Ήμασταν ψαράδες.Μια μέρα, ξαφνικά, η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας ανακοινώνει στον πατέρα του αφηγητή τη μετάθεσή του στη Γιόλα, πόλη στον βορρά της χώρας, πάνω από χίλια χιλιόμετρα ερήμου μακριά από το Άκουρε. Αυτή η μετάθεση, η απομάκρυνση του πατέρα από την οικογενειακή εστία, αποτελεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία της οικογένειας, το χρονικό σημείο από το οποίο ξεκίνησε η διάλυση και η πτώση της.
Τα αδέρφια μου κι εγώ γίναμε ψαράδες τον Ιανουάριο του 1996, όταν ο πατέρας μας έφυγε από το Άκουρε, μια πόλη της δυτικής Νιγηρίας, όπου είχαμε ζήσει μαζί όλη μας τη ζωή. Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας, για την οποία εργαζόταν, τον είχε μεταθέσει σε ένα υποκατάστημα της στη Γιόλα -μια πόλη στον βορρά πάνω από χίλια χιλιόμετρα ερήμου μακριά- την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του προηγούμενου χρόνου.
Όποτε σκέφτομαι την ιστορία μας, το τελευταίο εκείνο πρωί που θα ζούσαμε όλοι μαζί ως η οικογένεια που πάντα ήμασταν, εύχομαι -ακόμα και τώρα, δύο δεκαετίες μετά- να μην είχε λάβει ποτέ εκείνη την επιστολή της μετάθεσης. Προτού έρθει η επιστολή αυτή, τα πάντα ήταν στη θέση τους· ο πατέρας πήγαινε κάθε πρωί στη δουλειά και η μητέρα, που διατηρούσε ένα κατάστημα με φρέσκα τρόφιμα στην υπαίθρια αγορά, φρόντιζε τα πέντε αδέλφια μου κι εμένα, που, όπως τα περισσότερα παιδιά στο Άκουρε, πηγαίναμε σχολείο. Τα πάντα ακολουθούσαν τη φυσιολογική τους πορεία.Ο πατέρας, παραβλέποντας την κυβερνητική σύσταση για περιορισμένες γεννήσεις, συνοδεία του πάντα πρόθυμου και σε υψηλή εγρήγορση κοινωνικού σχολιασμού, πόνταρε στη δημιουργία μιας πολυάριθμης οικογένειας, αποτελούμενης από έξι παιδιά, εκ των οποίων τα πέντε αγόρια ήταν αποφασισμένος να τα οπλίσει με τα απαραίτητα εφόδια, στέλνοντάς τα στο καλύτερο σχολείο και παρέχοντας τους μια όσο το δυνατόν πιο δυτική ανατροφή, έχοντας προαποφασίσει αντ' αυτών το επαγγελματικό τους μέλλον, επιλέγοντας από την αφρόκρεμα των επαγγελμάτων, επιλογή η οποία εκτός από οικονομική άνεση θα προσέδιδε και αίγλη και κοινωνική καταξίωση στο καθένα χωριστά αλλά και στην οικογένεια στο σύνολό της. Και το σχέδιό του έμοιαζε να λειτουργεί μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει μακριά, η μητέρα έχασε τον έλεγχο, η πειθαρχία έδωσε τη θέση της στη χαλαρότητα. Τότε ήταν που τα παιδιά, τα τέσσερα μεγαλύτερα, έγιναν ψαράδες.
Μαζί με άλλα αγόρια κατέβαιναν στον ποταμό, κρυφά από τους ενήλικες, και ψάρευαν, συνήθως μικρά ψάρια, τα οποία μάταια προσπαθούσαν να κρατήσουν στη ζωή μέσα σε τενεκεδάκια με νερό από το ποτάμι, σπανιότερα ψάρια μεγαλύτερα, τα οποία πουλούσαν στην αγορά. Ο πρώτος εκείνος καιρός του ψαρέματος διέθετε τον ενθουσιασμό της νέας ανακάλυψης, της δημιουργίας ενός ιστού δυνατού ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, πράξης συνοδευόμενης από πολύωρες συζητήσεις γύρω από όνειρα και προσδοκίες, με χαρακτηριστικά τελετουργίας για τα μέλη της. Όμως το ποτάμι ήταν συνυφασμένο με δεισιδαιμονίες, ακόμα και για τους προοδευτικούς και χριστιανούς γονείς τους, με αποτέλεσμα, μόλις πληροφορήθηκαν τη συνήθεια των παιδιών από κάποια γειτόνισσα, να τους απαγορεύσουν αυστηρά την ενασχόληση αυτή.
Έτσι ξεκίνησαν όλα, στη μνήμη τουλάχιστον του αφηγητή, όταν ο πατέρας έλαβε την επιστολή για τη μετάθεση και εκείνοι, τα παιδιά δηλαδή, αποφάσισαν να γίνουν ψαράδες.
Οι Ψαράδες, το πρωτόλειο έργο του Νιγηριανού συγγραφέα Chigozie Obioma, είναι η ιστορία της διάλυσης των θεμελίων της οικογένειας του αφηγητή, μια διήγηση πρωτοπρόσωπη και συναισθηματικά φορτισμένη, ειπωμένη είκοσι χρόνια μετά, αφήγηση που ισορροπεί με τρόπο θαυμαστό ανάμεσα στην παιδική πρόσληψη των γεγονότων και την εκ των υστέρων καταγραφή τους, μια απόπειρα του αφηγητή να ξορκίσει και να κατανοήσει το παρελθόν, το πώς έφτασε στο σήμερα, να ψάξει στα χαλάσματα τα γεγονότα και τις αιτίες, να ανασυνθέσει την ιστορία.
Ο Obioma επιτυγχάνει να συγκινήσει τον αναγνώστη, να τον εμπλέξει συναισθηματικά δίχως εκβιασμούς και ευκολίες, να αποτυπώσει την καθημερινότητα της άγνωστης στον δυτικό αναγνώστη καθημερινότητας της Νιγηρίας, χωρίς να επαναπαύεται στον δεδομένο εξωτισμό, αλλά αντανακλώντας ομαλά τη μεγάλη εικόνα στην ιστορία των μελών της οικογένειας, αναφερόμενος στην πολιτική αστάθεια, τη διαφθορά της δικαιοσύνης και την οικονομική ανισότητα, παρουσιάζοντας μια πραγματικότητα γεμάτη αντιθέσεις και αντιφάσεις, όπως για παράδειγμα, η συνύπαρξη του χριστιανικού και του μεταφυσικού στοιχείου, η χρήση της αγγλικής γλώσσας και της τοπικής διαλέκτου, ο δυτικός τρόπος σκέψης και οι δεισιδαιμονίες. Μια γραφή που συνδυάζει τον ρεαλισμό με τον λυρισμό, ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ένα εντυπωσιακό συγγραφικό ντεμπούτο.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου