Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Για τη χρονιά που θα 'ρθει




Τα βιβλία εκείνα που δεν γνωρίζω, που δεν γνωρίζω την ύπαρξή τους, όχι εκείνα που δεν έχω διαβάσει ακόμα, έσπευσε να τη διορθώσει, εκείνα περισσότερο λαχταρώ για τη χρονιά που θα 'ρθει. Βιβλία που θα πάρουν ξαφνικά τη θέση τους στα προσεχώς, συγγραφέων άγνωστων μέχρι εκείνη τη στιγμή, με ιστορίες καινούργιες, πρωτόγνωρες για μένα, βιβλία για τα οποία μια σκόρπια κουβέντα θα είναι αρκετή, ένα εξώφυλλο, μια βόλτα στο βιβλιοπωλείο, βιβλία ξεχασμένα από την εκδοτική επικαιρότητα, που μπορεί να γνώρισαν την απαξίωση της σκόνης και της εγκατάλειψης, βιβλία που σε κάποια άλλη γλώσσα μπορεί να έγιναν σημείο αναφοράς, βιβλία απαλλαγμένα από κάθε είδους προσδοκία, αυτά τα βιβλία περισσότερο λαχταρώ. Κι εκείνη χαμογέλασε. Πάντα χαμογελούσε εκείνη.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

το ένα δέκατο του 8 - βα.αλ. (Βασίλης Αλεξάκης)




Ο Νικήτας επιστρέφει από την Κέρκυρα στην Αθήνα μετά την καλοκαιρινή του άδεια. Πριν μπει στο καράβι θα μιλήσει στο τηλέφωνο με την Ιωάννα, την κοπέλα του: να κοιμηθείς εσύ, θα της πει, μην με περιμένεις, θα φτάσω αργά. Φτάνοντας θα τη βρει στο σαλόνι του σπιτιού τους δολοφονημένη. Ο χρόνος σταματά για λίγο, καθώς εκείνος στέκεται δίπλα στο άψυχο σώμα αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει το πώς και κυρίως το γιατί, σταματά μόνο για λίγο όμως, πριν αρχίσει να επιταχύνει και να παρασύρεται σε μια πορεία δίχως επιστροφή, πριν τον κατακλύσει η ανάγκη για εκδίκηση. Βλέποντας την αστυνομία να κλείνει την υπόθεση βιαστικά, αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Το ένα δέκατο του 8, σε πρώτη ανάγνωση, είναι ένα μυθιστόρημα για την εκδίκηση, για την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε έναν κόσμο όπου βασιλεύει η αδικία, είναι όμως και ένα μυθιστόρημα για τη σημερινή Αθήνα, τον σημερινό κόσμο της κρίσης, της εργασιακής ανασφάλειας, της φτώχειας και της αβεβαιότητας.

Σε όλη μου τη ζωή αισθάνομαι υποτιμημένος, όχι, βέβαια, από τους φίλους και τους δικούς μου ανθρώπους, μην με παρεξηγήσεις, δεν θεωρώ πως είμαι κανένας σπουδαίος. Απλά νιώθω να βρίσκομαι απέναντι σε έναν κόσμο που με υποτιμά από τα πρώτα δέκα λεπτά που τον γνωρίζω. Ε, και τώρα αυτό νιώθω να με πνίγει. Καταλαβαίνεις; Πόσο πιο πολύ να σε υποτιμήσουν, όταν μπορούν να μπουν στο σπίτι σου, να σκοτώσουν την φίλη σου, να το κουκουλώσουν οι μπάτσοι και να συνεχίσουν να κάνουν τις δουλειές τους σαν να μην τρέχει μία. Και όταν κράταγα το όπλο και τους καθάριζα, μετά το αρχικό σοκ, ένιωθα να σκοτώνω και λίγο αυτή την υποτίμηση ή κάποια από τα μικρά της πλοκάμια. Για αυτό θα συνεχίσω. Χάρηκα που τους ξέκανα. Και θα ξεκάνω κι άλλους, όσους πιο πολλούς προλάβω.

Στο τέλος της ανάγνωσης, και ανάμεσα στα υπόλοιπα συναισθήματα, ακούσιες οι σκέψεις: εγώ θα το έκανα εκείνο έτσι ή αλλιώς. Όχι μόνο με αφορμή αυτό το μυθιστόρημα, αλλά σχεδόν με το κάθε ένα. Σκέψεις που ακροβατούν ανάμεσα στον γόνιμο και στον στείρο απαξιωτικό μονόλογο, και βοηθούν, ενίοτε, να γίνει μια δεύτερη ανάγνωση, μια ακόμα προσέγγιση, στην προσπάθεια να κατανοηθούν ή να γίνουν απλώς αποδεκτά τα κίνητρα και οι προθέσεις του συγγραφέα. Αναλογιζόμουν τη σχεδόν ακαριαία μετάβαση του ήρωα από το πένθος στην εκδίκηση, και αρχικά με ξένιζε. Εγώ δεν θα το έκανα έτσι, σκεφτόμουν. Βρισκόμουν στην πλευρά του συγγραφέα, εκείνου την επιλογή έκρινα. Ύστερα όμως, και ίσως τυχαία, μετατόπισα το βάρος από τον συγγραφέα στον ήρωα, εκείνος άλλωστε ένιωσε την ανάγκη για εκδίκηση, αδιαφορώντας για τον λογοτεχνικό χρόνο του πένθους, του κοινώς αποδεκτού πένθους, της σιωπής και της οδύνης. Κανείς δεν μπορεί να κρίνει την αντίδραση ενός ανθρώπου απέναντι στη φρίκη, ή μάλλον μπορεί, απλώς όχι με όρους λογοτεχνικούς.

Σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει η μουσική, κάθε κεφάλαιο φέρει ως τίτλο το όνομα κάποιου τραγουδιού. Η μουσική αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο για τον Νικήτα σε έναν κόσμο που καταρρέει.

Το ένα δέκατο του 8 διαθέτει τις αρετές ενός μυθιστορήματος που θέτει τον ρεαλισμό και τη δράση σε πρώτο πλάνο, και τα μειονεκτήματα βέβαια, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και το αναγνωστικό γούστο. Η γλώσσα διαθέτει μια προφορικότητα που εξυπηρετεί τις ανάγκες, η εξέλιξη της πλοκής είναι ταχύτατη αποτυπώνοντας ικανοποιητικά τόσο τον ψυχικό κόσμο του ήρωα, όσο και το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Στα αξιοσημείωτα του μυθιστορήματος η απεικόνιση της Αθήνας από τον Βασίλη Αλεξάκη, που φανερώνει έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά τους δρόμους και τις εντάσεις της πρωτεύουσας, και δεν τις φαντάζεται απλώς καθισμένος στην καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή του.

Η ρεαλιστική πρόσληψη του μυθιστορήματος αποτελεί τη μία όψη, μία μόνο ανάγνωση της ιστορίας, και ίσως σε κάποιο επίπεδο αυτό να αποτελεί και κάποια από τις επιδιώξεις του συγγραφέα· η άλλη είναι να κρύψει μια παραβολή πίσω από το λουτρό αίματος και τον καταιγιστικό ρυθμό της πλοκής.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι      

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ο πρώτος κακός - Miranda July





Ανάμεσά μας κυκλοφορούν άνθρωποι πολυτάλαντοι και πολυπράγμονες, ανίκανοι να περιορίσουν την έκφρασή τους σε μία και μόνη φόρμα, κινητοποιημένοι συνεχώς από ερεθίσματα, διοχετεύουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους σε νέα κανάλια, εξερευνώντας -μέρος αναπόσπαστο της δημιουργίας- πεδία άγνωστα, ενθουσιασμένοι από τις δυνατότητες που διακρίνουν να ανοίγονται μπροστά τους, με μια διάθεση παιδική, η ανακάλυψη ενός καινούριου παιχνιδιού. Μια ματιά στο βιογραφικό της Miranda July θα ήταν ικανή να επιβεβαιώσει τα παραπάνω. Οι σκεπτικιστές δηλώνουν: είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ένας δημιουργός να είναι επαρκής στη διάσπαση των εκφραστικών μέσων. Ο κανόνας τούς ενισχύει το επιχείρημα, οι εξαιρέσεις μένουν να ανακαλυφθούν. Θυμάμαι, όταν πήγαινα στο λύκειο, ένα μάθημα με τον τίτλο Ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας, μάθημα που εμφανίστηκε για τις ανάγκες του νέου τότε συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια και εξαφανίστηκε γρήγορα στην επόμενη αλλαγή, μάθημα στο οποίο, ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα, γινόταν αναφορά σε έναν αρχαίο Έλληνα, ο οποίος ήταν γνωστός ως ο Βήτα, επειδή αν και είχε να επιδείξει σπουδαίο έργο σε διάφορους τομείς της σκέψης και της γνώσης, εντούτοις δεν ξεχώριζε πραγματικά σε κανέναν τομέα, ήταν δηλαδή καλός αλλά όχι άριστος. Το όνομά του δεν το θυμάμαι, το αναζητώ από καιρό σε καιρό, αλλά το βιβλίο εκείνο είναι καταχωνιασμένο σε ένα υπόγειο γεμάτο υγρασία, το οποίο συνειδητά αποφεύγω να επισκεφτώ.

Τη Miranda July είναι πιθανό να τη γνωρίζει κανείς από την πρώτη της ταινία, Εγώ εσύ και όλοι οι γνωστοί, που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση όταν προβλήθηκε -διάολε πότε πέρασαν δέκα χρόνια;-, για τον ιδιαίτερο τρόπο αφήγησης και απεικόνισης μιας ερωτικής ιστορίας, με διάθεση ανανεωτική -αν και όχι σκοπίμως-, παιχνιδιάρικη, φαινομενικά ελαφριά και αστεία, μα μόνο ως κρυψώνα του άγχους και της θλίψης της σύγχρονης ζωής.

Η φετινή κυκλοφορία του πρώτου της μυθιστορήματος στα ελληνικά, την ίδια μάλιστα χρονιά με την κυκλοφορία του βιβλίου στην Αμερική, με γέμισε προσδοκίες, αν και γενικότερα η έκδοσή του πέρασε μάλλον στα ψιλά. Διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί στο ιστολόγιο Logotexnia21, και μπορείτε να τα βρείτε εδώ, επιλογή από τη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο No one belongs here more than you, που αποτέλεσε τη βάση για την ομώνυμη θεατρική παράσταση της ομάδας Phantom Pain.

Πήγα με το αμάξι στο ιατρείο σαν να πρωταγωνιστούσα σε ταινία από εκείνες που έβλεπε ο Φίλιπ -παράθυρα κατεβασμένα, μαλλιά ν' ανεμίζουν, ένα μόνο χέρι στο τιμόνι. Όταν σταμάτησα στο κόκκινο, κράτησα το βλέμμα μου στυλωμένο μπροστά. Όλο μυστήριο. Ποια είναι αυτή; θ' αναρωτιόντουσαν οι άνθρωποι. Ποια είναι αυτή η μεσήλικη γυναίκα στο μπλε Χόντα; Διέσχισα το υπόγειο πάρκινγκ κι έφτασα στο ασανσέρ. Πάτησα το 12 με δάκτυλο που φανέρωνε άνεση, παιχνίδι. Δάκτυλο έτοιμο για όλα. Με το που έκλεισαν οι πόρτες, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη της οροφής και πρόβαρα τις πιθανές εκφράσεις που θα έπαιρνε το πρόσωπο μου αν ο Φίλιπ ήταν στην αίθουσα αναμονής. Έκπληξη θα έδειχνα, αλλά όχι υπερβολική, και φυσικά εκείνος δεν θα βρισκόταν στο ταβάνι, οπότε ο λαιμός μου σίγουρα δεν θα ήταν τόσο τεντωμένος. Μέχρι το τέρμα του διαδρόμου πρόβαρα την έκφραση. Α! Α, γεια! Να η πόρτα

ΔΡ ΤΖΕΝΣ ΜΠΡΟΓΙΑΡ
ΧΡΩΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Την άνοιξα με άνεση.
Φίλιπ πουθενά. 
Η Σέριλ, γυναίκα μέσης ηλικίας, με χαρακτήρα ευάλωτο, ζει μόνη, εργάζεται σκληρά αλλά με πάθος, βασανίζεται από έναν μόνιμο κόμβο στον λαιμό, έναν κόμβο υστερικό. Είναι τσιμπημένη με τον Φίλιπ, συνάδελφό της, αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία, από τον οποίο δέχεται αντικρουόμενα και δυσνόητα σινιάλα, ευρισκόμενα στο πεδίο που ορίζεται ανάμεσα στο φλογερό πάθος, την ανόθευτη αγάπη, τη συναδελφική ανοχή και την πλήρη αδιαφορία. Εκείνη δεν το βάζει κάτω. Δεν το βάζει κάτω ούτε όταν η κόρη των αφεντικών της έρχεται να μείνει μαζί της αναστατώνοντας τη ρουτίνα της. Δεν είναι ατρόμητη, απλώς αυτή η ζωή της έλαχε.

Η περίληψη της ιστορίας ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στην αίσθηση της ανάγνωσης, τίποτα δεν είναι απλό στο σύμπαν της July, ούτε αναμενόμενο, ούτε κανονικό. Οι ήρωες, τα συναισθήματα και τα συμβάντα παίρνουν διαστάσεις παράξενες και ανοίκειες, ιδωμένα, θαρρείς, μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες, αντανακλάσεις καθώς είναι μιας πραγματικότητας που μοιάζει κανονική αλλά δεν είναι, αν και θα μπορούσε να είναι. Μια αίσθηση χιούμορ, ιδιαίτερου και όχι συνηθισμένου, όχι μαύρου ακριβώς, όχι πάντοτε κατανοητού, πότε γλυκού και πότε πικρού, πότε γλυκόπικρου, που άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε στέκει παράμερα. Η ένστασή μου, η βασική τουλάχιστον, έγκειται στην αποσπασματικότητα που διακρίνει την αφήγηση, θυμίζοντας σειρά επεισοδίων με τίτλο: στιγμιότυπα από τη ζωή της Σέριλ. Γεγονός που δεν βοηθάει στη ροή της ανάγνωσης, αν και τελικά καταφέρνει να συνθέσει το πορτραίτο της ηρωίδας και το κάδρο της ζωής της. Δίχως διάθεση να αποκαλύψω στοιχεία της υπόθεσης, πρέπει να επισημάνω πως το δεύτερο μέρος έχει μεγαλύτερη συνοχή, μια αφήγηση πιο στέρεα, χωρίς να χάνει από την τρέλα της συγγραφέως.

Δυστυχώς η July δεν επιτυγχάνει αυτό που μοιάζει να οραματίστηκε παρά μόνο σποραδικά. Ίσως η μικρή φόρμα να ταιριάζει περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία της, στην ικανότητά της στο στιγμιαίο ξάφνιασμα, στο τουίστ της πραγματικότητας, στην παράλογη και σουρεαλιστική τροπή των πραγμάτων.

Πάντως την ταινία της, εκείνη την πρώτη, να τη δείτε.


Μετάφραση Χαρά Γιαννακοπούλου
Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Η οικειότητα του ήδη γνωστού



Είναι κάποιες μέρες, όπως εκείνο το απόγευμα μιας καθημερινής ημέρας, στο οποίο αναφέρομαι, που, γυρίζοντας σπίτι επιτέλους, μετά από μια κουραστική ημέρα και ποικιλοτρόπως απαιτητική, το μόνο που επιθυμείς είναι να βυθιστείς στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζεις, να μεταβείς άμεσα από τον έναν κόσμο στον άλλον, και να αλλάξει αυτόματα το τσιπ της πραγματικότητας. Γύρισα και το βιβλίο έστεκε αποβραδίς τελειωμένο, δίπλα του βρισκόταν το επόμενο στη λίστα, ένα καινούργιο ταξίδι με περίμενε, ένα ταξίδι στο άγνωστο, ένας νέος κόσμος, όμως εγώ επιθυμούσα την οικειότητα του ήδη γνωστού, την επιστροφή στον κόσμο της Ταρτ και της Καρδερίνας της. Έτσι, αντί να ξεκινήσω το επόμενο βιβλίο, βρέθηκα να κρατάω σημειώσεις για την ιστορία του Θίο Ντέκερ, σημειώσεις για την εμπειρία της ανάγνωσης.

Πέρυσι το καλοκαίρι, όταν η Καρδερίνα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, διαβάστηκε και συζητήθηκε αρκετά, γνώμες αντικρουόμενες εκφράστηκαν, η αποθέωση από τη μία και ο σκεπτικισμός για τις πολλές σελίδες και τις εξαντλητικές περιγραφές από την άλλη, ντόρος που με κράτησε μακριά, παρά τη δεδομένη επιθυμία να το διαβάσω. Τώρα ήρθε ο καιρός της. Και όχι μόνο γιατί κατακάθισε ο κουρνιαχτός, αλλά και γιατί οι συνθήκες της ζωής μου -έκφραση υπερβολική μα αντιπροσωπευτική, πιστεύω- το επέβαλαν, ένα μεγάλο σε έκταση ανάγνωσμα -η αξία του έμενε να διαπιστωθεί-, αμερικάνικο, αυτό ήθελα ή -επιμένοντας στην υπερβολή- έπρεπε να διαβάσω. Και ήταν η ιδανική επιλογή.

Η δημόσια ανάγνωση, τόσο η πραγματική, όσο και η ψηφιακή, απέδειξαν πως επρόκειτο για ένα πραγματικό best seller, οι αντιδράσεις το απέδειξαν. Όπως η κοπέλα στο καφέ, που ενθουσιασμένη με ρώτησε: σου αρέσει;, για να μου πει λίγο αργότερα πως της άρεσε πολύ, ίσως όχι όσο η Μυστική Ιστορία, που το θεωρεί το καλύτερο βιβλίο που διάβασε ποτέ, αν και, έσπευσε να διευκρινίσει, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, τα σχόλια που συνόδευσαν τις φωτογραφίες που ανέβαζα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, φανατισμένα και απόλυτα, απόδειξη πως κάθε άλλο παρά αδιάφορο πέρασε το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως.

Τα περισσότερα αρνητικά σχόλια αναφέρονταν στο μέγεθος του βιβλίου, σχόλια όπως: θα μπορούσαν να λείπουν Χ αριθμοί σελίδων, θα μπορούσε να απουσιάζει εξ ολοκλήρου εκείνο ή το άλλο κομμάτι, να μην έχει τόσες περιγραφές κ.τ.λ. Σχόλια τα οποία εγώ, αντεστραμμένα, θα κατέτασσα στα θετικά του βιβλίου, ίσως γιατί αυτό είχα ανάγκη, ίσως γιατί θα ήθελα λίγο ακόμα. Το απόλαυσα, μου άρεσε, μου κράτησε συντροφιά, με απάλλασσε, όταν το είχα ανάγκη, από το βάρος της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα με κινητοποιούσε να αδράξω την ίδια εκείνη πραγματικότητα, επιχειρώντας να τη φέρω στα μέτρα μου, έμπνευση που μόνο ένα βαθιά υπαρξιστικό κείμενο όπως αυτό μπορεί να χαρίσει στον αναγνώστη, με μια πρόφαση αστυνομικού μυστηρίου, περιτύλιγμα για εκείνο που πραγματικά ήθελε να πει η Ταρτ.

Προφανώς -γιατί πρέπει ακόμα και τα προφανή να τα επαναλαμβάνει κανείς- δεν με ενδιαφέρει να μπω στον στίβο του ποιος έχει δίκιο, οι θαυμαστές, οι πολέμιοι ή οι σκεπτικιστές. Κανείς δεν έχει δίκιο και όλοι έχουν δίκιο.

Και όλα τα παραπάνω, για να διατηρήσω λίγο ακόμα την εμπειρία ζωντανή. Περισσότερα για το βιβλίο, την υπόθεση και την τεχνική, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

δεκάτη δεκεμβρίου - George Saunders



Μαθαίνει κανείς, με τα χρόνια, να κρατά μικρό καλάθι απέναντι στα μεγάλα λόγια. Είναι τέτοια η κυριαρχία του μάρκετινγκ άλλωστε, η βασιλεία των δημοσίων σχέσεων, όπως την αποκαλούν κάποιοι, που πυκνώνει τις σήτες των φίλτρων, καθώς έπαινοι και βραβεία συνοδεύουν την κάθε έκδοση, και στο τέλος -ή και από τις πρώτες σελίδες ακόμα- φαντάζουν ψεύτικοι και κενοί περιεχομένου. Όπως όμως ο κάθε κανόνας, έτσι και αυτός έχει τις εξαιρέσεις του, ευτυχώς. Τέτοια είναι η περίπτωση του George Saunders, και της πολυβραβεβευμένης συλλογής διηγημάτων με τίτλο δεκάτη δεκεμβρίου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος -ακόμα ένας σπουδαίος τίτλος της νεοσύστατης σειράς ξένης λογοτεχνίας του οίκου- σε μετάφραση Γ.Ι. Μπαμπασάκη. Είναι η πρώτη φορά που ένα ολοκληρωμένο έργο του Αμερικανού συγγραφέα κυκλοφορεί στα ελληνικά, ενός συγγραφέα με περγαμηνές και σπουδαία φήμη, γεγονός που αναγκάζει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί: γιατί άργησε τόσο;

Το σημαντικότερο, κατά την προσωπική μου άποψη, χαρακτηριστικό μιας συλλογής διηγημάτων είναι το νήμα που ενώνει, όχι μόνο θεματικά, αλλά κυρίως υφολογικά τα διηγήματα μεταξύ τους, η αίσθηση πως αποτελούν κομμάτια ενός έργου ενιαίου και όχι σκόρπια θραύσματα, που παρά φύση στριμώχτηκαν για τους σκοπούς της έκδοσης, γεγονός σύνηθες δυστυχώς. Και τα διηγήματα της συγκεκριμένης συλλογής διακρίνονται για την αρετή αυτή, καθώς είναι εκδοχές του κόσμου όπως τον προσλαμβάνει ο Saunders και τον αποδίδει στο χαρτί, συνδυάζοντας στοιχεία της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας με τον ρεαλισμό, με μια διάθεση ποιητική και ενίοτε λυρική, επιτρέποντάς τους να αποδώσουν το άχρονο και το διαρκώς επίκαιρο.

Ήδη από το πρώτο διήγημα, με τον τίτλο Πανωλεθρίαμβος, ο συγγραφέας αρπάζει τον αναγνώστη και τον πετά σε έναν κόσμο σκληρό και επικίνδυνο, φιλτραρισμένο μέσα από την παιδική φαντασία, έναν κόσμο όμως ταυτόχρονα γοητευτικό, γεγονός που προκαλεί μια ένοχη αναγνωστική απόλαυση. Και έτσι συνεχίζει ο Saunders, ένας από τους εκατό σημαντικότερους ανθρώπους στον κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό Times, αναδεικνύοντας ακόμα μια αρετή της μικρής φόρμας, επίσης παρεξηγημένης, εκείνη της οικονομίας των λέξεων, της αυστηρής επιλογής και της έλλειψης κάθε περιττού στοιχείου, κενού εντυπωσιασμού και επίδειξης. Δεν είναι η ευκολία των λίγων λέξεων εκείνη που ωθεί τους σπουδαίους διηγηματογράφους στη μικρή φόρμα. Άλλωστε το δύσκολο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η κατασκευή και απόδοση ενός κόσμου ανοίκειου με τρόπο αβίαστο, δίχως πολλές εξηγήσεις. Ο Saunders έχει καθαρή και σαφή εικόνα του κόσμου αυτού, και με μαεστρία τον αποτυπώνει στα διηγήματά του, ενώ με άνεση κινείται ανάμεσα στις διάφορες αφηγηματικές φωνές. Ιδανικό παράδειγμα αποτελεί το δισέλιδο διήγημα με τίτλο Βέργες, στο οποίο ο αφηγητής διηγείται ολόκληρη τη ζωή του πατέρα του με άξονα έναν μεταλλικό πάσαλο στην αυλή του σπιτιού.

Η ελληνική έκδοση είχε την τύχη μιας ευφάνταστης και δημιουργικής -σε επιτρεπόμενα όρια και δίχως να παραβιάζει το ύφος και τη γλώσσα του πρωτότυπου- μετάφρασης από τον Γ.Ι. Μπαμπασάκη, κυρίως όσον αφορά τις πρωτότυπες λέξεις και έννοιες, που τις δημιούργησε η ανάγκη για την περιγραφή του μελλοντικού κόσμου, λέξεις νέες που πρέπει όμως να αποτυπώνουν με ακρίβεια το νόημά τους και να δικαιολογούν την ύπαρξή τους.

Τα πάντα στο στάγμα μου έμοιαζαν Πρώτης Τάξεως. Ξαφνικά ήμουν μες στην ποίηση. Ήμουν μες στην ποίηση για όσα έκανε η Χέδερ, και ήμουν μες στην ποίηση ως προς τα αισθήματά μου για όσα έκανε η Χέδερ. Βασικά, να τι αισθανόμουν: Κάθε άνθρωπο τον γεννάει ένας άντρας και μια γυναίκα. Κάθε άνθρωπος, από τη γέννησή του, αγαπιέται από τη μάνα και τον πατέρα του ή έστω εν δυνάμει αγαπιέται από μάνα/πατέρα. Συνεπώς, κάθε άνθρωπος αξίζει να αγαπιέται. Καθώς έβλεπα τη Χέδερ να υποφέρει, μια πλησμονή τρυφερότητας κατέκλυσε το κορμί μου, μια τρυφερότητα που είναι δύσκολο να την ξεχωρίσω από κάτι σαν απέραντη υπαρξιακή ναυτία· γιατί τόσο όμορφα αγαπημένα πλάσματα να υφίστανται τόση οδύνη; Η Χέδερ παρουσιαζόταν τώρα σαν ένα μάτσο από μπλεγμένους υποδοχείς πόνου. Το μυαλό της Χέδερ ήταν ρευστό, και μπορούσε να καταστραφεί (από πόνο, από λύπη). Γιατί; Γιατί ήταν με τέτοιο τρόπο καμωμένη; Γιατί ήταν τόσο εύθραυστη;
 Σε μια ισότιμη συλλογή, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιο διήγημα από κάποιο άλλο, όμως θα άξιζε, πιστεύω, να αναφερθεί κανείς στην Απόδραση από τον Αραχνόκοσμο (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα), που διαδραματίζεται σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα, με τους έγκλειστους να υποβάλλονται σε πειράματα με χημικές ουσίες, ώστε να παρατηρηθεί η αλλαγή στη συμπεριφορά, ένα πρώτο στάδιο πριν λάβουν την έγκριση να εφαρμοστούν σε ευρύτερο επίπεδο οι επιστημονικές μελέτες. Επίσης, τα Ημερολόγια, τα οποία ο αφηγητής αποφασίζει να συντάξει με σκοπό να ενημερώσει τις επόμενες γενιές για τα παρελθόντα, πλαίσιο το οποίο επιτρέπει στον συγγραφέα να μας περιγράψει την μετεξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας, που -ω τι έκπληξη!- παρά τις τεχνολογικές καινοτομίες διατηρεί αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του σημερινού κόσμου, του αμερικάνικου ονείρου.

Η δεκάτη δεκεμβρίου είναι μια συλλογή διηγημάτων που με ενθουσίασε και μου δημιούργησε μια διάθεση παραμονής στη μικρή φόρμα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Γ.Ι. Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Ίκαρος

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Ο καθένας με τον νόμο του - Leonardo Sciascia




Το γράμμα έφτασε με το απογευματινό ταχυδρομείο. Ο ταχυδρόμος ακούμπησε πρώτα στον πάγκο όλο το μάτσο της αλληλογραφίας, όπως το συνήθιζε, μετά, με προσοχή, θαρρείς και φοβόταν μην είχε βόμβα κι έσκαζε το γράμμα: κίτρινος φάκελος, διεύθυνση με γράμματα τυπωμένα σ' ένα λευκό παραλληλόγραμμο, κολλημένο στο φάκελο.
- Αυτό το γράμμα δε μ' αρέσει, είπε.
Ο φαρμακοποιός άνοιξε το παράξενο αυτό γράμμα και έκπληκτος διάβασε το περιεχόμενό του στον ταχυδρόμο, που περίεργος για το περιεχόμενο, παρέμεινε στη θέση του.

Τούτο το γράμμα είναι η καταδίκη σου σε θάνατο! Για εκείνο που έκανες θα πεθάνεις!

Δεν δίνει σημασία, πιστεύει πως πρόκειται για φάρσα και εξιστορεί το περιστατικό στους επόμενους πελάτες. Ύστερα από κάποιες μέρες ανακαλύπτεται στο ύπαιθρο το πτώμα του φαρμακοποιού δίπλα σε εκείνο του γιατρού. Οι δυο τους είχαν πάει, όπως συνήθιζαν, για κυνήγι. Η έρευνα της αστυνομίας, αναπόφευκτα, περιστρέφεται γύρω από το μυστηριώδες εκείνο γράμμα, που, από τη μια στιγμή στην άλλη, αποκτά βαρύνουσα σημασία. Στις έρευνες, από προσωπικό ενδιαφέρον και εξαιτίας της σχέσης του με τον φαρμακοποιό, συμμετέχει και ο δάσκαλος του χωριού.

Το μυθιστόρημα του Σικελού συγγραφέα Λεονάρντο Σάσια, Ο καθένας με τον νόμο του, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αστυνομικής λογοτεχνίας, στο οποίο η εξιχνίαση του εγκλήματος αποτελεί την αφορμή για μια κοινωνικοπολιτική απεικόνιση της εποχής και του τόπου εκ μέρους του συγγραφέα. Μέσα από την εξέλιξη της έρευνας στη μικρή αυτή πόλη σκιαγραφούνται από τη μία οι αρχετυπικοί χαρακτήρες, όπως ο γιατρός, ο φαρμακοποιός, ο δάσκαλος, ο αστυνομικός διευθυντής, ο δικαστής, ο πολιτικός,  και από την άλλη η καθημερινότητα, οι προκαταλήψεις, οι σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Οι ιδιαιτερότητες του ιταλικού νότου, η διαφθορά της εξουσίας, η μαφία και ο ρόλος της, η επικράτηση του ισχυρού και του νόμου της σιωπής. Η θέση της γυναίκας, η δύναμη της εκκλησίας, η βαρύτητα της οικογένειας, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η ανεργία και το δυσοίωνο μέλλον του τόπου. Ο Σάσια συνθέτει, σε ένα παλαιάς κοπής αστυνομικό μυθιστόρημα, το μωσαϊκό του τόπου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, φροντίζοντας ταυτόχρονα να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την τελική έκβαση της έρευνας και την αποκάλυψη του δολοφόνου.

Η έκδοση συνοδεύεται από ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο, το οποίο περιλαμβάνει μια συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα του Μιλάνο, L' Unita, και η οποία φανερώνει, πως για τον ιταλικό νότο, ίσως και όχι μόνο, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από το 1963.
- Τι θα ψηφίσετε;
-Θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι: μερικές φορές στέκω κι εγώ αμήχανος εν όψει των εκλογών, κι όχι γιατί δεν ξέρω τι θα ψηφίσω -αντίθετα, σπεύδω να το πω αμέσως: θα ψηφίσω το κομμουνιστικό κόμμα-, μα γιατί έχω ορισμένες επιφυλάξεις που χαρακτηρίζουν, άλλωστε, τη λειτουργία μου σαν συγγραφέα μα και σαν πολίτη. Όταν σκέφτομαι την πολεμική που ασκήθηκε στη Σοβιετική Ένωση εναντίον συγγραφέων κι εναντίον συγκεκριμένων βιβλίων, αλλά και μερικές θέσεις που πήρε το Κ.Κ.Ι. για τη Σικελία, τότε, πράγματι, στέκω κάπως αμήχανος. Μα όταν σκεφτώ μετά τα άλματα που έκανε σ' όλο τον κόσμο ο σοσιαλισμός, τη συνεπή μάχη για την ειρήνη, κι ακόμα τη δική μας κατάσταση εδώ στη Σικελία όπου χιλιάδες νέοι βυθισμένοι στην πιο φριχτή φτώχεια και μιζέρια, μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, παίρνουν των ομματίων τους για να πάνε στα ξένα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να ψηφίσω το κόμμα. Αλλού, σε περιοχές περισσότερο αναπτυγμένες κινδυνεύει κανείς να χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας αν μιλήσει έτσι όπως μιλάω εγώ, τώρα. Λόγου χάρη στο Μιλάνο. Εκεί μπορεί να υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν ακόμα στα θαύματα. Όμως στα χωριά της Σικελίας δεν υπάρχει πια κανείς που να πιστεύει σ' αυτά.


Μετάφραση Θανάση Μετσιμενίδη
Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Από το πουθενά - Μισέλ Φάις




Δωμάτιο, απόγευμα. Άντρας και γυναίκα, τριάντα οκτώ χρονών, κάθονται διαγωνίως απέναντι σε όμοιες  βαριές πολυθρόνες. Στη μια πλευρά του τοίχου εφάπτεται ξύλινο ντιβάνι με σκληρό, ογκώδες μαξιλάρι, καλυμμένο όλο από κεραμιδί ριχτάρι με γεωμετρικά σχήματα. Κάποιες φορές στο μαξιλάρι υπάρχει ανοιγμένο χαρτομάντιλο, που η γυναίκα, μόλις ο άντρας μπει στο δωμάτιο, σπεύδει να εξαφανίσει πίσω από την πλάτη της.
Ο άντρας, όχι και τόσο σπάνια, περιμένει γύρω στα δέκα με δεκαπέντε λεπτά, σε μια στενή κάμαρα (πρώην κουζίνα), κρυμμένος πίσω από μπορντό βελούδινη κουρτίνα, μέχρις ότου η γυναίκα ξεπροβοδίσει το προηγούμενο ραντεβού κι αμέσως μετά τραβήξει το βαρύ σαν αυλαία ύφασμα.
Ο άντρας και η γυναίκα, αναλυόμενος και αναλύτρια, συναντιούνται στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες πάντα μέρες και ώρες, εδώ και δέκα χρόνια, σχέση που ακολουθεί την απαραίτητη ιεροτελεστία της επανάληψης και της ρουτίνας, το πλαίσιο παραμένει πάντα σταθερό, για να μην επηρεάζει το περιεχόμενο. Εκείνο, το περιεχόμενο, αναπόφευκτα διαφοροποιείται, υπάγεται σε παράγοντες μεταβλητούς, διαθέσεις της στιγμής, εξωτερικά ερεθίσματα, όνειρα και σκέψεις, συναισθήματα κατά τη διάρκεια του χρόνου που μεσολάβησε, αλλάζει κατεύθυνση υπό το βάρος της σιωπής, από την επιλογή της μίας ή της άλλης λέξης, ένας αυτοσχεδιασμός, μια παρτίδα κάποιου αδιευκρίνιστου παιχνιδιού χωρίς ξεκάθαρους κανόνες και με αβέβαιες προσδοκίες και από τα δύο μέρη. Διαθέτει -συνήθως- τη δυναμική των σχέσεων, των πραγματικών σχέσεων, εκείνων των σχέσεων στις οποίες επενδύει κανείς κάτι από τον εαυτό του, και ακόμα περισσότερα, όπως το χρήμα για παράδειγμα, αλλά και τον εγωισμό του, στον βωμό ενός στόχου θολού, μια προσωπική δέσμευση, που πηγάζει από μια βαθύτερη ανάγκη, ενοχλητική στην αποκάλυψή της, λυτρωτική με έναν τρόπο ιδιαίτερο, όχι συχνά άμεσο και χειροπιαστό, αλλά λειτουργικό σε βάθος χρόνου, με την απαραίτητη σύγκριση με το παρελθόν, με την προϋπόθεση της ικανότητας της ενδοσκόπησης και της παρατήρησης του εαυτού από την κατάλληλη απόσταση.
Συνήθως πρώτος κάθεται ο άντρας και μετά η γυναίκα. Όταν συμβαίνει το ανάποδο, ο άντρας θα καθυστερεί στην τουαλέτα ή θα απενεργοποιεί το κινητό του.
Με το που κάθονται, τα χέρια τους ακουμπάνε στις ξύλινες γλυφές των μπράτσων, ενώ οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές από τον ταφτά στον πάτο και στην πλάτη, κάποιες φορές, δίνουν την εντύπωση πως τους τυλίγουν, πλέκονται σε αυχένα και πλευρά. Τον χειμώνα, συνήθως φοράνε ρούχα σε τόνους του γκρι, του καφέ και του λαδί, ενώ το καλοκαίρι του κεραμιδί, της ώχρας, του λευκού. Ο άντρας κάθεται κοντά στη μπαλκονόπορτα που βλέπει σε ακάλυπτο (κατά καιρούς, ακούει τη βροχή, ήχους από μαστορέματα, ενοίκους να μιλάνε στο τηλέφωνο, παιδιά να κλαίνε ή να γελάνε, σπανιότερα μυρίζει φαγητό ή καμένο ξύλο).
Ο Φάις, με μοτίβο, σχεδόν μουσικό, τις συναντήσεις του άντρα και της γυναίκας, παρεμβάλλει, με διάθεση αυτοσχεδιαστική, στιγμιότυπα, ιστορίες και διαλόγους, τρίτων προσώπων, διαφόρων ηλικιών και χαρακτηριστικών, με ετερόκλητες προσλαμβάνουσες και απόψεις, από διάφορα μέρη του κόσμου, φροντίζοντας να δίνει σκηνοθετικές οδηγίες σχετικά με τον χρόνο και τον χώρο, ορίζοντας το πλαίσιο, πριν δώσει τον λόγο στους χαρακτήρες του. Κάθε συνάντηση, από τις δέκα συνολικά που περιλαμβάνονται στο μυθιστόρημα, ρίχνει περισσότερο φως -ή σκοτάδι- στη σχέση των δύο βασικών ηρώων, επιτρέποντας στον αναγνώστη-παρατηρητή να γίνει μέτοχος. Τα παρεμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσαν να είναι σκέψεις, όνειρα, συναισθήματα του άντρα ή της γυναίκας, αλλά και να μην είναι. Θα ήταν όμως απλοϊκό να προσεγγίσει κανείς το βιβλίο αυτό απλώς ως ένα μυθιστόρημα με την παρεμβολή μικροδιηγημάτων, άδικο γι' αυτό που οραματίστηκε και τελικώς πέτυχε ο Φάις, δύσκολο να περιγραφεί και να μεταδοθεί ως εμπειρία, αν και τριγυρίζει στο μυαλό μου ο χαρακτηρισμός "λεκτικό μουσικό κομμάτι", και σίγουρα διαθέτει επίσης μια θεατρικότητα, όχι μόνο λόγο δομής και περιεχομένου, αλλά κυρίως λόγω της αίσθησης που αφήνει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ανάγνωση που καλό θα ήταν να επαναληφθεί, με διαφορετικούς τρόπους, προσπερνώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες για παράδειγμα, σε έναν συνεχή διάλογο, είτε μόνο του άντρα και της γυναίκας, είτε μόνο των δεύτερων προσώπων, είτε στο σύνολό τους. Ένα πείραμα γεμάτο ενδιαφέρον, όχι κενό νοήματος, χωρίς την παραμικρή διάθεση για επίδειξη της δεδομένης ικανότητας του δημιουργού του, που βρήκε την έμπνευση στη φόρμα αλλά δεν έμεινε εκεί.
Η γυναίκα κάθεται ανάμεσα σε σεκρετέρ και σε τραπεζάκι με πορτατίφ και βάζο. Στα χέρια της κρατάει σημειωματάριο. Σπανίως γράφει. Στο σεκρετέρ στοίβες από φακέλους και χαρτιά. Το πορτατίφ είναι μονίμως ανοιχτό, ενώ στο βάζο εναλλάσσονται άνθη εποχής. Η γυναίκα στο πέρασμα του χρόνου αλλάζει αποχρώσεις στα μαλλιά της κι ο άντρας γκριζάρει. Κάποια απογεύματα η πυρόξανθη γάτα της γυναίκας κυκλοφορεί ανάμεσά τους.
Όταν ανταμώνουν κι όταν αποχωρίζονται, ανταλλάσσουν στοιχειώδεις κουβέντες, σπανιότερα χαμογελούν, μόνο όταν χωρίζουν για μακρύ διάστημα ανταλλάσσουν και χειραψία.

Εκδόσεις Πατάκη

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά - Patrick Modiano





Δεν βρίσκω μόνο βαρετή, αλλά και ανούσια, τη συζήτηση σχετικά με τα βραβεία, τα λογοτεχνικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το Νόμπελ, για την απόδοση του οποίου λαμβάνονται -θεωρητικά- υπ' όψιν πολλοί παράγοντες πέρα από τη λογοτεχνική αξία των έργων του δημιουργού, γεγονός που καθιστά την προσέγγιση του εκάστοτε μυθιστορήματος υπό το πρίσμα του "βραβευθέντος" τουλάχιστον προβληματική. Κατανοώ τη δημιουργία προσδοκιών, αυθαίρετων και υποκειμενικών στη μεγάλη πλειονότητά τους, ικανών να οδηγήσουν τον αναγνώστη αρχικά στο ταμείο του βιβλιοπωλείου μα αργότερα στην απογοήτευση και στον αφορισμό: μα καλά, γι' αυτό του έδωσαν το Νόμπελ;

Το τελευταίο Νόμπελ λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Γάλλο συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό, βράβευση που αποτέλεσε σχετική έκπληξη, αν λάβει μάλιστα κανείς υπ' όψιν του πως το έργο του δεν ήταν μεταφρασμένο, παρά μόνο μερικώς, στα αγγλικά, με αποτέλεσμα να είναι παντελώς άγνωστος σε ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής κοινότητας. Στα ελληνικά είχαμε την τύχη να έχουμε διαθέσιμο ένα ικανοποιητικό μέρος της εργογραφίας του Μοντιανό ήδη πριν από τη βράβευσή του.

Η αλήθεια είναι πως η λάμψη και ο θόρυβος της βράβευσης δεν ταιριάζουν στην ήπια λογοτεχνική ματιά του συγγραφέα. Η λογοτεχνία του Μοντιανό είναι προσωπική, είναι ιδιαίτερη, χωρίς να είναι απαιτητική, με αποτέλεσμα να μην ταιριάζει σε όλους, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος όμως. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει εκείνο το αναγνωστικό κοινό που στέκει γοητευμένο απέναντι στη γεμάτη απλότητα και ηρεμία γραφή, σε αυτά τα μικρά σε έκταση παρισινά στιγμιότυπα, κομψοτεχνήματα από τα οποία ξέρεις τι να περιμένεις, επιστρέφοντας, όταν έχεις ανάγκη για λίγη μαγεία, γι' αυτόν τον απροσδιόριστο ρεαλισμό, για το ανεξήγητο του έρωτα και την αναμέτρηση με τη μνήμη. Και είναι το καλοκαίρι μια εποχή κατάλληλη για να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο του Μοντιανό, ναι ικανοποιήσει μια ανάγκη παρόμοια με εκείνη για θερινό σινεμά και ύστερα βόλτα στην άδεια πόλη.

Σχεδόν ένα τίποτα. Σαν τσίμπημα εντόμου που στην αρχή σας φαίνεται ανεπαίσθητο. Έτσι τουλάχιστον λέτε ψιθυριστά στον εαυτό σας για να τον καθησυχάσετε. Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει γύρω στις τέσσερις το απόγευμα στο σπίτι του Ζαν Νταραγκάν, στο δωμάτιο που το έλεγε "γραφείο". Είχε αποκοιμηθεί στο βάθος, πάνω στον καναπέ, προστατευμένος από τον ήλιο. Και αυτά τα κουδουνίσματα που είχε ξεσυνηθίσει να τ' ακούει εδώ και καιρό δεν έλεγαν να σταματήσουν. Γιατί τόση επιμονή; Στην άλλη άκρη της γραμμής θα είχαν ξεχάσει να κλείσουν το τηλέφωνο. Τελικά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σημείο του δωματίου κοντά στα παράθυρα, εκεί που χτυπούσε πολύ δυνατά ο ήλιος.
"Θα ήθελα να μιλήσω στον κύριο Ζαν Νταραγκάν".
Σχεδόν ένα τίποτα, ένα τσίμπημα εντόμου, ένα επίμονο τηλεφώνημα. Το παρελθόν χτυπά την πόρτα. Ο παντογνώστης αφηγητής δεν διστάζει να απευθυνθεί περιοδικά στον αναγνώστη, με ένα δεύτερο ενικό τον ξεβολεύει από την αναπαυτική και μακρόθεν θέση του, κρατώντας τον σε εγρήγορση και εμπλέκοντάς τον στην ιστορία με ήρωα τον Ζαν Νταραγκάν, που ένα απόγευμα, γύρω στις τέσσερις, θα απαντήσει στο επίμονο τηλεφώνημα ενός νεαρού, ο οποίος, ισχυριζόμενος πως έχει στην κατοχή του τη χαμένη ατζέντα του, θα ζητήσει και θα πετύχει τη συνάντησή τους, την επόμενη κιόλας μέρα σε ένα καφέ, συνάντηση που θα σημάνει για τον ήρωα μια επιστροφή στο παρελθόν του, ένα παρελθόν συγκεχυμένο και θολό, όπως και η περίοδος μετά το τέλος της παρισινής κατοχής.

Ο αφηγητής γνωρίζει αλλά αποφεύγει να αποκαλύψει με ευκολία τα νήματα εκείνα που ενώνουν τα γεγονότα και σηματοδοτούν το μονοπάτι που ακολούθησε ο Νταραγκάν, απαιτώντας από εκείνον να προσπαθήσει όλο και πιο σκληρά, αλλά και από τον αναγνώστη να αποκωδικοποιήσει όσα η αφήγηση απλώς υπαινίσσεται. Είναι άραγε η λήθη μόνο εχθρός ή μήπως αποτελεί ένα ασφαλές μέρος για να κρύψει κανείς την ενοχή που τον βαραίνει;

Όλα τα στοιχεία εκείνα, γνώριμα και γοητευτικά, του μοντιανικού σύμπαντος είναι εδώ: το Παρίσι, σκοτεινό ακόμα και κάτω από το πιο έντονο φως, η μάχη με τη μνήμη, ο ερωτισμός και το βάρος της Ιστορίας, η κινηματογραφικότητα -σαφέστατα ασπρόμαυρη- και η αφαιρετική διάθεση. Η ανάγκη του υπαινιγμού απέναντι στην αποκάλυψη.

Μετάφραση Ρούλα Γεωργακοπούλου
Εκδόσεις Πόλις


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



υ.γ Πέρασαν μήνες από τη δημοσιεύση του κειμένου αυτού στα Χανιώτικα Νέα, τώρα που το διαβάζω ξανά μοιάζει αρκετά μακρινό, και όχι γιατί δεν είναι καλοκαίρι πια, ούτε γιατί δόθηκε ακόμα ένα Νόμπελ λογοτεχνίας. Τέλος πάντων.

υ.γ2 Λίγα λόγια για ακόμα δύο βιβλία του Μοντιανό: Νυχτερινό ατύχημα  και Στο café της χαμένης νιότης.  

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Οι απόψεις ενός κλόουν - Heinrich Böll



Οι εμπειρίες εκείνες που μας στοιχειώνουν και εν τέλει μας διαμορφώνουν, παρά την έντονη δυναμική τους και τα αναχώματα, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά, που υψώνουν, παρασέρνονται στο πέρασμα του χρόνου, υπάγονται στο βασίλειο της μνήμης, υπό την εκτελεστική εξουσία της νοσταλγίας, κόρης της μνήμης, και προσαρμόζονται στο παρόν του καθενός. Ίσως γι' αυτό η επιστροφή είναι ταξίδι αυτόνομο και όχι επανάληψη εκείνου του πρώτου. Τα τελευταία χρόνια επιστρέφω ξανά σε βιβλία -και όχι μόνο-, το άγχος για την αντίστροφη μέτρηση του χρόνου δεν με πτοεί, τουλάχιστον όχι πια, όχι σε τέτοιο βαθμό όσο άλλοτε, η λίστα με τα αδιάβαστα μεγαλώνει, ε και; Οι απόψεις ενός κλόουν, έλεγα, είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει, ίσως μαζί με το Μαύρο κουτί του Άμος Οζ. Ο κλόουν-αφηγητής, θυμόμουν, απευθύνεται ευθέως στη γυναίκα που τον εγκατέλειψε, της καταλογίζει σφάλματα και της αναγνωρίζει αλήθειες, ενώ το μίσος διαδέχεται την αγάπη, αυτό θυμόμουν. Η επιστροφή, δώδεκα χρόνια μετά, έδειξε πως δεν ήταν έτσι ακριβώς.

Μπαίνοντας στη Βόννη είχε σκοτεινιάσει για καλά, κι είπα πως αυτή τη φορά θα προσπαθήσω, πως τούτη η άφιξη δεν θα έχει τον αυτοματισμό που αποκτάς πέντε χρόνια στο δρόμο: κατεβαίνεις την πρώτη σκάλα του σταθμού, ανεβαίνεις τη δεύτερη, αφήνεις το βαλιτσάκι, βγάζεις το εισιτήριο απ' την τσέπη του παλτού, ξαναπιάνεις το βαλιτσάκι, δίνεις το εισιτήριο στον ελεγκτή, πηγαίνεις στο περίπτερο, αγοράζεις βραδινές εφημερίδες, βγαίνεις στο δρόμο, φωνάζεις ταξί. Πέντε ολόκληρα χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα, όλο για κάπου φεύγω κι όλο κάπου φτάνω, το πρωί ανεβαίνω και κατεβαίνω σκάλες σταθμών, το απόγευμα κατεβαίνω και ανεβαίνω, φωνάζω ταξί, ψάχνω στην τσέπη του σακακιού μου για ψιλά, πληρώνω τον οδηγό, αγοράζω βραδινές εφημερίδες στα περίπτερα, και σε μια γωνιά του μυαλού μου απολαμβάνω τούτο τον ανέμελο αυτοματισμό, που είναι ωστόσο μελετημένος ως την παραμικρή του λεπτομέρεια. Από τότε που με παράτησε η Μαρί για να παντρευτεί εκείνον τον καθολικό, τον Τσύπφνερ, η διαδικασία έχει γίνει ακόμα πιο μηχανική, χωρίς να χάσει τίποτε απ' την ανεμελιά της.

Ναι, η εγκατάλειψή του από τη Μαρί είναι εκείνο που περισσότερο απ' όλα απασχολεί και βαραίνει τον Χανς Σνηρ, γόνο πλούσιας οικογένειας, που αδιαφόρησε για τη σίγουρη ζωή που ανοιγόταν μπροστά του, έγινε κλόουν, ναι κλόουν, ούτε αρλεκίνος, ούτε μίμος, ούτε τίποτα άλλο καλλιτεχνικό και κουλτουριάρικο, παρά ένας κλόουν, και μάλιστα καλός, όσο εκείνη ήταν στο πλάι του, σε διαρκή κίνηση, περιοδείες από πόλη σε πόλη, διαμονή σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων και σιδηροδρομικά ταξίδια στην πρώτη θέση, μια ζωή μποέμικη κατά πολλούς, μια ζωή κανονική κατ' εκείνον, χωρίς την υποκρισία της μεταπολεμικής Γερμανίας, που όλοι ξαφνικά έγιναν σφοδροί πολέμιοι του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, ανακαλύπτοντας στη θρησκεία και την οικονομία νέα πεδία δόξας και τιμής, σαν να μην έγινε ποτέ ό,τι έγινε, σαν να μη συμμετείχε ποτέ κανείς τους.

Στη δική μου μνήμη είχε εντυπωθεί το τέλος μιας ιστορίας αγάπης, η φυγή της Μαρί προς μια ζωή σίγουρη, ασφαλή, αποστειρωμένη· αυτό είχε εντυπωθεί ως κεντρικό θέμα της εξομολόγησης ή του λιβέλλου του Χανς προς τη Μαρί, ένα τεράστιο εσύ, μια επιστολή προσωπική σε δημόσια θέα, το απονενοημένο διάβημα ενός ερωτευμένου.

Ο Χανς Σνηρ επιστρέφει στη Βόννη μετά από μια ακόμα αποτυχημένη παράσταση, τραυματισμένος από μια πτώση, ένας σωματικός τραυματισμός που έρχεται να συναντήσει τον αντίστοιχο συναισθηματικό, επιστρέφει, λοιπόν, στη Βόννη, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και με χαρά εγκατέλειψε παρέα με την Μαρί κάποτε, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, χωρίς άλλες παραστάσεις στο πρόγραμμα, με ελάχιστα τσιγάρα στο πακέτο και ένα μπουκάλι κονιάκ στο ψυγείο. Προσπαθεί, και μάλιστα σκληρά, να αντιμετωπίσει ψύχραιμα και λογικά την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, φτιάχνει μια λίστα με ανθρώπους, που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ανθρώπους που δεν θα ήθελε υπό άλλες συνθήκες να συναντήσει ξανά, όπως οι γονείς του, ή εκείνοι οι καθολικοί από τον Κύκλο, αρχίζει να τηλεφωνά, οι πόρτες κλείνουν, τα ανταλλάγματα είναι σκληρά, ο θυμός τον κατακλύζει και του στερεί το καθαρό μυαλό που απαιτείται για το καλόπιασμα και τη στρατηγική, για την επιβίωση.

Μέσω του Σνηρ, και της ιστορίας του, ο Μπελ κατακεραυνώνει την υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας, της μεταπολεμικής περιόδου, της λήθης και του ξεπλύματος του ναζιστικού παρελθόντος, καθώς όλοι είναι δημοκράτες και ενάντιοι σε οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, ασχέτως που πριν λίγα χρόνια το υποστήριζαν με μανία, θυσιάζοντας τα ίδια τους τα παιδιά στις πρώτες γραμμές του μετώπου, αυτό τώρα σε τίποτα δεν τους πτοεί να περιοδεύουν στην Αμερική ως πρόεδροι συλλόγων ενάντια στον ρατσισμό και τον πόλεμο. Υποκριτές. Και οι οργανωμένες θρησκείες, με την ευπροσάρμοστη ηθική τους, τη δίψα τους για χρήμα και εξουσία, έτεροι πρεσβευτές της αγάπης και της συμπόνιας. Και οι καλλιτέχνες, που τόσα υπέφεραν, κατά τα λεγόμενά τους, ζώντας σε σαλόνια κυριών, και τώρα χτίζουν ξανά την καριέρα τους ως θύματα ενός φρικτού καθεστώτος.

-Αφήστε τις ανοησίες, κύριε Σνηρ. Τι σας έπιασε, τέλος πάντων.
-Οι καθολικοί μού δίνουν στα νεύρα, του λέω, γιατί είναι άδικοι.
-Και οι προτεστάντες; με ρώτησε γελώντας.
-Αυτοί με αηδιάζουν με τα συνειδησιακά τους φούμαρα.
-Και οι άθεοι; Γέλασε πάλι.
-Τους βαριέμαι, γιατί όλο για το Θεό μιλάνε.
-Τελικά εσείς τι είστε;
-Εγώ είμαι κλόουν, του λέω, και μάλιστα καλός, παρά την τωρινή μου φήμη. Και υπάρχει ένα καθολικό πλάσμα που το χρειάζομαι επιτακτικά: η Μαρί -αλλά μου την κλέψατε.
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μπελ, ακόμα και τη δεύτερη φορά, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία, ήταν επώδυνη. Δεν μπορούσα να αντέξω παρά λίγες, ελάχιστες σελίδες τη φορά. Η αναγνωστική απόλαυση είναι μια έννοια σχετική άλλωστε.

Οι απόψεις ενός κλόουν είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει 
 

Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη
Εκδόσεις Γράμματα