Τις νύχτες, κάποιες νύχτες, ακούω ξαφνικά ένα κρακ. Την πρώτη φορά τρόμαξα, δεν κατάλαβα. Μετά κατάλαβα, συνήθισα. Ήταν κάποιο πλακάκι που ξεκόλλαγε από τα τοιχώματα κι έπεφτε με πάταγο στον πάτο της άδειας πισίνας. Άλλο ένα, έλεγα. Και σκεφτόμουνα, με κλειστά μάτια, Πάει κι αυτή, γερνάει, γριά που της πέφτουν τα δόντια, που χάνει τα μαλλάκια της, ζαρώνει, ξεραίνεται το δέρμα της, κρακ κρακ, και το πρωί θα πρέπει να τρέξω πάλι στον πλακά να βρω πλακάκι, ίδιο χρώμα, ίδιο μέγεθος, να το αντικαταστήσω, να κλείσω την πληγή στο τοίχωμα, να την καλλωπίσω με κόλλες και τσιμεντάκι, να μη φαίνονται τα γεράματα ούτε οι τσόντες, προσεχτική δουλειά, επιμελημένη, με ακρίβεια μακιγιέρ, ωραία πάλι να φαίνεται, σαν να μην έγινε ποτέ.
Φύλακας στην πισίνα, στην άδεια πισίνα ψηλά πάνω στον λόφο. Μέρος ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, που έμεινε ημιτελές, το νερό ποτέ δεν έβρεξε τα τοιχώματά της. Εκείνος όμως μένει πιστός στο χρέος του, φροντίζει την πισίνα στην οποία βρίσκουν καταφύγιο ερωτευμένοι, εθισμένοι, κυνηγημένοι. Μάχεται τη φθορά του χρόνου, μάχεται τη φθορά των βανδάλων, μπαλώνει τα σημάδια που αφήνουν στο κορμί της. Κάτω απλώνεται η πόλη. Σκέφτεται μια παράξενη συνάντηση στην οδό Καπνοκοπτηρίου: δύο άντρες, ο Μεσιέ Μπεγκουά και ο Δάσκαλος, διασταυρώνουν τα φιλοσοφικά τους πυρά με αφορμή ένα φαινομενικά απλό σχέδιο στον τοίχο. Ένας ποδηλάτης περιφέρεται στην πόλη με ένα πλακάτ διπλής όψεως περασμένο στο λαιμό του: Συγγράφω υπέροχες ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ Πολυετής πείρα στο πένθος Τηλ... Ο Μπεγκουά θα του δείξει δύο πολυκαιρισμένες φωτογραφίες: έστω ότι αυτός είναι ο παππούς σου και αυτή η μάνα σου, θα μου γράψεις δύο νεκρολογίες;
Κάπου ανάμεσα στη μνήμη και την ανασύστασή της στέκεται το τελευταίο μυθιστόρημα του Μιχάλη Φακίνου, στο σημείο όπου η πραγματικότητα συναντά αναπόφευκτα τη φαντασία και το όνειρο. Ονειρικό λοιπόν, και με διάθεση ποιητικού στοχασμού, το μυθιστόρημα αφορά τη σημερινή πόλη, τη σημερινή Αθήνα, με το βάρος των χρόνων και των περασμένων, με τα ερείπια των ανεκπλήρωτων σχεδίων από τη μία, και τα συντρίμμια της αναπόφευκτης φθοράς από την άλλη. Ο συγγραφέας υπαινίσσεται περισσότερα απ' όσα μαρτυρά, καλεί τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει, γνωρίζοντας πως ο καθένας θα ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο.
Ο Φύλακας στην πισίνα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο τέλος της ανάγνωσης σκέφτηκα πως ήταν άνισα μεταξύ τους, τώρα, λίγες μέρες μετά, σκέφτομαι πως ίσως πρόκειται για δύο εκδοχές του ίδιου μυθιστορήματος και πως εγώ απλώς προτιμώ την πρώτη, που, παρότι χωρισμένη σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, μου άφησε μια αίσθηση πιο συμπαγή και ολοκληρωμένη, δικαιολόγησε και μετέδωσε το ονειρικό και αναγνωστικά με καθήλωσε.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για βιβλία όπως αυτό, εξαιτίας της φύσης του, είναι εύκολο όμως να προτείνεις σε κάποιον να προχωρήσει σε μια αναγνωστική δοκιμή.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου