Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Μικρές αυτοκρατορίες. Muratti / Ένας αποχαιρετισμός - Χρήστος Αστερίου

Δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι, ακόμα και αν δεν ξέρουμε καλά ποιοι και πότε κατοίκησαν σ' αυτό. Δεν νιώθουμε μόνο θλίψη μαθαίνοντας γι' ανθρώπους που χάθηκαν, ανιόντες συγγενείς, την ακριβή ιστορία των οποίων αγνοούμε, ή αγνώστους με βίους ανεξερεύνητους και ίχνη βυθισμένα στην ιλύ του παρελθόντος. Είναι και ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στον δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντάς τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα· συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ίσως γι' αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν' αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου.
Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν. Το παράδοξο μοιρολόι που σιγοψιθυρίζουμε μιλάει, ουσιαστικά, για εμάς τους ίδιους.

Ο αφηγητής, ένας άντρας εβδομήντα δύο ετών, αντιστέκεται στις παραινέσεις του γιου του, που επιμένει, ολοένα και πιο έντονα, πόσο αναγκαία είναι η πρόσληψη μιας γυναίκας για τις δουλειές του σπιτιού, μιας γυναίκας που θα τον φροντίζει. Το τηλεφώνημα τον συνέλαβε να μετεωρίζεται στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η ανήσυχη φωνή φτάνει από την άλλη άκρη της γραμμής· γιατί δεν απάντησες στα ηλεκτρονικά μηνύματα για την πρόσκληση στο δείπνο, ρωτάει να μάθει. Δεν θα δεχόταν, θα δοκίμαζε κάποια δικαιολογία για να αποφύγει και αυτή την κοινωνική εκδήλωση, όμως ο γιος του, ο Φίλιππος, εκτός των γενεθλίων του, γιορτάζει μια ακόμα προαγωγή. Από το τραπέζι του, έτοιμος να παραγγείλει ένα δεύτερο ποτήρι κρασί, παρατηρεί τους καπνιστές, στοιβαγμένους στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, πίσω από το παχύ τζάμι, έξω στο βερολινέζικο κρύο. Ανάμεσά τους μια κοπέλα, καπνίζει με δάχτυλα παγωμένα, θρέφοντας την εξάρτησή της από τη νικοτίνη· στο άλλο της χέρι κρατάει ένα πακέτο Muratti. Κατά την επιστροφή στο σπίτι, θα μάθει, προς έκπληξη του γιου του, πως η καταγωγή της καπνοβιομηχανίας είναι ελληνική, ενώ μεγάλο μέρος της ιστορίας της έλαβε χώρα στο Βερολίνο. Το ίδιο κιόλας βράδυ θα πραγματοποιήσει μια πρώτη αναζήτηση στο διαδίκτυο.

Η καπνοβιομηχανία Muratti και η ιστορία της αποτελούν έδαφος κοινό ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα, την αφορμή που λειτουργεί ως κοινή, αν και μεταχρονολογημένη, αφετηρία, καθώς οι δυο τους μοιράζονται το πάθος της έρευνας στα αρχεία αλλά και στο πεδίο. Και μπορεί σ' ένα πρώτο επίπεδο να πρόκειται για μια ιστορία φθοράς, ένας προπομπός του επερχόμενου για τον καθένα βέβαιου τέλους, ένας αποχαιρετισμός, όπως ο τίτλος επισημαίνει, λίγο βαθύτερα, όμως, αναβλύζει το πάθος, η ‒ξαφνική‒ λαχτάρα για ζωή. Ο Αστερίου επινοεί τον κατάλληλο αφηγητή και τον οπλίζει με την απαραίτητη λαχτάρα. Πάνω στη λαχτάρα τού αφηγητή να ερευνήσει τα σχετικά με την καπνοβιομηχανία στηρίζονται οι Μικρές αυτοκρατορίες, για την ακρίβεια είναι αυτή, η λαχτάρα, που μετατρέπει την προσωπική εξιστόρηση μιας έρευνας σε λογοτεχνία, αφού η ιστορία της καπνοβιομηχανίας από μόνη της, παρά το όποιο ενδιαφέρον παρουσιάζει, δεν θα ήταν αρκετή για κάτι τέτοιο. Καίτοι η λαχτάρα αυτή δεν ονομάζεται ευθέως, ίσως μάλιστα και να κρύβεται πίσω από την ιδιότυπη ‒και αναγνωστικά θελκτική‒ σύνταξη και τον κοφτό λόγο του αφηγητή, υπάρχει παντού μέσα στο κείμενο, ως μια ζωοφόρος δύναμη, ικανή να βγάλει από τη μοναξιά και τη ματαίωση έναν άντρα που νιώθει σε εφεδρεία. Είναι η αφηγηματική φωνή που συνέχει το κείμενο, που δικαιολογεί την αποσπασματικότητα και επιτρέπει τη συνύπαρξη ετερόκλητων αφηγηματικών τεχνοτροπιών, τεκμηρίων και φανταστικών επιστολών, φωτογραφιών και αναμνήσεων, με διάθεση στοχαστική, έρευνα από την οποία δεν απουσιάζει καμία στιγμή το υποκείμενο. 

Ο Αστερίου προσαρμόζει την έρευνα στη μυθοπλασία, αλλά και το αντίστροφο, με τρόπο λειτουργικό, που αναδεικνύει πρώτιστα την ίδια τη διαδικασία της έρευνας, που ολοένα και καταλαμβάνει τη σκέψη και το συναίσθημα του ερευνητή, έτσι όπως βυθίζεται σ' αυτήν, την ηδονή που του προκαλεί η θέα των σκονισμένων αρχείων ή η ανακάλυψη μιας ελάχιστης, πλην όμως τόσο σημαντικής, διαφοράς ανάμεσα σε δύο φωτογραφίες. Αλλά και την παράλληλη έρευνα, εκείνη που πατά στο ένστικτο και τη φαντασία, που διαδραματίζεται ταυτόχρονα στο μυαλό και τη καρδιά του αφηγητή, καθώς επιχειρεί την ανασύσταση της εποχής ή της κίνησης πίσω από τη στατική φωτογραφία, τη διάρρηξη της σιωπής των πρωταγωνιστών της ιστορίας, αλλά και την απόπειρα σκιαγράφησης των συναισθημάτων και των σκέψεων τους. Κάπως έτσι, η έρευνα δραπετεύει από τα τιμολόγια και τα συμβόλαια και αποκτά μυθοπλαστικές ιδιότητες. 

Οι Μικρές αυτοκρατορίες ισορροπούν ανάμεσα στο fiction και το nonfiction, σε μια συνύπαρξη αρμονική, χωρίς το ένα (και κυρίως το nonfiction) να επικαλύπτει το άλλο, με ορατή την επιρροή συγγραφέων όπως ο Ζέμπαλντ ή ο Νόσσακ. Ο τρόπος με τον οποίο μετασχηματίζεται το αρχικό υλικό της προσωπικής έρευνας του συγγραφέα σε λογοτεχνία αξιώσεων, σε μια νουβέλα υβριδικής μορφής και σύστασης, είναι αριστοτεχνικός, πραγματικά θαυμαστός. Είναι ο τρόπος αφήγησης και σύνθεσης αυτός που κάνει ξεχωριστή τη νουβέλα του Αστερίου, ως σύλληψη και, κυρίως, ως εκτέλεση.

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Αρκαδία - Emanuelle Bayamack-Tam

Φτάνουμε μέσα στη νύχτα, έπειτα από ένα εξαντλητικό ταξίδι με το υβριδικό Toyota της γιαγιάς μου: χρειάστηκε να διασχίσουμε τη μισή Γαλλία αποφεύγοντας τις γραμμές υψηλής τάσης και τις κεραίες, υπομένοντας ταυτόχρονα τις τσιρίδες που έβγαζε η μητέρα μου, κι ας ήταν φασκιωμένη με υφάσματα ηλεκτρομαγνητικής θωράκισης. Από το πώς μας υποδέχτηκαν εκείνο το βράδυ και τις πρώτες μου εντυπώσεις από τους χώρους, δεν θυμάμαι και πολλά. Είναι αργά, έξω επικρατεί σκοτάδι, και πρέπει να κοιμηθώ στο κρεβάτι των γονιών μου διότι δεν είχαν προβλέψει δωμάτιο για εμένα ‒αντίθετα, δεν έχω ξεχάσει τίποτε από το πρώτο μου πρωινό στο Liberty House, από εκείνη τη στιγμή που η αυγή πρόβαλε μέσα από τις κολλαριστές κουρτίνες δίχως να με βγάλει στ' αλήθεια από τον ύπνο μου.

Το Liberty House είναι ένα new age κοινόβιο στη Γαλλία κοντά στα σύνορα με την Ιταλία. Εκεί αναζητούν καταφύγιο οι γονείς και η γιαγιά της μικρής Φαρά, σε μια απόπειρα να απαλλαγεί η μητέρα της από τις φρικτές επιπτώσεις που έχουν στο σώμα της οι γραμμές υψηλής τάσης και οι κεραίες, τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που εκπέμπουν. Η περίοδος πριν από την άφιξη στο κοινόβιο υπήρξε ιδιαίτερα ψυχοφθόρα για τη Φαρά, έτσι όπως ζούσαν απομονωμένοι και τραβώντας πάνω τους διαρκώς την προσοχή εξαιτίας των εκκεντρικών μεθόδων προστασίας που χρησιμοποιούσε η μητέρα της. Από την πρώτη κιόλας μέρα, η ζωή στο Liberty House φαντάζει πιο απλή, κανείς δεν τους στραβοκοιτά, κανείς δεν τους θεωρεί παράξενους, καθώς καθένα από τα μέλη της κοινότητας έχει να διηγηθεί μια αντίστοιχη ιστορία αυτοεξορίας από τον μεγάλο κόσμο. 

Πνευματικός ηγέτης της κοινότητας είναι ο πενηντάχρονος Αρκαντύ, ο οποίος παράλληλα ασχολείται και με όλα τα πρακτικά ζητήματα που αφορούν την εύρυθμη λειτουργία της, από την αναζήτηση χρημάτων μέχρι την επίλυση διαφωνιών μεταξύ των μελών. Η Φαρά, που πια είναι δεκατεσσάρων χρονών, τον λατρεύει, εκείνος αποδέχεται τη συντροφιά της και της χαρίζει φροντίδα, ενώ είναι ο μοναδικός που παρατηρεί την προσωπική της ανάπτυξη, όπως κανείς δεν την είχε προσέξει ως τότε. Και αν οι γονείς της είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, οι δάσκαλοι φρόντιζαν απλώς να σημειώνουν τη σωματική της δυσμορφία, χρόνο με τον χρόνο, και τον εξοστρακισμό που της επέβαλλαν οι συμμαθητές της. Μια επίσκεψη στη γυναικολόγο, καθώς δεν της έχει έρθει ακόμα περίοδος, θα δείξει πως η Φαρά είναι μεσοφυλική. Μόλις η Φαρά γίνει δεκαπέντε, και με τη νομική κάλυψη που αυτό το ορόσημο παρέχει, οι δυο τους θα αναπτύξουν σεξουαλικές σχέσεις. Η Φαρά μεγαλώνει σ' αυτό το ιδιαίτερο περιβάλλον, με τη φαινομενική ελευθερία και τον σεβασμό σε κάθε έμβια ύπαρξη, και με δεδομένες τις αντιφάσεις του. Αυτή είναι η ιστορία της όπως η ίδια επέλεξε να την αφηγηθεί.

Η Μπαγιαμάκ-Ταμ έχει μια ενδιαφέρουσα, μα ταυτόχρονα απαιτητική ιδέα, ένα μονοπάτι θεματικά δύσβατο, καθώς η πολιτική ορθότητα και το γκροτέσκο παραμόνευαν στη γωνία, απειλώντας να εξοβελίσουν τις συγγραφικές προθέσεις και να υπονομεύσουν το τελικό αποτέλεσμα. Κλειδί στην αποφυγή μεγάλου μέρους των κινδύνων αυτών υπήρξε η επιλογή της Φαρά στον ρόλο της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας, και αυτό προφανώς όχι γιατί πρόκειται για ένα ίντερσεξ άτομο, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο ενηλικιώνεται μέσα από την αφήγησή της. Παρότι η αφήγηση γίνεται εκ των υστέρων, οι αναμνήσεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα της αφηγήτριας υπήρξαν σύγχρονα με την ηλικία της. Η παιδική αφέλεια απολύεται με το πέρασμα των χρόνων, η ματιά διακρίνει τις αντιφάσεις και τις προβληματικές, ενώ και το συναίσθημα διαχωρίζεται από τη λογική. Παρόμοια είναι και η πορεία που η ίδια η κοινότητα ακολουθεί. Πορεία που αναπόφευκτα οδηγεί σε συγκρούσεις και μετασχηματισμούς. Η συγγραφέας γνωρίζει πως η ιστορία της δύναται να αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη, γι' αυτό και διαρκώς επιχειρεί να του υπενθυμίσει την αφηγηματική σύμβαση, πως είναι η Φαρά εκείνη που αφηγείται, πως μέσα από τα μάτια της παρακολουθούμε την ιστορία αυτή.

Liberty House, Σπίτι της Ελευθερίας, ονόμασε ο Βίκτωρ Ουγκό το σπίτι που έμεινε κατά την περίοδο της εξορίας του στο νησί Γκέρσνεϊ. Η επιλογή της ονομασίας της κοινότητας δεν αποτελεί μια τυχαία συγγραφική επιλογή, αλλά εξ αρχής τοποθετεί το στοιχείο της αντίστιξης, που φέρει η δυνατότητα ελευθερίας υπό συνθήκες περιορισμού. Όπως τυχαίος δεν είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος, που αποτελεί ευθεία αναφορά στο ρεύμα του Αρκαδισμού, τη στιγμή που τα μέλη της κοινότητας έχουν ανάγκη ακριβώς αυτή την απλότητα, έχοντας αφήσει πίσω τους έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο σύνθετος. Όμως, και η ύπαρξη αυτής της απλότητας, όχι στη θεωρία αλλά στην πράξη, είναι αμφισβητήσιμη. Η ίδια η ιστορία είναι κατά κάποιο τρόπο προσχηματική και χρησιμοποιείται περισσότερο ως ένα εργαστήριο για τη διεξαγωγή πειραμάτων, για να θυμηθούμε και τους νατουραλιστές, κάτι το οποίο διαφαίνεται και αφηγηματικά. Πίσω απ' όλα και πέρα από το προφανές, είναι οι αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και του σύγχρονου κόσμου αυτές που διέπουν την Αρκαδία, η σύνθετη πράξη του ζην, η διαρκής αναζήτηση ταυτότητας σ' έναν κόσμο ομοιότητας, που δυσκολεύεται να δεχτεί το διαφορετικό, από όποια πλευρά του φράκτη, που χωρίζει την κοινότητα από τον έξω κόσμο, και αν σταθεί κανείς.

Η Αρκαδία, της πολυγραφότατης Γαλλίδας συγγραφέως Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ, είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα μαθητείας, που μοιάζει βγαλμένο από το λογοτεχνικό σύμπαν του Τομ Ρόμπινς, αυτού του σύγχρονου παραμυθοποιητή της πραγματικότητας.

Μετάφραση Χαρά Σκιαδέλλη
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Χάθηκε βελόνι - Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Στη Λάσπη, το πρώτο μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, που κυκλοφόρησε το 2014, ο Σάντο, που μετά τη μετανάστευση της οικογένειάς του από την Αλβανία στην Ελλάδα βαφτίστηκε Αλέξανδρος, περιπλανιέται στην Αθήνα έχοντας σκοπό να αυτοκτονήσει ανήμερα των γενεθλίων του. Με μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που σπάνια διακόπτεται από κάποια τελεία, ο Γκέζος αποτυπώνει περίφημα την ψυχοσύνθεση του ήρωα-αφηγητή του, τη ματαιότητα και τον ιδεαλισμό, την αποστροφή που η επικρατούσα μετριότητα του προκαλεί. Επτά χρόνια μετά, στο Χάθηκε βελόνι, ο Γκέζος έρχεται να συμπληρώσει τα κομμάτια του παζλ, μπλέκοντας τα νήματα και αφηγούμενος μια ιστορία που περικλείει εκείνη του Αλέξανδρου και της οικογένειάς του, για να μιλήσει για ανθρώπους που εγκατέλειψαν τον τόπο τους, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, έρμαια της τύχης και της ιστορίας, αλλά και για τις ρίζες τους, σ' ένα αρκετά φιλόδοξο ως προς τη σύλληψη και την κατασκευή μυθιστόρημα. Αποτελούμενο από πέντε κεφάλαια, ανεξάρτητα μα συμπληρωματικά μεταξύ τους, το Χάθηκε βελόνι δεν είναι ωστόσο ένα τυπικό σπονδυλωτό μυθιστόρημα.

Πρώτος, στο κεφάλαιο μηδέν, την αφηγηματική σκυτάλη παίρνει ο Πέτρος, φίλος του Αλέξανδρου από τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα, που έχει χρόνια να μάθει νέα του. Ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση σχετικά με τις αναταραχές στην Αλβανία είναι αρκετό για να κινητοποιήσει τη νοσταλγία. Ξεκινάει για την Αθήνα, αναζητώντας ίχνη του φίλου του· η Μεθενιά και το Δρεπένι, μέρη επινοημένα, θα ακολουθήσουν. Στο ταξίδι του θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα και θα αναμετρηθεί με τις αναμνήσεις του, πριν επιστρέψει τελικά σπίτι του. Ο Πέτρος, ο μόνος από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος που δεν συγγενεύει με την οικογένεια του Αλέξανδρου, μοιάζει να έχει τον ρόλο του συγγραφέα εντός του μυθιστορήματος. Έτσι, το κεφάλαιο αυτό δεν λειτουργεί απλώς και μόνο ως εισαγωγή στην πλοκή αλλά κατέχει μια αρκετά πιο οργανική, αν και αφανή, θέση, τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς την αναγνωστική πρόσληψη. Ο Γκέζος δημιουργεί ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο διπλό άλτερ έγκο εντός του μυθιστορήματος, ένα συγγραφικό και ένα προσωπικό, τον Πέτρο και τον Αλέξανδρο αντίστοιχα. Και αν ο Αλέξανδρος είναι πανταχού παρών, ο Πέτρος γρήγορα κρύβεται στα παρασκήνια.

Στο Χάθηκε βελόνι ο Γκέζος κάνει μια καλώς εννοούμενη επίδειξη αφηγηματικής δεινότητας. Κινείται με άνεση, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ανάμεσα σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και διατρέχει σχεδόν έναν αιώνα ιστορίας, προσαρμόζοντας ανάλογα τη γλώσσα και το ύφος, διατηρώντας ωστόσο διαρκώς τον έλεγχο της αφήγησης, χωρίς να παρεκκλίνει της πορείας του. Τη ντοπιολαλιά διαδέχεται η στυλιζαρισμένη αφήγηση, την πρωτοπρόσωπη η τριτοπρόσωπη αφήγηση, την ημερολογιακή γραφή η ποίηση. Το ερώτημα που ευλόγως προκύπτει είναι αν αυτή η μίξη λειτουργεί. Η απάντηση είναι καταφατική. Και είναι καταφατική γιατί η εν γένει μορφή του μυθιστορήματος, τα λογοτεχνικά ετερόκλητα μέρη που το αποτελούν, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης και η διαδοχή μαρτυρίας και υποθέσεων εξυπηρετούν τη βασική συγγραφική πρόθεση, τη σύνθεση, δηλαδή, του Αλέξανδρου εν τη απουσία του. Γιατί αν στη Λάσπη ο Αλέξανδρος ήταν αφηγητής του εαυτού του, των σκέψεων και των συναισθημάτων του, στο Χάθηκε βελόνι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, παρά μόνο μέσα από τα ποιήματά του.

Οι ποιητικές καταβολές του Γκέζου είναι εμφανείς. Η αγάπη και η επιμονή με τις οποίες χειρίζεται τη γλώσσα το μαρτυρούν, με αποκορύφωμα την αφήγηση της μάνας στο τρίτο κεφάλαιο, όπως επίσης και η οικονομία στον λόγο, η αποστροφή για ό,τι περιττό. Στο Χάθηκε βελόνι εγκολπώνονται αρετές της μικρής φόρμας που η σπονδυλωτή σύνθεση αναδεικνύει περαιτέρω, αρετές που επιτρέπουν την υπέρβαση των ορίων της ατομικής ιστορίας και τη συμπερίληψη μιας ευρύτερης θεματικής ποικιλομορφίας, αλλά και τη λειτουργία του μυθιστορήματος σε διάφορα επίπεδα και αναγνώσεις. Με το Χάθηκε βελόνι ο Γκέζος κάνει ένα εμφατικό λογοτεχνικό βήμα. Δοκιμάζει τις δυνατότητες της μυθοπλαστικής του ικανότητας, κυρίως ως προς τη σύνθεση του ετερόκλητου, και καταφέρνει, εκείνο που στην περιγραφή μοιάζει με προσωπική αναζήτηση και πειραματισμό να το μετατρέψει σε λογοτεχνία αξιώσεων. Δεν εγκλωβίζεται στην κατασκευή του, γνωρίζει πως η άρτια τεχνική δεν είναι πανάκεια όταν κάποιος φιλοδοξεί να αφηγηθεί μια ιστορία, και ο Γκέζος έχει μια δυνατή ιστορία να αφηγηθεί, μια ιστορία που τον απασχολεί έντονα και αυτό φαίνεται πίσω από την κάθε λέξη, χωρίς να είναι αναγκαία η αντιπαραβολή του βιογραφικού σημειώματος.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Οι φαροφύλακες - Emma Stonex

Η Έμα Στόνεξ αντλεί έμπνευση από μια παλιά ιστορία, που έλαβε διαστάσεις θρύλου από την πρώτη στιγμή. Το 1900, τρεις φαροφύλακες εξαφανίστηκαν από έναν απομακρυσμένο φάρο στο νησί Έιλαν Μορ των Εξωτερικών Εβρίδων. Η πόρτα του φάρου ήταν κλειδωμένη από μέσα. Η συγγραφέας μεταφέρει την ιστορία της μυστηριώδους αυτής εξαφάνισης στο έτος 1972, σε έναν άλλον φάρο, κοντά στις ακτές της Κορνουάλης, που είναι γνωστός ως Κόρη. Είκοσι χρόνια αργότερα, ένας συγγραφέας, που, όπως και η Στόνεξ, έχει στο ενεργητικό του πολλά βιβλία με ψευδώνυμο, επιθυμεί διακαώς να γράψει ένα μυθιστόρημα γύρω από τη μυστηριώδη αυτή εξαφάνιση. Αναζητά τις συντρόφους των τριών φαροφυλάκων, σε μια απόπειρα να ερευνήσει εκ νέου τα γεγονότα εκείνα. Έχει να αντιμετωπίσει την επιφυλακτικότητά τους αλλά και τις πιέσεις που ασκεί η εταιρεία διαχείρισης των φάρων, ώστε να αποφύγει την επαναφορά της εξαφάνισης των τριών αντρών στην επικαιρότητα.

Οι φαροφύλακες είναι ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στη Στόνεξ να εισαγάγει ομαλά και να συστήσει στον αναγνώστη τον παντογνώστη αφηγητή, που δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα του βιβλίου, βιβλίου που ακόμα και αν ξεκίνησε με τη φιλοδοξία ενός μυθιστορήματος, διαθέτει πολλά στοιχεία μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. Η εξιχνίαση της εξαφάνισης προσιδιάζει σε αυτό που στην αστυνομική λογοτεχνία είναι γνωστό ως μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου. Η κλειδωμένη από μέσα πόρτα του φάρου προσδίδει περαιτέρω ενδιαφέρον, αφού θέτει το ερώτημα: πού κατέφυγε εκείνος που κλείδωσε την πόρτα, τι απέγινε; Η Στόνεξ, αν και ξέρει πως η εξαφάνιση των τριών αποτελεί το δυνατό χαρτί αυτής της ιστορίας, εκείνο που άλλωστε της τράβηξε, αρχικά τουλάχιστον, την προσοχή και το ενδιαφέρον, δεν επιθυμεί να γράψει ένα μυθιστόρημα που να εντάσσεται αποκλειστικά στην κατηγορία αυτή. Η αφήγηση χωρίζεται σε δύο χρόνους, το 1972, που αποτελεί το παρόν της εξαφάνισης, και το 1992, που αποτελεί το παρόν της έρευνας ή αλλιώς το συγγραφικό παρόν. Η συγγραφέας εναλλάσσει τα κεφάλαια, καταφεύγοντας κατά κόρον στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντας τον λόγο σε κάθε ένα από τα πρόσωπα του δράματος, με χαρακτηριστική τη σιωπή του συγγραφέα. Ο παντογνώστης αφηγητής χρησιμεύει για τη συνοχή, προσφέροντας τις απαραίτητες αφηγηματικές γέφυρες, όταν είναι απαραίτητο.

Η ζωή στον φάρο αλλά και στον συνοικισμό στο κοντινό λιμάνι, προορισμένο για τις οικογένειες των φαροφυλάκων, περιγράφεται αρκετά ικανοποιητικά, με κυρίαρχο το αίσθημα της υποχρεωτικής συνύπαρξης και συνεργασίας σε έναν χώρο ασφυκτικά μικρό. Εκείνο όμως που πραγματικά συντελεί στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στο κτίσιμο του άγνωστου αυτού μικρόκοσμου, είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προσώπων της ιστορίας, τόσο των αντρών που επέλεξαν να εργαστούν ως φαροφύλακες, όσο και των γυναικών τους. Η εναλλαγή των κεφαλαίων δίνει τη δυνατότητα στη Στόνεξ να προχωρήσει παράλληλα τις δύο ιστορίες, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ, ταυτόχρονα, χτίζει τους χαρακτήρες της, δίνοντάς τους την ευκαιρία να συστηθούν επαρκώς, αλλά και να δικαιολογήσουν τις πράξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Ενώ τεχνικά το χτίσιμο των χαρακτήρων είναι ικανοποιητικό, δεν είμαι σίγουρος πως το ίδιο συμβαίνει και με την αναγνωστική πρόσληψη, καθώς σε κάποια σημεία η, κατά τα άλλα, αναμενόμενη και χρήσιμη, καταφυγή στο κλισέ, τη στερεοτυπία και το μελό, φαντάζει κάπως υπερβολική και συναισθηματικά χειριστική. Οι συζητήσεις των τριών γυναικών με τον συγγραφέα, από τις οποίες έχει αφαιρεθεί η οποιαδήποτε δική του συμμετοχή, διακρίνονται για την προφορικότητα και τη συναισθηματική τους ένταση, φανερώνοντας μια αφηγηματική δεινότητα που στο υπόλοιπο βιβλίο δεν είναι προφανής. Και έχει ενδιαφέρον αυτό, γιατί ίσως να είναι τα μοναδικά σημεία του βιβλίου που η Στόνεξ επέλεξε να φύγει από τα όρια της ασφαλούς αφήγησης και να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό.

Η Στόνεξ, πίσω και πέρα απ' όλα, αφηγείται μια ιστορία απώλειας. Οι τρεις γυναίκες έμειναν πίσω χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις, παραβρέθηκαν σε μια κηδεία χωρίς νεκρούς προς ταφή, είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται ξαφνικά, και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, ένας συγγραφέας έρχεται να τις ρωτήσει τι συνέβη, και εκείνες, παρά την όποια επιφυλακτικότητα, επιθυμούν να πουν τη δική τους εκδοχή των πραγμάτων, να πουν τη δική τους ιστορία για την οποία κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, πέρα από ένα μηνιαίο βοήθημα που λαμβάνουν από την εταιρεία, με το οποίο εξαγοράστηκε η σιωπή τους. Η Στόνεξ όμως λέει ακόμα μία ιστορία, την ιστορία εκείνων που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας κατέφυγαν στον φάρο, μακριά από τον μεγάλο και σύνθετο κόσμο. Και αυτή είναι μια ιστορία στο όριο της παραβολής, αφού η συγγραφέας, μέσα από την ιστορία των τριών φαροφυλάκων, μοιάζει να επιχειρεί να κατανοήσει όλους εκείνους που από επιλογή ή ανάγκη ζουν στις παρυφές του κόσμου, εκείνους για τους οποίους η μοναξιά δεν αποτελεί φυλακή.

Η ιστορία που επέλεξε να αφηγηθεί η Στόνεξ συνοδεύεται από ένα υψηλό τίμημα. Είναι τέτοια η δυναμική της μυστηριώδους εξαφάνισης, που ελάχιστες ευκαιρίες διαφυγής ή απομάκρυνσης επιτρέπει. Όποια κατεύθυνση και αν επιλέξει, το φως του έρημου φάρου θα την ακολουθεί, υπενθυμίζοντάς της πόσο απαραίτητος είναι αν δεν θέλει να χαθεί στη σκοτεινή θάλασσα. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας αυτής, Οι φαροφύλακες είναι ένα ωραίο, καλογραμμένο βιβλίο, που διαβάζεται με αρκετή ανυπομονησία. Η ζωή σ' έναν φάρο στη μέση του ωκεανού διαθέτει κάτι το εξωτικό, σχεδόν μαγικό, ενώ και η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία πάτησε η συγγραφέας είναι προκλητικά ενδιαφέρουσα, και ο τρόπος με τον οποίο η Στόνεξ χειρίστηκε τη μυθιστορηματική λύση του μυστηρίου υπήρξε ομολογουμένως έξυπνος, αν και ίσως όχι για τους λόγους που φαντάζεστε.

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Τραγούδια για τον δρόμο - Έντυ Διαμαντόπουλος

(Το βιβλίο αυτό είδε άλλα βιβλία που έφτασαν ως το νησί αργότερα από εκείνο να φεύγουν από το ράφι με τα αδιάβαστα. Ελάχιστα το παρηγορούσε το γεγονός πως υπήρχαν βιβλία που τα βρήκε σαν έφτασε και συνέχισε να τα βλέπει να σκονίζονται ξεχασμένα εκεί. Η μετασεισμική μετακόμιση του χάρισε μια πρόσκαιρη ελπίδα, έτσι όπως το σουίφερ το διέτρεξε. Το φως ήταν διαφορετικό σ' αυτό το νέο σπίτι, όμως μόνο για λίγο το απόλαυσε. Ο φόβος της ασταθούς βιβλιοθήκης το οδήγησε σε ένα ερμητικά κλειστό ντουλάπι. Τουλάχιστον, γλίτωνε ένα μέρος της σκόνης. Είχε προηγηθεί η Μεσακτή του Μαλαφέκα κι εγώ αναζητούσα μια ανάλογη αναγνωστική εμπειρία. Τότε θυμήθηκα τα Τραγούδια για τον δρόμο του Έντυ Διαμαντόπουλου.)

Η Νότια Αμερική είναι ένα μυστήριο για μένα. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την παραμονή μου εκεί, τον περισσότερο καιρό ήμουν μεθυσμένος ή φτιαγμένος. Θυμάμαι όμως έναν δρόμο.

Από την εναρκτήρια πρόταση, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων. Τα συστατικά είναι συγκεντρωμένα εδώ: Νότια Αμερική, αλκοόλ, ναρκωτικά, ο δρόμος και τα τραγούδια του τίτλου. Την ερωτική ιστορία δεν είναι δύσκολο να την υποθέσει κανείς. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής βρέθηκε στη Βραζιλία να δουλεύει ως πωλητής ελληνικών προϊόντων. Εγκατέλειψε την Αθήνα πιστεύοντας -ή μάλλον ελπίζοντας- πως θα άφηνε πίσω του όλα εκείνα που του υπέδειξαν να αναζητήσει στη φυγή παυσίπονο στον πόνο. Όμως όχι. Προφανώς όχι. Μακάρι να ήταν τόσο απλό, μακάρι η έκδοση ενός εισιτηρίου να είχε τέτοια δύναμη. Οι αναμνήσεις εισβάλλουν απρόσκλητες· πριν ο ορίζοντας αποκαλυφθεί στο τέλος της στροφής· μόλις τα μάτια κλείσουν αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί· όταν δεν θα έπρεπε. Η Μπέλα, το αυτοκίνητό του, μια Ford Mustang του '67, θα τον προδώσει μια νύχτα με βροχή στη μέση του δρόμου για το Πόρτο Αλέγκρε. Η Μάρι θα τον περιμαζέψει. Θέτει έναν και μόνο όρο, να την πάει βόλτα με τη Μπέλα όταν την επισκευάσει. Είναι μουσικός σε περιοδεία με την μπάντα της, τη Banda Voadora, και το επόμενο βράδυ έχουν συναυλία στο Πόρτο Αλέγκρε. Μια ερωτική ιστορία ξεκινά.

Ήταν το βιβλίο που έψαχνα. Στακάτος και γρήγορος ρυθμός, ένας ήρωας ελάχιστα ηρωικός, στα χαμένα, ένα περιβάλλον εξωτικό, ένα παλλόμενο νεύρο αφήγησης, ικανό να σε παρασύρει σε μια αχόρταγη ανάγνωση, που έφερνε εικόνες από το παρελθόν, όχι μόνο το αναγνωστικό. Η αφήγηση δεν έχει τίποτα το επιδεικτικό, παρά την όποια γοητευτική λάμψη με την οποία είναι πασπαλισμένη, είναι μια ιστορία ήττας, μια απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης του κεφαλιού πάνω από το νερό, μια απέλπιδα απόπειρα επανασυγκρότησης, χωρίς κανένα σχέδιο, υποχείριο της μοίρας και του δρόμου, ιστορία που ο αφηγητής χωρίς δεύτερη σκέψη θα εγκατέλειπε για να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στο παρελθόν, να ρίξει ξανά τη ζαριά. Αυτό είναι που κάνει την ιστορία αυτή θελκτική, η αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που ο αφηγητής βιώνει και στον τρόπο με τον οποίο το βιώνει, αυτή η απόσταση που δημιουργείται ανάμεσα σε εκείνον και τον αναγνώστη που λαχταρά τέτοιου είδους εμπειρίες, που αχόρταγα διαβάζει χωρίς να είναι αναγκασμένος να πληρώνει το βαρύ συναισθηματικό τίμημα, έτσι αναπαυτικά όπως στέκεται στον ρόλο του θεατή, παραμερίζοντας αρκετά την όποια ενσυναίσθηση, ώστε να απολαύσει αυτή την τρελή αφήγηση, που όμως είναι φτιαγμένη με βασικό συστατικό της τον πόνο.

Παρότι οι αναφορές του Διαμαντόπουλου είναι ορατές, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει την απαραίτητη δυναμική ώστε να καταστήσει τη φωνή αρκούντως προσωπική. Ο συγγραφέας γνωρίζει τα όρια και τις συμβάσεις της παλπ λογοτεχνίας, τα γνώριμα κλισέ και στερεότυπα του αφηγητή και της ιστορίας του εν γένει, και φροντίζει να κινείται εντός αυτών, χωρίς να παίρνει αχρείαστα ρίσκα. Διανθίζει το κυρίως σώμα της ιστορίας με μικρές, πλην όμως ενδιαφέρουσες, λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, η οικογένεια του ήρωα που διατηρούσε μαγαζί με γραβάτες, ζωή στην οποία εκείνος ένιωθε ασφυξία, ή η λαχτάρα της Μάρι να εγκαταλείψει τη Βραζιλία, αλλά και ο ιδιαίτερος κόσμος των ξενοδοχείων. Σύμφωνα με το βιογραφικό του Διαμαντόπουλου, δεν είναι διόλου απίθανο να έχει ζήσει κάποιο διάστημα εκεί. Όπως και να έχει, πετυχαίνει να χρησιμοποιήσει τη Βραζιλία τόσο όσο είναι απαραίτητο για να δείξει την απόσταση από την Ελλάδα και την προηγούμενη ζωή τού αφηγητή, χωρίς να ποντάρει υπερβολικά στην εξωτικότητα του τόπου, χωρίς να καθιστά τη Βραζιλία πρωταγωνίστρια της ιστορίας, αφού η ίδια ιστορία θα μπορούσε να διαδραματιστεί και αλλού, αποφεύγοντας έτσι τις κακοτοπιές. Οι παρεμβολές των τραγουδιών, με την παράθεση στίχων, λειτουργεί, ενώ η ακρόαση της λίστας επιτείνει την αναγνωστική εμπειρία, μια ακόμα ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια.

Τα Τραγούδια για τον δρόμο ανταποκρίθηκαν πλήρως στις αναγνωστικές μου επιδιώξεις, σ' ένα είδος που εδώ και χρόνια είναι εκτός του αναγνωστικού μου safety zone, είδος ωστόσο που εν πολλοίς με διαμόρφωσε ως αναγνώστη.

υγ. Για τη Μεσακτή του Μαλαφέκα στην οποία αναφέρθηκα μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.

Εκδόσεις BookLab   

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Η Ελένα ξέρει - Claudia Piñeiro

Η γεννημένη το 1960 Κλαούντια Πινιέιρο, παρότι ιδιαιτέρως γνωστή εντός και εκτός Αργεντινής, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά ως τώρα. Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν οι εξειδικευμένες στην ισπανόφωνη λογοτεχνία εκδόσεις Carnívora, από τις οποίες κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημά της Η Ελένα ξέρει, που εκδόθηκε το 2007, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.

Το θέμα είναι να σηκώσει απλώς το δεξί πόδι μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ' το πάτωμα, να το σπρώξει στον αέρα, ώσπου να βγει μπροστά από τ' αριστερό, και σ' αυτή την απόσταση, όση κι αν είναι, πολλή ή λίγη, να το κάνει να κατέβει. Αυτό είναι όλο κι όλο το θέμα, σκέφτεται η Ελένα. Όμως, παρότι το σκέφτεται και ο εγκέφαλος δίνει την εντολή, το δεξί πόδι δεν κινείται. Δε σηκώνεται. Δεν προχωράει προς τα μπρος στον αέρα. Δεν ξανακατεβαίνει. Δεν κινείται, δε σηκώνεται, δεν προχωράει προς τα εμπρός στον αέρα, δεν ξανακατεβαίνει. Αυτό όλο κι όλο. Αλλά δεν το κάνει. Τότε, η Ελένα κάθεται και περιμένει.

Η Ελένα ξέρει, το έμαθε σταδιακά και με τρόπο οδυνηρό, πως ακόμα και η πιο μικρή κίνηση, που άλλοτε ποτέ δεν θα τη σκεφτόταν, τώρα αποτελεί μια τεράστια πρόκληση, όπως το να κατέβει από το κρεβάτι, να σταθεί στα πόδια της, να κινηθεί στο μικρό της σπίτι. Η Ρίτα, η κόρη της, πέθανε ένα απόγευμα που η βροχή ζύγωνε απειλητικά, δεν πάει πολύς καιρός. Από τότε η Ελένα έμεινε μόνη. Η νόσος του Πάρκινσον καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του νευρικού της συστήματος. Λαμβάνει τρία χάπια ημερησίως. Κάπου στο ενδιάμεσο, τα χάπια της χαρίζουν μια υποβοήθηση, έναν καλύτερο έλεγχο του σώματος, χάρη στην έκκριση λεβοντόπας που προξενούν. Γύρω από αυτά τα τρία χάπια καταστρώνει το σχέδιο της κάθε ημέρας. Σήμερα, θέλει να πάρει το τρένο και να κατέβει στο Μπουένος Άιρες, έχει μια σημαντική επίσκεψη να κάνει. Θα ξεκινήσει λίγο αφού πάρει το πρώτο χάπι, θα διασχίσει πεζή την απόσταση μέχρι τον σταθμό, ελπίζοντας να αποφύγει να συναντήσει κάποιον γνωστό στον δρόμο, φοβάται ωστόσο την ουρά έξω από την τράπεζα, καθότι είναι μέρα πληρωμών, όμως πρέπει να περάσει από εκεί, αλλιώς ο κύκλος θα είναι τεράστιος, πέρα από τις σωματικές της αντοχές.

Στο σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα, η Πινιέιρο πετυχαίνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, κυρίως για τον άκρως ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο αποδίδει γλωσσικά και υφολογικά την κάθε στιγμή της Ελένα, τον τρόπο με τον οποίο βιώνει τη νόσο του Πάρκινσον, την έντονη αντίθεση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία σκέπτεται και ενεργεί, τον εγκλωβισμό ενός άκρως λειτουργικού μυαλού, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα, μέσα σ' ένα σώμα που ολοένα και λιγότερο υπακούει. Η σκιαγράφηση και της παραμικρότερης λεπτομέρειας, η ακρίβεια των λέξεων, η αποτύπωση της κινητικής και ψυχολογικής κατάστασης της Ελένα είναι εντυπωσιακές. Η Πινιέιρο ενσωματώνει τον αναγνώστη στην Ελένα, τον αναγκάζει να κινηθεί μαζί της, να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, να νιώσει τον τρόμο της αδυναμίας σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη, άμαθος όπως είναι· είπαμε, η Ελένα ξέρει. Με λόγο κοφτό και ακριβή η συγγραφέας θέτει τα ασφυκτικά στενά όρια εντός των οποίων είναι καταδικασμένη να κινείται η πρωταγωνίστριά της, με κάθε λέξη υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει επιστροφή από αυτή τη συνθήκη, μόνο επιδείνωση. Πατά στη λεπτή γραμμή του οίκτου αλλά δεν την περνά, αποφεύγοντας τον συναισθηματικό εκβιασμό του αναγνώστη, δεν θέλει τον οίκτο η Ελένα, δεν θέλει ούτε τον θαυμασμό για το θάρρος και την επιμονή της, θέλει απλώς να φτάσει ως εκείνη την πόρτα, μόνη και με τον τρόπο που εκείνη ξέρει.

Το μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται στη διάρκεια μιας ημέρας, είναι ιδιαιτέρως υποβλητικό, γεγονός στο οποίο συμβάλλει τα μέγιστα η συναισθηματικά ουδέτερη και σταθερή αφηγηματική φωνή, χωρίς εξάρσεις, που λειτουργεί ως ένα βαθμό αντιστικτικά με το καθεαυτό περιεχόμενο της αφήγησης. Η Ελένα ξέρει διαθέτει τον απόηχο ενός νουάρ μυθιστορήματος, ενσωματωμένο με τρόπο περίτεχνο στο παρασκήνιο της ιστορίας, που δυναμώνει με το πέρασμα των σελίδων. Ο τρόπος με τον οποίο η Πινιέιρο παρεμβάλει τις απαραίτητες για την πλοκή αναλήψεις του παρελθόντος στο κυρίως σώμα της αφήγησης είναι υποδειγματικός, και της επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να εντάξει περαιτέρω διαστάσεις, κυρίως κοινωνικές, στην ιστορία της, αλλά και να χτίσει αργά και σταθερά το σασπένς, οδηγώντας σε μια αναπάντεχη, κυρίως για την ίδια την Ελένα, ανατροπή. Μέσα από την ασθένεια της Ελένα η συγγραφέας αγγίζει και τη σχέση μητέρας‒κόρης, τη στιγμή της αντιστροφής των ρόλων, όταν δηλαδή η Ελένα εξαρτάται πλήρως από τη Ρίτα, ενώ παράλληλα κριτικάρεται ευθέως ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα υγείας, η γραφειοκρατία και τα μικρά γράμματα των ασφαλιστικών συμβολαίων σε μια εποχή ιδιωτικοποίησης της υγείας και πλήρους κατάρρευσης του κράτους πρόνοιας. Το μυθιστόρημα διαθέτει και μια έντονη φεμινιστική ματιά, για το δικαίωμα της γυναίκας στην αυτοδιάθεση του σώματός της, υπενθυμίζοντας πως απέναντί της συχνά στέκονται άλλες γυναίκες. 

Η Πινιέιρο, σε λίγες σελίδες, και χωρίς στιγμή να απολύει τον βηματισμό της, διαπραγματεύεται πλείστα ζητήματα και αποδίδει ευδιάκριτα και τους υπόλοιπους, πλην της Ελένα, χαρακτήρες, σ' ένα σφιχτοδεμένο και συμπαγές σύνολο, που δεν περιορίζεται στην πρόκληση της ενσυναίσθησης. Η Ελένα ξέρει είναι ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα, παρά τη συναισθηματική δυσφορία που γεννά, δείγμα γραφής μιας ικανότατης συγγραφέως, που δημιουργεί ιδιαίτερη ανυπομονησία για περαιτέρω επαφή με το έργο της.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

Γόνιμες μέρες - Τζούλια Γκανάσου

Στον νου μου έρχεται η τελευταία εικόνα προτού χάσω τις αισθήσεις. Κείτομαι στο πεζοδρόμιο. Δίπλα μου υπάρχει ένας νεκρός. Ένα ρυάκι από αίμα μας ενώνει. Στο χέρι μου ξαποσταίνει ένα στιλέτο. Η λαβή του είναι καθαρή. Η λεπίδα είναι ματωμένη. Μια γυναίκα πλησιάζει. Ψηλαφίζει το κεφάλι μου. Σκύβει πάνω από τα χείλη μου. Μυρίζει άνοιξη, νεράντζι, γινωμένο γλυκό πορτοκάλι.

Ένας άντρας ανακτά τις αισθήσεις του, δεν ξέρει πού βρίσκεται, ούτε πώς βρέθηκε εκεί. Δεν μπορεί να ανοίξει τα μάτια, ακούει τη φωνή της κόρης του, τον κατακλύζει το έντονο άρωμά της. Η γυναίκα του επιστρέφει στον θάλαμο, ο γιος του ακόμα να φανεί, η αγωνία τους είναι έκδηλη. Η αγωνία τους δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την υγεία του, επιθυμούν διακαώς να μάθουν σε τι ήταν μπλεγμένος, να σκαρφιστούν τι θα απαντήσουν στις ερωτήσεις των τρίτων. Οι αστυνομικές αρχές πιέζουν τους θεράποντες γιατρούς να τον καταστήσουν ικανό να απολογηθεί το συντομότερο δυνατόν, η υπόθεση πρέπει να κλείσει, το σώμα δεν αντέχει άλλη αποτυχία. Σταδιακά ο άντρας θυμάται. Προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, δεν τα καταφέρνει. Γίνεται αυτήκοος μάρτυρας των όσων συμβαίνουν στον θάλαμο, των ενημερώσεων των γιατρών, των επισκέψεων συγγενών και φίλων, των όσων συζητούν η γυναίκα του και τα παιδιά του σαν εκείνος να μην είναι εκεί. 

Οι Γόνιμες μέρες ανήκουν ειδολογικά στην ευρύτερη κατηγορία της αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς υπάρχει ένα έγκλημα και μια απόπειρα διαλεύκανσης. Η Γκανάσου εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις συμβάσεις του είδους και τις χρησιμοποιεί ως καλούπι. Το σχήμα έγκλημα-διαλεύκανση της επιτρέπει να δημιουργήσει έναν διακριτό άξονα πλοκής και να ενσωματώσει σ' αυτόν τις προεκτάσεις που επιθυμεί πραγματικά να δώσει στην ιστορία της. Η συγγραφέας δεν εγκλωβίζεται, το τελικό αποτέλεσμα υπερβαίνει κατά πολύ τους περιορισμούς του είδους, καθώς ελάχιστα προσομοιάζει σε ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Εστιάζει σε διαφορετικά σημεία και εγείρει πολυποίκιλα ζητήματα προς διερεύνηση, ενώ η διαλεύκανση, σύντομα, περνά σε δεύτερη μοίρα, χωρίς, ωστόσο, η νουβέλα να χάνει σε σασπένς. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως η Γκανάσου παραμελεί τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της, τη νυχτερινή και άκρως επικίνδυνη Αθήνα, την οποία νέμονται συμμορίες ντόπιων και ξένων. Αν τα όσα συμβαίνουν στον θάλαμο αφήνουν μια θεατρική αίσθηση, η αποσπασματική ανασύσταση της αιματηρής συμπλοκής είναι χαρακτηριστικά κινηματογραφική και ιδιαίτερα ατμοσφαιρική.

Η Γκανάσου έλαβε μια αφηγηματική απόφαση άκρως λειτουργική για τη νουβέλα της, δίνοντας τον ρόλο του αφηγητή στον κατάκοιτο, ανίκανο να επικοινωνήσει με τους γύρω του, άντρα, μια επιλογή που την έφερε εις πέρας με επιτυχία, παρότι ιδιαιτέρως απαιτητική. Κατάφερε να αποδώσει πειστικά την αγωνία ενός ανθρώπου που πασχίζει να θυμηθεί, που η ζωή του εν πολλοίς κρίνεται από αυτό, και ενώ γύρω του ο κλοιός ολοένα και στενεύει, τόσο από την οικογένειά του, όσο και από τις αρχές. Η συγγραφέας, όμως, δεν αρκέστηκε στην απόδοση της σταδιακής επαναφοράς της μνήμης. Η χορήγηση φαρμάκου, για να βγει από το κώμα και να μπορέσει να καταθέσει, επιδρά περαιτέρω στην ήδη επιβαρυμένη κατάσταση του άντρα, η λειτουργία της μνήμης απορρυθμίζεται και εκείνος χάνει ακόμα περισσότερο τον έλεγχό της, γινόμενος έρμαιο εικόνων από το παρελθόν, από την πρώιμη παιδική ηλικία, εκεί όπου κυριαρχεί η μορφή μιας γυναίκας, εικόνες που παρεμβάλλονται στα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, δίνοντάς τους έναν χαρακτήρα υπερρεαλιστικό, τη στιγμή που εντείνουν την υπαρξιακή αγωνία που βιώνει ο άντρας. 

Ως εύρημα, η απώλεια της μνήμης του άντρα φέρνει τον αυτοδιηγητικό αφηγητή και τον αναγνώστη στην ίδια αφετηρία γνώσης. Ο άντρας θυμάται ολοένα και περισσότερα απ' όσα συνέβησαν, καθώς τα κομμάτια του παζλ συμπληρώνονται. Ο αναγνώστης τον ακολουθεί στο ταξίδι αυτό. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης μοιράζεται τις αμφιβολίες της οικογένειας του άντρα, αφού δεν γνωρίζει τον ρόλο του στο συμβάν, τον βαθμό εμπλοκής του σ' αυτό. Με τον τρόπο αυτό η Γκανάσου πετυχαίνει να εγείρει το αναγνωστικό ενδιαφέρον καθιστώντας τον αναγνώστη συναισθηματικά μέτοχο στην ιστορία, συμμεριζόμενο τόσο την αγωνία του άντρα, όσο και εκείνη της οικογένειας, που επιπρόσθετα καλείται να λάβει αποφάσεις για εκείνον, αποφάσεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του, αποφάσεις που μπορεί να έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο και σε αυτούς τους ίδιους. Η νουβέλα θα μπορούσε να περιγραφεί και ως ένα ιδιότυπο οικογενειακό δράμα δωματίου. Η οικογένεια, μετά από χρόνια, είναι συγκεντρωμένη, αυτή τη φορά γύρω από το κρεβάτι στο οποίο κείτεται ο πατέρας. Η αγωνία αναπόφευκτα γεννά ένταση, εστίες που σιγόκαιγαν αναζωπυρώνονται. Η Γκανάσου εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο μυαλό και το σώμα του άντρα, έτσι όπως είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου και ακούει τα πάντα, χωρίς να μπορεί να δηλώσει παρών, και αυτή η αδυναμία του άντρα να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του, η σιωπηλή του παρουσία αποκλειστικά στον ρόλο του δέκτη, εντείνει το διάχυτο στη νουβέλα αίσθημα ασφυξίας.

Οι Γόνιμες μέρες αποτελούν μια ευτυχή συγκυρία εμπνευσμένης σύλληψης και άρτιας εκτέλεσης, με αποτέλεσμα μια σφιχτοδεμένη νουβέλα που διαβάζεται απνευστί και χαράσσεται στη μνήμη του αναγνώστη.

Εκδόσεις Γκοβόστη

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να υψώνεται μέσα στη βροχή - Patricio Pron

Λίγο αφότου έκλεισα την πόρτα πίσω μου, επέστρεψα στο γραφείο· ο ταχυδρόμος συνέχισε με τη διανομή, αυτό τουλάχιστον υποθέτω. Με τον φάκελο σκισμένο και πεταμένο όπως όπως στο πάτωμα, κρατούσα το βιβλίο του Προν στα χέρια μου, και περισσότερο από το όπως πάντα εκπληκτικό και χαρακτηριστικό εξώφυλλο του Κούρτογλου, εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ο μακρύς τίτλος του μυθιστορήματος, ο μακρύτερος απ' όσους μπορώ να ανακαλέσω, Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να υψώνεται μέσα στη βροχή· η χρήση της κτητικής αντωνυμίας ήταν που τελικά την εγκλώβισε. Δεν είχα σκοπό να διαβάσω το βιβλίο του Προν, όχι εκείνη τη στιγμή, θα έπαιρνε τη θέση του στο ράφι με τα αδιάβαστα, υπήρχαν άλλες προτεραιότητες που διέθεταν την απαραίτητη σκόνη στη ράχη τους. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, ξεκίνησα να διαβάζω το πρώτο κεφάλαιο, αποτελούμενο από μόλις δύο σελίδες, τελειώνοντάς το είχα μπροστά μου έναν μονόδρομο να ακολουθήσω.

Υποθέτω πως μια μέρα, κάποια στιγμή, τα παιδιά νιώθουν την ανάγκη να μάθουν ποιοι υπήρξαν οι γονείς τους και ρίχνονται σ' αυτή την αναζήτηση. Τα παιδιά είναι οι ντετέκτιβ των γονιών τους, που τα φέρνουν στον κόσμο για να επιστρέψουν σ' εκείνους μια μέρα και να τους διηγηθούν την ιστορία τους και μ' αυτόν τον τρόπο να μπορέσουν να την κατανοήσουν. Δεν είναι οι κριτές τους, δεδομένου του ότι δεν μπορούν να κρίνουν με πραγματική αμεροληψία τους γονείς στους οποίους οφείλουν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ζωής τους, αλλά βέβαια μπορούν να προσπαθήσουν να βάλουν σε μια τάξη την ιστορία τους, να αποκαταστήσουν το νόημα που τα κάπως παιδαριώδη συμβάντα της ζωής και η συσσώρευσή τους φαίνεται να της έχουν στερήσει κι ύστερα να προστατέψουν αυτή την ιστορία και να τη διαιωνίσουν στη μνήμη. Τα παιδιά είναι οι αστυνομικοί των γονιών τους, αλλά εμένα οι αστυνομικοί δεν μ' αρέσουν. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά με την οικογένειά μου.

Τόπος κοινός στη λογοτεχνία, που όμως εξαιτίας του βιωματικού του χαρακτήρα δεν εμπίπτει στην κατηγορία της μανιέρας, η ανασύσταση της ζωής των γονέων, αυτών των εν πολλοίς αγνώστων, από τα παιδιά τους, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, με την τάδε ή τη δείνα αφορμή. Ο αφηγητής, συγγραφέας και καθηγητής πανεπιστημίου, που τα τελευταία οχτώ χρόνια ζούσε στη Γερμανία, επιστρέφει στην Αργεντινή, ο πατέρας του βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Όταν φεύγει από το νοσοκομείο, έχοντας περάσει ώρες αμηχανίας στο πλευρό του σιωπηλού πατέρα, επιστρέφει στο σπίτι των γονιών του, που καθόλου οικειότητα δεν αναβλύζει πια, λες και ποτέ εκείνος δεν έζησε εκεί. Στο γραφείο του πατέρα του υπάρχει μια στοίβα με φακέλους, που περιέχουν αρχειοθετημένη την πορεία της έρευνας για την εξαφάνιση ενός άντρα από το χωριό. Μαρτυρίες, ρεπορτάζ, αναφορές. Ο αφηγητής, διατρέχοντας το υλικό, αναρωτιέται τι ήταν εκείνο που ενεργοποίησε και έθρεψε την εμμονή τού πατέρα του με την εξαφάνιση αυτού του άντρα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα φωτίσει άγνωστες πτυχές της ζωής του πατέρα.

Διατηρώντας τη μυθοπλαστική σύμβαση και παρότι η ιστορία μοιάζει να διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, θα θεωρήσουμε τον αφηγητή άλτερ έγκο του Προν. Η ιστορία αυτή καθαυτή, άλλωστε, δεν κρίνεται με γνώμονα το πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πέραν τούτου, είναι ο τρόπος να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, και δη την ιστορία του, έστω και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της μυθοπλασίας, εκείνος που βαραίνει, περισσότερο από ό,τι άλλο, το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, η σύνθεση του μυθιστορήματος με τη χρήση μικρών κεφαλαίων, που σπάνια είναι μεγαλύτερα των δύο σελίδων και κάποιες φορές δεν ξεπερνούν σε έκταση το μέγεθος μιας παραγράφου, είναι μια επιλογή, χρηστική και όχι κενά μεταμοντέρνα, με την οποία ο Πρόν πετυχαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, αίρει όλους τους περιορισμούς μιας χρονικά γραμμικής αφήγησης. Δεύτερον, αναπτύσσει τρεις παράλληλες αφηγήσεις· εκείνη που αφορά τη δική του ζωή, εκείνη που αφορά τον πατέρα του και εκείνη που αφορά την έρευνα για την εξαφάνιση του άντρα. Τρίτον, η αίσθηση αποσπασματικότητας υπηρετεί το συγγραφικό εύρημα που αφορά την πρόθεση του αφηγητή να γράψει κάποια στιγμή ένα βιβλίο ώστε να μην ξεχαστούν όσα είχαν κάνει οι γονείς του.

Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο Προν στήνει την αφήγησή του γύρω από την εξέλιξη της έρευνας για την εξαφάνιση του άντρα, εξάπτει την περιέργεια όχι μόνο του αναγνώστη, αλλά και του ίδιου του αφηγητή, έτσι όπως έρχεται prima vista αντιμέτωπος με το περιεχόμενο του φακέλου. Η απόπειρα να διακρίνει εκείνο που συνδέει τον πατέρα του με την ιστορία αυτή, δημιουργεί αβίαστα και πειστικά τη συναισθηματική σύνδεση του γιου με τον πατέρα και έτσι δικαιολογείται απόλυτα η έντονη επιθυμία αφήγησης της ιστορίας του, καθώς αποτυπώνεται ευδιάκριτα η ανάγκη του αφηγητή, συστατικό απαραίτητο σε κάθε παρόμοια αφήγηση, πρωτοπρόσωπη και με χαρακτήρα βιωματικό. Μέσω της ιστορίας του πατέρα του, ο αφηγητής φέρνει στο προσκήνιο μια ολόκληρη γενιά, που φέρει το στίγμα της ηττημένης, της υπεύθυνης για τα δεινά της χώρας. Έτσι, το μυθιστόρημα ξεφεύγει από το αμιγώς προσωπικό και εισέρχεται στο συλλογικό. Η άγνοια του γιου για το παρελθόν του πατέρα του, εκτός από την όποια περιφρόνηση, δικαιολογεί, τρόπο τινά, και τη διόλου πολιτική στάση της δικής του γενιάς, εγκαθιδρύοντας μια μοιρολατρική και παθητική στάση απέναντι στα πράγματα, σε μια εποχή που ο σολιψισμός ολοένα και επικρατεί. Γιατί είναι διαφορετικό να ξέρεις πως κάποιος, αν και τελικά ηττήθηκε, αγωνίστηκε για έναν σκοπό, από το να θεωρείς πως δεν έδωσε ποτέ τη δική του μάχη.

Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να υψώνεται μέσα στη βροχή φλερτάρει έντονα με το μη μυθοπλαστικό μονοπάτι που ακολουθεί εδώ και χρόνια ο Χαβιέρ Θέρκας, τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκει το προσωπικό και την έρευνα με τη διερεύνηση του παρελθόντος και τη διάσωση της ιστορικής μνήμης. Ο Προν υπογράφει ένα αξιομνημόνευτο μυθιστόρημα, καθώς πετυχαίνει να καταστήσει τη μεταμοντέρνα κατασκευή του όχι απλώς προσιτή αλλά και θελκτική, επίτευγμα απαιτητικό, ξεκάθαρο δείγμα ταλέντου.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος