Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Διαπραγματεύσεις


φώτο Βαγγέλης Μαυρικάκης





Λοιπόν, ας διαπραγματευτούμε. Υπάρχει αρκετός χώρος για όλους μας, νομίζω. Έχω την κάθε καλή διάθεση να συμβιώσουμε, ή και να αγαπηθούμε ακόμα. Όχι, ε; Ακούω τότε. Τι προτείνετε εσείς; Μια στιγμή, μια στιγμή, όχι όλοι μαζί, σας παρακαλώ, δεν μπορώ να σας καταλάβω. Μη. Σταματήστε, σας λέω, μη φωνάζετε, τουλάχιστον όχι όλοι μαζί. Θέλετε μήπως να φύγω; Θα μου απαντήσετε; Γιατί μιλάτε ψιθυριστά; Δεν είναι καθόλου ευγενικό εκ μέρους σας αυτό, τυγχάνει να είμαι ο οικοδεσπότης εδώ, έχω το δικαίωμα να... Όχι, όχι, συγγνώμη, συγχωρέστε με, δεν το εννοούσα. Δεν ξέρω πώς τόλμησα να ξεστομίσω κάτι τέτοιο, πιστέψτε με, πραγματικά δεν ξέρω, δεν είχα πρόθεση, ζητώ συγγνώμη.

Ας κάνουμε μια νέα αρχή. Συμφωνείτε; Ας πούμε λοιπόν ότι εγώ ζητάω να μένω μόνος μου δύο ώρες την ημέρα, τι θα λέγατε εσείς; Και ίσως λιγάκι ακόμα το βράδυ. Θυμάστε παλιότερα που ερχόσασταν επίσκεψη μόλις νύχτωνε; Γιατί γελάτε; Δεν υπήρξα καλός οικοδεσπότης; Έκανα κάτι που σας πείραξε; Το αλκοόλ ίσως; Ή μήπως ο καπνός; Τις άλλες μου παρέες πάντα τις απέφευγα, ήξερα πως σας ενοχλούσαν, ακόμα και αν κάποιος απ' αυτούς με ζητούσε, εγώ δεν απαντούσα, δεν άνοιγα την πόρτα, όσο επίμονα και αν χτυπούσε το κουδούνι. Προσπαθούσα πάντα να έχω τον κατάλληλο φωτισμό, την καλύτερη μουσική μόνο για σας. Όχι, αυτό που λέτε δεν είναι αλήθεια, δεν το έκανα για μένα, για εσάς το έκανα, πιστέψτε με.

Σταματήστε, σας παρακαλώ, να τριγυρνάτε στο χώρο, καθήστε λίγο ακίνητοι σε ένα σημείο, ζαλίζομαι. Καθήστε, δεν μπορεί, θα βρούμε μια λύση που να μας ικανοποιεί όλους. Ας δείξουμε λίγη καλή διάθεση. Ας συζητήσουμε, πάντα βοηθάει ο διάλογος. Πείτε μου εσείς... Τι επιθυμείτε; Πείτε μου να ξέρω, να δω αν μπορώ να το αντέξω. Δεν σας συμφέρει ο αφανισμός μου. Το ξέρω ότι σας αρέσει η παρέα μου, με έχετε ανάγκη και το ξέρετε. Μη φωνάζετε όμως, σας παρακαλώ, ας προσπαθήσουμε να συμπεριφερθούμε πολιτισμένα, μη φωνάζετε. Αρκετά! Μπορώ και εγώ να φωνάξω. Με ακούτε τώρα, ε; Δεν το περιμένατε αυτό από μένα, είδατε όμως πως μάλλον δεν με ξέρετε καλά;

Πάμε πάλι από την αρχή. Ακόμα μια φορά. Ας ελπίσουμε πως θα είναι η τελευταία. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Στο αίτημά μου για δύο ώρες μοναξιά την ημέρα. Τι είναι δύο ώρες μπροστά στις εικοσιτέσσερις; Μου αρκούν, θαρρώ. Και εσείς δεν χρειάζεται να φεύγετε, θα μπορούσατε ίσως να πηγαίνετε στο δίπλα δωμάτιο και να ξεκουράζεστε ή, ίσως, ακόμα καλύτερα, στην κουζίνα, όπου θα φροντίζω πάντα να υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτό για εσάς. Μπορούμε να το δοκιμάσουμε ίσως στην αρχή και, αν όλα πάνε καλά, που είμαι βέβαιος πως όλα θα πάνε καλά, το κρατάμε, αλλιώς ξεκινάμε τις διαπραγματεύσεις από την αρχή, ακόμα μια φορά.

Εγώ είμαι αισιόδοξος. Όλα θα πάνε καλά. Προτείνω να πιούμε σε αυτό. Σε μια καινούρια αρχή συμβίωσης. Ας πιούμε λοιπόν. Τι θα λέγατε να βάζαμε και λίγη μουσική να χορέψουμε; Σκεφτείτε το, επιστρέφω αμέσως, σερβιριστείτε μόνοι σας.

Να 'μαι πάλι, ετοίμασα κάτι πρόχειρο να τσιμπήσουμε. Μια στιγμή όμως, πού πήγαν όλα τα ποτά; Ήταν γεμάτη η κάβα, το θυμάμαι. Μην τα πετάτε στο πάτωμα, θα γεμίσει ο τόπος γυαλιά, προσέξτε, σας παρακαλώ, το χαλί, κι εσείς εκεί, μην πατάτε στους τοίχους με τα παπούτσια, μην κρεμιέστε από τα φώτα. Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ. Είχαμε συμφωνήσει, νομίζω, να κάνουμε μια νέα αρχή, μην επιστρέψουμε στα παλιά, σας παρακαλώ, όχι πάλι. Ας ξεχάσουμε εν τη γενέσει του το όλο θέμα, σαν να μην έγινε τίποτα ποτέ. Σας παρακαλώ.

Δεν καταλαβαίνετε, βλέπω. Συνεχίζετε, δεν σας νοιάζει καθόλου πώς με κάνετε να νιώθω. Ε, λοιπόν βαρέθηκα. Ναι, βαρέθηκα. Δεν σας αντέχω άλλο. Δε σέβεστε τίποτα. Κουράστηκα να προσπαθώ μόνο εγώ για όλους μας, είναι πια πάνω από τις δυνάμεις μου, κάποτε το έβρισκα ενδιαφέρον, μου έδινε ένα κίνητρο, αλλά φαίνεται πως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Δεν με νοιάζει πια. Εγώ θα κάτσω εδώ στη γωνία μου και κάντε ό,τι καταλαβαίνετε εσείς. Δεν με νοιάζει πια. Αδιαφορώ. Κουράστηκα. Δεν είστε άξιοι πια ούτε για την παρατήρησή μου, θα αράξω εδώ πέρα και δεν δίνω δεκάρα για κανέναν σας, αφού έτσι το θέλετε. Αδιάφοροι εσείς; Αδιάφορος και εγώ. Να δούμε ποιος θα επικρατήσει στο τέλος. Ή εσείς ή εγώ. Όλοι μας, πάντως, αποκλείεται. Θα έχουμε απώλειες, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Δεν ιδρώνει το αυτάκι σας βλέπω, δεν σας νοιάζει, συνεχίζετε την γιορτόλου σας εσείς. Καλά λοιπόν, κι εγώ θα κάτσω εδώ στη γωνία μου. Μπα, τι ακούω; Κουδούνι ήταν αυτό; Έχουμε επισκέψεις; Κουδούνι ήταν. Το ακούσατε και εσείς, μην προσπαθείτε να το κρύψετε, βλέπω τον τρόμο στο βλέμμα σας. Ποιος να είναι άραγε; Μόνο αν ανοίξουμε την πόρτα θα μάθουμε, ναι, μόνο αν ανοίξουμε την πόρτα, είναι ο μόνος τρόπος, κάντε στην άκρη σας παρακαλώ, αφήστε με να φτάσω ως εκεί, δεν με ρίχνετε τόσο εύκολα πια. Είμαι αποφασισμένος, θα ανοίξω την πόρτα, δεν είναι σωστό να αφήνουμε κάποιον, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας επισκεφθεί, να περιμένει έξω μες στο κρύο. Αλήθεια, τι καιρό να έχει εκεί έξω; Λέτε όντως να κάνει κρύο; Δεν έχετε και εσείς την περιέργεια να μάθετε; Όχι; Μα, θα δείτε, θα είναι τόσο όμορφα, θα μάθουμε τα νέα από τον έξω κόσμο. Ούτε που να το σκέφτεστε, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ανοίξω, εσείς είχατε την ευκαιρία σας και την χάσατε. Εγώ ήμουν καλός μαζί σας αλλά εσείς δεν το εκτιμήσατε. Τώρα είναι η σειρά μου. Ανοίγω, λοιπόν.

Πάνω στην ώρα, να πω καλημέρα;


(πρωτοφιλοξενήθηκε στο ιστολόγιο Logotexnia21)

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Ο πιο πρακτικός άνθρωπος στο δωμάτιο




                                                                                                                                  
Γράφει η anadysi

        


Κάποιος παρατήρησε πρόσφατα πως, ακόμα κι όταν βρίσκομαι με παρέα, ουσιαστικά νιώθω, συμπεριφέρομαι και ενεργώ σαν να είμαι μόνη μου. Σωστή παρατήρηση, ίσως όχι από ακριβή οπτική γωνία, ωστόσο σωστή. Το είχα σκεφτεί κι εγώ πριν λίγο καιρό, όταν συνειδητοποίησα πως, ενώ ποτέ δεν απολαμβάνω τον άρτο μόνη μου, στα θεάματα προτιμώ συστηματικά να μην έχω παρέα, κι όταν έχω, τείνω να την απομονώνω και να την αγνοώ.  Αυτή τη φορά όμως ήταν λίγο διαφορετικά. Γιατί μας κάλεσαν σε ρεβεγιόν. Και όταν μας καλούν σε ρεβεγιόν βάζουμε τα καλά μας, φτιάχνουμε τα μαλλιά μας, κομψευόμαστε, και αγωνιούμε όλη τη μέρα για το βράδυ. Ο θίασος μας κάλεσε. Οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, αυτοί που κάνανε την τεχνική υποστήριξη. Σε ρεβεγιόν πρωτοχρονιάτικο, με άξονα κεντρικό το φαγητό. Που μαγειρεύουμε και τρώμε. Ο ένας τον άλλο.

Ωστόσο, προκειμένου να λειτουργήσει ευεργετικά αυτό το ανθρωποφαγικό στοιχείο, χρειάζεται να ενεργοποιηθούν ορισμένοι μηχανισμοί. Και σε ποιον πέφτει ο κλήρος σε παρόμοιες περιπτώσεις, αν όχι στον πιο πρακτικό άνθρωπο στο δωμάτιο που είναι πάντα ο καλλιτέχνης; Σε κάθε δωμάτιο. Όχι γιατί θα δώσει τη λύση στο  εκάστοτε πρόβλημα, αλλά γιατί θα δώσει εκείνη την εξήγηση στα πράγματα που όλους θα τους βολεύει, αλλά κανέναν πραγματικά, έτσι που όλοι θα καθίσουν στις καρέκλες τους να φάνε, αλλά με μια υποψία καρφιού στο κάθε κάθισμα.  Αυτό που οι περισσότεροι ωστόσο αγνοούν είναι πως τα καρφιά αυτά συνιστούν κάτι σαν ανάποδο βουντού, που ο καλλιτέχνης τα έχει κάνει στο δικό του σώμα πρώτα, στο δικό του πνεύμα κύρια, πριν να έχουν οποιοδήποτε αντίκτυπο σε όλους μας. Επειδή στην τέχνη όλα επιτρέπονται, γιατί είναι χώρος ασφαλής για προσομοίωση, αλλά διεξάγεται σε χρόνο επικίνδυνο πολύ για αφομοίωση.



Η αφομοίωση γίνεται αντιληπτή στον εξωτερικό παρατηρητή απ’ το φαινόμενο της μπάμπουσκας, όπου αλληλοδιαδοχικά κατασπαράζονται οι άνθρωποι και μπαίνουν και ταχτοποιούνται άψογα ο ένας μες στον άλλο. Εντούτοις, χρόνια τώρα υποστηρίζω πως το  πιο ωραίο ποίημα στο Ελληνικά είναι η Οκτάνα: επειδή έχει αυτό το ρυθμό που σε κάνει να πιστεύεις ότι κάπου υπάρχει, έστω εντός δύο ανθρώπων ταυτόχρονα, ένας τόπος όπου όλα επιτρέπονται, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που επιτρέπονται στην τέχνη. Αυτό είναι και το θιμ του ρεβεγιόν, που είναι θεματικό και θεαματικό μαζί. Νιώθαμε σαν να μας κρατούσε ο σκηνοθέτης από δυο σκοινάκια και να κουνούσε την καρδιά μας όπως του άρεσε. Συνέβη δε και κάτι ακόμα πιο απίστευτο. Ενώ δεν έτυχε να  ακούσουμε ούτε ένα τραγούδι που δεν ξέραμε, όλα τους βρήκαν ένα καινούργιο νόημα στ’ αυτιά μας.

Ναι πέρασα τέλεια εκείνη τη μέρα. Αισθανόμουν αλλιώς, υγιής και καλώς. Έτσι κι αλλιώς
    Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
    Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
    Οκτάνα θα πη αγάπη.
    Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.

Και κάτι ακόμα σπουδαιότερο, για εσάς που δεν θα πάτε μόνοι σας: Οκτάνα θα πη στα Ελληνικά μετά από την παράσταση αυτή που εγγράφει ένα ακόμα στρώμα σημασίας στο Ποίημα μεταφράζοντας, Οκτάνα θα πη πως συγχωρείται το εγώ και το εμείς. Χωράνε δηλαδή μαζί στο ίδιο μέρος, χωρίς να καταπίνει το ένα το άλλο.


Σημ. No14Me: Όταν τελείωσε η παράσταση*, ρώτησα την anadysi πώς της φάνηκε. Τα μάτια της έλαμπαν καθώς μου έλεγε: μου άρεσε πολύ. Της ζήτησα να γράψει ένα κείμενο, καλά έκανα.

*Με αφορμή την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το Θέατρο του Πανικού και η Fabrica Athens  παρουσιάζουν στο Θέατρο Βυρσοδεψείο (Ορφέως 174, Βοτανικός) κάθε Κυριακή, από 14 Δεκεμβρίου 2014 έως και 1η Φεβρουαρίου 2015, στις 19:00, τη θεατρική παράσταση «Villa Utopia» σε σκηνοθεσία-εγκατάσταση του Λύσανδρου Σπετσιέρη και κείμενο της Βιβής Πινιώτη.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Η θεραπεία - David Lodge




Η αναμονή, ενίοτε, είναι απόρροια της τύχης, της καλής τύχης. Διάβασα τη Θεραπεία τη στιγμή που έπρεπε, όπως της έπρεπε, και ας γυρνούσε από χέρι σε χέρι, σε εκείνη την παρέα, πάνε -πόσα αλήθεια;- οχτώ χρόνια, ίσως εννιά, από σύμπτωση και μόνο αποτέλεσα την εξαίρεση. Με τα χρόνια, αυτά που μεσολάβησαν μα και τα προηγούμενα, είχα στήσει το εξής πιστεύω: πως ο Λοτζ είναι συγγραφέας campus novel. Ισχύει, αλλά η Θεραπεία δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή, ξεκάθαρα όχι. Είναι πολλά τα βιβλία εκείνα τα οποία θέλω να διαβάσω, και εντέλει διαβάζω, δίχως να ρίξω ούτε την ελάχιστη ματιά στο οπισθόφυλλο, κίνηση που θα είχε εγκαίρως διαλευκάνει τα πράγματα. Ίσως και να με είχε αποθαρρύνει να το κατεβάσω από το ράφι, γιατί η αλήθεια είναι πως εγώ campus novel ήθελα να διαβάσω, και κάτι να γελάσω, το κωμικό στοιχείο, βλέπετε, τονιζόταν ιδιαιτέρως στις τότε αναφορές, δεύτερο πιστεύω. Ο Λοτζ ξεκάθαρα διακρίνεται για το χιούμορ του. Υποθέτω πως τότε θα μου είχε φανεί τρομερά αστείο, περισσότερο απ' όσο σήμερα, όχι γιατί το χιούμορ του είναι ανώριμο, μα ακριβώς γιατί δεν είναι, είναι ένα χιούμορ ώριμο, με διάθεση κριτική, αυτοκριτική, σαρκαστική. Γλυκόπικρο. Περισσότερο συγκινήθηκα παρά γέλασα, ή και τα δύο ταυτόχρονα. Τελικά αυτό είχα ανάγκη.

Είμαι πενήντα οχτώ χρονών, ένα και εβδομήντα πέντε ύψος και ογδόντα έξι κιλά βάρος -δηλαδή, κάπου δεκατρία κιλά περισσότερο από το ιδανικό μου βάρος σύμφωνα με τον πίνακα του Οικογενειακού Οδηγού Υγείας με τις τσακισμένες στις γωνίες σελίδες. Το παρατσούκλι  "Τάμπυ" μου το κόλλησαν την εποχή της στρατιωτικής μου θητείας και από τότε μου έμεινε. Όμως πάντα ήμουν λίγο πιο βαρύς από το ύψος μου, ακόμα και όταν έπαιζα ποδόσφαιρο στα νιάτα μου, με κορμό σαν βαρέλι, που σχημάτιζε ελαφριά καμπύλη από το στήθος μέχρι το υπογάστριο. Το στομάχι μου ήταν όλο μυς εκείνη την εποχή, ό,τι έπρεπε για να σπρώχνω τους αντιπάλους μακριά από τη μπάλα, αλλά όσο μεγάλωνα, παρά τη συστηματική άσκηση, οι μύες μετατράπηκαν σε πλαδαρή σάρκα, που σιγά σιγά απλώθηκε στους γοφούς και τον πισινό μου. Έτσι τώρα έχω μάλλον σχήμα σαν αχλάδι παρά σαν βαρέλι.

Ο Λώρενς Πάσμορ είναι επιτυχημένος, δεν ήταν πάντα, τα τελευταία χρόνια όμως έχει πιάσει την καλή, όντας σεναριογράφος της πλέον επιτυχημένης κωμικής σειράς της βρετανικής τηλεόρασης, με παγκόσμια διανομή και διασκευή για την αμερικανική αγορά. Χρήμα. Ένας επιτυχημένος γάμος, με δύο παιδιά ενήλικα που τραβούν πλέον το δικό τους μονοπάτι, συμπληρώνουν το επιτυχημένο κάδρο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Και όμως, κάτι λείπει ή περισσεύει, ποτέ δεν είναι κανείς σίγουρος. Η διάγνωση είναι κατάθλιψη. Η συγκριτική/λογιστική προσέγγιση δεν υποστηρίζει τη διάγνωση και τονίζει δίχως ίχνος διάθεσης για φιλαυτία: δεν έχεις το δικαίωμα στην κατάθλιψη, τα έχεις όλα. 

Πρώτο αποτέλεσμα η εσωστρέφεια. Η απόπειρα να βρει μόνος του τη θεραπεία, καθώς -νομίζει πως- διακρίνει τη δυσπιστία στο βλέμμα των άλλων, ακόμα και της ίδιας του της συντρόφου. Θεραπείες εναλλακτικές και συμβατικές διαδέχονται η μία την άλλη. Ούτε με τους θεραπευτές νιώθει την άνεση της απόλυτης ειλικρίνειας, αποκρύπτει στοιχεία νιώθοντας μια ενοχή, πείθοντας τον εαυτό του πως είναι άσχετα με την εκάστοτε συνεδρία. Αποφασίζει, μετά και από προτροπή της ψυχολόγου του, να κρατήσει ημερολόγιο.

Αρχικά, η αμηχανία απέναντι στη λευκή σελίδα και η "υποχρέωση" της αναφοράς στο προσωπικό, προκαλούν μια λογοτεχνικότητα, περιγραφές του περιβάλλοντος κόσμου, τα σκιουράκια έξω από το παράθυρο, οι σταθμοί των τρένων, τα πλεονεκτήματα της ζωής μακριά από το Λονδίνο. Περιγραφή της καθημερινότητας στα παπούτσια ενός τυχαίου παρατηρητή, ελάχιστα σχόλια και σκέψεις. Όμως αυτό δεν κρατάει για πολύ, η φωνή ακούγεται όλο και πιο δυνατή καθώς οι μέρες περνούν. Στην πορεία θα ανακαλύψει τον Κίρκεγκωρ και το έργο του, αργά και σταθερά θα βυθιστεί στον υπαρξισμό, αναζητώντας και βρίσκοντας απαντήσεις, ίσως βέβαια σε ερωτήματα που ποτέ δεν διατύπωσε. Όλα ξεκίνησαν όταν μια φίλη του τον ρώτησε: Και πώς πάει το Angst;
   
Αντιγράφω από μια παλιότερη ανάρτηση: Για κάποιον λόγο, προς το παρόν άγνωστο, ταυτίζομαι με τους μεσήλικες εκείνους άντρες οι οποίοι είδαν τη ζωή τους, έστω και από ασήμαντη αφορμή, να ανατρέπεται.

Ταυτίστηκα με τον Λόρενς, και ας μην είμαι μεσήλικας, τότε δεν θα είχε γίνει κάτι τέτοιο, θα μου έμοιαζε μάλλον με καρικατούρα, ίσως και να με ενοχλούσε η υπέρμετρη δραματικότητα. Σιγά, θα έλεγα. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τώρα ήταν η στιγμή. 
    

Μετάφραση Μπαρουξής Γιώργος
Εκδόσεις Bell

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Έθιμα ταφής - Hannah Kent




Η Χάνα Κεντ, γεννημένη στην Αυστραλία το 1985, βρέθηκε στην Ισλανδία ως υπότροφη της Λέσχης Ρόταρι· εκεί άκουσε πρώτη φορά την ιστορία της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ήταν έφηβη.

Τη λένε Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Είναι μια από τις παραδουλεύτρες που καταδικάστηκαν για τους φόνους του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον. Την έστειλαν να μείνει εδώ ώσπου να την εκτελέσουν.
Η Άγκνες, σε αναμονή της επικύρωσης της ποινής της, ζητά την πνευματική καθοδήγηση ενός νεαρού ιερέα, του Τότι. Μεταφέρεται πίσω στην κοιλάδα όπου γεννήθηκε, όπου, και για λόγους οικονομίας, θα φιλοξενηθεί, με εντολή του Νομαρχιακού Επιτρόπου, στο σπίτι του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον, ο οποίος, παρά τις ενστάσεις της οικογένειάς του, δεν μπορεί να αρνηθεί. Η αναγκαστική συμβίωση και οι δυσκολίες της καθημερινότητας με τις δουλειές στο σπίτι και στον αγρό θα επαναπροσδιορίσουν σιγά σιγά την πραγματικότητα.    

Η ιστορία, που έλαβε χώρα στη Βόρεια Ισλανδία το 1829, στοιχειώνει την Κεντ, και της γεννά την επιθυμία να τη διηγηθεί. Δεν είναι η πρώτη που θα το επιχειρήσει. Με συστηματική έρευνα φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της πρώτης αφήγησης, τα στοιχεία δεν πτοούν τη φαντασία της, η πραγματικότητα, άλλωστε, πολλές φορές ξεπερνά τον μύθο, ιδιαίτερα σε έναν τόπο όπως η Ισλανδία.

Η νεαρή συγγραφέας φροντίζει να αξιοποιήσει το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Άγκνες, ένα περιβάλλον σκληρό και αφιλόξενο, με ακραία καιρικά φαινόμενα και στοιχειώδεις υποδομές, μια αραιοκατοικημένη χώρα που στηρίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με τρομερή προσήλωση στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση του χειμώνα, άνθρωποι που περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο σκοτάδι, με ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, με ένα κεντρικό σύστημα διοίκησης, υπόλογο στον Δανό βασιλιά και με έντονη την επιρροή της εκκλησίας. Ταυτόχρονα, όμως, και μια χώρα με πλούσια παράδοση, θρύλους και ήρωες, τις Ισλανδικές Σάγκα. Έτσι λοιπόν, η Κεντ δεν χρειάζεται να καταφύγει σε μια γλώσσα ποιητική ή επιτηδευμένη για να αποδώσει την ατμόσφαιρα, δίχως αυτό να σημαίνει γλωσσική αδυναμία, βέβαια, αλλά αποφυγή ενός αχρείαστου φορτώματος και επικέντρωση στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την αφήγηση της ιστορίας.

Και είναι εκεί, στην αφήγηση, που η Κεντ δείχνει την οξυδέρκειά της, βασίζοντάς την σε μια παράλληλη εναλλαγή πρώτου και τρίτου προσώπου αφήγησης. Σε πρώτο πρόσωπο, η Άγκνες, μια μελοθάνατη σε ένα νέο περιβάλλον, καλύτερο ως προς τις συνθήκες σε σχέση με την προηγηθείσα απομόνωση της φυλακής, μα εξίσου εχθρικό, η σιωπή των τοίχων δεν πονά τόσο όσο εκείνη των ανθρώπων, κλεισμένη στον εαυτό της, στις σκέψεις της, φοβάται, και πώς να μη φοβάται, πως ό,τι και αν πει θα χρησιμοποιηθεί σε βάρος της. Όσο ανοίγεται, απόρροια της σχέσης της με τον ιερέα Τότι και της οικειότητας με τις γυναίκες του σπιτιού, τόσο παίρνει θάρρος και δύναμη να διηγηθεί την ιστορία της, την ιστορία που σίγουρα εκείνη γνωρίζει καλύτερα από τους κριτές της. Σε τρίτο πρόσωπο, ένας παρατηρητής βοηθάει τη διήγηση να προχωρήσει, ευρισκόμενος και σε μέρη εκτός σπιτιού, εκεί που η Άγκνες πάλι πρωταγωνιστεί παρά την απουσία της. Παρατηρητής που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη δράση και δευτερευόντως για τον ψυχισμό των χαρακτήρων, γνωρίζοντας πως η φλόγα της Άγκνες αρκεί.
   
Σελίδα τη σελίδα η ένταση κορυφώνεται, υπολογισμένα και μαεστρικά, από την παράθεση, στις πρώτες σελίδες, του αρχειακού υλικού και τις πρώτες πληροφορίες σχετικά με την Άγκνες, μέχρι το τέλος, η Κεντ ανεβάζει την ένταση, εμπλέκοντας τον αναγνώστη στην ιστορία στηγ οποία πρώτη εκείνη ενεπλάκη, και εκεί, μάλλον, βρίσκεται το μυστικό, στην ιστορία της Άγκνες που στοίχειωσε τη δημιουργό.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ίκαρος


          

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο Λαγκάς - Δημοσθένης Βουτυράς





Ένας άνθρωπος που εκτιμώ με προέτρεψε να διαβάσω Δημοσθένη Βουτυρά, με διάθεση να μοιραστεί και όχι δακτυλοδείχνοντάς με· έτσι, με τον τρόπο του, συνεπικουρούμενο από έναν πηγαίο ενθουσιασμό στον λόγο του, με κινητοποίησε. Έκανα όπως συνήθως κάνω: αγόρασα το βιβλίο και το τοποθέτησα σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη, να το βλέπω, να με βλέπει, να γνωριζόμαστε. Πέρασε κάποιος καιρός, μεσολάβησε η ζέστη και κάποια ξεφυλλίσματα, δήθεν αδιάφορα.

   Ο Λαγκάς εκοιμήθηκε βαρύ ύπνο, σαν ο νους του να βυθίστηκε σε αβύσσους. Όταν εξύπνησε, είχε βαρύ πολύ το κεφάλι και ο νους του ήτανε θολός σαν ημέρα γεμάτη ομίχλη. Ήτανε χαράματα. Μια ενθύμιση σαν ακτίνα ήλιου έπεσε στο νου του. Θυμήθηκε τη χθεσινή διασκέδαση, την εξαδέλφη του την Ελένη και την κόρη του Πορταλιά, που είχε δει στην εκκλησία.
   Όλα αυτά του διώξανε την ομίχλη και του καθαρίσανε το νου.
   Σηκώθηκε. Καθώς ντυνόταν, έφερνε με το νου του όλα τα χθεσινά. Η επιθυμία που είχε χθες το βράδυ, να εκτελέσει ένα σχέδιο, του ήρθε πάλι. 
   -Είδες πώς με κοίταζε; είπε σταματώντας το κούμπωμα του κολάρου του για να φέρει το βλέμμα της κόρης εμπρός του.
   Ύστερα απ' αυτό, παρουσιάσθηκε η κόρη του Πορταλιά και τότε του φάνηκε σα μέσα στο νου του δυο λάμψεις να παλέψανε ποια να νικήσει, ποια να μείνει.
Διαβάζω τις πρώτες γραμμές και βγαίνω από το σπίτι βιαστικά, με το φόβο πως πάλι θα αργήσω, παράλληλα νιώθω ένα συναίσθημα αναγνωστικής ευφορίας, συναίσθημα οικείο και ας είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάτι δικό του, γεγονός που μου κινεί τα νήματα και με σπρώχνει σε αναζήτηση νημάτων. Ξάφνου, το φωτάκι ανάβει: αντίστοιχα είχα νιώσει έχοντας διαβάσει τις πρώτες γραμμές από το Θείο Τραγί του Σκαρίμπα. Στη σκέψη μου δημιουργείται μια συγγένεια ανάμεσα στους δύο συγγραφείς, ενθουσιάζομαι στην ιδέα πως ο Βουτυράς αποτέλεσε επιρροή για τον Σκαρίμπα, αναρωτιέμαι αν ο συλλογισμός μου έχει, πέρα της προσωπικής διαίσθησης, και κάποια φιλολογική βάση. Έφτασα καθυστερημένος τελικά, οι υπόλοιποι όμως δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί.

Και είναι, το πρώτο αυτό απόσπασμα, δείγμα αντιπροσωπευτικό όλης της νουβέλας, καθώς σε αυτό διαφαίνονται με ευκρίνεια τόσο η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα, όσο και το ποιόν του ήρωα και η στάση του αφηγητή απέναντί του. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βουτυράς, ιδιαίτερα προσωπική, ρέει γάργαρη και διακρίνεται για την αμεσότητά της, με αποτέλεσμα η νουβέλα, γραμμένη το 1903, να μοιάζει πιο φρέσκια από αρκετά έργα σύγχρονης παραγωγής, που μυρίζουν ναφθαλίνη σε μια απόπειρα λογιότητας και δήθεν ποιητικότητας. Το διαρκές πήγαινε-έλα από τη σοβαρότητα στη σοβαροφάνεια προσδίδει αβίαστα το κωμικό στοιχείο, μια πειρακτική διάθεση, ενώ η αποστροφή του συγγραφέα προς τον διδακτισμό τού δίνει το δικαίωμα να μεταχειρίζεται την Ιστορία ως σκηνικό, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει συνοδευτικό μα δεν είναι. Ο Λαγκάς αποτελεί (και) ένα διαχρονικό αντιπολεμικό αφήγημα, ακριβώς επειδή ο Βουτυράς μένει προσηλωμένος στην ιστορία του.     


Η βουή, το μουγκρητό της διαδήλωσης έφθανε, πλησίαζε. Φώτα κόκκινα, κίτρινα σημείωναν την πορεία της και βάφανε το σκοτάδι. Φώτα λάμψανε στον αντικρινό μεγάλο δρόμο και φάνηκε η κεφαλή της διαδήλωσης. Η κεφαλή ήταν παιδιά, μάγκες και μεγάλοι άντρες της αγοράς. Έπειτα απ' αυτούς σημαίες, σημαίες...

Ο Λαγκάς, επώνυμο που φέρει την απαραίτητη βουκολική αύρα, αφού ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Αθήνας, μαζεύει τα λίγα του υπάρχοντα και επιστρέφει στο χωριό του. Εκεί, βαρυφορτωμένος με τις δάφνες της μόρφωσης, προνόμιο που ελάχιστοι διαθέτουν εκεί, περνά μια περίοδο χαλάρωσης και αναψυχής, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από μια ερωτική διάθεση και αναζήτηση· μία θέλει την ξαδέλφη του και μία την κόρη του Πορταλιά. Είναι κάτι σύνηθες αυτό για τον Λαγκά, να στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα σε δύο επιλογές, αδρανής, δίχως να κάνει βήμα. Όταν θα επιστρέψει στην Αθήνα, για να επισκεφτεί τον άρρωστο θείο του, ξεσπά ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, και εκείνος, πάλι, στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, τη στράτευση ή τη μη στράτευση, την παραμονή στην Αθήνα ή την επιστροφή στο χωριό. Ένας ήρωας με πάσχουσα ηθική και ένας αφηγητής που τον αφήνει ελεύθερο, δίχως να τον κατευθύνει ή να τον κρίνει. Και ως προς αυτό το σημείο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι κριτικές τόσο του Ξενόπουλου όσο και του Παλαμά, που περιέχονται στη συγκεκριμένη έκδοση, και στις οποίες, αν και οι δυο αναγνωρίζουν τις αρετές της πρωτόλειας νουβέλας του Βουτυρά, εντούτοις αντιμετωπίζουν με αμηχανία και σκεπτικισμό, ιδιαίτερα ο Παλαμάς, τον ήρωα αυτό, που έρχεται έξω από τα γνωστά έως τότε πλαίσια της λογοτεχνίας. 

Μέρες μετά, ενθουσιασμένος ακόμα, μιλάω με τον Γ. Δεν έχω διαβάσει, μου λέει, να διαβάσεις, του λέω. Συζητάμε για το πόσες εκπλήξεις να κρύβει ακόμα η ελληνική λογοτεχνία που τόσα της σέρνουμε κατά καιρούς. Και ο Παπαδημητρακόπουλος είναι πολύ καλός, μου λέει, δεν έχω διαβάσει, του λέω, να διαβάσεις. Συμφωνήσαμε σε αμοιβαία ανταλλαγή.


υ.γ Εκτός από τον Σκαρίμπα, η γραφή του Βουτυρά μου έφερε στον νου και τον Αλέξανδρο Κοτζιά.


υ.γ2 Το βιβλίο, αν και με ημερομηνία έκδοσης το 2000, μυρίζει όπως το δωμάτιο της γιαγιάς μου, γλυκά και οικεία, με μια αίσθηση καμφοράς.  

   
Εκδόσεις Δελφίνι Στάχυ




Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Δεν είν' έτσι; - Πάνος Τσίρος



Όσες καταχωρίσεις και αν επενδύσει ένας εκδοτικός οίκος, όσες λέξεις και αν αφιερωθούν σε ένα βιβλίο, ειλικρινείς ή μη, το αποτέλεσμα της διάδοσης από στόμα σε στόμα δύσκολα θα το επιτύχουν· ο ενθουσιασμός είναι δύσκολο να συγκρατηθεί, η ομορφιά έχει την ευλογημένη τάση να απαιτεί το μοίρασμά της, μέχρι την τελική και αναπόφευκτη επικράτησή της. Οι γνώμες που έφταναν σε μένα, σχετικά με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Πάνου Τσίρου, διέθεταν μια σύγκλιση ακριβή, επαναλήψεις ολιγόλογες μα προστακτικές: να το διαβάσεις. Και είχαν δίκιο.

Στο βιβλιοπωλείο διάβασα την πρώτη παράγραφο, του πρώτου διηγήματος: Διαχείριση ποιότητας

Η εταιρεία στην οποία εργάζομαι στεγάζεται στο πέμπτο πάτωμα ενός επταόροφου κτιρίου. Στην άκρη της πόλης. Όλες οι εταιρείες, όσες δηλαδή κατάφεραν να επιβιώσουν από την κρίση, μετακινήθηκαν στα περίχωρα. Γιατί εκεί τα ενοίκια είναι πιο λογικά, πιο φτηνά απ' ό,τι στο κέντρο.

Δυσκολεύομαι να διακρίνω και να διατυπώσω τον ακριβή λόγο της έλξης που μου δημιούργησε· πώς μέσα από μια περιγραφή ρεαλιστική γεννιέται μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, μεταποκαλυπτική· πώς η απόσταση που χωρίζει το κέντρο από τα περίχωρα αποκτά χαρακτήρα απόλυτου κενού, αβύσσου. Και ανάμεσα σε όλα η λέξη ταμπού: κρίση, που κανονικά θα έπρεπε να απωθήσει, δεν προεξέχει καθόλου.       

Ο Τσίρος διαθέτει μια ευδιάκριτη αφηγηματική φωνή, ήπιων τόνων και ομαλά ενταγμένων επιρροών, στηριγμένη στην αμεσότητα του πρώτου προσώπου και κατοικούσα στον ρεαλισμό, δίχως να κλείνει τη χαραμάδα επικοινωνίας με το μεταφυσικό, το απόκοσμο. Πιθανά θραύσματα αυτοβιογραφικά μπολιασμένα με τον απαραίτητο μύθο και μεταποιημένα σε μικρά διηγήματα, ως προς το μέγεθος και όχι ως προς την αξία. Τα μοτίβα και τα πρόσωπα επανέρχονται από διήγημα σε διήγημα, δημιουργώντας μια αίσθηση σπονδυλωτή, αβίαστη. Το μεταπτυχιακό, η εταιρεία, η Αθήνα σήμερα, η Θεσσαλονίκη χτες, τα όνειρα. Η Ξανθίππη, ο Δ., οι συμφοιτητές και οι καθηγητές από το μεταπτυχιακό, τα στελέχη της εταιρείας. Και στο κέντρο όλων ο αφηγητής. Κάπως έτσι, και ύστερα από τρεις ή και τέσσερις αναγνώσεις του κάθε διηγήματος, με παραβιασμένη την ορισθείσα από τον συγγραφέα σειρά, οι ιστορίες έχουν περιπλεχτεί στη μνήμη μου, σύνολο ενιαίο και αδιαίρετο, όπως η πρωινή ανάμνηση των ονείρων.     

Ο χρόνος, που μεσολάβησε από τον χρόνο κάθε ιστορίας μέχρι την αφήγησή της ή που ο συγγραφέας αποφάσισε να αφήσει, δίνει την απαραίτητη αποστασιοποίηση στον αφηγητή, που φυλάγεται σοφά από τέρατα επικίνδυνα, αν και στη θέα όμορφα, όπως η ωραιοποίηση, ο συναισθηματισμός, η σπουδαιότητα· η μελιστάλαχτη και ηρωική αποτύπωση του παρελθόντος, εν ολίγοις. Και έτσι, βρίσκει τον χώρο και τον χρόνο να ασχοληθεί με τις λέξεις, τη φόρμα, τη λεπτομέρεια, το ύφος και το στυλ, στοιχεία που θα μετατρέψουν μια όμορφη/ενδιαφέρουσα/πρωτότυπη κεντρική ιδέα σε λογοτεχνία που αφορά και άλλους πέραν από τον ίδιο τον συγγραφέα και τον στενό του κύκλο.

Περίεργο γεωλογικό φαινόμενο. Έτσι μας είπαν. Ολόκληρη η περιοχή, το έδαφος μετακινείται. Χιλιοστά βεβαίως. Αλλάζει θέση ωστόσο. Επομένως και το κτίριο. Σε μερικά χρόνια από το παράθυρό σου θα βλέπεις κάτι διαφορετικό.

Τώρα είναι η σειρά μου να πω: να το διαβάσεις.





(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Μικρή Άρκτος.


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Σάνσετ Παρκ - Paul Auster




Σχεδόν έναν χρόνο τώρα φωτογραφίζει εγκαταλελειμμένα πράγματα. Τουλάχιστον δύο φωτογραφίσεις τη μέρα, ενίοτε μέχρι και έξι ή επτά. Κάθε φορά που μπαίνει με την κουστωδία του σε κάποια από τα σπίτια, έρχεται αντιμέτωπος με τα πράγματα, τα αναρίθμητα σκόρπια πράγματα τα οποία άφησαν πίσω τους οι οικογένειες που έφυγαν. Οι απόντες είχαν όλοι τους αποχωρήσει μέσα σε φοβερή βιασύνη, ντροπή και σύγχυση, ενώ είναι βέβαιο πως, όπου και αν έχουν εγκατασταθεί τώρα -εφόσον έχουν βρει ένα μέρος να ζουν και δεν κοιμούνται στους δρόμους-, η νέα τους κατοικία είναι μικρότερη από εκείνη που εγκατέλειψαν. Κάθε σπίτι και μια ιστορία χρεοκοπίας, πτώχευσης και ανεκπλήρωτων οφειλών, χρέους και κατάσχεσης. Αυτός έχει αναλάβει να καταγράψει τα τελευταία, εναπομείναντα ίχνη εκείνων των διασκορπισμένων ζωών, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εξαφανισμένες οικογένειες έμεναν κάποτε εδώ, ότι τα φαντάσματα των ανθρώπων που δεν θα συναντήσει και δεν θα γνωρίσει ποτέ εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσα στα πράγματα που είναι παρατημένα μέσα στα άδεια σπίτια.
Ο Μάιλς Χέλερ προΐσταται μιας τετραμελούς ομάδας, επιφορτισμένης με την απομάκρυνση της οικιακής σαβούρας από τα σπίτια που πλέον έχουν περιέλθει στη δικαιοδοσία κάποιας τράπεζας, απόρροια της αδυναμίας των δανειοληπτών να ανταποκριθούν στους όρους και τις δεσμεύσεις απέναντι στον δανειστή. Έχουν περάσει επτάμισι χρόνια από τότε που πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το κολέγιο και να διακόψει την επικοινωνία με τους γονείς του, αφήνοντας πίσω του τη Νέα Υόρκη σε μια συνεχή εναλλαγή πόλεων και επαγγελμάτων, μια πορεία προς τα δυτικά· τον τελευταίο καιρό ζει στη Φλόριντα.

Μια μέρα, απολαμβάνοντας το ρεπό του, διάβαζε τον Υπέροχο Γκάτσμπυ, ακόμα μια φορά, δώρο του πατέρα του πριν χρόνια, σε ένα πάρκο. Η Πιλάρ Σάντσεζ ξαπλωμένη λίγο πιο δίπλα απολάμβανε το βιβλίο της. Ναι, σωστά μαντέψατε. Τον Υπέροχο Γκάτσμπυ διάβαζε και εκείνη, για πρώτη φορά, στην κατάλληλη ηλικία, λίγο πριν τελειώσει το λύκειο. Και καλύτερη βιβλιοφιλική αφορμή για να ανθίσει ο έρωτας δεν θα υπήρχε, το σημάδι της σύμπτωσης πάντα γοητεύει, όσο προφανέστερο τόσο πιο ισχυρή η επίδρασή του. Εκείνη όμως δεν είναι ακόμα ενήλικη και ο νόμος καραδοκεί, και, αν δεν σε καταγγείλει ο δικός σου άνθρωπος, τότε ποιος, αλήθεια, θα το κάνει; Ο Μάιλς αναγκάζεται να φύγει για την Νέα Υόρκη, για τους λίγους μήνες που μεσολαβούν μέχρι τα γενέθλια της Πιλάρ.

Ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο έχει κρατήσει επαφή όλα αυτά τα χρόνια, κρίκος συνδετικός με το παρελθόν, είναι ο Μπιγκ Νέιθαν, ο οποίος τους τελευταίους μήνες, μαζί με την Έλεν και την Άλις, ζει σε ένα σπίτι, στο Σάνσετ Παρκ, το οποίο ήταν κενό από τότε που περιήλθε στην ιδιοκτησία του δήμου, και ένα κενό του συστήματος συνέχιζε να του εξασφαλίζει την παροχή νερού και ρεύματος. Σε αυτό το κενό του συστήματος στήριξαν οι καταληψίες τις ελπίδες τους για μια στέγη. Ο Μάιλς, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, θα αποτελέσει τον τέταρτο συγκάτοικο.

Ο Όστερ χτίζει την ιστορία του γύρω από το τεράστιο πρόβλημα στέγης, με το οποίο όλο και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στην Ευρώπη, αναγκάζοντας τις επιτροπές ειδικών να αμβλύνουν ολοένα και περισσότερο τα κριτήρια θεώρησης κάποιου ως άστεγου, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την υπερπληθώρα κτιρίων, που χάσκουν κενά και αποκρουστικά ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις . Μια ιστορία πυκνή, με αρκετά πρόσωπα να περιστοιχίζουν τον βασικό πρωταγωνιστή, με έναν αφηγητή παντογνώστη να αλλάζει συνεχώς γωνία λήψης με σκοπό να διηγηθεί την ιστορία όσο πιο σφαιρικά μπορεί, μην θεωρώντας ήσσονος σημασίας κανέναν από τους χαρακτήρες. Ένα μυθιστόρημα με όλες τις γνωστές αρετές του Αμερικανού συγγραφέα, σε μεγάλη φόρμα, δίχως την αφαιρετική διάθεση παλαιότερων έργων του -έργα τα οποία του χάρισαν μεγάλο μέρος της φήμης του-, υπενθυμίζοντας ακόμα και στους πλέον δύσπιστους πως, παρά τα όσα οι Κασσάνδρες διατυμπανίζουν, το μυθιστόρημα δεν έχει πεθάνει, ακόμα τουλάχιστον.

Το Σάνσετ Παρκ έφτασε την κατάλληλη στιγμή, προσωπικά μιλώντας, καθώς διένυα μια φάση αμερικανίλας, σκεφτόμουν ξανά την Τυφλόμυγα της Χούστβεντ και τα Μάτια ερμητικά κλειστά του Κιούμπρικ, επιζητούσα αυτή την αίσθηση εναλλαγής φωτός και σκότους, με φόντο τη Νέα Υόρκη, και ποιος καταλληλότερος από εκείνον να την αποδώσει; Παράλληλα, και αναπάντεχα, η αυστηρή προσωπική ηθική των χαρακτήρων, έτσι όπως τους την εμφύσησε ο Όστερ, αυτή η ξεροκεφαλιά, η παλιομοδίτικη αντιμετώπιση των πραγμάτων, ενάντια στο αλλοτριωτικό: "έλα μωρέ, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο;", λειτούργησε και κούμπωσε απόλυτα με διάφορες σκέψεις μου αυτή την περίοδο. Οι συμπτώσεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες, όχι μόνο στον έρωτα.

Και για το κλείσιμο κάτι που λέω πάντα για έργα όπως αυτό: Στο τέλος της ανάγνωσης υπάρχει αυτό το υπέροχο αίσθημα αντίστιξης πως διάβασες κάτι σπουδαίο και ευκολοδιάβαστο ταυτόχρονα.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο Trolling Stone)


Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Μεταίχμιο     

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Έτσι, αδιάφορα.




Διαβάζω μια αδιάφορη συλλογή διηγημάτων.

  Τι διαβάζεις, με ρωτάει.
  Μια αδιάφορη συλλογή διηγημάτων, του απαντώ.
  Και γιατί δεν την παρατάς;
  Γιατί ψάχνω να βρω το υπέροχο διήγημα της συλλογής.

Το πιστεύω ακράδαντα, στηριζόμενος στην εμπειρία μου ως αναγνώστης, στη μικρή μου εμπειρία, πως ακόμα και σε μια γενικά αδιάφορη συλλογή διηγημάτων υπάρχει ένα αξιόλογο διήγημα, τουλάχιστον ένα, σε μερικές υπάρχει και ένα δεύτερο, ως εκεί όμως. Θυμάμαι μικρός, δίχως μουσική παιδεία, έλεγα πως μου αρέσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, γι' αυτόν άκουγα, γι' αυτόν έλεγα. Είχα, που λέτε, κάποιες κασέτες, ένα ωραίο τραγούδι η κάθε μία, άντε και ένα δεύτερο στην πίσω πλευρά, σκέτη ταλαιπωρία τα μπρος-πίσω. Έτσι νόμιζα πως είναι τα πράγματα στο σύνολο της μουσικής βιομηχανίας. Ύστερα έμαθα να αγαπώ τους δίσκους που τους άκουγα από την αρχή μέχρι το τέλος, και όχι μία φορά μόνο. Όμως αυτό έγινε αργότερα, αρκετά αργότερα. Ας επιστρέψω, όμως, στη θεωρία μου για τις συλλογές διηγημάτων. Ο συγγραφέας, πιστεύω, στέλνει ένα διήγημα, ένα βράδυ σε κάποιον, εκείνος ο κάποιος, επιλεγμένος με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια του συγγραφέα, του απαντά: γαμάτο! μπράβο! εύγε! ή κάτι αντίστοιχο. Είναι πιθανό η διαδικασία αυτή να επαναληφθεί και με άλλον αναγνώστη. Τότε ο συγγραφέας νιώθει την επιθυμία της έκδοσης να εντείνεται μέσα του και να θεριεύει. Πρέπει όμως πρώτα να το πλαισιώσει και με μερικά ακόμα, έτσι ξεκινά το κακό. Αυτό πιστεύω.

- Τελικά το βρήκες το υπέροχο διήγημα;
- Όχι, παρότι έφτασα μέχρι το τέλος, ούτε ένα δεν ξεχωρίζει.
- Τόσο κακά;
- Όχι, κακά δεν είναι, είναι αδιάφορα. Ακόμα χειρότερα δηλαδή.

Μα να μην έχει ένα φίλο, έναν αναγνώστη να πει: ρε, συ, όχι. Μεταξύ σοβαρού και αστείου σκέφτομαι πως το ζήτημα δεν είναι λογοτεχνικό αλλά ανθρώπινο. Πόση μοναξιά δίχως έναν ειλικρινή φίλο να σου πει: ρε, συ, όχι. Και θα μου πείτε: ποιος είσαι εσύ; Και θα έχετε δίκιο. Ποιος είμαι εγώ; Ακολουθεί τρίτο διαλογικό απόσπασμα.

- Θα γράψεις κάτι σχετικό;
- Όχι.
- Γιατί;
- Γιατί δεν μου κινεί το ενδιαφέρον, ρε, συ.

Και να που έγραψα κάτι σχετικό, ανακόλουθος θα πείτε, και θα έχετε δίκιο, αλλά να, ήθελα να πω για τον Βασίλη· και τους ιδανικούς αναγνώστες· και την αδιαφορία. Κυρίως για την αδιαφορία, όμως. Αυτά.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος από το Λονδίνο - Georges Simenon


Τη στιγμή την ίδια που συμβαίνει, θεωρεί κανείς ότι πρόκειται για ώρες σαν όλες τις άλλες, αργότερα μόνο, αντιλαμβάνεται ότι είχε συμβεί κάτι το εξαιρετικό, και αγωνίζεται να ξαναβρεί το κομμένο νήμα, να αναπαραστήσει απ' την αρχή ως το τέλος τα λεπτά που του είχαν διαφύγει.

Τίποτα δεν προμήνυε όσα επακολούθησαν· είχαν δειπνήσει στις επτά, ως συνήθως, είχαν φάει ψητές ρέγγες και ο μικρός ήταν ήσυχος στο τραπέζι· ύστερα ο Μαλουέν ετοιμάστηκε, πήρε μαζί του το μπλε εμαγιέ σκεύος που περιείχε τον καφέ του, καθώς και το κολατσιό που του είχε ετοιμάσει, όπως πάντα, η γυναίκα του, και κίνησε για τον σιδηροδρομικό σταθμό του λιμανιού της Διέππης, όπου εργαζόταν ως κλειδούχος των γραμμών, κρατώντας τη βραδινή βάρδια. Δουλειά όχι ιδιαιτέρως απαιτητική, κουραστική λόγω της υποχρεωτικής αναμονής στο γυάλινο παρατηρητήριο για την αναγγελία κάποιου συμβάντος, τακτικού ή μη. Έτσι κυλούσε η ζωή του Μαλουέν, και αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως η κόρη του αναγκαζόταν να δουλεύει υπηρέτρια για την απαραίτητη ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος, θα δήλωνε απόλυτα ικανοποιημένος. Εκείνο το βράδυ, όμως, η ρουτίνα του διασαλεύτηκε οριστικά και αμετάκλητα.

Το καράβι από το Νιουχέηβεν είχε μόλις δέσει και οι επιβάτες αποβιβάζονταν κατευθυνόμενοι προς τον τελωνειακό έλεγχο. Ο Μαλουέν παρατηρούσε από τον πύργο την ολιγόλεπτη έκρηξη ζωής, ύστερα, όλοι θα αποχωρούσαν και μέχρι να ανοίξει η ψαραγορά θα επικρατούσε η γνώριμη εκκωφαντική σιωπή των μικρών νυχτερινών ωρών· στα μάτια του έμοιαζε με ένα θέαμα λοιπόν. Με τον καιρό είχε μάθει να ψυχολογεί τους ταξιδιώτες και να τους εντάσσει σε διάφορες κατηγορίες δικής τους επινόησης: βιαστικοί, τακτικοί, αγχωμένοι, ερωτευμένοι, κυνηγημένοι· υπήρχαν εκείνοι που κάτι είχαν να κρύψουν και εκείνοι που λαχταρούσαν τον εξονυχιστικό έλεγχο. Εκείνη η φιγούρα, που περίμενε στη σκιά κρατώντας μια τσάντα, μονοπώλησε αμέσως την προσοχή του Μαλουέν, έμεινε να τον παρατηρεί μέχρι που είδε έναν συνταξιδιώτη του να βγαίνει από το τελωνείο και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Οι δυο τους λογομάχησαν έντονα και ήρθαν στα χέρια, η τσάντα έγινε αίφνης αντικείμενο διεκδίκησης, λίγο πριν να βρεθεί στο νερό μαζί με τον άτυχο συνταξιδιώτη. Ο μυστηριώδης άγνωστος τράπηκε σε φυγή. Ο Μαλουέν κατέβηκε και περισυνέλεξε την τσάντα, επιστρέφοντας στον πύργο την άνοιξε, μέσα τις κρυβόντουσαν βρεγμένα χαρτονομίσματα αξίας μισού εκατομμυρίου φράγκων. Αποφάσισε να τα κρατήσει, ήταν η στιγμή που άλλαξε την γραμμή της προσωπικής του τροχιάς, οριστικά.

Και κάπως έτσι, τρεις σελίδες μετά, ο Σιμενόν έχει επιτύχει, όπως το συνηθίζει άλλωστε, να εγκλωβίσει τον ήρωά του, και μαζί με εκείνον και τον αναγνώστη, σε μια αδιέξοδη κατάσταση, υπέρμετρα έντονης ψυχολογικής πίεσης και αντικρουόμενων συναισθημάτων. Το γεγονός πως ο Μαλουέν δεν είχε, λόγω των συνθηκών, τίποτε προσχεδιασμένο ως προς τον τρόπο δράσης του, τον αναγκάζει να αυτοσχεδιάσει, προσδίδοντας στην ιστορία έναν χαρακτήρα απρόβλεπτου, που αναγκάζει ακόμα και τον πλέον επαρκή αναγνώστη αστυνομικών ιστοριών να παραιτηθεί από την απόπειρα προφητείας του τέλους· έτσι και αλλιώς, ο Σιμενόν, εξ αρχής, παίζει με τα χαρτιά του ανοιχτά, δίχως να κουράζει με φτηνές ανατροπές και ευρήματα.

Υπάρχει μια παρεξήγηση όσον αφορά στον Σιμενόν, προερχόμενη, ως είθισται, από ανθρώπους που, δίχως να έχουν διαβάσει επαρκώς το έργο του, τον κρίνουν ως επιφανειακό και μικρής αξίας δημιουργό λόγω του όγκου της συγγραφικής του παραγωγής. Και όμως, ο μεγάλος όγκος παραγωγής θα έπρεπε να αποτελεί επιχείρημα για την ακριβώς αντίθετη θεωρία. Παρά την ύπαρξη αδύναμων στιγμών, γεγονότος φυσιολογικού και συνηθισμένου σε κάθε εργογραφία, είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Σιμενόν χτίζει την ιστορία του σε τόσο σύντομο διάστημα συγγραφής. Ο συγγραφέας, δεν διαθέτει απλώς μια έξυπνη και χρηστική κεντρική ιδέα, αλλά καταφέρνει να χτίσει χαρακτήρες δυνατούς και ολοκληρωμένους, να δημιουργήσει υποβλητική ατμόσφαιρα και να εντάξει την κοινωνικοπολιτική παρατήρηση στην ιστορία του. Δίχως να στήνει ευδιάκριτους ήρωες, μα μήτε αντιήρωες, ανάγει την αφήγησή του σε μια πραγματικότητα τραγική. Η έννοια του καλού και του κακού, ή του νόμιμου και του παράνομου, αν προτιμάτε, είναι σχετικές στα έργα τού Γάλλου συγγραφέα, καθώς δεν τον ενδιαφέρει το ορθό μα το ψαχούλεμα της ανθρώπινης ψυχής υπό ακραίες συνθήκες· εμπνέεται, θαρρείς, από την ιδέα πως ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός να ξεπεράσει τα όρια του, όρια καθορισμένα από τον ίδιο, και να βρεθεί ξαφνικά στην απέναντι όχθη, θερίζοντας την ξαφνική ορμή που η παρανομία προσφέρει, την έκρηξη αδρεναλίνης που τη συνοδεύει και τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή που σιμώνουν

Ο άνθρωπος από το Λονδίνο αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές ενός σπουδαίου δημιουργού, άποψη που ενισχύεται από το γεγονός πως ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ, το 2007, μετέφερε το βιβλίο στον κινηματογράφο.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις Άγρα

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Το κυνηγετικό όπλο - Γιασούι Ινόουε




Το πρώτο βιβλίο ιαπωνικής λογοτεχνίας που διάβασα, αν θυμάμαι καλά και δεν με ξεγελά η μνήμη μου, ήταν η Λίμνη του Καβαμπάτα, ή Καουμπάτα αν προτιμάτε· βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, ίσως και να με ξεγελά, και με το δίκιο της, μνήμη επιλεκτική. Ο Μουρακάμι ήρθε, έτσι και αλλιώς, πολύ αργότερα. Κάπου τότε, σύγχρονα με τη Λίμνη, είχα δει και το Tokyo Story του σπουδαίου Όζου. Τα δύο αυτά έργα συνέθεσαν, άπαξ και δια παντός, ένα ζεύγος, που όρισε, σε μένα, τα όρια της ιαπωνικής κουλτούρας του 20ου αίωνα. Ακολούθησαν και άλλοι σπουδαίοι, όπως ο Όε, ο Μίσιμα ή ο Τανιζάκι· τώρα ήταν η σειρά του Ινόουε. Όσο για το άμεσο μέλλον, ελπίζω εκείνη να μην ξεχάσει τα λόγια της: μόλις το διαβάσω, θα σου το δώσω· αναφερόμενη στη Γυναίκα της άμμου του Κόμπο Αμπέ.

Στο μυθιστόρημα του Ινόουε, Κυνηγετικό όπλο, όλα ξεκίνησαν όταν ο συγγραφέας δέχτηκε την πρόσκληση ενός παλιού του φίλου, διευθυντή του περιοδικού Ο σύντροφος του κυνηγού, και του έστειλε ένα ποίημα με τίτλο: Το κυνηγετικό όπλο. Μία κίνηση αμηχανίας, από μεριάς του παλιού του φίλου, με διάθεση να γεφυρώσει τον χρόνο της απουσίας του. Ύστερα από την έκδοση, κρατώντας το περιοδικό στα χέρια του ο συγγραφέας, ένιωσε έντονη την αμφιβολία σχετικά με το μήνυμα του ποιήματος, νιώθοντας πως επέκρινε την τέχνη του κυνηγιού αντί, όπως όφειλε, να την εξυψώνει, αν ήθελε να είναι συμβατός με το πνεύμα του περιοδικού, ευχαριστώντας παράλληλα τον παλιό του φίλο. Με αγωνία περίμενε την οργισμένη αντίδραση, είτε της Εταιρείας Κυνηγών είτε κάποιου αναγνώστη. Μάταια όμως. Τελικώς, αναλογίστηκε, κανείς δεν το είχε διαβάσει.

Η απόπειρα του συγγραφέα να "απολογηθεί" για τη σπουδαιότητα των λόγων που τον οδήγησαν να διηγηθεί την ιστορία ετούτη είναι κάτι που με συγκινεί, όχι μόνο σε αυτή την περίπτωση αλλά πάντα, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να συγκινεί μια σκέψη παιδική. Ο συγγραφέας, λοιπόν, αντί για ένα οργισμένο γράμμα, γίνεται αποδέκτης μιας παράξενης επιστολής. Σε αυτήν ο συντάκτης, κάποιος με το όνομα Μισούγκι, ισχυρίζεται πως είναι ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, ο οποίος, συντροφιά με ένα σκύλο ράτσας Σέτερ και κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο μάρκας Τσώρτσιλ, ανεβαίνει την πλαγιά του όρους Αμάγκι για να κυνηγήσει. Αφού πρώτα παραδεχτεί με ειλικρίνεια πως, έως εκείνη τη στιγμή, αγνοούσε τον κόσμο της ποίησης, δηλώνει κολακευμένος που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για έναν ποιητή και ορμώμενος από αυτή την πίστη συνεχίζει: "Έχετε κάθε δικαίωμα ν' αμφιβάλλετε για τη διανοητική κατάσταση ενός ανθρώπου που πηδάει αυθαίρετα από το ένα θέμα στο άλλο. Δίπλα μου βρίσκονται τρία γράμματα. Είχα σκεφτεί να τα κάψω, όταν όμως διάβασα το υπέροχο ποίημά σας, θεώρησα καθήκον μου να σας τα δείξω. Λυπάμαι που θα χαλάσω την ησυχία σας, όμως τα γράμματα τα έχω ήδη στείλει, συστημένα. Θα ήμουν ευτυχής εάν τα διαβάζατε με την άνεσή σας. Μου φαίνεται τελείως παράλογο ένας άνθρωπος να θέλει να τον καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ποτέ δεν είχα νιώσει έτσι, όταν όμως έμαθα ότι σας ενδιαφέρει η περίπτωσή μου, αποφάσισα να σας τα πω όλα."

Δυο μέρες αργότερα ο συγγραφέας έλαβε τις συστημένες επιστολές.

Ο επιστολικός, εν τέλει, χαρακτήρας του μυθιστορήματος του Ινόουε φέρνει στο νου το Κλειδί του Τανιζάκι, ως γλώσσα και ως δομή αφήγησης. Ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτονται οι πτυχές της ιστορίας, οι λόγοι που οδήγησαν τους συντάκτες των επιστολών στη συγγραφή τους, η αποστασιοποίηση του συγγραφέα, που απλώς παραθέτει τα λόγια κάποιου άλλου, και μάλιστα αντιγράφοντάς τα με απόλυτη ακρίβεια, παραλείποντας μόνο τα στοιχεία εκείνα που θα αποκάλυπταν την ταυτότητα των εμπλεκόμενων προσώπων. Όλα αυτά, και πάνω απ' όλα ο ιαπωνικός τρόπος, συνθέτουν ένα μυθιστόρημα θαυμαστό για την απλότητά του, και γι΄αυτό πανέμορφο.


Μετάφραση Δανάη Μιτσοτάκη
Εκδόσεις Καστανιώτη         

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Τις μικρές ώρες - Χαρούκι Μουρακάμι




Μπροστά μας έχουμε τη νυχτερινή όψη της πόλης. Βλέπουμε την εικόνα της από ψηλά, όπως θα την έβλεπε ένα νυχτοπούλι που πετάει στον ουρανό. Πλαισιωμένη από τον πλατύ ορίζοντα, η πόλη μοιάζει μ' ένα γιγάντιο ον, με το σύνολο ενός σύνθετου οργανισμού που απαρτίζεται από πολλούς μικρότερους. Αμέτρητα αιμοφόρα αγγεία επεκτείνονται μέχρι τις άκρες του αόρατου σώματός της, αντικαθιστώντας αδιάκοπα τα κύτταρα: στέλνουν νέες πληροφορίες, συλλέγουν τις παλιές· νέα αναλώσιμα συλλέγουν τα παλιά· νέες αντιφάσεις συλλέγουν τις παλιές.

Ένα κινηματογραφικού στυλ μονοπλάνο, με έντονη την επιστημονική ποιητικότητα, στην οποία συχνά -και κυρίως στα πρώτα έργα του- αρέσκεται ο Μουρακάμι, οδηγεί τον αναγνώστη από την πανοραμική θέα της μεγάλης πόλης (βλ. Τόκιο), με τα εκατομμύρια φώτα και τον βαρυφορτωμένο με ουρανοξύστες αστικό ορίζοντα να επιβάλλει τη σιωπή και το δέος, στο τραπέζι του εστιατορίου Denny´s, όπου η Μαρί κάθεται μόνη της και διαβάζει ένα ογκώδες βιβλίο, λίγα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα.

Ύστερα, ο Τακαχάσι θα μπει με την σειρά του στο εστιατόριο, επιθυμώντας να φάει κάτι πριν την ολονύχτια πρόβα με την μπάντα στη οποία παίζει τρομπόνι. Θα αναγνωρίσει την Μαρί, είχαν βγει, πάει καιρός, σε ένα διπλό ραντεβού, οι δυο τους ήταν οι κομπάρσοι, ο φίλος του και η αδερφή της ήταν οι πρωταγωνιστές. Θα κάτσει στο τραπέζι της δίχως να την ρωτήσει. Kάπου στο βάθος ακούγεται το τζαζ κομμάτι, Five spot after dark.   

Η αδερφή της, η Έρι, πάσχει από μια σπάνια και μάλλον ανεξήγητη ασθένεια, κατά την οποία διαρκώς κοιμάται. Και είναι ακριβής γλωσσικά η χρήση της λέξης ασθένεια, αναφερόμενη σε ένα σώμα δίχως το απαραίτητο σθένος για να σταθεί και όχι προσβεβλημένο από κάτι, γι' αυτό και ιατρικώς ανεξήγητη. Ο αφηγητής μάς οδηγεί στην κάμαρά της, στη μέση της νύχτας, εκεί που μόνο φαινομενικά όλα είναι ήρεμα και στάσιμα.

Η Μαρί πάντοτε ζούσε στην σκιά της ομορφιάς της αδερφής της, ήταν η άτυχη στη ζαριά των γονιδίων, αναγκαστικά πήρε το ρόλο του πνεύματος, εκείνος ήταν ο μόνος που περίσσευε, μαζί με αυτόν τον ρόλο φορτώθηκε και το βάρος από σχόλια και υποθέσεις του περίγυρου, συμπεράσματα σχετικά με τα συναισθήματά της, με τον καιρό σαράκι στην αυτοπεποίθησή της. Δεν υπάρχει, μάλλον, χειρότερο συναίσθημα από το να νιώθεις άσχημος, μη ποθητός ή αδιάφορος. Και όλα αυτά εξαιτίας μιας σύμπτωσης, μιας γειτνίασης που επιβάλλει τη σύγκριση, την άχρηστη και άσκοπη σύγκριση.
 
Το πρώτο πληθυντικό της αφήγησης, ένα ιδιότυπο voice over με χαρακτήρα σκηνοθετικής οδηγίας, αρχικώς ξενίζει και ίσως καταπιέζει την ανεξάρτητη φύση του αναγνώστη, όμως σύντομα ο αφηγητής αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο, μην διστάζοντας να μιλήσει για λογαριασμό μας και να διατάξει, όταν το κρίνει απαραίτητο, οδηγώντας μας εκεί που εκείνος επιθυμεί, σε μια επίδειξη δύναμης και βεβαιότητας, υπνωτίζοντας τις αισθήσεις και βυθίζοντάς μας σε αυτό το απόκοσμο σκηνικό που συνθέτει.

Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως ακόμα και στις πλέον αδύναμες στιγμές του, και ναι, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι αδύναμο συγκρινόμενο με την υπόλοιπη βιβλιογραφία του, ο Μουρακάμι έχει το ταλέντο να καθηλώνει, ακόμα και όταν για τους δικούς του λόγους επιλέγει να είναι αφαιρετικός και ολιγαρκής, ποντάροντας σε ένα σίγουρο γι' αυτόν χαρτί, την ατμόσφαιρα· και ποιο καλύτερο σκηνικό άραγε από το μεταμεσονύχτιο Τόκιο;



υ.γ Περισσότερο από όλα τα έργα του μου έφερε στο νου ένα από τα πρώτα του, Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου.

υ.γ2 Δεν το θεωρώ κατάλληλο για έργο γνωριμίας με τον Μουρακάμι, απευθύνεται μάλλον σε δηλωμένους θαυμαστές του.

υ.γ3 Η δεύτερη ανατύπωση διόρθωσε την ατυχή επισήμανση της πρώτης έκδοσης, Υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.

     
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Μαρία Αργυράκη
Εκδόσεις Ψυχογιός


Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

En duva satt på en gren och funderade på tillvaron (2014)




Η καινούρια ταινία του Ρόι Άντερσον, Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του, προβάλλεται στους κινηματογράφους. Ποντάρισμα σίγουρο, προσδοκίες δικαιολογημένες, προσμονή. Δευτέρα βράδυ σινεμά.

Στην εποχή που η λέξη παραγωγικότητα γνωρίζει το ύψιστο μέχρι το επόμενο απόγειο της κενής δόξας της, ταιριάζοντας σε καταστάσεις μέχρι πρότινος ξένες προς αυτή, γυμνωμένη από οποιαδήποτε ίχνη εργατικότητας και επιμονής, που ίσως διέθετε κάποτε, λήμμα κυρίαρχο της οικονομικής ορολογίας, προσόν απαραίτητο στη βιομηχανία του θεάματος, μετρήσιμη όπως ο κάθε ψυχρός συντελεστής. Στην εποχή αυτή, λοιπόν, υπάρχουν, εξαιρέσεις του κανόνα, δημιουργοί, όπως ο Ρόι Άντερσον εν προκειμένω, που αφήνουν τον χρόνο να μεσολαβήσει ανάμεσα σε κάθε ταινία, και επανερχόμενοι αφήνουν το προσωπικό στίγμα τους ξανά καθαρό επικρατώντας της λήθης, διαψεύδοντας όσους ισχυρίζονται πως το φιλοθεάμον κοινό πάσχει από μνήμη ασθενή και πλήθος ερεθισμάτων. Μία ταινία κάθε εφτά χρόνια, σκηνοθετεί ο Σουηδός, αλλά τι ταινία.

Κάθε καλοκαίρι, στα πλαίσια του Ταινιοράματος που οργανώνει το Άστυ, περνώ μια βόλτα να δω ξανά, ακόμα μια φορά, είτε τα Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο, είτε το Εσείς οι ζωντανοί, είτε και τα δύο, για να βρεθώ πάλι σε αυτό τον ανοίκεια γνώριμο κόσμο του Άντερσον, όχι για να καταλάβω, μα για την επαναβίωση της οπτικής εμπειρίας, το αργό βύθισμα στα σταθερά κάδρα, με τη διάθεση για γέλιο ηχηρό να πνίγεται στη θλίψη. Την ικανότητά του να παραμερίζει την ανάγκη για λογική επεξήγηση του συναισθήματος, την υποχρέωση της μαθηματικής απόδειξης, την ικανότητά του αυτή απολαμβάνω κάθε φορά.

Αυτή την ελευθερία ένιωθα όταν βγήκα από την αίθουσα με την επιθυμία για επανάληψη κιόλας παρούσα και το μοτίβο των τηλεφωνικών συνομιλιών να δημιουργεί μια παραμορφωμένη ηχώ στην άδεια Αθήνα: Χαίρομαι που ακούω ότι είσαι καλά. Είπα πως χαίρομαι που ακούω ότι είσαι καλά.

 
Ήταν μια κρύα βραδιά, ίσως η πιο κρύα ως τώρα.


Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Σύρε καλέ την άλυσον - Γλυκερία Μπασδέκη

(Ετούτη τη φορά τα λόγια ανήκουν στη δημιουργό, δικά μου, άξια, δεν βρήκα. Και το Σάββατο δεν μπόρεσα να είμαι εκεί. Γαμώτο.)




Μ' αρέσει που συζητάμε πολιτισμένα


θα σε σκοτώσει
το τσιγάρο ( είπες )

το τραμ Πατήσια - Λάρισα
το νι πριν τα φωνήεντα
το ασετόν, οι λάμπες αλογόνου,
ένας φαντάρος Κώστας
απ' τον Έβρο (είπα)

θα με σκοτώσει επίσης
                        

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

η γιορτή της ασημαντότητας - Milan Kundera




Σημασία, συχνά, έχει ποιος διηγείται την ιστορία, η σαγήνη κρύβεται στα πλέον προφανή μέρη, αρκεί να μπορεί κανείς να τη δείξει.

Εικόνα πρώτη, δεκαπέντε χρόνια πριν· στέκομαι πελαγωμένος στο υπόγειο βιβλιοπωλείο, δεν ξέρω από πού να πιάσω το νήμα, το όνομα Κούντερα το έχω ακούσει ξανά, μάρτυρας σε τυχαίο διάλογο, σε τόνο κοροϊδευτικό: Είναι κουλτουριάρης, διαβάζει Κούντερα. Αγόρασα την Ταυτότητα, δεν ένιωσα κουλτουριάρης αλλά μου άρεσε πολύ, κυρίως το συναίσθημα πως είχα διαβάσει κάτι σπουδαίο, όχι βαρύ, αλλά συμπυκνωμένα σπουδαίο. Η κρυφή χαρά της ηρωίδας για την απώλεια του βρέφους που κυοφορούσε· κάτι μέσα μου έτριξε κατά τη διαστολή.

Εικόνα δεύτερη, δύο χρόνια αργότερα· Η κυρία Ελένη προσπαθεί να με αποτρέψει από το να διαβάσω την Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, δίχως να διασαλευτεί το πνεύμα φιλοξενίας. Αν το θες να το δανειστείς να το κάνεις, έλεγε, αλλά ρε παιδάκι μου ήρθατε τρεις μέρες να ξεκουραστείτε. Τελικά το δανείστηκα, το ξεκίνησα το ίδιο βράδυ, είχε δίκιο, δεν ήταν κατάλληλο για το εκδρομικό τριήμερο, αν και το βαρυσυννεφιασμένο θέρετρο θα αποτελούσε σκηνικό ταιριαστό για την ανάγνωση.  Η αίσθηση πως κάτι χάνω, γεγονός που δεν μείωσε όμως στιγμή την αναγνωστική απόλαυση, με το γύρισμα της τελευταίας σελίδας ξεκίνησα ήδη να σχεδιάζω την μελλοντική επιστροφή.

Εικόνα τρίτη, έξι μήνες μετά· Το βαλς του αποχαιρετισμού. Ο φόβος της σύλληψης και του βασανισμού τον παραλύει, και μόνο η ιδέα αρκεί για να του κοπεί η ανάσα. Ένα χάπι είναι η λύση, ένα θανατηφόρο χάπι είναι εκείνο που του επιτρέπει να απολαύσει τη ζωή, η δύναμη πως είναι εκείνος που ελέγχει τη μοίρα του. Η αυτοκτονία ως πηγή ζωής, παρατεταμένο τρίξιμο, η ιδέα επιβάλλεται πλήρως της μνήμης και ενσωματώνεται στο εγώ.

Στο τέλος της αναγνωστικής μου εφηβείας είχα διαβάσει το σύνολο σχεδόν του έργου του. Με τα χρόνια επανήλθα για να καλύψω το κενό της συγγραφικής του σιωπής με επαναλήψεις, δεν μου αρκούσε, επιθυμούσα μια καινούρια διήγηση, Η γιορτή της ασημαντότητας ήταν μια τεράστια έκπληξη, απέφευγα να το σκέφτομαι αφήνοντας νέες εκδόσεις και ανακαλύψεις να με παρασύρουν, οι φήμες για την οριστική έκδοση των απάντων του αποτελούσαν μια αιωρούμενη τελεία.

Ήταν Ιούνιος, ο πρωινός ήλιος έβγαινε μέσα απ' τα σύννεφα, και ο Αλαίν περπατούσε αργά σ' έναν παρισινό δρόμο. Παρατηρούσε τα νεαρά κορίτσια, που έδειχναν όλα τον γυμνό αφαλό τους ανάμεσα στο χαμηλοκάβαλο παντελόνι και το πολύ κοντό μπλουζάκι.
Η πρώτη πρόταση γεννά την οικειότητα μιας γνώριμης αφηγηματικής φωνής, η παρατήρηση του μικρού, του ασήμαντου, ως βάση. Αυτό το φαινομενικά ανάλαφρο, η αίσθηση της φάρσας και του κωμικού, στοχαζόμενος τον γυναικείο αφαλό ή την αίσθηση χιούμορ του Στάλιν, σπάζοντας συνεχώς τις χρονικές συνέχειες, σταματώντας την μία αφήγηση για να περάσει στην άλλη, δημιουργώντας ένα ανομοιογενές φαινομενικά σύνολο ηρώων και ιστοριών, συνθέτοντας, τελικά, μια παράδοξη μικρογραφία του όλου. Ο μονόλογος του συγγραφέα, παράλληλος με την αφήγηση, προσφέρει μια αίσθηση ανανέωσης που, σε συνδυασμό με τη βαρύνουσα προσωπικότητα του Στάλιν, επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να σταθεί αυτόνομο παρά τον ανασκοπικό του χαρακτήρα, με διάσπαρτες τις αυτοαναφορές και τις κουντερικές ιδέες, μια αφαιρετική ανακεφαλαίωση· η τελεία πρέπει να ανήκει στον δημιουργό.

Δοκιμάστε να αυτοσχεδιάσετε και να μιλήσετε μια φανταστική γλώσσα έστω και για τριάντα δευτερόλεπτα χωρίς διακοπή! Θα επαναλαμβάνετε συνέχεια τις ίδιες συλλαβές και θα φανεί αμέσως πως η φλυαρία σας είναι σκέτη απάτη. Να επινοήσετε μια ανύπαρκτη γλώσσα προϋποθέτει πως την κάνετε πειστική ακουστικά: πως δημιουργείτε μια ιδιαίτερη φωνητική και δεν προφέρετε το "α" ή το "ο" όπως το προφέρουν οι Γάλλοι· πως αποφασίζετε ποια συλλαβή τονίζεται κάθε φορά. Καλό θα ήταν επίσης, για να είναι φυσικός ο λόγος, να φανταστείτε πίσω από αυτούς τους περίεργους ήχους μια γραμματική δομή και να ξέρετε ποια λέξη είναι ρήμα και ποια ουσιαστικό.


Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης
Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας



 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

όταν ήμουν θνητός - Javier Marías




Δεν ήταν ακόμα ο καιρός να διαβάσω τα διηγήματά του, έτσι πίστευα· πρώτα θα ήθελα, αργά και σταθερά, να εξαντλήσω τα μυθιστορήματα, ύστερα θα ακολουθούσαν όλα τα υπόλοιπα, διηγήματα, άρθρα και δοκίμια· έτσι πίστευα. Δεν εξελίχθηκαν όμως έτσι τα πράγματα. Αρχικά ήρθε το δώρο από τη Μαδρίτη· ονόμασε το βιβλίο που θες, είπε, και εγώ θα σου το κάνω δώρο. Έτσι έγινε. Ύστερα ήρθε ο νόστος για την εποχή εκείνη και τη γλώσσα της. Ίσως απλώς τότε να εμφανίστηκε, ίσως να προϋπήρχε εκεί στο βάθος συγκεχυμένος και βουβός. Ίσως και όχι.

Είναι ξεκούραστα, του είπα όταν με ρώτησε: πώς σου φαίνεται που διαβάζεις στα ισπανικά; Αποκοπή από το βάρος της πραγματικότητας, βάρος διατυπωμένο, αναλυμένο, υπερτιμημένο στην ελληνική, τώρα, οι ξένες λέξεις, ακόμα και εκείνες οι γνώριμες και κατά το παρελθόν ειπωμένες, διέθεταν την απαραίτητη καθαρότητα, όχι μόνο οι λέξεις βέβαια, αλλά και η γραφή του, να σαγηνεύσουν το βλέμμα, να εγκλωβίσουν το μυαλό μακριά από την ανεπιθύμητη ελευθερία της διάσπασης.

Έως τώρα, είχαν προηγηθεί αποσπάσματα εκτεταμένα, για την αίσθηση του ρυθμού περισσότερο και πάντοτε ύστερα από την μεταφρασμένη ανάγνωση, το ολοκληρωμένο βήμα και η βουτιά στο πρωτότυπο λάμβανε διαρκή αναβολή. Ατολμία. Ένα πρωί σκέφτηκα: θα διαβάσω τα διηγήματα, αυτό θα κάνω. Ήταν η αναγκαία σκέψη για να ξεκλειδώσω. Απόπειρα να ξεγελάσω τη νοσταλγία, έστω και προσωρινά.

Κρατούσα σημειώσεις στα ισπανικά. Ύστερα, τις συνέκρινα με παλιότερες, εκείνες, τις ελληνικές, που αφορούσαν τα μυθιστορήματά του, και τις βρήκα παρεμφερείς και ταιριαστές, όπως άλλωστε και οι αναγνώσεις του έργου ενός δημιουργού που πάντα μοιάζει να αφηγείται την ίδια ιστορία με τους ίδιους δαίμονες να τριγυρνούν. Η μνήμη, η παρακολούθηση, η αυτοκτονία, η δολοφονία. Το πρόσωπο, η μάχη, η λόγχη, το πτώμα. Και η αγάπη, σε όλες τις εκφάνσεις.

Αποχαιρέτησα για πάντα τον καλύτερο μου φίλο χωρίς να ξέρω ότι το έκανα, γιατί την επόμενη νύχτα, με υπερβολική καθυστέρηση, τον ανακάλυψαν πεσμένο στο κρεβάτι με μια λόγχη στο στήθος και μια άγνωστη γυναίκα στο πλάι του, πεθαμένη και αυτή αλλά χωρίς το φονικό όπλο στο σώμα της γιατί το όπλο ήταν το ίδιο και είχε χρειαστεί να το τραβήξουν αφού το είχαν καρφώσει σ' αυτήν πρώτα, για να αναμείξουν το αίμα της με το αίμα του καλύτερού μου φίλου.
Εκτός όλως των άλλων αναζητούσα και αυτό: την ισότιμη ένταξη των διηγημάτων στο έργο του. Και τη βρήκα. Και να σκεφτεί κανείς πως τα έντεκα από τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής υπήρξαν προϊόν παραγγελίας, ακόμα και έτσι είναι αδύνατο τελικά να πεις μια ιστορία που δεν σε ενδιαφέρει, εάν όντως υπάρχουν ιστορίες που σε ενδιαφέρουν και δεν προσποιείσαι, στον ίδιο σου τον εαυτό πρωτίστως. Αν όντως συμβαίνει αυτό, τότε ακόμα και τα προσχέδια μυθιστορημάτων -βλέπε το διήγημα Στο γαμήλιο ταξίδι, και την σχέση του με το μυθιστόρημα Καρδιά τόσο άσπρη- αποτελούν λογοτεχνία.

Η σχεδόν παιδική ανάγκη του αφηγητή να απολογηθεί για την αναταραχή που θα προκαλέσει στην ακίνητη θάλασσα του παρελθόντος, η αναφορά στο αίτιο που ενεργοποίησε την μνήμη. Ένα μόνο από τα στοιχεία που με συγκινούν.

Διαβάζοντας στα ισπανικά ένιωσα επίσης κάτι ακόμα, πολύ όμορφο, ένιωσα πως διαβάζω τον ίδιο συγγραφέα που οι μεταφράστριες του στα ελληνικά μου είχαν συστήσει, πέρα από την επιλογή μιας λέξης αντί για άλλης που μικρή σημασία έχει, η αίσθηση είναι πως διαβάζεις Μαρίας, και αυτό έχει σημασία.



Μετάφραση Βιβή Φωτοπούλου
Εκδόσεις Σέλας

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Οι Θεατρίνοι - Graham Greene



Στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων  υπάρχει ένα σημείο χωρίς επιστροφή το οποίο περνάει απαρατήρητο. Ούτε ο Τζόουνς ούτε εγώ το αναγνωρίσαμε, παρόλο που, σαν τους πιλότους των παλιών αεροπλάνων, της προ αεριωθούμενων εποχής, θα 'πρεπε οι καριέρες μας να μας είχαν κάνει πιο παρατηρητικούς. Εγώ σίγουρα δεν πήρα χαμπάρι τη συγκεκριμένη στιγμή, όταν ξεμάκρυνε ένα μελαγχολικό πρωινό του Αυγούστου στον Ατλαντικό μαζί με τα απόνερα του Μήδεια, ενός φορτηγού πλοίου της Royal Netherlands Streamship Company με προορισμό την Αϊτή και το Πορτ-ω-Πρενς, έχοντας ξεκινήσει από τη Φιλαδέλφεια και τη Νέα Υόρκη. Σ' εκείνη τη φάση της ζωής μου εξακολουθούσα να αντιμετωπίζω σοβαρά το μέλλον μου -ακόμα και το μέλλον του έρημου ξενοδοχείου μου και ενός ερωτικού δεσμού εξίσου έρημου.

Ο Μπράουν, γεννημένος στο Μονακό, θεωρούσε εαυτόν απάτριδα, έως τη στιγμή που βρέθηκε στην Αϊτή, για να επισκεφτεί την μητέρα του, και ένιωσε το αποκαλυπτικό συναίσθημα πως ανήκει κάπου. Ο θάνατός της τον άφησε μοναδικό κληρονόμο ενός ξενοδοχείου σε μια χρυσή εποχή για τον τουρισμό. Τότε γνώρισε τη Μάρτα. Ύστερα ήρθε στην εξουσία ο Πάπα Ντοκ και τη θέση των τουριστών πήρε η παραστρατιωτική οργάνωση των Τοντόν Μακούτ. Ο Μπράουν έφυγε, μαζί με τόσους άλλους, για την Αμερική. Συχνά ένα μέλλον δίχως προσδοκίες είναι χειρότερο ακόμα και από τον φόβο.

Αφήγηση εκ των υστέρων, τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής και ο αφηγητής δύνανται να συνυπάρξουν στο ίδιο πρόσωπο, έστω και άνισα. Η επιβίβαση του Μπράουν στο Μήδεια οριστικοποιεί την απόφασή του για επιστροφή στο Πορτ-ω-Πρενς. Ο πεπερασμένος πλωτός κόσμος του φορτηγού πλοίου, με τους ελάχιστους επιβάτες, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό γνωριμίας με τα πρόσωπα της ιστορίας· ο Τζόουνς, με το νεφελώδες παρελθόν και τις αμέτρητες, συνήθως αντικρουόμενες, ιστορίες· ο κύριος και η κυρία Σμιθ, εκείνος πρώην υποψήφιος πρόεδρος στις αμερικανικές εκλογές, εκείνη η γυναίκα που κρύβεται πίσω από έναν σπουδαίο άντρα. Αντίθετα με τον αφηγητή που αρνείται να προσδώσει έστω και το ελάχιστο ιδεολογικό υπόβαθρο στην απόφασή του να επιστρέψει, χρόνια μετά σε μια Αϊτή ερημωμένη και επικίνδυνη, υπό την δικτατορία του Πάπα Ντοκ, εκείνοι διαθέτουν κάτι το δονκιχωτικά αφελές, μια έντονη διάθεση να αλλάξουν τον κόσμο, είτε ηγούμενοι της επανάστασης, είτε θεμελιώνοντας ένα κέντρο χορτοφαγίας, έτοιμοι πάντως να τείνουν χείρα βοηθείας προς τον αδύναμο, ή εκείνον που τέλος πάντων θεωρούν αδύναμο. 

Η πραγματικότητα που αντικρίζει ο Μπράουν μετά την αποβίβαση είναι μελανότερη απ' ό,τι περίμενε, η πρότερη παρουσία του εκεί δεν τον βοήθησε ούτε ελάχιστα στην ακρίβεια των υποθέσεών του. Άλλωστε, όλα είναι χειρότερα εκ του σύνεγγυς· πάντα. Η κατάσταση δεν είναι δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστο ακόμα και κάποιον όπως ο Μπράουν -που, στιγμές στιγμές, θυμίζει έντονα τον Μερσώ- και να μην τον τραβήξει στο κέντρο της δίνης, εκεί που όλα έρχονται περήφανα στην επιφάνεια για μια τελευταία υπόκλιση πριν χαθούν.

Στέκομαι σε μια λεπτομέρεια, εκεί που ο Μπράουν αναρωτιέται: πώς μπορώ να εμπιστευτώ μια Γερμανίδα, αναφερόμενος στην Μάρτα. Είναι τρομακτικό στα μάτια μου, πώς η Ιστορία, οι γενικεύσεις, τα στερεότυπα ή το αλλότριο μπορούν να μολύνουν τόσο τα συναισθήματα, την εμπιστοσύνη στο προσωπικό.

Οι Θεατρίνοι, χαρακτηριστικό, αν και ίσως παραγνωρισμένο, έργο του Γκράχαμ Γκρίν, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ενταχθούν ορθά και αποκλειστικά σε κάποια κατηγορία, γιατί, αν και η πολιτική κατάσταση -της Αϊτής εν προκειμένω- βρίσκεται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, ο Γκριν δεν αδιαφορεί ούτε για το προσωπικό, ούτε για τον μύθο· το αντίθετο μάλιστα, φροντίζει να αποβάλλει τη στείρα και ψυχρή δημοσιογραφική ματιά, κρατώντας μόνο ό,τι -ορθώς- θεωρεί απαραίτητο, επιτυγχάνοντας να σκεπάσει την πραγματικότητα με τον λεπτό πέπλο του μύθου, να μαγέψει τον αναγνώστη, δίχως να τον αποκοιμίσει στη χώρα της φαντασίας.




(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)




Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Εκδόσεις Πόλις   
 

 

    
  

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Deux jours, une nuit (2014)





Το ξέρεις από πριν, όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους η συνήθης ερώτηση, σου άρεσε;, δεν θα ειπωθεί. Και πώς αλλιώς μετά απ' όσα είδες. Οι αδερφοί Νταρντέν δεν χασομερούν, από την πρώτη κιόλας σκηνή, η Σάντρα (Marion Cotillard) μαθαίνει το δυσάρεστο νέο: οι δεκαέξι συνάδελφοί της, έπειτα από ψηφοφορία, αποφάσισαν να πάρουν το πριμ που δικαιούνται, γεγονός που σημαίνει πως εκείνη θα απολυθεί. Είναι Παρασκευή πρωί. Το δίλημμα ήταν ξεκάθαρο: λεφτά και για τα δύο δεν υπάρχουν. Είχε την ατυχία να αρρωστήσει, βλέπετε, η δουλειά έβγαινε και με έναν εργαζόμενο λιγότερο, με κάποιες υπερωρίες, η κρίση, ο ανταγωνισμός των Κινέζων, τώρα που η Σάντρα νίκησε την κατάθλιψη είναι αργά.

Ο διευθυντής του εργοστασίου, ύστερα από πίεση, δέχεται την επανάληψη της διαδικασίας τη Δευτέρα το πρωί. Η Σάντρα δεν έχει το κουράγιο να παλέψει για την ανατροπή, δεν θέλει να παρακαλέσει, δεν θέλει να εκβιάσει συναισθηματικά. Ο άντρας της και μια συνάδελφός της προσπαθούν να τη στηρίξουν, να της εξηγήσουν πως δεν φταίει αυτή που θα χαθεί το πριμ, εκείνη απλώς διεκδικεί τη δουλειά της, το δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον. Το δίλημμα το έθεσε η εργοδοσία άλλωστε, όχι εκείνη. Ένας αγώνας δρόμου ξεκινά, σπίτι το σπίτι, τηλέφωνο το τηλέφωνο, να μιλήσει σε κάθε έναν ξεχωριστά, να του πει: θέλω να σε ρωτήσω αν τη Δευτέρα θα ψηφίσεις να μη χάσω τη δουλειά μου.

Ο μικρόκοσμος της Σάντρα πυροδοτεί δεκαέξι ακόμα μικρόκοσμους, άνθρωποι για τους οποίους τα χίλια ευρώ του πριμ αποτελούν το ρεύμα και το αέριο μιας χρονιάς, το ενοίκιο του παιδιού που σπουδάζει μακριά απ' το σπίτι, την αρχή για μια νέα ζωή. Η ανεργία δεν είναι άγνωστο φαινόμενο στα σπίτια τους, με ένα μισθό προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, κάποιοι δουλεύουν και τα Σαββατοκύριακα. Στη θεωρία είμαστε όλοι δυνατοί, η ηθική μας μετριέται στην πράξη.

Και εκεί έγκειται η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της Σάντρα: η ταύτιση είναι αδύνατη. Όλοι έχουν δίκιο και ο Σολομώντας είναι από χρόνια νεκρός.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Εάν έχεις φαντάσματα, τότε έχεις τα πάντα.




Εάν έχεις φαντάσματα, τότε έχεις τα πάντα, μου μετέφρασε από τα αγγλικά τον στίχο. Δεν είναι πως δεν ξέρω αγγλικά, αλλά με διακρίνει μια ανικανότητα να αποκωδικοποιήσω τα λόγια των τραγουδιών, λέω μάλιστα επ' αυτού: για μένα η φωνή είναι ένα ακόμα όργανο· το λέω και μόνος μου, προτρέχοντας, δίχως κάποιος να με ρωτήσει, ποιητική κάλυψη μιας αδυναμίας. Δεν θα ρωτούσα, εάν δεν περνούσαμε ένα ηλιόλουστο απόγευμα ακούγοντας σε επανάληψη αυτό το κομμάτι, μια πράξη ύψιστης αντίστιξης, δίχως να μπορώ να εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ με αυτόν τον όρο, που όμως, παραδόξως ίσως, περιγράφει με σαφήνεια την εμπειρία εκείνη· μου θυμίζει μια συναυλία, είπε, δίχως να προσθέσει τίποτα παραπάνω. Δεν μου το είπε παρά αργότερα εκείνο το βράδυ, αφού πρώτα μου μετέφρασε τον στίχο, και ο συλλογισμός μου ακολούθησε νέα μονοπάτια, άλλη ιστορία είχα πλάσει εγώ αρχικά, και ας μην είχα τις λέξεις. Δεν μου το είπε, λοιπόν, παρά αργότερα εκείνο το βράδυ, με το αλκοόλ υπομονετικό κυρίαρχο και ενώ το τραγούδι συνέχιζε να επανέρχεται και να υποχωρεί: εάν έχεις φαντάσματα, τότε έχεις τα πάντα.

Χτες ήταν η δική μου σειρά, και εκείνος δεν ήταν εδώ.



Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Εμείς τα θηρία - Justin Torres



Θέλαμε περισσότερα. Χτυπούσαμε το πίσω μέρος των πιρουνιών μας στο τραπέζι και τα κουτάλια μας στα άδεια πιάτα· πεινούσαμε. Θέλαμε πιο δυνατά τον ήχο, θέλαμε περισσότερη φασαρία. Ανεβάζαμε την ένταση της τηλεόρασης μέχρι που πονούσαν τα αυτιά μας από τις φωνές των θυμωμένων αντρών στην οθόνη. Θέλαμε πιο πολλή μουσική στο ραδιόφωνο· θέλαμε ρυθμό· θέλαμε ροκ. Θέλαμε μυς στα αδύνατα μπράτσα μας. Είχαμε κόκκαλα πουλιών, κούφια και ανάλαφρα, και τα θέλαμε πιο πυκνά και βαριά. Ήμασταν έξι χέρια που άρπαζαν και έξι πόδια που βροντοχτυπούσαν· ήμασταν αδέλφια, αγόρια, τρεις μικροί βασιλιάδες έτοιμοι να χύσουν αίμα για περισσότερα.

Θέλαμε περισσότερη σάρκα, περισσότερο αίμα, περισσότερη ζεστασιά.

Η ανάγκη του αφηγητή για επιστροφή στο παρελθόν, χρήση παρατατικού και αόριστου χρόνου. O διαχωρισμός του τότε από το τώρα, η -φαινομενική- ασφάλεια που προσφέρει το σήμερα, το σκληρά και επώδυνα σφηρηλατημένο σήμερα, η τελική αναμέτρηση με το χρόνια ανείπωτο, η επούλωση της πληγής, βλέψεις, ψιθυριστά διατυπωμένες, για επανεκκίνηση. Όλα αυτά αρχικώς. Ύστερα, το αφηγηματικό τώρα παγιδεύει τον συγγραφέα, επιχειρώντας ξεκαθάρισμα βρίσκεται ξανά εκεί. Ενεστώτας. Μην τα ρίχνουμε όμως όλα στην τεχνική. Η νοσταλγία ομορφαίνει τις στιγμές, πάντα. Ανθρώπινη η ροπή στον εξωραϊσμό, πώς αλήθεια να μονοχρωματίσεις το παρελθόν σου;

Στιγμιότυπα μιας εύθραυστης ενηλικίωσης, εκεί που ένα οικογενειακό δείπνο δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί, καθώς ο χορός από τον τσακωμό απέχει ελάχιστα, σε βαθμό εξοργιστικό, σαν η ζωή να πρόκειται απλώς και μόνο για μια συγκυρία, η απουσία δόλου αναγνωρίζεται, αν και με δυσκολία βέβαια, αλλά τι σημασία έχει; Πάντα η ίδια δικαιολογία: Δεν είχα πρόθεση, προσπαθούσα για το καλύτερο.

Εκείνο που λείπει από το χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια μυθιστόρημα του Τόρρες είναι μια φωτογραφία από μηχανή Polaroid στη θέση του κάθε τίτλου. Το λευκό κάδρο, τα ξεθωριασμένα χρώματα και τα παγωμένα από το φλας πρόσωπα· αισθητικό, και όχι μόνο, συμπλήρωμα της επιλογής για αφαίρεση και αποσπασματικότητα. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, καθώς το τέλος του κάθε κεφαλαίου έδινε το περιθώριο ολιγόστιγμης παύσης, αναλογιζόμουν το Tarnation, του Jonathan Caouette, ταινία με το δικό της μύθο, καθώς ο δημιουργός, με μηδαμινό μπάτζετ και πρώτα υλικά το οικογενειακό αρχείο, φωτογραφίες, βίντεο, ηχητικά μηνύματα από τον τηλεφωνητή, μόνταρε την δική του ιστορία ενηλικίωσης δίπλα στη σχιζοφρενή μητέρα του. Ταινία από την οποία εκπορεύεται μια, τόσο δυσεύρετη στο είδος της, αύρα αυθεντικότητας, παρόμοια με εκείνη της πρώτης ταινίας του ταλαντούχου Xavier Dolan, I killed my mother.

Η επιλογή για παράθεση στιγμιοτύπων, αρχικώς, φαντάζει καταφύγιο για τον αφηγητή -και για τον αναγνώστη-, βαθιά ανάσα και βουτιά, ασφαλής επιστροφή στο τώρα. Ύστερα όμως, καθώς η κατάδυση επαναλαμβάνεται, το κάδρο ανοίγει, τα κομμάτια ενώνονται και βαραίνουν, η επιστροφή δυσκολεύει, και αν δεν επιστρέψεις πώς θα προχωρήσεις;



(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης
Εκδόσεις Πατάκη




Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Φάλκονερ - John Cheever




Την κύρια είσοδο του Φάλκονερ -τη μοναδική είσοδο για κατάδικους, επισκέπτες και προσωπικό- τη στεφάνωνε ένας θυρεός που απεικόνιζε την Ελευθερία, τη Δικαιοσύνη και, ακριβώς ανάμεσά τους, την υπέρτατη ισχύ του Κράτους. Η Ελευθερία φορούσε σκούφια και κρατούσε δόρυ. Κράτος ήταν ο ομοσπονδιακός Αετός, που βαστούσε ένα κλαδί ελιάς και ήταν εφοδιασμένος με κυνηγετικά βέλη. Η Δικαιοσύνη ήταν συμβατική· τυφλή, ακαθόριστα ερωτική μέσα στο εφαρμοστό της φόρεμα και οπλισμένη με το σπαθί του δήμιου. Το γλυπτό ήταν μπρούντζινο, μα τον καιρό εκείνο έμοιαζε μαύρο σαν ακατέργαστος ανθρακίτης ή όνυχας.

Ο Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην ηρωινομανής εθισμένος στη μεθαδόνη, φυλακίζεται στο σωφρονιστικό ίδρυμα Φάλκονερ για τον φόνο του αδερφού του.

Πίσω από την πόρτα της φυλακής, της κάθε φυλακής, ο χρόνος στερείται της μελλοντικής του διάστασης, καθώς το αύριο συγκολλάται βιαίως με το σήμερα, δημιουργώντας την κάτασπρη και στατική επιφάνεια προβολής του παρελθόντος· των αναμνήσεων, των τύψεων, των απωθημένων και των λοιπών δαιμονίων, που, στην ασφάλεια της απουσίας κάθε ελπίδας, ξεπροβάλλουν και σβουρίζουν σε πλήρη αρμονία με τη φύση τους.

Ο ήρωας του Τσίβερ ανήκει στην -από κάθε άποψη- προνομιούχα πλευρά· είχε βρει τοίχο καιρό πριν καταδικαστεί, χαμένος ανάμεσα σε εξαρτήσεις και ανεξερεύνητες περιοχές της ίδιας του της ύπαρξης, αφημένος στο γενικό εγχειρίδιο διαβίωσης, δίχως καμία τροποποίηση, θεωρώντας a priori δεδομένα τα πλέον εύπλαστα χαρακτηριστικά. Με την πλάτη στην πόρτα, που του φράζει το δρόμο προς το αύριο, το οποίο ποτέ δεν λαχτάρησε πραγματικά, λόγος ικανός για να τον αντιπαθήσει κάποιος βαθιά, βλέπει τις βεβαιότητές του να καταρρέουν και τον χρόνο να έχει περάσει ανεπίστρεπτα. Εγκλωβισμένος σε ένα τεράστιο εγώ, το οποίο δεν γνωρίζει και το οποίο δεν σταματά να τον εκπλήσσει ούτε μια στιγμή, επαναδιαπραγματεύεται, έστω και με το ζόρι, κεφαλαιώδη ζητήματα της ύπαρξης, όπως η δυνατότητα στην ευτυχία, η έννοια της ελευθερίας, και η καταπιεσμένη από τις συμβάσεις σεξουαλικότητα.

Ο Τσίβερ αναζητά το τέλειο αδιέξοδο, και η φυλακή μοιάζει να αποτελεί το κατάλληλο σκηνικό, που, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις και περιγραφές, αρκεί για να προσδώσει τις συνθήκες εγκλεισμού ενός ανθρώπου σε μία κατάσταση. Η καθημερινότητα του Φάραγκατ στη φυλακή, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για τον συγγραφέα, η βάση πάνω στην οποία επιχειρεί, και θριαμβευτικά καταφέρνει, να προσομοιώσει την "ελεύθερη" κοινωνία, αφαιρώντας το όνειρο, αφήνοντας γυμνό ουσιαστικά το αμερικάνικο, επιτρέποντας στον αναγνώστη να βρει σημεία ταύτισης, και τελικώς εμπλοκής, σε μια ιστορία που εκ πρώτης όψεως φαντάζει μακρινή και ελάχιστα οικεία. Ο καθένας μπορεί να δώσει στη φυλακή το όνομα που θέλει, αρκεί όμως πρώτα να διακρίνει τον εαυτό του εντός αυτής, γιατί αυτό είναι το δύσκολο, η συνειδητοποίηση του εγκλεισμού· η βούληση για έξοδο, αν ποτέ εκδηλωθεί, έπεται.


υ.γ Υψηλή αμερικανική λογοτεχνία που στο μυαλό μου συγγενεύει με τις ταινίες ενός Ιταλού, του Αντονιόνι.
 


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη



Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Εκείνος που δεν με συντρόφευε - Maurice Blanchot




Από όλες τις εντυπώσεις που με άγγιξαν, πιστεύω ότι η πιο δυνατή ήταν τούτη: ότι ποτέ το προφανές της πραγματικότητας δεν είχε υπάρξει τόσο πιεστικό όσο σε αυτήν την ολίσθηση προς την εξαφάνιση· σε αυτήν την κίνηση είχε παραδοθεί κάποιο πράγμα που ήταν μια νύξη σε ένα γεγονός, στην μυχιότητά του, ως εάν, γι' αυτήν την φιγούρα, το να εξαφανιστεί να ήταν η πιο ανθρώπινη αλήθεια της και επίσης η πλησιέστερη σε εμένα.

Κάποτε, το καταφύγιο ανακαλύπτεται τυχαία, και, ενώ το σκοτάδι έχει κυριαρχήσει, ο φόβος διψάει για αδρεναλίνη. Ύστερα ο καιρός περνάει, ανάμνηση κακή με αίσιο τέλος, τα παραμύθια που μας έλεγαν σαν ήμασταν μικροί -ή μεγαλύτεροι- δεν βοήθησαν τελικά. Και αν διαθέτουμε τη λύση σύντροφοι, το μέγα πρόβλημα είναι η αδυναμία διάκρισης του προβλήματος, εκεί χωλαίνουμε, όμως η αυταρέσκειά μας αρνείται την σωτήρια τυχαιότητα, το μοιρολατρικό σημάδι και επιμένει: ήξερα και έπραξα. Καλά.

Δεν μπορώ να εκφραστώ αλλιώς. Μου φαίνεται ότι, μέσα στη σύγχυσή μου όπου έπρεπε να παλεύω εναντίον του ατέρμονου κι ωστόσο να το υψώνω στην ημέρα, να απαγορεύω στον εαυτό μου να είναι αγχωμένος, να αναζητά μια στιγμή η οποία δεν ήθελε να την αναζητούν κι ωστόσο αυτό επιθυμούσε, μέσα σε τούτον τον χώρο του οποίου έπρεπε να υποστηρίξω την ομοιότητα, έβαζα όλες τις δυνάμεις μου για να παραμείνω συνδεδεμένος με εμένα τον ίδιο.

Ήδη, από τα χρόνια της φιλολογικής μαθητείας, του κυρίαρχου ερωτήματος: τι θέλει να πει ο ποιητής;, που πυροδοτούσε τη φαντασία για ελάχιστο χρόνο πριν της προσαρμόσει την ερμηνεία του σχολικού βοηθήματος, ήδη από τότε λοιπόν, ένιωθα μιαν ενόχληση, ανείπωτη και αόριστη, γεμάτη από την ενοχή του ακατανόητου. Όμως, κάθε τι περιττό δεν μπορεί παρά να πέσει από το ίδιο του το βάρος. Η συναίσθηση και η κατανόηση δεν πορεύονται πάντοτε αρμονικά, ενίοτε δε, βαδίζουν ανεξάρτητα. Τώρα ξέρω πως τότε, την πρώτη φορά, το βίωσα, τότε όμως δεν υπήρχε η ανάγκη της υπογράμμισης, τώρα στην επιστροφή τραβώ μολυβιά.

Το γεγονός ότι κάποιος ήταν καθισμένος εκεί, σε αυτήν την πολυθρόνα, είχε μια ταπεινή αλήθεια, την αλήθεια αυτής της τόσο περιορισμένης θέσης, και δεν μπορούσα παρά να στοχάζομαι ανεξάντλητα επάνω σε αυτήν την αλήθεια από την οποία μου έμεναν τόσα λίγα πράγματα, διότι η αλήθεια αυτή δεν σήμαινε ούτε καν την ανάπαυση, μια στάση ανάπαυσης, αλλά εξίσου την αδιαφορία για την ανάπαυση.

Όχι μόνο η συνειδητοποίηση, μα και η έμπνευση, η ποθητή επιρροή, η ανακάλυψη του νήματος που υποστηρίζει την αναγκαία βεβαιότητα. Διαβάζω τις παραπάνω γραμμές, θυμάμαι μια ιδέα που είχα κάποτε, με απασχόλησε για τρεις ημέρες όπως αποδεικνύουν, δίχως αιδώ, οι ηλεκτρονικές καταχωρήσεις, ό,τι απέμεινε να την συνοψίζει είναι τρεις γραμμές: Στη καρέκλα, εδώ απέναντί μου, που τώρα κάθεσαι εσύ, συνήθιζε, δεν πάει καιρός, να κάθεται μια σκιά. Είναι παράξενο που επικεντρώνομαι στο αποτέλεσμα και όχι στην αιτία, γιατί ποια σκιά υπάρχει άραγε δίχως το φως; Ήταν 18 Αυγούστου του 2009. Η σύνδεση αποκαταστάθηκε.

Το κάθε πράγμα έχει ένα τέρμα, η απόγνωση όμως δεν έχει, αυτή δεν γνωρίζει τον ύπνο, δεν γνωρίζει τον θάνατο, στιγμή προς στιγμή περνώ αυτή τη δοκιμασία· η ημέρα δεν την φωτίζει, η νύχτα είναι το βάθος της, η ζωντανή μνήμη της. Ο κύκλος που σχηματίζουν ολόγυρά μου τα λόγια, στο έξω με κλείνει κι ωστόσο πάντα πάλι μέσα μου.

Η ύποπτη ευκολία με την οποία συγχέεται ο ρεαλισμός με την απαισιοδοξία, η απόπειρα να αποτιναχθεί το βάρος της ύπαρξης, να επικρατήσει επιτέλους, λένε, η χαρά για ζωή, λένε και τριγυρίζουν περίλαμπροι από τραπέζι σε τραπέζι με την χείρα προτεταμένη, κρύβοντας επιμελώς πίσω από το κάτω χείλος τη φράση που θα ήθελαν να φωνάξουν: δικός μου ο θρόνος. Το επίτευγμα δεν είναι ο λόγος αλλά ο συνδυασμός του με την ζωή, αυτό θαυμάζω εγώ. Συμβουλή ταπεινή: να διαβάσετε τον Χώρο της λογοτεχνίας, ένα δοκίμιο γεμάτο από ζωή, ή μια ζωή σε δοκιμιακή απόδοση, όπως προτιμάτε, το λογοτεχνικό αντίστοιχο του κινηματογραφικού Σμιλεύοντας τον χρόνο.

 Εκείνος που δεν με συντρόφευε.
Και εγώ.



Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης
Εκδόσεις Σμίλη
 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Άδεια Ξενοδοχεία - Φαίδων Ταμβακάκης




Σεπτέμβρης. Μέχρι τις είκοσι μία καλοκαίρι και οι άνθρωποι να επιμένουν να σε τσουβαλιάζουν με τους φθινοπωρινούς, δεν είναι κρίμα; Κάθε εποχή με τον αδικημένο της. Έτσι λένε είναι η ζωή, επικρατεί η πλειοψηφία που αποφάσισε πρώτη του μήνα να λέει φθινόπωρο, έτσι, γιατί μπορεί.

Λίγο πριν τελειώσει το καλοκαίρι και η παραλία παραδοθεί στο κύμα, μια τελευταία απόδραση. Και οι τεράστιοι τσιμεντένιοι όγκοι κενότεροι όλων να χάσκουν, κλειδωμένοι διπλά, εγκαταλελειμμένοι βιαστικά· τα ξενοδοχεία.

Στην παραλία, χρόνια τώρα, επιβάλλεται μια οικοδομή, ένα φιλόδοξο σχέδιο που κάπου στο δρόμο απαξιώθηκε. Φέτος, δίπλα στο σκουριασμένο από την αλμύρα Διατίθεται, με το πενταψήφιο νούμερο να θυμίζει μιαν άλλη εποχή, κάποιος θαρραλέος έγραψε: Σε αγαπώ πολύ.

Έλειπε εκείνο το μπαρ, η αύρα του, ο κήπος με τις λεμονιές και τις κούνιες. Είπαν: αυτό το καινούριο που άνοιξε θα του μοιάζει. 

Έρχεται η τελευταία Κυριακή, η παραθαλάσσια πόλη θα αποχαιρετήσει οριστικά τους τελευταίους επισκέπτες, η αναλαμπή του επερχόμενου "ΌΧΙ", αν προκύψει τριήμερο και ο καιρός βοηθήσει, δεν μετράει. Θλίψη. Δύο φορές ήμουν εκεί την ώρα του αποχωρισμού, μένοντας και όχι φεύγοντας, αυτός που μένει πονά διαφορετικά καθώς όλα μένουν ίδια, και όμως άδεια, όσοι αποχωρούν ξεγελιούνται με τα σχέδια της νέας χρονιάς. Πια, εφόσον μπορώ, φεύγω λίγο πριν. Έτσι και φέτος.

Έχει κάτι η γραφή του Ταμβακάκη που με συγκινεί βαθιά, ακόμα και όταν η ιστορία που διηγείται μου είναι αδιάφορη. Έτσι, λόγω θεματικής, θα την πατούσα αν δεν επέμενε ο Λ., και ακόμα δεν θα είχα διαβάσει κάτι δικό του, επιμένοντας πως εμένα οι θαλασσινές ιστορίες δεν μου αρέσουν, και ας έχω δακρύσει με τόσες, πάντα η μνήμη πρώτο φέρνει τον Καββαδία, γαμώτο.

Αν κάτι σε συγκινεί, είναι αυταπόδεικτα σπουδαίο, ούτε λόγια, ούτε επιχειρήματα. Τέτοια περίπτωση συγγραφέα είναι ο Ταμβακάκης. Και στην τελευταία σελίδα, νιώθοντας οικεία από την γνωριμία, μοιράζεται μαζί σου ένα μυστικό, για τον χειμώνα που θα έρθει.

Το καλοκαίρι τέλειωσε, πριν λίγες εβδομάδες.


υ.γ Πρώτα η Υστάτη, ύστερα Οι ναυαγοί της Πασιφάης. Για το μέλλον τα υπόλοιπα, και επιτέλους, μετά από τόσες αναβολές, Fowles. 



Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

μια χαρά - Χρίστος Κυθρεώτης





Μια χαρά, όπως τα ξέρεις. Έτσι, εμφανώς ειρωνικά και παραλείποντας το ερωτηματικό εσύ, απαντώ στην τυπική ερώτηση: πώς πάει;, διατυπωμένη στη μέση ενός πολύβουου δρόμου, ύστερα από μια τυχαία -μόνο ως προς τις πιθανότητες- συνάντηση με κάποιον από το παρελθόν, αν δεν έχω καταφέρει να τον αποφύγω εγκαίρως. Αυτό το μια χαρά σκέφτηκα όταν αντίκρισα τον τίτλο της συλλογής του Χρίστου Κυθρεώτη, της απρόσωπης και γενικόλογης άμυνας στην ανακριτική εισβολή, που απαιτεί μια απάντηση σύντομη, περιεκτική και κατατοπιστική για να ξεδιψάσει μια υποχρέωση του φαίνεσθαι, μια ακόμα. Κάπως έτσι θα απαντούσαν και οι ήρωες των διηγημάτων του Χρίστου Κυθρεώτη.

Η λέξη κρίση είναι πιθανότατα η πλέον χρησιμοποιημένη των τελευταίων ετών, και όσο επαναλαμβάνεις μια λέξη τόσο εκείνη χάνει την αρχική της δύναμη, φθείρεται αναπόφευκτα, μόνο η λέξη όμως, όχι η πραγματικότητα, δυστυχώς. Κάθε ένας από τους ήρωες του Κυθρεώτη βιώνει την προσωπική του κρίση, δίχως τρόικα και εξωτερικό χρέος, μια κρίση βαθιά προσωπική, ενταγμένη στο αστικό τοπίο, βεβαρυμένη από το παρελθόν, που απαιτεί εκτόνωση.

Τα έξι διηγήματα της συλλογής μοιάζουν να σχηματίζουν τρία ζεύγη, γεγονός, που σε συνδυασμό με την ευδιάκριτη κοινή συγγραφική γλώσσα, προσδίδει μια συνέχεια και αφαιρεί κάθε αίσθηση αποσπασματικότητας και τυχαίας συστέγασης για τις ανάγκες της έκδοσης, γεγονός που τείνει δυστυχώς να αποτελέσει τον κανόνα για τις συλλογές μικρής, της ούτως ή άλλως πολύπαθης, φόρμας. 

Στις δύο πρώτες ιστορίες (Σκόνη από κιμωλία, Το ραντεβού) οι ήρωες κατάγονται από τα Πατήσια και επιθυμούν να μας διηγηθούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, ένα σημαντικό συμβάν που σημάδεψε τη ζωή τους, ο ένας μια αιματηρή συμπλοκή οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, ο άλλος το ραντεβού του με μια κοπέλα πραγματικά πανέμορφη. Κοινό στοιχείο των δύο διηγημάτων αποτελεί η ευφυής σύλληψη και χρήση του ευρήματος, στην πρώτη περίπτωση η κιμωλία και στη δεύτερη η ελάχιστη μυωπία της πανέμορφης κοπέλας.

Στο επόμενο ζεύγος (Μια χαρά, Σημάδι στο μπράτσο) τόσο η κοπέλα όσο και το αγόρι, αντίστοιχοι ήρωες των διηγημάτων, φέρουν το οικογενειακό βάρος, οι χωρισμένοι γονείς από τη μια και η νεκρή γιαγιά από την άλλη προκαλούν συναισθηματικά αδιέξοδα, δύσκολα διαχειρίσιμα, ένα βάρος ξένο μα ταυτόχρονα οικείο.

Και για το τέλος η σύνθεση. Στο Καλύτερο που μπορεί να συμβεί, που αποτελεί και το μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα της συλλογής, ο ήρωας βιώνει ένα συναισθηματικό και επαγγελματικό αδιέξοδο, ενώ η κοπέλα του μαθαίνει πως ο πατέρας της πάσχει από καρκίνο, και μπορεί ο λόγος να δίνεται σε εκείνον, που αδιαμφισβήτητα κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως και εκείνη βρίσκει τον χώρο να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί, ενώ και πάλι το εύρημα αποτελεί την πινελιά απογείωσης. Τελευταίο, και με μια προσέγγιση πιο πειραματική σε σχέση με τα υπόλοιπα, το Απλά ο χρόνος που κυλάει, με τον (εσωτερικό) μονόλογο της Ελένης, που λίγο πριν την αλλαγή του έτους ακούει το τηλέφωνο να χτυπά και δεν το σηκώνει, φοβάται, βλέπετε, πως θα είναι η μάνα της και όχι εκείνος που της είχε υποσχεθεί πως θα αφήσει τη γυναίκα του για χάρη της, ανάγκη εκ των υστέρων δημιουργημένη, εκείνη δεν ήταν έτσι. Διήγημα που μου έφερε στο νου τη Γραμμή του ορίζοντος, του σπουδαίου Χρήστου Βακαλόπουλου, τον μονόλογο της Ρέας που αποφασίζει να εγκαταλείψει οριστικώς τον Γιάννη. 

Χαρακτηριστικό ενός ώριμου γραφιά -ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο πρώτο ή στο νιοστό βιβλίο του- στα δικά μου μάτια είναι η αδιαφορία απέναντι στο κυνήγι της Χίμαιρας που ονομάζεται πρωτότυπη ιδέα και της οποίας οι πιστοί ευαγγελίζουν πως άπαξ και εμφανιστεί αρκεί από μόνη της για τη δημιουργία λογοτεχνίας. Ο ώριμος γραφιάς ξέρει πως σχεδόν όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί, και πως μεγάλο μέρος εκείνων των ακόμα ανείπωτων αποτελεί δικαιοδοσία της δημοσιογραφίας μάλλον, και αυτός είναι ο λόγος που ο γραφιάς μάχεται με εργαλεία αμιγώς λογοτεχνικά, επενδύοντας στον τρόπο με τον οποίο θα διηγηθεί την ιστορία που τον απασχολεί. Ο Κυθρεώτης μοιάζει να το γνωρίζει καλά αυτό, πίσω από το κάθε διήγημα διακρίνεται μια καρτερική επιμονή, οι λέξεις να μπουν στη σωστή σειρά, τα αχρείαστα σημεία στίξης να παραμερίσουν, οι περιγραφές να ενταχθούν ομαλά στην αφήγηση, η θλίψη και το γέλιο να πηγάζουν ανόθευτα. Οι μακροπερίοδες περιγραφές των δύο πρωταγωνιστών στο Ραντεβού, αποτελούν κατά τη γνώμη μου το πλέον χαρακτηριστικό και συνδυαστικό παράδειγμα των παραπάνω επαίνων. Εν κατακλείδι: παραπάνω από μια χαρά.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Εκδόσεις Πατάκη