Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Του Αυγούστου








Υψηλές αναγνωστικές προσδοκίες,
δίπλα στο κύμα, στη σκιά, στη βεράντα
με τον χρόνο να μην είναι αμείλικτος - για μια φορά,
την κούραση αφημένη πίσω εκεί.

Τώρα, σκέφτεσαι, είναι η στιγμή,
τώρα πρέπει/θέλω/μπορώ να διαβάσω,
όλα όσα ο χειμώνας στοίβαξε στο ράφι με τα προσεχώς,
και απειλούν να γίνουν πλειοψηφία.

Αναρωτιέσαι με ποιο να ξεκινήσεις,
με ποιο να συνεχίσεις,
ένα επιπλέον βιβλίο στη βαλίτσα, ένα ρούχο λιγότερο,
ακόμα δεν τα συμπάθησες τα ψηφιακά άλλωστε. 

Μπερδεύεσαι, προσθέτεις, αφαιρείς, απελπίζεσαι,
ξεβρακώνεσαι πριν να δεις τη θάλασσα,
δε φτάνει - αναφωνείς μονάχος - ετούτη η ζωή,
ποτέ δεν έφτασε σε κανέναν.

Όλα θα πάρουν το δρόμο τους με το γύρισμα της πρώτης σελίδας,
πάντα συμβαίνει αυτό, θυμήσου καλά,
μη ξεχνάς όμως, να σηκώνεις το βλέμμα,
να αντικρίζεις τον ορίζοντα.




[ Αύγουστος σε ρυθμούς στενά αστικούς, μετά από χρόνια. Το επιθυμούσα άλλωστε. Σκέφτομαι, όπως και πέρυσι, να μην αναρτήσω κατά τη διάρκεια του μήνα, λίγη απόσταση απ' όσα αγαπάμε είναι αναγκαία συχνά.
Καλό μήνα να ευχηθώ, όπου και αν εκείνος σας συναντήσει.]

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Ο Χειριστής - Αριστείδης Αντονάς






Βιβλίο δίχως οπισθόφυλλο μα με δύο πιθανές εισόδους. Ένα παράξενο παιχνίδι εναλλαγής προηγείται της ανάγνωσης, μία έτσι και μία ανάποδα, αναζητείται  σήμανση, αναδεικνύεται η ανάγκη για κατεύθυνση, αμηχανία απέναντι στην ελευθερία. Επιλέγω την είσοδο με την υποσημείωση (οίκημα), για λόγους μάλλον προσωπικούς, κρυμμένους κάπου ανάμεσα στα στρώματα της συνείδησης. Σκέφτομαι το ζεύγος οίκημα – θέατρο,  εστία και μίμηση, εκεί τριγυρνά ο νους καθώς διαβαίνω τη θύρα. Αφήνω το (θέατρο) για μετά.

Το μυστήριο εντείνεται με την είσοδο. Η κάτοψη της πόλης προκαλεί εκ νέου το βλέμμα να αναζητήσει σημάδια αποκαλυπτικά της ταυτότητος αυτής , μάταια,  – στα δικά μου μάτια – παραμένει άγνωστη. Μια λεπτομέρεια αποκόπτεται από το χάρτη, το οίκημα. Σχεδιάγραμμα  δείχνει τη διάταξη του χώρου που διαιρείται σε  (I) θάλαμο καταγραφών και (II) μουσείο καταστάσεων.

Ο λόγος περνά στο Χειριστή.

Με το πέρας το σελίδων επέρχεται κάποια εξοικείωση, κυρίως με το μέσα χώρο, εντούτοις ο τρόμος θεριεύει εξαιτίας των αναπάντητων ερωτημάτων. Η αίσθηση εγκλεισμού ενισχύεται από τον άγνωστο – πεπερασμένο μα αχανή – χώρο που περικλείει το οίκημα. Ο χρόνος είναι ακόμα ένας άγνωστος παράγοντας στη δοθείσα εξίσωση, η καταγραφή δημιουργεί ένα σύστημα άπειρων αντικατοπτρισμών, η επιστροφή πίσω στο χρόνο διαρκής, το βάρος του παρελθόντος ασήκωτο. Η απόλυτη μνήμη.

Ακολουθεί το (θέατρο). Η απαραίτητη κάτοψη προηγείται. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει με ακρίβεια τη διάταξη ώστε το σκοτάδι να μην αποτελέσει εμπόδιο. Ο Χειριστής ελέγχει το φωτισμό, αυταρχικά και απρόοπτα. Κίνηση ανάμεσα σε δύο απόλυτες καταστάσεις, φως εκτυφλωτικό και σκοτάδι απόλυτο, δεν υπάρχει μέση οδός.

Η αμφιβολία συνεχής, η εμπιστοσύνη στο οπτικό ερέθισμα ασταθής. Παιχνίδι ψευδαισθήσεων και υπαινιγμών. Πίσω από το προφανές κρύβεται το υπονοούμενο ή και το αντίστροφο, δύσκολα νιώθεις βέβαιος. Διαρκώς παρούσα κατά την ανάγνωση η αίσθηση ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού παλαιάς κοπής, ο ήρωας προχωράει από δωμάτιο σε δωμάτιο, αναζητά κλειδιά και απαντήσεις σε γρίφους, περνά ξανά και ξανά από τον ίδιο χώρο γυρεύοντας την κρυφή πόρτα για την επόμενη πίστα.

Υποβολή. Χαρακτηρισμός του συνόλου με μία μόνο λέξη, και χώρος, αν μπορούσαμε να προσθέσουμε μία ακόμα. Υποβολή και χώρος,  δύο αρχές που διέπουν το σύμπαν του Αντονά. Η  ταυτότητα του αρχιτέκτονα κάτι παραπάνω από εμφανής. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το πάντρεμα του χώρου με τη λογοτεχνία, όχι μόνο στην πλοκή αλλά και στην ίδια την τυπογραφική προσέγγιση των βιβλίων του. Δομές στέρεες, ρυθμού αυστηρού, μάλλον μεταδωρικού, προσδιορισμός τολμηρός με όλο το θάρρος του μη ειδικού. Η υπερβολή απούσα καθώς σκιάζει και δεν αναδεικνύει την ομορφιά, πόσο μάλλον τη χρησιμότητα, εντυπωσιασμός πλουμιστός μα φτηνός, ίδιον κακού αρχιτέκτονα.





(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)




υ.γ Η παρούσα αποτελεί αισίως την τέταρτη ανάρτηση γύρω από το συγγραφικό έργο του Αντονά, σύντομα θα ακολουθήσουν και τα Κτίσματα. Είχαν προηγηθεί : Οι Αριθμοί, Ο Φλογοκρύπτης, Η Τραγουδίστρια και η Πολυθρόνα. Συγγραφέας που αξίζει την προσοχή σας. 

υ.γ2 Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ με δυνατή μουσική, ο Γ. επέμενε πως θα έπρεπε να διαβάσω Αντονά. Είχε τόσο δίκιο. Σε ευχαριστώ.




Εκδόσεις Άγρα




Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Θηλαστικά - Pierre Mérot







"Κάθε τυπική οικογένεια διαθέτει υποχρεωτικά έναν αποτυχημένο· μια οικογένεια χωρίς αποτυχημένο δεν είναι πραγματική οικογένεια, αφού της λείπει το θεμελιώδες στοιχείο που θα την αμφισβητεί και θα τη νομιμοποιεί."

Στην περίπτωσή μας, το ρόλο αυτό επωμίζεται ο θείος. Ακόμα και αν δεν υπήρχε αποτυχημένος θα έπρεπε πάραυτα να εφευρεθεί, να ονοματιστεί κάποιος, η οικογένεια πρέπει πάση θυσία να νομιμοποιηθεί. Κοπάδι δίχως μαύρο πρόβατο δεν είναι κοπάδι, κάποιος πρέπει να αποτελέσει το παράδειγμα προς αποφυγή, την απόδειξη πως όποιος δεν ακούει τη μαμά και το μπαμπά αργά ή γρήγορα θα γίνει σαν - προτεταμένος δείκτης - αυτόν.

Η αγία οικογένεια, μικρογραφία της κοινωνίας, στο στόχαστρο. Πίσω από τις τεράστιες μπαντιέρες αγάπης, ατέλειες καλά κρυμμένες, θέματα απαγορευμένα. Τα προβλήματα, κάτω από το χαλάκι της εισόδου· δεν τα βλέπουμε άρα δεν υπάρχουν. Έλεγχος και κριτική, πάντα υπό τον υπέρλαμπρο τίτλο "Αγάπη", ελευθερία με δεδομένα τα όρια, τα στάνταρ των απαιτήσεων υψηλά και κυρίως ετεροκαθορισμένα, ανάγκη ικανοποίησης ξένων ονείρων και φιλοδοξιών. Ξέρεις τι στερήθηκα εγώ για σένα; Ρήση που ταξιδεύει αναλλοίωτη από γενιά σε γενιά.

Κάπως έτσι ανθίζουν οι ενοχές και τα κόμπλεξ σφίγγουν, τα σπασμένα των προηγούμενων αναγκάζονται να τα πληρώσουν οι επόμενοι και έτσι γυρίζει ο τροχός, δυστυχώς.

Τριγύρω ο κόσμος μοιάζει φτιαγμένος για ζευγάρια και οικογένειες, το κράτος διευκολύνει τη σύναψη γάμου, διαδικασίες γρήγορες που κοστίζουν ελάχιστα, ακριβώς το αντίθετο του διαζυγίου δηλαδή. Η μοναξιά είναι σκληρή, απόδειξη, ανάμεσα σε άλλα, αποτυχίας, ωθεί σε απονενοημένες απόπειρες συντροφικότητας, θύμα της και ο θείος. Το αλκοόλ αποτελεί καταφύγιο, μοναχικοί θαμώνες συνθέτουν μια κοινωνία με τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας, τα δικά της μέτρα αξιολόγησης της επιτυχίας και της αποτυχίας.

Το χρονικό ενός αποτυχημένου, για την ακρίβεια κάποιου που πείστηκε πως είναι αποτυχημένος και διάγει βίο αντίστοιχο. Ο Μερό διαθέτει ένα στυλ ιδιαιτέρως προσωπικό, προβαίνει σε διαρκείς εναλλαγές αφηγηματικών προσώπων, από το τρίτο ενικό της περιγραφής, στο πρώτο της ταύτισης του συγγραφέα με τον ήρωά του και από εκεί στο δεύτερο πληθυντικό που τοποθετεί τον αναγνώστη μέλος ισάξιο στην εξίσωση. Χρησιμοποιεί την οικογένεια ως προπύργιο για την κριτική του, αλλά είναι η κοινωνία που αποτελεί το μεγάλο στόχο. Με λόγο αρκετά ποιητικό δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ονειρική. Τα πρόσωπα παραμένουν, μέχρι τέλους, θολά, κρυμμένα καλά πίσω από τους καπνούς, υποχείρια της μοναξιάς και της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας. Μελαγχολικό μα βαθιά ανθρώπινο παρά το μισανθρωπισμό του, θυμίζει σε ορισμένα σημεία τον αγαπημένο Ουελμπέκ αν αφαιρέσει κανείς την τάση του τελευταίου για αμιγώς ρεαλιστικές περιγραφές (χαρακτηριστικό των πρώτων έργων του). Ιδιαίτερο το χιούμορ του δημιουργού, μαύρο μα εύστοχο, δίνει μια γεύση γλυκόπικρη στην ανάγνωση, χαλαρώνει τα λουριά για να τα τραβήξει και πάλι, αμέσως μετά. Η εικόνα της σύγχρονης Γαλλίας όπως τη λαμβάνουν οι ευαίσθητες κεραίες του Μερό. Συγγραφέας που αγνοούσα ως τώρα αλλά που δε θα αργήσω να επιστρέψω σε κάτι δικό του.         
     


Μετάφραση Εύα Καραϊτίδη
Εκδόσεις  Βιβλιοπωλείο της Εστίας




Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Το βυζί (σε δημόσια ανάγνωση)







Το βλέμμα του σερβιτόρου αποτέλεσε το πρώτο σημάδι, το κατάλαβα όμως αρκετά αργότερα και αφού οι αδιάκριτες ματιές είχαν ήδη πυκνώσει. Στιγμιαία ντράπηκα, τα έβαλα με τον εαυτό μου που δεν το είχα σκεφτεί κατευθυνόμενος στην καφετέρια με το Βυζί ανά χείρας. Με αφέλεια το ακούμπησα στο τραπέζι, ο σερβιτόρος με καλημέρισε αφήνοντας το παγωμένο νερό, με ρώτησε τι θα πάρω, τότε ήταν που το βλέμμα του έπεσε στο εξώφυλλο, μου ζήτησε αμήχανα να επαναλάβω αν ήθελα γάλα ή όχι, δεν έδωσα σημασία. Ύστερα μια παρέα κοριτσιών, ανάμεσα σε σπουδές και αναζήτηση εργασίας, κάθισε στο διπλανό τραπέζι, συζητούσαν για (τι άλλο;) καλοκαιρινές διακοπές. Ώσπου μια αναφορά στο Ροθ, με έκανε να σκεφτώ αρχικώς τη σύμπτωση, για να αντιληφθώ, αμέσως μετά, πως η κουβέντα αναφερόταν στο βιβλίο μου. Η συζήτησή τους συνεχίστηκε με αντιδικία σχετικά με τον Αφρό των Ημερών, οι λάτρεις αποτελούσαμε την πλειοψηφία - και ας μη συμμετείχα στην άτυπη ψηφοφορία.

Έκανα μια παύση, συνέχισα να κρατώ το βιβλίο δίχως όμως να διαβάζω, σαν ντετέκτιβ, κρυμμένος πίσω από το Βυζί κατασκόπευα περίεργους, "συνέλαβα" αρκετούς να επιχειρούν να διαβάσουν ξανά τον τίτλο για να επιβεβαιώσουν την αρχική τους διαπίστωση. Κάποιοι λίγοι χαμογέλασαν, ίσως να γνώριζαν ίσως και όχι. Σκεφτόμουν εκείνους που αγνοούσαν το συγκεκριμένο βιβλίο, τι θα φαντάζονταν αλήθεια; Άραγε το μάτι έχει συνηθίσει να βλέπει βυζί αλλά όχι να διαβάζει Β - Υ - Ζ - Ι;  Το παιχνίδι κράτησε για λίγα ακόμα λεπτά, το ανασήκωμα των ώμων σήμανε τη λήξη και την επιστροφή στη νουβέλα του Ροθ.


"Όλη αυτή η ιστορία άρχισε παράξενα. Μα, έτσι κι αλλιώς, δε θα μπορούσε ν' αρχίσει διαφορετικά."



Ο κ. Κέπες δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στα σημάδια, αν και υποχόνδριος δε μπόρεσε να φανταστεί ποτέ, πως μια μέρα θα ξυπνούσε μεταμορφωμένος σε βυζί. Και όμως συνέβη. Το μυαλό τρέχει κατευθείαν στη Μεταμόρφωση του Κάφκα, υποψιάζεται παρωδία, καθώς περνούν οι σελίδες ο συγγραφέας δε διστάζει να αποκαλύψει τις φοβίες του φιλόλογου Κέπες, που αναρωτιέται μήπως παραπήρε στα σοβαρά τα έργα του Κάφκα και Γκόγκολ.

" Επειδή ο πατέρας μου δεν έχει ιδέα από βιβλία, συνέχισα με μια παιδιάστικη φλυαρία, του είπα για τον Γρηγόρη Σάμσο που ξυπνάει μια μέρα στο αριστούργημα του Κάφκα κι ανακαλύπτει πως έχει γίνει ένα πελώριο σκαθάρι· του έκανα και μια περίληψη της Μύτης, του είπα με δυο λόγια πώς ο ήρωας του Γκόγκολ ξυπνάει μια μέρα κι ανακαλύπτει πως έχασε τη μύτη του, πώς ξεκινάει να τη βρει στην Αγία Πετρούπολη, βάζει μια αγγελία στην εφημερίδα ζητώντας να του την επιστρέψουν, τη βλέπει να περπατάει στο δρόμο και τα λοιπά και τα λοιπά, ώσπου στο τέλος, εντελώς ανεξήγητα, όπως είχε εξαφανιστεί, η μύτη επιστρέφει στο πρόσωπό του. (Τον άκουγα κιόλας να σκέφτεται: Αυτά διδάσκετε στα πανεπιστήμια;)"    

Η κεντρική ιδέα της νουβέλας, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κωμική βάση για την ανάπτυξη των εμμονών του Ροθ, που πάντως δεν καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από το εύρημά του με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να είναι αρκετά μονοδιάστατο, κάτι που λόγω μεγέθους μάλλον δεν ενοχλεί. Η γειτνίαση του τραγικού με το κωμικό δημιουργεί έδαφος ταύτισης με τον κ.Κέπες ενώ η πρόκληση λειτουργεί περισσότερο ως πέπλο που αναδεικνύει την ανώμαλη επιφάνεια του πραγματικού κόσμου παρά ως στείρα απόπειρα εντυπωσιασμού. 

Ο Ροθ με το Βυζί  γυρίζει το σκορ σε 2-1 υπέρ του. Όταν διάβασα το Ζώο που ξεψυχά, απογοητεύτηκα, ίσως και να είχα επενδύσει πολλά. Πέρυσι τέτοια εποχή διάβασα τον Καθένα και μου άρεσε πολύ.

Το Βυζί, τουλάχιστον για μένα, αποτέλεσε ιδανικό συνοδευτικό για έναν απρόσμενο μεσημεριανό καφέ, ελπίζω να μην προκάλεσα τα ήθη, δεν είχα τέτοια πρόθεση άλλωστε!



Μετάφραση Αλεξάνδρα Κοντού
Εκδόσεις Γράμματα

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Νυχτερινό Ατύχημα - Patrick Modiano






Το Παρίσι, πιστεύω, είναι η πόλη εκείνη, περισσότερο από κάθε άλλη, που μπορεί να γεννήσει αβίαστα τη νοσταλγία ακόμα και σε κάποιον που δεν έζησε ποτέ του εκεί, που δεν περπάτησε τους δρόμους του.


" Αργά μέσα στη νύχτα, σε μια μακρινή εποχή που μόλις είχα ενηλικιωθεί, διέσχιζα την Πλατεία Πιραμίντ προς την Κονκόρντ, όταν, ξαφνικά, ένα αυτοκίνητο πετάχτηκε απ' το σκοτάδι. Ενώ στην αρχή νόμισα πως με είχε απλώς ακουμπήσει, μετά αισθάνθηκα έναν δυνατό πόνο από τον αστράγαλο ως το γόνατο. Σωριάστηκα στο πεζοδρόμιο, αλλά κατάφερα να ξανασηκωθώ. Το αυτοκίνητο ξέφυγε απ' την πορεία του και καρφώθηκε πάνω σε μιαν απ' της κολόνες της πλατείας, μέσα σ' ένα θόρυβο από σπασμένα γυαλιά. Η πόρτα άνοιξε, και μια γυναίκα βγήκε παραπατώντας."

Απ' τις πρώτες κιόλας γραμμές, η αφήγηση θυμίζει voice over σε ασπρόμαυρη γαλλική ταινία, του Τρυφό για παράδειγμα. Ασπρόμαυρο άλλωστε είναι το χρώμα της ανάμνησης, της αναθύμησης του μακρινού παρελθόντος. Το ατύχημα αποτέλεσε σημείο στίξης στη ζωή του αφηγητή, σηματοδότησε την, οριστική και δίχως επιστροφή, ενηλικίωσή του. Τώρα, τριάντα χρόνια μετά, στέκει σημαδούρα στην απέραντη θάλασσα, σημείο μηδέν, με βάση το οποίο επιχειρεί εξορμήσεις στο πριν και στο μετά, σε μια προσπάθεια να θυμηθεί το άρωμα εκείνων των ημερών.

Οι, άσκοπες φαινομενικά μα τόσο απαραίτητες, βραδινές περιπλανήσεις στο έρημο Παρίσι. Οι συναντήσεις με τον πατέρα-φάντασμα, κάθε φορά σε διαφορετικό καφέ, όλο και μακρύτερα από το κέντρο. Ο μυστηριώδης καθηγητής Μπουβιέρ, με τους μαθητές να τον ακολουθούν πότε σε μπιστρό και πότε σε μπαρ, μέρη στα οποία έδινε τις διαλέξεις του που περιστρέφονταν γύρω από τη ρήση πως η ζωή είναι μια αιώνια επιστροφή. Και βέβαια ο έρωτας, το κυνήγι της άγνωστης γυναίκας του ατυχήματος, η συλλογή στοιχείων, η φαντασίωση του ανέφικτου.

Η πλοκή υποτυπώδης αλλά ποιος νοιάζεται για την πλοκή όταν του δίνεται η ευκαιρία να βρεθεί στο Παρίσι; Το κερδισμένο στοίχημα για τον Μοντιανό σχετίζεται με τις δόσεις νοσταλγίας, γνωρίζει με ακρίβεια τη σωστή αναλογία ώστε να αποτρέψει την υπεργλυκαιμία, μελό αποτέλεσμα που όμως δε λιγώνει τον αναγνώστη μα του αφήνει μια γλυκιά γεύση στα χείλη. 

Είχα την ανάγκη για λίγη νοσταλγία, επιθυμία να βρεθώ στο Παρίσι του Μοντιανό, δε με απογοήτευσε. Κάθε φορά που διαβάζω κάτι δικό του, βιάζομαι να προσθέσω στη βιβλιοθήκη ακόμα ένα, για την επόμενη φορά. Και όπως η ανάγκη είναι κοινή έτσι και οι εντυπώσεις μετά την ανάγνωση θα μοιάζουν αναπόφευκτα μεταξύ τους, απόδειξη η παρουσίαση για το, επίσης δικό του, Café της χαμένης νιότης




Μετάφραση Βάσω Νικολοπούλου - Νίκη Ντουζέ
Εκδόσεις Πόλις



Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Εαρινό Εξάμηνο - Γιώργος Στόγιας








Η Ντίνα είναι είκοσι χρονών, σπουδάζει παιδαγωγικά στο Ρέθυμνο και απολαμβάνει τη φοιτητική ζωή ή τουλάχιστον θα έπρεπε να την απολαμβάνει καθώς οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές. Όμως εκείνη δείχνει λίγο χαμένη, ακολουθεί το φύσημα του ανέμου και τις αποφάσεις της στιγμής. Το καθεστώς πλήρης ελευθερίας που βιώνει, μακριά από την πατρική σκιά, μάλλον τη μπλοκάρει παρά της επιτρέπει να ανοίξει τα φτερά της. Αποφεύγει τα μαθήματα, αν και συχνάζει αρκετά στη σχολή, αρχίζει το κάπνισμα ενώ εντείνει τις σχέσεις της με το αλκοόλ και το ξενύχτι.

Η χειμερινή εξεταστική αποτελεί παρελθόν και τα μαθήματα του εαρινού εξαμήνου βρίσκονται σε εξέλιξη. Σε μια κρίση ανεξαρτησίας, που προκλήθηκε μετά από μια έντονη τηλεφωνική διαμάχη με τον πατέρα της, παίρνει την απόφαση να ψάξει για δουλειά, επιδιώκοντας να κόψει την οικονομική εξάρτηση με το σπίτι της και τις υποχρεώσεις που αυτή γεννά. Δε θέλει πια να δίνει κανένα λογαριασμό - εκτός από εκείνους που δε μπορεί να πληρώσει.

Ο χήρος πατέρας της προσπαθεί να πάει με τα νερά της, η συμπεριφορά της όμως, ώρες ώρες, τον βγάζει εκτός εαυτού, τον αναγκάζει να υψώνει τον τόνο της φωνής του και να εκστομίζει κουβέντες βαριές. Νιώθει σα μηχανή παραγωγής χρήματος, του λείπει η αγάπη και η επαφή με την κόρη του.

Μόλις δύο μήνες έχουν περάσει από την εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στο κέντρο της Αθήνας, οι διαδηλώσεις είναι καθημερινές, η αντιπληροφόρηση προσπαθεί να αντιταχθεί στην οργανωμένη μιντιακή προπαγάνδα. Δε λείπουν και οι δράσεις στην επαρχία, η "πολιτική" επανέρχεται στο προσκήνιο, το σοκ είναι τεράστιο. Η Ντίνα κάνει σπασμωδικές κινήσεις επαφής με διάφορους πολιτικούς χώρους, με συζητήσεις και νέες γνωριμίες μαθαίνει για τη δράση νεοφασιστικών οργανώσεων στο Ρέθυμνο, για την ύπαρξη ενός κέντρου υποστήριξης για μετανάστες, πουθενά όμως δε νιώθει οικεία.

Ούτε οι επιτυχίες στον αισθηματικό τομέα της αρκούν, γρήγορα βαριέται καθώς ο αρχικός ενθουσιασμός σβήνει λίγο μετά τη γέννησή του. Είναι ναζιάρα και δυναμική, γουστάρει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ερωτικής - και όχι μόνο - προσοχής, η αντίσταση την πεισμώνει. Μια Λολίτα ετών 20.

Βρίσκει καταφύγιο στο θέατρο, εμπνέεται από το όραμα του σκηνοθέτη. Επιτέλους μια παράσταση που θα ταράξει τα νερά, λίγο πραγματικό θέατρο, νισάφι πια με τους βολεμένους θεατρίνους.

Το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια έχει ξεκάθαρη πρωταγωνίστρια. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη Ντίνα, η οποία διχάζει διαρκώς με τη συμπεριφορά της, εγείρει πολεμική και δύσκολα κερδίζει την εκτίμηση του αναγνώστη. Κατά την ανάγνωση, συχνά έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται πως θα της άξιζε ένα μάθημα, ίσως να έφταιγε ο ρεαλισμός και οι αναμνήσεις από κοριτσάκια (αλλά και αγοράκια) τέτοιου στυλ, κακομαθημένα - για να μη χρησιμοποιήσω κάποια άλλη έκφραση - που δεν ξέρουν τι θέλουν και νομίζουν πως ο κόσμος είναι πεδίο ελεύθερων δοκιμών και πειραματισμών.

Με αρκετά στοιχεία campus novel, το Εαρινό Εξάμηνο είναι (ανάμεσα σε άλλα) ένα αφιέρωμα στη φοιτητική ζωή. Χρόνια ξέγνοιαστα αλλά σημαντικά, η εμπλοκή της πολιτικής στο πανεπιστήμιο και οι κομματικές παρατάξεις, η μάχη ορισμένων καθηγητών με πενιχρά μέσα και η αδιαφορία της πλειοψηφίας, η απαξίωση της δημόσιας παιδείας, το άγχος της εξεταστικής και το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Και η ζωή εκτός πανεπιστημίου, το Ρέθυμνο με τις θεωρητικές σχολές και το πλήθος φοιτητών (φοιτητριών για να είμαστε ακριβείς), τα μεζεδοπωλεία, τα μπαρ, τα σοκάκια και η παλιά πόλη, η θάλασσα, τα στενά όρια της επαρχίας και η ρουτίνα, ο χρόνος που δεν τρέχει, οι φιλίες και οι έρωτες. 

Όμως, εκείνο που πραγματικά ξεχωρίζει στο μυθιστόρημα και το κάνει να διαφέρει από άλλα του είδους του, είναι η παρουσία της θεατρικής παράστασης. Οι πρόβες, η ένταση, η ενασχόληση με οικονομικά και τεχνικά ζητήματα, το αυξανόμενο άγχος. Ο σκηνοθέτης τύραννος που αποφασίζει και διατάζει, οι μαγεμένοι και υποταγμένοι στο όραμα συντελεστές που ακολουθούν τις εντολές και βλέπουν τα προσωπικά τους όρια διαρκώς να διαστέλλονται. Το κόψιμο της ζωής στα δύο, το θέατρο και τα υπόλοιπα, η αφοσίωση και η πληρότητα της δημιουργίας. Ίσως, αν η προετοιμασία της θεατρικής παράστασης αποτελούσε τον στενό πυρήνα του έργου,το τελικό αποτέλεσμα να ήταν πιο σφιχτοδεμένο και λιγότερο άνισο.

Ο Γιώργος Στόγιας, στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, αφήνει ανάμεικτες εντυπώσεις, επιχείρησε αρκετά ανοίγματα και το ρίσκο ήταν μεγάλο, σε κάποια σημεία τα κατάφερε περίφημα ενώ σε κάποια άλλα λιγότερο. Με τη συγγραφή του Εαρινού Εξαμήνου, ο δημιουργός μοιάζει να κλείνει κάποιους λογαριασμούς με το παρελθόν του, το μεράκι και η αφοσίωση πίσω από το εγχείρημα αποδεικνύουν την προσωπική του εμπλοκή στην ιστορία.

Τα σκίτσα που παρεμβάλλονται στο κείμενο δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα ενώ η μουσική που συνοδεύει το βιβλίο ταιριάζει στο κλίμα. Το Εαρινό Εξάμηνο γεννήθηκε μέσα από το ομώνυμο ιστολόγιο (earinoexamino.wordpress.com), με εβδομαδιαίες αναρτήσεις, απέκτησε το πιστό κοινό του και έφτασε (με αρκετές αλλαγές) μέχρι τη χάρτινη έκδοση.



Εκδόσεις Απόπειρα


Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Σχέδιο Διαφυγής - Adolfo Bioy Casares









"Πριν καλά καλά νυχτώσει, την πρώτη πρώτη μέρα μου στα νησιά εδώ είδα κάτι το ανησυχητικό, που χρέος μου θεωρώ να σου ζητήσω αμέσως και χωρίς ευγένειες και προεισαγωγικά την άμεση βοήθειά σου. Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω όλα με τη σειρά τους.
   Έτσι έχει η πρώτη παράγραφος στο πρώτο γράμμα από τον ανηψιό μου Ανρί Νεβέρ, υποπλοίαρχο."

Πριν καλά καλά αρχίσει, για να παραφράσω την εισαγωγική φράση του μυθιστορήματος, ο Κασάρες τοποθετεί τον τρόμο και την ανησυχία σε πρώτο πλάνο, μαιτρ της υποβολής, δε διστάζει να φανερώσει το καλό του χαρτί από την αρχή της παρτίδας. Με ανάγκασε να διαβάσω ξανά και ξανά την πρώτη καταχώρηση στο ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο επιστολών, που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά του βιβλίου, εισαγωγή κατευθείαν στα βαθιά, συγγραφική λαβή που ακινητοποιεί τον αναγνώστη. 

Ο Ανρί Νεβέρ αναγκάζεται να μπαρκάρει εξαιτίας μιας διαμάχης γύρω από την οικογενειακή επιχείρηση. Αφήνει πίσω του την Ιρέν. Υποψιάζεται πως ο εξαναγκασμός του σε φυγή αποτελεί σχέδιο σκοτεινό του Ξαβιέ, που τώρα απέμεινε να πολιορκεί την Ιρέν δίχως αντίπαλο. Ο Ανρί την εμπιστεύεται αλλά φοβάται μήπως δεν αντέξει για πολύ. Καταφτάνει στην Καγκέν τέλη Γενάρη. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με συνθήκες πρωτόγνωρες για τον ίδιο, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα - τόπος φυλακής και εξορίας. Διαρκής αμφιβολία στην αναζήτηση κάποιου έμπιστου, οι υποψίες αναζητούν αποδείξεις, η λογική τον καλεί να μείνει μακριά από τη Νήσο του Διαβόλου, μάταια. Πίσω από τους τοίχους των φυλακών διαδραματίζονται σχέδια που δεν τα χωρά - αρχικά - ο ανθρώπινος νους, μπροστά τους, η στέρηση της ελευθερίας μοιάζει να ωχριά. 

Αφηγητής της ιστορίας ο θείος του Ανρί, παραλήπτης των επιστολών. Ο Κασάρες ενσωματώνει στο κείμενό του δύο διαμετρικά αντίθετα στυλ αφήγησης, την παράθεση αυτούσιων αποσπασμάτων από τις επιστολές του Ανρί, διαδέχεται η πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση του θείου, ο οποίος δεν παραλείπει να προσθέσει τη δική του οπτική των πραγμάτων, με υποθέσεις και λογικά άλματα εντείνει την υποκειμενικότητα της ήδη υποκειμενικής καταγραφής της εμπειρίας του Ανρί στα νησιά αυτά. Πέρα από την υποκειμενική ένταση, ο αναγνώστης δέχεται ήδη από την πρώτη παράγραφο ως δεδομένο το τραγικό τέλος του Ανρί, στοιχείο που εντείνει την αναγνωστική βουλιμία. Η ημερολογιακή ακολουθία στην αφήγηση δίνει κάθε δικαίωμα στον Κασάρες να νετάρει σταδιακά τη θολή αρχική εικόνα.

Το νησιωτικό τρίγωνο μοιάζει να αποκολλάται και να πλέει μονάχο του στον ανοιχτό ωκεανό, η σύνδεση με την πραγματικότητα παρουσιάζει προβλήματα. Ο Ανρί μπλέκεται σε μια δίνη, καθώς η νοσταλγία διαδέχεται το χρέος και ο τρόμος γεννά παραισθήσεις. Ακόμα μια φορά (προηγήθηκε η αριστουργηματική Εφεύρεση του Μορέλ) ο Κασάρες επιλέγει τη νησιωτική απομόνωση ως σκηνικό, καταφέρνοντας να προκαλέσει αίσθημα εγκλεισμού και αποκλεισμού. Η πραγματικότητα έχει πολλές επιφάνειες, με μαστοριά και υπομονή, ο συγγραφέας αφαιρεί τις παραμορφωτικές μεμβράνες για να αποκαλύψει το σκοτεινό πυρήνα, υπενθυμίζοντας πως ρόλος των φαινομένων είναι κυρίως η απάτη.

Το μυθιστόρημα εκδίδεται το 1945, τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι ήδη παγκοσμίως γνωστά για το παράλληλο "επιστημονικό τους έργο", κρατούμενοι - πειραματόζωα στα χέρια διεστραμμένων ειδικών, που δε διστάζουν να δοκιμάσουν τις ιδέες τους υπό την πλήρη ανοχή της ηγεσίας. Ακόμα μια μαύρη σελίδα στο πολυσέλιδο έπος του φασισμού.




υ.γ Η γνωριμία με τον Κασάρες έγινε μέσω της αριστουργηματικής Εφεύρεσης του Μορέλ.
υ.γ2 Αντίθετα, η συνεργασία του με τη σύζυγό του Οκάμπο στο αστυνομικό μυθιστόρημα Όποιος αγαπά μισεί, δε μπορώ να πω πως με ενθουσίασε.




Μετάφραση Παύλος Μάτεσις
Εκδόσεις Πατάκη


Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το Τέλος του Κόσμου - Χαρούκι Μουρακάμι








Ανέλπιστη ανακάλυψη. Μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω πως κρατούσα στα χέρια μου το συγκεκριμένο βιβλίο του Μουρακάμι. Στα παλαιοβιβλιοπωλεία συμβαίνουν θαύματα, μην το ξεχνάτε αυτό.

Επιθυμία πολυκαιρισμένη να έρθω σε επαφή με τα πρώτα έργα του Ιάπωνα λογοτέχνη, κομμάτια του παζλ που απέμεναν κενά λίγο πριν πάρω την απόφαση να αφοσιωθώ στο IQ84.

Οι πρώτες σελίδες κυλούν κάπως αμήχανα, παρά τη δεδομένη έλξη της γραφής του Μουρακάμι, ο αναγνώστης χρειάζεται αρκετές σελίδες για να "μπει" στην ιστορία ή - για να είμαστε ακριβείς - στις δύο ιστορίες που ξεδιπλώνονται παράλληλα. Μια εισαγωγή μυστηριακή, προκλητική για τις αισθήσεις και τελικά αντάξια ενός σπουδαίου βιβλίου. Δύσκολο να παραγραφεί από τη μνήμη η πρώτη σκηνή, άτοπη και άχρονη, με τον αφηγητή να επεξεργάζεται το οικείο μα διαφορετικό εσωτερικό ενός ιδιότυπου ανελκυστήρα.

Τα μονά κεφάλαια αφορούν την επαγγελματική περιπέτεια ενός Αριθμητή. Με λίγα λόγια, δουλειά των Αριθμητών είναι η κωδικοποίηση και διαφύλαξη πληροφοριών μέσω ενός περίπλοκου συστήματος εγκεφαλικής κωδικοποίησης. Εχθρός των Αριθμητών είναι οι Σημειωτές, που προσπαθούν να καταστρέψουν όλα τα μέτρα προστασίας και ασφάλειας ώστε να οικειοποιηθούν τις διακινούμενες πληροφορίες που τους ενδιαφέρουν. Μάχη σκληρή με τις αντιμαχόμενες πλευρές να μη διστάζουν να κάνουν χρήση θεμιτών και αθέμιτων μέσων. Ο Αριθμητής της ιστορίας μας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του.

Στα ζυγά κεφάλαια, ο αφηγητής καταφτάνει σε μια παράξενη πόλη, περιτριγυρισμένη από ένα πανύψηλο τείχος. Ο φύλακας στην πύλη τον ενημερώνει για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, του εξηγεί πως η εργασία του αφορά την ανάγνωση παλιών ονείρων στη βιβλιοθήκη της πόλης, η βιβλιοθηκάριος θα του εξηγήσει αναλυτικότερα. Για να του επιτραπεί όμως η είσοδος είναι υποχρεωμένος να αποχωριστεί τη σκιά του.

Η εναλλαγή ανάμεσα στις δύο ιστορίες, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, δίνει μια ιδιαίτερη δυναμική στο μυθιστόρημα. Καθώς η ένταση κορυφώνεται, ο συγγραφέας τοποθετεί μια άνω τελεία για να συνεχίσει με το ξετύλιγμα της άλλης ιστορίας. Εκτός της εξέλιξης των δύο ιστοριών, είναι η πιθανή σύνδεσή τους (και ακολούθως ο τρόπος) που απασχολεί σταθερά τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας - ακόμα και στο δεύτερο βιβλίο του - αποδεικνύεται τεχνίτης ικανός, με σοφία τοποθετεί λεπτομέρειες, φαινομενικά ασήμαντες και αδιάφορες, για να τις μεταφέρει στο επίκεντρο της σκηνής αρκετές σελίδες μετά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν είναι περιττό στον κόσμο που δημιουργεί ο Μουρακάμι, όλα δένουν μεταξύ τους την κατάλληλη στιγμή.

Πρόκειται σαφέστατα για μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ενώ και η μεταφυσική - σήμα κατατεθέν του δημιουργού - είναι διαρκώς παρούσα. Την έμπνευση του Μουρακάμι γονιμοποιεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, οι άπειρες δυνατότητες και οι άγνωστες περιοχές του, ένα μέρος στο οποίο η ψυχή θα μπορούσε να αναζητήσει καταφύγιο από την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα αντίληψης.

Καθώς οι σελίδες περνούν, η εμπλοκή του αναγνώστη θεριεύει, καθώς αναγνωρίζει οικεία στοιχεία στον περιγραφόμενο κόσμο. Όπως κάθε καλό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, έτσι και το συγκεκριμένο αποτελεί μια αλληγορία. Η σύγκρουση και - κυρίως - η διάκριση του καλού και του κακού αποτυπώνεται στη μάχη ανάμεσα σε Σημειωτές και Αριθμητές. Το πάθος και η ηρεμία, το εφήμερο ρίσκο και η μόνιμη βεβαιότητα, επιλογές, που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αναγκαζόμαστε συχνά να λάβουμε, ακόμα και σε συνθήκες λιγότερο παραμυθένιες.

Πρόθεση του Μουρακάμι αποτελεί το μυθιστόρημά του να καταστεί "κατανοητό" και αποδεκτό από το δυτικό κόσμο, δεν τον ενδιαφέρει να παραμείνει εντός των ιαπωνικών συνόρων. Γι' αυτό το λόγο, και παρά το γεγονός πως η ιαπωνική κουλτούρα είναι παρούσα και κυρίαρχη, προσθέτει ευρωπαϊκές και αμερικάνικες πινελιές στον τελικό καμβά, αναφερόμενος (μεταξύ άλλων) σε δεκάδες κλασικά μυθιστορήματα και παλιές κινηματογραφικές ταινίες προερχόμενα από τη δύση, δημιουργώντας έτσι ένα κοινό παρελθόν ανάμεσα σε ήρωες και αναγνώστες.  

Παρά το μέγεθός του, διαβάζεται αχόρταγα ενώ δεν υστερεί σε τίποτα από τα μετέπειτα - παγκοσμίου φήμης - έργα του. Διαθέτει την ιδιαίτερη αίσθηση που αφήνουν τα έργα του Μουρακάμι, στην οποία δηλώνω εθισμένος. Απίστευτη ικανότητα να παντρεύει την εσωτερικότητα με τη φρενήρη εξωτερική δράση, στοιχείο που του χαρίζει πωλήσεις δίχως να του στερεί πόντους ποιότητας.

Ίσως, τώρα που καλοκαίριασε για τα καλά, να είναι η στιγμή να χαθώ στο πολυσέλιδο IQ84.




Μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο
Εκδόσεις Καστανιώτη



Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Generation Π - Βίκτορ Πελέβιν







Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και την ταυτόχρονη μετάβαση σε μια οικονομία ανοιχτή, καπιταλιστική. Τα (κρατικά) μονοπώλια είναι πια παρελθόν, οι Ρώσοι έχουν επιτέλους το δικαίωμα στην επιλογή. Η στρόφιγγα των εισαγωγών ανοίγει, νεόκοποι επιχειρηματίες  προσπαθούν να κλείσουν συμφωνίες με τη Δύση για την αποκλειστική διάθεση προϊόντων στη νεοσύστατη αγορά. Τεράστιες ευκαιρίες για γρήγορο και εύκολο κέρδος. Κάπως έτσι, δημιουργείται η άμεση ανάγκη για διαφήμιση· οι υποψήφιοι πελάτες πρέπει να εκπαιδευτούν, χρειάζονται κάποιον να τους πείσει να εγκαταλείψουν προϊόντα που εμπιστεύονταν χρόνια για χάρη των νέων και λαμπερών αφίξεων, η γέννηση καταναλωτικών αναγκών κρίνεται απαραίτητη.      

Ο Τατάρσκι, απόφοιτος του Ινστιτούτου Λογοτεχνίας, εγκαταλείπει τη δουλειά του στο περίπτερο, όταν, από μια συγκυρία, καταφέρνει να μπλεχτεί στα γρανάζια της βιομηχανίας της διαφήμισης που ανθίζει στη Μόσχα. Η ικανότητά του στο γραπτό λόγο, οι λογοτεχνικές του γνώσεις και η πλούσια φαντασία του, αποτελούν σημαντικά εφόδια στη νέα αυτή καριέρα που ξεδιπλώνεται μπροστά του. Σε ένα περιβάλλον ευμετάβλητο και ασταθές, όπου οι δολοφονίες αποτελούν συχνό φαινόμενο, ο τυχοδιωκτισμός δείχνει να αποτελεί τη μοναδική σταθερά. Συχνές αλλαγές εργασιακού περιβάλλοντος και  χρήση παράξενων όρων, αμετάφραστων ακόμα στη ρωσική, περιγράφουν ικανοποιητικά την επαγγελματική ζωή του ήρωα. Δύσκολο να παραμείνει κάποιος ανεπηρέαστος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο Τατάρσκι δεν αργεί να βρει καταφύγιο στα ναρκωτικά ελπίζοντας σε περισσότερη δύναμη και πιο πλούσια φαντασία.

Ο Πελέβιν μας ξεναγεί, μέσω του ήρωά του, στη Ρωσία των πρώτων χρόνων μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι νεοσύστατες μαφίες, μέλη των οποίων είναι πρώην πράκτορες της KGB και στελέχη του κόμματος, επιχειρούν να επιβληθούν και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Η μάχη για την επικράτηση είναι σκληρή και αφήνει πίσω της δεκάδες νεκρούς. Η διακίνηση κεφαλαίων, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η επιρροή μέσω των ΜΜΕ, το εμπόριο – νόμιμο ή μη – και η εξουσία, αποτελούν κάποιες από τις αρένες στις οποίες παίζεται το  παιχνίδι. Η ελευθερία απλώς ορίζεται διαφορετικά, η ευτυχία επαναπροσδιορίζεται ώστε να περιλαμβάνει και την κατανάλωση, μόνο η μεγάλη εικόνα δείχνει να αλλάζει.

Η Ρωσία όμως – σε μια αντιστοιχία με την ελληνική πραγματικότητα – ανήκει σε Ανατολή και Δύση, διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, αποτελείται από ένα πλήθος διαφορετικών εθνών και παραδόσεων. Οι επιρροές της Ανατολής, πιο πνευματικές, μεταφυσικές και θρησκευτικές, συνθέτουν τα νήματα που οδηγούν πίσω στο παρελθόν, στο μύθο. Η Δύση έλκει με την πρόοδο, τη θελκτική εικόνα της ανάπτυξης και της ευμάρειας. Μόνος τρόπος κατάκτησης μοιάζει να είναι το χρήμα, νεόπλουτοι Ρώσοι επισκέπτονται τη Δύση και ξοδεύουν χρήματα σε μια επίδειξη πλούτου και δύναμης.

Με διάθεση για πειραματισμό στη μορφή, ο Πελέβιν παρουσιάζει μια σύγχρονη δυστοπία, μια κοινωνία σε άτακτη μετάβαση. Ο ήρωας, συμπαθής μα κάπως αφελής, μοιάζει να μην κατανοεί πλήρως την κατάσταση, κινείται από ένστικτο περισσότερο, ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, από τη μία εκείνη των ναρκωτικών και από την άλλη ο χώρος της διαφήμισης. Υπνωτισμένος θαρρείς και δίχως προσωπική ζωή, προσπαθεί να βρει το επόμενο σλόγκαν και ταυτόχρονα να κατανικήσει τους φόβους του, μία συνεχής λούπα, στην οποία δύσκολα διακρίνεται το πραγματικό από το φανταστικό. Εκκωφαντική η γυναικεία απουσία, ένα μυθιστόρημα που αποτελείται μόνο από άντρες – εκτός της θεάς Αστάρτης. Δεν υπάρχει το παραμικρό ερωτικό ίχνος, συγγραφική επιλογή που ενισχύει τη ζοφερή πραγματικότητα και την περιορίζει στην τριάδα: χρήμα – δόξα – δύναμη.

Ο συγγραφέας αποφεύγει την ευκολία ενός μυθιστορήματος ιλιγγιώδους δράσης και καταιγιστικού ρυθμού, αν και η περιγραφή στο οπισθόφυλλο θα μπορούσε να παρασύρει. Εύστοχη σάτιρα που αναδεικνύει τα κακώς κείμενα δίχως όμως  να λείπει η δοκιμιακή διάθεση, επιμονή στην ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας και ανάγκη για αναζήτηση καταφυγίου στο μύθο, πινελιές αισιοδοξίας σε έναν καμβά αρκετά σκοτεινό. Το Generation «Π» του Πελέβιν είναι μια σύνθεση λεπτής ισορροπίας, ένα μυθιστόρημα ετερόκλητων επιρροών, ενδιαφέρον παρά τις όποιες αδύναμες σελίδες του και μάλλον δίκαια θεωρείται αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας.







(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)



υ.γ  Οφείλω ακόμα μια φορά να ευχαριστήσω την Π. για την καθοδήγηση στα, άγνωστα σε μένα, μονοπάτια της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Πριν τον Πελέβιν είχε προηγηθεί ο Μακάνιν και το μυθιστόρημά του, Αντεργκράουντ ή Ένας ήρωας του καιρού μας.



Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη



Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ - Georges Simenon






"Κακώς είχε πει ψέματα. Το διαισθάνθηκε μόλις άνοιξε το στόμα του για ν' απαντήσει στον Φερνάν τον Τράγο, και από ντροπή βασικά, από έλλειψη ψυχραιμίας, δεν άλλαξε τις λέξεις που του ήρθαν στο στόμα.
    Είπε λοιπόν :
    -Πήγε στην Μπουρζ."


Έτσι ξεκίνησαν όλα, με αυτήν την αθώα δικαιολογία. "Πήγε στην Μπουρζ." Μια απλή φράση, ικανή όμως να επεκτείνει τα όρια της κολάσεως για τον καημένο τον Ζονάς, που είδε την - κατά πολύ νεότερη - γυναίκα του να φεύγει για να φυλάξει - όπως συνήθιζε τακτικά να κάνει - το παιδί ενός γειτονικού ζευγαριού, εκείνοι πήγαιναν σινεμά, η Τζίνα έπαιρνε το βιβλίο της και το κλειδί του σπιτιού και δεν επέστρεφε πριν από τις δώδεκα. Αυτό θα συνέβαινε και ετούτη τη φορά, όμως η Τζίνα δε γύρισε, μάταια την περίμενε ο Ζονάς.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Τζίνα δεν κοιμόταν σπίτι, συνήθιζε άλλωστε τις ολιγοήμερες αποδράσεις, οι φήμες την ήθελαν να έχει αρκετούς εραστές. Ο Ζονάς αντιμετώπιζε στωικά την κατάσταση, δίχως ξεσπάσματα και εκρήξεις ζήλιας. Δίχως να μοιράζεται με κανέναν όσα τον απασχολούσαν. Οι μέρες περνούν και η Τζίνα δεν επιστρέφει. Ο Ζονάς, αιχμάλωτος της πρώτης δικαιολογίας, επιχειρεί να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Η μικρή κοινότητα και η οικογένεια της Τζίνας επιμένουν όμως να χώνουν τη μύτη τους προσπαθώντας να διαλευκάνουν το μυστήριο της εξαφάνισης. Βλέπετε, η Τζίνα είναι μία απ' αυτούς, εκείνος δεν έπαψε - και ούτε θα πάψει ποτέ - να είναι ένας εμιγκρές. Το γεγονός πως βρέθηκε μικρός σε αυτή την πόλη δεν αλλάζει τα δεδομένα.   

Στη υπόθεση δεν αργεί να εμπλακεί και η αστυνομία, η έρευνα είναι ενδελεχής και οδηγεί σε διάφορα ευρήματα του μακρινού παρελθόντος, στοιχεία που από μόνα τους φαντάζουν αθώα μα που σε συνδυασμό είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν ένα βαρύτατο κατηγορητήριο.

Ο Ζονάς είναι μια τραγική φιγούρα. Aπό τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται να παρατηρεί τον μικρόκοσμό του να καταρρέει. Ούτε ένα χέρι δε θα βρεθεί να τον χτυπήσει φιλικά στην πλάτη, κανείς δε φαίνεται διατεθειμένος να ακούσει τον πόνο του. Έχει και ο Ζονάς το μερίδιο ευθύνης του βέβαια, όχι μόνο γιατί δεν είπε από την αρχή την αλήθεια, μα και γιατί δεν επιχείρησε ποτέ να εμβαθύνει τις σχέσεις του. Για να είμαστε δίκαιοι όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τον αποστειρωμένο χαρακτήρα που διαθέτουν οι μικρές - και όχι μόνο - κοινωνίες, στεγανά καθαρότητας, δεν επιτρέπουν την ενσωμάτωση σε οτιδήποτε ξένο και νέο προς αυτές. Ανοχή επιφανειακή και μόνο, απόρροια της "καλής συμπεριφοράς", έτοιμη να υποχωρήσει στην πρώτη ευκαιρία. Υποκρισία.  

Κλεισμένος στο βιβλιοπωλείο, έχοντας τυπικές επαφές με τους άλλους εμπόρους, αφοσιωμένος στο μοναχικό χόμπι του φιλοτελισμού, έτσι ζούσε για χρόνια ο Ζονάς. Ο γάμος του με τη Τζίνα προέκυψε σε μια χρονική στιγμή που εκείνος είχε πάρει απόφαση πως θα πορευόταν μονάχος του. Θείο δώρο έμοιαζε, τέτοια ήταν η λάμψη, που δε μπόρεσε - ή δε θέλησε - να λάβει υπόψη του το αμαρτωλό παρελθόν της, να διακρίνει τα σημάδια της πλεκτάνης. Μαθημένος χρόνια στη μοναξιά, θαμπώθηκε από το ελάχιστο ίχνος συντροφικότητας, ποιος θα μπορούσε να τον ψέξει;

Ο Σιμενόν δημιουργεί από την πρώτη κιόλας αράδα ένα περιβάλλον ασφυκτικό, ο αέρας συνεχώς μειώνεται και ο χώρος στενεύει. Καθώς οι σελίδες περνούν, νιώθει κανείς την ταύτιση με τον Ζονάς, την υποχρέωση να συνταχθεί μαζί του. Θλίψη αυθεντική, κόμποι σε διάφορα σημεία του σώματος. Ευχή, μακάρι να πρόκειται για κακόγουστη φάρσα. Γράφοντας αυτές τις γραμμές, συνειδητοποιώ πως στιγμή δε με απασχόλησε η τύχη της εξαφανισμένης, αγωνιούσα μονάχα για εκείνον. Η ένταση κλιμακώνεται μαεστρικά, ο χαρακτήρας που πλάθει ο Σιμενόν δεν προκαλεί μόνο τον οίκτο μα εντείνει και το μυστήριο. Η δίχως ξεσπάσματα αποδοχή της κατάστασης επιτρέπει στην αμφιβολία να εισχωρήσει, αναγκάζει τον αναγνώστη να κρατά διαρκώς "πισινή" μοιάζοντας τελικά στο τέρας...

Μπορώ να αντιληφθώ τον συσχετισμό με τον Ξένο του Καμύ, άλλωστε και οι εξωτερικές ομοιότητες είναι ορατές. Δε θα συγκρίνω ποιοτικά τα δύο βιβλία, κυρίως γιατί απέναντι στον Ξένο δε μπορώ να σταθώ αντικειμενικός. Πάντως, το μυστήριο της εξαφάνισης της Τζίνας, στο μυθιστόρημα του Σιμενόν, αλλάζει αρκετά τον τρόπο προσέγγισης του κειμένου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, γεγονός που διαφοροποίησε την αίσθηση που μου άφησε ο Ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ

Γράφω και σβήνω το ρήμα απολαμβάνω, δε μπορώ να αποφασίσω. Μπορεί κανείς άραγε να απολαύσει μια ιστορία τόσο στενάχωρη, όσο αυτή του Ζονάς;



υ.γ Αφορμή για να διαβάσω τον Ανθρωπάκο από το Αρχαγγέλσκ, στάθηκε η σύγκριση-πρόκληση με τον Ξένο του Καμύ. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.




Μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις Άγρα




Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Οι κωπηλάτες - Μιχάλης Φακίνος







Για τα γενέθλια του μπλογκ - πότε πέρασαν αλήθεια τόσοι μήνες; - η αγαπητή Βιβή της Λέσχης Degas μου έκανε "δώρο" το τελευταίο μυθιστόρημα του Μιχάλη Φακίνου, Η έρημος έρχεται. "Φευγάτο και μοναχικό, σκόρπιο στον αέρα..." ήταν η περιγραφή της. Τις προάλλες, έκανα βόλτα στο Μοναστηράκι, ανάμεσα σε μαγαζιά με ρούχα και σε ένα σκιερό καφέ, στρίμωξα μια επίσκεψη - μετά από πολύ καιρό - στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, εμφανίστηκαν ξάφνου μπρος μου οι Κωπηλάτες, η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Φακίνου τριάντα χρόνια πίσω, δε δίστασα στιγμή, ήξερα πως η Βιβή θα επικροτήσει την απόφασή μου.

Μικρό καλάθι συνηθίζω να κρατώ όταν πρόκειται να διαβάσω μια συλλογή διηγημάτων. Φόρμα παρεξηγημένη και για πολλούς λύση εύκολη δίχως ανάγκη για μυθιστορηματική πειθαρχία, διαδεδομένη αντίληψη πως μια ιδέα τάχατες αρκεί. Ο σχολιασμός περιττός.

Η κυρίαρχη αίσθηση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των οκτώ διηγημάτων που αποτελούν τη συλλογή, είναι πως ο συγγραφέας στέκεται σε ένα σταυροδρόμι. Πίσω του βρίσκεται η (λογοτεχνική) παράδοση, οι ιστορίες που άκουγε μικρός, οι κακουχίες που γνώρισε ο τόπος, επιρροές ισχυρές και ευδιάκριτες. Εμπρός του ξανοίγεται ένας δρόμος απέραντος, ιδέες καινοτόμες, διάθεση για πειραματισμό, ανάγκη για προσωπικό ύφος και στυλ. Σε αυτό το σταυροδρόμι στέκεται λοιπόν ο συγγραφέας, πότε με τόλμη και πότε με δισταγμό επιχειρεί βήματα προς τα εμπρός, δίχως να ξεχνά να ρίχνει ματιές πίσω και να συμβουλεύεται τις διαθήκες του παρελθόντος. Συνετή απόπειρα για ελευθερία, με το βλέμμα στο μέλλον αλλά δίχως διάθεση να πυρπολήσει το χτες.

Δείγμα αντιπροσωπευτικό έργου πρωτόλειου. Η μικρή φόρμα φαντάζει ιδανική, του επιτρέπει να βρει βηματισμό, να χωρέσει αρκετά θέματα που τριγυρίζουν στο κεφάλι του από τότε που σκέφτηκε την πρώτη πρώτη ιστορία, να προσεγγίσει θέματα συνηθισμένα και χιλιογραμμένα, όπως ο εμφύλιος για παράδειγμα, αλλά να μην αρκεστεί σε αυτά. Αν δεν υπήρχαν οι ματιές στο μέλλον φοβάμαι πως η συλλογή αυτή- ειδικά σήμερα - θα ήταν παρωχημένη και αδιάφορη. Η διάθεση όμως για απαγκίστρωση δημιουργεί υψηλές προσδοκίες για το επόμενο βήμα.  

Το μέγεθος των διηγημάτων ποικίλει, από τη δισέλιδη Γόπα μέχρι τη Χήρα του Λεγκρενή που φλερτάρει να χαρακτηριστεί αφήγημα, ο Φακίνος επιδεικνύει μια θαυμαστή ικανότητα στη διαχείριση του υλικού και της ιστορίας. Αν και είναι εμφανές πως πίσω από τη συλλογή βρίσκεται ο ίδιος συγγραφέας, εντούτοις οι εναλλαγές ύφους είναι αξιοσημείωτες από διήγημα σε διήγημα, από την κλασική αφήγηση μέχρι το δίχως τελεία, Αρχίζει το ματς.

Δε θα αναφερθώ ξεχωριστά στην υπόθεση κάθε διηγήματος καθώς δε βρίσκω το νόημα.

Μου έφερε στο νου το Αστείο του Παλαβού. Αν και με απόσταση τριάντα χρόνων, οι δύο συλλογές μου άφησαν παρόμοια αίσθηση ως προς τη διαχείριση της λογοτεχνικής παράδοσης και θεματολογίας, δίνοντας ταυτόχρονα δείγματα πειραματισμού και διάθεσης για κάτι νέο.

Συλλογή πλήρης που σπάνια συναντάται. Τώρα θα ήθελα να διαβάσω και ένα μυθιστόρημα δικό του.




Εκδόσεις Κέδρος







   



Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού - Τεύκρος Μιχαηλίδης







Με τις πρώτες ζέστες το μυαλό ταξιδεύει μακριά, σε παραλίες δροσερές, κάτω από ίσκιο παχύ, επιθυμεί να ξαπλώσει το κορμί, να ξεκουραστεί το βλέμμα, να ανασυγκροτήσει το χειμώνα που πέρασε. Αδύνατο να απαλλαγείς από αυτή τη διάθεση φυγής όταν καθημερινά αναγκάζεσαι να περιδιαβαίνεις την τσιμεντένια τούτη πόλη με τη μεγάλη ανηφόρα να σε αφήνει κάθιδρο σε κάθε απλή επιστροφή.

Η φωτογραφία στο εξώφυλλο ήταν αρκετή, η Σέριφος των περσινών διακοπών κατέκλυσε τη μνήμη. Κοσμοπολίτικη για τα γούστα μου, με υψηλή συγκέντρωση παραθεριστών και δυσκολία στον συνδυασμό σκιάς-ησυχίας, εντούτοις αναμνήσεις γλυκές τη συντροφεύουν - πόρνη νοσταλγία.

Το, εδώ και χρόνια εγκαταλελειμμένο, ορυχείο του νησιού, τουριστικό αξιοθέατο σήμερα, όρθια ερείπια να θυμίζουν τις πρώτες απεργίες, με αιτήματα που, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, επιστρέφουν στην επικαιρότητα. Μέρος που αποπνέει κάτι το απόκοσμα γαργαλιστικό για τη φαντασία, έτσι όπως στέκει μονάχο του στο άνυδρο βραχώδες κάδρο πάνω από τη θάλασσα.

Για το βιβλίο του Μιχαηλίδη ξεκίνησα να γράψω, πώς να συγκρατήσεις όμως τη λαχτάρα για φυγή (σκόπιμη επανάληψη που τονίζει την ανάγκη). Αν και δεν είναι άσχετα όλα τα παραπάνω, καθώς στη Σέριφο διαδραματίζεται η ιστορία αυτού του μικρού σε έκταση μυθιστορήματος. Τρεις μεγάλοι έρωτες με επίκεντρο το νησί των Κυκλάδων, τρεις ταραγμένοι περίοδοι της ιστορίας.

Το 1916, οι αιματηρές συγκρούσεις θα διώξουν μακριά από το νησί την Σερφιώτισσα γιαγιά και τον Γάλλο παππού της Ερνεστίν. Το τέλος της ναζιστικής κατοχής του Παρισιού θα φέρει πίσω στο νησί τη μητέρα της. Την Ερνεστίν θα ερωτευτεί παράφορα ο νεαρός τότε αφηγητής της ιστορίας. Καλοκαίρι του 1970.

Κοινό χαρακτηριστικό των βιβλίων του Μιχαηλίδη τα μαθηματικά. Ένα άλυτο μαθηματικό πρόβλημα βρίσκεται στον πυρήνα της υπόθεσης. Το "πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων" απασχόλησε για χρόνια σπουδαίους μαθηματικούς ανά τον κόσμο, αρκετοί πίστεψαν πως έφτασαν κοντά στη λύση αλλά τελικώς χρειάστηκε η συνδρομή της τεχνολογίας, διαμέσου των ηλεκτρονικών υπολογιστών, για να προκύψει η απόδειξη. Σε αυτό το σημείο, της τεχνολογικής παρεμβολής, έγκειται και το πλέον ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου. Ένα ερώτημα φιλοσοφικού περισσότερο χαρακτήρα σχετικά με την "εμπιστοσύνη" στη μηχανή. Είναι μαθηματική απόδειξη άραγε το αποτέλεσμα που δίνει ο υπολογιστής; Η οριστική και αμετάκλητη επικράτηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών δε θα ήταν δυνατό να αφήσει ανεπηρέαστη τη μαθηματική επιστήμη, εξέλιξη που διχάζει ακόμα και σήμερα την κοινότητα των αριθμών.

Κατά τα λοιπά, το μυθιστόρημα κινείται σε μια επιφάνεια αρκετά επίπεδη, δίχως ρίσκα στη γραφή. Παράγοντας καθοριστικός το μέγεθος, αναντίστοιχο του εύρους της ιστορίας που επιθυμεί ο συγγραφέας να διηγηθεί. Πολλές πληροφορίες και συμβάντα κοντά στο όριο της απλής παράθεσης, δε βρίσκουν το απαραίτητο έδαφος για να στεριώσουν. Ρυθμός καταιγιστικός, ανάγνωση δίχως ανάσα. Σε καμία περίπτωση - και υπό το φόβο της παρεξήγησης - δεν πρόκειται για ένα κακό βιβλίο, διαβάζεται ευχάριστα, προσωπικά όμως εμένα με άφησε κάπως ανικανοποίητο, αλλά και μόνο για την επιστροφή στη Σέριφο άξιζε τον κόπο.




Εκδόσεις Πόλις


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Το αγαπημένο μου βιβλίο(;)







Δεν ξέρω αν το επίθετο "αγαπημένο" είναι ακριβές, ξέρω όμως πως εκεί επιστρέφω διαρκώς, στις χαρές και στις λύπες, ακόμα και από συνήθεια πολλές φορές.

Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά. Διένυα το "Eξάμηνο του Υπαρξισμού". Καμύ, Σαρτρ, Ζενέ και πάλι από την αρχή, με παύσεις και επαναλήψεις. Κυρίως λογοτεχνία, αλλά και θέατρο, ποίηση και δοκίμιο. Διαβάζοντας Καμύ ένιωθα να αντιλαμβάνομαι σε βάθος τις αρχές του υπαρξισμού, παράδειγμα το διήγημα με τον δάσκαλο και τον κρατούμενο, καταφύγιο συχνό σε αποφάσεις δύσκολες, "ηθικές".

Κάποτε σε μια εξεταστική, αποφάσισα να κάνω ένα μικρό διάλειμμα από την "μάκρο" (ή τη λογιστική, δεν έχει και τόση σημασία πια) για να ψάξω κάτι στο Μύθο του Σίσυφου. " Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας." Ξενύχτησα. Το μάθημα πήρε χρονική παράταση μίας εξεταστικής. Πώς να επιστρέψεις σε μοντέλα και διαγράμματα μετά από μια τέτοια φράση;

Έψαχνα καιρό μια αφορμή επιστροφής στο Αλγέρι. Ο ξηρός αέρας, η κρυστάλλινη θάλασσα, τα γεμάτα κόσμο τραμ, ο γείτονας με το σκύλο, το αραβικό βλέμμα, η κηδεία. Πάνω απ' όλα όμως ο Μερσώ.

Μια προκλητική δήλωση αποτέλεσε τη σπίθα. " Ο Ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ" είπε " δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον Ξένο". Έσκυψα και σήκωσα το γάντι. Στο παζάρι των Εκδόσεων Άγρα αγόρασα το μυθιστόρημα του Σιμενόν. Όμως πρώτα, "έπρεπε" να επιστρέψω.

"Σήμερα πέθανε η μαμά. Ίσως και χτες, δεν ξέρω."

Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1940 και εκδόθηκε το 1942, ταυτόχρονα με το Μύθο του Σίσυφου. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είναι σε εξέλιξη.

Ο Μερσώ πληροφορείται το θάνατο της μητέρας του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε σε ένα γηροκομείο αρκετά έξω από το Αλγέρι. Παίρνει το λεωφορείο για να παραστεί στην κηδεία. Ξενυχτάει δίπλα της. Μήτε ένα δάκρυ δεν κυλά. Την επομένη, μια πεζή πομπή αρκετών χιλιομέτρων, υπό συνθήκες καύσωνα, συνοδεύει το φέρετρο στο νεκροταφείο. Μετά την κηδεία επιστρέφει στο Αλγέρι. Η ζωή συνεχίζεται, τα τραμ γεμάτα κόσμο καταφτάνουν στα προάστια λίγο πριν τη δύση του ηλίου.

Ο στεγνός τρόπος με τον οποίο αντιδρά ο Μερσώ, το χαμένο νόημα του κόσμου που τον περιβάλλει, οι απλές μικρές χαρές, η ικανοποίηση των στοιχειωδών αισθήσεων. Μοιάζει ναρκωμένος από τη ζέστη και την υγρασία, όμως δεν είναι αυτή η αιτία. "Δεν τον αντέχω. Με εξοργίζει που είναι τόσο αποστασιοποιημένος και άνευρος." μου είπε η Ε. όταν το διάβαζε. Και όμως συνέχισε, μέχρι την τελευταία σελίδα. 

Η επιστροφή συνέπεσε (ή μήπως διαμόρφωσε) με μια περίοδο συναισθηματικά ακραία, αλλαγών και αποσταθεροποίησης. Τώρα, το χώμα της βάσης κατακάθησε, έγινε πιο στέρεο, το βλέμμα αντίκρυσε το ράθυμο καλοκαιριάτικο απόγευμα με διαύγεια, παρά την υγρασία. Εμπειρία που θα παρομοίαζα με παρουσία σε ένα κενό αέρος, και ας μην έχω βρεθεί ποτέ σε συνθήκες απόλυτου κενού. Μηδενισμός, βάση για επανεκκίνηση. Είναι δύσκολο να εκφράσω όσα νιώθω, δεν είναι ζήτημα εννοιών και ανάλυσης αλλά ιδιαιτερότητα της αίσθησης να αιωρείται και να ξεφεύγει. 


υ.γ Για το μυθιστόρημα του Σιμενόν θα τα πούμε σε επόμενη ανάρτηση.

 

  

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Ρέκβιεμ για τη γυάλινη πολιτεία - Donna Leon








Βρισκόμουν ακόμα υπό την επιρροή του Χαβιέρ Μαρίας (βλ. Ο Αισθηματικός άντρας), έψαχνα κάποιο ανάγνωσμα χαλαρό, να ρέει γάργαρο, σκέφτηκα πως είχα καιρό να διαβάσω ένα αστυνομικό. Ανέτρεξα στη στοίβα, ανάμεσα σε διάφορα βρήκα το μυθιστόρημα της Ντόνα Λεόν, που μια μετακόμιση το άφησε πίσω, έξω από τις κούτες που με επιμέλεια γέμισαν, κάποιος μου είχε μιλήσει με καλά λόγια στο παρελθόν για τη συγγραφέα και κάπως έτσι υιοθέτησα το ορφανό. Παιχνίδια του μυαλού· ο αφηγητής στο μυθιστόρημα του Ισπανού ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Λέων της Νάπολης, η συγγραφέας Λεόν, όποιος αναζητά με μανία συμπτώσεις, βρίσκει! Διάβασα την υπόθεση στο οπισθόφυλλο, η δράση λαμβάνει χώρα στη Βενετία, μου ήρθε στο νου το υπέροχο Πάθος της Winterson. Ο κύβος ερρίφθη.

Μια απλή χάρη προς τον βοηθό του θα μπλέξει τον αστυνόμο Μπρουνέτι σε μια παράξενη ιστορία. Όλα ξεκινούν όταν δέχεται να συνοδεύσει τον Βιανέλο στο αστυνομικό τμήμα του Μέστρε. Έχουν συλλάβει ένα φίλο του ακτιβιστή που συμμετείχε σε μια οικολογική διαμαρτυρία. Το ζήτημα λύνεται σχετικά γρήγορα καθώς οι συλλήψεις έγιναν περισσότερο για να ηρεμήσουν τα πνεύματα παρά γιατί υπήρχαν κατηγορίες σε βάρος των συλληφθέντων. Βγαίνοντας από το μέγαρο πέφτουν πάνω στον Τζιοβάνι Ντε Καλ, πεθερό του ακτιβιστή και ιδιοκτήτη υαλουργείου στο Μουράνο. Η συνάντηση κάθε άλλο παρά φιλική, μαινόμενος ο πεθερός επιτίθεται φραστικά στον γαμπρό του, οι αστυνομικοί επεμβαίνουν για να τους χωρίσουν. Λίγες μέρες μετά, η κόρη του Ντε Καλ εκφράζει στο Μπρουνέτι το φόβο της πως θεωρεί τον πατέρας της ικανό να δολοφονήσει τον άντρα της. Κάτι παραπάνω από κακή οικογενειακή σχέση, ο Ντε Καλ αντιπαθεί όλους τους οικολόγους που χώνουν τη μύτη τους παντού και ιδιαίτερα αυτούς που τόλμησαν να παντρευτούν την κόρη του...

Και κάπως έτσι η ιστορία ξεκινά, όχι με ένα έγκλημα μα με μια υποψία να πλανάται πάνω από την υδάτινη πολιτεία. Ο Μπρουνέτι αφιερώνει αρκετό χρόνο στην υπόθεση αυτή, κρυφά από τους ανωτέρους του, παραμελώντας τα γραφειοκρατικά του καθήκοντα. Όσο περνούν οι μέρες τόσο περισσότερο εμπλέκεται στην υπόθεση, προσεγγίζει μάρτυρες, μαζεύει πληροφορίες, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως η κόρη του Ντε Καλ υπερβάλει. Η Λεόν στήνει ένα παιχνίδι διαρκούς αναμονής, ο αναγνώστης βρίσκεται σε συνεχή επιφυλακή περιμένοντας τι θα συμβεί. (Μια συμβουλή στους επίδοξους αναγνώστες: μη διαβάσετε το οπισθόφυλλο, περιέχει spoiler.) Και κάπως έτσι, δίχως να αντιληφθείς πώς, βρίσκεσαι να έχεις διαβάσει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου.

Διαβάζω λίγα αστυνομικά μυθιστορήματα, είμαι από τους αναγνώστες εκείνους που δεν τους ενδιαφέρει να ανακαλύψουν το δολοφόνο ή να μάθουν τι θα γίνει στο τέλος. Δίνω βάση στην ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες, στον κοινωνικό σχολιασμό στα περιθώρια της δράσης, μαγεύομαι με τις κινηματογραφικές εικόνες που ξεπηδούν από τις σελίδες. Ως προς αυτές μου τις απαιτήσεις το μυθιστόρημα της Λεόν μάλλον με απογοήτευσε. Δεν ένιωσα στιγμή να βρίσκομαι στη Βενετία, τα κανάλια και τα βαπορέτα ήταν εκεί, εγώ όχι. Ένα κεφάλαιο μέσα στο υαλουργείο υπήρξε αρκετά υποβλητικό, αλλά ήταν μάλλον η εξαίρεση. Θα ήθελα τον Μπρουνέτι λίγο πιο αντισυμβατικό, λίγο παραστρατημένο ή χαμένο, είναι οι αντιήρωες που με ελκύουν στην αστυνομική λογοτεχνία. 

Το μυθιστόρημα κινείται γύρω από την οικολογία. Οι αυστηρότεροι κανόνες αυξάνουν το κόστος λειτουργίας και ωθούν δεκάδες επιχειρήσεις στο κλείσιμο, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, από τη μία, εκείνοι που μάχονται για το περιβάλλον, φοβούμενοι κυρίως τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, και από την άλλη, εκείνοι που υπερασπίζονται την ανάγκη για διατήρηση των θέσεων εργασίας. Η οικολογία είναι στη μόδα τα τελευταία χρόνια, περιλαμβάνεται στις ατζέντες των πολιτικών, πρωταγωνιστεί στις διαφημιστικές καμπάνιες. Τα όρια λεπτά και τα χρηματικά ποσά που διακυβεύονται τεράστια, οι πιέσεις ασφυκτικές. Τα υαλουργεία του Μουράνο έχουν ιστορία αιώνων, τέχνη που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, επιχειρήσεις οικογενειακές που βλέπουν τον ανταγωνισμό εξ ανατολών να εντείνεται. Οι κάτοικοι της Βενετίας βλέπουν την πόλη τους να βουλιάζει χρόνο με το χρόνο στην ύφεση, τα χρόνια ακμής ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να χαμογελούν και να υποκλίνονται στους τουρίστες για να κερδίσουν το ψωμί τους.

Ως προς τον "κοινωνικό προβληματισμό" η Λεόν δε φέρνει κάτι ριζοσπαστικό, κινούμενη στην επιφάνεια και χρησιμοποιώντας την οικολογία για να οξύνει τις διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες της σε μια απόπειρα σταδιακής κορύφωσης της έντασης και δημιουργίας κλίματος αγωνίας και μυστηρίου.

Τελικό πόρισμα/ανακεφαλαίωση των παραπάνω: Το μυθιστόρημα της Λεόν διαβάζεται ευχάριστα αλλά μάλλον ως εκεί.



Μετάφραση  Ρίτα Κολαϊτη
Εκδόσεις Καστανιώτης