Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Περίγραμμα - Rachel Cusk





Η Φαίη, συγγραφέας στο επάγγελμα, έρχεται στην Αθήνα για να διδάξει σε ένα μηνιαίο πρόγραμμα δημιουργικής γραφής. Εκεί, θα συναντήσει γνωστούς της από προηγούμενες επισκέψεις της, θα κάνει νέες γνωριμίες, θα περπατήσει στην πόλη, θα κολυμπήσει στη θάλασσα, θα μείνει σε ένα ξένο διαμέρισμα και θα βρεθεί στην τάξη, ανάμεσα σε υποψήφιους νέους συγγραφείς και συναδέλφους. Το Περίγραμμα αποτελείται ουσιαστικά από δέκα συνομιλίες, δέκα στιγμιότυπα από τη στιγμή που η αφηγήτρια άφησε την Αγγλία για να έρθει στα μέρη μας. 
Το διαμέρισμα ήταν ιδιοκτησία μιας γυναίκας ονόματι Κλέλια, που θα έλειπε το καλοκαίρι από την Αθήνα. Βρισκόταν σ' ένα στενό δρομάκι, ίδιο χαράδρα πνιγμένη στις σκιές, με τα κτήρια πανύψηλα δεξιά και αριστερά. Απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας, στη γωνία, υπήρχε ένα καφέ με μεγάλη τέντα κι αποκάτω τραπεζάκια, που ποτέ δεν ήταν άδεια. Το καφέ είχε μια μεγάλη πλαϊνή τζαμαρία που έβλεπε στο στενό πεζοδρόμιο. Μια τεράστια φωτογραφία κάλυπτε εντελώς τον απέναντι τοίχο τού πεζοδρομίου. Έδειχνε κόσμο πολύ καθισμένο έξω σε τραπεζάκια δημιουργώντας μια πολύ πειστική αυταπάτη.
Η Φαίη λειτουργεί κυρίως ως παρατηρήτρια. Παρατηρεί και καταγράφει όσα οι άνθρωποι τής λένε και όσα εκείνη συναντά, ελάχιστα αποκαλύπτει ευθέως για τον ίδιο της τον εαυτό, για την ταυτότητά της ή για το παρελθόν της, και όμως, ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο νιώθει να γνωρίζει αρκετά καλά το περίγραμμα της ζωής της. Ο τρόπος της αφηγήτριας να παρατηρεί είναι ευδιάκριτα συγγραφικός, διαθέτοντας την απαιτούμενη οξύνοια και μια διαρκή επιθυμία μετατροπής του πλέον απλού ερεθίσματος σε λογοτεχνία. Οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές είναι εργαλεία που κουβαλά διαρκώς μαζί της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μεγάλα και μαλλιαρά αδέσποτα σκυλιά του κέντρου, που από μακριά, λέει η Φαίη, μοιάζουν συχνά με γυναίκες τυλιγμένες στα γουναρικά τους, ξερές από το ποτό. Και έχει ενδιαφέρον αυτή η σκέψη, γιατί μια εικόνα χαρακτηριστική της Αθήνας έρχεται να συναντήσει μια εικόνα χαρακτηριστική των βόρειων χωρών, που η συγγραφέας φέρει ως προσλαμβάνουσα. Σε σημεία όπως αυτό, ανάμεσα σε άλλα, έγκειται και η λογοτεχνικότητα του κειμένου, εκείνο που το κάνει να ξεχωρίσει από ένα απλό ημερολόγιο ταξιδίου, άλλωστε εδώ είναι και το σημείο στο οποίο ριζώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την προσωπική αυτή ιστορία, του αναγνώστη τουλάχιστον που δεν ενδιαφέρεται απλώς και μόνο για το κουτσομπολιό. Ως ιστορία δεν παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις ιστορίες των κοντινών μας ανθρώπων, οι οποίες μας αφορούν όλους σαφώς περισσότερο, είναι όμως ο τρόπος της Κασκ να αφηγείται που σαγηνεύει τον αναγνώστη, που τον βυθίζει σε αυτή την προσωπική αφήγηση σε τέτοιο βαθμό που παύει να αναρωτιέται αν όλα αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα ή αν είναι αποκύημα της φαντασίας.   

