Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Μπιλιάρδο στις εννιάμισι - Heinrich Böll




Εκείνο το πρωί, ήταν η πρώτη φορά που ο Φάιμελ τής μίλησε αγενώς, σχεδόν άγρια. Της τηλεφώνησε κατά τις έντεκα και μισή· και μόνο ο ήχος της φωνής του δεν προμήνυε τίποτε καλό· τέτοιες μεταπτώσεις δεν τις συνήθιζε, και επειδή ακριβώς τα λόγια του παρέμεναν άψογα, ο τόνος του την τρόμαξε: σ' αυτή τη φωνή, από την ευγένεια είχε απομείνει μόνο το τυπικό μέρος, σαν να της είχε προσφέρει H2O αντί για νερό.

"Βγάλτε, παρακαλώ", της είπε, " από το γραφείο σας την κόκκινη καρτούλα που σας είχα δώσει πριν από τέσσερα χρόνια". Εκείνη άνοιξε με το δεξί της χέρι το συρτάρι του γραφείου της, παραμέρισε μια σοκολάτα, το πανάκι και το μπράσο για το γυάλισμα κι έβγαλε την κόκκινη καρτούλα. "Διαβάστε μου, παρακαλώ, τι γράφει αυτή η κάρτα". Κι εκείνη, με τρεμάμενη φωνή, διάβασε: "Διαθέσιμος οποιαδήποτε στιγμή για τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, την κόρη μου, τον γιο μου και τον κύριο Σρέλλα, και για κανέναν άλλο".
Το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι είναι η ιστορία της οικογένειας Φάιμελ, τριών γενεών της οικογένειας, ανήμερα των γενεθλίων του γενάρχη Χάινριχ Φάιμελ, κάποια μέρα του Σεπτέμβρη του 1958. Και μέσω της οικογενειακής αυτής ιστορίας, με τη δράση να εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μίας και μόνο μέρας, σε ένα απόλυτο παρόν, ο Μπέλ -αυτός ο πολέμιος των προσπαθειών για λήθη που επικράτησαν στη Γερμανία μετά το τέλος του ναζισμού- θα φέρει τους ήρωές του -και κατ' επέκταση τον αναγνώστη- αντιμέτωπους με το ζοφερό παρελθόν, αντιμέτωπους με ένα παρελθόν για το οποίο ελάχιστοι μιλούσαν εκείνη την περίοδο.

Οικογένεια Φάιμελ, μια οικογένεια αρχιτεκτόνων. Ο Χάινριχ έχτισε -ανάμεσα σε άλλα και το αβαείο του Αγίου Αντωνίου-, ο γιος του Ρόμπερτ γκρέμισε -ανάμεσα σε άλλα και το αβαείο του Αγίου Αντωνίου- και ο εγγονός Γιόζεφ προσπαθεί να αποφασίσει τίνος την κατεύθυνση να ακολουθήσει, στεκόμενος πάνω από τα ερείπια του αβαείου του Αγίου Αντωνίου. Στο Μπιλιάρδο στις εννιάμισι, χαρακτηριστικό δείγμα της λογοτεχνίας των ερειπίων, τα ερείπια είναι πρωτίστως πραγματικά και ακολούθως συμβολικά.

Οι τρεις αντρικές μορφές κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Η γιαγιά, κλεισμένη από χρόνια σε κλινική, μια αναχωρήτρια της καθημερινότητας, εκείνης της καθημερινότητας, κατέχει έναν ρόλο κλειδί στην ιστορία, όντας εκείνη που συνειδητά αναμετράται διαρκώς με το παρελθόν, που αρνείται να ξεχάσει, που δεν δέχεται μια καθολική συγχώρεση των πάντων στο όνομα μιας νέας αρχής. Η Λεονόρε, που δουλεύει στο γραφείο μελετών του Ρόμπερτ, ο Χούγκο, που δουλεύει στο ξενοδοχείο που ο Ρόμπερτ παίζει καθημερινά μπιλιάρδο στις εννιάμισι, και η Μαριάνε, η σύντροφος του Γιόζεφ, είναι οι τρεις ακροατές, οι τρεις μάρτυρες των ιστοριών των τριών Φάιμελ. Και τέλος ο Σρέλλα, που την ημέρα εκείνη θα επιστρέψει μετά από είκοσι τόσα χρόνια εξορίας. Οι ήρωες του μυθιστορήματος αποτελούν τη βάση του, όπως οι άνθρωποι αποτελούν τη βάση της ιστορίας, και μόνο μέσα από μία πολυφωνική αφήγηση θα ήταν δυνατό να αποπειραθεί κανείς να αποδώσει την ιστορία, να συνθέσει μια μνήμη συλλογική. 

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε μία μέρα, σε ένα διαρκές σήμερα, και με αφετηρία αυτό το σήμερα οι ήρωες εκκινούν προς το παρελθόν, ανασύρουν μνήμες, επιχειρούν να επουλώσουν τραύματα, να κατευνάσουν τον θυμό, να δικαιολογηθούν, να εξυψωθούν. Δεν είναι εύκολο να βρουν τους κατάλληλους ακροατές, ακόμα και εκείνοι που τελικά επιλέγουν δεν είναι σίγουρο πως τους καταλαβαίνουν.

Ο αγώνας ενάντια στη λήθη ούτε εύκολος είναι ούτε αναίμακτος, αλλά ούτε και αντικειμενικός. Πρέπει να δίνεται, ακόμα και αν δυσαρεστεί. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα εθελοτυφλώντας κανείς είναι σχεδόν σίγουρο πως θα πέσει και πάλι. Το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Και δεν είναι σπουδαίο μόνο για τα όσα διαπραγματεύεται, είναι σπουδαίο για τον λογοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο Μπελ μάχεται ενάντια στη λήθη.

υγ. Τα επίμετρα της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου και του Γιάννη Πάγκαλου συμπληρώνουν ιδανικά τη σημαντική αυτή έκδοση.

υγ.2 Σύντομα από τις εκδόσεις Πόλις αναμένεται η κυκλοφορία σε νέα μετάφραση του πλέον αγαπημένου μου βιβλίου του Μπελ, Οι απόψεις ενός κλόουν, το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει.

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πόλις  

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Ένας έρωτας - Dino Buzzati


 
Ένα πρωινό του Φλεβάρη του 1960, στο Μιλάνο, ο αρχιτέκτονας Αντόνιο Ντορίγκο, ετών σαράντα εννέα, τηλεφώνησε στην κυρία Ερμελίνα.
Ο Ντορίγκο είναι τακτικός πελάτης και η κυρία Ερμελίνα φροντίζει να ικανοποιεί πάντα τις επιθυμίες του, με εχεμύθεια και διακριτικότητα, διαθέτοντας τα καλύτερα κορίτσια. Επαγγελματικά επιτυχημένος και αμετανόητος εργένης ο Ντορίγκο θα δει τα πάντα να ανατρέπονται όταν θα ερωτευτεί τη Λάιντε, ένα από τα κορίτσια της κυρίας Ερμελίνα. Εκείνη τον σέρνει από τη μύτη και εκείνος όλο λέει πως θα ξεκόψει.

Αυτή είναι η υπόθεση του μυθιστορήματος Ένας έρωτας του σπουδαίου συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι, και αντιλαμβάνομαι τον σκεπτικισμό κάποιων από εσάς, γιατί τον ένιωσα αρκετά έντονο κι εγώ μέχρι κάποια σελίδα, φλερτάροντας ακόμα και με την ιδέα να παρατήσω το βιβλίο αυτό, που έμοιαζε με σαπουνόπερα, κι εγώ δεν περίμενα κάτι τέτοιο επιλέγοντας το συγκεκριμένο βιβλίο και γνωρίζοντας το ύφος του Μπουτζάτι, όμως σχετικά σύντομα, και αφού ένα βράδυ έτυχε να διαβάσω αρκετές σελίδες μαζεμένες, η προσοχή μου πέρασε οριστικά από την υπόθεση στον τρόπο με τον οποίο ο γεννημένος το 1906 στο Μπελούνο συγγραφέας διηγείται αυτή την απλοϊκή ιστορία. Και τότε άρχισα να απολαμβάνω πραγματικά το μυθιστόρημα, διαβάζοντας μάλιστα ξανά τις πρώτες σελίδες, και να παρατηρώ -ή να υποθέτω τουλάχιστον- τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος -ο Μπουτζάτι στην προκειμένη περίπτωση- να γράψει σπουδαία λογοτεχνία με τα πλέον φτηνά και απλοϊκά υλικά, να παραδώσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα μεταμφιεσμένο σε λογοτεχνία για το σύνολο του αναγνωστικού κοινού, χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς.

Δεν μπορώ βέβαια να ξέρω -ή να υποθέσω- τα κίνητρα του Μπουτζάτι, ο οποίος σε μεγάλη σχετικά ηλικία και με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του αποφάσισε να γράψει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ενώ στην περίπτωση του Βραζιλιάνου Μάριο Αντράντε, για παράδειγμα, υπήρχε ένα θεωρητικό κείμενο που εξηγούσε τις προθέσεις του μοντερνιστή συγγραφέα. Και αναφέρομαι στην περίπτωση του Αντράντε εξαιτίας της συγγένειας του Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο με το Ένας έρωτας, δύο απλοϊκές, σχεδόν χαζές ιστορίες, δοσμένες με τον τρόπο της σπουδαίας λογοτεχνίας, -στην περίπτωση του Αντράντε κυρίως- στην υπεραιχμή της λογοτεχνικής πρωτοπορίας.

Μία από τις ερμηνείες που σκέφτηκα -αυθαίρετη και πιθανότατα αβάσιμη- είναι εκείνη της ανολοκλήρωτης σάτιρας. Ο Μπουτζάτι, σκέφτηκα, θέλει να σατιρίσει τον Αντόνιο Ντορίγκο, και μέσω αυτού ένα σωρό πράγματα ακόμα, όπως την εποχή, το Μιλάνο, τη λογοτεχνία κτλ. κτλ. Και ξεκινάει, σκέφτηκα, έχοντας αυτό στο μυαλό του, τη σάτιρα, όμως σύντομα συνειδητοποιεί πως τρέφει κάποια αισθήματα για τον πρωταγωνιστή του, ταυτίζεται μαζί του ή τον λυπάται, αναλογίζεται τη δύναμη του έρωτα και την ήττα της λογικής, καταλαβαίνει πως η καρικατούρα που ήθελε να δημιουργήσει διαθέτει κάτι το έντονα ανθρώπινο. Και κάπως έτσι συνεχίζει την εξιστόρηση, και βυθίζεται όλο και περισσότερο στην προσπάθεια κατανόησης -και δικαιολόγησης στα μάτια του αδηφάγου αναγνώστη- του Ντορίγκο.

Όπως και αν έχει, όποιες και εάν ήταν οι συγγραφικές επιδιώξεις, το Ένας έρωτας είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα έργα του Μπουτζάτι, που παρά τη βαρετή υπόθεση και τη ροπή προς τα στερεότυπα, διαθέτει αρκετές αρετές ικανές να ανταμείψουν τον επίμονο αναγνώστη.


Μετάφραση Μαρία Οικονομίδου
Εκδόσεις Μεταίχμιο


Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Ευγνωμοσύνη





Αναλογίζομαι όλους εκείνους που έσκυψαν πάνω από μια κόλλα λευκό χαρτί και τη γέμισαν με λέξεις,
οδηγημένοι από απογοητεύσεις ερωτικές,
                    από ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο,
                    από ένα τεράστιο Εγώ,
                    ή από πλήξη
 αναλογίζομαι πόσο επηρέασαν τη ζωή μου άπαξ και δια παντός,
την έμπνευση, το στήριγμα και το καταφύγιο που μου πρόσφεραν,
αγνοώντας πλήρως την ύπαρξή μου,
και νιώθω ευγνωμοσύνη.   


υγ. Σήμερα το ιστολόγιο ανάβει και σβήνει εννέα κεράκια

       

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Κανακύ - Joseph Andras




Ο δημοσιογράφος εξετάζει, ο ιστορικός φωτίζει, ο αντάρτης αναπτύσσει, ο ποιητής συναρπάζει· απομένει στον συγγραφέα να πορευτεί ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς αδερφούς: δεν έχει την επιφύλαξη του πρώτου, την απόσταση του δεύτερου, την πειθώ του τρίτου, ούτε την ορμή του τελευταίου. Έχει μόνο την ελευθερία του, και μιλάει αυτοπροσώπως, πάει κι έρχεται, κουτσαίνοντας καμιά φορά, ανάμεσα στις βεβαιότητες και τα κουτσομπολιά, τις κραυγές των σωθικών και τις ετυμηγορίες, τα δάκρυα των ματιών και τον ίσκιο των δέντρων.
Κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανατολικά της Αυστραλίας, βρίσκεται ένα σύμπλεγμα νησιών, η Νέα Καληδονία, έδαφος παραδόξως γαλλικό, ένα από τα τελευταία υπεράκτια κατάλοιπα μιας αλλοτινής αυτοκρατορίας. Οι Κανάκ, μία εκ των αυτόχθονων φυλών, παλεύουν εδώ και χρόνια για την ανεξαρτησία τους. Την άνοιξη του 1988, σε μια σπηλιά του νησιού της Ουβεά, μια υπόθεση αρπαγής ομήρων αστυνομικών από ομάδα αυτόχθονων αυτονομιστών καταλήγει σε επέμβαση του γαλλικού στρατού. Ανάμεσα στα είκοσι ένα θύματα και ο φερόμενος ως αρχηγός των αυτονομιστών, Αλφόνς Ντιανού.

Το περιστατικό της αιματοβαμμένης απελευθέρωσης των ομήρων και όσων, αποτυχημένων τελικά, διαπραγματεύσεων προηγήθηκαν, είναι ιδιαίτερα γνωστό στη γαλλική κοινή γνώμη, για προφανείς λόγους, αλλά και λόγω της τότε πολιτικής συγκυρίας: παραμονές εκλογών, με την ταυτόχρονη παρουσία Μιτεράν και Σιράκ στις θέσεις του προέδρου και του πρωθυπουργού. Εκείνο που ιντρίγκαρε τον Ζοζέφ Αντράς, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ήταν μία φωτογραφία του Αλφόνς Ντιανού τραβηγμένη μετά το τέλος της ομηρίας, φωτογραφία που δημιούργησε στον συγγραφέα την έντονη επιθυμία να ψάξει για απαντήσεις και να συνθέσει το προφίλ εκείνου του ανθρώπου, για τον οποίο διάφορες απόψεις εκφράστηκαν κατά καιρούς· τα μέσα και οι πολιτικοί τον αποκάλεσαν τρομοκράτη και βάρβαρο, ενώ αρκετοί από τους συμπατριώτες του τον θεωρούν χαρισματικό, οπαδό της μη βίας και ήρωα του αγώνα για την ανεξαρτησία.

Ο Ζοζέφ Αντράς λοιπόν διηγείται την ιστορία της έρευνάς του, το ταξίδι του δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Γαλλία, την προσπάθεια να καταλάβει και να αξιολογήσει ένα σωρό από ποικιλοτρόπως ως τότε απαντημένα ερωτήματα σχετικά με την υπόθεση εκείνη και κυρίως με τον ρόλο που έπαιξε ο Αλφόνς. Μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα λοιπόν γύρω από ένα περιστατικό για το οποίο στην Ελλάδα ελάχιστα γνωρίζουμε, για μία χώρα μακρινή και εξωτική, για τον αγώνα της για ανεξαρτησία. Ο Αντράς προσπαθεί με μανία να ξεφύγει από την κυρίαρχη αφήγηση, αν και διαβάζει και μελετά απομνημονεύματα και πηγές της γαλλικής πλευράς, ταξιδεύει ως την Κανακύ και επιχειρεί να συναντήσει από κοντά ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στην ομηρία, που γνώριζαν τον Αλφόνς. 

Άπαξ και οι ερωτήσεις ξεκινήσουν δύσκολα σταματούν. Έτσι και εδώ, τα ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα του νεκρού, σύντομα θα μετατραπούν σε ερωτήματα σχετικά με την πολιτική πάλη, με την έννοια της πατρίδας, τη βία ως μέσο και το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Εκείνο που κάνει το βιβλίο τρομερά ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ο Αντράς ταξιδεύει μέχρι εκεί με πραγματική απορία σχετικά με τον Αλφόνς και όχι για να επιβεβαιώσει κάποιο εκ των προτέρων κατασκευασμένο και προαποφασισμένο ηρωικό προφίλ του Αλφόνς. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι πολιτικές απόψεις του συγγραφέα μένουν εκτός κειμένου, άλλωστε πρόκειται για ένα έντονα πολιτικοποιημένο πρόσωπο, που δεν αποδέχθηκε το Βραβείο Γκονγκούρ για το πρώτο του μυθιστόρημα Για τα πληγωμένα μας αδέρφια, με θέμα την Αλγερία.       

Η λογοτεχνικότητα δεν απουσιάζει. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα απλό δημοσιογραφικό κείμενο, ο αφηγηματικός τρόπος του Αντράς είναι ιδιαίτερος και αρκετά προσωπικός, κοφτός και στακάτος, χωρίς όμως να απουσιάζει η ομορφιά του τόπου και των ανθρώπων. Εν ολίγοις, το Κανακύ είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο, τόσο θεματικά όσο και λογοτεχνικά.

Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας 
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Επιχείρηση σφαγή - Rodolfo Walsh





Η Επιχείρηση Σφαγή του Ροδόλφο Ουόλς είναι το πρώτο μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, γραμμένο δέκα χρόνια πριν εγκαινιάσει το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε τη non-fiction λογοτεχνία. Ένα δημοσιογραφικό αφήγημα σαν μυθιστόρημα, χωρίς μύθο αλλά με πραγματικά γεγονότα. Και είναι μία σημαντική έκδοση, που άργησε έξι δεκαετίες, γεγονός παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς την αγάπη μας προς τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. 
Η πρώτη είδηση για τις μυστικές εκτελέσεις του Ιουνίου του 1956 έφτασε σ' εμένα εντελώς τυχαία, στα τέλη της χρονιάς εκείνης, σε ένα καφέ της Λα Πλάτα όπου οι θαμώνες έπαιζαν σκάκι και κουβέντιαζαν περισσότερο για τον Κέρες ή τον Νιμζόβιτς παρά για τον Αραμπούρου και τον Ρόχας, και η μοναδική στρατηγική επιχείρηση που είχε κάποια φήμη εκεί ήταν η εφ' όπλου λόγχη επίθεση του Σλέχτερ στο σικελικό άνοιγμα.
Και κάπως έτσι, σχεδόν τυχαία, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ροδόλφο Ουόλς θα αρχίσει να ερευνά τις μυστικές εκτελέσεις της 9ης Ιουλίου 1956, για τις οποίες το καθεστώς υποστήριζε πως έγιναν στα πλαίσια του στρατιωτικού νόμου, που όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε και παρουσίασε στη δικαιοσύνη ο Ουόλς, δεν τέθηκε σε ισχύ παρά στις 10 Ιουλίου, και επομένως οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις είχαν προηγηθεί.

Συγγραφέας αστυνομικών ο Ουόλς ήρθε κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιμέτωπος με μαρτυρίες και γεγονότα που ξεπέρασαν κατά πολύ την όποια μυθοπλαστική ικανότητα πίστευε πως κατείχε, άλλωστε η πραγματικότητα συνηθίζει να ξεπερνά τη φαντασία, ιδιαίτερα σε φρίκη. Όμως το υλικό που προέκυψε από την έρευνα δεν θα ήταν αρκετό ώστε να θεωρηθεί λογοτεχνία, αν δεν ήταν λογοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο ο Ουόλς αφηγείτο την ιστορία της 9ης Ιουλίου 1956 και όσα ακολούθησαν.

Η Επιχείρηση σφαγή είναι γραμμένη με τρόπο που απευθύνεται ακόμα και στον πλέον αδαή περί αργεντίνικης ιστορίας αναγνώστη, είναι όμως επίσης γραμμένη με τρόπο που θα παρακινήσει τον αναγνώστη να ενδιαφερθεί και να διαβάσει. Ένα βιβλίο πολιτικό, για την αυθαιρεσία των καθεστώτων, για την ανελευθερία και την καταπάτηση των δικαιωμάτων, για τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης. Ένα βιβλίο για τη δημοσιογραφία μιας άλλης εποχής. Ένα βιβλίο που διαβάζεται πυρετωδώς σαν μυθιστόρημα, όμως δυστυχώς δεν είναι μυθιστόρημα αλλά ντοκουμέντο.

Η έκδοση του βιβλίου, όπως μπορεί ο οποιοσδήποτε να φανταστεί, συνάντησε ανυπέρβλητες δυσκολίες, ο Ουόλς όμως -και αρκετοί γενναίοι σύντροφοι- δεν τα παράτησε, περνώντας στην απέναντι πλευρά για το καθεστώς, που παρά τις αλλαγές σε πρόσωπα, τον κυνήγησε. Το 1976 η κόρη του θα δολοφονηθεί. Τελευταίο του κείμενο -που περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση- είναι η Ανοιχτή επιστολή ενός συγγραφέα προς τη χούντα. Δολοφονήθηκε από τη διδακτορία του Βιντέλα. Το πτώμα του εξαφανίστηκε.
 

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Σάμα - Antonio Di Benedetto



Βγήκα από την πόλη, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, για μια μοναχική συνάντηση με το πλοίο που περίμενα, δίχως να ξέρω πότε θα 'ρθει.
Έφτασα ως την παλιά αποβάθρα, μια κατασκευή ανεξήγητη, μιας και η πόλη με το λιμάνι της βρίσκονταν πάντα στην ίδια θέση, ένα τέταρτο της λεύγας πιο πάνω στο ποτάμι.
Ανάμεσα στους ξύλινους πασσάλους της, λωρίδες ποταμίσιου νερού στροβιλίζονταν ορμητικά.
Το 1956, ο τριαντατετράχρονος τότε Αντόνιο Ντι Μπενεντέττο θα ζητήσει και θα λάβει άδεια από την εφημερίδα στην οποία δούλευε, θα απομονωθεί σε ένα άδειο σπίτι και μέσα σε δεκαοκτώ μέρες θα γράψει το Σάμα. 

Το βιβλίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα στα θύματα της προσμονής. Θύμα της προσμονής είναι άλλωστε και ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο δον Ντιέγο ντε Σάμα, αξιωματούχος του ισπανικού στέμματος, ο οποίος έχει μετατεθεί εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του, υποβαθμιζόμενος από διοικητής περιφέρειας σε νομικό σύμβουλο, σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται αλλά μοιάζει να είναι η Ασουνσιόν της Παραγουάης. Εκεί, μακριά από ό,τι γνωστό για τον ίδιο έως τότε, μακριά από την οικογένειά του, δεν του απομένει άλλο παρά να προσμένει. Την πολυπόθητη μετάθεση, ένα γράμμα από τη γυναίκα του, Μάρτα, τον μισθό του, που όλο καθυστερεί, μία ερωτική περιπέτεια. Δρα ελάχιστα αφήνοντας τις ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο στην τύχη ή στη μεγαλοθυμία κάποιου διοικητικά ανωτέρου. Ο Σάμα ζει διαρκώς στο μέλλον.

Ο Μπενεντέτο, αν και φλερτάρει έντονα με το ιστορικό μυθιστόρημα, δεν γράφει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους. Το Σάμα εκτυλίσσεται στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μία περίοδο καθοριστική για την πολιτική και κοινωνική διαμόρφωση των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Καχύποπτος απέναντι σε ένα περιβάλλον εχθρικό, ο Σάμα αφήνεται να παρασυρθεί από την εκεί καθημερινότητα, η οποία αργά και σταθερά τον απομακρύνει από τις άλλοτε σταθερές της ζωής του και τον απομονώνει σε μία αχανή αίθουσα αναμονής. Η ανάμνηση της προσμονής ολοένα και ξεθωριάζει.

Ο αναγνώστης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον θυμό και τον οίκτο, καθώς η εικόνα τού παραιτημένου από τη δράση Σάμα αναδίδει κάτι γνώριμο, κάτι οικείο, κάτι όμως αποκρουστικό για τον παρατηρητή, μια άρνηση -τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με μια τέτοια αντίδραση;-, μια αντίδραση δακτυλοδειξίας -μα κάνε επιτέλους κάτι, δράσε!-, μια αντίδραση μοιρολατρική -τι μπορεί να κάνει κάποιος όταν η ζωή τού τα φέρνει έτσι;


Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τόσο ταιριαστή, δίνει έναν ρυθμό πυρετικό στο σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα, το οποίο, εξαιτίας της μετάφρασής του στα αγγλικά, έφερε ξανά στην επιφάνεια το έργο του Μπενεντέτο, ενός συγγραφέα που γνώρισε την αποδοχή των ομοτεχνών του, αν και έζησε μακριά από τα λογοτεχνικά κέντρα.      

υγ. Πριν από τέσσερα χρόνια είχαν κυκλοφορήσει στα ελληνικά Οι αυτόχειρες (περισσότερα εδώ)

  
Μετάφραση Άννα Βερροιοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Λούμπεν μυθιστορηματάκι - Roberto Bolaño




Τώρα είμαι μητέρα και είμαι επίσης παντρεμένη γυναίκα, αλλά δεν πάει πολύς καιρός που ήμουν εγκληματίας. Ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε μείνει ορφανοί. Το γεγονός αυτό κατά κάποιο τρόπο τα δικαιολογεί όλα. Δεν είχαμε κανέναν. Και όλα συνέβησαν στο άψε-σβήσε.
Η Μπιάνκα ξεκινάει να διηγηθεί, σε πρώτο πρόσωπο, την ιστορία της ίδιας και του αδερφού της, που έμειναν ορφανοί, μια ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης στη Ρώμη. Και ξεκινάει σαν να απαντάει στην ερώτηση κάποιου, σαν ο αμέσως προηγούμενος ήχος να προέρχεται από το πάτημα του πλήκτρου rec σε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι. "Τώρα είμαι μητέρα και είμαι επίσης παντρεμένη γυναίκα", είμαι μία από όλους σας, εκείνη που η κοινωνία ανέμενε να είμαι, μια κανονική γυναίκα, παντρεμένη με παιδί.

Η αφήγηση της Λευκής (Μπιάνκα), χωρίς σε καμία περίπτωση να το αποσκοπεί, προκαλεί τη συγκίνηση, με έναν τρόπο μη προφανή, με μια διαφορετικού χαρακτήρα ειλικρίνεια, σαν να είναι η ιστορία της απλώς μια ιστορία όπως όλες οι άλλες. Η ποίηση εδώ απουσιάζει. Δεν αναφέρομαι στην ποιητικότητα του λόγου, αλλά στην απουσία της ποίησης και των ποιητών από τη συγκεκριμένη ιστορία. Υπάρχουν όμως αρκετά γνώριμα μπολιανικά μοτίβα· η άσκοπη περιδιάβαση στην πόλη, η εμμονή με την υποκουλτούρα, η γοητεία του εύκολου χρήματος, οι εφιάλτες, τα όνειρα για μια νέα ζωή. Θα είχε ενδιαφέρον να αντιπαραβάλει κανείς τη Μπιάνκα με την Αουξίλιο Λακουτούρ από το Φυλαχτό. Το ζεύγος των φίλων του αδερφού της αφηγήτριας, ο Μπολονέζος και ο Λίβιος, είναι οι πλέον μπολιανικοί, κομβικότατοι αν και δευτερεύοντες, χαρακτήρες του μυθιστορήματος, η ξαφνική εμφάνιση και εξαφάνιση των οποίων θέτει ένα ακόμα πριν και μετά στην ιστορία των δύο αδελφών, πέραν εκείνου της γονικής απώλειας.

Το Λούμπεν μυθιστορηματάκι είναι το τελευταίο έργο που εξέδωσε ο Μπολάνιο πριν από τον θάνατό του, και ενώ, με την υγεία του ολοένα να επιδεινώνεται, δούλευε ακατάπαυστα το 2666. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν, και συνεχίζουν να εκδίδονται, διάφορα, ολοκληρωμένα ή μη, έργα του, τα οποία, για διαφορετικούς πιθανότατα λόγους για το καθένα, ο ίδιος επέλεξε να μην εκδώσει. Σίγουρα δεν πρόκειται για μείζον έργο, συγκρινόμενο, αναπόφευκτα, με τα υπόλοιπα βιβλία του σπουδαίου Μπολάνιο. Δύσκολα ένας αναγνώστης, εκκινώντας από το συγκεκριμένο, θα αντιλαμβανόταν το μεγαλείο και τη σημασία του Χιλιανού συγγραφέα στον ρου της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει και πολλά. Με οποιαδήποτε άλλο όνομα να υπογράφει, χωρίς τη σύγκριση με τα αδέρφια του, η κρίση για το Λούμπεν μυθιστορηματάκι θα ήταν διαφορετική. Παρ' όλα αυτά ο Μπολάνιο ακόμα και στην ανισότητα του έργου του υπερέχει.

υγ. Επιπλέον παραπομπές σε αναρτήσεις αφιερωμένες στον Μπολάνιο: εδώ, Οι άγριοι ντετέκτιβ/ και εδώ, Το Παγοδρόμιο



Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα

   

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Η γυναίκα της άμμου - Κόμπο Αμπέ





Μια μέρα του Αυγούστου ένας άντρας εξαφανίστηκε. Επ' ευκαιρία των διακοπών του είχε φύγει για μια ακτή, κάπου μισή μέρα με το τρένο. Από τότε δεν ξανάδωσε σημεία ζωής. Όλες οι προσπάθειες να βρεθεί, οι αναζητήσεις μέσω της αστυνομίας, οι αγγελίες στις εφημερίδες, δεν κατέληξαν πουθενά.
Ο νεαρός δάσκαλος είχε πάθος με την εντομολογία. Εφοδιασμένος με τα κατάλληλα σύνεργα, και εκμεταλλευόμενος τις ολιγοήμερες διακοπές του σχολείου, πήρε το τρένο και κατέβηκε στον μικρό σταθμό της παραθαλάσσιας πόλης με τους αμμόλοφους, τους οποίους σκόπευε να εξερευνήσει προς αναζήτηση κάποιου σπάνιου εντόμου. Αφού πέρασε αρκετές ώρες περπατώντας και παρατηρώντας με προσοχή την άμμο, αποδέχτηκε την πρόσκληση μίας ομάδας ηλικιωμένων κατοίκων του κοντινού χωριού για φιλοξενία. Τα σπίτια του χωριού, αόρατα από την επιφάνεια, βρίσκονται σε κοιλότητες στο εσωτερικό των αμμόλοφων. Χρησιμοποιώντας μια ανεμόσκαλα θα κατέβει στο σπίτι μιας νεαρής κοπέλας. Δεν θα αργήσει να καταλάβει πως η πρόσκληση για φιλοξενία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια παγίδα· η ανεμόσκαλα θα τραβηχτεί και εκείνος θα απομείνει εγκλωβισμένος στο παράξενο αυτό σπίτι.

Ο άντρας, που δεν ένιωθε άνετα στην προηγούμενη ζωή του, που ασφυκτιούσε στο εργασιακό περιβάλλον, που αναζητούσε απαντήσεις σχετικά με την αγάπη και τον κοινό έγγαμο βίο, που αδυνατούσε να βρει κώδικες επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω του, θα βρεθεί ξαφνικά εγκλωβισμένος σε έναν αμμώδη θύλακα, σε μια αυστηρή κοινωνική δομή. Έτσι λοιπόν το παρελθόν, που τόσο το απεχθανόταν, μετατρέπεται σε συνώνυμο της ελευθερίας.

Μια ιστορία κλειστοφοβική, που κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον συμβολισμό, με έντονη και προφανή την επιρροή του Κάφκα, Η γυναίκα της άμμου είναι ένα μυθιστόρημα πολλών αναγνώσεων, που διαβάζεται απνευστί με ένα διαρκές αίσθημα αγωνίας. Ο Κόμπο Αμπέ, φλερτάροντας με την επιστημονική φαντασία, εγκλωβίζει τον ήρωά του στο ίδιο του το πάθος, δημιουργώντας ένα περιβάλλον τρομακτικό, δομημένο από το πλέον ελάχιστο σημείο ύλης, τον κόκκο της άμμου.  

Ιδιοφυές ως προς τη σύλληψη και με συνεπή χρήση του αρχικού ευρήματος, Η γυναίκα της άμμου δεν αποτελεί τυπικό παράδειγμα ιαπωνικής λογοτεχνίας, εκείνης την οποία με επιτυχία και διεθνή αναγνώριση υπηρέτησαν συγγραφείς όπως ο Καβαμπάτα, ο Τανιζάγκι, ο Μίσιμα ή ο Όε, είναι όμως μια λογοτεχνία εξωστρεφής, και είναι μάλλον παράδοξο το γεγονός πως δεν έχουν μεταφραστεί άλλα έργα του Αμπέ στα ελληνικά. Διαβάζοντας το Η γυναίκα της άμμου θα τολμούσα να πω πως μάλλον αποτέλεσε ισχυρή και καθοριστική επιρροή στα πρώτα έργα του Χαρούκι Μουρακάμι, όπως αυτό φαίνεται για παράδειγμα στο Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου (περισσότερα εδώ).

Η γυναίκα της άμμου δημοσιεύτηκε το 1962, μεταφράστηκε γρήγορα σε πολλές γλώσσες, ενώ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ιάπωνα σκηνοθέτη Τεσιγκαχάρα Χιρόσι το 1964 και τιμήθηκε με το Βραβείο των Κριτικών στο Φεστιβάλ των Καννών.

Μετάφραση Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος
Εκδόσεις Άγρα   
 

 

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

ρηχό νερό, σκιές - Άκης Παπαντώνης




Κατάπινε τη νυχτερινή ησυχία με κοφτές ζευγαρωτές αναπνοές, σκυφτή επάνω στο ποδήλατο· στα μισά του δρόμου που ανοιγόταν προς τα βορειοδυτικά, πέρα από τις Περιοχές 4 και 5, αντίκρισε ένα νεκρό πουλί στην άσφαλτο, ξεκοιλιασμένο, τυλιγμένο σε ένα λεπτό φιλμ βραδινής αχλής, γύρω του σκόρπια πούπουλα να ιριδίζουν και δίπλα του ένα άλλο πουλί, ολόιδιο, όρθιο, με τον λαιμό τεντωμένο· κι εκείνη πλησίαζε, έκανε πετάλι χωρίς να επιβραδύνει, χτυπούσε και ξαναχτυπούσε το κουδούνι, το όρθιο πουλί όμως δεν σάλευε, περιεργαζόταν ό,τι είχε απομείνει από τον συγγενή του με το βλέμμα (να ήταν άραγε ζευγάρι;) και ράμφιζε τον αέρα ενώ το ποδήλατο προσπερνούσε -από τη φόρα τα πούπουλα σηκώθηκαν μόλις πάνω απ' την άσφαλτο.
Τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου 1986 εκρήγνυται ο αντιδραστήρας Νο.4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας "Β. Ι. Λένιν", γεγονός που θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως Τσερνομπιλ, με τον τόνο να ανεβοκατεβαίνει· μία μαύρη μέρα, οι παρενέργειες της οποίας ακόμα καταγράφονται, ένα περιστατικό το οποίο αντί να γεννήσει ένα απόλυτο όχι απέναντι στην πυρηνική ενέργεια οδήγησε -όχι μόνο εν μέσω ψυχρού πολέμου- τη συζήτηση στα δήθεν ελλειπή μέτρα ασφαλείας. Αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της έκρηξης, επιλέγει ο Παπαντώνης για να θέσει το σημείο μηδέν της αφήγησής του, για να τοποθετήσει την ακίδα του διαβήτη του. Το πριν, η έκρηξη, το μετά. Το Πρίπιατ είναι η πόλη δορυφόρος του Τσερνόμπιλ. Ξεκινώντας από την 25η Απρίλη 1986, μία μέρα, λίγες ώρες για την ακρίβεια, πριν την έκρηξη, ο παντογνώστης αφηγητής θα μας διηγηθεί την ιστορία τεσσάρων οικογενειών.  

Τρεις γενιές. Το μεγάλο εμβαδόν στο παρελθόν· οι παππούδες και οι γιαγιάδες που υπέφεραν από τον μεγάλο πόλεμο, που πόνεσαν, απώλεσαν, κυνηγήθηκαν από εχθρούς και οικείους, όμως επέζησαν και διηγούνται, παλεύουν να ξεφύγουν από εκείνους τους δαίμονες, κάποιοι δεν τα καταφέρνουν, σέρνουν μαζί τους συνεχώς ένα κουτί με γράμματα, κοιτάζουν ξανά και ξανά τις ίδιες φωτογραφίες, κάποιοι νιώθουν πως βγήκαν νικητές, δεν είναι μόνο τα μετάλλια ανδρείας, είναι η αποφασιστικότητα στο βλέμμα· ο φόβος παραμονεύει. Το μεγάλο εμβαδόν στο παρόν· οι γονείς, η ενδιάμεση γενιά, μεγάλωσαν ακούγοντας τις ζοφερές διηγήσεις, σε ένα περιβάλλον που μέρα με τη μέρα έμοιαζε πιο σταθερό, προστατευμένο και προστατευτικό, που επέτρεπε τη λήθη, τη στροφή του βλέμματος, έστω και διστακτικά, προς τα εμπρός, ήρθαν αντιμέτωποι κυρίως με τις προσωπικές τους επιλογές, μια ζωή ιδιωτικού βάρους, αποτυχημένοι γάμοι, ανεκπλήρωτοι έρωτες, αναζήτηση ταυτότητας· το έδαφος αρχίζει πάλι να τρέμει. Το προσδοκώμενο εμβαδόν στο μέλλον· τα παιδιά παίζουν, το σκάνε κρυφά από τους γονείς τους, ζητούν την αγάπη, δελεάζονται απ' όσα φτάνουν από τα δυτικά, ζουν ανάμεσα στο σήμερα και τη φαντασία· ξημερώνει 26η Απριλίου 1986.

Αφήγηση σφικτή, δουλεμένη στη λεπτομέρεια, τίποτα περιττό να μη μείνει. Κάποιες στιγμές ασφυκτική. Το νήμα, που ενώνει τους σπόνδυλους του μυθιστορήματος, λεπτό μα ανθεκτικό, λειτουργεί αφηγηματικά και δεν εκβιάζει απλώς τη συνοχή. Γλώσσα ποιητική, ελαφρώς εξεζητημένη κάποιες στιγμές, σε ευθεία αντίστιξη με το σκηνικό, αλλά και χρήση λέξεων πιο μοντέρνων ή δανεισμένων από την αργκό, μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη στην αντίστιξη. Έχει σίγουρα ενδιαφέρον η απόπειρα του Παπαντώνη -όπως είχε διαφανεί και από τον Καρυότυπο- να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ένα είδος που θα το ονόμαζα στυλιζαρισμένο ρεαλισμό, διερευνώντας τα όρια της συναισθηματικής στεγανότητας μιας εγκεφαλικής κατασκευής.   

Η σιωπή μετά την έκρηξη είναι στιγμιαία, στη μνήμη των μαρτύρων όμως κρατάει για ώρες, για μέρες. Η αφήγηση απορροφά μέρος από τους ήχους, τις φωνές, τα κλάματα, τους συναγερμούς, τις κόρνες, τις εντολές. Κάποιες συχνότητες διαφεύγουν της μόνωσης· μια τζαμαρία θρυμματίζεται καθώς ένα παιδικό σώμα τη διαπερνά τρέχοντας. Η έκρηξη επιφέρει σύγχυση. Η χρονική ακρίβεια των γεγονότων γίνεται σχετική, ο χρόνος μετά την έκρηξη κυλάει διαφορετικά ακόμα και για έναν ψύχραιμο παντογνώστη αφηγητή. Αναγωγή των πάντων σε πριν και μετά. Όσο απομακρύνεται κανείς από το σημείο μηδέν, τόσο καθαρίζει η ατμόσφαιρα, μέχρι να συναντήσει το επόμενο σημείο μηδέν με τους καπνούς, που στέκουν για πάντα ακίνητοι θαρρείς, λες και ίχνος ανέμου δεν πέρασε από εκεί ποτέ, και την αιωρούμενη σκόνη, που δεν λέει να κατακάτσει. Η μνήμη. Ως συλλογικό κατασκεύασμα και ως ατομικό βίωμα. Οι ζωντανοί αναλαμβάνουν την αφήγηση, οι νικητές την επικράτηση. 

Για τον Παπαντώνη το Τσερνόμπιλ μοιάζει απλώς η αφορμή, η σκανδάλη, ένα μυθικό απόνερο της παιδικής ηλικίας, καθώς είναι γεννημένος το 1978. Ευκαιρία για έρευνα στα πλαίσια της μυθιστορηματικής αναβίωσης της εποχής, απόπειρα κατανόησης του τρόμου μπροστά σε μια καταστροφή· ματιά ανθρωποκεντρική, χωρίς απαντήσεις σε ερωτήματα ευθύνης και πολιτικής το ενδιαφέρον των οποίων εκ των υστέρων μοιάζει κενό, έστω αδιάφορο μυθιστορηματικά. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για το Τσερνόμπιλ αυτό, είναι ένα μυθιστόρημα για κάποιους ανθρώπους που ζούσαν εκεί κοντά στις 26 Απριλίου 1986.

Εκδόσεις Κίχλη