Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Η πέρα πραγματικότητα





Σηκώνω το βλέμμα πάνω από τις σελίδες του βιβλίου, περιγράμματα φωτός και σκότους συνθέτουν την πέρα πραγματικότητα, πιο θολή και με μεγαλύτερες αντιθέσεις τις τελευταίες αυτές μέρες. Καθένας έχει τον τρόπο του, καθένας έχει το δικαίωμα στον τρόπο του, κι εγώ, που αλλιώς σχεδίαζα αυτό το τελευταίο κείμενο πριν την αυγουστιάτικη διακοπή, νιώθω πως ό,τι και αν σκεφτώ να γράψω θα μοιάζει συναισθηματικά κενό και ποιητικά υποκριτικό.


Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Σεξ και ψέματα - Leila Slimani





Σ' αυτή την εποχή και σ' αυτή την πλευρά του κόσμου μοιάζει εύκολο να ξεστομίζει κανείς τη φράση "σεξουαλική απελευθέρωση", χωρίς συναίσθηση των αγώνων που έχουν προηγηθεί και χωρίς επίγνωση πως η σεξουαλική ζωή εξακολουθεί να είναι ένα θέμα ταμπού μίας βαθιά συντηρητικής κοινωνίας, ενώ κάποιες φορές μοιάζει εξίσου εύκολο να συνοδεύεται η φράση αυτή και από τον προσδιορισμό "πλήρης". Μία φράση κλισέ, που παρά την όποια πρόοδο το περιεχόμενό της εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, ή θα έπρεπε να είναι τέλος πάντων, σε μία κοινωνία φαλλοκρατική, στην οποία η σεξουαλική ταυτότητα καθενός κρίνεται με βάση την παράδοση, τη θρησκεία και την κοινή γνώμη. Η σεξουαλικότητα θεωρείται για πολλούς μία έκφανση του μάρκετινγκ, μία πρόκληση για την πρόκληση, μία στρατηγική πώλησης. Δεν αναφέρομαι στο Μαρόκο, αλλά στην "πολιτισμένη" Ελλάδα, στον "πολιτισμένο" δυτικό κόσμο. Δεν επιθυμώ μία άμεση και οριζόντια σύγκριση των δύο κόσμων, επιθυμώ όμως την τοποθέτηση του ζητήματος αυτού στην πραγματική του διάσταση.

Η Σλιμανί γεννήθηκε στο Ραμπάτ του Μαρόκου. Η ζωή της θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική. Δεν με ενδιαφέρει αν είχε μία εύκολη ζωή, μία ζωή με περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας. Η Σλιμανί σπούδασε και έζησε στο Παρίσι. Το πρώτο της βιβλίο γνώρισε επιτυχία, ταυτόχρονα όμως προκάλεσε, όχι μόνο στο Μαρόκο, αλλά και στη Γαλλία. Στο Μαρόκο η συγγραφέας του κατηγορήθηκε ως υπέρμαχος της εκπόρνευσης της κοινωνίας, στη Γαλλία, με περισσότερο τακτ, αναρωτήθηκαν πώς μία γυναίκα γεννημένη στο Μαρόκο έγραψε ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα, λιγότερο σιωπηλά, κάποιες και κάποιοι άντλησαν δύναμη από εκείνο το βιβλίο, άνθρωποι που ένα μεγάλο μέρος, αν όχι όλο, της προσωπικής του ζωής βιώνεται εν κρυφώ. Η Σλιμανί ήρθε σε επαφή με συμπατριώτες της, που αγωνίζονται, καθένας από το μετερίζι του, για την πρόοδο, κάποιοι από αυτούς μέσα από οργανώσεις και δράσεις στοχεύουν στο σύνολο, κάποιοι άλλοι μάχονται για την επιβίωση, όσο υπερβολικό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Κάπως έτσι γεννήθηκε το παρόν βιβλίο, μέσα από συζητήσεις και προσωπικά βιώματα. Δεν έχει νόημα να διαβάσει κάποιος το Σεξ και ψέματα αν είναι να αναφωνεί κάθε λίγο και λιγάκι: αχ, τι τυχεροί είμαστε που ζούμε στην απέναντι πλευρά της Μεσογείου. Το βιβλίο της Σλιμανί, αν και αναφέρεται στο Μαρόκο, δεν αφορά μόνο το Μαρόκο, δεν έχει σημασία αν εδώ για παράδειγμα έχει καταργηθεί ο νόμος περί εξωσυζυγικών σχέσεων, οι αναλογίες δεν είναι γραμμικές αλλά υπάρχουν, άλλωστε πολλές φορές οι γραπτοί νόμοι μοιάζουν ανίσχυροι σε σύγκριση με τους άγραφους. Το βιβλίο της Σλιμανί δεν είναι ένα στενόχωρο βιβλίο, δεν έχει ως στόχο να λυπηθούμε τους καημένους κατοίκους του Βασιλείου του Μαρόκου· είναι ένα βιβλίο ρεαλιστικό, καταγράφει μία πραγματικότητα, ή έστω το μέρος μίας πραγματικότητας. Δεν αναφέρεται μόνο στα προβλήματα, εστιάζει εξίσου στην αντίδραση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, αναγνωρίζει τα βήματα προόδου στο πέρασμα των χρόνων, φέρνει το ζήτημα της σεξουαλικότητας όλο και περισσότερο στον δημόσιο διάλογο, στην ατομική συνείδηση, ενισχύει την πίστη πως με τους αγώνες τα πράγματα αλλάζουν.

Μετάφραση Κική Καψαμπέλη
Εκδόσεις Νήσος


Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Κύριος Πηνελόπη - Ελένη Γιαννάτου




Τις νύχτες η μνήμη του αναβοσβήνει σαν επιγραφή στο Λας Βέγκας. Καθισμένος στο γραφείο του, ακούει μουσικές που κάνουν τα παράθυρα της σκέψης του να τρίζουν και βαλσαμώνει λέξεις.
Η μνήμη του περιέχει λέξεις, εικόνες και νότες, ανάμεσα σε άλλα· δίπλα σε χαρές και λύπες, αιτίες για χαρές και λύπες, σύμμαχοί του, πότε ως αρνητή της ζωής και πότε ως εραστή της, στον πόλεμο και την απόλαυση. Η μνήμη είναι ένας μηχανισμός, έως έναν βαθμό ετερορυθμιζόμενος, αν και κατά βάση αυτορυθμιζόμενος, τρέφεται απ' όσα της προσφέρεις, αλλά δεν αρκείται σε αυτά, θα μπορούσε να σκέφτεται. Τι με οδήγησε στην επιλογή αυτής της τροφής και όχι κάποιας άλλης;, είναι πιθανόν να αναρωτιέται.
Είναι ποιητής· από εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν πως μόνο η ποίηση και ο έρωτας κάνουν υποφερτή μια αίθουσα αναμονής·
Είναι ποιητής· από εκείνους που συνηθίζουν να κοιτάζουν το φως που τους ακολουθεί· από εκείνους που κοιτάζοντας το φως κλείνουν τα μάτια και χαζεύουν τα παιχνιδίσματα των γραμμών και των λάμψεων· από εκείνους που παλεύουν να διακρίνουν τη δική τους φωνή ανάμεσα σε τόσες όμορφες ξένες· από εκείνους που νιώθουν συνέχεια μίας φράσης που διακόπηκε με άνω τελεία και ας μην πιστεύουν πως θα είναι κάτι παραπάνω από μία φράση ανάμεσα σε παύλες· από εκείνους που δημιουργούν με γνώση του παρελθόντος που κουβαλούν, συνειδητά ή μη.

Ο αναγνώστης ανέκαθεν απολάμβανε τις συζητήσεις με τον κύριο Πηνελόπη, εξαιτίας της ικανότητάς του να ανακαλεί με ακρίβεια λεπτομέρειες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, να πραγματοποιεί συνδέσεις που έμοιαζαν άλματα στο κενό· μία τέντα που αρχικά δεν ήταν ορατή εμφανιζόταν, θαρρείς, την κρίσιμη στιγμή. Ο αναγνώστης αναρωτιόταν αν έπρεπε να θαυμάσει αυτή τη ζωντανή μνήμη ή να κρατήσει για το τέλος ένα τουλάχιστον δυνατό χειροκρότημα για μία ενδεχόμενη επινοητικότητα.

Ο αναγνώστης είχε προσδοκίες, αν και δεν ήξερε τι να περιμένει, και γι' αυτό μάλλον είχε προσδοκίες. Ήταν πρωί όταν πήρε το βιβλίο στα χέρια του. Ήταν απόγευμα όταν άρχισε να το διαβάζει. Ήταν ξημερώματα όταν γύρισε την τελευταία σελίδα και έκλεισε το φως. Το επόμενο πρωί δυσκολεύτηκε να ξυπνήσει. Πολλά όνειρα, λίγος ύπνος, το ξυπνητήρι.

Στον αναγνώστη αρέσει να διαβάζει ιστορίες στη γλώσσα του. Του αρέσει να διαβάζει ιστορίες ανθρώπων στην ηλικία του. Του αρέσει το παιχνίδι με φανερές κάποιες από τις κάρτες μνήμης, με τις άκρες των νημάτων ορατές. Του αρέσει να βλέπει το φιλτράρισμα μίας επιρροής και το πέρασμά της στο χαρτί. 

Ο αναγνώστης σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να διαβάσει έναν κατάλογο διακειμενικών αναφορών· σε καμία περίπτωση δεν πιστεύει ότι διάβασε έναν τέτοιο κατάλογο. Ένα τεχνικό κατασκεύασμα, ακόμα και το πλέον ραφιναρισμένο, σκέφτεται, θα ήταν αδύνατο να τον καθηλώσει, να τον αναγκάσει να αντιγράψει φράσεις του κυρίου Πηνελόπη. Στον αναγνώστη άρεσε πολύ ο Κύριος Πηνελόπη, καλώς έκανε και κράτησε ένα χειροκρότημα για το τέλος.

Η τελευταία λέξη όμως ανήκει δικαιωματικά σε εκείνον:
Στο ερώτημά σας γιατί θέλησα να γίνω συγγραφέας, επιτρέψτε μου να σας απαντήσω με ερώτηση: "Έχετε ποτέ ακούσει να αμφισβητούν τη μητρότητα ενός βιβλίου;".

Εκδόσεις Κίχλη

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου - Μισέλ Φάις





Ήταν ένα βιβλίο που από καιρό ήθελα να διαβάσω. Το γεγονός πως αυτό το βιβλίο ήταν εκείνο για το οποίο μιλούσαν με τόσο κολακευτικά λόγια τόσοι αναγνώστες που εκτιμώ, το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα με πλούσια και συνεπή εργογραφία όπως ο Φάις, με ιντρίγκαρε. Έως τώρα είχα διαβάσει δύο νουβέλες δικές του, τις πλέον πρόσφατες (Από το πουθενά, Lady Cortisol), και είχα μείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις. Ήταν λοιπόν αναμενόμενη και δικαιολογημένη η επιθυμία μου να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του Φάις. Και οι περισσότεροι μου πρότειναν την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου. Ένας από εκείνους μάλιστα μου το δάνεισε.

Νήμα άμεσο δεν υπήρξε. Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που το δανεισμένο αντίτυπο βρέθηκε στην κατοχή μου. Ακόμα περισσότερος καιρός από τότε που διάβασα το Lady Cortisol. Και όμως ένιωσα πως ήταν η στιγμή. Είναι ένα παράξενο συναίσθημα αυτό, ξεκάθαρο ως μήνυμα μιας δυσερμήνευτης προέλευσης. Ας είναι.

Και τώρα, μετά την ανάγνωση, εμφανίζεται μία δυσκολία να μιλήσω γι' αυτό το βιβλίο· τι και αν μου άρεσε πολύ, τι και αν απόλαυσα την ανάγνωση από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα; αυτό δεν το κάνει πιο εύκολο. Ίσως μάλιστα να το κάνει πιο δύσκολο ακόμα. Ίσως να αρκούσε απλώς η προτροπή: διαβάστε αυτό το βιβλίο. Ίσως όχι.

Ας προσπαθήσω.

Η Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο τίτλος του, μία σύνθεση έρευνας πηγών και συγγραφικής αναζήτησης με ζητούμενα τη δομή, την πλοκή, την υπόθεση, τους πρωτεύοντες και δευτερεύοντες χαρακτήρες ενός βιβλίου. Η Κομοτηνή και ο συγγραφέας που την έχει εγκαταλείψει. Ορίστε ένα αυτοβιογραφικό παράθυρο για τον αναγνώστη. Μαρτυρίες προφορικές, αρχεία και άρθρα εφημερίδων, σε μια απόπειρα του συγγραφέα-ερευνητή να συνθέσει την Κομοτηνή, όπου γεννήθηκε το 1957 και έζησε μέχρι τα έντεκά του. Οι παιδικές αναμνήσεις, πρωτότυπες ή επίπλαστες, δεν αρκούν. Στην ιστορία θα αναζητήσει εργαστήριο αναστήλωσης ο αφηγητής-συγγραφέας, να συμπληρώσει τα κενά και να βρει εξηγήσεις στη σύνθεση του εαυτού, στην κρίσιμη σύνθεση των πρώτων χρόνων, στη διαμόρφωση αυτού που έχει απέναντί του στον καθρέφτη τη στιγμή της συγγραφής.

Αρκεί όμως αυτή η αναζήτηση για να μετατρέψει την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου σε βιβλίο με απεύθυνση στον αναγνώστη; Όχι, σίγουρα όχι, και παρά το δεδομένο ενδιαφέρον για μία πόλη με τόσο πλούσια και πολεμική ως προς την πρόσληψη ιστορία. Και αυτό είναι, θα έλεγα, το δεύτερο ευδιάκριτο επίπεδο του βιβλίου, η συγγραφική αναζήτηση της φωνής του, αφού υποθέσουμε πως οι λόγοι συγγραφής έχουν ξεκαθαρίσει. Θα ακολουθήσουν αρκετά ακόμα θέματα προς επίλυση.

Στο πρώτο του βιβλίο ο Φάις πετυχαίνει κάτι δύσκολο, μετατρέπει σε προτέρημα τη συγγραφή του πρώτου βιβλίου, αναζητώντας τις απαντήσεις και ενσωματώνοντας στο σώμα του βιβλίου κάποιες από τις απόπειρες συγγραφής του. Και εκείνο που εν πρώτοις μοιάζει με εργαστήριο συγγραφής, μετατρέπεται σε εργαστήριο αναζήτησης του εαυτού, ενώ εκείνος, ο συγγραφέας, μεθοδικά και με σχέδιο αποσύρεται από το πρώτο πλάνο, καθώς βρίσκει βολικές και ασφαλείς κρυψώνες του προσωπικού στην εξέλιξη της απόπειρας συγγραφής.

Διαβάζω ξανά όσα έως τώρα έχω γράψει, διακρίνω τουλάχιστον ένα σημείο που χρήζει επεξήγησης. Νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω πως αυτό που χαρακτηρίζει το βιβλίο είναι η ψυχή του, παρά τις τεχνικές αρετές του -τεχνικές αρετές ως αναζήτηση απαντήσεων εκ μέρους του συγγραφέα. Γιατί συχνά η ελευθερία της μεταμοντέρνας γραφής έχει ως αποτέλεσμα απόπειρες εντυπωσιασμού τεχνικής φύσεως, άψυχες και άνευρες. Εδώ δεν έχουμε μια τέτοια περίπτωση. Η Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου θεωρείται και δικαίως ως ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων.

Εκδόσεις Καστανιώτη*

*το βιβλίο κυκλοφορεί πλέον από τις εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου; - Joann Sfar




Πάνε τρεις βδομάδες που πέθανε ο μπαμπάς. Για να μην υπάρχει το παραμικρό σασπένς, σας το λέω από τώρα ότι πέθανε στα χέρια μου.

Από την Επιστολή προς τον πατέρα του Φραντς Κάφκα, που διάβασα στη μετεφηβεία μου, μέχρι το Πατέρας και γιος του Έντμουντ Γκος, που διάβασα πριν από έναν χρόνο, νιώθω μία ιδιότυπη γοητεία για αυτόν τον μονόλογο γιου προς πατέρα, παρότι αρχικά νιώθω μία κάποια επιφυλακτικότητα, ή τουλάχιστον έτσι έχω πείσει τον εαυτό μου, μία επιφυλακτικότητα τόσο απέναντι στα κίνητρα του συγγραφέα, όσο και στην υλοποίηση του εγχειρήματος, επιφυλακτικότητα που ίσως κρύβει καλά, αλλά όχι ερμητικά, κάτι βαθύτερο, μία φοβία ίσως για την ταύτιση ή τη θλίψη, για την εγγύτητα στην απόπειρα για επικοινωνία ή την απώλεια.

Τον Σφαρ δεν τον γνώριζα. Δεν είχα επομένως να αντιτάξω κάποιον αντίλογο στην επιφυλακτικότητά μου. Όμως ήξερα, από την πρώτη στιγμή, πως αυτό το βιβλίο, αργά ή γρήγορα, θα το διάβαζα.

Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου όταν για χρόνια δεν είχατε ουσιαστικά σχέσεις; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου δημόσια και αυτό να μη μοιάζει ψεύτικο ή υστερόβουλο; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου, που πέθανε στα χέρια σου; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου όταν η ζωή συνεχίζεται; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου χωρίς να τον εκθέσεις στα μάτια των τρίτων αλλά, ας μη γελιόμαστε, και στα δικά σου; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου, που όταν ήσουν τριών έχασε τη μητέρα σου και γυναίκα του, και σου είπε πως έφυγε ταξίδι; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου, που έγινε φανατικός πιστός; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου, που ποτέ δεν ένιωσες να σε στηρίζει παρά μόνο να σε κρίνει; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου όταν έχεις εδώ και ένα χρόνο χωρίσει με τη γυναίκα σου; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου όταν είσαι και εσύ πατέρας; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου όταν είσαι καλλιτέχνης; Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου όταν και εσύ νιώθεις πως μεγαλώνεις;

Και η αλήθεια είναι πως ο τρόπος του Σφαρ να μιλήσει για τον πατέρα του, τον νεκρό εδώ και τρεις εβδομάδες πατέρα του, διαθέτει νεύρο, σπιρτάδα και, το κυριότερο, ειλικρίνεια, την οποία θα τολμούσα να την χαρακτηρίσω αφοπλιστική ή ακόμα και προκλητική, γιατί, η αλήθεια είναι πως, τουλάχιστον υποσυνείδητα, ο αναγνώστης περιμένει συγκεκριμένα πράγματα από κάποιον που αποφασίζει να μιλήσει για τον νεκρό πατέρα του. Και όμως ο Σφαρ, γνωστός κυρίως για τα κόμικς του, ενσωματώνει την απώλεια στο παρόν, σε ένα παρόν που μεταβάλλεται συνεχώς σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, αυτό το συνεχές παρόν στο οποίο ο πατέρας του εδώ και χρόνια δεν έπαιζε κάποιον ενεργό ρόλο, παρά εκείνον του εξ αποστάσεως αυστηρού κριτή. Κάπως έτσι το Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου; μετατρέπεται γρήγορα σε πράξη κατανόησης για τον συγγραφέα, και στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας ορθώνεται η κριτική ή η πικρία απέναντι στον πατέρα του. Πράξη κατανόησης, η οποία εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με το παρόν, χωρίς να το καθορίζει απόλυτα.

Το Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου; είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο λόγω θέματος και όχι εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας διαχειρίζεται το θέμα του. Και έτσι θα έπρεπε να είναι. Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται ο συναισθηματικός εκβιασμός και επιτυγχάνεται η ταύτιση του αναγνώστη.

Μετάφραση Ρούλα Γεωργακοπούλου
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Στο νήσι του Ροβινσώνα





Τα περισσότερα απ' τα βιβλία που με συγκλόνισαν, ή που θυμάμαι πως με συγκλόνισαν, τα διάβαζα ξανά και ξανά στο πέρασμα των χρόνων, τον Ροβινσώνα Κρούσο όχι. Θα μπορούσα να γράψω μία ολόκληρη ανάρτηση σχετικά με τους πιθανούς λόγους για τους οποίους δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα αυτή η αναγνωστική επιστροφή, σε μία απόπειρα να καταλάβω εγώ ο ίδιος τι είναι αυτό που με αποτρέπει, παρότι το αντίτυπο το κουβαλάω από σπίτι σε σπίτι, και παρότι την ιστορία την αναλογίζομαι ξανά και ξανά, ιδιαίτερα το σημείο εκείνο που ο Ροβινσώνας κολυμπάει μέχρι το ναυαγισμένο πλοίο και επιστρέφει στο νησί με διάφορα όπλα και εργαλεία, αυτή άλλωστε ήταν η αγαπημένη μου σκηνή απ' όλο το βιβλίο, για το οποίο επίσης θα μπορούσα να επιχειρήσω μία καταγραφή πιθανών αιτιών, γιατί αυτή η σκηνή και όχι κάποια άλλη, η συνάντηση με τον Παρασκευά για παράδειγμα.

Και αν τότε, ως παιδί, εκείνο που με έλκυε, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, με την ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσο ήταν η αίσθηση περιπέτειας σε συνδυασμό με μία άπειρη ελευθερία, ο τρόμος αυτός που γεννάει σε ένα παιδικό μυαλό η ιδέα της πλήρους ελευθερίας, αυτή η αντιφατική αίσθηση που προκαλεί ένα κομμάτι πάγου μες στη χούφτα· τώρα πια, και ας μη μπορώ να εξηγήσω με λόγια και επιχειρήματα το γιατί αυτό το βιβλίο είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα μου, ξέρω πως η ιστορία αυτή επιστρέφει στον νου, έχοντας ξεκινήσει από αρκετά βαθιά έως ότου αναδυθεί στη συνειδητή επιφάνεια, όταν επιθυμώ μία τεράστια αλλαγή στην καθημερινότητά μου, να αφήσω πίσω τα πάντα, που ποτέ δεν είναι τα πάντα, όταν υπάρχει αυτή η έντονη ανάγκη για μία καινούρια αρχή, χωρίς βάρη και γνώριμα μοτίβα, ή όταν, για ν' αποτινάξω από πάνω μου την πίστη στον απόλυτο έλεγχο της ζωής, μία αλλαγή ριζική βρίσκεται προ των πυλών, είτε από εξωτερικές συνθήκες, είτε από επιλογή, που όμως δεν έχει να κάνει, σε πρώτο επίπεδο πάντοτε, με την πλήρη μεταμόρφωση του εαυτού.

Αυτό είναι για μένα το σημείο-κλειδί για το βιβλίο του Ντάνιελ Ντεφόε, ο ήρωας που βρίσκεται σε ένα καινούριο περιβάλλον, μόνος του, έχοντας μαζί του την ανάμνηση και τα βιώματα της προηγούμενης ζωής του· δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιον που γεννήθηκε και μεγάλωσε εκτός κοινωνίας, και μάλιστα του δυτικού κόσμου, με μόνη υλική προίκα κάποια λίγα πράγματα -ίσως παιχνίδια για το παιδικό μου μυαλό;- που κατάφερε να διασώσει από το ναυάγιο. Σ' έναν κόσμο πλήρως χαρτογραφημένο και τεχνολογικά εξοπλισμένο, ώστε μία αντίστοιχη περίπτωση ναυαγού να είναι μάλλον απίθανη, είναι λογικό το μυαλό να μετατρέπει την ιστορία του Ροβινσώνα σε μία συνειδητή απόδραση από την προηγούμενη ζωή, να μετατρέπει το ναυάγιο σε ένα έρημο νησί σε μία φυγή προς την ουτοπία, εκεί που όλα είναι δυνατόν να ξεκινήσουν από την αρχή, να μηδενίσεις το κοντέρ, να μείνεις μακριά από ό,τι σε ζόριζε και σε βάραινε, να διατηρήσεις και να επικεντρωθείς σε ό,τι επιθυμείς. Βέβαια συνθήκες ουτοπίας  δεν υπάρχουν, τον εαυτό σου πάντα θα τον κουβαλάς με όλα τα παραφερνάλια και ο κάθε καινούριος κόσμος πάντα θα θυμίζει τον προηγούμενο, όμως αυτή είναι μία άλλη ιστορία.

Τους τελευταίους μήνες ίσως να μην είχα καταφέρει να αντισταθώ στην επιστροφή στον Ροβινσώνα Κρούσο, στην αναγνωστική επιστροφή, γιατί νοητικά και λεκτικά επέστρεφα όλο και συχνότερα σε αυτή την ιστορία. Γράφω "ίσως να μην είχα καταφέρει να αντισταθώ" και συνειδητοποιώ ότι η γλώσσα ίσως να προτρέχει και να εκφράζει βαθύτερα συναισθήματα, κάποιο είδος φόβου στην αναγνωστική επιστροφή. Τέλος πάντων. Το θέμα είναι πως μετά την πρόταση μίας φίλης αγόρασα το βιβλίο του Michel Tournier Παρασκευάς ή Στις μονές του Ειρηνικού, και σε τυχαία βόλτα σε παλαιοβιλιοπωλείο βρήκα το βιβλίο του J.M. Coetzee Μια γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα, και κάπως έτσι επέστρεψα σε εκείνο το νησί από άλλα ρεύματα, διέκρινα τη θέα από άλλα σημεία, μέσα από μονοπάτια που επέλεξαν δύο σπουδαίοι συγγραφείς εμπνεόμενοι από την αγάπη τους για το βιβλίο αυτό, χωρίς να ρισκάρω την επιστροφή στην πρωτότυπη ιστορία, αλλά βιώνοντας ξανά εκείνα τα μαγικά σημεία, ικανοποιώντας την ανάγκη της περιόδου, μεταθέτοντας στο μέλλον την πιθανότητα μίας επανανάγνωσης, που ίσως -ελπίζω- να μην επιβληθεί ως αναπόφευκτο συναισθηματικό καταφύγιο, μα ως αναζήτηση απόλαυσης.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αν ένα πρωινό της άνοιξης ένας αναγνώστης





Αν ένα πρωινό της άνοιξης ένας αναγνώστης κατέβει τα σκαλάκια που οδηγούν στο υπόγειο βιβλιοπωλείο με σκοπό να διαλέξει ένα βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο, επειδή, πέρα των τόσων και τόσων σπουδαίων που ακούει όλα αυτά τα χρόνια της σύντομης μέχρι τότε ζωής του γι' αυτόν τον Ιταλό συγγραφέα, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει όμως διαβάσει τίποτα δικό του, ένας φίλος του -ας τολμήσουμε αυτή τη λέξη- του μίλησε επανειλημμένως γι' αυτόν με μάτια που γυάλιζαν από το πάθος, θα βρεθεί μπροστά στο ράφι με τα βιβλία του Καλβίνο, όχι και λίγα, πλαγιάζοντας λίγο το κεφάλι, πότε προς τα αριστερά και πότε προς τα δεξιά, ανάλογα με τη φορά των γραμμάτων στη ράχη του κάθε τόμου, θέαμα αστείο για έναν πιθανό παρατηρητή, τον υπάλληλο ίσως του βιβλιοπωλείου, που στέκει λίγα μόλις μέτρα πίσω του, έτοιμος να βοηθήσει κάποιον σε μία επιλογή ή να αποτρέψει κάποιον άλλον από μία κλοπή, τι πράγμα κι αυτό, αναγνώστες-κλέφτες, όμως ο υπάλληλος μόνο φαινομενικά τον παρατηρεί, το θέαμα δεν του φαίνεται επουδενί αστείο, ίσως τις πρώτες μέρες του σε αυτή τη δουλειά, η οποία τότε έμοιαζε ονειρική και στην οποία τώρα υποδύεται με σχετική επιτυχία τον ρόλο του παρατηρητή, ενώ σκέφτεται την κοπέλα που αγαπάει, το μεσημεριανό διάλειμμα, τον λογαριασμό που ο ταχυδρόμος πρόλαβε να ρίξει κάτω από την πόρτα πρωί πρωί, πριν εκείνος φύγει για να προλάβει το λεωφορείο των οκτώ και είκοσι, ή κάτι άλλο· ας αφήσουμε όμως τον υπάλληλο του βιβλιοπωλείου στα προβλήματα και τις σκέψεις του, ας επιστρέψουμε στον αναγνώστη, που κατέβηκε πριν από λίγο τα σκαλάκια που οδηγούν στο υπόγειο βιβλιοπωλείο με σκοπό να διαλέξει ένα βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο, και αυτό ακριβώς κάνει τώρα, προσπαθεί να επιλέξει κάποιο απ' όλα τα βιβλία, έχοντας επίγνωση της σημασίας της πρώτης επαφής, γνωρίζοντας πως επιθυμεί να ξεκινήσει με ένα μυθιστόρημα, αφήνοντας έτσι απέξω, σε αυτή την πρώτη διαλογή διηγήματα και αφηγήματα, ανάμεσα στα οποία και το Πάλομαρ, που ο φίλος του με μάτια που γυάλιζαν, και ύστερα από αρκετή σκέψη και πλήθος αμφιβολιών, το ξεχώρισε ανάμεσα σε άλλα -όλα είναι σπουδαία, ο Καλβίνο είναι σπουδαίος, μονολογούσε ο φίλος-, ο αναγνώστης της ιστορίας μας το απέρριψε ως πιθανό πρώτο ανάγνωσμα, εφόσον δεν ήταν μυθιστόρημα, το έβαλε ξανά πίσω στο ράφι για να τραβήξει στη συνέχεια και να πάρει στα χέρια του εκείνο το βιβλίο με τον γνωστό τίτλο, με εκείνον τον πολλά υποσχόμενο τίτλο με την υποθετική πρόταση, που αφήνει ανοιχτή στη φαντασία την εξέλιξη της ιστορίας. Κι ύστερα ο αναγνώστης πληρώνει στο ταμείο -καλημέρα, ευχαριστώ, ορίστε τα ρέστα σας και να πάτε στο καλό-, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και βγαίνει έξω στο φως του ήλιου. Κι είναι ένα ζεστό πρωινό της άνοιξης, προπομπός του καλοκαιριού.

Κι ύστερα ο αναγνώστης επιστρέφει σπίτι του, ελαφρώς ιδρωμένος από την ανηφόρα, βγάζει το βιβλίο από την τσάντα και διαβάζει ξανά τις πρώτες γραμμές: Είσαι έτοιμος ν' αρχίσεις να διαβάζεις το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Χαλάρωσε. Συγκεντρώσου. Διώξε από πάνω σου κάθε άλλη σκέψη. Άσε τον κόσμο που σε περιβάλλει να διαλυθεί στην ασάφεια. Την πόρτα είναι καλύτερα να την κλείσεις· από την άλλη μεριά, είναι πάντα αναμμένη η τηλεόραση. Πες το αμέσως στους άλλους: "Όχι, δεν θέλω να δω τηλεόραση!" Ύψωσε τη φωνή σου, ειδάλλως δεν θα σε ακούσουν: "Διαβάζω! Δεν θέλω να μ' ενοχλήσει κανείς!" Ίσως δεν σε άκουσαν, με όλη αυτή τη φασαρία· πες το πιο δυνατά, φώναξε: "Αρχίζω να διαβάζω το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο!" Ή αν πάλι δεν θες, μην το φωνάζεις· ας ελπίσουμε πως θα σε αφήσουν στην ησυχία σου. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από τις πρώτες αυτές γραμμές, που τις διάβασε πριν λίγη ώρα στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου, νιώθει σίγουρος για την επιλογή του, νιώθει ασφαλής, αφού μένει μόνος του και κανείς δεν βλέπει τηλεόραση στο διπλανό δωμάτιο, νιώθει πως ο αφηγητής σε αυτόν και μόνο απευθύνεται, νιώθει έτοιμος να αφήσει μισοαρχινισμένο το βιβλίο που διάβαζε εκείνες τις ημέρες, για καλό και για κακό κοιτάζει αριστερά δεξιά, να δει αν τον παρατηρεί κανείς να παίρνει αυτή την απόφαση, παραμερίζει τα ρούχα από το μπράτσο του καναπέ και βολεύεται, αφού πρώτα βγάλει τα παπούτσια του, κάτι που πάντα αμελεί να κάνει μπαίνοντας στο σπίτι, κι ύστερα συνεχίζει την ανάγνωση: Πάρε την πιο αναπαυτική στάση: καθισμένος, πλαγιασμένος, κουλουριασμένος, ξαπλωμένος. Ξαπλωμένος ανάσκελα, στο ένα πλευρό, μπρούμυτα. Σε πολυθρόνα, σε ντιβάνι, σε κουνιστή καρέκλα, σε σεζ λονγκ, σε πουφ. Σε αιώρα, αν βέβαια διαθέτεις αιώρα. Πάνω στο κρεβάτι ή και κάτω από τα σεντόνια. Μπορείς, ακόμα, να βολευτείς με το κεφάλι κάτω σε στάση γιόγκα. Με το βιβλίο αντεστραμμένο, εννοείται. Βέβαια, κανένας ακόμα δεν μπόρεσε να βρει ποια είναι η ιδανικότερη στάση για διάβασμα.

Ο αναγνώστης, διαβάζει ξανά τη δεύτερη αυτή παράγραφο, της πρώτης σελίδας, του πρώτου βιβλίου του Ίταλο Καλβίνο που επέλεξε να διαβάσει, κι ύστερα απομένει σκεπτικός, αναλογίζεται σχετικά με την ιδανικότερη στάση για διάβασμα. Δεν καταλήγει πουθενά. Τότε συμβαίνουν δύο γεγονότα: πρώτα δέχεται ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, συνοδευόμενο από την χαρακτηριστική ηχητική ειδοποίηση, ειδοποίηση που τον αναγκάζει να αφήσει το βιβλίο στο μπράτσο του καναπέ και να πάρει στα χέρια του το κινητό τηλέφωνο· το μήνυμα είναι μια υπενθύμιση για την κράτηση στο ξενοδοχείο, σε μία παραθαλάσσια πόλη, τουριστική αλλά όμορφη, στην οποία και θα βρεθεί σε τρεις μέρες για τον γάμο ενός καλού του φίλου -δεύτερη φορά γίνεται χρήση της λέξης-, είναι η πρώτη φορά που θα μείνει μόνος του σε ξενοδοχείο, γεγονός που του προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, κι ύστερα συνειδητοποιεί πως η ώρα έχει περάσει και πρέπει να φύγει για τη δουλειά του πριν να είναι αργά. Φεύγει βιαστικά λοιπόν, αφήνοντας πίσω το βιβλίο -και το τάπερ με το βραδινό του φαγητό.

(Τρεις μέρες μετά.) Το αεροπλάνο προσγειώνεται και η αεροσυνοδός εύχεται στους επιβάτες καλή διαμονή. Η υπάλληλος του ξενοδοχείου έχει ετοιμάσει το δωμάτιο για δύο άτομα. Ο αναγνώστης την ευχαριστεί και κλείνει την πόρτα πίσω του. Τώρα είναι η στιγμή να διαβάσει το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο. Διαβάζει ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Διαβάζει σε ένα ήσυχο καφέ δίπλα στη θάλασσα. Διαβάζει σε έναν κήπο περιμένοντας να έρθει η ώρα του γάμου. Την επόμενη μέρα ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα, αυτή τη φορά μέχρι αργά τη νύχτα. Στην πτήση της επιστροφής διαβάζει την τελευταία σελίδα, στη συνέχεια την εισαγωγή του ίδιου του Καλβίνο, εισαγωγή απάντηση σε έναν κριτικό της εποχής. Ο αναγνώστης συμμερίζεται τον θυμό του συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας εκφράζει τον θυμό του για την ακρίβεια. Ο αναγνώστης είναι χαρούμενος που η ανάγνωση του πρώτου βιβλίου του Καλβίνο οριοθετήθηκε χωροχρονικά, ο συγγραφέας έπαιξε με το μυαλό του αναγνώστη και ο αναγνώστης απόλαυσε το παιχνίδι αυτό, κατάλαβε όμως και γιατί ο φίλος, με μάτια που γυάλιζαν, δεν ήταν σίγουρος αν το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν και το ιδανικό για την πρώτη επαφή με το έργο του συγγραφέα, ο αναγνώστης όμως πιστεύει πως ήταν το ιδανικό, ίσως επειδή νιώθει πως όποιο έργο αυτού του σπουδαίου συγγραφέα -τον αποκαλεί σπουδαίο έχοντας διαβάσει ένα και μοναδικό βιβλίο, μήπως βιάζεται;- και αν διάβαζε θα ήταν ιδανικό, από τη στιγμή που αργά ή γρήγορα θα νιώσει την έντονη επιθυμία να διαβάσει ακόμα κάτι δικό του -ήδη επιστρέφει στο υπόγειο βιβλιοπωλείο και αγοράζει το Πάλομαρ, αν και φλέρταρε με τις Αόρατες πόλεις.

Ύστερα ο αναγνώστης θυμάται το μουσικό κομμάτι που συνέθεσε ένας φίλος του -χρήση της λέξης για τρίτη φορά- με αφορμή ένα διήγημα του Ίταλο Καλβίνο από τη συλλογή Κοσμοκωμικά, και μάλιστα μετά από υπόδειξη του ίδιου του αναγνώστη -αν, του είπε, διαβάσεις κάτι συγκλονιστικό, ή όχι απαραίτητα συγκλονιστικό, αλλά εμπνευστικό, κάτι τέλος πάντων που να σε κάνει να κολλήσεις, γιατί να μην δοκίμαζες να αποδώσεις την εμπειρία της ανάγνωσης μέσα από ένα κομμάτι μουσικό;- αυτό του είπε ο αναγνώστης, και λίγους μήνες μετά το μουσικό κομμάτι ήταν έτοιμο· και πού μπορώ να ακούσω αυτό το κομμάτι, ρώτησε τον αναγνώστη κάποιος γνωστός του -επιτέλους-, πατώντας εδώ, απάντησε ο αναγνώστης.

Μετάφραση Ανταίος Χρυστοστομίδης
Εκδόσεις Καστανιώτη


Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου - Ευγένιος Αρανίτσης





Η μυθολογία κάποιων έργων σε μία εποχή απομάγευσης, σε μία εποχή διαρκούς απομάγευσης· σε απόσταση από την έκδοσή τους και την -όποια- εφήμερη -και ίσως άστοχη- δημοσιότητα καταχωρήσεων και βραβείων, ελάχιστα βήματα από τη μαύρη τρύπα της λήθης, που χάσκει ορθάνοιχτη και οριστική· εκείνοι οι ψίθυροι -αρχικά ψίθυροι και εν συνεχεία κραυγές πηγαίου ενθουσιασμού- σε μία τυχαία συζήτηση -σπάνια βέβαια μία συζήτηση είναι τυχαία-, ψίθυροι που πυκνώνουν και δημιουργούν κάποιες στιγμές μία αίσθηση καθολικού, εκείνα τα μικρότερα ή μεγαλύτερα σημαδάκια της διαγράμμισης ενός σχεδόν αδιόρατου μονοπατιού -ακόμα και κατά την πορεία σ' αυτό-, η αναζήτηση του περί ου ο λόγος έργου σε σκονισμένα υπόγεια και ψηφιακά αρχεία -και ας είναι λιγότερο μυθιστορηματική ως εικόνα-, η ηδονή της εύρεσης -αν είσαι τυχερός-, το δέος -τέκνο της μυθολογίας του έργου- στην οπτική αναμέτρηση μαζί του σε κλειστό χώρο -εκείνο ακουμπισμένο στο γραφείο, εσύ καθισμένος στην καρέκλα-, η περισυλλογή για τον καθορισμό της κατάλληλης αναγνωστική στιγμής -χωρίς υπαρκτά, ας είμαστε ειλικρινείς, δεδομένα-, ο δαίμονας που ψιθυρίζει: υπερβολές· κι ύστερα η ανάγνωση.

Άπαξ και η ανάγνωση ξεκινήσει, τα παραφερνάλια της προαναγνωστικής περιόδου θα εξαφανιστούν, το έργο θα απομείνει γυμνό, χωρίς συμμάχους· η λογική θα παραμερίσει και η ανάγκη για απόλαυση -πεινασμένη- θα καταλάβει τον ελεύθερο χώρο, τίποτα άλλο δεν θα έχει πια σημασία μέχρι την τελευταία σελίδα, τότε θα δημιουργηθεί ξανά χώρος για θεωρητικές συζητήσεις γύρω από την πιθανή λογοτεχνική σπουδαιότητα του έργου, έστω και αν εκείνο άφησε συναισθηματικά ακάλυπτο τον αναγνώστη.

Η τυχαιότητα έχει απολέσει τη δυναμική της. Τώρα είναι η στιγμή της αναγνώρισης. Στην κορυφή, όπως τους πρέπει, το έργο και ο δημιουργός, λίγο χαμηλότερα οι πιστοί, οι ιεροκήρυκες εκείνοι που, χωρίς να υψώνουν τους τόνους -εμποτισμένοι από το πνεύμα του έργου-, φροντίζουν για τη διάδοση και τον επιμερισμό της απόλαυσης, ακόμα πιο χαμηλά στέκουν εκείνα που καθορίζουν τον κάθε αναγνώστη: εμπειρίες, προσλαμβάνουσες, αναγνώσματα· στο τέλος εμφανίζεται και η τυχαιότητα.

Περιγράφω τα παραπάνω εκ του ασφαλούς. Έχοντας διανύσει τα περιγραφηθέντα στάδια, τώρα μπορώ να αναφερθώ σε αυτά με ακρίβεια, χωρίς περιστροφές σχετικά με πιθανές υπερβολές, προσδοκίες, ποιητικές κορώνες. Η επιβεβαίωση της μυθολογίας ενός έργου -Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου- αποτελεί την πλήρωσή της. Η μυθολογία άλλωστε δεν εγκλωβίζεται στη μετριότητα ή την αδιαφορία· γεννά την πόλωση, είτε καταρρέει -δυστυχώς συχνά- είτε γιγαντώνεται, και κάπως έτσι δικαιολογείται, συντηρείται και εξαπλώνεται.

Τώρα πια, νιώθω κι εγώ μέρος της μυθολογίας.