Ειδικότερο ενδιαφέρον έχουν οι παρατηρήσεις της Φαίη για το πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, το αν για παράδειγμα αλλοιώνει τους στόχους του προγράμματος η επιλογή της αγγλικής ως γλώσσας εργασίας, γλώσσας που δεν είναι η μητρική των μαθητών. Ερώτημα από το οποίο ξεπηδά αναπόφευκτα ένα μεγαλύτερο: μπορεί κανείς να γράψει με αξιώσεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του; Αλλά και η αποτύπωση κάποιων σκηνών του μαθήματος, με τις αντιδράσεις των σπουδαστών, με την ικανότητά τους -ή τη θέλησή τους αν προτιμάτε- να αφεθούν συναισθηματικά και δημιουργικά ως μέλη μιας ομάδας άγνωστων μέχρι πρότινος ανθρώπων. Αλλά και η Αθήνα μέσα από τα μάτια μιας ξένης, με χαρακτηριστικά ταξιδιώτη και όχι τουρίστα, που η παραμονή της στην Αθήνα αποτελεί μια συνέχεια της ζωής της και όχι ένα διάλειμμα απ' αυτή. Αλλά ακόμα και οι σκέψεις για το σπίτι στο οποίο μένει, ο τρόπος που κινείται μέσα σε έναν χώρο προσωπικό από τον οποίο απουσιάζει η ιδιοκτήτρια, μια ιδιότυπη εισβολή, αυτή η νέα συνθήκη που έφερε -και συνεχίζει να φέρνει- το Airbnb στις ζωές μας.

Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Κώστας Καλτσάς, στο απόλυτα εναρμονισμένο με το ύφος του βιβλίου επίμετρο, κάθε φορά που κάποιος αναφέρεται στο είδος της μυθιστορηματοποιημένης αυτοβιογραφίας ως κάτι το πρόσφατο είναι σίγουρο πως ο Προυστ θα εκφράζει τις αντιρρήσεις του, μειδιώντας ίσως με τον τρόπο του. Στην περίπτωση της Κασκ, και αρκετών ακόμα, δεν διακυβεύεται, θεωρώ, το αν ανήκουν ή όχι στο λογοτεχνικό είδος του autofiction -αν μπορεί κανείς να το ονομάσει είδος και όχι απλώς μια πρόσκαιρη μόδα-, αλλά, το αν πρόκειται για καλή λογοτεχνία, κάτι το οποίο είναι σημαντικό να απαντηθεί για κάθε λογοτεχνικό κείμενο. Στην περίπτωση της Κασκ, ασχέτως αν κάποιος ενθουσιαστεί ή όχι με το Περίγραμμα, θεωρώ πως είναι κοινώς αποδεκτό πως όχι μόνο πρόκειται για καλή λογοτεχνία -πολύ καλή για την ακρίβεια-, αλλά επιπλέον έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία που κομίζει κάτι συγκαιρινό, που αποτυπώνει λογοτεχνικά τη σύγχρονη κοινωνική τάση, τον τρόπο για παράδειγμα που οι άνθρωποι σχετίζονται στον 21ο αιώνα, την ευκολία με την οποία μοιράζονται προσωπικά τους ζητήματα με ανθρώπους που σχεδόν δεν γνωρίζουν, στον πραγματικό ή στον ψηφιακό κόσμο, ή ακόμα και τον αποχαρακτηρισμό κάποιων θεμάτων που κάποτε έφεραν βαριά την ταμπέλα του ταμπού. Και ίσως εντονότερα από τα παραπάνω, εκείνο το οποίο φέρνουν στο προσκήνιο βιβλία όπως της Κασκ είναι η διαρκώς αυξανόμενη επικράτηση του εγώ, του κάθε ενός από τα δισεκατομμύρια εγώ του πλανήτη, η ανάγκη του να πει όχι μόνο τη δική του ιστορία, αλλά και την ιστορία του κόσμου ολόκληρου, θαρρείς, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από την επιτυχία και τον τρόπο χρήσης των κοινωνικών δικτύων, αλλά και να μιλήσει για τις μικρές κοινότητες μέσα στο μεγάλο πλήθος, τον τρόπο με τον οποίο αυτές σχηματίζονται και λειτουργούν, τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ανάγκη του καθενός μας να ανήκει κάπου.

Το Περίγραμμα είναι ένα απολαυστικό, με τον δικό του τρόπο, βιβλίο, το πρώτο και πολλά υποσχόμενο μέρος της τριλογίας της Κασκ που θα ολοκληρωθεί εν καιρώ από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου.


Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις Gutenberg     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου