Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Πατρίδα - Fernando Aramburu




"Το άλλο που ήθελα να σου πω είναι πως η συμμορία αποφάσισε να πάψει να σκοτώνει. Δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό αν η ανακοίνωση είναι σοβαρή ή πρόκειται για κανένα κόλπο για να κερδίσουν χρόνο και να επανεξοπλιστούν. Είτε σκοτώνουν είτε όχι, εσένα λίγο θα σε ωφελήσει. Κι εμένα μη νομίζεις πως θα με ωφελήσει πολύ περισσότερο. Έχω μεγάλη ανάγκη να μάθω. Πάντα την είχα. Και δε θα με σταματήσουν. Κανείς δε θα με σταματήσει. Ούτε τα παιδιά. Αν το μάθουν δηλαδή. Επειδή εγώ δεν πρόκειται να τους πω τίποτα. Είσαι ο μόνος που το ξέρει. Μη με διακόπτεις. Ο μόνος που ξέρει πως θα γυρίσω. Όχι, στη φυλακή δεν μπορώ να πάω. Ούτε καν ξέρω σε ποια βρίσκεται ο κακούργος. Αυτοί όμως σίγουρα είναι ακόμα στο χωριό. Και επιπλέον έχω μεγάλη περιέργεια να δω σε τι κατάσταση είναι το σπίτι μας. Εσύ μείνε ήσυχος. Τσάτο, Τσατίτο επειδή η Νερέα είναι στο εξωτερικό και ο Σαμπίερ, όπως πάντα, ζει για τη δουλειά του. Δε θα το πάρουν είδηση."
Τα πρώτα συνθήματα εναντίον του Τσάτο που εμφανίστηκαν στους τοίχους του χωριού ακολούθησε ο κοινωνικός αποκλεισμός της οικογένειας, ακόμα και από εκείνους με τους οποίους είχαν στενή φιλική σχέση, όπως η οικογένεια του Χοσίαν, ο οποίος για χρόνια αποτελούσε το ζευγάρι του Τσάτο στα χαρτιά, ενώ μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την ποδηλασία. Η δολοφονία του ανάγκασε την Μπιττόρι να εγκαταλείψει το χωριό, τα παιδιά ήδη ζούσαν μακριά από αυτό. Ο Χόσε Μάρι, γιος του Χοσίαν, βρίσκεται σε κάποια φυλακή υψίστης ασφαλείας του ισπανικού νότου κατηγορούμενος ως μέλος της ΕΤΑ για αρκετές δολοφονίες. Η επιστροφή της Μπιττόρι στο χωριό -στην αρχή διστακτική, στη συνέχεια ολοένα και πιο αποφασιστική- θα αναταράξει τα νερά, θα φέρει στην επιφάνεια μνήμες.

Μέσα από την ιστορία των δύο οικογενειών ο Αραμπούρου θα διηγηθεί τα γεγονότα τριάντα χρόνων στη Χώρα των Βάσκων, ξέροντας καλά πως μια πολιτική απόφαση δεν αρκεί για να γιατρέψει τις πληγές τόσων χρόνων από τη μια στιγμή στην άλλη, και ξέροντας κάτι ακόμα πιο σημαντικό, πως παρά τις όποιες και όσες αναλύσεις, η πρόσληψη των γεγονότων είναι υποκειμενική και σχετική. 

Ένα μυθιστόρημα φιλόδοξο, με τη δράση της ΕΤΑ να καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της πλοκής, άλλωστε η δολοφονία του Τσάτο αποτελεί το βασικό γρανάζι περιστροφής του βιβλίου. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη όσο διαιρείται σε ατομικές ιστορίες, τις οποίες και επιχειρεί να διηγηθεί -με αρκετή επιτυχία, είναι η αλήθεια- ο Αραμπούρου, στηρίζοντας την αφήγησή του στο πειστικό χτίσιμο ενός πλήθους χαρακτήρων. Η εναλλαγή από ευθύ σε πλάγιο λόγο, ακόμα και μέσα στην ίδια περίοδο, η συνύπαρξη του παντογνώστη αφηγητή με την υποκειμενική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κάθε χαρακτήρα, εκτός της λογοτεχνικής ομορφιάς, αποδεικνύεται και εξόχως λειτουργική τόσο ως προς την αφήγηση όσο και ως προς τη σύνθεση των ατομικών ιστοριών στο κυρίως σώμα της ιστορίας. 

Οι ιστορίες των ηρώων δεν επηρεάζονται αποκλειστικά και μόνο από τη δράση της ΕΤΑ, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, η διαφορετικότητα του καθενός, οι αποφάσεις -μικρότερες ή μεγαλύτερες- που πήρε, τα απροσδόκητα συμβάντα και τα παιχνίδια της μοίρας, η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, το βάρος της μνήμης και άλλα τόσα, που συνθέτουν τη ζωή, έπαιξαν τον ρόλο τους. Οι χαρακτήρες της Μπιττόρι και της Μίρεν, της γυναίκας του Χοσίαν, είναι οι πλέον ενδιαφέροντες, κυρίως ως προς τη δυναμική που εκπέμπουν αλλά και ως προς την επιρροή που ασκούν στη ζωή των υπολοίπων μελών της οικογένειας· αυταρχικές και ξεροκέφαλες, έχουν άποψη για τα πάντα, μπερδεμένες καθώς είναι ανάμεσα στην αγάπη και την παντογνωσία. 

Η επιλογή του Αραμπούρου να χωρίσει το μυθιστόρημα σε πλήθος ολιγοσέλιδων κεφαλαίων είναι αφηγηματικά λειτουργική παρά τις όποιες προσωπικές ενστάσεις για το συχνά αμήχανο κλείσιμο του κάθε κεφαλαίου. Ενώ ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τον χρόνο, ορίζοντας ως σημείο μηδέν την ημέρα εξαγγελίας της παύσης του πυρός από την πλευρά της ΕΤΑ, είναι υποδειγματικός.

Η Πατρίδα, μυθιστόρημα αναπόφευκτα πολιτικό, είναι τελικά κάτι παραπάνω από μόνο πολιτικό και γι' αυτό σημαντικό από λογοτεχνικής πλευράς. Η αφηγηματική άνεση, οι χαρακτήρες, η χρήση της γλώσσας και η ιστορία -παρά τις όποιες ευκολίες- καθιστούν την Πατρίδα ένα υπέροχο μυθιστόρημα.

υγ. Παρά τα τόσα επαινετικά σχόλια που συνόδευαν το βιβλίο, κρατούσα μικρό καλάθι προσδοκιών λόγω της αρκετά χλιαρής εντύπωσης που μου είχε κάνει Ο τρομπετίστας (περισσότερα εδώ).


Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη  

     

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Καινούργια μέρα - Νίκος Χρυσός




Αυτό το βιβλίο ανήκει στους πολύ λίγους· έτσι θα έγραφε στην πρώτη σελίδα, μια αναιμική αλληλουχία γραμμάτων χωρίς φαντασία. Τα τυπωμένα φύλλα σχηματίζουν ένα χάρτινο παραλληλεπίπεδο, το ατελές κομμάτι ενός άρτιου κύβου· αφημένο σε ράφια βιβλιοθηκών και βιβλιοπωλείων, έκθετο, ανοιχτό, προσιτό σε όλους, όχι σ' εκείνον. Το βιβλίο είναι εδώ, αυτός λείπει.
Ο Σεβαστιανός, κλοσάρ και δεινός παραμυθάς, πυρπολείται ζωντανός από τρεις άντρες ένα βράδυ του Δεκέμβρη σε μία σκοτεινή γωνιά του λιμανιού. Η είδηση περνάει στα ψιλά των εφημερίδων. Ακόμα ένα κρούσμα εγκληματικότητας στο περιθώριο της ζωής. Οι δράστες διαφεύγουν. Η υπόθεση κλείνει χωρίς ν' ανοίξει. Ένας από τους τρεις, ο Παύλος, δεν θα αντέξει τη φρίκη της πράξης του. Αρχίζει να αναζητά εμμονικά στοιχεία για το θύμα του. Θα γνωρίσει τέσσερις συνοδοιπόρους του Σεβαστιανού, τον Τέως, τον Λάκυ, τον Μαρκόνη και τον Γιάννη. Θα ζητήσει από τον καθένα τους να διηγηθεί την ιστορία του ανθρώπου που διηγιόταν ιστορίες. Συμπληρώνοντας τις ψηφίδες του πορτραίτου του Σεβαστιανού πιστεύει πως θα λυτρωθεί από τις τύψεις του. 

Ο τρόπος με τον οποίο ο Χρυσός επιλέγει να στήσει την πλοκή του μυθιστορήματός του, πέρα από μία ευαγγελική εκδοχή -η κατά τον καθένα εκ των τεσσάρων εκδοχή της ιστορίας του Σεβαστιανού, για τον οποίο τελικά λίγα μαθαίνουμε, με τις ιστορίες που εκείνος φέρεται να διηγήθηκε να κυριαρχούν και τη δύναμή τους να καθηλώνουν ετερόκλιτα ακροατήρια-, εναρμονίζεται με το θολό μυαλό του Παύλου, ενώ ταυτόχρονα οι αντανακλάσεις των αφηγηματικών ειδώλων πολλαπλασιάζονται, οι ιστορίες του Σεβαστιανού γίνονται μέρος της ιστορίας των αφηγητών. 

Ο Χρυσός επιτυγχάνει να γράψει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο κάθε αφηγητής έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να διηγείται, φέροντας τη δική του ταυτότητα, τα δικά του βιώματα και τις δικές του προσλαμβάνουσες. Οι ήρωες, που περιστοιχίζουν τον γοητευτικό Σεβαστιανό, είναι πειστικοί, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και συγγραφικού ταλέντου αλλά κυρίως της ικανότητας του συγγραφέα στην παρατήρηση και στην ισορροπία μεταξύ βιβλιοθήκης και έξω κόσμου.

Ανάμεσα στις πολλές αρετές του μυθιστορήματος εκείνο που πραγματικά με εντυπωσίασε ήταν η αφηγηματική άνεση του Χρυσού, η ευκολία με την οποία οι λέξεις έρεαν αβίαστα σε ένα κείμενο έκτασης εξακοσίων πενήντα σελίδων, ένα μυαλό που γεννούσε διαρκώς ιστορίες χωρίς να ξεστρατίζει από το μονοπάτι της κεντρικής αφήγησης. Μυθιστόρημα μυθιστορημάτων.

Μια διαρκής συνομιλία διαφόρων λογοτεχνικών ειδών. Ο συγγραφέας δεν θέλησε να γράψει ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού, για την ακρίβεια δεν θέλησε απλώς αυτό, γιατί η Καινούργια μέρα είναι σαφέστατα ένα μυθιστόρημα σκληρού ρεαλισμού, ένα μυθιστόρημα πολιτικό, που αναφέρεται στην σκοτεινή αλλά πια όχι και τόσο κρυφή πλευρά της καθημερινότητας και δη της καθημερινότητας μιας μητρόπολης. Δεν θέλησε απλώς να καταγγείλει την ολοένα αυξανόμενη αδικία και την άνοδο της ακροδεξιάς αισθητικής. Θέλησε -και πέτυχε- να γράψει λογοτεχνία πρόθυμος να ακούσει τους ήρωές του και τις ιστορίες τους, απομακρυνόμενος από τις όποιες δικές του βεβαιότητες.   
Υπάρχει άραγε χώρος για ιστορίες σε ένα περιβάλλον ζοφερό, όπως σε εκείνο των ανθρώπων, που, από διαφορετική διαδρομή ο καθένας, κατέληξαν να ζουν στον δρόμο, εκεί που η αγωνία για ένα πιάτο φαγητό και η αναζήτηση ενός ασφαλούς νυχτερινού καταφυγίου αποτελούν το διαρκές ζητούμενο; Ο Χρυσός πιστεύει πως υπάρχει, και η Καινούργια μέρα αποτελεί μία πειστική απάντηση. Γιατί μπορεί οι ιστορίες να μη σώζουν -ένα πιάτο φαΐ και ένα ζεστό κρεβάτι είναι που σώζουν- αλλά χωρίς ιστορίες τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.

Εκδόσεις Καστανιώτη
 


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Άγρια ερημιά - Jesús Carrasco





Κρυμμένος στο λαγούμι του στο χώμα, άκουγε τις κραυγές των ανθρώπων που τον φώναζαν και προσπαθούσε να μαντέψει τη θέση του καθενός μέσα στον ελαιώνα, όπως έκανε και με τα τριζόνια. Στριγκλιές σαν καρβουνιασμένα φρύγανα. Ξαπλωμένος στο ένα πλευρό, με το σώμα να σχηματίζει ένα ζήτα, χωμένος στην τρύπα του, χωρίς σχεδόν καθόλου χώρο να σαλέψει. Με τα χέρια ν' αγκαλιάζουν τα γόνατα ή να μπαίνουν για μαξιλάρι, με μια μονάχα μικροσκοπική εσοχή για το σακίδιο με τα τρόφιμα.

Ένα αγόρι αποφασίζει να το σκάσει από το σπίτι του. Οπουδήποτε μακριά από εκεί θα είναι καλύτερα. Μία στιγμή χωρίς επιτήρηση, και εκείνο ανοίγει αθόρυβα την πόρτα. Βρίσκει καταφύγιο στον ελαιώνα. Το σχέδιό του έχει τα όρια του κόσμου του, του χωριού του. Πέρα από αυτό το περιμένει το άγνωστο. Το αγόρι, όπως κάθε παιδί, έχει δημιουργήσει στη φαντασία του μία ιστορία μοναχικής επιβίωσης, ένα σοβαρό παιχνίδι. Το αγόρι δεν θέλει απλώς να τρομάξει την οικογένειά του, θέλει να φύγει μακριά. Δεν ξέρει τι το περιμένει εκεί έξω, ξέρει όμως τι το περιμένει πίσω στο σπίτι του. Ο φόβος, μήπως το ανακαλύψουν, καθησυχάζει τον φόβο της επιβίωσης. Η δίψα θα είναι η πρώτη δοκιμασία. Μόλις ο αχός των χωριανών και των αρχών που έχουν βγει σε αναζήτησή του κατακάτσει, το αγόρι θα εγκαταλείψει την κρυψώνα του και θα κατευθυνθεί, ακολουθώντας τα άστρα, προς τον βορρά. Τρομαγμένο αλλά αποφασισμένο να τα καταφέρει, θα περπατήσει μέσα στη νύχτα. Θα συναντήσει έναν περιπλανώμενο γέρο βοσκό. Δύο φυγάδες, λοιπόν, σε έναν τόπο άνυδρο και εγκαταλελειμμένο, που, όπως και οι άνθρωποι, δεν κατονομάζεται, ταξιδεύουν τη νύχτα και κρύβονται τη μέρα, με τους διώκτες τους να τους πλησιάζουν.

Η Άγρια ερημιά είναι μία ιδιότυπη ιστορία ενηλικίωσης -το βίαιο πέρασμα του αγοριού στον μεγάλο και άγνωστο κόσμο- πλαισιωμένη από μία ιστορία καταδίωξης. Το βάρος του παρελθόντος από το οποίο το αγόρι μάχεται να ξεφύγει, αν και αρχικά απλώς αιωρείται και μόνο στην πορεία της ιστορίας αποκαλύπτεται σιγά σιγά, είναι αρκετό, ώστε να ισορροπήσει το σκέλος της καταδίωξης, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Ο Καρράσκο δεν υποτιμά κανένα από τα δύο σκέλη της ιστορίας του κλείνοντας το μάτι στον Μακάρθυ και τον δικό του Δρόμο.        

Ο παντογνώστης αφηγητής της ιστορίας δεν μας αποκαλύπτει τους λόγους που ώθησαν το αγόρι στη φυγή, η αποφασιστικότητά του όμως είναι τέτοια που μόνο στο κακό μπορεί να οδηγήσει τη σκέψη μας, καθώς η οποιαδήποτε αναγνωστική υπόθεση περί παιδικού πείσματος καταρρέει εν τη γενέσει της. Η συνάντησή του με τον γέρο δημιουργεί επίσης ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα του βοσκού στην απόφασή του να πορευτεί μαζί με το αγόρι. Και έτσι, τα κίνητρα των δύο φορτίζουν συναισθηματικά τον αναγνώστη, εντείνοντας την αγωνία με την οποία παρακολουθεί την περιπέτειά τους.

Η γλώσσα του Καράσκο είναι αρκετά επιτηδευμένη. Ποιητική τραχύτητα, όπως η ομορφιά του άνυδρου τόπου. Η επιλογή ενός παντογνώστη αφηγητή προσφέρει λύση σε ένα σύνηθες πρόβλημα της λογοτεχνίας, όταν ο ενήλικας συγγραφέας επιχειρεί να μιλήσει μέσα από ένα στόμα παιδικό. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί κάποιου είδους συγγραφική ευκολία, άλλωστε οι επιλογές του δημιουργού είναι αναπόσπαστο μέρος του τελικού αποτελέσματος. Οι επιλογές και η επιμονή του Καρράσκο είναι αυτές που μετατρέπουν μία χλιαρή αρχική ιδέα -ένα παιδί που εγκαταλείπει το σπίτι του- σε μία δυνατή ιστορία. Μιλώντας για επιλογές είναι ευκαιρία να σταθούμε στην απουσία ονομάτων και τοπονυμίων. Οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους ιδιότητες -αγόρι, βοσκός, πατέρας, χωροφύλακας κ.τ.λ- και ο τόπος τις δικές του. Ούτε ο χρόνος ορίζεται. Και έτσι η ιστορία του ανώνυμου αγοριού αποκτά μία διάσταση οικουμενική, στη θέση του θα μπορούσε να βρίσκεται το κάθε αγόρι, ο κάθε καταπιεσμένος που είναι διατεθειμένος να αγωνιστεί για ένα καλύτερο αύριο.

Μετάφραση Λένα Φραγκοπούλου
Εκδόσεις αντίποδες

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Το τανγκό του Σατανά - László Krasznahorkai





Ένα πρωί, κοντά στα τέλη του Οκτώβρη, λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες των ανελέητων, ατέρμονων φθινοπωρινών βροχών πάνω στο ραγισμένο και αλατούχο έδαφος στη δυτική πλευρά του συνεταιριστικού αγροτικού οικισμού (και μια θάλασσα δυσώδους κίτρινης λάσπης καταστήσει τα μονοπάτια αδιάβατα και την πόλη απροσπέλαστη), ο Φούτακι ξύπνησε από ήχους καμπάνας. Η κοντινότερη προέλευσή τους θα μπορούσε να είναι ένα ερημικό ξωκλήσι σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του παλιού οικισμού Χόχμεϊς, το οποίο όμως, όχι μόνο δεν είχε καμπάνα, αλλά και το καμπαναριό του είχε γκρεμιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, εξάλλου από μια τόσο μακρινή απόσταση, ήταν αδύνατον ν' ακουστεί το οτιδήποτε.
Αυτό το απομονωμένο χωριό, κάπου στην ουγγρική πεδιάδα, το οποίο μετά το κλείσιμο του συνεταιρισμού εγκαταλείφθηκε μαζικά από τους κατοίκους του, όχι από όλους, από τους περισσότερους, από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα και τη θέληση να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, αφήνοντας πίσω τους μία χούφτα ανθρώπων να μάχονται ενάντια στην υγρασία και την ανία της ζωής, σιχτιρίζοντας τη μοίρα τους, να παρακολουθούν ο ένας τον άλλον πίσω από παράθυρα καλυμμένα με ιστούς αράχνης, να σκαρφίζονται μικροαπατεωνιές ικανές, στη φαντασία τους, να τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο, ενώ για το σήμερα μοιάζει να αρκεί λίγη πάλινκα ή μια επίσκεψη στον άλλοτε μύλο του χωριού, που πλέον λειτουργεί ως πορνείο, αυτό το απομονωμένο χωριό αποτελεί το σκηνικό για το μυθιστόρημα με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ο σπουδαίος Λάζλο Κρασναχορκάι.  

Τον φαινομενικό ρεαλισμό στην απεικόνιση της καθημερινότητας σε ένα μέρος όπως αυτό σκιάζει,  από την πρώτη κιόλας σελίδα με τους ήχους από καμπάνες, μια αίσθηση μεταφυσικού, αίσθηση η οποία κορυφώνεται με την επανεμφάνιση στο χωριό τού, θεωρούμενου για κάποιους μήνες νεκρού, Ιερεμία -με την επιλογή του ονόματος να είναι σαφώς συμβολική-, επανεμφάνιση που στα μάτια των κατοίκων συνοδεύεται ταυτόχρονα από ελπίδα αλλά και φόβο. 

Τα φίλτρα μέσα από τα οποία επιλέγει ο Κρασναχορκάι να προσλάβει και να αποδώσει την ιστορία του, αποφεύγοντας να καταφύγει σε έναν στείρο ρεαλισμό, χωρίς όμως ταυτόχρονα να παρασύρεται  από το μεταφυσικό εφόσον του αντιστέκεται, έχουν ως αποτέλεσμα Το τανγκό του Σατανά να είναι τελικά ένα πολιτικό  βιβλίο. Όπως σε κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα -και Το τανγκό του Σατανά είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα- η ιστορία αυτή καθεαυτήν στέκει σε δεύτερο επίπεδο σπουδαιότητας. Εδώ κυριαρχεί ο τρόπος με τον οποίο ο Κρασναχορκάι τοποθετεί τη μία λέξη μετά την άλλη, ο ευφυής τρόπος με τον οποίο συνθέτει την πλοκή και χτίζει τους χαρακτήρες, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ταυτόχρονα προκαλεί ετερόκλητα συναισθήματα στον αναγνώστη -με χαρακτηριστικότερα όλων παραδείγματα το γέλιο και τον τρόμο.

Δεν ξέρω γιατί δυσκολεύομαι να γράψω πως ο Κρασναχορκάι δεν αγαπάει τους χαρακτήρες του, για την ακρίβεια δεν τους αγαπάει με έναν τρόπο συγχωρητικό ή παρηγορητικό, με έναν τρόπο ο οποίος ίσως να μας είναι οικείος, όχι γιατί είναι μοχθηρός ή μισάνθρωπος, αλλά γιατί δεν είναι ή καλύτερα δεν νιώθει Θεός, ικανός να επαναχαράξει τις ζωές τους ή να απλώσει μία χείρα βοήθειας, παρά ένας απλός παρατηρητής της αφέλειας ή της ανάγκης των ανθρώπων για έναν σωτήρα, είτε αυτός βρίσκεται στον ουρανό είτε στη γη, καθισμένος πίσω από κάποιο γραφείο. 
      
Λογοτεχνία υψηλή, λαϊκή και απολαυστική.

υγ. είχε προηγηθεί ένα κείμενο πιο συναισθηματικό (περισσότερα εδώ)


Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις Πόλις
  

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Το τανγκό του Σατανά - László Lrasznahorkai (συναισθηματικά)





Είναι που πάντα το μυαλό σου πάει στο καλό, μου είπε εκείνη· ενώ εγώ θα απέδιδα τον αναγραμματισμό του Satantango σε Santatango στην ταινία του Χοντορόφσκι (Santa Sangre). Θα είχε, ίσως, ενδιαφέρον η άποψη ενός ψυχαναλυτή γι' αυτό.

Στις αρχές του 2012 θα γινόταν μία προβολή της ομώνυμης ταινίας του Μπέλα Ταρ στο Τριανόν. Είχα σκεφτεί τότε πως δεν θα ήταν άσχημη ιδέα για πρώτο ραντεβού με μια κοπέλα που μου άρεσε τότε. Δεν της ανέφερα, παρά αργότερα και αφού τελικά δεν είχαμε πάει στην προβολή εκείνη, αλλά είχαμε δει το Κολαστήριο στη μικρή αίθουσα της Ταινιοθήκης, πως η ταινία διαρκεί επτάμισι ώρες. Ο θεός με γλίτωσε, αναφώνησε, όταν το έμαθε. 

Τη σχέση του Κρασναχορκάι με τον Μπέλα Ταρ την ανακάλυψα μετά την κυκλοφορία του Πόλεμος και Πόλεμος, όταν, έχοντας υποστεί βαρύ αναγνωστικό σοκ, αναζητούσα πληροφορίες για τον συγγραφέα με το τρομακτικά ευθύβολο βλέμμα στη φωτογραφία.

Όταν κυκλοφόρησε το Πόλεμος και πόλεμος, το 2015, δεν γνώριζα τον Κρασναχορκάι και τα γενναιόδωρα για εκείνον σχόλια βιάστηκα να τα θεωρήσω αναπόσπαστο συνοδευτικό της έκδοσης. Δεν ήξερα πού έμπλεκα ο αδαής. Και ίσως, σκέφτομαι τώρα με μια διάθεση καθησυχασμού, έτσι να έπρεπε να γίνει, χωρίς προσδοκίες. 

Και μόλις το δέος από την ανάγνωση υποχώρησε, έμεινε το ερώτημα: και τώρα, τι κάνουμε τώρα; Γιατί υπάρχουν βιβλία για τα οποία κάποιοι αναγνώστες μοιράζονται το άγχος του εκδότη· να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες, εύχονται, ώστε να κυκλοφορήσουν και τα υπόλοιπα βιβλία τού συγγραφέα. Στην προκειμένη περίπτωση, ευτυχώς, συνέβη. Ακολούθησε η Μελαγχολία της αντίστασης το 2016 και φέτος Το Τανγκό του Σατανά.

Τώρα υπάρχουν οι προσδοκίες και η αναμονή για την επόμενη έκδοση. Κυρίως όμως υπάρχει μία ανάγκη για τη δημιουργία των κατάλληλων αναγνωστικών συνθηκών. Είχα το βιβλίο στην κορυφή της στοίβας με τα προς ανάγνωση. Ολοένα μετέθετα όμως την ανάγνωση. Τώρα νιώθω κουρασμένος. Τώρα δεν έχω επαρκή χρόνο. Το διάβασε ένας φίλος. Ζήλεψα. Θα το ξεκινήσω απόψε, του έγραψα. Κάποια βιβλία διαμορφώνουν τις συνθήκες, φέρνουν την καθημερινότητα στα μέτρα τους. Και αυτό κάθε φορά το ξεχνάω. 

Πώς σου φάνηκε; με ρώτησε σήμερα. Με αυτό το κείμενο παλεύω τώρα, του απάντησα. Γράψε απλώς ΕΠΟΣ, με συμβούλευσε. 

Ο τρόπος με τον οποίο ο Κρασναχορκάι -και κατά επέκταση η μεταφράστρια Ιωάννα Αβραμίδου- τοποθετεί τις λέξεις στο χαρτί, τη μία μετά την άλλη, ασκεί πάνω μου μία έλξη μαγνητική, εγκλωβίζει πλήρως την εγκεφαλική μου προσοχή, μην επιτρέποντάς μου οποιαδήποτε άλλη σκέψη, απλή, καθημερινή, πεζή. Και ίσως, σκέφτομαι, να έπρεπε να αναθεωρήσει κανείς χαρακτηρισμούς όπως απαιτητικό ή ευκολοδιάβαστο, να επικεντρωθεί, όπως εκείνη σωστά διέκρινε όταν της μίλησα σχετικά με αυτή μου τη σκέψη, στο πόσο μας ενδιαφέρει ή όχι τελικά ένα δημιούργημα, ακόμα και αν, θα πρόσθετα εγώ, δεν είναι καθόλου εύκολο να εξηγήσουμε γιατί μας ενδιαφέρει, καθιστώντας ακόμα πιο υποκειμενικό τον ορισμό της σπουδαίας λογοτεχνίας.

 υγ. Το Satantango παραμένει σε εκκρεμότητα, τώρα όμως η προβολή θα γίνει, ακόμα και αν χρειαστούν παραπάνω μέρες.

    

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

καλημέρα σύντροφοι - Ondjaki





Η Αγκόλα αποτέλεσε για αιώνες πορτογαλική αποικία και κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1975. Την ανεξαρτησία ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των τριών απελευθερωτικών κινημάτων. Το 1991 η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η επακόλουθη αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών σε παγκόσμιο επίπεδο θα οδηγήσουν σε νέα πολιτικά μονοπάτια τη χώρα της νοτίου Αφρικής. Το MPLA θα αλλάξει ιδεολογικό προσανατολισμό ανοίγοντας τη χώρα στην ελεύθερη οικονομία και τον πολυκομματισμό. Όμως ο εμφύλιος θα συνεχιστεί, παρά τις αλλεπάλληλες συμφωνίες, μέχρι το 2002.
Ξύπνησα νωρίς και με κέφια. Είχα δύο υπέροχα πράγματα να κάνω αυτή τη μέρα: Το ένα ήταν να πάω στο αεροδρόμιο για να πάρουμε τη θεία Ντάντα, και το άλλο να πάω στην Εθνική Ραδιοφωνία για να διαβάσω το μήνυμά μου προς τους εργάτες. Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να χρησιμοποιήσω την έκθεση που είχα γράψει για την εργατοεργατική συμμαχία και είχε πάρει άριστα πέντε στο διαγώνισμα της πορτογαλικής γλώσσας.
Η αφήγηση του έφηβου Ντάλου διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του '90. Και αυτό το εύρημα, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός εφήβου, ο κόσμος ιδωμένος μέσα από τα μάτια ενός εφήβου, προσδίδει μυθοπλαστική διάσταση στο αφήγημα του Ondjaki. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει στην ακρίβεια της εφηβικής φωνής, κάτι το οποίο, παρά τη φαινομενική ευκολία, απαιτεί προσήλωση και ένστικτο. Δεν είναι άλλωστε λίγα τα παραδείγματα των λογοτεχνικών εφήβων με την ενήλικη και εξεζητημένη φωνή, γεγονός το οποίο ακυρώνει εντελώς τη σύμβαση του παιδικού ή εφηβικού χαρακτήρα.

Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει ο έφηβος όσα συμβαίνουν στη χώρα του, είναι ένα κράμα προπαγάνδας, εφηβικών εικασιών και σιωπής. Η αφέλεια και η σημασία του μικρόκοσμου καθιστούν τον Ντάλου έναν ιδιαίτερο αφηγητή, χωρίς ιδεολογική σκοπιμότητα, εύπλαστο στις προσλαμβάνουσες του κόσμου που τον περιβάλλει, εύπλαστο όμως και στα χέρια του συγγραφέα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το τελικό αποτέλεσμα.

Επιτυγχάνοντας μία πειστική φωνή για τον ήρωά του, ο συγγραφέας καταφέρνει να διηγηθεί την ιστορία της Αγκόλα εκείνων των χρόνων, γεγονός που αποτελούσε τον πρωταρχικό του στόχο, εντείνοντας το ενδιαφέρον και του αναγνώστη εκείνου που υπό άλλες συνθήκες δεν θα επιθυμούσε να διαβάσει ένα καθαρά ιστορικό κείμενο, ενώ ταυτόχρονα, και λόγω των χαρακτηριστικών του αφηγητή για τα οποία έγινε ήδη λόγος, έχει την πολυτέλεια να εμποτίσει, συγκαλυμμένα, ιδεολογικά την αφήγηση, χωρίς να ενοχλεί.

Ο Ondjaki με το μικρής έκτασης αφήγημά του αποτυπώνει τις συνθήκες ζωής στην Αγκόλα, τις συνήθειες και τις ιδιαιτερότητές της, εντάσσοντας ομαλά το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής, με γλώσσα απλή και στιγμές πηγαίου γέλιου και συγκίνησης να εναλλάσσονται. Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι εντυπωσιακό, όμως η όμορφη αίσθηση στη διάρκεια και στο τέλος της ανάγνωσης δικαιώνουν τον αναγνώστη για την επιλογή του.

υγ. Η ανάγνωση του Καλημέρα σύντροφοι μου έφερε στο νου ένα άλλο βιβλίο Αφρικανού συγγραφέα: Οι ψαράδες, του Chigozie Obioma.

Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις Αιώρα