Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό - Kate Hamer




Ονειρεύομαι συχνά την Κάρμελ. Στα όνειρα μου περπατά πάντα ανάποδα.
Τη μέρα που γεννήθηκε είχε χιονίσει. Την κρατούσα στην αγκαλιά μου ενώ ένα ασημένιο φως διέγραφε τόξο μέσα από το παράθυρο.
Καθώς μεγάλωνε της έβγαλα το παρατσούκλι "το μικρό μου σκαντζοχοιράκι". Δεν μπορούσα να τη φανταστώ να ζει κάπου αλλού εκτός από την εξοχή. Τα πυκνά σγουρά μαλλιά της πετούσαν κι έμοιαζαν με θραύσματα γυαλιού και το κεφάλι της ήταν ίδιο με κεφαλάκι πικραλίδας.
Η Μπεθ, χωρισμένη μητέρα, ζει με την οκτάχρονη κόρη της, την Κάρμελ, και προσπαθεί να καλύψει το κενό του σχεδόν εξαφανισμένου πρώην άντρα της. Μια μέρα, σε ένα φεστιβάλ αφήγησης, η Κάρμελ θα εξαφανιστεί. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους κάθε γονιού παίρνει σάρκα και οστά, η Μπεθ, αλαφιασμένη, ψάχνει παντού, ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, η άφιξη της αστυνομίας, ανακρίσεις και ύποπτοι, φυλλάδια με τη φωτογραφία της μικρής, εκκλήσεις για οποιαδήποτε πληροφορία. Μάταια όμως. Η Κάρμελ δεν βρίσκεται πουθενά.

Η Χάμερ, στο πρώτο της μυθιστόρημα, αποφεύγει να αφηγηθεί μια περίπλοκη, αιματηρή και βίαιη ιστορία, επενδύει συγγραφικά σε μια ιστορία εξαφάνισης, απλή αλλά τρομακτική, αληθινά τρομακτική. Για να την υποστηρίξει όμως πρέπει να είναι προσεχτική και εφευρετική, να σκιαγραφήσει με ακρίβεια τους ήρωες και τα συναισθήματά τους, να μην πιαστεί στην παγίδα του συναισθηματικού εκβιασμού, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όχι μόνο ως προς την κατάληξη της ιστορίας, αλλά και ως προς το άπλωμά της. Η Χάμερ τα καταφέρνει άκρως ικανοποιητικά σε ένα λογοτεχνικό είδος -όχι άδικα- παρεξηγημένο και καταφρονημένο από πολλούς. Η ροή της ανάγνωσης δεν ανακόπτεται χωρίς αυτό όμως να είναι χαρακτηριστικό χαμηλής λογοτεχνικής αξίας, ως είθισται.

Και είναι, μάλλον, πρωτευόντως το θέμα, και ακολούθως η διαχείρισή του, που εμπλέκει συναισθηματικά τον αναγνώστη, η υψηλή πιθανότητα κάτι τέτοιο να συμβεί στην πραγματική ζωή, αντίθετα με τις ιστορίες κατά συρροή δολοφόνων και ευγενών προθέσεων αστυνόμων. Η συγγραφική επιλογή της παράλληλης πρωτοπρόσωπης αφήγησης ανάμεσα σε μάνα και κόρη, με την εναλλαγή σύντομων σχετικά κεφαλαίων, προσδίδει ταχύτητα και σφαιρικότητα στην αφήγηση, επιτρέποντας στον αναγνώστη να γίνει μάρτυρας και των δύο οπτικών γωνιών. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της μικρής η συγγραφέας καταφέρνει να μην πέσει σε μια συνηθισμένη παγίδα, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα οχτάχρονο παιδί, γλώσσα που στην προκειμένη είναι αρκετά πειστική.

Μυθιστόρημα όχι εύκολο λόγω θέματος, ένα αυθεντικό θρίλερ, το οποίο ο αναγνώστης δυσκολεύεται να θεωρήσει προϊόν οργιώδους συγγραφικής φαντασίας. Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, αρκετά ξεχωριστό στο είδος του, μια ευχάριστη έκπληξη εκτός των προσωπικών μου αναγνωστικών προτιμήσεων.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Δρόμος αντοχής - Jean Echenoz




Και δεν ξέρεις ποτέ, πού και πώς θα βρεθεί το νήμα εκείνο που θα σε οδηγήσει σε έναν ακόμα υπέροχο τόπο, βιβλίο στην προκειμένη, και αυτό δεν είναι μόνο μαγεία, αλλά και επιβεβαίωση πως το χάσιμο χρόνου είναι μια φράση που χρησιμοποιείται μάλλον καθ' υπερβολή, ενώ μια φωνή ακούγεται από το βάθος: παράτα το· εσύ συνεχίζεις μέχρι το τέλος.

Κάπως έτσι, μάλλον τυχαία ή απρόβλεπτα, βρέθηκα να διαβάζω για πρώτη φορά Echenoz, δημιουργό που ο μεταφραστής του στα ελληνικά, Αχιλλέας Κυριακίδης, δεν χάνει ευκαιρία να εκθειάζει· και όμως, δεν ήταν αυτό το καθοριστικό νήμα, αν και θα ήταν ίσως πιο λογικό, αν και τελικά φαίνεται πως η λογική ελάχιστα καθορίζει την αναγνωστική μας διαδρομή, αλλά εξαιτίας του βιβλίου που προηγήθηκε, με τον τίτλο Born to run, βιβλίο σχετικό με το τρέξιμο, ενδιαφέρον αλλά ως εκεί μάλλον, ικανό όμως να ανοίξει μια πόρτα γνωριμίας με έναν δρομέα που λόγω ηλικίας αγνοούσα, τον Τσέχο Εμίλ Ζάτοπεκ, ως αναφορά, όχι μεγαλύτερη μιας παραγράφου, σε κάποιον που έμοιαζε να τα κάνει όλα λάθος, ως προς την τεχνική και την προπόνηση, και όμως βρέθηκε κάτοχος παγκοσμίων ρεκόρ σε όλες τις αποστάσεις. Τότε ο μηχανισμός της μνήμης ενεργοποιήθηκε και τα κομμάτια ενώθηκαν: Ζάτοπεκ, Εσνόζ, Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις: Δρόμος αντοχής. Με λίγη τύχη βρήκα εύκολα το βιβλίο, που φοβόμουν μήπως είναι εξαντλημένο.

Μέχρι τώρα δεν είχα διαβάσει Εσνόζ ακριβώς για τον λόγο που τελικά διάβασα Εσνόζ, εξαιτίας της μυθιστορηματικής βιογραφίας που αποτελεί τη θεματική των βιβλίων του, λογοτεχνικό είδος το οποίο δεν είναι το αγαπημένο μου, κάτι που προφανώς έχει να κάνει και με τα βιογραφούμενα πρόσωπα, συνθήκη που ανατράπηκε λόγω του ενδιαφέροντος που μου προκάλεσε ακαριαία η ελάχιστη αναφορά στον Εμίλ Ζάτοπεκ.
Τα σπορ πάντως, γενικώς τα απεχθάνεται. Μέχρι σημείου να εκφραστεί σχεδόν περιφρονητικά για τ' αδέλφια και τους φίλους του που περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους χτυπώντας ηλίθια μια μπάλα. Όταν, καμιά φορά, τον αναγκάζουν να παίξει, συμμετέχει με το σώμα απρόθυμο, είναι αδέξιος, δε σκαμπάζει γρυ απ' τους κανόνες. Κάνει μεν ό,τι μπορεί για να δείξει ότι ενδιαφέρεται, μα κοιτάζει αλλού, προσπαθώντας πονηρά ν' αποφύγει τη μπάλα, που την τροχιά της δεν την καταλαβαίνει ποτέ.   
Την πρώτη φορά που θα συμμετάσχει σε αγώνα δρόμου θα το κάνει από υποχρέωση, παρότι προσπάθησε να βρει κάθε πιθανή δικαιολογία για να τον αποφύγει. Τότε κάτι ξύπνησε μέσα του. Είναι η εποχή που οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τη Τσεχοσλοβακία και ο αθλητισμός είναι μια διέξοδος για να κρατηθεί υψηλά το εθνικό φρόνημα. Ο Ζάτοπεκ αρχίζει να κερδίζει αγώνες παρά το ιδιαίτερό του στυλ στο τρέξιμο. Ένας δρομέας γεννήθηκε. Η καριέρα του ως δρομέα, η φήμη του που υψώθηκε σιγά σιγά, ακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα του, κάθε εξουσία θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τον Ζάτοπεκ, θα του επιβληθεί επιλεκτική έξοδος από τη χώρα για συμμετοχή σε αγώνες, θα απομονωθεί από τους δυτικούς δημοσιογράφους, ενώ εκείνος θα σπάει το ένα ρεκόρ πίσω απ' το άλλο, θα γίνεται θρύλος ακόμα και όταν δεν θα κερδίζει πια σε όλους τους αγώνες, ακόμα και όταν θα μοιάζει πως έχει αποσυρθεί, εκείνος θα επιστρέφει για ακόμα μία εντυπωσιακή κούρσα, χωρίς πρακτικά να έχει αλλάξει κάτι στο στυλ τρεξίματός του,το οποίο τεχνικά είναι λάθος, ούτε να έχει κάπως εξελίξει τον τρόπο του να προπονείται, που συνέχισε, μέχρι τέλους, να στηρίζεται περισσότερο στο ένστικτο και στην ανάγκη του να τρέχει.

Βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Η ιστορία ενός ανθρώπου με ένα τεράστιο πάθος, με μία εμμονή, αυτό, και όχι το τρέξιμο ως τρέξιμο, είναι που χαρακτηρίζει το βιβλίο αυτό, αυτή η αξέχαστη μορφή του Εμίλ Ζάτοπεκ.


Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Born to run - Christopher McDougall




Για έναν αναγνώστη, σαν κι εμένα, που τα ενδιαφέροντά του περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη λογοτεχνία, η απόφαση για την ανάγνωση ενός βιβλίου non-fiction απαιτεί πάντα λίγη παραπάνω σκέψη, εμπεριέχει ένα ποσοστό ρίσκου, καθώς λαμβάνει χώρα σε αχαρτογράφητα ύδατα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα στοίχημα για τη διάρρηξη της αναγνωστικής μονομανίας.

Το βιβλίο αυτό το είχα βάλει καιρό στο μάτι, όχι τόσο για τον προφανή λόγο, δηλαδή το τρέξιμο, όσο για την αναφορά στη φυλή των Ταραουμάρα, ιθαγενών που ζουν σχεδόν απομονωμένοι στις οροσειρές του Μεξικού, μιας χούφτας ανθρώπων στην παραμεθόριο του πολιτισμένου τρόπου ζωής. Αυτές οι απομονωμένες κοινότητες ανέκαθεν μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Παράλληλα ήλπιζα το βιβλίο αυτό να περιέχει ακόμα ένα συστατικό, το πάθος του συγγραφέα για το θέμα του βιβλίου του. 
Μέρες έψαχνα στην οροσειρά Σιέρα Μάδρε του Μεξικού το φάντασμα που είναι γνωστό ως Καμπάγιο Μπλάνκο -το Λευκό Άλογο. Είχα φτάσει επιτέλους στο τέρμα της διαδρομής, στο τελευταίο σημείο που θα φανταζόμουν ότι μπορώ να το βρω -όχι βαθιά στις ερημιές όπου έλεγαν ότι έχει στοιχειώσει, αλλά στο μισοσκότεινο λόμπι ενός παλιού ξενοδοχείου, στις παρυφές μιας κατασκονισμένης πόλης της ερήμου.
Ο ΜακΝτούγκαλ ξεκινά την έρευνα αυτή χωρίς να το ξέρει, οδηγήθηκε εκεί προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να μπορεί να συνεχίσει το καθημερινό χαλαρό τρέξιμο, το οποίο τόσο του άρεσε όμως παρ' όλ' αυτάτου προκαλούσε διαρκείς και επίπονους τραυματισμούς· οι γιατροί, οι πλέον εξειδικευμένοι, του συνιστούσαν ομόφωνα να εγκαταλείψει το τρέξιμο και να δοκιμάσει πιο ήπιες μορφές άσκησης, που θα καταπονούσαν λιγότερο το κορμί του. Εκείνος, από πείσμα περισσότερο, δεν το έβαλε κάτω. Έτσι έφτασε μέχρι τους Ταραουμάρα, συνάντησε προπονητές υπερμαραθωνοδρόμων, διάβασε έρευνες σχετικά με την τεχνολογία των υποδημάτων τρεξίματος, γοητεύτηκε από ιστορίες δρομέων με αντισυμβατικές συχνά μεθόδους προπόνησης.

Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο δεν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, γεγονός που γίνεται ακόμα πιο φανερό όταν γίνεται προσπάθεια εμπλουτισμού του δημοσιογραφικού κειμένου έρευνας με περιγραφές συναισθημάτων και τοπίων, αλλά αυτή είναι μια παρατήρηση κάποιου που διαβάζει κυρίως λογοτεχνία. Ο ΜακΝτούγκαλ -και οι επιμελητές του βιβλίου- δεν στόχευσαν τόσο στη λογοτεχνικότητα, όσο στον εξωραϊσμό του κειμένου, που κινδύνευε να κατολισθήσει από το βάρος των τεχνικών λεπτομερειών, και στην απαραίτητη επίκληση στο συναίσθημα του αναγνώστη, του αναγνώστη που είτε τρέχει, είτε είναι υποψήφιος δρομέας και απλώς ψάχνει για ένα κίνητρο. Αν και ορισμένα στοιχεία επαναλαμβάνονται, ο ΜακΝτούγκαλ έχει κάνει καλή έρευνα και σύνθεση του υλικού του, επιτυγχάνοντας να γράψει ένα βιβλίο για το τρέξιμο, χωρίς να επικεντρώνεται αποκλειστικά στον αγώνα με τους Ταραουμάρα.

Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει μια διάθεση για φιλοσοφικό στοχασμό, κάπως κλισέ και παιδικού, όπως για παράδειγμα η φράση: δεν σταματάς να τρέχεις επειδή γερνάς, γερνάς επειδή σταματάς να τρέχεις. Όμως, έχει ενδιαφέρον ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από διάφορους δρομείς, το οποίο έγκειται στη ψυχική διάσταση του τρεξίματος και συχνά το παρουσιάζει ως μια μορφή διαλογισμού εν κινήσει, ως μία συνεδρία του δρομέα με τον εαυτό του, μια κατάσταση αποκοπής από την πραγματικότητα.

Έτσι, και επιχειρώντας να αξιολογήσω το βιβλίο με βάση τις προσδοκίες μου πριν την ανάγνωση, το πάθος του συγγραφέα στο οποίο ήλπιζα υπάρχει ευδιάκριτο, ενισχυμένο μάλιστα με το πάθος των υπόλοιπων προσώπων που εμφανίζονται στο βιβλίο. Ως προς τους Ταραουμάρα τώρα, σίγουρα δεν πρόκειται για μία επιστημονική ανθρωπολογική μελέτη, όμως παρουσιάζει το δικό της ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς το τρέξιμο, το οποίο προβάλλεται ως το κυρίως χαρακτηριστικό τους, αλλά και ως προς μια νοοτροπία και αντίληψη ζωής, που μάλλον δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται  "άγρια" ελαφρά τη καρδία. Τέλος, ως προς το τρέξιμο, είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, παρότι κάνει κοιλιά σε ορισμένα σημεία, διαθέτει ταυτόχρονα άλλα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν και να προκαλέσουν την ταύτιση του αναγνώστη ακόμα και αν δεν είναι -συνειδητά- δηλωμένος οπαδός του τρεξίματος. 

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Στέλλα Κάσδαγλη
Εκδόσεις Key Books

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Άμπωτη και πλημμυρίδα




Δεν παίρνουν τον δρόμο για την οθόνη οι λέξεις, λιμνάζουν, θαρρείς, στην επιφάνεια των πραγμάτων. Και η στάθμη ανεβαίνει. Και η ανάγκη επιτείνεται. Και η αδυναμία απόθεσης γονατίζει. Τώρα, σκέφτεσαι, τώρα που το έχω ανάγκη πραγματικά, ζωτική ανάγκη, τώρα είναι που αδυνατώ. Παράπονο και οργή. Και ο ήλιος έξω λάμπει. Και η άνοιξη διακρίνεται στο βάθος να καλπάζει.

Όμως, εσύ δεν ξέρεις άλλον τρόπο. Ή μάλλον ξέρεις, αλλά δεν τον εμπιστεύεσαι πια. Και επιμένεις. Να πετάξεις κάποιες λέξεις με το ζόρι, άναρχα, ποντάροντας στην τύχη. Μία λέξη. Κι ύστερα άλλη μία. Και κάπως έτσι ξεχνιέσαι. Ίσως στο τέλος σχηματιστεί εκείνο που δεν ήξερες να πεις. 'Εχει συμβεί ξανά, θυμάσαι; Θυμάσαι, αλλά δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Πρέπει απλώς να συμβεί ξανά.

Ξέρεις πως ξαφνικά, όταν η στάθμη θα έχει πια κατακάτσει, οι λέξεις θα ξεχυθούν, αβίαστα και συντεταγμένα, το ένα κείμενο θα διαδέχεται το άλλο, η μια ιδέα την άλλη, όλα θα είναι εύκολα, ίσως και απλά, ευδιάκριτα και περιγράψιμα. Το ξέρεις, αλλά δεν βοηθάει. Όχι σήμερα, όχι τώρα τουλάχιστον. Ό,τι προηγείται πονάει. Το ξέρεις και σε φοβίζει.

Και αν δεν εμφανιστεί ποτέ ξανά η παλίρροια; Βιάζεσαι ν' απαντήσεις: μακάρι. Το ξανασκέφτεσαι. Δεν ξέρεις.


(Σήμερα το μπλογκ κλείνει επτά χρόνια. Γενέθλια, λοιπόν. Γιορτή.)

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα - Πάνος Τσίρος




Είχε προηγηθεί, δύο χρόνια πριν, η χρονικά δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Τσίρου, Δεν είν' έτσι; Τότε, η πρώτη συλλογή, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, ήταν εξαντλημένη από τον εκδότη, συλλογή για την οποία αρκετοί μου είχαν μιλήσει με εγκωμιαστικά σχόλια, που έμοιαζαν βάσιμα και καθόλου υπερβολικά, κρίνοντας απ' όσα είχα σκεφτεί και νιώσει διαβάζοντας τη δεύτερη συλλογή του. Έψαχνα για καιρό δεξιά και αριστερά, σε σπίτια φίλων και σε παλαιοβιβλιοπωλεία, και η λύση τελικά ήρθε από την επανακυκλοφορία της συλλογής από καινούριο εκδοτικό οίκο. Ήταν ένα όμορφο νέο αυτό.

Νομίζω πως, υποσυνείδητα ίσως, αναζητώ με επιμονή τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα αποδείξουν πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο πίσω από τις ιστορίες, σαν να επιθυμώ την εξάλειψη της αμφιβολίας σχετικά με την τυχαιότητα της έμπνευσης, τη σύνθεση -αυθαίρετη και υποκειμενική- της ταυτότητας του δημιουργού· τις εμμονές, τα βιώματα, τον τρόπο του να αφηγηθεί. Είναι μέρος του ορίζοντα των προσδοκιών που έχω κατά την επιστροφή στο έργο ενός συγγραφέα που έχω γνωρίσει και έχω εκτιμήσει στο παρελθόν. Έτσι και τώρα, ο λόγος για τον οποίο θέλησα να διαβάσω αυτό το βιβλίο ανάμεσα σε τόσα άλλα πιθανά ήταν η σκέψη/επιθυμία: θέλω να διαβάσω ξανά κάτι δικό του.

Και έχει η επιστροφή κάτι το οικείο ακόμα και αν πρόκειται για ιστορίες διαφορετικές, ο τρόπος του Τσίρου -ειδικά αυτό- να ξετυλίγει και να απλώνει την ιστορία του, η εγκοπή από την οποία επιλέγει να πιαστεί και να κινήσει την αφήγηση της ιστορίας του, ο τρόπος με τον οποίο η έμπνευσή του περνάει από παράγραφο σε παράγραφο είναι κάποιες στιγμές τόσο ορατός, χωρίς αυτό να στερεί κάτι από τη μαγεία και το απρόοπτο στην τροπή της εξέλιξης.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν κοντά στις γραμμές του τρένου. Όταν ήμουν εφτά χρονών, έπαιζα ένα παιχνίδι. Περίμενα πότε θα φύγουν όλοι, και πήγαινα στην κουζίνα. Έβαζα τρία ποτήρια πάνω στο τραπέζι, ύστερα ακουμπούσα το κεφάλι μου στην επιφάνεια και περίμενα πότε θα περάσει το τρένο. Όταν το τρένο πλησίαζε, τα πάντα γύρω άρχιζαν να κουνιούνται. Διάλεγα ένα από τα ποτήρια και το κοίταζα επίμονα, κάνοντας ότι έχω τηλεπαθητικές δυνάμεις. Κέρδιζα αν κουνιόταν το ποτήρι που είχα διαλέξει.
Έχει και κάτι ακόμα αυτή η επιστροφή: την ανακούφιση να διαβάζω μια συλλογή διηγημάτων όπου συμβαίνει το προφανές -μα τόσο σπάνιο-, να μην περισσεύει λέξη. Να δικαιολογείται (και) με αυτόν τον τρόπο η επιλογή της μικρής φόρμας εκ μέρους του συγγραφέα, ως επιλογή και όχι ως ευκολία, όχι απλώς για να μοιραστεί μια ωραία ιδέα, αλλά για να αφηγηθεί μια ιστορία.
Υπάρχει μια αράχνη που δεν κάνει ιστό, αλλά φτιάχνει τη φωλιά της στο χώμα. Σκάβει βαθιά, και ύστερα την κλείνει από μέσα με μια πορτούλα. Η μεγάλη κοιλιά της είναι γεμάτη δηλητηριώδες υγρό. Μπορείς να τη βγάλεις έξω από τη φωλιά της μόνο αν την εκνευρίσεις. Παίρνεις ένα λεπτό κλαδάκι και, αφού τρυπήσεις την πορτούλα, το χώνεις μέσα, ξανά και ξανά, ερεθίζοντάς την. Κάποια στιγμή θα γραπωθεί απ' αυτό, και τότε είναι εύκολο να τη σύρεις έξω.
Η ευδιάκριτη αφηγηματική φωνή αποτελεί το απαραίτητο νήμα συνοχής της συλλογής. Ο χαμηλών τόνων λόγος με στολίδια κομψά, και όχι φανταχτερά που να χτυπούν στο μάτι, επιτρέπει την αβίαστη ροή της αφήγησης από σκέψη σε σκέψη. Εκείνα που κινητοποιούν την έμπνευση του συγγραφέα, λεπτομέρειες και ασήμαντα σε έναν κόσμο που κινείται σε γρήγορους ρυθμούς, προσωπικές μνήμες και ιστορίες που ίσως άκουσε κάποια στιγμή, προσθέτουν την ομορφιά εκείνη που επιτείνει το συναίσθημα πως στο γραφείο του δημιουργού επικρατεί μια γόνιμη ηρεμία, η δημιουργία ως αποκοπή από τον περιβάλλοντα θόρυβο, μια πράξη υψηλής αυτοσυγκέντρωσης, ένα συναίσθημα το οποίο μέσω των διηγημάτων μεταγγίζεται στον αναγνώστη.
Σήμερα το βράδυ έδειξαν για δεύτερη φορά στην τηλεόραση την εκπομπή για τον χορό Καρουάνα, που κάνει θραύση στην Αμερική. Μίλησαν χορογράφοι, κοινωνιολόγοι, δύο καθηγητές από το Χάρβαρντ, δημοσιογράφοι. Έγινε προσπάθεια να αναλυθεί σε βάθος το φαινόμενο, που φαίνεται ότι έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας. Αυτός ο χορός βρίσκει ιδιαίτερη ανταπόκριση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από τα πάρτι γενεθλίων των έγχρωμων μαθητών του δημοτικού, στα γκέτο του Χάρλεμ, έως τα πάρτι των κοσμικών στο Λονγκ Άιλαντ. 

Εκδόσεις Μικρή Άρκτος


Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Μία από τις δύο - Daniel Sada





Τώρα, πώς να το πεις; Μία σε δύο ή δύο σε μία ή τι. Οι αδελφές Γκαμάλ ήταν ολόιδιες... Να πεις, ακόμα, όπως συνήθως λένε: "Ήταν σαν δυο σταγόνες νερό", ίδια ηλικία, ίδιο ύψος και, από επιλογή, το ίδιο χτένισμα. Επιπλέον, ίσως να ζύγιζαν γύρω στα εξήντα κιλά -ας πάμε στο παρόν-: δηλαδή, από απόσταση: ποια είναι ποια; Η μία είναι η άλλη και η άλλη το αρνείται μερικές φορές, βέβαια πάντα στα κρυφά, γιατί είναι πολύ εκνευριστικό να έχει σωσία, σχεδόν σχεδόν μια κολλιτσίδα, αλλά το φταίξιμο είναι δικό τους που, με το πέρασμα των χρόνων, προσπαθούν να μιμηθούν η μια την άλλη ολοένα και περισσότερο. Τα τικ τους, οι κινήσεις τους, οι μορφασμοί τους, όλα ίδια, σαν να είναι αντικριστοί καθρέφτες. Δεν βαριούνται;
Όχι, καθόλου δεν βαριούνται οι αδελφές Γκαμάλ· και όχι μόνο δεν βαριούνται αλλά η ομοιότητα αυτή τούς δίνει νόημα στη ζωή. Βέβαια, όπως μπορεί εύκολα, και χωρίς πολλή πολλή σκέψη, να υποθέσει κανείς, οι δύο αδελφές έχουν κάτι ελάχιστο που της ξεχωρίζει στα μάτια ενός έμπειρου παρατηρητή, κάτι ελάχιστο όπως μια μικρή ελιά, η οποία όμως εύκολα κρύβεται κάτω από στρώσεις ρούχων, και μένει μακριά από τα ξένα βλέμματα όσο το επιθυμεί η μία ή η άλλη. Όμως ναι, σωστά, ένας εραστής θα μπορούσε να ανακαλύψει αυτό το σημάδι. Μα για μια στιγμή; Μοιράζονται μέχρι και εραστή; Ω, ναι! Οι αδελφές Γκαμάλ μοιράζονται τα πάντα.

Μια ιστορία λαϊκή, που εύκολα θα μπορούσε να είναι σενάριο σε μεξικανική σαπουνόπερα, αποφασίζει να διηγηθεί ο Ντανιέλ Σάδα, αμετάφραστος μέχρι πρότινος στα ελληνικά, στη νουβέλα του Μία από τις δύο, την ιστορία δύο δίδυμων αδελφών, ολόιδιων, που λειτουργούν ως μονάδα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, όμως, όταν κάνει την εμφάνισή του ο έρωτας, ο δεσμός τους θα κλονιστεί.

Και δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς, όσο και αν η ιστορία ως ιστορία τον αφήνει εκτός και ασυγκίνητο, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την τεχνική του Σάδα, την παιχνιδιάρικη διάθεση με την οποία προσεγγίζει το θέμα του, φλερτάροντας με το κλισέ και τη φαρσοκωμωδία, τηρώντας όμως ξεκάθαρα όρια αμιγώς λογοτεχνικά, με ευδιάκριτη διάθεση για πειραματισμό στη φόρμα, και πόσο μάλλον σε μια τέτοια φόρμα με τέτοια συστατικά.

Γιατί υπάρχουν, και είναι καλό να τα γνωρίζει κανείς, κάποια λογοτεχνικά -και όχι μόνο- έργα, που μπορεί να μην είναι του γούστου του, αλλά διαθέτουν μια δεδομένη ποιότητα, μια διαφορετική προσέγγιση αισθητική και όχι μόνο, έργα που κάνουν τον αναγνώστη να διαβαίνει δρόμους άγνωστους και ας μην επιστρέψει ποτέ ξανά εκεί. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Σάδα για μένα. 


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Πόνος φάντασμα - Arnon Grunberg





Κοίτα να δεις, σκέφτηκα, που υπάρχει ολλανδική λογοτεχνική σχολή, κάτι που πριν λίγα χρόνια προφανώς αγνοούσα· όλα ξεκίνησαν από τον σπουδαίο -όπως αποδείχτηκε- Κέες Νόοτεμποομ (Η ακόλουθη ιστορία, Ιεροτελεστίες), συνέχισαν με τον Χάρι Μούλις (Τα στοιχεία) και η σκυτάλη πέρασε στη νέα γενιά με τον ιδιοφυή Ντε Βρις (Ο καθηγητής είναι νεκρός), ενώ είχε μεσολαβήσει το αδιάφορο -προς κακό- μυθιστόρημα του Κοχ (Το δείπνο). Κάθε κανόνας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να έχει μια τρανταχτή εξαίρεση. Μια αντίληψη, για την ύπαρξη σχολής, που χτίστηκε αργά και σταθερά, ακολουθώντας το νήμα και την τύχη, όπως συμβαίνει συνήθως δηλαδή. Για το βιβλίο του Γκρούνμπεργκ μου είχε επιστήσει την προσοχή ένας φίλος, ιδιαίτερα δυνατός αναγνώστης. Με το βιβλίο φλέρταρα επανειλημμένως στα βιβλιοπωλεία αλλά ποτέ δεν έκανα το βήμα, ώσπου έπεσα πάνω του στο παζάρι της πλατείας Κοντζιά, το βιβλίο που ήθελα σε τιμή εξαιρετική, το αγόρασα.
Όταν είσαι νέος, η χρεοκοπία έχει ακόμα έναν αέρα ρομαντισμού. Όσο κι αν είναι ενοχλητική, διατηρεί ακόμα τη γοητεία της, και στο πίσω μέρος του μυαλού σου υπάρχει πάντα η προοπτική της ανάκαμψης. Αλλά στην ηλικία μου, η χρεοκοπία μόνο ντροπή προκαλεί. Ένα αίσθημα ντροπής και αποτυχίας που δεν σβήνει ούτε με το ποτό ούτε με αντικαταθλιπτικά. Ακόμα κι όταν κοιμάσαι, δεν λέει να φύγει. Όλη η ζωή σου μοιάζει να αρχίζει και να τελειώνει στη χρεοκοπία, σ' εκείνη τη μέρα που σου κατάσχουν την περιουσία, μια περιουσία που θα βγάλουν στο σφυρί για το ένα πέμπτο της αξίας της.
Ο πατέρας του αφηγητή δεν αποτελούσε ακριβώς το ιδανικό πρότυπο πατέρα· χρωστούσε στις τράπεζες, απατούσε τη γυναίκα του, νόμιζε ότι του άξιζε μια ακριβή ζωή, δεν καταδεχόταν να τρώει σπιτικό φαγητό, πίστευε πως ο κόσμος του χρωστούσε, έπινε, ενίοτε έκανε απόπειρες αυτοκτονίας, έκανε γιο για να μην τον πρήζει η γυναίκα του. Τελικά δικαιώθηκε, ο κόσμος μπορεί να ξέχασε τα λογοτεχνικά του βιβλία, όμως του χάρισε πλούτη και δόξα για ένα βιβλίο μαγειρικής που έγραψε με τίτλο: Η πολωνοεβραϊκή κουζίνα σε 69 συνταγές.

Καρικατούρα διανοούμενου δοσμένη με αφηγηματική άνεση, χιούμορ σε αποχρώσεις του μαύρου κυρίως, οξύτητα στην παρατήρηση του γύρω κόσμου, εμμονή με τα στερεότυπα και φλερτ με το κλισέ, συναισθηματικά εγκεφαλικό. Κάπως έτσι θα μπορούσα να περιγράψω αυτό το ιδιαίτερο μυθιστόρημα, το οποίο πολύ απόλαυσα, με το οποίο πολύ γέλασα, αλλά είναι ένα από εκείνα τα βιβλία τα οποία δεν τολμώ να προτείνω, παρά μόνο σε ανθρώπους που νιώθω να γνωρίζω καλά, όχι μόνο για τις αναγνωστικές τους προτιμήσεις, αλλά -κυρίως- για την αίσθηση χιούμορ που διαθέτουν. Αστείος ή εξυπνάκιας; εγώ θα έλεγα αστείος και ευφυής, αλλά δεν θα έπεφτα από τα σύννεφα αν κάποιος δεν τον θεωρούσε αστείο τον Γκρούνμπεργκ.

Και μπορεί να καταφεύγει στην υπερβολή της καρικατούρας, αλλά δύσκολα μπορεί κάποιος να μη διακρίνει σημάδια του πατέρα του αφηγητή στην καθημερινότητα που μας περιβάλλει τα τελευταία -τουλάχιστον- χρόνια, στην ένδεια του πνευματικού κόσμου, στην αντίληψη και στην επίδειξη, στην παρακμή εν τέλει. Γιατί ο Γκρούνμπεργκ, παρά τη δεδομένη αχαλίνωτη φαντασία του, άλλο δεν κάνει από το να τονίζει δεδομένα και υπαρκτά πρότυπα ανθρώπων από τα οποία βρίθει ο κόσμος μας. Και εκεί έγκειται μια θλίψη, μια γλυκόπικρη γεύση της ιστορίας· γελάς και ύστερα συννεφιάζεις, γελάς γιατί δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, η σύγχυση και τα νεύρα δεν θα οδηγήσουν πουθενά, σκέφτεσαι και γελάς.

Απολαυστικό και ιδιαίτερο, στη λίστα με τα προσεχώς και το άλλο μυθιστόρημα του Γκρούνμπεργκ που κυκλοφορεί -και μάλιστα σε προσφορά- στα ελληνικά με τίτλο Τίρζα, η βασίλισσα του ήλιου (εκδόσεις Καστανιώτη).

Μετάφραση Γιάννης Ιωαννίδης
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Η ιδιωτική ζωή των δέντρων - Alejandro Zambra




Ο Χουλιάν διασκεδάζει τη μικρή με την "Ιδιωτική ζωή των δέντρων", μια σειρά παραμύθια που σκάρωσε για να τη νανουρίζει. Κεντρικοί ήρωες των παραμυθιών είναι μια λεύκα κι ένα μπαομπάμπ που, τις νύχτες, όταν δεν τα βλέπει κανείς, κουβεντιάζουν για φωτοσυνθέσεις, για σκίουρους ή για τα αναρίθμητα πλεονεκτήματα του να είσαι δέντρο και όχι άνθρωπος ή ζώο ή, όπως λένε τα ίδια, ηλίθιος τσιμεντένιος όγκος.
Η μικρή δεν είναι κόρη του Χουλιάν. Είναι κόρη της Βερόνικας, της δεύτερης συζύγου του από τον προηγούμενο γάμο της. Τη λένε Ντανιέλα. Κανονικά, τέτοια ώρα, η Βερόνικα θα έπρεπε να έχει ήδη επιστρέψει σπίτι. Καθυστερεί. Τρόποι να γυρίζεις σπίτι. Ο Χουλιάν διασκεδάζει την Ντανιέλα διαβάζοντάς της κάποια ιστορία από την Ιδιωτική ζωή των δέντρων. Με τον τρόπο αυτό παράλληλα τη νανουρίζει. Μια χαραμάδα χρειάζεται ο φόβος για να καταλάβει τη σκέψη, μια χαραμάδα ελάχιστη, ένα αν. Τι θα γίνει αν η Βερόνικα δεν επιστρέψει ποτέ;

Η ροπή στην κατασκευή ιστοριών περιπλέκει τα πράγματα. Ο Χουλιάν δουλεύει το μικρό του μυθιστόρημα κάθε Κυριακή. Αναπολεί την πρώην του, την Κάρλα, μια μέρα γύρισε σπίτι και είδε στον καθρέφτη γραμμένο με κραγιόν: Σήκω φύγε από το σπίτι μου καριόλη. Βρίζει για τα πράγματα που άφησε πίσω του φεύγοντας, κυρίως τα βιβλία που όταν τα χρειάζεται δεν είναι εκεί, στο νέο του σπίτι. Φεύγοντας πήρε μαζί του το μπονσάι που του είχαν χαρίσει κάποιοι φίλοι. Τώρα ανήκει σε μια κανονική οικογένεια. Η Βερόνικα όμως δεν επιστρέφει, ο Χουλιάν συνεχίζει τις υποθέσεις.

Δημιουργεί ένα μέλλον για την Ντανιέλα, ένα μέλλον χωρίς τη Βερόνικα. Σε εκείνο το μέλλον η θετή του κόρη θα διαβάσει το μυθιστόρημα του Χουλιάν. Αυτολογοκρισία και άγχος για την κρίση της. Θραύσματα μνήμης, μόνο όποιος επινοεί επιτυγχάνει γραμμικότητα και πληρότητα στην εξιστόρηση του παρελθόντος του, όσο μικρό και απλό και αν είναι. Ιδιότροπο όργανο ο εγκέφαλος. Οι συγγραφείς μας γοητεύουν γιατί μοιάζουν υπεράνθρωποι καθώς αναπλάθουν το παρελθόν με έναν τρόπο ζηλευτά πλήρη. Ίσως ο Χουλιάν να μη γίνει ποτέ σπουδαίος συγγραφέας.

Ζηλευτός είναι σίγουρα ο τρόπος που γράφει ο Σάμπρα, ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να διηγηθεί εν είδει θραυσμάτων μία μεγάλη ιστορία σε ελάχιστη έκταση, υπονοώντας περισσότερα απ' όσα δηλώνει, αφαιρώντας ό,τι περιττό, επιτρέποντας στο προσωπικό -ή στην υπόνοια του προσωπικού- να εισχωρήσει, να σπείρει διακειμενικές αναφορές στο διάβα του, να φλερτάρει με τον ρεαλισμό και την ποιητικότητα, τη νοσταλγία και την προσδοκία, τη θλίψη και τη συγκίνηση, τη σκληρότητα και την τρυφερότητα· ένας στυλίστας του καιρού μας σ' ένα ακόμα κομψοτέχνημα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος

 

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Αύριο - Graham Swift




Υπάρχουν κάποια βιβλία τη δυναμική των οποίων δεν μπορείς να αντιληφθείς επακριβώς τη στιγμή της ανάγνωσης, ούτε καν τις επόμενες μέρες, αλλά καιρό μετά ορθώνουν το τελικό τους ανάστημα, έχοντας διεκδικήσει τον χώρο που τους αναλογεί και ας ξεθωριάζουν εντωμεταξύ οι λεπτομέρειες της ιστορίας, ενώ η αίσθηση εντείνεται, η επιθυμία για επιστροφή γεννιέται. Τέτοιο βιβλίο ήταν ο Τελευταίος γύρος του Γκράχαμ Σουίφτ. Από τότε έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια, και όλο έλεγα: κάτι δικό του θέλω να διαβάσω ξανά· από αναβολή σε αναβολή πήγαινε η απόφαση, ώσπου τις προάλλες στο παλαιοβιβλιοπωλείο έπεσα πάνω στο δικό του Αύριο. Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκα κάποιο λογοπαίγνιο με εκείνα που πρέπει να κάνουμε σήμερα και να μην αναβάλλουμε για αύριο αλλά μάλλον δεν είναι ταιριαστό τώρα που το σκέφτομαι ξανά.
Πρέπει να κοιμάστε πια, αγγελούδια μου. Εκείνο που μου προξενεί κατάπληξη, αλλά και ανακούφιση συνάμα, είναι πως το ίδιο κάνει κι ο πατέρας σας, σαν άνθρωπος που βρίσκει το κουράγιο να κοιμηθεί την προηγούμενη της εκτέλεσής του. Κι αύριο θα χρειαστεί να το μαζέψει όλο. Είμαι η μόνη που αγρυπνά σ' αυτό το σπίτι την ημέρα που θα αλλάξει τη ζωή  όλων μας, την ημέρα που ξεκίνησε ήδη -τα φωτεινά χεράκια στο ξυπνητήρι μου (που δεν το ρύθμισα να χτυπήσει) δείχνουν πως μόλις πέρασε η μία το πρωί.
Το Αύριο στηρίζεται σε ένα εύρημα, σε ένα μυστικό για την ακρίβεια. Η μητέρα-αφηγήτρια απευθύνεται στα δίδυμα παιδιά της, που, όπως και ο πατέρας τους, κοιμούνται εκείνη την ώρα, και αποφασίζει, αδυνατώντας να κοιμηθεί η ίδια, να δώσει τη δική της εκδοχή, όχι απαραίτητα αντίθετη ή διαφορετική από εκείνη του πατέρα, σχετικά με όσα συνέβησαν κάποτε, μια σύντομη ανασκόπηση της ζωής μέχρι εκείνη τη νύχτα, λίγο πριν ξημερώσει το αύριο, μέρα κατά την οποία, συμφωνημένο εδώ και χρόνια, θα αποκαλύψουν στα δεκαεξάχρονα παιδιά τους το μυστικό. Η αγωνία της είναι έντονη, τα ερωτήματα πολλά, πώς θα είναι η επόμενη μέρα της αποκάλυψης;

Παρότι το οικοδόμημα στηρίζεται στην αποκάλυψη του μυστικού, μυστικό που δεν είναι δύσκολο ή απίθανο να υποψιαστεί ο αναγνώστης, εντούτοις αυτό καθαυτό το μυστικό δεν αποτελεί το διακύβευμα της ανάγνωσης ούτε τον στόχο του συγγραφέα. Η ταύτιση με την αφηγήτρια και την αγωνία της, την ταυτόχρονη ανάγκη της να δικαιολογηθεί αλλά και να μη δώσει λογαριασμό, είναι εκείνο πάνω στο οποίο χτίζεται σελίδα τη σελίδα, αυτή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η στοχευμένη απεύθυνση  είναι που δημιουργεί την ανάγκη να ακολουθήσει κανείς την αφήγηση μέχρι τέλους, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα μάθει πώς τελικά εξελίχθηκαν τα γεγονότα την επόμενη μέρα.

Η εξιστόρηση μιας παρελθούσας ζωής, η απεικόνιση μιας εποχής περασμένης, η οποία μάλλον ελάχιστα πράγματα σημαίνει για τη νέα γενιά, η ανάγκη της αφηγήτριας, η ανάγκη του καθενός μας τελικά, να δείξει τις αποφάσεις ως αλληλουχία γεγονότων και όχι ως σπασμωδικές κινήσεις, να δώσει το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, να καταφύγει στο έσχατο επιχείρημα: έτσι έκαναν όλοι· να διακρίνει το καλό από το κακό, να δώσει παραδείγματα και αντιπαραδείγματα, να βρει το κουράγιο να σταθεί στο οικογενειακό τραπέζι και να πει: αυτή είμαι εγώ.

Και σε αυτό το μυθιστόρημα συνάντησα τα στοιχεία της γραφής του Σουίφτ που με γοήτευσαν και στον Τελευταίο γύρο: η οριακή συναισθηματική φωνή που δεν ολισθαίνει στο εύκολο μελό, η προώθηση της αφήγησης, δύο βήματα μπροστά, ένα πίσω και μία παύση στο παρόν, το χτίσιμο των χαρακτήρων, έστω και αν μόνο η μητέρα έχει φωνή, η απεικόνιση μιας περασμένης εποχής με μια αίσθηση ακρίβειας και έλλειψης υπερβολής είτε προς την ωραιοποίηση είτε προς την καταβαράθρωση, ένα παρελθόν το οποίο είδε την επιστήμη να αλλάζει τα δεδομένα και να μεταβάλλει άπαξ και διά παντός συναισθηματικές βεβαιότητες αιώνων.  

Η ανάγκη για επιστροφή στο λογοτεχνικό σύμπαν αυτού του σπουδαίου σύγχρονου Βρετανού συγγραφέα καλύφθηκε, προσωρινά τουλάχιστον.


Μετάφραση  Θωμάς Σκάσσης
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

  

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι (2016)




Αυτή θα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή σου, λέει στον Όλλι Μάκι ο μάνατζέρ του σε μια προσπάθεια να του ανυψώσει το ηθικό και να του δώσει ένα έξτρα κίνητρο για τον αγώνα με έπαθλο τον παγκόσμιο τίτλο της κατηγορίας φτερού απέναντι στον Αμερικανό πρωταθλητή. Ο Όλλι Μάκι αφήνει τη μικρή κωμόπολη, με την ήρεμη καθημερινότητά του ανάμεσα στο μποξ και τον φούρνο, και πηγαίνει στο Ελσίνκι για το τελικό στάδιο προετοιμασίας εν όψει του επικείμενου αγώνα. Όμως, μέρος της προετοιμασίας είναι και η προώθηση του αγώνα: φωτογραφίσεις, διαφημίσεις, συναντήσεις με χορηγούς, συνεντεύξεις. Ο Όλλι Μάκι, χαμηλών τόνων απ' τη φύση του, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε αυτές τις συνθήκες, ενώ όλα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα όταν θα συνειδητοποιήσει πως είναι ερωτευμένος.

Σκέφτομαι πως αν η ίδια ταινία ήταν αμερικανικής παραγωγής δεν θα υπήρχε περίπτωση να τη δω, πόσο μάλλον στον κινηματογράφο. Καλώς ή κακώς, υπάρχουν κάποια στερεότυπα που καθορίζουν τις επιλογές μας. Όμως, η αδυναμία μου στο σκανδιναβικό σινεμά είναι ικανή να ξεπεράσει τις όποιες ενστάσεις επί της υπόθεσης. Δεν θα μπω στη διαδικασία να εξηγήσω τις διαφορές της συγκεκριμένης ταινίας με τον Ρόκυ, όπως μάλλον ειρωνικά με ρώτησε κάποιος γνωστός μόλις του μίλησα για την υπόθεση, αν και ίσως θα είχε ενδιαφέρον κάτι τέτοιο για τη διάκριση δύο διαφορετικών κινηματογραφικών σχολών και κόσμων. Κάπως έτσι πήρα την απόφαση και κατηφόρισα μέχρι τον κινηματογράφο Άστορ -με την αμφιθεατρική αίθουσα και το υπέροχο φουαγιέ.

Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι εκείνο που κεντρίζει το ενδιαφέρον του εκάστοτε δημιουργού, τι είναι εκείνο που καταλαμβάνει τη σκέψη του, που του γίνεται ίσως εμμονή ή έντονη επιθυμία, ώστε να το αποδώσει στο χαρτί, στο φιλμ, στον καμβά ή στον δίσκο. Με λίγα λόγια: γιατί ο Φινλανδός σκηνοθέτης Juho Kuosmanen θέλησε να κάνει ταινία τη πραγματική ιστορία του Όλλι Μάκι; Η αλήθεια είναι πως μόνο ο ίδιος γνωρίζει την απάντηση και κάθε άλλη εικασία διατρέχει τον κίνδυνο της εσφαλμένης ερμηνείας. Διακινδυνεύοντας λοιπόν μια πιθανά αυθαίρετη εικασία, θα έλεγα ότι πέρα από τη δεδομένη ενδιαφέρουσα -ιδιαίτερα για τους Φινλανδούς- ιστορία του Όλλι Μάκι, που έγινε από τη μια μέρα στην άλλη εθνικός ήρωας, εκείνο που ίσως κινητοποίησε το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη να είναι η απόθεση φιλοδοξιών στις πλάτες κάποιου. Το βλέμμα του ήρωα όταν η κοπέλα του, στην ερώτησή του αν θα την απογοητεύσει σε περίπτωση μη κατάκτησης του τίτλου, του απαντά: δεν μπορείς να με απογοητεύσεις, Όλλι, γιατί εγώ δεν έχω προσδοκίες, είναι ένα βλέμμα συγκίνησης και ανακούφισης· να κάποιος που δεν έχει προσδοκίες από μένα, μοιάζει να σκέφτεται.

Η επιλογή της ασπρόμαυρης φωτογραφίας δίνει κάτι το νοσταλγικό στην κινηματογράφηση, οι ερμηνείες του Όλλι Μάκι (Jarkko Lahti) και του μάνατζέρ του (Eero Milonoff) ξεχωρίζουν. Στο σεναριακό επίκεντρο βρίσκεται ο επικείμενος αγώνας, όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν, και αυτή η αντίστιξη της σημασίας του αγώνα και της χρονικής διάρκειάς του στο φιλμ επιτείνει την αίσθηση του πυροτεχνήματος, εβδομάδες ετοιμασιών για μια ελάχιστη στιγμή.

Ήπιων τόνων ταινία, που δεν διεκδικεί δάφνες αριστουργήματος, απολαυστική μέσα στην απλότητά της, συγκινητική με την αλήθεια της.

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Νυχτερινές ικεσίες - Santiago Gamboa




Θα σου πω κάτι: αυτό το μυθιστόρημα δεν θα είναι αστυνομικό, αλλά μια ιστορία αγάπης.
Η αφήγηση κάθε ιστορίας δύο ανθρώπων ολοκληρώνεται από δύο, τουλάχιστον, διηγήσεις, με τον τρόπο, βέβαια, που εκείνοι επιθυμούν να ολοκληρωθεί, με έναν τρόπο καθόλου αντικειμενικό, παρά την πιθανή υποκειμενική ειλικρίνειά του. Ειδικά μια ιστορία αγάπης ή μια απολογία.

Ο Μανουέλ, Κολομβιανός φοιτητής φιλοσοφίας, θα συλληφθεί στην Μπανγκόκ για κατοχή ναρκωτικών. Εκείνος αρνείται τις κατηγορίες και ισχυρίζεται πως πρόκειται για πλεκτάνη· στο πλευρό του θα βρεθεί ο πρόξενος της Κολομβίας, και σε εκείνον θα αποφασίσει να διηγηθεί την ιστορία του.
Θ' αρχίσω απ' τα χειρότερα, κύριε πρόξενε. Απ' τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, που ήταν η παιδική μου ηλικία. Αν και τώρα πια, έπειτα από τόσα και τόσα, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πια τι είναι το χειρότερο.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, το αυταρχικό και στενόμυαλο οικογενειακό περιβάλλον, η πολιτική πραγματικότητα της χώρας, η ανάγκη για διαφυγή, τα βιβλία και οι ταινίες παράθυρα σε έναν άλλον κόσμο. Μόνο στήριγμα του Μανουέλ η αδερφή του, μεγαλύτερη σε ηλικία, η Χουάνα και η υπόσχεση που του είχε δώσει πως μια μέρα θα το σκάσουν μαζί. Τέσσερα χρόνια πριν, εκείνη εξαφανίστηκε, ξαφνικά. Αναζητώντας τη Χουάνα ο Μανουέλ θα βρεθεί στη Μπανγκόκ.

Ο Γκαμπόα απλώνει αριστοτεχνικά την αφήγησή του σε πέντε πόλεις, την Μπογκοτά, το Δελχί, την Μπανγκόκ, το Τόκιο και την Τεχεράνη, δίνει τον λόγο σε τρεις αφηγητές, τον πρόξενο, τον Μανουέλ και τη Χουάνα, εγκιβωτίζει αρκετές μικροϊστορίες που θα μπορούσαν να σταθούν και αυτόνομα μα που ταυτόχρονα εξυπηρετούν πλήρως την πλοκή και την κορύφωση του σασπένς. Αντιμετωπίζει με σεβασμό τον κάθε δευτερεύοντα χαρακτήρα της ιστορίας του. Κάνει καλά αυτό που πάντα απολαμβάνω στα μυθιστορήματα, συνδυάζει την υψηλή λογοτεχνία με την αγωνία να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Επιτυγχάνει να γράψει ένα μυθιστόρημα κολομβιανό χωρίς να εγκλωβίζεται στην εσωστρέφεια, επιχειρώντας να καταστείλει την ενοχή με την οποία βαρύνονται αυτός και οι συμπατριώτες του, το στίγμα του να είσαι Κολομβιανός, λέξη σύμφυτη με τη διακίνηση ναρκωτικών, ανάμεσα σε άλλα. Με πλήθος αναφορών σε δημιουργούς, ανάμεσα στους οποίους ο σκηνοθέτης Γουόν Καρ Γουάι και ο συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Με τον πρόξενο -άλτερ έγκο του συγγραφέα- να θυμίζει κάτι από τον πρόξενο Τζόφρεϋ Φέρμιν ( Κάτω από το Ηφαίστειο). Ένα μυθιστόρημα σφιχτοδεμένο παρά την έκταση της ιστορίας που διηγείται.

Αν και η σύγκριση με τον επίσης Κολομβιανό και αγαπημένο Βάσκεζ (Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Οι πληροφοριοδότες), ο οποίος κάνει ένα πέρασμα στο μυθιστόρημα, είναι προφανής, παρότι ο Γκαμπόα επενδύει λιγότερο στο στυλ, εκείνος που μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας τις Νυχτερινές ικεσίες ήταν ο Χιλιανός Αλεχάντρο Σάμπρα, κυρίως η νουβέλα του Μπονσάι.

Μια αναγνωστική απόλαυση.


Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Πόλις
  

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Το προνόμιο του πρίγκηπα - Amélie Nothomb




- Αν ένας καλεσμένος πεθάνει απρόσμενα στο σπίτι σας, προπάντων μην καλέσετε την αστυνομία. Καλέστε ένα ταξί και πείτε του να σας οδηγήσει στο νοσοκομείο μαζί μ' αυτόν το "φίλο σας που ένιωσε αδιαθεσία". Ο θάνατος θα διαπιστωθεί φτάνοντας στα επείγοντα περιστατικά, κι εσείς μπορείτε να διαβεβαιώσετε, έχοντας και μάρτυρα, ότι ο άνθρωπος πέθανε στη διαδρομή. Σε αντάλλαγμα, θα σας αφήσουν ήσυχο.

Αυτό συμβουλεύει ο παράξενος συνομιλητής τον ήρωα της νουβέλας της Νοτόμπ κατα τη διάρκεια μιας μάζωξης σε κάποιο σπίτι κοινών γνωστών. Και θα ήταν απλώς μια κάπως ιδιότυπη και ενδιαφέρουσα συμβουλή αν την επόμενη μέρα δεν χτυπούσε το κουδούνι στο σπίτι του Μπατίστ Μπορντάβ, ένας άγνωστος, ζητώντας να πραγματοποιήσει ένα τηλεφώνημα και πεθαίνοντας λίγα δευτερόλεπτα πριν απαντήσει η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Τι κάνω τώρα; σκέφτεται ο ήρωας μας, μη μπορώντας να βγάλει από το μυαλό του τη συζήτηση της προηγούμενης βραδιάς. Αποφασίζει λοιπόν να μην καλέσει ούτε την αστυνομία ούτε κάποιο ασθενοφόρο, αλλά, αντίθετα, να οικειοποιηθεί την ταυτότητα του νεκρού και να πάρει τη θέση του.

Έτσι ξεκινά η ιστορία, με έναν τρόπο δυναμικό και έξυπνο. Το πρώτο κεφάλαιο, η συζήτηση των δύο σχετικά με το τι κάνει κανείς αν κάποιος πεθάνει σπίτι του ξαφνικά, είναι ένα δείγμα της αφηγηματικής άνεσης και της οργιώδους φαντασίας της Νοτόμπ, μιας ιδιότυπης περίπτωσης δημιουργού, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως γραφομανής και δημοσιεύει ανελλιπώς από το 1992, κάθε φθινόπωρο, και ένα βιβλίο.

Η συνέχεια δεν στέκει στο ύψος του πρώτου αυτού κεφαλαίου, δίνοντας μια νότα ανισότητας στο τελικό αποτέλεσμα, μια φθίνουσα πορεία. Παρ' όλα αυτά, οι πινελιές μαύρου χιούμουρ και υπερρεαλισμού παρουσιάζουν ενδιαφέρον και κρατούν σε εγρήγορση τον αναγνώστη, σε μία νουβέλα που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.

Το προνόμιο του πρίγκηπα είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Νοτόμπ που διαβάζω, δεν με ενθουσίασε αλλά με έπεισε πως σίγουρα θα διαθέτει κάποιους τίτλους στην πλούσια εργογραφία της που πραγματικά θα αξίζουν τον κόπο να τους διαβάσει κανείς. Γεγονός που αποτελεί σημαντικό επίτευγμα, να καταφέρει να δείξει δηλαδή η συγγραφέας τις πτυχές του ταλέντου της παρά τη χλιαρή αίσθηση του συγκεκριμένου βιβλίου. Ένα μυαλό που γεννά ιστορίες, μια συγγραφέας που ζει μέσα από το γράψιμο, που αντιμετωπίζει τη συγγραφή ως ένα σοβαρό παιχνίδι, μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού.

υγ. Συζητώντας για το συγκεκριμένο βιβλίο ανακάλυψα πως η Βέλγα συγγραφέας έχει ένα αρκετά μεγάλο κοινό στη χώρα μας. Οι περισσότεροι δε επιβεβαίωσαν την ενστικτώδη άποψή μου αναφορικά με το συγκεκριμένο βιβλίο σε σύγκριση με κάποια από τα υπόλοιπα βιβλία της, που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια