Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Για τη χρονιά που θα 'ρθει




Τα βιβλία εκείνα που δεν γνωρίζω, που δεν γνωρίζω την ύπαρξή τους, όχι εκείνα που δεν έχω διαβάσει ακόμα, έσπευσε να τη διορθώσει, εκείνα περισσότερο λαχταρώ για τη χρονιά που θα 'ρθει. Βιβλία που θα πάρουν ξαφνικά τη θέση τους στα προσεχώς, συγγραφέων άγνωστων μέχρι εκείνη τη στιγμή, με ιστορίες καινούργιες, πρωτόγνωρες για μένα, βιβλία για τα οποία μια σκόρπια κουβέντα θα είναι αρκετή, ένα εξώφυλλο, μια βόλτα στο βιβλιοπωλείο, βιβλία ξεχασμένα από την εκδοτική επικαιρότητα, που μπορεί να γνώρισαν την απαξίωση της σκόνης και της εγκατάλειψης, βιβλία που σε κάποια άλλη γλώσσα μπορεί να έγιναν σημείο αναφοράς, βιβλία απαλλαγμένα από κάθε είδους προσδοκία, αυτά τα βιβλία περισσότερο λαχταρώ. Κι εκείνη χαμογέλασε. Πάντα χαμογελούσε εκείνη.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

το ένα δέκατο του 8 - βα.αλ. (Βασίλης Αλεξάκης)




Ο Νικήτας επιστρέφει από την Κέρκυρα στην Αθήνα μετά την καλοκαιρινή του άδεια. Πριν μπει στο καράβι θα μιλήσει στο τηλέφωνο με την Ιωάννα, την κοπέλα του: να κοιμηθείς εσύ, θα της πει, μην με περιμένεις, θα φτάσω αργά. Φτάνοντας θα τη βρει στο σαλόνι του σπιτιού τους δολοφονημένη. Ο χρόνος σταματά για λίγο, καθώς εκείνος στέκεται δίπλα στο άψυχο σώμα αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει το πώς και κυρίως το γιατί, σταματά μόνο για λίγο όμως, πριν αρχίσει να επιταχύνει και να παρασύρεται σε μια πορεία δίχως επιστροφή, πριν τον κατακλύσει η ανάγκη για εκδίκηση. Βλέποντας την αστυνομία να κλείνει την υπόθεση βιαστικά, αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Το ένα δέκατο του 8, σε πρώτη ανάγνωση, είναι ένα μυθιστόρημα για την εκδίκηση, για την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε έναν κόσμο όπου βασιλεύει η αδικία, είναι όμως και ένα μυθιστόρημα για τη σημερινή Αθήνα, τον σημερινό κόσμο της κρίσης, της εργασιακής ανασφάλειας, της φτώχειας και της αβεβαιότητας.

Σε όλη μου τη ζωή αισθάνομαι υποτιμημένος, όχι, βέβαια, από τους φίλους και τους δικούς μου ανθρώπους, μην με παρεξηγήσεις, δεν θεωρώ πως είμαι κανένας σπουδαίος. Απλά νιώθω να βρίσκομαι απέναντι σε έναν κόσμο που με υποτιμά από τα πρώτα δέκα λεπτά που τον γνωρίζω. Ε, και τώρα αυτό νιώθω να με πνίγει. Καταλαβαίνεις; Πόσο πιο πολύ να σε υποτιμήσουν, όταν μπορούν να μπουν στο σπίτι σου, να σκοτώσουν την φίλη σου, να το κουκουλώσουν οι μπάτσοι και να συνεχίσουν να κάνουν τις δουλειές τους σαν να μην τρέχει μία. Και όταν κράταγα το όπλο και τους καθάριζα, μετά το αρχικό σοκ, ένιωθα να σκοτώνω και λίγο αυτή την υποτίμηση ή κάποια από τα μικρά της πλοκάμια. Για αυτό θα συνεχίσω. Χάρηκα που τους ξέκανα. Και θα ξεκάνω κι άλλους, όσους πιο πολλούς προλάβω.

Στο τέλος της ανάγνωσης, και ανάμεσα στα υπόλοιπα συναισθήματα, ακούσιες οι σκέψεις: εγώ θα το έκανα εκείνο έτσι ή αλλιώς. Όχι μόνο με αφορμή αυτό το μυθιστόρημα, αλλά σχεδόν με το κάθε ένα. Σκέψεις που ακροβατούν ανάμεσα στον γόνιμο και στον στείρο απαξιωτικό μονόλογο, και βοηθούν, ενίοτε, να γίνει μια δεύτερη ανάγνωση, μια ακόμα προσέγγιση, στην προσπάθεια να κατανοηθούν ή να γίνουν απλώς αποδεκτά τα κίνητρα και οι προθέσεις του συγγραφέα. Αναλογιζόμουν τη σχεδόν ακαριαία μετάβαση του ήρωα από το πένθος στην εκδίκηση, και αρχικά με ξένιζε. Εγώ δεν θα το έκανα έτσι, σκεφτόμουν. Βρισκόμουν στην πλευρά του συγγραφέα, εκείνου την επιλογή έκρινα. Ύστερα όμως, και ίσως τυχαία, μετατόπισα το βάρος από τον συγγραφέα στον ήρωα, εκείνος άλλωστε ένιωσε την ανάγκη για εκδίκηση, αδιαφορώντας για τον λογοτεχνικό χρόνο του πένθους, του κοινώς αποδεκτού πένθους, της σιωπής και της οδύνης. Κανείς δεν μπορεί να κρίνει την αντίδραση ενός ανθρώπου απέναντι στη φρίκη, ή μάλλον μπορεί, απλώς όχι με όρους λογοτεχνικούς.

Σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζει η μουσική, κάθε κεφάλαιο φέρει ως τίτλο το όνομα κάποιου τραγουδιού. Η μουσική αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο για τον Νικήτα σε έναν κόσμο που καταρρέει.

Το ένα δέκατο του 8 διαθέτει τις αρετές ενός μυθιστορήματος που θέτει τον ρεαλισμό και τη δράση σε πρώτο πλάνο, και τα μειονεκτήματα βέβαια, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και το αναγνωστικό γούστο. Η γλώσσα διαθέτει μια προφορικότητα που εξυπηρετεί τις ανάγκες, η εξέλιξη της πλοκής είναι ταχύτατη αποτυπώνοντας ικανοποιητικά τόσο τον ψυχικό κόσμο του ήρωα, όσο και το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Στα αξιοσημείωτα του μυθιστορήματος η απεικόνιση της Αθήνας από τον Βασίλη Αλεξάκη, που φανερώνει έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά τους δρόμους και τις εντάσεις της πρωτεύουσας, και δεν τις φαντάζεται απλώς καθισμένος στην καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή του.

Η ρεαλιστική πρόσληψη του μυθιστορήματος αποτελεί τη μία όψη, μία μόνο ανάγνωση της ιστορίας, και ίσως σε κάποιο επίπεδο αυτό να αποτελεί και κάποια από τις επιδιώξεις του συγγραφέα· η άλλη είναι να κρύψει μια παραβολή πίσω από το λουτρό αίματος και τον καταιγιστικό ρυθμό της πλοκής.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι      

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ο πρώτος κακός - Miranda July





Ανάμεσά μας κυκλοφορούν άνθρωποι πολυτάλαντοι και πολυπράγμονες, ανίκανοι να περιορίσουν την έκφρασή τους σε μία και μόνη φόρμα, κινητοποιημένοι συνεχώς από ερεθίσματα, διοχετεύουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους σε νέα κανάλια, εξερευνώντας -μέρος αναπόσπαστο της δημιουργίας- πεδία άγνωστα, ενθουσιασμένοι από τις δυνατότητες που διακρίνουν να ανοίγονται μπροστά τους, με μια διάθεση παιδική, η ανακάλυψη ενός καινούριου παιχνιδιού. Μια ματιά στο βιογραφικό της Miranda July θα ήταν ικανή να επιβεβαιώσει τα παραπάνω. Οι σκεπτικιστές δηλώνουν: είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ένας δημιουργός να είναι επαρκής στη διάσπαση των εκφραστικών μέσων. Ο κανόνας τούς ενισχύει το επιχείρημα, οι εξαιρέσεις μένουν να ανακαλυφθούν. Θυμάμαι, όταν πήγαινα στο λύκειο, ένα μάθημα με τον τίτλο Ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας, μάθημα που εμφανίστηκε για τις ανάγκες του νέου τότε συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια και εξαφανίστηκε γρήγορα στην επόμενη αλλαγή, μάθημα στο οποίο, ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα, γινόταν αναφορά σε έναν αρχαίο Έλληνα, ο οποίος ήταν γνωστός ως ο Βήτα, επειδή αν και είχε να επιδείξει σπουδαίο έργο σε διάφορους τομείς της σκέψης και της γνώσης, εντούτοις δεν ξεχώριζε πραγματικά σε κανέναν τομέα, ήταν δηλαδή καλός αλλά όχι άριστος. Το όνομά του δεν το θυμάμαι, το αναζητώ από καιρό σε καιρό, αλλά το βιβλίο εκείνο είναι καταχωνιασμένο σε ένα υπόγειο γεμάτο υγρασία, το οποίο συνειδητά αποφεύγω να επισκεφτώ.

Τη Miranda July είναι πιθανό να τη γνωρίζει κανείς από την πρώτη της ταινία, Εγώ εσύ και όλοι οι γνωστοί, που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση όταν προβλήθηκε -διάολε πότε πέρασαν δέκα χρόνια;-, για τον ιδιαίτερο τρόπο αφήγησης και απεικόνισης μιας ερωτικής ιστορίας, με διάθεση ανανεωτική -αν και όχι σκοπίμως-, παιχνιδιάρικη, φαινομενικά ελαφριά και αστεία, μα μόνο ως κρυψώνα του άγχους και της θλίψης της σύγχρονης ζωής.

Η φετινή κυκλοφορία του πρώτου της μυθιστορήματος στα ελληνικά, την ίδια μάλιστα χρονιά με την κυκλοφορία του βιβλίου στην Αμερική, με γέμισε προσδοκίες, αν και γενικότερα η έκδοσή του πέρασε μάλλον στα ψιλά. Διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί στο ιστολόγιο Logotexnia21, και μπορείτε να τα βρείτε εδώ, επιλογή από τη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο No one belongs here more than you, που αποτέλεσε τη βάση για την ομώνυμη θεατρική παράσταση της ομάδας Phantom Pain.

Πήγα με το αμάξι στο ιατρείο σαν να πρωταγωνιστούσα σε ταινία από εκείνες που έβλεπε ο Φίλιπ -παράθυρα κατεβασμένα, μαλλιά ν' ανεμίζουν, ένα μόνο χέρι στο τιμόνι. Όταν σταμάτησα στο κόκκινο, κράτησα το βλέμμα μου στυλωμένο μπροστά. Όλο μυστήριο. Ποια είναι αυτή; θ' αναρωτιόντουσαν οι άνθρωποι. Ποια είναι αυτή η μεσήλικη γυναίκα στο μπλε Χόντα; Διέσχισα το υπόγειο πάρκινγκ κι έφτασα στο ασανσέρ. Πάτησα το 12 με δάκτυλο που φανέρωνε άνεση, παιχνίδι. Δάκτυλο έτοιμο για όλα. Με το που έκλεισαν οι πόρτες, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη της οροφής και πρόβαρα τις πιθανές εκφράσεις που θα έπαιρνε το πρόσωπο μου αν ο Φίλιπ ήταν στην αίθουσα αναμονής. Έκπληξη θα έδειχνα, αλλά όχι υπερβολική, και φυσικά εκείνος δεν θα βρισκόταν στο ταβάνι, οπότε ο λαιμός μου σίγουρα δεν θα ήταν τόσο τεντωμένος. Μέχρι το τέρμα του διαδρόμου πρόβαρα την έκφραση. Α! Α, γεια! Να η πόρτα

ΔΡ ΤΖΕΝΣ ΜΠΡΟΓΙΑΡ
ΧΡΩΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Την άνοιξα με άνεση.
Φίλιπ πουθενά. 
Η Σέριλ, γυναίκα μέσης ηλικίας, με χαρακτήρα ευάλωτο, ζει μόνη, εργάζεται σκληρά αλλά με πάθος, βασανίζεται από έναν μόνιμο κόμβο στον λαιμό, έναν κόμβο υστερικό. Είναι τσιμπημένη με τον Φίλιπ, συνάδελφό της, αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία, από τον οποίο δέχεται αντικρουόμενα και δυσνόητα σινιάλα, ευρισκόμενα στο πεδίο που ορίζεται ανάμεσα στο φλογερό πάθος, την ανόθευτη αγάπη, τη συναδελφική ανοχή και την πλήρη αδιαφορία. Εκείνη δεν το βάζει κάτω. Δεν το βάζει κάτω ούτε όταν η κόρη των αφεντικών της έρχεται να μείνει μαζί της αναστατώνοντας τη ρουτίνα της. Δεν είναι ατρόμητη, απλώς αυτή η ζωή της έλαχε.

Η περίληψη της ιστορίας ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στην αίσθηση της ανάγνωσης, τίποτα δεν είναι απλό στο σύμπαν της July, ούτε αναμενόμενο, ούτε κανονικό. Οι ήρωες, τα συναισθήματα και τα συμβάντα παίρνουν διαστάσεις παράξενες και ανοίκειες, ιδωμένα, θαρρείς, μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες, αντανακλάσεις καθώς είναι μιας πραγματικότητας που μοιάζει κανονική αλλά δεν είναι, αν και θα μπορούσε να είναι. Μια αίσθηση χιούμορ, ιδιαίτερου και όχι συνηθισμένου, όχι μαύρου ακριβώς, όχι πάντοτε κατανοητού, πότε γλυκού και πότε πικρού, πότε γλυκόπικρου, που άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε στέκει παράμερα. Η ένστασή μου, η βασική τουλάχιστον, έγκειται στην αποσπασματικότητα που διακρίνει την αφήγηση, θυμίζοντας σειρά επεισοδίων με τίτλο: στιγμιότυπα από τη ζωή της Σέριλ. Γεγονός που δεν βοηθάει στη ροή της ανάγνωσης, αν και τελικά καταφέρνει να συνθέσει το πορτραίτο της ηρωίδας και το κάδρο της ζωής της. Δίχως διάθεση να αποκαλύψω στοιχεία της υπόθεσης, πρέπει να επισημάνω πως το δεύτερο μέρος έχει μεγαλύτερη συνοχή, μια αφήγηση πιο στέρεα, χωρίς να χάνει από την τρέλα της συγγραφέως.

Δυστυχώς η July δεν επιτυγχάνει αυτό που μοιάζει να οραματίστηκε παρά μόνο σποραδικά. Ίσως η μικρή φόρμα να ταιριάζει περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία της, στην ικανότητά της στο στιγμιαίο ξάφνιασμα, στο τουίστ της πραγματικότητας, στην παράλογη και σουρεαλιστική τροπή των πραγμάτων.

Πάντως την ταινία της, εκείνη την πρώτη, να τη δείτε.


Μετάφραση Χαρά Γιαννακοπούλου
Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Η οικειότητα του ήδη γνωστού



Είναι κάποιες μέρες, όπως εκείνο το απόγευμα μιας καθημερινής ημέρας, στο οποίο αναφέρομαι, που, γυρίζοντας σπίτι επιτέλους, μετά από μια κουραστική ημέρα και ποικιλοτρόπως απαιτητική, το μόνο που επιθυμείς είναι να βυθιστείς στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζεις, να μεταβείς άμεσα από τον έναν κόσμο στον άλλον, και να αλλάξει αυτόματα το τσιπ της πραγματικότητας. Γύρισα και το βιβλίο έστεκε αποβραδίς τελειωμένο, δίπλα του βρισκόταν το επόμενο στη λίστα, ένα καινούργιο ταξίδι με περίμενε, ένα ταξίδι στο άγνωστο, ένας νέος κόσμος, όμως εγώ επιθυμούσα την οικειότητα του ήδη γνωστού, την επιστροφή στον κόσμο της Ταρτ και της Καρδερίνας της. Έτσι, αντί να ξεκινήσω το επόμενο βιβλίο, βρέθηκα να κρατάω σημειώσεις για την ιστορία του Θίο Ντέκερ, σημειώσεις για την εμπειρία της ανάγνωσης.

Πέρυσι το καλοκαίρι, όταν η Καρδερίνα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, διαβάστηκε και συζητήθηκε αρκετά, γνώμες αντικρουόμενες εκφράστηκαν, η αποθέωση από τη μία και ο σκεπτικισμός για τις πολλές σελίδες και τις εξαντλητικές περιγραφές από την άλλη, ντόρος που με κράτησε μακριά, παρά τη δεδομένη επιθυμία να το διαβάσω. Τώρα ήρθε ο καιρός της. Και όχι μόνο γιατί κατακάθισε ο κουρνιαχτός, αλλά και γιατί οι συνθήκες της ζωής μου -έκφραση υπερβολική μα αντιπροσωπευτική, πιστεύω- το επέβαλαν, ένα μεγάλο σε έκταση ανάγνωσμα -η αξία του έμενε να διαπιστωθεί-, αμερικάνικο, αυτό ήθελα ή -επιμένοντας στην υπερβολή- έπρεπε να διαβάσω. Και ήταν η ιδανική επιλογή.

Η δημόσια ανάγνωση, τόσο η πραγματική, όσο και η ψηφιακή, απέδειξαν πως επρόκειτο για ένα πραγματικό best seller, οι αντιδράσεις το απέδειξαν. Όπως η κοπέλα στο καφέ, που ενθουσιασμένη με ρώτησε: σου αρέσει;, για να μου πει λίγο αργότερα πως της άρεσε πολύ, ίσως όχι όσο η Μυστική Ιστορία, που το θεωρεί το καλύτερο βιβλίο που διάβασε ποτέ, αν και, έσπευσε να διευκρινίσει, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, τα σχόλια που συνόδευσαν τις φωτογραφίες που ανέβαζα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, φανατισμένα και απόλυτα, απόδειξη πως κάθε άλλο παρά αδιάφορο πέρασε το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως.

Τα περισσότερα αρνητικά σχόλια αναφέρονταν στο μέγεθος του βιβλίου, σχόλια όπως: θα μπορούσαν να λείπουν Χ αριθμοί σελίδων, θα μπορούσε να απουσιάζει εξ ολοκλήρου εκείνο ή το άλλο κομμάτι, να μην έχει τόσες περιγραφές κ.τ.λ. Σχόλια τα οποία εγώ, αντεστραμμένα, θα κατέτασσα στα θετικά του βιβλίου, ίσως γιατί αυτό είχα ανάγκη, ίσως γιατί θα ήθελα λίγο ακόμα. Το απόλαυσα, μου άρεσε, μου κράτησε συντροφιά, με απάλλασσε, όταν το είχα ανάγκη, από το βάρος της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα με κινητοποιούσε να αδράξω την ίδια εκείνη πραγματικότητα, επιχειρώντας να τη φέρω στα μέτρα μου, έμπνευση που μόνο ένα βαθιά υπαρξιστικό κείμενο όπως αυτό μπορεί να χαρίσει στον αναγνώστη, με μια πρόφαση αστυνομικού μυστηρίου, περιτύλιγμα για εκείνο που πραγματικά ήθελε να πει η Ταρτ.

Προφανώς -γιατί πρέπει ακόμα και τα προφανή να τα επαναλαμβάνει κανείς- δεν με ενδιαφέρει να μπω στον στίβο του ποιος έχει δίκιο, οι θαυμαστές, οι πολέμιοι ή οι σκεπτικιστές. Κανείς δεν έχει δίκιο και όλοι έχουν δίκιο.

Και όλα τα παραπάνω, για να διατηρήσω λίγο ακόμα την εμπειρία ζωντανή. Περισσότερα για το βιβλίο, την υπόθεση και την τεχνική, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

δεκάτη δεκεμβρίου - George Saunders



Μαθαίνει κανείς, με τα χρόνια, να κρατά μικρό καλάθι απέναντι στα μεγάλα λόγια. Είναι τέτοια η κυριαρχία του μάρκετινγκ άλλωστε, η βασιλεία των δημοσίων σχέσεων, όπως την αποκαλούν κάποιοι, που πυκνώνει τις σήτες των φίλτρων, καθώς έπαινοι και βραβεία συνοδεύουν την κάθε έκδοση, και στο τέλος -ή και από τις πρώτες σελίδες ακόμα- φαντάζουν ψεύτικοι και κενοί περιεχομένου. Όπως όμως ο κάθε κανόνας, έτσι και αυτός έχει τις εξαιρέσεις του, ευτυχώς. Τέτοια είναι η περίπτωση του George Saunders, και της πολυβραβεβευμένης συλλογής διηγημάτων με τίτλο δεκάτη δεκεμβρίου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος -ακόμα ένας σπουδαίος τίτλος της νεοσύστατης σειράς ξένης λογοτεχνίας του οίκου- σε μετάφραση Γ.Ι. Μπαμπασάκη. Είναι η πρώτη φορά που ένα ολοκληρωμένο έργο του Αμερικανού συγγραφέα κυκλοφορεί στα ελληνικά, ενός συγγραφέα με περγαμηνές και σπουδαία φήμη, γεγονός που αναγκάζει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί: γιατί άργησε τόσο;

Το σημαντικότερο, κατά την προσωπική μου άποψη, χαρακτηριστικό μιας συλλογής διηγημάτων είναι το νήμα που ενώνει, όχι μόνο θεματικά, αλλά κυρίως υφολογικά τα διηγήματα μεταξύ τους, η αίσθηση πως αποτελούν κομμάτια ενός έργου ενιαίου και όχι σκόρπια θραύσματα, που παρά φύση στριμώχτηκαν για τους σκοπούς της έκδοσης, γεγονός σύνηθες δυστυχώς. Και τα διηγήματα της συγκεκριμένης συλλογής διακρίνονται για την αρετή αυτή, καθώς είναι εκδοχές του κόσμου όπως τον προσλαμβάνει ο Saunders και τον αποδίδει στο χαρτί, συνδυάζοντας στοιχεία της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας με τον ρεαλισμό, με μια διάθεση ποιητική και ενίοτε λυρική, επιτρέποντάς τους να αποδώσουν το άχρονο και το διαρκώς επίκαιρο.

Ήδη από το πρώτο διήγημα, με τον τίτλο Πανωλεθρίαμβος, ο συγγραφέας αρπάζει τον αναγνώστη και τον πετά σε έναν κόσμο σκληρό και επικίνδυνο, φιλτραρισμένο μέσα από την παιδική φαντασία, έναν κόσμο όμως ταυτόχρονα γοητευτικό, γεγονός που προκαλεί μια ένοχη αναγνωστική απόλαυση. Και έτσι συνεχίζει ο Saunders, ένας από τους εκατό σημαντικότερους ανθρώπους στον κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό Times, αναδεικνύοντας ακόμα μια αρετή της μικρής φόρμας, επίσης παρεξηγημένης, εκείνη της οικονομίας των λέξεων, της αυστηρής επιλογής και της έλλειψης κάθε περιττού στοιχείου, κενού εντυπωσιασμού και επίδειξης. Δεν είναι η ευκολία των λίγων λέξεων εκείνη που ωθεί τους σπουδαίους διηγηματογράφους στη μικρή φόρμα. Άλλωστε το δύσκολο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η κατασκευή και απόδοση ενός κόσμου ανοίκειου με τρόπο αβίαστο, δίχως πολλές εξηγήσεις. Ο Saunders έχει καθαρή και σαφή εικόνα του κόσμου αυτού, και με μαεστρία τον αποτυπώνει στα διηγήματά του, ενώ με άνεση κινείται ανάμεσα στις διάφορες αφηγηματικές φωνές. Ιδανικό παράδειγμα αποτελεί το δισέλιδο διήγημα με τίτλο Βέργες, στο οποίο ο αφηγητής διηγείται ολόκληρη τη ζωή του πατέρα του με άξονα έναν μεταλλικό πάσαλο στην αυλή του σπιτιού.

Η ελληνική έκδοση είχε την τύχη μιας ευφάνταστης και δημιουργικής -σε επιτρεπόμενα όρια και δίχως να παραβιάζει το ύφος και τη γλώσσα του πρωτότυπου- μετάφρασης από τον Γ.Ι. Μπαμπασάκη, κυρίως όσον αφορά τις πρωτότυπες λέξεις και έννοιες, που τις δημιούργησε η ανάγκη για την περιγραφή του μελλοντικού κόσμου, λέξεις νέες που πρέπει όμως να αποτυπώνουν με ακρίβεια το νόημά τους και να δικαιολογούν την ύπαρξή τους.

Τα πάντα στο στάγμα μου έμοιαζαν Πρώτης Τάξεως. Ξαφνικά ήμουν μες στην ποίηση. Ήμουν μες στην ποίηση για όσα έκανε η Χέδερ, και ήμουν μες στην ποίηση ως προς τα αισθήματά μου για όσα έκανε η Χέδερ. Βασικά, να τι αισθανόμουν: Κάθε άνθρωπο τον γεννάει ένας άντρας και μια γυναίκα. Κάθε άνθρωπος, από τη γέννησή του, αγαπιέται από τη μάνα και τον πατέρα του ή έστω εν δυνάμει αγαπιέται από μάνα/πατέρα. Συνεπώς, κάθε άνθρωπος αξίζει να αγαπιέται. Καθώς έβλεπα τη Χέδερ να υποφέρει, μια πλησμονή τρυφερότητας κατέκλυσε το κορμί μου, μια τρυφερότητα που είναι δύσκολο να την ξεχωρίσω από κάτι σαν απέραντη υπαρξιακή ναυτία· γιατί τόσο όμορφα αγαπημένα πλάσματα να υφίστανται τόση οδύνη; Η Χέδερ παρουσιαζόταν τώρα σαν ένα μάτσο από μπλεγμένους υποδοχείς πόνου. Το μυαλό της Χέδερ ήταν ρευστό, και μπορούσε να καταστραφεί (από πόνο, από λύπη). Γιατί; Γιατί ήταν με τέτοιο τρόπο καμωμένη; Γιατί ήταν τόσο εύθραυστη;
 Σε μια ισότιμη συλλογή, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιο διήγημα από κάποιο άλλο, όμως θα άξιζε, πιστεύω, να αναφερθεί κανείς στην Απόδραση από τον Αραχνόκοσμο (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα), που διαδραματίζεται σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα, με τους έγκλειστους να υποβάλλονται σε πειράματα με χημικές ουσίες, ώστε να παρατηρηθεί η αλλαγή στη συμπεριφορά, ένα πρώτο στάδιο πριν λάβουν την έγκριση να εφαρμοστούν σε ευρύτερο επίπεδο οι επιστημονικές μελέτες. Επίσης, τα Ημερολόγια, τα οποία ο αφηγητής αποφασίζει να συντάξει με σκοπό να ενημερώσει τις επόμενες γενιές για τα παρελθόντα, πλαίσιο το οποίο επιτρέπει στον συγγραφέα να μας περιγράψει την μετεξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας, που -ω τι έκπληξη!- παρά τις τεχνολογικές καινοτομίες διατηρεί αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του σημερινού κόσμου, του αμερικάνικου ονείρου.

Η δεκάτη δεκεμβρίου είναι μια συλλογή διηγημάτων που με ενθουσίασε και μου δημιούργησε μια διάθεση παραμονής στη μικρή φόρμα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Γ.Ι. Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Ίκαρος

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Ο καθένας με τον νόμο του - Leonardo Sciascia




Το γράμμα έφτασε με το απογευματινό ταχυδρομείο. Ο ταχυδρόμος ακούμπησε πρώτα στον πάγκο όλο το μάτσο της αλληλογραφίας, όπως το συνήθιζε, μετά, με προσοχή, θαρρείς και φοβόταν μην είχε βόμβα κι έσκαζε το γράμμα: κίτρινος φάκελος, διεύθυνση με γράμματα τυπωμένα σ' ένα λευκό παραλληλόγραμμο, κολλημένο στο φάκελο.
- Αυτό το γράμμα δε μ' αρέσει, είπε.
Ο φαρμακοποιός άνοιξε το παράξενο αυτό γράμμα και έκπληκτος διάβασε το περιεχόμενό του στον ταχυδρόμο, που περίεργος για το περιεχόμενο, παρέμεινε στη θέση του.

Τούτο το γράμμα είναι η καταδίκη σου σε θάνατο! Για εκείνο που έκανες θα πεθάνεις!

Δεν δίνει σημασία, πιστεύει πως πρόκειται για φάρσα και εξιστορεί το περιστατικό στους επόμενους πελάτες. Ύστερα από κάποιες μέρες ανακαλύπτεται στο ύπαιθρο το πτώμα του φαρμακοποιού δίπλα σε εκείνο του γιατρού. Οι δυο τους είχαν πάει, όπως συνήθιζαν, για κυνήγι. Η έρευνα της αστυνομίας, αναπόφευκτα, περιστρέφεται γύρω από το μυστηριώδες εκείνο γράμμα, που, από τη μια στιγμή στην άλλη, αποκτά βαρύνουσα σημασία. Στις έρευνες, από προσωπικό ενδιαφέρον και εξαιτίας της σχέσης του με τον φαρμακοποιό, συμμετέχει και ο δάσκαλος του χωριού.

Το μυθιστόρημα του Σικελού συγγραφέα Λεονάρντο Σάσια, Ο καθένας με τον νόμο του, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αστυνομικής λογοτεχνίας, στο οποίο η εξιχνίαση του εγκλήματος αποτελεί την αφορμή για μια κοινωνικοπολιτική απεικόνιση της εποχής και του τόπου εκ μέρους του συγγραφέα. Μέσα από την εξέλιξη της έρευνας στη μικρή αυτή πόλη σκιαγραφούνται από τη μία οι αρχετυπικοί χαρακτήρες, όπως ο γιατρός, ο φαρμακοποιός, ο δάσκαλος, ο αστυνομικός διευθυντής, ο δικαστής, ο πολιτικός,  και από την άλλη η καθημερινότητα, οι προκαταλήψεις, οι σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Οι ιδιαιτερότητες του ιταλικού νότου, η διαφθορά της εξουσίας, η μαφία και ο ρόλος της, η επικράτηση του ισχυρού και του νόμου της σιωπής. Η θέση της γυναίκας, η δύναμη της εκκλησίας, η βαρύτητα της οικογένειας, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η ανεργία και το δυσοίωνο μέλλον του τόπου. Ο Σάσια συνθέτει, σε ένα παλαιάς κοπής αστυνομικό μυθιστόρημα, το μωσαϊκό του τόπου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, φροντίζοντας ταυτόχρονα να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την τελική έκβαση της έρευνας και την αποκάλυψη του δολοφόνου.

Η έκδοση συνοδεύεται από ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο, το οποίο περιλαμβάνει μια συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα του Μιλάνο, L' Unita, και η οποία φανερώνει, πως για τον ιταλικό νότο, ίσως και όχι μόνο, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από το 1963.
- Τι θα ψηφίσετε;
-Θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι: μερικές φορές στέκω κι εγώ αμήχανος εν όψει των εκλογών, κι όχι γιατί δεν ξέρω τι θα ψηφίσω -αντίθετα, σπεύδω να το πω αμέσως: θα ψηφίσω το κομμουνιστικό κόμμα-, μα γιατί έχω ορισμένες επιφυλάξεις που χαρακτηρίζουν, άλλωστε, τη λειτουργία μου σαν συγγραφέα μα και σαν πολίτη. Όταν σκέφτομαι την πολεμική που ασκήθηκε στη Σοβιετική Ένωση εναντίον συγγραφέων κι εναντίον συγκεκριμένων βιβλίων, αλλά και μερικές θέσεις που πήρε το Κ.Κ.Ι. για τη Σικελία, τότε, πράγματι, στέκω κάπως αμήχανος. Μα όταν σκεφτώ μετά τα άλματα που έκανε σ' όλο τον κόσμο ο σοσιαλισμός, τη συνεπή μάχη για την ειρήνη, κι ακόμα τη δική μας κατάσταση εδώ στη Σικελία όπου χιλιάδες νέοι βυθισμένοι στην πιο φριχτή φτώχεια και μιζέρια, μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, παίρνουν των ομματίων τους για να πάνε στα ξένα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να ψηφίσω το κόμμα. Αλλού, σε περιοχές περισσότερο αναπτυγμένες κινδυνεύει κανείς να χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας αν μιλήσει έτσι όπως μιλάω εγώ, τώρα. Λόγου χάρη στο Μιλάνο. Εκεί μπορεί να υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν ακόμα στα θαύματα. Όμως στα χωριά της Σικελίας δεν υπάρχει πια κανείς που να πιστεύει σ' αυτά.


Μετάφραση Θανάση Μετσιμενίδη
Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Από το πουθενά - Μισέλ Φάις




Δωμάτιο, απόγευμα. Άντρας και γυναίκα, τριάντα οκτώ χρονών, κάθονται διαγωνίως απέναντι σε όμοιες  βαριές πολυθρόνες. Στη μια πλευρά του τοίχου εφάπτεται ξύλινο ντιβάνι με σκληρό, ογκώδες μαξιλάρι, καλυμμένο όλο από κεραμιδί ριχτάρι με γεωμετρικά σχήματα. Κάποιες φορές στο μαξιλάρι υπάρχει ανοιγμένο χαρτομάντιλο, που η γυναίκα, μόλις ο άντρας μπει στο δωμάτιο, σπεύδει να εξαφανίσει πίσω από την πλάτη της.
Ο άντρας, όχι και τόσο σπάνια, περιμένει γύρω στα δέκα με δεκαπέντε λεπτά, σε μια στενή κάμαρα (πρώην κουζίνα), κρυμμένος πίσω από μπορντό βελούδινη κουρτίνα, μέχρις ότου η γυναίκα ξεπροβοδίσει το προηγούμενο ραντεβού κι αμέσως μετά τραβήξει το βαρύ σαν αυλαία ύφασμα.
Ο άντρας και η γυναίκα, αναλυόμενος και αναλύτρια, συναντιούνται στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες πάντα μέρες και ώρες, εδώ και δέκα χρόνια, σχέση που ακολουθεί την απαραίτητη ιεροτελεστία της επανάληψης και της ρουτίνας, το πλαίσιο παραμένει πάντα σταθερό, για να μην επηρεάζει το περιεχόμενο. Εκείνο, το περιεχόμενο, αναπόφευκτα διαφοροποιείται, υπάγεται σε παράγοντες μεταβλητούς, διαθέσεις της στιγμής, εξωτερικά ερεθίσματα, όνειρα και σκέψεις, συναισθήματα κατά τη διάρκεια του χρόνου που μεσολάβησε, αλλάζει κατεύθυνση υπό το βάρος της σιωπής, από την επιλογή της μίας ή της άλλης λέξης, ένας αυτοσχεδιασμός, μια παρτίδα κάποιου αδιευκρίνιστου παιχνιδιού χωρίς ξεκάθαρους κανόνες και με αβέβαιες προσδοκίες και από τα δύο μέρη. Διαθέτει -συνήθως- τη δυναμική των σχέσεων, των πραγματικών σχέσεων, εκείνων των σχέσεων στις οποίες επενδύει κανείς κάτι από τον εαυτό του, και ακόμα περισσότερα, όπως το χρήμα για παράδειγμα, αλλά και τον εγωισμό του, στον βωμό ενός στόχου θολού, μια προσωπική δέσμευση, που πηγάζει από μια βαθύτερη ανάγκη, ενοχλητική στην αποκάλυψή της, λυτρωτική με έναν τρόπο ιδιαίτερο, όχι συχνά άμεσο και χειροπιαστό, αλλά λειτουργικό σε βάθος χρόνου, με την απαραίτητη σύγκριση με το παρελθόν, με την προϋπόθεση της ικανότητας της ενδοσκόπησης και της παρατήρησης του εαυτού από την κατάλληλη απόσταση.
Συνήθως πρώτος κάθεται ο άντρας και μετά η γυναίκα. Όταν συμβαίνει το ανάποδο, ο άντρας θα καθυστερεί στην τουαλέτα ή θα απενεργοποιεί το κινητό του.
Με το που κάθονται, τα χέρια τους ακουμπάνε στις ξύλινες γλυφές των μπράτσων, ενώ οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές από τον ταφτά στον πάτο και στην πλάτη, κάποιες φορές, δίνουν την εντύπωση πως τους τυλίγουν, πλέκονται σε αυχένα και πλευρά. Τον χειμώνα, συνήθως φοράνε ρούχα σε τόνους του γκρι, του καφέ και του λαδί, ενώ το καλοκαίρι του κεραμιδί, της ώχρας, του λευκού. Ο άντρας κάθεται κοντά στη μπαλκονόπορτα που βλέπει σε ακάλυπτο (κατά καιρούς, ακούει τη βροχή, ήχους από μαστορέματα, ενοίκους να μιλάνε στο τηλέφωνο, παιδιά να κλαίνε ή να γελάνε, σπανιότερα μυρίζει φαγητό ή καμένο ξύλο).
Ο Φάις, με μοτίβο, σχεδόν μουσικό, τις συναντήσεις του άντρα και της γυναίκας, παρεμβάλλει, με διάθεση αυτοσχεδιαστική, στιγμιότυπα, ιστορίες και διαλόγους, τρίτων προσώπων, διαφόρων ηλικιών και χαρακτηριστικών, με ετερόκλητες προσλαμβάνουσες και απόψεις, από διάφορα μέρη του κόσμου, φροντίζοντας να δίνει σκηνοθετικές οδηγίες σχετικά με τον χρόνο και τον χώρο, ορίζοντας το πλαίσιο, πριν δώσει τον λόγο στους χαρακτήρες του. Κάθε συνάντηση, από τις δέκα συνολικά που περιλαμβάνονται στο μυθιστόρημα, ρίχνει περισσότερο φως -ή σκοτάδι- στη σχέση των δύο βασικών ηρώων, επιτρέποντας στον αναγνώστη-παρατηρητή να γίνει μέτοχος. Τα παρεμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσαν να είναι σκέψεις, όνειρα, συναισθήματα του άντρα ή της γυναίκας, αλλά και να μην είναι. Θα ήταν όμως απλοϊκό να προσεγγίσει κανείς το βιβλίο αυτό απλώς ως ένα μυθιστόρημα με την παρεμβολή μικροδιηγημάτων, άδικο γι' αυτό που οραματίστηκε και τελικώς πέτυχε ο Φάις, δύσκολο να περιγραφεί και να μεταδοθεί ως εμπειρία, αν και τριγυρίζει στο μυαλό μου ο χαρακτηρισμός "λεκτικό μουσικό κομμάτι", και σίγουρα διαθέτει επίσης μια θεατρικότητα, όχι μόνο λόγο δομής και περιεχομένου, αλλά κυρίως λόγω της αίσθησης που αφήνει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ανάγνωση που καλό θα ήταν να επαναληφθεί, με διαφορετικούς τρόπους, προσπερνώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες για παράδειγμα, σε έναν συνεχή διάλογο, είτε μόνο του άντρα και της γυναίκας, είτε μόνο των δεύτερων προσώπων, είτε στο σύνολό τους. Ένα πείραμα γεμάτο ενδιαφέρον, όχι κενό νοήματος, χωρίς την παραμικρή διάθεση για επίδειξη της δεδομένης ικανότητας του δημιουργού του, που βρήκε την έμπνευση στη φόρμα αλλά δεν έμεινε εκεί.
Η γυναίκα κάθεται ανάμεσα σε σεκρετέρ και σε τραπεζάκι με πορτατίφ και βάζο. Στα χέρια της κρατάει σημειωματάριο. Σπανίως γράφει. Στο σεκρετέρ στοίβες από φακέλους και χαρτιά. Το πορτατίφ είναι μονίμως ανοιχτό, ενώ στο βάζο εναλλάσσονται άνθη εποχής. Η γυναίκα στο πέρασμα του χρόνου αλλάζει αποχρώσεις στα μαλλιά της κι ο άντρας γκριζάρει. Κάποια απογεύματα η πυρόξανθη γάτα της γυναίκας κυκλοφορεί ανάμεσά τους.
Όταν ανταμώνουν κι όταν αποχωρίζονται, ανταλλάσσουν στοιχειώδεις κουβέντες, σπανιότερα χαμογελούν, μόνο όταν χωρίζουν για μακρύ διάστημα ανταλλάσσουν και χειραψία.

Εκδόσεις Πατάκη

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά - Patrick Modiano





Δεν βρίσκω μόνο βαρετή, αλλά και ανούσια, τη συζήτηση σχετικά με τα βραβεία, τα λογοτεχνικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το Νόμπελ, για την απόδοση του οποίου λαμβάνονται -θεωρητικά- υπ' όψιν πολλοί παράγοντες πέρα από τη λογοτεχνική αξία των έργων του δημιουργού, γεγονός που καθιστά την προσέγγιση του εκάστοτε μυθιστορήματος υπό το πρίσμα του "βραβευθέντος" τουλάχιστον προβληματική. Κατανοώ τη δημιουργία προσδοκιών, αυθαίρετων και υποκειμενικών στη μεγάλη πλειονότητά τους, ικανών να οδηγήσουν τον αναγνώστη αρχικά στο ταμείο του βιβλιοπωλείου μα αργότερα στην απογοήτευση και στον αφορισμό: μα καλά, γι' αυτό του έδωσαν το Νόμπελ;

Το τελευταίο Νόμπελ λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Γάλλο συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό, βράβευση που αποτέλεσε σχετική έκπληξη, αν λάβει μάλιστα κανείς υπ' όψιν του πως το έργο του δεν ήταν μεταφρασμένο, παρά μόνο μερικώς, στα αγγλικά, με αποτέλεσμα να είναι παντελώς άγνωστος σε ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής κοινότητας. Στα ελληνικά είχαμε την τύχη να έχουμε διαθέσιμο ένα ικανοποιητικό μέρος της εργογραφίας του Μοντιανό ήδη πριν από τη βράβευσή του.

Η αλήθεια είναι πως η λάμψη και ο θόρυβος της βράβευσης δεν ταιριάζουν στην ήπια λογοτεχνική ματιά του συγγραφέα. Η λογοτεχνία του Μοντιανό είναι προσωπική, είναι ιδιαίτερη, χωρίς να είναι απαιτητική, με αποτέλεσμα να μην ταιριάζει σε όλους, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος όμως. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει εκείνο το αναγνωστικό κοινό που στέκει γοητευμένο απέναντι στη γεμάτη απλότητα και ηρεμία γραφή, σε αυτά τα μικρά σε έκταση παρισινά στιγμιότυπα, κομψοτεχνήματα από τα οποία ξέρεις τι να περιμένεις, επιστρέφοντας, όταν έχεις ανάγκη για λίγη μαγεία, γι' αυτόν τον απροσδιόριστο ρεαλισμό, για το ανεξήγητο του έρωτα και την αναμέτρηση με τη μνήμη. Και είναι το καλοκαίρι μια εποχή κατάλληλη για να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο του Μοντιανό, ναι ικανοποιήσει μια ανάγκη παρόμοια με εκείνη για θερινό σινεμά και ύστερα βόλτα στην άδεια πόλη.

Σχεδόν ένα τίποτα. Σαν τσίμπημα εντόμου που στην αρχή σας φαίνεται ανεπαίσθητο. Έτσι τουλάχιστον λέτε ψιθυριστά στον εαυτό σας για να τον καθησυχάσετε. Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει γύρω στις τέσσερις το απόγευμα στο σπίτι του Ζαν Νταραγκάν, στο δωμάτιο που το έλεγε "γραφείο". Είχε αποκοιμηθεί στο βάθος, πάνω στον καναπέ, προστατευμένος από τον ήλιο. Και αυτά τα κουδουνίσματα που είχε ξεσυνηθίσει να τ' ακούει εδώ και καιρό δεν έλεγαν να σταματήσουν. Γιατί τόση επιμονή; Στην άλλη άκρη της γραμμής θα είχαν ξεχάσει να κλείσουν το τηλέφωνο. Τελικά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σημείο του δωματίου κοντά στα παράθυρα, εκεί που χτυπούσε πολύ δυνατά ο ήλιος.
"Θα ήθελα να μιλήσω στον κύριο Ζαν Νταραγκάν".
Σχεδόν ένα τίποτα, ένα τσίμπημα εντόμου, ένα επίμονο τηλεφώνημα. Το παρελθόν χτυπά την πόρτα. Ο παντογνώστης αφηγητής δεν διστάζει να απευθυνθεί περιοδικά στον αναγνώστη, με ένα δεύτερο ενικό τον ξεβολεύει από την αναπαυτική και μακρόθεν θέση του, κρατώντας τον σε εγρήγορση και εμπλέκοντάς τον στην ιστορία με ήρωα τον Ζαν Νταραγκάν, που ένα απόγευμα, γύρω στις τέσσερις, θα απαντήσει στο επίμονο τηλεφώνημα ενός νεαρού, ο οποίος, ισχυριζόμενος πως έχει στην κατοχή του τη χαμένη ατζέντα του, θα ζητήσει και θα πετύχει τη συνάντησή τους, την επόμενη κιόλας μέρα σε ένα καφέ, συνάντηση που θα σημάνει για τον ήρωα μια επιστροφή στο παρελθόν του, ένα παρελθόν συγκεχυμένο και θολό, όπως και η περίοδος μετά το τέλος της παρισινής κατοχής.

Ο αφηγητής γνωρίζει αλλά αποφεύγει να αποκαλύψει με ευκολία τα νήματα εκείνα που ενώνουν τα γεγονότα και σηματοδοτούν το μονοπάτι που ακολούθησε ο Νταραγκάν, απαιτώντας από εκείνον να προσπαθήσει όλο και πιο σκληρά, αλλά και από τον αναγνώστη να αποκωδικοποιήσει όσα η αφήγηση απλώς υπαινίσσεται. Είναι άραγε η λήθη μόνο εχθρός ή μήπως αποτελεί ένα ασφαλές μέρος για να κρύψει κανείς την ενοχή που τον βαραίνει;

Όλα τα στοιχεία εκείνα, γνώριμα και γοητευτικά, του μοντιανικού σύμπαντος είναι εδώ: το Παρίσι, σκοτεινό ακόμα και κάτω από το πιο έντονο φως, η μάχη με τη μνήμη, ο ερωτισμός και το βάρος της Ιστορίας, η κινηματογραφικότητα -σαφέστατα ασπρόμαυρη- και η αφαιρετική διάθεση. Η ανάγκη του υπαινιγμού απέναντι στην αποκάλυψη.

Μετάφραση Ρούλα Γεωργακοπούλου
Εκδόσεις Πόλις


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



υ.γ Πέρασαν μήνες από τη δημοσιεύση του κειμένου αυτού στα Χανιώτικα Νέα, τώρα που το διαβάζω ξανά μοιάζει αρκετά μακρινό, και όχι γιατί δεν είναι καλοκαίρι πια, ούτε γιατί δόθηκε ακόμα ένα Νόμπελ λογοτεχνίας. Τέλος πάντων.

υ.γ2 Λίγα λόγια για ακόμα δύο βιβλία του Μοντιανό: Νυχτερινό ατύχημα  και Στο café της χαμένης νιότης.  

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Οι απόψεις ενός κλόουν - Heinrich Böll



Οι εμπειρίες εκείνες που μας στοιχειώνουν και εν τέλει μας διαμορφώνουν, παρά την έντονη δυναμική τους και τα αναχώματα, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά, που υψώνουν, παρασέρνονται στο πέρασμα του χρόνου, υπάγονται στο βασίλειο της μνήμης, υπό την εκτελεστική εξουσία της νοσταλγίας, κόρης της μνήμης, και προσαρμόζονται στο παρόν του καθενός. Ίσως γι' αυτό η επιστροφή είναι ταξίδι αυτόνομο και όχι επανάληψη εκείνου του πρώτου. Τα τελευταία χρόνια επιστρέφω ξανά σε βιβλία -και όχι μόνο-, το άγχος για την αντίστροφη μέτρηση του χρόνου δεν με πτοεί, τουλάχιστον όχι πια, όχι σε τέτοιο βαθμό όσο άλλοτε, η λίστα με τα αδιάβαστα μεγαλώνει, ε και; Οι απόψεις ενός κλόουν, έλεγα, είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει, ίσως μαζί με το Μαύρο κουτί του Άμος Οζ. Ο κλόουν-αφηγητής, θυμόμουν, απευθύνεται ευθέως στη γυναίκα που τον εγκατέλειψε, της καταλογίζει σφάλματα και της αναγνωρίζει αλήθειες, ενώ το μίσος διαδέχεται την αγάπη, αυτό θυμόμουν. Η επιστροφή, δώδεκα χρόνια μετά, έδειξε πως δεν ήταν έτσι ακριβώς.

Μπαίνοντας στη Βόννη είχε σκοτεινιάσει για καλά, κι είπα πως αυτή τη φορά θα προσπαθήσω, πως τούτη η άφιξη δεν θα έχει τον αυτοματισμό που αποκτάς πέντε χρόνια στο δρόμο: κατεβαίνεις την πρώτη σκάλα του σταθμού, ανεβαίνεις τη δεύτερη, αφήνεις το βαλιτσάκι, βγάζεις το εισιτήριο απ' την τσέπη του παλτού, ξαναπιάνεις το βαλιτσάκι, δίνεις το εισιτήριο στον ελεγκτή, πηγαίνεις στο περίπτερο, αγοράζεις βραδινές εφημερίδες, βγαίνεις στο δρόμο, φωνάζεις ταξί. Πέντε ολόκληρα χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα, όλο για κάπου φεύγω κι όλο κάπου φτάνω, το πρωί ανεβαίνω και κατεβαίνω σκάλες σταθμών, το απόγευμα κατεβαίνω και ανεβαίνω, φωνάζω ταξί, ψάχνω στην τσέπη του σακακιού μου για ψιλά, πληρώνω τον οδηγό, αγοράζω βραδινές εφημερίδες στα περίπτερα, και σε μια γωνιά του μυαλού μου απολαμβάνω τούτο τον ανέμελο αυτοματισμό, που είναι ωστόσο μελετημένος ως την παραμικρή του λεπτομέρεια. Από τότε που με παράτησε η Μαρί για να παντρευτεί εκείνον τον καθολικό, τον Τσύπφνερ, η διαδικασία έχει γίνει ακόμα πιο μηχανική, χωρίς να χάσει τίποτε απ' την ανεμελιά της.

Ναι, η εγκατάλειψή του από τη Μαρί είναι εκείνο που περισσότερο απ' όλα απασχολεί και βαραίνει τον Χανς Σνηρ, γόνο πλούσιας οικογένειας, που αδιαφόρησε για τη σίγουρη ζωή που ανοιγόταν μπροστά του, έγινε κλόουν, ναι κλόουν, ούτε αρλεκίνος, ούτε μίμος, ούτε τίποτα άλλο καλλιτεχνικό και κουλτουριάρικο, παρά ένας κλόουν, και μάλιστα καλός, όσο εκείνη ήταν στο πλάι του, σε διαρκή κίνηση, περιοδείες από πόλη σε πόλη, διαμονή σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων και σιδηροδρομικά ταξίδια στην πρώτη θέση, μια ζωή μποέμικη κατά πολλούς, μια ζωή κανονική κατ' εκείνον, χωρίς την υποκρισία της μεταπολεμικής Γερμανίας, που όλοι ξαφνικά έγιναν σφοδροί πολέμιοι του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, ανακαλύπτοντας στη θρησκεία και την οικονομία νέα πεδία δόξας και τιμής, σαν να μην έγινε ποτέ ό,τι έγινε, σαν να μη συμμετείχε ποτέ κανείς τους.

Στη δική μου μνήμη είχε εντυπωθεί το τέλος μιας ιστορίας αγάπης, η φυγή της Μαρί προς μια ζωή σίγουρη, ασφαλή, αποστειρωμένη· αυτό είχε εντυπωθεί ως κεντρικό θέμα της εξομολόγησης ή του λιβέλλου του Χανς προς τη Μαρί, ένα τεράστιο εσύ, μια επιστολή προσωπική σε δημόσια θέα, το απονενοημένο διάβημα ενός ερωτευμένου.

Ο Χανς Σνηρ επιστρέφει στη Βόννη μετά από μια ακόμα αποτυχημένη παράσταση, τραυματισμένος από μια πτώση, ένας σωματικός τραυματισμός που έρχεται να συναντήσει τον αντίστοιχο συναισθηματικό, επιστρέφει, λοιπόν, στη Βόννη, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και με χαρά εγκατέλειψε παρέα με την Μαρί κάποτε, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, χωρίς άλλες παραστάσεις στο πρόγραμμα, με ελάχιστα τσιγάρα στο πακέτο και ένα μπουκάλι κονιάκ στο ψυγείο. Προσπαθεί, και μάλιστα σκληρά, να αντιμετωπίσει ψύχραιμα και λογικά την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, φτιάχνει μια λίστα με ανθρώπους, που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ανθρώπους που δεν θα ήθελε υπό άλλες συνθήκες να συναντήσει ξανά, όπως οι γονείς του, ή εκείνοι οι καθολικοί από τον Κύκλο, αρχίζει να τηλεφωνά, οι πόρτες κλείνουν, τα ανταλλάγματα είναι σκληρά, ο θυμός τον κατακλύζει και του στερεί το καθαρό μυαλό που απαιτείται για το καλόπιασμα και τη στρατηγική, για την επιβίωση.

Μέσω του Σνηρ, και της ιστορίας του, ο Μπελ κατακεραυνώνει την υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας, της μεταπολεμικής περιόδου, της λήθης και του ξεπλύματος του ναζιστικού παρελθόντος, καθώς όλοι είναι δημοκράτες και ενάντιοι σε οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, ασχέτως που πριν λίγα χρόνια το υποστήριζαν με μανία, θυσιάζοντας τα ίδια τους τα παιδιά στις πρώτες γραμμές του μετώπου, αυτό τώρα σε τίποτα δεν τους πτοεί να περιοδεύουν στην Αμερική ως πρόεδροι συλλόγων ενάντια στον ρατσισμό και τον πόλεμο. Υποκριτές. Και οι οργανωμένες θρησκείες, με την ευπροσάρμοστη ηθική τους, τη δίψα τους για χρήμα και εξουσία, έτεροι πρεσβευτές της αγάπης και της συμπόνιας. Και οι καλλιτέχνες, που τόσα υπέφεραν, κατά τα λεγόμενά τους, ζώντας σε σαλόνια κυριών, και τώρα χτίζουν ξανά την καριέρα τους ως θύματα ενός φρικτού καθεστώτος.

-Αφήστε τις ανοησίες, κύριε Σνηρ. Τι σας έπιασε, τέλος πάντων.
-Οι καθολικοί μού δίνουν στα νεύρα, του λέω, γιατί είναι άδικοι.
-Και οι προτεστάντες; με ρώτησε γελώντας.
-Αυτοί με αηδιάζουν με τα συνειδησιακά τους φούμαρα.
-Και οι άθεοι; Γέλασε πάλι.
-Τους βαριέμαι, γιατί όλο για το Θεό μιλάνε.
-Τελικά εσείς τι είστε;
-Εγώ είμαι κλόουν, του λέω, και μάλιστα καλός, παρά την τωρινή μου φήμη. Και υπάρχει ένα καθολικό πλάσμα που το χρειάζομαι επιτακτικά: η Μαρί -αλλά μου την κλέψατε.
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μπελ, ακόμα και τη δεύτερη φορά, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία, ήταν επώδυνη. Δεν μπορούσα να αντέξω παρά λίγες, ελάχιστες σελίδες τη φορά. Η αναγνωστική απόλαυση είναι μια έννοια σχετική άλλωστε.

Οι απόψεις ενός κλόουν είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει 
 

Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη
Εκδόσεις Γράμματα   

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Χειμώνας




Τον Μάρτη, μην ξεχνάς τον Μάρτη, της είπε, κάνει κρύο τον Μάρτη, το περισσότερο κρύο, δριμύ ψύχος, που λένε οι λόγιοι και οι μετεωρολόγοι, ένα κρύο που σε περονιάζει, πιο λαϊκά, τον Μάρτη τα σπίτια θα έχουνε ποτίσει υγρασία και τα κορμιά θα έχουνε κουραστεί απ' τον χειμώνα, που δεν θα 'χει τελειώσει ακόμα, και ας βιαστούν πάλι κάποιοι, οι ίδιοι πάντοτε, να καλωσορίσουν την άνοιξη πριν τις είκοσι μία, να μιλάνε για αλκυονίδες μέρες κάθε τρεις και λίγο, σε μια φράση κλισέ, για ανθισμένες αμυγδαλιές, σε μια εικόνα κλισέ, για τις καλοκαιρινές διακοπές, σε μια ευχή κλισέ, εσύ μην ξεχνάς τον Μάρτη όταν λες για το κρύο που σκαπουλάραμε τον Νοέμβρη, δεν τον λένε άδικα γδάρτη και κακό παλουκοκαύτη τον Μάρτη, μην τον ξεχνάς, λοιπόν, όταν αφαιρείς έναν μήνα από τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, δείχνοντάς μου το τεφτέρι στο τραπέζι της κουζίνας, σε ένα σπίτι χωρίς κεντρική θέρμανση, οι τοίχοι ένα κορμί δίχως αίμα στις αρτηρίες, μην τον ξεχνάς, γιατί δεν θα αργήσουν να έρθουνε μέρες, και κυρίως νύχτες, που θα σέρνουμε πίσω μας το αερόθερμο, θερμοπομπό τον λένε τώρα, από δωμάτιο σε δωμάτιο, μόνιμο ίχνος σε κάθε μας βήμα, θα βγαίνουμε τρέμοντας από την μπανιέρα, θα πλαγιάζουμε πάνω στα ηλεκτρικά υποστρώματα, με τα καλώδια να προεξέχουν από κάθε πλευρά του κρεβατιού, θα χωνόμαστε στην αυτοσχέδια σκηνή από κουβέρτες και παπλώματα και το πρωινό ξύπνημα θα είναι ακόμα πιο σκληρό, θα αναπολούμε, ανάμεσα σε άλλα, τις γιορτές των παιδικών μας χρόνων, τα παχιά χάλια και τους στολισμένους τοίχους, τη θαλπωρή και τα δώρα, τα στρωμένα τραπέζια με παρόντες όλους, ζωντανούς και πεθαμένους πια, και ας γκρινιάζαμε τότε ότι εμείς με τους φίλους μας θα θέλαμε να είμαστε, να γλεντάμε και να πίνουμε, και όχι με τους γέρους γονείς μας, γέροι εκ γενετής, θαρρείς, τώρα, που οι απουσίες στο οικογενειακό προσκλητήριο πυκνώνουν, νιώθουμε ενοχές, όμως είναι αργά πια, μην ξεχνάς τον Μάρτη, σε παρακαλώ, μη, ο χειμώνας είναι ακόμα μπροστά μας, φθινόπωρο είναι ακόμα, της είπε.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ - Γκαϊτό Γκαζντάνοφ




Από όλες μου τις ενθυμήσεις, από τα άπειρα βιώματα της ζωής μου, η πλέον οδυνηρή ανάμνηση ήταν εκείνη του μοναδικού φόνου που είχα διαπράξει. Από τη στιγμή που συνέβη, δεν θυμάμαι μέρα που να μην ένιωσα λύπη γι' αυτό. Καμιά τιμωρία δεν με απείλησε ποτέ, καθώς είχε συμβεί κάτω από πολύ ιδιάζουσες συνθήκες και ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσα να πράξω διαφορετικά. Επιπλέον, κανείς άλλος εκτός από μένα δεν το ήξερε.
Ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971), Ρώσος συγγραφέας, που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό, ενώ αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε από ένα κοινό πιο ευρύ την τελευταία μόλις πενταετία, όταν και εκδόθηκαν νέες μεταφράσεις των έργων του, φροντίζει να συστηθεί στον αναγνώστη με έναν τρόπο ευφυή, από την πρώτη κιόλας πρόταση, όπου αποκαλύπτει τόσο το ύφος όσο και τους δύο θεματικούς άξονες στους οποίους θα κινηθεί η νουβέλα Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, η οποία κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες, με τη δεδομένη εγγύηση που προσφέρει το όνομα της Ελένης Μπακοπούλου στη μετάφραση.

Πιο έντονη, και αρχικώς εκείνη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον, είναι η αναφορά στον φόνο, τον μοναδικό φόνο που ο αφηγητής ισχυρίζεται πως έχει διαπράξει, γεγονός που στοίχειωσε τη μετέπειτα ζωή του. Όμως, ο ήρωας/αφηγητής φροντίζει να διευκρινίσει, πρώτα και κύρια στον ίδιο του τον εαυτό, πως ο φόνος, αν και γεγονός εξαιρετικά βαρύνουσας σημασίας, δεν παύει να αποτελεί ένα από τα άπειρα βιώματα της ζωής του, την οποία, σε μια διάθεση απολογιστική, επιχειρεί να εξιστορήσει. Αφορμή για την εξιστόρηση αυτή αποτέλεσε η ανακάλυψη από τον αφηγητή ενός διηγήματος στα αγγλικά, με τίτλο Περιπέτεια στη στέπα, κάποιου Αλεξάντρ Βολφ, στο οποίο γίνεται ακριβής περιγραφή του ίδιου φόνου από την πλευρά του θύματος. Όπως είναι φυσικό η ανακάλυψη αυτή θα αναστατώσει τον αφηγητή και θα τον οδηγήσει στο κυνήγι της αναζήτησης του συγγραφέα του διηγήματος, τον οποίο είχε δει να πέφτει νεκρός απ' το δικό του όπλο.

Ο Γκαζντάνοφ, στυλίστας του λόγου και οξυδερκής παρατηρητής της ανθρώπινης ύπαρξης, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα ασφυκτικό, ένα λαμπερό παρισινό αδιέξοδο για τον ήρωά του, ο οποίος σιγά σιγά βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην κόλαση, παρ' ότι, και εκεί φαίνεται ο ρόλος και η σημασία των παρεκβάσεων, οι οποίες αρχικώς ίσως ξενίσουν, προσπαθεί να δώσει χώρο και χρόνο και σε άλλες εμπειρίες από τη ζωή του, κυρίως στο Παρίσι, κάνοντας αναφορά στη ζωή του εμιγκρέ και στις ερωτικές του επιτυχίες, ένα δυτικοευρωπαϊκό αντίβαρο στο ρωσικό παρελθόν του, στην Οκτωβριανή επανάσταση και τη νίκη των Κόκκινων που τον ανάγκασε να περάσει τα σύνορα, αλλά και την παρούσα ζωή του, στην οποία κερδίζει χρήματα ως δημοσιογράφος σε γαλλική εφημερίδα, έχοντας δηλαδή προσαρμοστεί στη νέα πατρίδα.

Και είναι αυτή η θαυμάσια ισορροπία που επιτυγχάνει ο Γκαζντάνοφ, οι εναλλαγές ανάμεσα σε μια τυπική ρωσική νουβέλα, βαθιά υπαρξιακή, με τη στέπα να απλώνεται αχανής, και σε μία γαλλική, με τα βουλεβάρτα, τα καφέ και τα καμπαρέ, που κάνει ιδιαίτερο το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, δικαιολογώντας τον ντόρο των τελευταίων χρόνων· άλλωστε οι προσλαμβάνουσες του ίδιου του Γκαζντάνοφ μοιάζουν να καθορίζουν και να διαμορφώνουν αυτόν τον διχασμό, το τρέκλισα σε δύο πραγματικότητες, που με τόση ακρίβεια και ψυχραιμία αποτυπώνονται στη νουβέλα· εκείνες οι πρώτες προσλαμβάνουσες, από τη μικρή του ηλικία, η μητρική του γλώσσα αλλά και οι ύστερες, η νέα γλώσσα και η βεβιασμένη προσαρμογή του ξένου μακριά από τις σταθερές του.

Και ίσως, αν προσπαθήσει να φέρει κανείς τη νουβέλα εγγύτερα στην πραγματικότητα του ίδιου του Γκαζντάνοφ, ο φόνος να μην είναι τίποτα άλλο από την απόφασή του να εγκαταλείψει τη Ρωσία, γεγονός που, όπως είναι αναμενόμενο, τον στοιχειώνει, όσο και αν το αρνείται, όσο και αν προσπαθεί να μετατοπίσει το βάρος της καθημερινότητάς του. Και είναι αυτή η διαρκής αναζήτηση, η αλήθεια από την άλλη πλευρά για το τι πραγματικά έγινε, εκείνη που τον αναγκάζει να αναμετρηθεί ξανά με το παρελθόν, με τις αναμνήσεις, να επαναξιολογήσει τη στάση του και τις αποφάσεις του. Και ίσως όλες οι παρεκβάσεις να μην είναι παρά ασκήσεις φόνων, επαναλαμβανόμενες απόπειρες να αφήσει οριστικά πίσω την πρώτη πατρίδα, την οποία μοιάζει να μην έχει εγκαταλείψει ποτέ, και ας είναι τόσα χιλιόμετρα μακριά, να δει κατάματα αυτό το φάντασμα που πότε τον τρομάζει και πότε τον καλοπιάνει να πλησιάσει.

Το επίμετρο του Χρήστου Αστερίου, κατατοπιστικό και πλήρες, αποτέλεσμα θαυμασμού και έρευνας, αποτελεί ένα χρήσιμο συμπλήρωμα της αναγνωστικής εμπειρίας.   



(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου
Εκδόσεις Αντίποδες

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Εικόνες στα λόγια τους





Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα ότι ένα από τα κορίτσια, όταν δεν ήταν πια κορίτσι και είχε πρόσφατα επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της, μπήκε στο μπάνιο, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, άνοιξε την μπλούζα της, έβγαλε το σουτιέν και σημάδεψε την καρδιά της με την κάννη του πιστολιού του πατέρα της, ο οποίος βρισκόταν στην τραπεζαρία με κάποια από τα μέλη της οικογένειας και τρεις καλεσμένους. Όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός, πέντε λεπτά περίπου από τη στιγμή που το κορίτσι είχε φύγει από το τραπέζι, ο πατέρας δεν σηκώθηκε αμέσως, αλλά έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σαν να είχε παραλύσει, με το στόμα γεμάτο, χωρίς να τολμάει ούτε να μασήσει ούτε να καταπιεί ούτε, πόσο μάλλον, να φτύσει την μπουκιά στο πιάτο· κι όταν επιτέλους σηκώθηκε και έτρεξε στο μπάνιο, εκείνοι που τον ακουλούθησαν, είδαν πως, ενώ ανακάλυπτε το αιμόφυρτο σώμα της κόρης του κι έκρυβε μες στα χέρια του το κεφάλι του, συνέχιζε να περνάει την μπουκιά του κρέατος από τη μία στην άλλη πλευρά του στόματος, μην ξέροντας τι να την κάνει.

Καρδιά τόσο άσπρη - Javier Marías (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Σέλας)


                                 
              




Δεν ένιωσα ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το άτομό μου. Αυτό όμως δε θέλει να πει ότι θα μπορούσα κατά βούληση να σταματήσω να σκέφτομαι για μένα και για τον εαυτό μου. Μπορεί να είναι κρίμα, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Και το πρωί εκείνο είχα στ’ αλήθεια κάτι να σκεφτώ, αυτό είναι σίγουρο. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου θα μιλούσε ίσως για ζήτημα ζωής ή θανάτου, αλλά εγώ δεν ξεστομίζω εύκολα τέτοια μεγάλα λόγια· ούτε καν όταν είμαι μόνος μου, όπως τότε.

               
Η ακόλουθη ιστορία - Cees Nooteboom (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Καστανιώτη) 

                          




Όταν η Μαρία ντο Κάρμο Μενέσες ντε Σεκέιρα άφησε την τελευταία της πνοή, εγώ κοίταζα τις Meninas του Βελάσκεθ στο μουσείο του Πράδο. Ήταν ένα μεσημέρι του Ιουλίου κι εγώ δεν ήξερα ότι εκείνη πέθαινε. Έμεινα να κοιτάζω τον πίνακα μέχρι τις δώδεκα και τέταρτο, ύστερα βγήκα αργά προσπαθώντας να μεταβιβάσω στη μνήμη μου την έκφραση τής φιγούρας του βάθους, θυμάμαι είχα σκεφτεί τα λόγια της Μαρίας ντο Κάρμο: το κλειδί του πίνακα βρίσκεται στη φιγούρα του βάθους, είναι ένα παιχνίδι αντιστροφής· διέσχισα τον κήπο και πήρα το λεωφορείο μέχρι την Πουέρτα δελ Σολ, γευμάτισα στο ξενοδοχείο, ένα παγωμένο γκασπάτσιο και φρούτα, και πήγα να ξαπλώσω για να ξεγελάσω τη μεσημεριανή ζέστη στο ημίφως του δωματίου μου. Με ξύπνησε το τηλέφωνο στις πέντε, ή ίσως να μην με ξύπνησε, βρισκόμουνα σε μια περίεργη κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, έξω βούιζε η κίνηση τής πόλης και στο δωμάτιο βούιζε το κλιματιστικό, που όμως στο υποσυνείδητό μου ήταν η μηχανή ενός μικρού γαλάζιου ρυμουλκού που διέσχιζε το στόμιο του Τάγου το δειλινό, ενώ εγώ και η Μαρία ντο Κάρμο καθόμασταν και το κοιτάζαμε. Έχετε μια κλήση από τη Λισαβόνα, μου είπε η φωνή της τηλεφωνήτριας, ύστερα άκουσα τη μικρή ηλεκτρική κένωση του μεταλλάκτη και μια αντρική φωνή, ουδέτερη και μπάσα, που ρώτησε να μάθει το όνομά μου και ύστερα είπε: Είμαι ο Νούνο Μενέσες ντε Σεκέιρα, η Μαρία ντο Κάρμο πέθανε το μεσημέρι, η κηδεία θα γίνει αύριο στις πέντε το απόγευμα, σας τηλεφωνώ γιατί μου το είχε ζητήσει εκείνη. Το τηλέφωνο έκανε κλικ και εγώ είπα: Εμπρός εμπρός. Έκλεισαν κύριε, είπε η τηλεφωνήτρια, η συνδιάλεξη είχε διακοπεί.

Το παιχνίδι της αντιστροφής - Antonio Tabucchi (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Άγρα)



Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Συνέδριο για το μέλλον - Στάνισλαβ Λεμ





Κυριακή πρωί. Εκείνος διάβαζε το Solaris σε ένα τραπέζι κάπως πιο πέρα από εκεί που καθόμουν εγώ. Πήρα το θάρρος και περνώντας από δίπλα του, κατευθυνόμενος στο ταμείο, του είπα: δεν είναι απίστευτος συγγραφέας ο Λεμ; Ξαφνιάστηκε, και απομάκρυνε το βλέμμα από τις σελίδες, ακολουθώντας την ηχητική παρεμβολή. Ναι, συμφώνησε. Συζητήσαμε για τον Λεμ και για τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, για την άδικη θέση της σαν αποπαίδι, για την αβίαστη αναγνωστική προσέγγισή της ακόμα και από κάποιους που δηλώνουν μεγάλοι θαυμαστές της. Γκρίνιαξα: μα, είναι δυνατόν να κυκλοφορούν στα ελληνικά μόνο δύο βιβλία του;* Υποσχέθηκε να μου φέρει, την επόμενη φορά, στο ίδιο καφέ, το Συνέδριο για το μέλλον, εδώ και χρόνια εξαντλημένο, από τη βιβλιοθήκη του. Τήρησε την υπόσχεσή του.

Μια έκδοση ταπεινή, που δεν θα γέμιζε το μάτι κάποιου εστέτ βιβλιόφιλου, με χρονολογία έκδοσης πρότερη εκείνης της γεννήσεώς μου, ένα αντίτυπο ταλαιπωρημένο, με τα σημάδια του χρόνου -μα και της ανάγνωσης- εμφανή στο σώμα του, ένα ανέλπιστο εύρημα. Να το προσέξεις, μου είπε. Η ανάγνωσή του απέκτησε το χαρακτήρα επείγοντος, ένας συνδυασμός λαχτάρας και υποχρέωσης για άμεση επιστροφή, σφήνα ανάμεσα στα ιταλικά μυθιστορήματα που διάβαζα εκείνες τις μέρες με μανία -εξαιτίας της Φεράντε και του Ταμπούκι που είχαν προηγηθεί.

Ο ήρωας του Λεμ, κάποια στιγμή στο μέλλον, ταξιδεύει για ένα συνέδριο μελλοντολόγων, το οποίο φιλοξενείται σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο στην Κόστα Ρίκα, με κύριο θέμα συζήτησης τον υπερπληθυσμό που απειλεί τον πλανήτη. Ξαφνικά, θα ξεσπάσει μια απεργία και η πόλη θα περιέλθει σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την οποία οι αρχές προσπαθούν να διαχειριστούν με τη χρήση διάφορων τακτικών, τα αποτελέσματα των οποίων όμως καταλήγουν αντικρουόμενα και επιτείνουν το χάος, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για τον συγγραφέα.

Ο Λεμ, ο σπουδαίος και τεράστιος αυτός συγγραφέας, παραδίδει ένα μυθιστόρημα αχαλίνωτης φαντασίας και μαύρου χιούμορ, γραμμένο το 1971, μεταφρασμένο στα ελληνικά το 1977, που η ανάγνωσή του σήμερα, εκτός από τη δεδομένη απόλαυση, αναδεικνύει μία διορατικότητα του συγγραφέα του για την εξέλιξη των πραγμάτων στον πλανήτη Γη, διορατικότητα, την οποία -κάπου έχω επαναλάβει και παλαιότερα- δεν είμαι σίγουρος ότι θα επιθυμούσε να επιβεβαιωθεί ο διακρινόμενος για τον ανθρωπισμό του Λεμ, αρκούμενος, φαντάζομαι, στο μασκάρεμα του τότε παρόντος, ξεγελώντας τις επιτροπές λογοκρισίας και ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο.

Η ικανότητα του Λεμ στην γλωσσοπλαστία, αποτελεί την κύρια πηγή του χιούμορ και το βασικό εργαλείο της κατασκευής και της παρουσίασης του μέλλοντος κόσμου ή της παραμόρφωσης του σύγχρονου με εκείνον, στοιχείο το οποίο ο μεταφραστής στα ελληνικά, Βασίλης Καζαντζής, αναδεικνύει με έμπνευση και επιμονή στην ανάδειξη της λεπτής απόχρωσης κάθε νέας λέξης που επινοεί και εισάγει ο συγγραφέας, εμπνεόμενος σίγουρα, πέρα από τη δεδομένη ικανότητά του, και από τη γοητεία που του άσκησε ως αναγνώστη το κείμενο.

Λίγες μέρες μετά επέστρεψα το βιβλίο στον κάτοχό του.


*Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορούν το Solaris και το Ημερολόγιο των άστρων.

Μετάφραση Βασίλης Καζαντζής
Εκδόσεις Κάκτος

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Little Scarlet - Walter Mosley




Ο πρωινός αέρας μύριζε ακόμα καπνό. Καμένο ξύλο κυρίως, αλλά υπήρχε επίσης αυτή η έντονη βρώμα καμένου πλαστικού και μπογιάς. Και, παρόλο που ήξερα ότι δεν μπορούσε να είναι αλήθεια, νόμιζα ότι έπιασα τη μυρωδιά σαπισμένης σάρκας κάτω από τα χαλάσματα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το κατάστημα ειδών κιγκαλερίας και το χαρτοπωλείο του Μπέρναρντ είχαν γίνει στάχτη. Το παντοπωλείο του Γκονζάλες είχε λεηλατηθεί, αλλά μόνο ένα μέρος της σκεπής του είχε καψαλιστεί. Το γωνιακό κτίριο όμως, η κάβα "Τυχερή Δεκάρα" είχε καεί ολοσχερώς. Ο Μάνι Μάσμαν ήταν κάτω, μέσα στα συντρίμμια, με τους δυο γιους του, κλωτσώντας τα μεταλλικά ράφια. Κάποια στιγμή ο μεσήλικας καταστηματάρχης έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να κλαίει.
Βρισκόμαστε στο 1965 και η Αμερική προετοιμάζει μια στρατιωτική επέμβαση εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ο ψυχρός πόλεμος βρίσκεται στο απόγειο του, ενώ η κατάκτηση του διαστήματος δίνει όραμα σε έναν ολόκληρο λαό. Στο εσωτερικό της χώρας, στη σκιά του αμερικάνικου ονείρου και του αντικομουνισμού, οι φυλετικές διακρίσεις εξακολουθούν να υφίστανται και να δημιουργούν μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, αντιφατική και εύφλεκτη. Μια ακόμα μέρα ξημερώνει στο γκέτο του Γουότς, στο Λος Άντζελες, με τα σημάδια της βίαιης νύχτας που προηγήθηκε να είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Η παρουσία του στρατού και της αστυνομίας περισσότερο προκαλούν παρά λειτουργούν κατευναστικά. Ο φόνος μιας μαύρης γυναίκας, γνωστής ως Little Scarlet, απειλεί να αναζωπυρώσει τη φωτιά, καθώς ο φερόμενος ως δολοφόνος είναι ένας λευκός άντρας, στον οποίο το θύμα πρόσφερε καταφύγιο όταν τον κυνηγούσε εξαγριωμένο πλήθος αφροαμερικανών. Η αστυνομία χτυπά την πόρτα του μαύρου ντετέκτιβ Ίζυ Ρόουλινς και ζητά τη βοήθειά του. Άλλωστε, μόνο ένας μαύρος θα μπορούσε να κινηθεί με σχετική άνεση μέσα στο γκέτο, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιθανών μαρτύρων και να ανακαλύψει τον δράστη.
Ήμουν ένας μεσήλικας δημοτικός υπάλληλος. Τα μόνα πράγματα που θα έπρεπε να έχω στο μυαλό μου ήταν το κρεβάτι μου, τα παιδιά μου, το δάνειό μου και η γυναίκα που αγαπούσα. Όλα αυτά με περίμεναν μέσα στο σπίτι.
Αλλά, αντί να λάβω υπόψη μου αυτό το οικογενειακό καθήκον, πήγα στο αμάξι μου, το έβαλα μπροστά και απομακρύνθηκα.
Κάθε νουάρ μυθιστόρημα, που φιλοδοξεί να διεκδικήσει την αναγνωστική προσοχή, οφείλει να διαθέτει έναν ντετέκτιβ όπως ο Ίζυ Ρόουλινς: ανθρώπινο και ακριβώς γι' αυτό αντιφατικό, σκοτεινό και ακριβώς γι' αυτό γοητευτικό, με τον απαραίτητο αλτρουισμό, ενισχυμένο από μια πίστη στο Εγώ, και την αγάπη για τον κόσμο να επικρατεί αέναα, έστω και την τελευταία στιγμή, απέναντι στη ροπή προς τη μισανθρωπία. Μέσω του Ρόουλινς, και της έρευνάς του σχετικά με τον πραγματικό δολοφόνο της Little Scarlet, ο Γουόλτερ Μόσλυ μάς ξεναγεί στα γκέτο του Λος Άντζελες της δεκαετίας του '70, εστιάζει στους αγώνες, συχνά τυφλούς και αδιέξοδους, της αφροαμερικανής κοινότητας για ίσες ευκαιρίες και τερματισμό των διακρίσεων, σε ένα Λος Άντζελες ελάχιστα φαντασμαγορικό, με τα στούντιο του Χόλιγουντ να αποτελούν μια παράλληλη και μακρινή πραγματικότητα. 

Όμως, ούτε ο συμπαθής ντετέκτιβ, ούτε το ενδιαφέρον ιστορικό φόντο θα ήταν αρκετά, παρά την αδιαμφισβήτητη δυναμική τους, για την κατασκευή ενός σπουδαίου νουάρ μυθιστορήματος. Ο Γουόλτερ Μόσλυ, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, και γι' αυτό φροντίζει να  παρουσιάσει μια ιστορία δουλεμένη στη λεπτομέρεια, με σφιχτή πλοκή και τις απαραίτητες ανατροπές, ενώ δεν αμελεί τους υπόλοιπους ήρωες πέραν του Ρόουλινς, τα κίνητρα και οι αποφάσεις των οποίων διαθέτουν ορατή βάση στον χαρακτήρα του καθενός από αυτούς, γεγονός που δίνει επιπρόσθετο βάθος και αληθοφάνεια στην πορεία για την εύρεση του δολοφόνου. Η εσωτερική μάχη του Ρόουλινς ανάμεσα στην συναισθηματική ισορροπία τής, με κόπο χτισμένης, οικογενειακής εστίας και την αίσθηση του καθήκοντος, αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει -και είναι κάπως- κλισέ, εντούτοις λειτουργεί ικανοποιητικά στα πλαίσια του μυθιστορήματος. 

Ο Μόσλυ επιτυγχάνει να αποδώσει μέσα από ένα μεμονωμένο περιστατικό, τη δολοφονία της Little Scarlet, το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, ισορροπώντας επιτυχώς, δίχως κενούς διδακτισμούς και άσκοπες ηρωοποιήσεις, παραδίδοντας ένα σκληρό και ρεαλιστικό νουάρ μυθιστόρημα, δημιουργώντας στον αναγνώστη την περιέργεια και για τις υπόλοιπες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Ίζυ Ρόουλινς.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις         
   

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Η Μαζώχτρα του Αργύρη Εφταλιώτη στο θέατρο Μικρό Γκλόρια




Μπορεί ένα διήγημα του 1900 να μετατραπεί σε θεατρική παράσταση, που να αφορά τον σημερινό θεατή; Αυτή ήταν η τελευταία μου σκέψη λίγο πριν μπω στην κατάμεστη αίθουσα του θεάτρου Μικρό Γκλόρια.

Είναι η ιστορία ενός χωριού της Κρήτης, ας το ονομάσουμε Παραμυθία, κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, λίγα χρόνια μετά την αποτυχημένη επανάσταση, η οποία και καταπνίγηκε, αφήνοντας πίσω της ανοιχτές πληγές και καμένη γη. Σε εκείνο το μικρό χωριό έχει επέλθει μια κατάσταση φαινομενικής ισορροπίας· ο τουρκικός μαχαλάς στη μια άκρη και ο κρητικός στην άλλη, τα λιόδεντρα δίνουν πάλι καρπό, ο κατακτητής χαλαρώνει τα δεσμά, ώσπου μια ερωτική ιστορία έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα. Η Ασήμω, μια ορφανή μαζώχτρα που ζει με τη γιαγιά της, και ο Πανάγος, γόνος πλούσιας οικογένειας, μετά από χρόνια κρυφών ματιών και ανομολόγητων πόθων, θα βρεθούν μόνοι τους σε ένα ειδυλλιακό βουκολικό τοπίο, έξω από το χωριό, κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου, εκείνος θα της προσφέρει ένα γλυκό τσαμπί σταφύλι και θα της ζητήσει να τον παντρευτεί, εκείνη θα γυρίσει στο σπίτι, θα πει τα ευχάριστα νέα στη γριά και τη γειτονιά και θα αρχίσει να φρεσκάρει τα προικιά της. Όμως, μετά και από πίεση του οικογενειακού περιβάλλοντος, ο Πανάγος θα πάρει τον λόγο του πίσω. Τότε η Ασήμω θα αποφασίσει να τον εκδικηθεί.

Είναι η ιστορία για το πώς μια κοινωνία αντιδρά σπασμωδικά, χωρίς να σκεφτεί τις αιτίες και τους υπαίτιους, τυφλά και κατά πάντων, μέχρι τελικής πτώσης, πώς ένα μικρό χαλίκι μπορεί να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό. "Πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε." Είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που κάνει την παράσταση -και το διήγημα βέβαια- επίκαιρο στη σημερινή -και όχι μόνο- εποχή, είναι αυτό που διακρίνει και αναδεικνύει ο Εφταλιώτης. Ο σκηνοθέτης, Κώστας Παπακωνσταντίνου, επιτυγχάνει να αναδείξει αυτό το στοιχείο δίχως να καταφύγει σε αχρείαστες και εξυπνακίστικες σύγχρονες αναφορές στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αποφεύγοντας να μετατρέψει σε επιθεώρηση την παράσταση, όπως δυστυχώς συμβαίνει συχνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις, χωρίς να εκβιάζει το γέλιο ή τον παραβολικό χαρακτήρα της ιστορίας, διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία.

Με την αμέριστη υποστήριξη των τριών ηθοποιών, η θεατρική μεταφορά του διηγήματος γίνεται με έναν τρόπο φυσικό, με την εναλλαγή αφήγησης και διαλόγου να είναι επιτυχώς χωνεμένη, χωρίς να πετάει εκτός τον θεατή. Και η γλώσσα, πρωτοποριακή και ρηξικέλευθη για την εποχή της, δεν ξενίζει, αλλά υπηρετεί την παράσταση, αποτελώντας ταυτόχρονα και απόδειξη για τη δουλειά που έχει προηγηθεί στις πρόβες, στις οποίες οφείλεται και η χημεία μεταξύ των ηθοποιών επί σκηνής, με τον αυτοσχεδιασμό να μη λείπει. Οι ηθοποιοί εναλλάσσονται σε διάφορους δευτερεύοντες ρόλους, πέραν των βασικών, χωρίς να καταφεύγουν στην υπερβολή της καρικατούρας. Τέλος, η χρήση των μέσων είναι λειτουργική, το αφαιρετικό σκηνικό μεταμορφώνεται διαρκώς, η πρωτότυπη μουσική και τα φώτα συνεπικουρούν, ενώ και τα ευρήματα είναι έξυπνα και χρηστικά. Και η τελευταία σκηνή, ο κύκλος που κλείνει, προσδίδει άλλη μια διάσταση στην παράσταση, ανακόπτοντας την πορεία της σκέψης του θεατή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, βλέπετε, η διήγηση μιας ιστορίας, της όποιας ιστορίας, δεν παύει να είναι ακριβώς αυτό: μια διήγηση, και όχι η ακριβής ιστορία.

Ένα διήγημα, όπως αυτό του Εφταλιώτη, ως βάση για μια θεατρική παράσταση αποτελεί ευχή και κατάρα. Ευχή γιατί πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο, όχι μόνο γλωσσικά, αλλά και τεχνικά. Και κατάρα για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Όμως, και εξαιτίας της σκληρής δουλειάς και του ταλέντου, της πίστης και της αγάπης των συντελεστών στην πρώτη ύλη, το αποτέλεσμα ικανοποιεί τον θεατή και απαντά στο βασικό -μου- ερώτημα: ναι, η θεατρική μεταφορά ενός διηγήματος του 1900 δύναται να αφορά τον σημερινό θεατή.


info: Μικρό Γκλόρια (Ιπποκράτους 7, Αθήνα), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, τηλέφωνο κρατήσεων: 210 3600832.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ανοχή στην άγνοια




Ανοχή στην άγνοια. Έτσι είχε ονομάσει το παιχνίδι αυτό. Τον ενοχλούσε που, στην εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης, οι περισσότεροι δήλωναν απόλυτοι γνώστες. Δεν προλάβαινε να ξεκινήσει μια απλή πρόταση και η διακοπή ερχόταν: ναι, το ξέρω. Όποιο και αν ήταν το περιεχόμενό της. Ξεράδια, ήθελε ν' απαντήσει, αλλά κρατιόταν. Συνήθως. Ένας αγώνας γνώσεων επί παντός επιστητού. Τι να κερδίζει άραγε ο παντογνώστης;, αναρωτιόταν. Πέρα από μια βαρετή και δίχως εκπλήξεις ζωή, δηλαδή.

Έτσι, μια μέρα επινόησε αυτό το παιχνίδι. Απλό, τόσο στη σύλληψή του, όσο και στην εκτέλεσή του. Αρκεί να μη φοβάται την έκθεση κανείς. Αυτός δεν φοβόταν. Έτσι πίστευε. Θα ρωτάω το προφανές, σκέφτηκε, το πλέον προφανές, αγνώστους. Ίσως έτσι αποκτήσω κάποια άποψη σχετικά με την ανοχή του κόσμου στην άγνοια.

Την πρώτη μέρα πήγε στην Ακρόπολη, πλήρωσε το εισιτήριο του, ανέβηκε τα σκαλιά, στάθηκε με πλάτη προς τον ναό και περίμενε. Ναι, συγγνώμη, είπε στην πρώτη παρέα που άκουσε να μιλάει ελληνικά, ξέρετε πού είναι ο Παρθενώνας;, ρώτησε στα αγγλικά. Εκείνοι, κάπως αμήχανα, του έδειξαν. Α, πολύ σας ευχαριστώ, είπε χαμογελώντας στα αγγλικά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ασφαλείς στη γλώσσα τους εκείνοι, επιδόθηκαν στον σχολιασμό της ασχετοσύνης του. Επανέλαβε το παιχνίδι για ώρες πριν γυρίσει σπίτι του.

Την επόμενη μέρα πήγε και στάθηκε στην πλατεία Ομονοίας. Ναι, συγγνώμη, ξέρετε πού είναι η Ομόνοια, ρωτούσε στη γλώσσα του αυτή τη φορά. Το παιχνίδι αυτό έληξε κάπως άδοξα, λίγες ώρες μετά, δυο αστυνομικοί τού έκαναν εξακρίβωση στοιχείων. Το ίδιο βράδυ πήγε σε κάποιο κεντρικό σινεμά. Αφού πλήρωσε το εισιτήριο του, στάθηκε κοντά στο μπαρ. Ξέρετε ποια ταινία παίζεται απόψε, ρωτούσε. Παιχνίδι που κράτησε λίγο καθώς σύντομα τα φώτα χαμήλωσαν και η προβολή ξεκίνησε.

Γήπεδα, θέατρα, συναυλιακοί χώροι και πλοία ακολούθησαν. Ποιοι είναι αυτοί με τα κόκκινα; Ποια παράσταση παίζεται; Πώς λέγεται το συγκρότημα; Πού πάμε; Η Μόνα Λίζα και ο Πύργος του Άιφελ. Το Μπιγκ Μπεν. Το Κολοσσαίο. Το παιχνίδι γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον. Και ας έπαιζε μόνος του.

Και πού κατέληξες τελικά, τον ρώτησε ένας φίλος του, υπάρχει ανοχή στην άγνοια; Δεν ξέρω, του είπε, όμως σίγουρα υπάρχει μεγάλη άγνοια.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Αμέριμνη δυστυχία - Peter Handke




Αφορμή ο Μαξ Φρις. Καλοκαίρι του '10 κι εγώ ανακαλύπτω τον κόσμο του Ελβετού. Διαβάζω το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματά του, με μια μανία πρωτόγνωρη, εγώ, που πάντα λέω πως πρέπει να κάνεις διαλείμματα αναγνωστικά, μην τυχόν και μπουχτίσεις, να μπαίνεις και να βγαίνεις, στην περίπτωσή του αποδείχτηκαν μεγάλα λόγια. Κάπου ανάμεσα στις σελίδες, η αναφορά στην Αμέριμνη δυστυχία του Χάντκε, όχι απλή αναφορά, αποθέωση. Νήματα. Τον Χάντκε τον γνώριζα έως τότε ως σεναριογράφο εξαιτίας της συνεργασίας του με τον Βιμ Βέντερς και ως θεατρικό συγγραφέα. Με την επιστροφή στην πόλη, επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο και απογοήτευση, είναι από χρόνια εξαντλημένο, μου απάντησαν. Συμβιβάστηκα με το Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό, γοητεύτηκα, και η αναζήτηση έγινε εμμονή. Ακολούθησαν το Δοκίμιο για το τζουκ μποξ και η Αριστερόχειρη γυναίκα. Ένας ακόμα σπουδαίος γερμανόφωνος συγγραφέας.

Άνοιξη του '15. Βόλτα βραδινή στο κέντρο της πόλης, στάση για χάζεμα στη βιτρίνα του Ναυτίλου στην Τρικούπη. Παρά το κατεβασμένο ρολό διακρίνω την Αμέριμνη δυστυχία! Χαρά και ενθουσιασμός. Σχεδόν άμεσα ο φόβος: και αν πουληθεί μέχρι αύριο το μεσημέρι που θα ξαναπεράσω; Υπερβολικός στην αντίδραση, αλλά όταν ψάχνεις κάτι με ένταση, πιστεύεις πως όλος ο κόσμος αυτό ψάχνει, όχι; Την επόμενη, με άγχος και προσμονή, ανεβαίνω την πολύβουη μεσημεριανή Τρικούπη, το βλέπω και το αρπάζω μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο, ο ιδιοκτήτης με παίρνει στο κατόπι, ίσως φοβήθηκε πως θα το κλέψω, απόλυτα δικαιολογημένα, τέτοια μανία.

Από τότε πέρασαν μήνες. Το βιβλίο όμως, παρά την περίοπτη θέση του στο γραφείο, παρέμενε κλειστό. Λες και η επιθυμία εκπληρώθηκε με την απόκτηση. Θα έρθει ο καιρός του, καθησύχαζα τον εαυτό μου. Και ήρθε. Στο διάστημα που μεσολάβησε οι προσδοκίες οπισθοχώρησαν.

Στη στήλη ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ ο "Λαϊκός τύπος" της Καρινθίας έγραφε στο φύλλο του της Κυριακής: Την νύκτα προς το Σάββατον ηυτοκτόνησε λαβούσα ισχυράν δόσιν υπνωτικών οικοκυρά ετών 51 εξ Α. (κοινότης Γκ.).
Στο μεταξύ πέρασαν εφτά βδομάδες σχεδόν από τότε που πέθανε η μητέρα μου και θα ήθελα να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά, προτού, η ανάγκη, να γράψω γι' αυτήν που ήταν τόσο δυνατή στην κηδεία, μεταβληθεί στην ίδια εκείνα ηλίθια βουβαμάρα, με την οποία αντέδρασα στην είδηση της αυτοκτονίας.

Ο ήρωας-αφηγητής νιώθει την ανάγκη να γράψει για τη μητέρα του, που πέθανε εφτά βδομάδες νωρίτερα, πριν η ανάγκη μετατραπεί σε βουβαμάρα, όσο η πληγή είναι ανοιχτή, και κυρίως καθαρή, πριν μολυνθεί κατά την επούλωσή της. Προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να σταθεί σε μια απόσταση τέτοια, ώστε να εξασφαλίσει -κυρίως- για εκείνη μια νεκρολογία, που να φανερώνει και ταυτόχρονα να αποκρύπτει όσα ο ίδιος, αυθαίρετα προφανώς, κρίνει, αλλά συγχρόνως να προσδώσει και διαστάσεις πιο οικουμενικές, να εντάξει την Ιστορία στην ιστορία της, τη Γυναίκα στη μητέρα του.

Φυσικά είναι αόριστο αυτό που έχει διατυπωθεί για ένα ορισμένο πρόσωπο· ωστόσο μόνο γενικοποιήσεις, που σαφώς και κατηγορηματικώς ανεξάρτητες από τη μητέρα μου σαν πρώτο πρόσωπο, πιθανώς μοναδικό και ανεπανάληπτο, μέσα σε μια ιστορία πιθανώς μοναδική και ανεπανάληπτη, μπορούν να αφορούν κάποιον άλλον εκτός από μένα τον ίδιο -η απλή διήγηση μιας πορείας ζωής με ξαφνικό τέλος δεν θα ήταν παρά αναίδεια.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο προσωπικό και το γενικό, ο Χάντκε μπερδεύει τα πρόσωπα, ο αφηγητής του πότε γράφει σε πρώτο πρόσωπο, πότε σε τρίτο, πότε αναφέρεται στη μητέρα του με ένα ευθύβολο εσύ και πότε την κρύβει πίσω από ένα απρόσωπο εκείνη, αποτυπώνοντας μια κατάσταση σύγχυσης, αναμενόμενης εκ μέρους του αφηγητή, που γράφει υπό το καθεστώς πένθους, αδυνατώντας να διατηρήσει ακέραιο τον εγκεφαλικό έλεγχο της αφήγησης, παρασυρόμενος από την ανάγκη να συνομιλήσει μαζί της, να της πει όσα δεν πρόλαβε, ή δεν θέλησε, να της πει. Και επιτυγχάνει έτσι, ο συγγραφέας, αυτό το πάντρεμα, ανάμεσα στην εμπλοκή και την αποστασιοποίηση, το ατομικό και το γενικό, συστήνοντας στον αναγνώστη έναν ανθρώπινο πενθούντα, που δεν επιθυμεί να εκμεταλλευτεί τον χαμό της μητέρας του, ούτε για να δειχτεί, ούτε για να προκαλέσει τον οίκτο, και έτσι η αφήγησή του γίνεται δεκτή ως πραγματική ανάγκη καταγραφής, πένθιμης καταφυγής, δίνοντας το περιθώριο, στον αναγνώστη, τόσο να υποδεχτεί το ξένο πένθος, όσο και να εμπλακεί συναισθηματικά και ο ίδιος, ξεχνώντας πως πρόκειται για την ιστορία κάποιου τρίτου.

Και είναι εκεί, στην κλισέ θεματολογία, και πόσο πιο κλισέ είναι η απώλεια της μητέρας;, που αναδεικνύεται η ικανότητα του Χάντκε, στην επικίνδυνη αυτή ακροβασία, στη διαχείριση του θέματος, στην πειστικότητα πως είναι κάτι που όντως τον απασχολεί και πως δεν πρόκειται για μια ευκολία εκ μέρους του, πως δεν στοχεύει στον εύκολο συναισθηματικό εκβιασμό του αναγνώστη, πως δεν περιμένει απλώς να ακούσει: αχ τον καημένο τον αφηγητή, έχασε τη μητέρα του και έμεινε ορφανός και μόνος.

Μετάφραση Νίκη Αντενάιερ
Εκδόσεις Νεφέλη

    


Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Πρόζα - Thomas Bernhard




Αναγνωστική πρόκληση. Και όχι μόνο. Δύο είναι οι βασικές αφορμές για να αποφασίσω την κατάδυση στο μπερνχαρντικό σύμπαν. Από τη μία, η ανάγκη για ένα δυνατό ανάγνωσμα, αφορμή που περιλαμβάνει αρκετούς ακόμα συγγραφείς, μια επίλεκτη ομάδα υποστήριξης, ένα σίγουρο καταφύγιο. Από την άλλη, η ανάγκη για μάζεμα του μυαλού, αφορμή που περιλαμβάνει σαφώς λιγότερους -και εκλεκτότερους- γραφιάδες, όταν η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί το ζωτικής σημασίας ζητούμενο. Δεν είχα παράπονο από τα βιβλία της προηγηθείσας της Πρόζας περιόδου, όμως είχα ανάγκη από έναν εγκλωβισμό, από την πολυπόθητη αποκοπή. Και είναι τέτοια η γραφή του Μπέρνχαρντ, ιδανική για περιπτώσεις όπως η δική μου τότε, γραφή που σε αρπάζει και δεν σε αφήνει ακόμα και όταν η ανάγνωση έχει πια τελειώσει, σε πετάει στις σπείρες του, σε αφήνει να παλεύεις με τους αντίλαλους, τις παρηχήσεις, τις επαναλήψεις, και επιχειρώντας να ανταποκριθείς εγκεφαλικά στις απαιτήσεις, βρίσκεσαι ξαφνικά συναισθηματικά μπλεγμένος. Η κάθαρση δεν είναι βέβαιη.

Πάνε χρόνια, σε ένα χωριό της Βόρειας Ισπανίας, διάβαζα την Ξύλευση, η αποκλειστική σχεδόν επαφή μου με την ελληνική γλώσσα για ένα μεγάλο διάστημα, όταν, έκπληκτος, μια μέρα συνειδητοποίησα πως ακόμα και τα πιο τυπικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έγραφα διακατέχονταν από μια μπερνχαρντική επιρροή ύφους και χρήσης της γλώσσας, μηνύματα απλοϊκά όπως: εδώ όλα καλά, εκεί;, μεταμορφώνονταν σε κάτι άλλο, ξένο προς τον προσωπικό μου τρόπο σκέψης και έκφρασης.

Έως τώρα είχα διαβάσει μυθιστορήματα του Αυστριακού συγγραφέα, είχα παρακολουθήσει και δύο θεατρικές παραστάσεις βασισμένες σε έργα του, διηγήματά του δεν είχα διαβάσει. Όταν ένιωσα την ανάγκη για κάτι από Μπέρνχαρντ, ανάγκη που προφανώς είχε προηγηθεί της δικής μου αναγνώρισης, εκ φύσεως αργοπορημένης, πώς αλλιώς άλλωστε, και αφού είχαν περάσει μέρες δύσκολες, εκ των υστέρων αποτιμημένες, αμφιταλαντεύτηκα αν θα έπρεπε να δοκιμάσω την πρόσφατη στα ελληνικά Πρόζα ή κάποιο μυθιστόρημά του, διαβασμένο ή αδιάβαστο, δευτερεύον ερώτημα το οποίο δεν απαντήθηκε ποτέ· θα ήταν η Πρόζα.

Πραγματικά, ο νέος παιδαγωγός κι εγώ, ο παλιός, μέχρι αυτήν τη στιγμή, δεν μπορέσαμε να ανοίξουμε ούτε μια συζήτηση. Δεν είναι συζητήσεις τα σχόλια για τις ακραίες καιρικές συνθήκες, τα χρώματα, τον εγωισμό της φύσης, τις απότομες αλλαγές του τοπίου στους πρόποδες των Άλπεων, για διαβασμένα και αδιάβαστα βιβλία, για προθέσεις και έλλειψη προθέσεων, για την καταστροφική απέχθεια των οικότροφων προς τη μελέτη, για τις δικές μας απέχθειες, για το φαγητό και τον ύπνο, την αλήθεια και το ψεύδος, προπάντων όμως για την παραμέληση, σε εξοργιστικό βαθμό, από τους εκάστοτε υπευθύνους, της συντήρησης των μονοπατιών του δάσους, στα οποία περπατάμε. Τα σχόλιά μας εξουδετερώνουν τη θέληση για συζήτηση, οι παρατηρήσεις μας, όπως όλες οι παρατηρήσεις γενικά, που εκείνος αποκαλούσε "απόπειρες πρόσληψης της επικαιρότητας", δεν έχουν καμιά σχέση με το πραγματικό νόημα της συζήτησης.

Και ήδη από το πρώτο διήγημα, όπως ο βαριά άρρωστος ανακουφίζεται άμεσα από τον ορό, καθώς το σώμα ενυδατώνεται και υποστηρίζεται στη μάχη ενάντια στη λοίμωξη, έτσι κι εγώ ήδη από το πρώτο διήγημα ένιωσα την ανακουφιστική επίδραση του Μπέρνχαρντ. Είναι ο τρόπος του να παρατηρεί, με οξυδέρκεια την ανθρώπινη φύση και το αλισβερίσι σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο, να καταγγέλλει το θεωρούμενο ως αποδεκτό και φυσιολογικό, να σχολιάζει πικρόχολα, αλλά ορμώμενος από έναν ιδιαίτερο και βαθύ ανθρωπισμό, την αυστριακή πραγματικότητα, τις αγκυλώσεις και τα στερεότυπα ενός κόσμου στον οποίο νιώθει ξένος. Αντίφαση φαινομενική και μόνο αν σκεφτεί κανείς και τον τρόπο με τον οποίο μάχεται τη γερμανική γλώσσα ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται σε αυτή με έναν τρόπο μοναδικής ομορφιάς.

Η θεματική του Μπέρνχαρντ δεν είναι εξεζητημένη, φλερτάρει έντονα με το κοινό και το τετριμμένο, είναι ο τρόπος που κάνει το θέμα μοναδικό, που πιάνεται από το ελάχιστο και το τοποθετεί στο επίκεντρο της σκέψης του, στηρίζοντας πάνω σε αυτό το ελάχιστο ένα οικοδόμημα στέρεο και πολυδιάστατο. Σκεφτείτε μια ιστορία στην οποία ο αφηγητής-δικηγόρος δέχεται την επίσκεψη ενός πελάτη του, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, και αδυνατεί να προσαρμοστεί, ζει εις βάρος της αδερφής του και σπαταλάει τα λιγοστά του χρήματα στο ποτό. Ή την ιστορία ενός ανθρώπου, που ζει απομονωμένος και αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές, ο οποίος βρίσκει μια μέρα σε κάποιο μονοπάτι μια τραγιάσκα, και η αναζήτηση του κατόχου της μετατρέπεται σε εμμονή. Ελάχιστα ελκυστικά θέματα, διαφωνείτε; Και όμως, ανάμεσα σε διηγήματα υψηλού επιπέδου, είναι τα δύο διηγήματα της Πρόζας που περισσότερο με γοήτευσαν.

Καθώς για μια ακόμα φορά, αν και πολύ πιο συνετά αυτή τη φορά, έγινα έρμαιο της  ασθένειας και της παθογένειάς μου, σκέφτηκα, τι κάνουμε τώρα; Και στρώθηκα κάτω και άρχισα να γράφω. Και το μόνο που σκεφτόμουν όλη την ώρα που έγραφα, ήταν ότι, μόλις ξεμπερδέψω με δαύτα, θα μαγειρέψω κάτι, επιτέλους θα φάω πάλι κάτι ζεστό, και αιφνιδίως, καθώς όσην ώρα έγραφα είχα ξεπαγιάσει, φόρεσα την τραγιάσκα. Όλοι φοράνε μια τέτοια τραγιάσκα, σκέφτηκα, όλοι, καθώς έγραφα και έγραφα και έγραφα...

Θα ήταν ίσως υπερβολή να αναφερθεί κανείς στο νήμα που ενώνει και ομογενοποιεί τα διηγήματα της συλλογής, είναι τέτοιας έντασης άλλωστε η φωνή του συγγραφέα, ο τόσο προσωπικός τρόπος έκφρασης, ξέρετε, εκείνο που οι κακεντρεχείς ονομάζουν υποτιμητικά μανιέρα, πιστεύοντας, οι αφελείς, πως η λογοτεχνία -και η τέχνη γενικότερα- αποτελεί ένα στίβο διαρκούς επινόησης, έδαφος για φτηνό εντυπωσιασμό, αδυνατώντας να διακρίνουν την πραγματική διάσταση και αποστολή της έκφρασης του προσωπικού και της αναγωγής του σε οικουμενικό. Ο Μπέρνχαρντ είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που τάραξαν τα λιμνάζοντα ύδατα στη λογοτεχνία του καιρού τους και ανάγκασαν κριτικούς, όπως ο Ρανίτσκι για παράδειγμα, να κοντοσταθούν, να περιμένουν πριν εκφράσουν την τελεσίδικη άποψή τους, την αποθέωση εν προκειμένω.

Στην Πρόζα, για πρώτη φορά, αναρωτήθηκα για την επιρροή του Κάφκα στο έργο του Μπέρνχαρντ, κυρίως όταν διάβασα την ιστορία του Γκέοργκ, στο Έγκλημα του γιου ενός εμπόρου από το Ίνσμπουργκ, συνονόματου με τον πρωταγωνιστή της Κρίσης, την ιστορία ενός νεαρού με μια φρικτή παραμόρφωση εκ γενετής, τον οποίον η οικογένεια στέλνει στη Βιέννη, όσο μακρύτερα γινόταν δηλαδή, να σπουδάσει, για να γλιτώσει έτσι η αγία οικογένεια, έστω και προσωρινά, από το μίασμα. Ο Γκέοργκ αυτοκτονεί.

Το επίμετρο του μεταφραστή Βασίλη Τσαλή κλείνει επιτυχώς τη συλλογή, κατατοπιστικό σε σχέση με το ευρύτερο έργο του Μπέρνχαρντ, με αναφορές και βιβλιογραφία, αποτελεί μια καλή αρχή περαιτέρω ενασχόλησης με έναν από τους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα που επηρέασαν όσο λίγοι τη λογοτεχνική γραφή εν γένει.

Μετάφραση Βασίλης Τσαλής
Εκδόσεις Κριτική

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

45 χρόνια (2015)




Ένα νεκρό σώμα. Ένα τέλεια διατηρημένο σώμα, παρά τημ πάροδο μισού αιώνα από τον τελευταίο καρδιακό σφυγμό του, η παγωμένη φυλακή αφαίρεσε τη ζωή και έδωσε ως ελάχιστο αντίτιμο τη συντήρηση. Η Kate και ο Jeoff, λίγο πριν την επέτειο των σαράντα πέντε χρόνων έγγαμου βίου, απολαμβάνουν τη ρουτίνα της βρετανικής υπαίθρου, μακριά από την πόλη. Εκείνη, ένα πρωί, γυρίζοντας από τη βόλτα με τον σκύλο, θα τον βρει να κάθεται στο τραπέζι, αναστατωμένος, και να διαβάζει ένα γράμμα στα γερμανικά. Τη βρήκαν, θα της πει, είναι απίστευτο. Με τη βοήθεια του λεξικού, καταχωνιασμένου από χρόνια στην αποθήκη, μαζί με όλα τα άχρηστα εκείνα πράγματα που ο χρόνος συσσωρεύει, και που ξαφνικά μετατρέπονται σε σύνεργα πρώτων βοηθειών, καθώς τα αναζητούμε μανιασμένα, ελπίζοντας να είναι ακόμα εκεί, μέρος της σαβούρας που όλο υποσχόμαστε να ξεφορτωθούμε, άπαξ και δια παντός, εκεί βρίσκει το λεξικό, λοιπόν, με τη βοήθεια του οποίου μαθαίνει την απίστευτη είδηση: το σώμα εκείνης βρέθηκε, μισό αιώνα μετά, καθώς οι πάγοι λιώνουν και το παρελθόν έρχεται στην επιφάνεια, κάπου στις ελβετικές Άλπεις, κοντά στα ιταλικά σύνορα, εκείνα, που νέοι τότε, ο Jeoff και η Γερμανίδα κοπέλα του ήθελαν να περάσουν, με κατεύθυνση τον νότο. Η είδηση έρχεται να ταράξει την ηρεμία της ρουτίνας του ζευγαριού. Ξαφνικά το παρελθόν, πριν από το κοινό παρελθόν, βαραίνει το παρόν.

Εκείνος θα ξεκινήσει το κάπνισμα ξανά, παρότι προσπαθεί να πείσει πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό, και ύστερα εκείνη, πως δεν είναι κάτι σοβαρό, είναι απλώς ένα μικρό σοκ, μια απροσδόκητη είδηση που φέρει μια θλίψη μαζί της, θλίψη αναμενόμενη. Οι μέρες περνούν και εκείνος βυθίζεται βαθύτερα στην ανάμνησή της, εκείνη τον νιώθει όλο και πιο ξένο. Οι ετοιμασίες για το πάρτυ της επετείου τους περνούν σε δεύτερο επίπεδο. Η ασφάλεια και η βεβαιότητα, ακόμα και αν όχι συνειδητά, αποτελούν εντούτοις αναπόσπαστο μέρος της συντροφικότητας, καθώς ο έρωτας μετατρέπεται, αργά ή ακαριαία, σε αγάπη ή ανάγκη, αν προτιμάτε. Η έκπληξη είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και φόβο.

Πέρασε μια βδομάδα από τότε που είδα στον κινηματογράφο την ταινία του Andrew Haigh και ακόμα τη σκέφτομαι, όχι τόσο για τα τεχνικά της μέρη, ή για την ερμηνεία των δύο ηθοποιών, υψηλού επιπέδου και τα δύο, όσο για το θέμα της. Χωρίς να φωνάζει και να καταφεύγει στον εύκολο και συνήθη συναισθηματικό εκβιασμό, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να πει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει, και κυρίως καταφέρνει να μετατρέψει τον θεατή σε μέρος της εξίσωσης, να μεταφέρει λίγο ή πολύ βάρος από τους ώμους των ηρώων του στους δικούς του. Περπατώντας προς το σπίτι, εκείνο το βράδυ, σκεφτόμουν να προτείνω αυτή την ταινία σε αρκετούς ανθρώπους, όμως το μετάνιωνα σχεδόν αμέσως, σαν να φοβόμουνα, θαρρείς, τις επιπτώσεις, πρώτα απέρριψα εκείνους σε μεγάλη ηλικία, από χρόνια σε σχέση, αργότερα εκείνους που έχασαν το σύντροφό τους, στο τέλος τους νεότερους. Πέρασε όμως μια βδομάδα και ακόμα σκέφτομαι αυτή την ταινία, ακόμα διαπραγματεύομαι τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, επιχειρώ να διακρίνω τις δικές μου ανοχές απέναντι στο παρελθόν του άλλου, αν όντως υπάρχει -και κυρίως αν στην πράξη εφαρμόζεται- εκείνο το κλισέ που λέει: να δέχεσαι τον άλλον όπως είναι.


Θυμήθηκα ξανά το Amour του Χάνεκε, για τη συναισθηματική αντίδραση του ήρωα απέναντι στον επερχόμενο θάνατο της συντρόφου του, την επερχόμενη μοναξιά. Αν είναι κανείς τυχερός, νιώθει πως έχει βρει κάποιον με τον οποίο μπορεί να μοιράζεται το σύνολο των ανομολόγητων σκέψεων, δίχως το φόβο του σχολιασμού ή της απόρριψης. Αυτή τη βεβαιότητα απολύει η Kate. Αν είναι κανείς τυχερός, νιώθει πως έχει πάρει τις σωστές αποφάσεις, έχει καταλαγιάσει μέσα του τη διαρκή βουή του ερωτήματος τι θα είχε γίνει αν. Αυτή τη βεβαιότητα απολύει ο Geoff.

Η τεχνική υποστήριξη του σεναρίου είναι ιδανική. Η φωτογραφία αποτυπώνει όχι μόνο τη βρετανική ύπαιθρο, συνήθως μουντή, μα ενίοτε, αν και σπάνια, λαμπρή, αλλά και τη συναισθηματική κατάσταση του ζευγαριού. Η σκηνοθεσία λιτή δίχως να διεκδικεί από την ιστορία μερίδιο μεγαλύτερο από εκείνο που της αναλογεί. Οι ερμηνείες του Tom Courtenay και της Charlotte Ramplin εξαιρετικές.

Το βρετανικό σινεμά μάς δίνει συχνά τέτοια μικρά διαμαντάκια, στηριζόμενο κυρίως σε μια αυτογνωσία σχετικά με τις δυνατότητες και τα σημεία υπεροχής, γεγονός που επιτρέπει στους δημιουργούς να μακιγιάρουν τις αδυναμίες, λόγω του χαμηλού οικονομικού προϋπολογισμού, και να δουλεύουν ενδελεχώς εκείνα τα στοιχεία, όπως οι ερμηνείες ή το σενάριο για παράδειγμα, που έχουν να κάνουν με την επιμονή και το ταλέντο.
  

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Το βιβλίο ως αντικείμενο




Κάποτε, ανόητος νέος, πίστευα ακράδαντα πως δεν θα μπορούσα να ζήσω μακριά από τα βιβλία μου, και όχι μόνο αυτό, αλλά οι βιβλιοθήκες είχαν στριμωχτεί στο μικρό υπνοδωμάτιο, το σαλόνι δεν ήταν λύση. Ύστερα μετακόμισα στο εξωτερικό, οι βιβλιοθήκες έμειναν πίσω να σκονίζονται, και μόνο λίγα αδιάβαστα βιβλία χώρεσαν στα είκοσι κιλά της βαλίτσας (συν τα επτά της χειραποσκευής). Και συνειδητοποίησα πως μπορούσα να ζήσω και χωρίς εκείνα. Από τότε έχω κάνει τέσσερις μετακομίσεις, ο διαθέσιμος χώρος βαίνει αντιστρόφως ανάλογος του όγκου των βιβλίων, κάθε φορά προτεραιότητα δίνεται στα αδιάβαστα, μετά από κάποιο ξεσκαρτάρισμα βέβαια, εκείνα είναι που παίρνουν τη θέση τους στις κούτες.

Κάποτε, πάνε χρόνια, γνώρισα έναν τύπο, τότε στα σαράντα του, που ισχυριζόταν πως είχε ήδη μετακομίσει πάνω από είκοσι φορές. Όπως καταλαβαίνεις, μου είπε, τα υπάρχοντά μου πρέπει να μπορώ να τα μεταφέρω μόνος μου σε ένα δρομολόγιο, έτσι έχασα την οποιαδήποτε αίσθηση ιδιοκτησίας, κάποτε συσσώρευα βιβλία, δίσκους, ρούχα, τώρα πια όχι γιατί ποτέ δεν ξέρω πότε θα χρειαστεί να μετακομίσω ξανά.

Εγώ νιώθω να στέκομαι κάπου στη μέση. Θεωρητικά θα ήθελα να έχω τον απαραίτητο χώρο εκείνο για το σύνολο των βιβλίων μου, ζηλευτές εκείνες οι βιβλιοθήκες που καταλαμβάνουν περιμετρικά ολόκληρα δωμάτια, πρακτικά όμως η απουσία τους είναι κάτι που δεν μου δημιουργεί πρόβλημα στην καθημερινότητά μου. Δεν θα ξαναγύριζα σε κανένα από τα προηγούμενα σπίτια μόνο για εκείνα. Βέβαια, και έχοντας την τύχη να επισκέπτομαι συχνά τις κατά τόπους βιβλιοθήκες μου (τρεις πόλεις, πέντε σπίτια), δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως κάθε φορά, και για ασήμαντη αφορμή, φεύγοντας παίρνω μαζί μου κάποιο ακόμα, έτσι, σιγά σιγά, σαν το μυρμήγκι τα μεταφέρω. Βέβαια, ο απαραίτητος χρόνος, με τη δεδομένη ταχύτητα, τείνει στο άπειρο.

Κάπως έτσι, και λόγω των συνθηκών, αναγκάστηκα να πάψω να θεωρώ φετίχ τα βιβλία, ενώ συνειδητοποίησα πως οι περιπτώσεις στις οποίες πρέπει ή θέλω να επιστρέψω σε ένα βιβλίο δεν είναι τόσο συχνές που να συντηρούν τη νεανική εκείνη εμμονή. Μια εξέλιξη που με ωφέλησε γενικότερα, ως μια ικανότητα προσαρμογής και θέσπισης προτεραιοτήτων, απαλλαγμένος από διάφορες ανασφάλειες δίχως πραγματικό υπόβαθρο, δημιουργήματα του μυαλού.


Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Ιεροτελεστίες - Cees Nooteboom



Τη μέρα που ο Ίννι Βίντροπ αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, οι μετοχές της Φίλιπς έφτασαν στις 149.60 μονάδες. Η τράπεζα του Άμστερνταμ έκλεισε στις 375 και η Ένωση Εφοπλιστών έπεσε στις 141.50. Η μνήμη είναι σαν σκύλα, ξαπλώνει όπου της αρέσει. Και έτσι αυτό θυμόταν, αν θυμόταν οτιδήποτε: το δελτίο τιμών του Χρηματιστηρίου, πως το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στο κανάλι κι ότι κρεμάστηκε στο λουτρό γιατί είχε προβλέψει στο ωροσκόπιο που συνέτασσε για την Het Parool πως η γυναίκα του θα έφευγε με άλλον και ότι ο ίδιος -Λέων- θα αυτοκτονούσε. Η πρόβλεψη ήταν τέλεια. Η Ζίτα έφυγε μ' έναν Ιταλό και ο Ίννι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Είχε διαβάσει κι ένα ποίημα του Μπλουμ, αλλά δεν θυμόταν ποιο ακριβώς. Η σκύλα, το πεισματάρικο κτήνος, σ' αυτό το σημείο τον εγκατέλειψε.

Ο Ίννι Βίντροπ, ήρωας του μυθιστορήματος, βιοπορίζεται παίζοντας στο χρηματιστήριο, σπρώχνοντας έργα τέχνης και γράφοντας τα ζώδια σε διάφορα περιοδικά. Οι φίλοι του του καταλογίζουν αυτήν την ετερόκλητη πολυπραγμοσύνη του, και πώς όχι; Εκείνος δεν δείχνει να ενοχλείται από τις μομφές αυτές. Μοιάζει, όμως, να είναι ο κατάλληλος ήρωας για το μυθιστόρημα του Ολλανδού συγγραφέα, ενός ακόμα υπέροχου μυθιστορήματος, ενός συγγραφέα που δεν έχει γνωρίσει την αντάξια για το έργο του υποδοχή στη χώρα μας.

Είναι αυτό το ευμετάβλητο και ακατονόητο του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα, που εμπνέει τον Νόοτεμποομ, χρονικό διάστημα που χαρακτηρίζεται από την (φαινομενική) οικονομική ανάπτυξη, τον υπαρξισμό, το εύκολο σεξ, την απώλεια του θρησκευτικού αισθήματος και την εφόρμηση της ανατολίτικης κοσμοθεωρίας στη δύση.

Χωρισμένες σε τρία κεφάλαια, που αναφέρονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του Ίννι, με απόσταση δεκαετίας μεταξύ τους, οι Ιεροτελεστίες είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς, παρά το γεγονός πως η ανάγνωσή τους ρέει αβίαστη και κατανοητή, καθώς βρίσκονται σε εκείνη τη λεπτή γραμμή που υπερβαίνει ελάχιστα την πραγματικότητα, όπως τη βιώνει ένας άνθρωπος, δίχως ευαίσθητες κεραίες, αδυνατώντας να την προσλάβει και να την αποτυπώσει, και γι' αυτό απομένει να στέκει έκθαμβος μπροστά σε έργα όπως αυτό.  

Κάθε περίοδος της ζωής του Ίννι χαρακτηρίζεται και από την παρουσία ενός προσώπου κλειδιού, ενός -προσωρινού- σημείου αναφοράς στην ετερόκλητη ζωή του Ίννι, και μέσα από την επίδραση αυτών των προσώπων, ο Νόοτεμποομ βρίσκει την ευκαιρία να προσθέσει ιδέες και σκέψεις στα κενά της αφήγησης. Και αν στο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο διαδραματίζεται το 1963, η παρουσία της Ζίτα, ή μάλλον η απουσία της, αποτελεί μια αναμενόμενη -όσο αναμενόμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάτι στο έργο του Νόοτεμποομ- αναφορά στην απώλεια, τη μοναξιά, την κατάρρευση του ορίζοντα προσδοκιών για μια ζωή συντροφική, τα επόμενα κεφάλαια, τόσο το προγενέστερο, πίσω στο 1953, όσο και το μεταγενέστερο, στο 1973, διαθέτουν δύο χαρακτήρες, πατέρα και γιο, συγγενείς εξ αγχιστείας του Ίννι, που φέρνουν μια περισσότερο φιλοσοφική διάσταση στο έργο, εντάσσοντας σε αυτό ζητήματα πίστης, τέχνης και αντιμετώπισης της καθημερινότητας, σε μια συνεχή συνδιαλλαγή με τον ακατανόητο χαρακτήρα της ύπαρξης.     

Υπήρχαν μέρες, σκεφτόταν ο Ίννι Βίντροπ, που έμοιαζε ότι κάποιο επαναλαμβανόμενο, γελοίο φαινόμενο προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο κόσμος είναι παράλογος και πως ο καλύτερος τρόπος να τον αντιμετωπίσεις είναι η αδιαφορία, γιατί αλλιώς η ζωή θα γινόταν αφόρητη.
Είναι αυτός ο εγκεφαλικός τρόπος γραφής, που καταφέρνει όμως να αγγίξει τον αναγνώστη στο συναίσθημα, ένα -ίσως το σημαντικότερο κατ' εμέ- χαρακτηριστικό της γραφής του Νόοτεμποομ, η ικανότητά του να παρατηρεί και να καταγράφει με χειρουργική ακρίβεια τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχής και σκέψης, μια εκλεκτική συγγένεια με τον πλέον αγαπημένο μου όλων, ακριβώς γι' αυτό το γνώρισμα, Χαβιέρ Μαρίας.

Είχε προηγηθεί η γνωριμία μαζί του μέσα από την Ακόλουθη ιστορία.


Μετάφραση (από τα αγγλικά) Κώστας Κουντούρης
Εκδόσεις Μέδουσα