε- την κορύφωση φτάνοντας στο σημείο της δολοφονίας.  

Η Κολομβία των τελευταίων δεκαετιών δεν επιτρέπει στον Αμπάδ να διηγηθεί την ιστορία της οικογένειας του με τον τρόπο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που τόσο μοιάζει να θαυμάζει. Άπαξ και επέλεξε να διηγηθεί την ιστορία τού πατέρα του, το μονοπάτι ήταν προκαθορισμένο. Ως αναγνώστης λογοτεχνίας προτιμώ τον τρόπο του Βάσκεζ ή του Γκαμπόα, με την Κολομβία παρούσα, την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας ως ζητούμενο, λογοτεχνικά όμως με έναν τρόπο διαφορετικό.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη
*Επιτάφιος
  
  Είμαστε κιόλας η λήθη που θα γίνουμε.
  Η στοιχειώδης σκόνη που μας αγνοεί
  και που ήταν άλλοτε ο κόκκινος Αδάμ, και τώρα είναι
  όλοι οι άνθρωποι, και που δε θα τη δούμε.

  Είμαστε κιόλας πάνω στον τάφο οι δυο ημερομηνίες
  αρχής και τέλους. Η κάσα,
  η απαίσια σήψη και το σάβανο,
  οι θρίαμβοι του θανάτου, και τα μοιρολόγια.

  Δεν είμαι ο βλάκας που γατζώνεται
  από τον μαγικό ήχο του ονόματός του.
  Μ' ελπίδα συλλογίζομαι τον άνθρωπο εκείνο

  που δε θα ξέρει πως πέρασα από τον κόσμο.
  Κάτω από το αδιάφορο γαλάζιο τ' ουρανού
  ο στοχασμός αυτός είναι μια παρηγοριά.



 

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Οι άνθρωποι στα δέντρα - Hanya Yanagihara





Ο Νόρτον Περίνα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1974 για την απόδειξη ότι η κατανάλωση μιας εξαφανισμένης πλέον χελώνας από τη μικρονησιακή χώρα του Ου'ίβου αδρανοποιούσε την τελομεράση, που περιορίζει τον αριθμό των διαιρέσεων στα ανθρώπινα κύτταρα με αποτέλεσμα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Ο Ρόναλντ Κουμποντέρα, επί χρόνια συνεργάτης του Νόρτον Περίνα, είναι ένας, ίσως ο μοναδικός, από τους ανθρώπους του στενού κύκλου του επιστήμονα που θα σταθούν στο πλευρό του και δεν θα περάσουν στην απέναντι πλευρά, εκείνη των πολέμιων, όταν θα καταδικαστεί για βιασμό και έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο· κατήγορός του ήταν ένα από τα σαράντα τρία θετά του παιδιά. Ο Ρόναλντ θα ζητήσει από τον φυλακισμένο Νόρτον να διηγηθεί ο ίδιος την ιστορία του, κάτι το οποίο επανειλημμένως είχε αρνηθεί εκείνος να κάνει ως τότε για εφημερίδες και περιοδικά.

Ο Περίνα θα διηγηθεί, λοιπόν, την ιστορία του, με τον Κουμποντέρα να την επιμελείται, μέχρι το σημείο εκείνο που θα συναντηθεί χρονικά με την πλοκή του μυθιστορήματος. Και αυτό το δομικό εύρημα της Γιαναγκιχάρα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικό, καθώς, χωρίς να στερεί ιδιαίτερα από το μυθιστόρημα το σασπένς, τοποθετεί ήδη εξαρχής τόσο τον Περίνα όσο και την αφήγησή του απέναντι από τον αναγνώστη, τις προθέσεις του ενός απέναντι στις προσδοκίες του άλλου. Ο Περίνα δεν επιθυμεί, ή τουλάχιστον δεν μοιάζει να επιθυμεί να απολογηθεί. Νιώθει την ελευθερία, απευθυνόμενος σε έναν φίλο του, να διηγηθεί την ιστορία του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η Γιαναγκιχάρα στοχεύει σε πολλά περισσότερα από μία απλή δικαστική ιστορία, και ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Περίνα την ιστορία του, έστω και μετά την επιμέλειά της από τον Κουμποντέρα, αποτελεί το ιδανικό όχημα γι' αυτό. Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές του, η παρουσία του στο Ίβου'ίβου της Μικρονησίας, η έρευνα και τα αποτελέσματά της, ο ακαδημαϊκός χώρος και τα εργαστήρια των πολυεθνικών, η βράβευσή του, η προσωπική του ζωή και, τέλος, η καταδίκη του, προσφέρουν πλείστες δυνατότητες τις οποίες η Γιαναγκιχάρα αξιοποιεί. Έτσι, εκτός από μία δικαστική ιστορία, Οι άνθρωποι στα δέντρα θα μπορούσαν να είναι μία πλήρης ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ένα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα, μία μυθιστορηματοποιημένη ηθική της επιστήμης, μία οικογενειακή σάγκα ή μία ερωτική ιστορία. Είναι όλα αυτά μαζί, και είναι θαυμαστό πώς η Γιαναγκιχάρα επιτυγχάνει κάτι τέτοιο στο πρώτο της μυθιστόρημα. 

Η αληθοφάνεια της ιστορίας, η σχεδόν αδιόρατη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο, από τις βιβλιογραφικές υποσημειώσεις μέχρι τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, είναι μία ακόμα κομβικής σημασίας συγγραφική επιλογή, και εδώ είναι ενδιαφέρον το πώς καταφέρνει να κάνει τον κόσμο της ιστορίας της να μοιάζει ερμητικά κλειστός παρά τα φαινομενικά ανοίγματα επικαιροποίησης και συγχρονισμού. Η Γιαναγκιχάρα αντλεί από την έρευνα και οπλίζει τη φαντασία της, δημιουργεί και ονομάζει κόσμους και πλάσματα, κρυμμένη καλά πίσω από τον υποκειμενικό αλλά ταυτόχρονα άρτια επιστημονικό λόγο τού Περίνα, γοητεύει εξοργίζοντας τον αναγνώστη, αρνείται την όποια ηθικοπλαστική χροιά που η παρουσία ενός παντογνώστη αφηγητή πιθανώς να επέτρεπε. Κινείται με άνεση σε έναν -σχεδόν- αμιγώς αντρικό κόσμο, κάτι το οποίο επαναλαμβάνει και στο Λίγη ζωή, το επόμενο μυθιστόρημά της το οποίο και την καθιέρωσε.

Οι προσδοκίες, υψηλές λόγω της αναγνωστικής εμπειρίας του Λίγη ζωή, υπερκαλύφθηκαν, δύο, σίγουρα διαφορετικά, αλλά υπέροχα βιβλία, μία συγγραφέας που αναμένεται να μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον. 

Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

     

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Kitchen - Μπανάνα Γιοσιμότο





Είχα καιρό να διαβάσω κάτι ιαπωνικό. Θυμήθηκα τη Γιοσιμότο. Μία φίλη παλιά μου είχε μιλήσει για εκείνη, με λόγια γλυκά, όχι διθυραμβικά, κι εγώ με τον καιρό κατάφερα να εντοπίσω διάφορα βιβλία της, κυρίως σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Και τώρα, που θέλησα να διαβάσω κάτι ιαπωνικό, σύγχρονο, κάτι στο στυλ των Μουρακάμι -του Χαρούκι ή του Ριού-, ένιωσα πως ήταν η στιγμή να διαβάσω ένα βιβλίο της Γιοσιμότο, το Kitchen συγκεκριμένα, βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνονται οι πρώτες τρεις νουβέλες που εξέδωσε η Γιαπωνέζα συγγραφέας, αρκετά έργα της οποίας κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη πριν από χρόνια. Συγγραφέας συνεπής, η οποία όμως εδώ και χρόνια δεν μεταφράζεται πια στα ελληνικά.

Η παρούσα έκδοση αποτελείται από τρεις νουβέλες, με τις δύο πρώτες (Kitchen, Kitchen 2) να συνδέονται, ενώ η τρίτη (Moonlight Shadow) είναι αυτόνομη, αν και συγγενής ως προς το ύφος και τη θεματική. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκει σε δύο κοπέλες στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους, ζωής στιγματισμένης από την απώλεια και την επακόλουθη απόλυτη μοναξιά. Οι ηρωίδες της Γιοσιμότο αναζητούν τη λύτρωση, τον τρόπο να συνεχίσουν να ζουν, την αίσθηση σταθερότητας στο βάδισμα. Ταλαιπωρούνται από αϋπνίες, νιώθουν σεβασμό για τα μέρη εκείνα που τους εξασφαλίζουν έναν ήσυχο και βαθύ ύπνο, αφήνουν τη ζωή να τις οδηγήσει, τη ζωή που συνεχίζει να κυλά, λίγο από αδυναμία αντίδρασης και λίγο από μία πίστη διαισθητική, προσπαθούν να κρατήσουν τα μάτια ανοιχτά απέναντι στο θαύμα, σε μία συνάντηση ονειρική, σε μία γνωριμία καρμική. Οι ηρωίδες της Γιοσιμότο δεν φωνάζουν και δεν επιζητούν τη λύπηση, γι' αυτό και επιτυγχάνουν να συγκινήσουν. Πορεύονται με τον δικό τους τρόπο, που παρότι κάποιες φορές μοιάζει κάπως αφελής, εντούτοις δεν ξενίζει.

Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να τ' αγαπάω περισσότερο απ' ό,τι την κουζίνα. Δεν έχει σημασία πού βρίσκεται, πώς είναι φτιαγμένη· αρκεί να είναι μια κουζίνα, ένα μέρος που ετοιμάζει κανείς φαγητό, κι είμαι μια χαρά. Αν είναι δυνατόν, την προτιμώ λειτουργική και όχι πολύ καινούρια. Ακόμα καλύτερα αν έχει ένα σωρό πετσέτες στεγνές και καθαρές και πλακάκια άσπρα που να λαμποκοπάνε. Αλλά και οι απίστευτα βρώμικες κουζίνες μ' αρέσουν μέχρι θανάτου.
Γραφή απλή, χωρίς αχρείαστα φτιασίδια, γραφή τρυφερή και γυναικεία, που χωρίς τυμπανοκρουσίες καταφέρνει να φτάσει αρκετά βαθιά στην ψυχή των ηρώων, σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες χωρίς να καταναλώσει λεπτομέρειες, αποδίδοντας με συναισθηματική ειλικρίνεια την αίσθηση της απώλειας, περιγράφοντας τα πρώτα βήματα μετά το σημείο μηδέν, το σκληρό παζάρι με τη μνήμη, το διπλό πρόσωπο της λήθης. Η Γιοσιμότο, μέσα από τις δύο ηρωίδες της, επιτυγχάνει να ενσωματώσει στις ιστορίες της την ιαπωνική κουλτούρα, που ισορροπεί ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την τεχνολογία και την πίστη στο άγνωστο, τις πολύβουες πόλεις με τις νησίδες απομόνωσης, την υπερβολική ταχύτητα του εξωτερικού κόσμου και τη βραδυπορεία του εσωτερικού.

Οι αναγνωστικές προσδοκίες υπερκαλύφθηκαν. 


Μετάφραση Άμπυ Ραΐκου
Εκδόσεις Καστανιώτη
 

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Αλλόκοτος Ελληνισμός - Νικήτας Σινιόσογλου





Το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου Αλλόκοτος Ελληνισμός, με τον πολλά υποσχόμενο υπότιτλο: Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών· συζητήθηκε αρκετά, πραγματοποίησε τρεις εκδόσεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και -το σημαντικότερο ίσως όλων- διαβάστηκε από ένα ετερόκλητο ως προς τις προτιμήσεις του αναγνωστικό κοινό.

Ο Αλλόκοτος Ελληνισμός αφορά επτά εκδοχές οριακής εμπειρίας των ιδεών: την περιπλάνηση, την ουτοπία, τον εκτοπισμό, την βλασφημία, την αίρεση, το αλλόκοτο και την ψευδολογία. Ο Σινιόσογλου με πυξίδα τις ιδέες αυτές, χώρο τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο και χρόνο δύο ιστορικά ορόσημα, την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453) και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους (1830), κινείται στη μεθόριο του πνευματικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, ακολουθεί τις μορφές εκείνες που πορεύτηκαν, συχνά αντίθετα με τη ροή του κυρίαρχης τάσης, σε έναν δρόμο μοναχικό με κατάληξη τη λήθη ή/και την απαξίωση, επιχειρώντας να αναδείξει κάποια σκοτεινά σημεία της ιστορικής έρευνας, να επαναπροσδιορίσει τη σημασία των έκκεντρων αυτών μορφών στην τελική διαμόρφωση των ιδεών, να διευκρινίσει την κομβική σημασία του αλλόκοτου. Οι επτά μορφές που συνθέτουν τον Αλλόκοτο Ελληνισμό, ο πλάνης Κυριάκος Αγκωνίτης, ο ουτοπιστής Πλήθων, ο νοσταλγός Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ο βλάσφημος Χριστόδουλος Παμπλέκης, ο αιρετικός Θεόφιλος Καΐρης, ο αλλόκοτος Παναγιώτης Σοφιανόπουλος και ο ψευδολόγος Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, διαθέτουν κάτι το σαγηνευτικό, το οποίο, κατά μία έννοια, ήταν αυτό που ώθησε τον Σινιόσογλου να ασχοληθεί με μορφές που συναντούσε μόνο στο περιθώριο της έρευνας και της μελέτης του, όμως η έλξη που ένιωσε γι' αυτούς τους επτά, ίσως ανάμεσα και σε άλλες έκκεντρες μορφές, ήταν καθοριστική για τη γέννηση αυτού του βιβλίου. 
  
Έχοντας διαβάσει, εδώ και κάποιες μέρες το βιβλίο, με ιντριγκάρει το γεγονός πως ενώ τεχνικά πρόκειται ξεκάθαρα για δοκίμιο, εντούτοις, διαισθητικά, θα το αναζητούσα στο τμήμα λογοτεχνίας ενός βιβλιοπωλείου. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται, θαρρώ, από δύο παράγοντες. Πρώτον, η ζωή των επτά διαθέτει κάτι το μυθιστορηματικό· αυτή η οριακή ζωή, οριακή πότε ως προς τον νόμο, πότε ως προς την κοινωνία, πότε ως προς την επιστημονική κοινότητα, οριακή ως προς τη σκέψη και την αντίληψη των πραγμάτων. Δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο ο Σινιόσογλου συνθέτει τη μελέτη των πηγών, τα βιογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία, την ένταξη και την αναλογία με την κυρίαρχη φιλοσοφία, χωρίς να παραμένει στείρος καταγραφέας των δεδομένων της έρευνας, επιλέγοντας έναν πιο ενεργό ρόλο, σχολιάζοντας, τολμώντας συνδέσεις, ισορροπώντας με επιτυχία ανάμεσα στην αποφυγή ενός δυσνόητου δοκιμιακού λόγου και στη διάκριση ανάμεσα στην ευκρίνεια της καθαρής σκέψης, για την οποία διακρίνεται ο Αλλόκοτος Ελληνισμός, και την απλοϊκότητας· όμως κυρίως φροντίζοντας με ιδιαίτερη επιμέλεια τη γλώσσα και την αφήγηση, γεγονός που προσδίδει στο δοκίμιο μια κάποια μυθιστορηματική γοητεία.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Κίχλη  

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Το μάταιο χθες - Isaac Rosa





(Το βιβλίο τού γεννημένου στη Σεβίλη Ισαάκ Ρόσα δεν το γνώριζα. Αφορμή για να το αναζητήσω στάθηκε η συζήτηση με έναν άνθρωπο της λογοτεχνίας που εκτιμώ πολύ. Αφορμή για τη συζήτηση οι ενστάσεις του για ένα βιβλίο που εμένα μου άρεσε πολύ, τον Απατεώνα του Χαβιέρ Θέρκας.)

Σε κάθε χώρα υπάρχει μία δεξαμενή ιστορικών θεμάτων από την οποία αντλεί έμπνευση μεγάλο μέρος των λογοτεχνών. Στα καθ' ημάς το τρίπτυχο Μικρασιατική καταστροφή-Εμφύλιος-Δικτατορία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία. Στην Ισπανία ο Εμφύλιος και ο Φρανκισμός. Μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, η λογοτεχνία ως δεκανίκι ή υποκατάστατο της Ιστορίας. Ο Ρόσα προειδοποιεί: Προσοχή: ορισμένες συμπεριφορές, ρόλοι ή απλές ιστορίες που περιγράφουν ένα συγκεκριμένο φαινόμενο ή μια ιστορική περίοδο, όταν επαναλαμβάνονται μηχανικά στην πεζογραφία, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, καταντούν κοινοτοπίες. Αυτά τα λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα κλισέ, όταν χρησιμοποιούνται σε αφηγήματα που περιορίζονται στην εικονογράφηση τοπίων ή εθίμων (στο πλαίσιο μιας ανώδυνης περιπλάνησης μέσα από συμβατικά είδη), μπορεί να ενοχλούν τον ανήσυχο αναγνώστη, αλλά καθησυχάζουν τον οκνηρό συνάδελφό του. Αυτός βολεύεται με σχήματα που δεν απαιτούν μεγάλη διανοητική προσπάθεια και με πρόσωπα που η μόνη τους έγνοια είναι να συντηρούν τα στερεότυπα. Αντιθέτως, ο ανήσυχος αναγνώστης, αηδιασμένος, γυρίζει την πλάτη στη χιλιοστή -και μάλιστα ανεπαίσθητη- παραλλαγή ενός παμπάλαιου θέματος, που θυμίζει βαρετή παράσταση της commedia dell' arte στην οποία έχουμε μετατρέψει τον τελευταίο αιώνα της ιστορίας μας.

Οι επιφυλάξεις του Ρόσα δεν περιορίζονται στην ισπανική λογοτεχνία, αντίστοιχη αντιμετώπιση της ιστορίας υπάρχει και στη δική μας λογοτεχνία, γεμάτη από στερεότυπα και ευκολίες, συγγραφικές και αναγνωστικές, περιβεβλημένη με τον μανδύα της έρευνας, γεμάτη από αμπούλες ανακούφισης της συλλογικής μνήμης. Και δεν αναφέρομαι καν στην κακοπροαίρετα στρατευμένη λογοτεχνία.

Όμως ο Ρόσα επιθυμεί να γράψει ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην περίοδο του φρανκισμού, ενσωματώνοντας τους προβληματισμούς και τις ενστάσεις του, εγκιβωτίζοντας τη διαδικασία συγγραφής σε αυτό, επιτυγχάνοντας κάτι σπουδαίο τελικά. Αναζητά και εντοπίζει τον ήρωά του στο πρόσωπο του καθηγητή Χούλιο Ντένις, για τον οποίο μόλις μία καταχώριση υπάρχει στα βιβλία της ιστορίας, σχετικά με την παύση του από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, τον Φεβρουάριο του 1965. Άπαξ και έγινε η επιλογή του ήρωα, του τόπου και του χρόνου, απαλλαγμένος από την ευθύνη της ιστορικής αλήθειας, μακριά από κάθε ακρίβεια και μεθοδικότητα, με εφόδιο την αληθοφάνεια της ιστορίας και τη δέσμευση του συγγραφέα να της εξασφαλίσει ένα ηθικό περιεχόμενο, εκείνος, ο συγγραφέας, είναι έτοιμος να προχωρήσει σ' ένα προσχέδιο του ήρωά του, μία πρώτη εισαγωγή στη βιογραφία του, που θα κινήσει την ιστορία. Στην εξέλιξη της ιστορίας αναγκαστικά θα κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα πρόσωπα, χρονικά μπρος-πίσω και χωρικές μετακινήσεις, θα εμφανιστούν μάρτυρες από κάθε πλευρά, άρθρα εφημερίδων εντός και εκτός Ισπανίας, εκθέσεις της αστυνομίας και έξαλλοι αναγνώστες.     

Ο Ρόσα δεν παύει στιγμή να πειραματίζεται, να διερωτάται φωναχτά, να θέτει ερωτήματα, να υπονομεύει ακόμα ακόμα και την ίδια του την αφήγηση, σε μία προκλητική και φιλόδοξη σύνθεση με επίκεντρο την ιστορική μνήμη, βάλλοντας ταυτόχρονα και προς τις δύο πλευρές, τόσο των υπέρμαχων του δικτατορικού καθεστώτος, που επιχειρούν, ειδικά όσο τα χρόνια περνούν, μία αναθεώρηση του τι πραγματικά έγινε, μία απόρριψη των κατηγοριών με σημαία την εξασφάλιση ομόνοιας και εθνικής συνοχής, στάση που περιορίζεται στη φράση "ό,τι έγινε, έγινε", όσο και στην αντίθετη πλευρά, εκείνης που γεννάει διαρκώς και μαζικά ήρωες, ανθρώπους που κεφαλαιοποιούν ένα αμφιλεγόμενο αντιφρανκικό παρελθόν για να χτίσουν καριέρες και προσωπικές μυθολογίες.

Το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τις προθέσεις του συγγραφέα, παρότι φέρνει σε άβολη θέση τον αναγνώστη αφαιρώντας του το προνόμιο της ιδεολογικής ταύτισης λόγω της απουσίας ενός στερεοτυπικού μοντέλου με ευδιάκριτους καλούς και κακούς ή της παρουσίας ενός υπερήρωα, εντούτοις του προσφέρει απλόχερα λογοτεχνική ικανοποίηση.

Μία αναπάντεχη αναγνωστική έκπληξη. 

Μετάφραση Κυριάκος Φιλιππίδης
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου - Vicente Alfonso




Η πραγματικότητα είναι μία· οι αναγνώσεις της, άπειρες. Ο μάγος και το κοινό του διαθέτουν διαφορετικές ερμηνείες για τα γεγονότα. Για τους θεατές, η παράσταση είναι μοναδική κι ανεξήγητη: μια στιγμή πίστης. Για κείνον που εκτελεί το τρικ, αντιθέτως, μαγεία είναι η ακρίβεια, η πρόβα. Η ευχέρεια που έχει επιτευχθεί χάρη στην επανάληψη των κινήσεων. Η γνώση της τεχνικής, αυτού του παρασκηνίου από ελατήρια και γρανάζια, έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για το μάγο: τον μεταμορφώνει σε σκεπτικιστή. Από την άλλη μεριά όμως του επιτρέπει να κάνει τους άλλους να πιστέψουν.
Η πρώτη παράγραφος του Μεξικανού συγγραφέα διαπερνά με χάρη και άνεση τη στενωπό του κριτηρίου της αρχής, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση του αναγνώστη να διαβάσει ή όχι ένα βιβλίο εξαρτάται από τις ελάχιστες πρώτες αράδες, κριτήριο το οποίο συχνά λαμβάνουν υπόψιν τους εκείνοι οι αναγνώστες, όρθιοι ή σκυφτοί ανάμεσα στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, που αρνούνται πεισματικά να συμβουλευτούν το οπισθόφυλλο του βιβλίου, φοβούμενοι πως καίρια στοιχεία της υπόθεσης θα έχουν παρεισφρήσει εκεί, αποτυγχάνοντας εν τέλει να δελεάσουν, αλλά προκαλώντας αντίθετα την απομάγευση.

Και ύστερα -στην άνεση του σπιτιού, στη θαλπωρή ενός καφέ, στον καθαρό αέρα ενός πάρκου ή στην αμμουδιά των τζιτζικιών-, ο αναγνώστης θα διαβάσει ξανά και ξανά την πρώτη αυτή παράγραφο, πριν προχωρήσει παρακάτω. Ο αναγνώστης γνωρίζει καλά πως σπάνια συμβαίνει να σταθεί και το υπόλοιπο κείμενο στο ύψος της αρχικής αυτής πρότασης, προβαρισμένης και δουλεμένης ξανά και ξανά, όπως οι λέξεις που θέλει να ξεστομίσει κάποιος πριν πλησιάσει για πρώτη φορά το αντικείμενο του πόθου του, από τις οποίες ελάχιστες θα επιζήσουν των φίλτρων -υπερβολικό, ψεύτικο, κοινότοπο- και τις οποίες, αν η συζήτηση δώσει καρπούς, θα ακολουθήσουν και άλλες, και κάπως έτσι η ιστορία θα ειπωθεί. Και μερικές φορές τις λέξεις που ακολουθούν ο αναγνώστης τις αγαπάει περισσότερο, τις νιώθει πιο οικείες και αληθινές. Ο αναγνώστης όμως φοβάται τα πυροτεχνήματα. Τα φοβάται για εκείνα που υπόσχονται, για τη λάμψη τους, που ξάφνου μαγεύει και υπόσχεται, μα αργότερα επιτείνει το σκοτάδι.

Ο αναγνώστης, επίσης, ξέρει καλά πως εκείνος που διηγείται μία ιστορία κρατάει για τον εαυτό του κάποια μυστικά, πως γνωρίζει την κατάληξη της ιστορίας, μα δεν αποκαλύπτει εξ αρχής τα φύλλα του. Ο αναγνώστης όχι μόνο αποδέχεται τη σύμβαση αυτή αλλά και την αποζητά. Όμως, αν το τρικ δεν εκτελεστεί με ακρίβεια, αν ο αναγνώστης νιώσει πως ο συγγραφέας τον παραπλανά στοχεύοντας σε μία εντυπωσιακή -για τα δικά του δεδομένα- ανατροπή, τότε ο αναγνώστης αντιδρά, νιώθει κάτι να κλοτσάει, όχι επειδή ένιωσε χαζός, που δεν κατάλαβε εγκαίρως τι συμβαίνει ή ποιος ήταν τελικά ο ένοχος, αλλά επειδή δεν απόλαυσε το ταξίδι.

Διαβάζοντας ξανά την πρώτη παράγραφο, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πόσο ειρωνικά εύστοχη αποδεικνύεται σε σχέση με το βιβλίο που προλόγισε. Αναλογίζεται τον Μπολάνιο και τον Πίλια, κυρίως αυτούς, ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς· οι επιρροές, σκέφτεται, δεν αρκούν· τον Μπόρχες τον αποδιώχνει από σεβασμό, επιθυμεί να τον κρατήσει μακριά. Αρνείται επίσης να επισκεφτεί το γνώριμο καταφύγιο των απογοητευμένων αναγνωστών μεταφρασμένης λογοτεχνίας, τον παρεμβαλλόμενο ρόλο του μεταφραστή. Αναζητά απλώς το επόμενο βιβλίο, εκείνο που θα σβήσει, ελπίζει, την άσχημη γεύση.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Αυτοπροσωπογραφία στο Καλοριφέρ - Christian Bobin





Ο κύριος Μπομπέν! Ανά διαστήματα κυκλοφορούσαν σκόρπιες φήμες σχετικά με κάποια επικείμενη έκδοση ενός βιβλίου του στα ελληνικά. Πριν από δέκα χρόνια είχε κυκλοφορήσει από τις πατρινές εκδόσεις Χαραμάδα Ο αιχμάλωτος του λίκνου, ενώ στα τέλη του προηγούμενου αιώνα είχαν κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου τέσσερα ακόμα δικά του βιβλία (Η ξέφρενη πορεία, Η γυναίκα που έρχεται, Η ανέλπιστη, Η κίσσα) και από τις εκδόσεις Εξάντας Η φάλαινα με τα πράσινα μάτια. Και να που το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και στο αμπάρι κουβαλούσε την Αυτοπροσωπογραφία στο καλοριφέρ. 
Παρασκευή 19 Απριλίου
Η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου χόρτου γύρω από τις πολυκατοικίες φέρνει αυτή τη μέρα στο απόγειο της δόξας της. Ό,τι άλλο έρθει, θα είναι επιπλέον. Μπορεί κανείς να εκτιμήσει ότι γίνεται μεγάλη ιστορία για το τίποτα -και όμως: τα χρήματα, η επιτυχία, η εργασία, το διάβασμα και ο έρωτας δεν δίνουν μέθη τόσο έντονη, όσο αυτό το κομμένο χορταράκι, καθώς εναποθέτει τη μικρή του ψυχή στα χέρια του ανέμου.
Ημερολόγιο απώλειας. Ο αφηγητής απευθύνεται αποκλειστικά στη νεκρή, επιμένει να συνομιλεί σχεδόν καθημερινά μαζί της, της διηγείται πράγματα μικρά, ελάχιστα, όμως σημαντικά, της περιγράφει τον κύκλο ζωής των λουλουδιών στο βάζο, επαναλαμβάνει τις απορίες της πεντάχρονης κόρης της, εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του σχετικά με τη γραφή, τις γενικόλογες απαντήσεις του όταν τον ρωτούν τι γράφει, της μιλάει για τις μικρές βόλτες στη γειτονιά και για τη νεαρή μητέρα που περπατά στον δρόμο με τα παιδιά της. Απευθύνεται αποκλειστικά σε εκείνη, με τον τρόπο που μιλάνε μεταξύ τους όσοι γνωρίζονται καλά, χωρίς περιττές λέξεις και πληροφορίες, με τον κώδικα εκείνο που συνθέτουν οι άνθρωποι με τον καιρό, καθώς πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, σχεδόν ψιθυριστά. Το γνώριμο ύφος του Μπομπέν, ποιητικό, λυρικό και περίκλειστο, με το λεξιλόγιο που δεν αποκλείει ούτε την πλέον ταπεινή λέξη, με τον τόπο να εξαντλείται στο Λε Κρεζό της Βουργουνδίας και τα περίχωρά του, εκεί που γεννήθηκε το 1951 και συνεχίζει να ζει και να γράφει, και να είναι παρόν και σε αυτό το βιβλίο, σε ακόμα πιο έντονο βαθμό, εξαιτίας της ημερολογιακής δομής και της αφηγηματικής σύμβασης με τη μία και μοναδική αναγνώστρια-παραλήπτρια στην οποία απευθύνεται. Και είναι η δυναμική του ιδιωτικού αυτού κώδικα που κατά τη γνώμη μου ή κατά το αναγνωστικό μου βίωμα ακριβέστερα, παρότι αποκλείει τον αναγνώστη του ημερολογίου αυτού χωρίς να του διευκρινίζει και να του εξηγεί κάτι, τον συγκινεί και μετατρέπει το ημερολόγιο αυτό σε λογοτεχνία.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μελίνα Τανάγρη
Εκδόσεις Αρμός

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Τα κατά Α.Γ. πάθη - Clarise Lispector





Η πλούσια Α.Γ., προσφάτως εγκαταλελειμμένη από την οικιακή βοηθό, είναι αποφασισμένη να τακτοποιήσει το σπίτι, άλλωστε, είναι κάτι που της αρέσει πολύ, και που δεν είχε την ευκαιρία να το κάνει εδώ και καιρό, ας όψεται η οικιακή βοηθός. Και μάλιστα θα ξεκινήσει ακριβώς από εκεί, από το δωμάτιο εκείνης που την εγκατέλειψε, είναι αποφασισμένη. Εκεί, αφού πρώτα εκπλαγεί από το ελάχιστο του μεγέθους της κάμαρης, που μοιάζει μέρος αυτόνομο και όχι του σπιτιού, θα παρατηρήσει ένα σχέδιο στον τοίχο, ένας γυμνός άντρας, μία γυμνή γυναίκα και ένας, πιο γυμνός και από γυμνό, σκύλος, και τότε, ανοίγοντας τη ντουλάπα, θα αντικρίσει μια κατσαρίδα.

Και ενώ όλα συγκλίνουν προς μια παρωδία σαπουνόπερας, η Λισπέκτορ θα κάνει, ακριβώς στο καρέ του ουρλιαχτού στη θέα της κατσαρίδας, εκείνο το τουίστ που θα μας οδηγήσει αλλού, με την Α.Γ. σχεδόν ακινητοποιημένη από τον τρόμο και την αηδία, απέναντι στο πλέον σιχαμερό πλάσμα, να παραληρεί, βρίσκοντας και χάνοντας τον ειρμό της, αλλάζοντας ιστορικές εποχές χωρίς να μπορεί να εγκαταλείψει το δωμάτιο με την κατσαρίδα. Η σύμβαση δεν εγκαταλείπεται ποτέ: μία γυναίκα σε κατάσταση σοκ αφηγείται. Η αυτόματη γραφή σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει τυχαία γραφή, η Λισπέκτορ γνωρίζει ξεκάθαρα τι θέλει να πει και αφήνεται στο πώς θα το πει· εδώ μπορεί να εμπιστευτεί την έμπνευση και το ταλέντο.  
Δώσ' μου το χέρι σου:
Θα σου πω τώρα πώς μπήκα στο ανέκφραστο που ήταν πάντα η τυφλή και μυστική μου αναζήτηση. Πώς μπήκα σε εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό ένα και στον αριθμό δύο, πώς είδα τη γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς, που είναι η απόκρυφη γραμμή. Ανάμεσα σε δύο νότες μουσικής υπάρχει μία νότα, ανάμεσα σε δύο γεγονότα υπάρχει ένα γεγονός, ανάμεσα σε δύο κόκκους άμμου, όσο ενωμένοι και να είναι, υπάρχει ένας ενδιάμεσος χώρος, υπάρχει μια αίσθηση που είναι ανάμεσα στις αισθήσεις, στα διάκενα της πρωταρχικής ύλης βρίσκεται η γραμμή του μυστηρίου και της φωτιάς που είναι η ανάσα του κόσμου, και η συνεχής ανάσα του κόσμου είναι αυτό που ακούμε και ονομάζουμε σιωπή.
Η προκλητικότητα της πρωτοπορίας· η Λισπέκτορ βρίσκεται στην αιχμή του βραζιλιάνικου μεταμοντερνισμού, ενοχλείται από τα λιμνάζοντα ύδατα, από τα στερεότυπα, από τον τρόπο αντιμετώπισης του λαϊκού στοιχείου. Δεν θέλει απλώς να προκαλέσει, να γκρεμίσει θέλει. Γι' αυτό κινείται πάνω σε γνώριμα και οικεία μοτίβα, σενάρια απλοϊκά, επιχειρώντας να απαγάγει γλωσσικά τον αναγνώστη από τον κόσμο της ιστορίας στον κόσμο των ιδεών και των λέξεων.
Ψάχνω, ψάχνω/ Γιατί ένας κόσμος ολοζώντανος έχει τη δύναμη μιας Κόλασης/ Μόνο εγώ θα ξέρω αν ήταν η αποτυχία που είχα ανάγκη/ Κατόπιν κατευθύνθηκα προς τον σκοτεινό διάδρομο πίσω από το χώρο υπηρεσίας/ Τότε, πριν το καταλάβω, άσπρισε η καρδιά μου όπως ασπρίζουν τα μαλλιά/ Τότε ήταν που η κατσαρίδα άρχισε να ξεπροβάλλει από το βάθος/ Κάθε μάτι αναπαρήγαγε την κατσαρίδα ολόκληρη/ Είχα φτάσει στο τίποτα, και το τίποτα ήταν ζωντανό και υγρό/ Η συγχώρηση είναι γνώρισμα της ζωντανής ύλης/ Είχα κάνει την απαγορευμένη πράξη να αγγίξω το ακάθαρτο/ Τότε, ξανά, ακόμη ένα χιλιοστό άσπρης ύλης ανάβλυσε προς τα έξω/ Επιτέλους, αγάπη μου, παραδόθηκα/ Και έγινε ένα τώρα/ Αφού αυτό που έβλεπα ήταν προγενέστερο του ανθρώπινου/ Ουδέτερο εργόχειρο ζωής/ Ούτε καν φόβος πια, ούτε καν τρόμος πια/ Δώσ' μου το χέρι σου/ Η προανθρώπινη θεϊκή ζωή είναι φτιαγμένη από ένα παρόν που καίει/ Αναζητούσα μια απεραντοσύνη/ Κι επέστρεψα ακαριαία στο εσωτερικό του δωματίου που, έτσι πυρακτωμένο, τουλάχιστον ήταν ακατοίκητο/ Υπάρχει όμως κάτι που είναι ανάγκη να ειπωθεί, είναι ανάγκη να ειπωθεί/ Αφού μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό είδα πώς είναι η κόλαση/ Η κόλαση είναι για μένα το υπέρτατο./Έτρωγα εμένα την ίδια, εμένα που είμαι κι εγώ ζωντανή ύλη του Σαμπάτ/ Θα του έλειπε κάτι που θα έπρεπε να 'ναι δικό του/ Γιατί το γυμνό πράγμα είναι τόσο ανιαρό/ Πρέπει να μην φοβάμαι να κοιτάξω τον εξανθρωπισμό εκ των έσω/ Είναι το να αυξάνεις ατελείωτα την ευχή που γεννιέται από την ένδεια/ Τη γεύση του ζωντανού/ Τα χέρια μας που είναι χοντροκομμένα και γεμάτα λέξεις/ Είναι που δεν τα είπα όλα/ Το θεϊκό για μένα είναι το πραγματικό/ Λείπει μονάχα η χαριστική βολή - που αποκαλείται πάθος/ Η παραίτηση είναι μια αποκάλυψη/ Και το λατρεύω.
Όταν διάβαζα την Ώρα του αστεριού είχα μία αίσθηση συγγένειας της Λισπέκτορ και της Μπάχμαν. Εδώ δεν ένιωσα το ίδιο, διαβάζοντας, όμως, το εργοβιογραφικό της Λισπέκτορ, έπεσα πάνω σε αυτή την πληροφορία που δεν γνώριζα: το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1966 αποκοιμιέται στο διαμέρισμά της με ένα τσιγάρο αναμμένο και, άθελά της, προκαλεί πυρκαγιά. Περνάει τρεις μέρες μεταξύ ζωής και θανάτου και παραμένει δύο μήνες στο νοσοκομείο. Η Λισπέκτορ, σε αντίθεση με τη Μπάχμαν λίγα χρόνια αργότερα, τελικά επιζεί, με σημαντικά όμως εγκαύματα σε όλο της το σώμα. 



Μετάφραση Μάριος Χατζηπροκοπίου
Εκδόσεις αντίποδες

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Οι επόπτες - Μιχάλης Μιχαηλίδης





1995. Το φιλόδοξο έργο της ζεύξης της Δανίας με τη Σουηδία, ο σύνδεσμος Ερεσούντ, αρχίζει να υλοποιείται μετά από χρόνια διεργασιών και αναβολών, έργο μεγαλεπήβολο, τόσο από τεχνικής πλευράς, αφού περιλαμβάνει μία υποθαλάσσια σήραγγα, ένα τεχνητό νησί και μία καλωδιωτή γέφυρα, και όλα αυτά με τις μέγιστες προδιαγραφές ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και από κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πλευράς, καθώς κάτοικοι και πιστωτές πρέπει να πειστούν για τη χρησιμότητα και τη βιωσιμότητα του έργου, αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα με τις εργασίες λαμβάνουν χώρα μία σειρά από παράλληλες δράσεις όπως συνέδρια, ημερίδες και καταχωρίσεις στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με σκοπό να καμφθούν οι αντιδράσεις και να δημιουργηθεί ένα κλίμα αισιοδοξίας για τα οφέλη του έργου. Κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι οι δύο εντεταλμένοι επόπτες, ο καλοπροαίρετος Δανός Νταν Κριστόφτε και ο κυνικός Σουηδός Σβεν Αλεξάντερσον.  

Το μυθιστόρημα διαθέτει ημερολογιακή δομή, ακολουθώντας την πορεία κατασκευής του έργου, με εναλλασσόμενες γωνίες παρατήρησης. Η κατασκευή κινείται σε τρία επίπεδα: η κοντινή εικόνα της μικροκοινωνίας, την οποία αποτελούν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στο έργο, η ευρύτερη, η οποία περιλαμβάνει την κοινή γνώμη και τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών, και η πανοπτική, εκείνη του έργου σε ένα σκηνικό παγκοσμιοποίησης. Η γλώσσα δεν διαθέτει αχρείαστα λογοτεχνικά φτιασίδια, διαθέτει όμως πλήθος τεχνικών ορολογιών, κομμάτια ξύλινου λόγου -αναφορές, πολιτικές ομιλίες, οικονομικές αναλύσεις-, διαλογικές παρτίδες επιβολής, ειρωνεία και ένταση, αποτυπώνοντας πότε τη σπουδαιότητα και πότε τη ματαιότητα των πεπραγμένων, θέτοντας το προσωπικό και ατομικό στοιχείο στην εξίσωση μίας μεταλλικής κατασκευής και οικονομοτεχνικών μελετών, γλώσσα η οποία δημιουργεί και διατηρεί μέχρι τέλους μία απόσταση. Παράλληλα με την κεντρική πλοκή, που δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η κατασκευή και ολοκλήρωση της ζεύξης, εκτυλίσσονται αρκετές μικροϊστορίες -ως προς την έκτασή τους μόνο μικρές- σε προσωπικό, τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Εξίσου φιλόδοξο με τη ζεύξη των δύο χωρών φαντάζει και το εγχείρημα του Μιχαηλίδη, και αν η αρχική φιλοδοξία -και εκείνη που με ιντρίγκαρε ώστε να διαβάσω τελικά το βιβλίο αυτό- είναι η απόφασή του να ασχοληθεί στο όριο της μυθοπλασίας -όριο δυσδιάκριτο- με ένα θέμα εκτός ελληνικής πραγματικότητας -αν και σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης η έννοια της εγχώριας πραγματικότητας είναι τουλάχιστον σχετική- εντούτοις, το μέγεθος της φιλοδοξίας του συγγραφέα, και η τελική επιτυχία του εγχειρήματος, έγκειται στη διαχείριση του υλικού, στον τρόπο με τον οποίο αποδίδει την ιστορία, στις ισορροπίες που πρέπει να διατηρήσει αλλά και στις αντιθέσεις που καλείται να αναδείξει, στα όρια των στερεοτύπων που δεν πρέπει να υπερβεί, στην έρευνα σχετικά με τις τεχνικές και όχι μόνο προδιαγραφές του έργου αλλά και στον υπολειπόμενο χώρο για τις απαραίτητες μυθοπλαστικές προσθήκες. Το χτίσιμο των δύο κεντρικών ηρώων κατέχει κομβική σημασία στο τελικό αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα δεν περιστρέφεται γύρω τους, και ορθώς, καθώς, παρότι επόπτες, δεν παύουν να είναι απλώς δύο από τους χιλιάδες εμπλεκόμενους στο έργο, με αποτέλεσμα οι πτυχές του χαρακτήρα τους που γίνονται ορατές να είναι εκείνες που σχετίζονται με την καθημερινότητα και την εξέλιξη του έργου, ο ρόλος τους να έχει συγκεκριμένα όρια, όντας οι ίδιοι γρανάζια της μηχανής, πιόνια σε μία σκακιέρα αγνώστων διαστάσεων.

Πραγματικά απολαυστικό το μυθιστόρημα αυτό, το οποίο φαινομενικά και μόνο μοιάζει ειδικού ενδιαφέροντος.

Εκδόσεις Νεφέλη

 

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά - Max Porter





Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά· αρχικά δεν ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει· προσπαθεί με μανία να πετάξει· κάνει θόρυβο, σηκώνει σκόνη, προσγειώνεται στο ίδιο σημείο απογείωσης, ξανά και ξανά· δεν στέκει ακίνητη να τη σηκώσω τρόπαιο, να την πασπατέψω· προσπαθεί να πετάξει με μανία, προσπαθεί διαρκώς, ακόμα και όταν κοιμάμαι ή όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρο τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας· εγώ βρίζω, σιχτιρίζω, βάζω τα κλάματα, και ξέρω: τη μέρα που θα τα καταφέρει να πετάξει μακριά, διάολε, από τη μέρα εκείνη θα μου λείπει.

Είναι βράδυ, μόλις τελείωσα την ανάγνωση, δεν τολμώ να ξαπλώσω· βγήκα στο μπαλκόνι και έκατσα οκλαδόν, προσπάθησα να έχω ίσια την πλάτη, δεν τα κατάφερα παρά για μια στιγμή μονάχα, μια στιγμή που μου έκοψε την ανάσα· δεν διακρίνω αστέρια· κλείνω την πόρτα πίσω μου, πηγαίνω και κάθομαι στο γραφείο· Γράφω: Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά.

Το ερώτημα επιστρέφει: πώς να γράψει κανείς για ένα βιβλίο όπως αυτό; το βέβαιο -για μένα- είναι πως πρέπει να επιχειρήσει να γράψει· όσο προσπαθεί, τόσο το βιβλίο μεγαλώνει μέσα του, και μεγαλώνοντας, πιέζει όλο και περισσότερο, διεκδικώντας χώρο. 

Μία γυναίκα πεθαίνει· πίσω μένουν ο Μπαμπάς και τα Παιδιά· λίγες μέρες μετά, το Κοράκι τους χτυπά την πόρτα. 

Μία ιστορία πένθους μπορεί να μην είναι μία ρεαλιστική ιστορία· έτσι σκέφτομαι· μία ιστορία πένθους μπορεί να κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό.  

Ας μιλήσουμε πρώτα για την έμπνευση λοιπόν. Διάβασα το εντυπωσιακό βιογραφικό του Μαξ Πόρτερ· σπουδαίες ακαδημαϊκές και επαγγελματικές εμπειρίες, πράγματι.  Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να έχει γράψει το Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά χωρίς έμπνευση.

Να μην ξεχάσω όμως να αναφερθώ και στο βίωμα· η έμπνευση κάπου πρέπει να βρει να κουρνιάσει, έστω και για λίγο. Το θεωρητικό οπλοστάσιο προσφέρει γερό πάτημα, πράγματι, όμως δεν αρκεί για να προκύψει ένα βιβλίο όπως αυτό. Ένα -ασταθές- πάτημα στη μνήμη, όσο βαθιά στο ασυνείδητο και αν έχει καταφύγει εκείνη, μοιάζει απαραίτητο.

Αναρωτιέμαι αν ήταν η έμπνευση, το βίωμα ή το θεωρητικό οπλοστάσιο που επέτρεψαν στον Πόρτερ να ισορροπήσει με χάρη και άνεση στις παρυφές του μελό. Μπορεί κάποιος να πει: όταν μια γυναίκα πεθαίνει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου και πίσω μένουν τα παιδιά και ο άντρας της να θρηνούν, τότε είναι ξεκάθαρο πως ο συγγραφέας στοχεύει στον συναισθηματικό εκβιασμό. Θα απαντήσω: είμαστε στο 2018, είμαστε πια τόσο σκληρόπετσοι, χαμένοι από καιρό να τριγυρνάμε στο υπερπραγματικό, που ένας θάνατος δεν αρκεί. Καμιά φορά δεν αρκεί ακόμα και όταν γνωρίζουμε τον νεκρό. Κάτι άλλο υπάρχει σε αυτό το βιβλίο που σε κάνει να δακρύσεις.

Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις Πόλις  

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Τα οχτώ βουνά - Paolo Cognetti




Ο πατέρας μου είχε τον δικό του τρόπο ν' ανεβαίνει στα βουνά. Αμυδρά επιρρεπής στο διαλογισμό, όλο ξεροκεφαλιά και αλαζονεία. Ανηφόριζε χωρίς να εξοικονομεί δυνάμεις, πάντα σε ανταγωνισμό με κάποιον ή με κάτι, κι όπου το μονοπάτι τού φαινόταν μακρύ, έκοβε δρόμο απ' την κορυφογραμμή με τη μεγαλύτερη κλίση. Μαζί του απαγορευόταν να κάνεις στάση, απαγορευόταν να παραπονεθείς για πείνα, κούραση ή κρύο, μπορούσες όμως να τραγουδήσεις ένα ωραίο τραγούδι, ειδικά μες στην καταιγίδα ή στην πυκνή ομίχλη. Και να ροβολάς τους παγετώνες ουρλιάζοντας.
Τα καλοκαίρια, ο Πιέτρο και οι γονείς του διέγραφαν αντίθετη πορεία από την πλειονότητα των παραθεριστών, αντί για τη θάλασσα προτιμούσαν το βουνό. Τον χειμώνα ποτέ. Έτσι, κάθε καλοκαίρι εγκατέλειπαν το Μιλάνο και ανηφόριζαν σε κάποιο ορεινό χωριό, στο υψόμετρο που η μητέρα του ένιωθε άνετα και που για τον πατέρα του αποτελούσε την ιδανική αφετηρία για ανάβαση σε ψηλότερες κορυφές. Μετά από επιμονή της μητέρας του, που επιθυμούσε να νοικιάσουν ένα σπίτι και να μη μετακινούνται κάθε χρόνο και σε διαφορετικό κατάλυμα, θα βρουν σε ένα χωριουδάκι της Γκράνα ένα μικρό σπιτάκι. Η σταθερή ετήσια επανάληψη θα επιτρέψει στον μικρό Πιέτρο να δημιουργήσει αναμνήσεις.

Χρόνια μετά, όταν ο Πιέτρο θα έχει ενηλικιωθεί, Τα οχτώ βουνά θα αποτελέσουν την εξιστόρηση των αναμνήσεων αυτών,  της φιλίας του με τον συνομήλικο Μπρούνο, της προσπάθειας του να κατανοήσει τον πατέρα του, με τον οποίο για χρόνια είχαν πάψει να μιλάνε, και του οποίου ο θάνατός τον οδηγεί ξανά σε εκείνο το ορεινό χωριό της παιδικής του ηλικίας. 

Φιλία, ενηλικίωση, σχέση πατέρα-γιου, απώλεια, φύση, οικολογία, αναζήτηση ταυτότητας. Όλα τα βαριά χαρτιά της λογοτεχνίας στο τραπέζι. Και νοσταλγία, σε τεράστιες ποσότητες, δοσμένη με μια γλυκύτητα, παραπάνω από εκείνη που θα μπορούσα να αντέξω. Στερεοτυπικοί χαρακτήρες με ελεγχόμενες -και προβλέψιμες- εκρήξεις, γλώσσα που στοχεύει στην ποιητικότητα και αστοχεί, πλοκή ταγμένη στη συναισθηματική καθοδήγηση. Ο Κονιέττι καταφεύγει σε εκτεταμένη χρήση διπόλων: άντρας-γυναίκα, ενηλικίωση στην πόλη και το χωριό, ανατολή-δύση, φύση-πόλη, ρεαλισμός-ουτοπία. Επιχειρεί να τα παντρέψει, ώστε να δρέψει τους καρπούς αυτών των αντιθέσεων, προμηθεύοντας τον αφηγητή του με μία κάρτα ελεύθερης πρόσβασης σε κάθε πλευρά και με έναν μανδύα αντισυμβατικότητας, δημιουργώντας ένα τεράστιο Εγώ.

Τα οχτώ βουνά δεν είναι ένα κακογραμμένο βιβλίο. Τεχνικά μιλώντας, ο Κονιέττι καταφέρνει να γράψει το βιβλίο που θέλησε να γράψει, δεν μοιάζει αμήχανος, αντίθετα δείχνει να ελέγχει το υλικό του και οδηγεί με ακρίβεια την ιστορία του μέχρι το τέλος, κλείνοντας το μάτι σε σκηνοθέτες και κινηματογραφικούς παραγωγούς, τη στιγμή που η Φερράντε έχει επανατοποθετήσει την Ιταλία στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Και ακριβώς επειδή ο Κοννιέτι επιτυγχάνει τον προσωπικό του στόχο, στον αναγνώστη απομένει να κρίνει τον στόχο αυτόν. Όμως, οι τεχνικές και θεματικές προδιαγραφές δεν είναι αρκετές, σπάνια είναι. Κάποιες ωραίες σκηνές ανάβασης και η επιθυμία να διαβάσω ξανά Θορώ είναι ό,τι κρατάω από το βιβλίο αυτό.

Ένα αδιάφορο βιβλίο, ευκολοδιάβαστο μα άνευρο, ακόμα μία απογοήτευση από τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία.   

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Το τηλεφώνημα





Δεν ήμουν σίγουρος γι' αυτό που είχα ακούσει. Θα μπορούσε να ήταν απλώς ένα παράξενο όνειρο, όμως δεν ήταν, άσχετα αν εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο κοιμόμουν βαριά. Κατά την ελάχιστη στιγμή διαύγειας -ένας ή δύο χτύποι- αναρωτήθηκα για ποιον λόγο θα μπορούσα να έχω ρυθμίσει την αφύπνιση. Στην οθόνη εμφανιζόταν ένα άγνωστο νούμερο. Απάντησα παρά την αποστροφή μου στις εκπλήξεις. Ξύπνησα περασμένες δώδεκα. Στο κρεβάτι ακόμα, έλεγξα το κινητό. Υπήρχε όντως η εισερχόμενη κλήση, με διάρκεια δύο λεπτά και τριάντα οχτώ δευτερόλεπτα, στις εννέα και δώδεκα το πρωί. Γεγονός που προσέδιδε αληθοφάνεια στη θολή ανάμνηση. Επιχείρησα να ανασυνθέσω τον διάλογο. Τα δικά μου μέρη ήταν επαναλαμβανόμενες καταφατικές απαντήσεις, αυτό ήταν το εύκολο σκέλος της ανασύνθεσης. Η σταδιακή ανάδυση των φράσεων που χρησιμοποίησε εκείνη οικοδομούσε μία, τουλάχιστον, παράξενη επαγγελματική πρόταση. Κατέληξα πως ο διάλογος ήταν περίπου ο εξής: Ναι. Ο κύριος Καλογερόπουλος; Ναι. Δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη η ώρα. Ναι. Έχω να σας κάνω μία επαγγελματική, κατά κάποιον τρόπο, πρόταση. Ναι. Και μου είπε. Θέλετε να το σκεφτείτε και να μιλήσουμε αργότερα; Ναι.

Αποφάσισα να της τηλεφωνήσω και να της πω πως η πρότασή της με ενδιέφερε· θα της ζητούσα να βρεθούμε από κοντά, να δω τον χώρο και τα βιβλία, να συζητήσουμε και να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή και με σαφήνεια τον χρονικό ορίζοντα και την αμοιβή μου. Συμφώνησε αμέσως. Χαίρομαι πολύ που με πήρατε τηλέφωνο, συμπλήρωσε, η διαλογή αυτή είναι κάτι που θα ήθελα να γίνει άμεσα. Δώσαμε ραντεβού για την επόμενη μέρα το απόγευμα.

Δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι. Οι ψηφιακοί χάρτες δεν μοιάζουν ιδιαίτερα χρήσιμοι σε κάποια προάστια. Πέρασα τέσσερις φορές από την κεντρική πλατεία. Ήμουν σίγουρος πως το νούμερο της πινακίδας μου είχε σημειωθεί και διασταυρωθεί ήδη από τη δεύτερη φορά, το αυτοκίνητο της ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης, παρκαρισμένο κάθετα δίπλα από το περίπτερο, δεν περνούσε απαρατήρητο, αυτό άλλωστε, φαντάζομαι, ήταν και το νόημα της παρουσίας του. Βρήκα το σπίτι πάνω που είχα αρχίσει να σκέφτομαι τα δικαιώματά μου σε περίπτωση που με σταματούσαν την επόμενη φορά που θα αναγκαζόμουν να περάσω από την πλατεία. Δεν χρειάστηκε τελικά.

Μία ψηλή περίφραξη έκρυβε τη θέα. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα. Μου άνοιξε την πόρτα η ίδια. Η πρώτη σκέψη που έκανα αντικρίζοντάς την: είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει από κοντά. Την ακολούθησα πάνω στο μονοπάτι από πλάκες. Το σπίτι δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, εξωτερικά τουλάχιστον· κάπως έτσι είναι τα σπίτια σε αυτά τα προάστια, εντυπωσιακά στο μέγεθος και άψυχα στην τελειότητά τους. Το εσωτερικό του πάντως έδειχνε πως ο άνθρωπος που επιμελήθηκε τη διακόσμηση είχε γούστο και παντελή έλλειψη επίδειξης πλούτου.

Αφού πρώτα μου πρόσφερε ένα ποτήρι χυμό ρόδι και ενώ είχα ήδη βολευτεί στον μονοθέσιο καναπέ, είπε: θα σας δείξω αργότερα τη βιβλιοθήκη του συζύγου μου· σε μία απόπειρα εκκίνησης συζήτησης, το βλέμμα της χαμήλωσε ανεπαίσθητα, αρκετά όμως για να καταλάβω πως αναφερόταν στον νεκρό σύζυγό της. Μόνο τότε αντιλήφθηκα πως φορούσε μαύρα ρούχα. Όλες οι γυναίκες στη ζωή μου με κατηγορούσαν ότι δεν είμαι παρατηρητικός. Αγαπούσε πολύ τα βιβλία, συνέχισε, και παρότι δούλευε πολλές ώρες στην οικογενειακή επιχείρηση πάντα έβρισκε χρόνο για διάβασμα. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση, ακόμα δεν είμαι σίγουρη, εσείς πάντως θα πληρωθείτε για τις υπηρεσίες σας. Αν θέλετε μπορούμε να περάσουμε στη βιβλιοθήκη.

Πάντα αντιμετωπίζω με κάποια επιφύλαξη και ειρωνική διάθεση κάποιον που αναφέρεται στις βιβλιοθήκες του σπιτιού του στον ενικό αριθμό, όμως εδώ η χρήση της λέξης ήταν ακριβής. Ένα τεράστιο δωμάτιο, σχεδόν στο μέγεθος του σπιτιού μου, με βιβλιοθήκες τοποθετημένες περιμετρικά αλλά και κάθετα, αφήνοντας έναν μικρό χώρο για το γραφείο, έπιπλο ξύλινο και βαρύ, με ελάχιστα αντικείμενα στην επιφάνειά του -δύο ή τρία βιβλία, ένα σημειωματάριο, μία μολυβοθήκη και ένα πορτατίφ. Αυτή είναι η βιβλιοθήκη του συζύγου μου, είπε, σε μία προφανή και αμήχανη διαπίστωση.

Εκείνο που μου ζητούσε ήταν απλό, παράξενο σίγουρα, αλλά απλό. Θα έπρεπε να επιλέξω εκατό με εκατόν πενήντα βιβλία, τα πλέον αξιόλογα και σημαντικά της συλλογής, τα οποία θα γέμιζαν μία βιβλιοθήκη στο σαλόνι του σπιτιού· τα υπόλοιπα, μαζί με τις βιβλιοθήκες και το γραφείο, δεν τα ήθελε στο σπίτι, της θύμιζαν εκείνον, ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να αντέξει -επί λέξει είπε: δεν αντέχω ένα μαυσωλείο μες στο σπίτι μου, καταλαβαίνετε;- εγώ δεν ήμουν σίγουρος πως καταλάβαινα. Δεν με ρώτησε τίποτα, ούτε προσωπικό, ούτε σχετικά με το πώς σκόπευα να εργαστώ. Μου πρότεινε ένα εξωφρενικό ποσό και έναν μήνα για την αποπεράτωση της εργασίας. Δεδομένης της οικονομικής μου κατάστασης δεν μπορούσα να αρνηθώ, δεν γινόταν να αρνηθώ. Συμφώνησα. Κι έτσι βρέθηκα στην τραγική κατάσταση που είμαι σήμερα.   

   

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Gravesend -William Boyle







Το Γκρέιβσεντ, μία φτωχική γειτονιά του Μπρούκλιν, μακριά από τα φώτα της μητρόπολης, στη σκιά τους για την ακρίβεια, είναι ένα μέρος εγκατάλειψης, χωρίς ελπίδα και προοπτική, που αποπνέει μοιρολατρία και αδιέξοδο. Ο Κόνγουεϊ έμεινε στο Γκρέιβσεντ, είδε τον αδερφό του να δολοφονείται, τη μητέρα του να χάνεται, μένει με τον γέρο πατέρα του και δουλεύει σε μία αποθήκη φαρμάκων.

Δεκαέξι χρόνια. Τόσο περίμενε ο Κόνγουεϊ. Και η μέρα έφτασε. Ο Ρέι Μπόι, αρχηγός της συμμορίας που κυνήγησε τον αδερφό του και εκείνος, προσπαθώντας να ξεφύγει, βρέθηκε στη λεωφόρο όπου και βρήκε φρικτό θάνατο από διερχόμενο αυτοκίνητο, είναι πια ελεύθερος. Το πρόβλημα του Μπόι και των αγοριών του ήταν η ομοφυλοφιλία τού Ντάνκαν, η μηδενική ανοχή των σκληρών της γειτονιάς απέναντι στη διαφορετικότητα, η βία ως η κορύφωση της μηδενικής ανοχής μιας γειτονιάς. Ο Κόνγουεϊ θέλει να πάρει εκδίκηση. Δεν τον ενδιαφέρει αν ο Ρέι Μπόι και η συμμορία του δεν σκόπευαν να δολοφονήσουν τον αδερφό του. Δεν τον ενδιαφέρει πως η δολοφονία έγινε πριν την ψήφιση του νόμου που προέβλεπε αυστηρότερες ποινές για εγκλήματα μίσους. Ο Κόνγουεϊ θέλει να πάρει εκδίκηση, μόνο αυτό τον ενδιαφέρει. Τίποτα όμως δεν θα συμβεί όπως το είχε σχεδιάσει εκείνος στο μυαλό του.

Την ιστορία των δύο, του Κόνγουεϊ και του Ρέι Μπόι, θα πλαισιώσουν οι ιστορίες της Αλεσάντρα που επέστρεψε στο Γκρέιβσεντ μετά από αρκετά χρόνια στο Λος Άντζελες, της Στέφανι που δεν έφυγε ποτέ και του ανιψιού τού Ρέι Μπόι που τον έχει πρότυπο. Σε μία γειτονιά που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, οι ιστορίες των ηρώων αυτού του πρώτου μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Μπόυλ θα διασταυρωθούν για να αποτυπώσουν το ζοφερό περιβάλλον ενός μικρόκοσμου, ενός μόνο από τους πολλούς ανάλογους μικρόκοσμους.

Για τον συγγραφέα η πλοκή μοιάζει δευτερεύουσας σημασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως την παραμελεί, εκείνο όμως που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η ζοφερή ατμόσφαιρα, η αδιέξοδη καθημερινότητα, η συναισθηματική αναπηρία και τα πρωτόγονα ένστικτα των ανθρώπων, η έλλειψη ιδεαλισμού και ηρωισμού, η ανάγκη για αγάπη που συγκρούεται μετωπικά με τον αγώνα για επιβίωση. Η γλώσσα και η αφήγηση υπηρετούν το αίσθημα αυτό, με ποιητικές εξάρσεις που μοιάζουν με πυροτεχνήματα και γρήγορα πέφτουν κενές και ακίνδυνες πίσω στο έδαφος, με διαλόγους απλούς, μέσα από τους οποίους κυρίως αποτυπώνονται οι χαρακτήρες της ιστορίας, με εξέλιξη της πλοκής με ελάχιστες κορυφώσεις, συμβατή με μία πραγματικότητα ελάχιστων εκπλήξεων, μία πραγματικότητα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η κατάληξή της είναι δεδομένη και γνωστή εκ των προτέρων, χωρίς νικητές και χωρίς κάθαρση. Ο Μπόιλ θα μπορούσε να έχει διαλέξει κάποια επαρχιακή πόλη κάποιας μεσοδυτικής πολιτείας, εκεί θα ταίριαζε περισσότερο το σκηνικό ως στερεότυπο, επέλεξε όμως το Γκρέιβσεντ του Μπρούκλιν της ανατολικής ακτής.

Το Γκρέιβσεντ μοιάζει με τάφο, λάκκος βαθιά σκαμμένος και καλά παραχωμένος, ούτε μία ακτίνα φωτός δεν φτάνει εκεί· λογοτεχνία νουάρ στην παράδοση σπουδαίων συγγραφέων.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις  

   

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Οι άγριοι ντετέκτιβ - Roberto Bolaño







Οικειότητα. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη για να τιτλοφορήσει τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης ενός βιβλίου του Μπολάνιο. Η αίσθηση πως έχεις ξαναβρεθεί εδώ, έντονη σε σημείο να αναρωτηθείς περισσότερες από μία φορά: μήπως το έχω ξαναδιαβάσει; Έχουν προηγηθεί αρκετές ακόμα ερωτήσεις, που συνοψίζονται σε μία κεντρική: είναι η κατάλληλη περίοδος για να διαβάσω Μπολάνιο; Εκ των υστέρων η αίσθηση οικειότητας προσφέρει την απάντηση: πάντα είναι η κατάλληλη περίοδος για να διαβάσεις Μπολάνιο. Μετά την ανάγνωση, καθώς οι μέρες περνούν, το μέγεθος του έργου διεκδικεί και καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο εμβαδόν· η σύνθεση, η φαινομενική ευκολία με την οποία ο Μπολάνιο διαχειρίζεται το υλικό του, η φιλοδοξία, τα ρίσκα που δεν φοβήθηκε να λάβει, ο τρόπος με τον οποίο χαλιναγωγεί τη φαντασία του ενώ ταυτόχρονα δεν την καταπιέζει, η μικρή φόρμα που μοιάζει με μεγάλη και το αντίστροφο, οι δεκάδες, παράλληλες της κεντρικής, ιστορίες, που λειτουργούν τόσο αυτόνομα όσο και συνεκτικά, χωρίς καμία αίσθηση περιττού, οι αναφορές του και ο τρόπος του να κινείται ανάμεσα σε αυτές. Η οικειότητα βγάζει τα καθημερινά της ρούχα, φοράει τα καλά της, ντύνεται και στολίζεται, ο θαυμασμός και το δέος επικρατούν, και έτσι το ερώτημα περί καταλληλότητας της περιόδου για ανάγνωση ενός βιβλίου του Μπολάνιο υψώνεται ξανά σε νέες βάσεις για τη στιγμή που θα επανέλθει η επιθυμία για λίγο Μπολάνιο ακόμα, γιατί θα επανέλθει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που θα αναφερθώ στην ιδιότητα των σπουδαίων πολυσέλιδων βιβλίων να διχοτομούν τη μέρα του αναγνώστη· τα ακόμα πιο σπουδαία βιβλία -όπως Οι άγριοι ντετέκτιβ στην προκειμένη περίπτωση- καταφέρνουν, πέρα από τη διχοτόμηση, να καθορίσουν και τον χρόνο που απομένει εκτός ανάγνωσης, γεννώντας την επιθυμία να μοιραστείς τον ενθουσιασμό, να αναφερθείς σε εκείνη ή την άλλη ελάχιστη ή μεγαλύτερη σκέψη για το βιβλίο, να κρατήσεις σημειώσεις. Κάπως έτσι περνούν οι μέρες της ανάγνωσης, με διαδοχικές εγκεφαλικές εκρήξεις και συναισθηματικές υπερβάσεις, και κάπως έτσι ακολουθούν και οι αμέσως επόμενες.

Ανατρέχω σε εκείνες τις σκέψεις.

Σκεφτόμουν πως θα ήταν μία τουλάχιστον ενδιαφέρουσα άσκηση δημιουργικής γραφής να διαβάζει κανείς δύο σελίδες από το συγκεκριμένο βιβλίο και ύστερα να κάθεται πάνω από μία λευκή κόλλα χαρτί. Σκεφτόμουν πως εμένα καθόλου δεν θα με ενδιέφερε να πραγματοποιήσω αλλεπάλληλες αναζητήσεις στο διαδίκτυο, γυρεύοντας να ανακαλύψω ποιοι από τους εκατοντάδες δημιουργούς είναι υπαρκτοί και ποιοι όχι. Σκεφτόμουν πως ο Μπολάνιο διαθέτει το κατ' εξοχήν χάρισμα του παραμυθά, να σε πείθει πως ό,τι σου εξιστορεί είναι αληθινό. Σκεφτόμουν πόσες ώρες μελέτης θα απαιτούσε ακόμα και το πλέον ελάχιστο φιλολογικό σχόλιο, πως χωρίς το απαραίτητο αναγνωστικό ταλέντο οι ώρες μελέτης δεν θα είχαν και τόσο νόημα τελικά. Σκεφτόμουν να γκρεμίσω τη στοίβα με τα προς ανάγνωση βιβλία και στη θέση της να υψώσω μία καινούρια, αποτελούμενη αποκλειστικά από βιβλία του Μπολάνιο, ταυτόχρονα όμως ένιωθα τη δίψα για ιστορίες να εντείνεται. Σκεφτόμουν τον Θέρκας, που δουλεύοντας ως δημοσιογράφος επισκέφτηκε τον Μπολάνιο στο σπίτι του, με σκοπό να του πάρει συνέντευξη, και ο Μπολάνιο, τον άφησε να περιμένει για λίγο στο σαλόνι και επέστρεψε με τα δύο βιβλία του Θέρκας, βιβλία ελάχιστης εμπορικής επιτυχίας, και του μίλησε γι' αυτά. Σκεφτόμουν την αγάπη του για τη λογοτεχνία, για όλα τα είδη της λογοτεχνίας, τη διάκρισή της όχι σε καλή και κακή, αλλά σε έμψυχη και άψυχη, και τον τρόπο με τον οποίο ο Μπολάνιο ενσωματώνει το σύνολο της λογοτεχνίας στο έργο του. Σκεφτόμουν πως το σύνολο της λογοτεχνίας είναι απαραίτητο για την εμφάνιση ενός συγγραφέα όπως ο Μπολάνιο. Σκεφτόμουν τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής του, αντισυμβατικό όχι ως προς τη λογοτεχνία αλλά ως προς το στερεότυπο, στα όρια του ταξικού, που κάποιοι δεν παύουν σε κάθε ευκαιρία να αναπαράγουν. Σκεφτόμουν πως ο Μπολάνιο αντιμετώπιζε τη λογοτεχνία με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί αντιμετωπίζει το παιχνίδι. Σκεφτόμουν πόσο αντιστικτικός και ταυτόχρονα αρμονικός είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τη φρίκη, σκεφτόμουν αν από εδώ θα μπορούσε να αντλήσει κανείς έναν ορισμό για την ποίηση. Σκεφτόμουν τους συγγραφείς εκείνους που θα συνεχίσουν από το σημείο που σταμάτησε ο Μπολάνιο, όχι ως ελπίδα αλλά ως φυσικό επακόλουθο της ροής του ποταμού. Σκεφτόμουν πως δεν ένιωθα την ανάγκη του συγγραφέα να με εντυπωσιάσει, ασχέτως αν αυτό έκανε εκείνος διαρκώς. Σκεφτόμουν πως το δέος, ενίοτε, δεν ευνουχίζει αλλά εμπνέει. Σκεφτόμουν πως κάποιες φορές οτιδήποτε παραπάνω από την προτροπή "διάβασέ το" ίσως είναι απλή και αχρείαστη υπερβολή. Σκεφτόμουν, και το σκέφτομαι ακόμα, πως η οποιαδήποτε αναφορά στην ιστορία, ειδικά σε αυτή την ιστορία, δεν έχει νόημα.  

Διαβάζω ξανά και ξανά τις σκέψεις αυτές.

Σκέφτομαι τη διάκριση ανάμεσα στην ανάγνωση και την αναγνωστική εμπειρία. Σκέφτομαι κάποια από τα όνειρα που έβλεπα, σπίτια με παραμορφωτικούς καθρέφτες, άνυδρα τοπία, έρημες μεταμεσονύχτιες πόλεις, ατελείωτους δρόμους να απλώνονται, εγκαταλελειμμένα κάμπινγκ, στατικά καρέ να πλημμυρίζουν με αίμα, αμμουδιές να περιμένουν την επιστροφή της παλίρροιας, τη φυγή του Ρεμπό στην Αφρική· δεν τα σημείωνα όμως. Σκέφτομαι τη Μπλάνες, τη μικρή καταλανική παραθαλάσσια πόλη. Σκέφτομαι πως η θέση των Άγριων ντετέκτιβ στη βιβλιοθήκη είναι ανάμεσα στο Φυλαχτό και το 2666, δεξιά και αριστερά αυτών τα υπόλοιπα, σε τυχαία σειρά. Σκέφτομαι πως ένα βιβλίο του Μπολάνιο μπορεί να αποδειχτεί σωτήριο.

Μετάφραση Κώστας Αθανασίου
Εκδόσεις Καστανιώτη