Οι γείτονες καλούν την αστυνομία, έχουν μέρες να δουν το ηλικιωμένο ζευγάρι. Οι πυροσβέστες με τη βοήθεια του πολιορκητικού κριού εισβάλουν στο διαμέρισμα. Βρίσκουν τη γυναίκα νεκρή από μέρες, στο κρεβάτι, ξαπλωμένη ανάμεσα σε λουλούδια. Ο άντρας απουσιάζει. Τίτλοι αρχής, ο χρόνος γυρίζει πίσω. Η καθημερινότητα του ζευγαριού διαταράσσεται οριστικά όταν εκείνη θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας. Η ανθρώπινη φθορά και ο θάνατος. Πάνω απ' όλα όμως στέκει η αγάπη, η συντροφικότητα. Ο Ζώρζ και η Αν είναι ένα αστικό ζευγάρι, καλλιεργημένοι πρώην δάσκαλοι μουσικής. Ζουν σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Η κόρη τους ακολουθεί το δικό της δρόμο στο εξωτερικό.
Ο Χάνεκε μαεστρικά θα καταστήσει το θεατή μέτοχο στην ιστορία του και η φαινομενικά απλή αρχική ιδέα θα μετατραπεί σε ένα πολυεπίπεδο σενάριο. Χωρίς να χρειάζεται να υψώσει τον τόνο της φωνής, καταφέρνει πολλά. Η ιστορία διαδραματίζεται αποκλειστικά στο διαμέρισμα του ζευγαριού και όμως η αίσθηση πως είσαι στο Παρίσι είναι έντονη. Τα μονόπλανα δίνουν την απαραίτητη ένταση, ο χρόνος που κυλά αργά, οι ήρωες που είναι διαρκώς αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα, μαζί τους και ο θεατής, οι λοιποί εισέρχονται για λίγο και αποχωρούν για να βρουν καταφύγιο στη δική τους ζωή, ο Ζωρζ και η Αν μένουν πάντα πίσω. Η κόρη που αρνείται να συνειδητοποιήσει την κατάσταση και καταφεύγει σε αναμενόμενες συμβουλές για περαιτέρω ιατροφαρμακευτική ταλαιπωρία, οι νοσοκόμες με τον επαγγελματισμό τους που όμως δεν αρκεί. Η Αν απαίτησε την ηρεμία και ο Ζωρζ της την υποσχέθηκε. Η έννοια της φροντίδας προκαλεί συχνά την ανθρώπινη σύγχυση.
Ο Jean - Louis Trintignant ( Τρία χρώματα: Κόκκινη) και η Emmanuelle Riva (Χιροσίμα αγάπη μου) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι μοναδικοί, δίνουν μάθημα υποκριτικής, ασχολούνται με την κάθε μικρή λεπτομέρεια, σε ένα αποτέλεσμα τόσο φυσικό που δίνει σάρκα και οστά στο πολύ καλό σενάριο. Η σταδιακή κατάπτωση, ειδικά του Ζωρζ, είναι δύσκολο να περιγραφεί με λέξεις, αποτελώντας βιωματική εμπειρία.
Πρέπει να σταθούμε για λίγο στο μοντάζ, τη παρεξηγημένη αυτή συνιστώσα του κινηματογράφου. Ο εσωτερικός ρυθμός της ταινίας οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στο μοντάζ, χωρίς την αβάντα της μουσικής που πάντα βοηθάει στη συρραφή των πλάνων. Πλάνα μεγάλης διάρκειας που συνδέονται μεταξύ τους τόσο αρμονικά, οι εντάσεις που εμφανίζονται με μαθηματική ακρίβεια.
127' ταινία και είναι αδύνατο να εντοπίσει κάποιος κάτι το περιττό. Ο Χάνεκε κάνει ορθή χρήση του κάθε δευτερολέπτου για να αναδείξει τη σταδιακή φθορά μέχρι το αναπόφευκτο τέλος. Ειδικά η σεκάνς με τους πίνακες και την απουσία δράσης είναι τόσο απαραίτητη όσο και ο καθαρός αέρας.
Μετά τη Λευκή Κορδέλα ο Αυστριακός δημιουργός επανέρχεται δυναμικά αντλώντας έμπνευση και δύναμη από το βάρος των χρόνων και το επερχόμενο φυσικό τέλος. Μία ταινία σκληρή όσο και η ζωή, σκληρότερη για τους ίδιους τους συντελεστές και κυρίως για το συγγραφέα, που όμως δεν απαιτεί τη συγκίνηση κανενός. Η σύνδεση με το έργο του Κισλόφσκι είναι ορατή, τόσο λόγω της γλώσσας, όσο και των πρωταγωνιστών. Στις αναφορές θα πρόσθετα και τον τεράστιο Μπέργκμαν έστω και εν τη πλήρη απουσία του Θείου.
Το πέρας της ταινίας σου δημιουργεί την ανάγκη να μιλήσεις γι' αυτήν, να εντοπίσεις τα κρυφά μηνύματα, να ακούσεις τη γνώμη του άλλου, να εξετάσεις τα πράγματα από άλλη σκοπιά, να θυμηθείς μια λεπτομέρεια ... Πόσο καιρό έχεις να δεις μια τέτοια ταινία άραγε;
Το Amour θέλω να το δω, αλλά δε μπορώ να κρύψω ότι η Λευκή Κορδέλα ήταν για μένα απογοητευτική, δεδομένου ότι όσο κι αν προσπάθησα, με το ζόρι αντιστάθηκα στην υπνηλία που μου προκάλεσε...και πολύ φοβάμαι ότι το τοποθετείς δίπλα σε αυτή την ταινία. Από τα πρώτα του βήματα ο Χάνεκε ήταν για μένα αποκαλυψη και μέχρι σήμερα δεν αλλάζω με τίποτε την εξαιρετική Δασκάλα του Πιάνου. Νομίζω όμως ότι μετά την Ώρα του Λύκου, ο σκηνοθέτης παραέκανε στροφή στην "ποιότητα", και για μένα έχασε κάτι από τον αυθορμητισμό του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε λίγα λόγια, μόλις άρχισαν τα βραβεία, εγώ άρχισα να βαριέμαι...(μπορεί να έχω εγώ το πρόβλημα, δε λέω...)
ΑπάντησηΔιαγραφή