Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Μια νέα ανάγκη




Τα κείμενα, που φιλοξενούνται εδώ, συνήθως προκύπτουν αβίαστα. Σήμερα είναι κάπως διαφορετικά· σκέφτομαι: θα ήθελα να γράψω μία ανάρτηση που να παραμείνει σε πρώτο πλάνο κατά τη διάρκεια της παραδοσιακής αυγουστιάτικης διακοπής του μπλογκ. Ανατρέχω σε προηγούμενα αντίστοιχα κείμενα, αφ' ενός να εμπνευστώ και αφ' ετέρου να αποφύγω την επανάληψη. Πρώτη παρατήρηση: σήμερα εκείνα τα κείμενα μοιάζουν αβίαστα και όχι γραμμένα επί τούτου. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πώς προέκυψαν. Δεύτερη παρατήρηση: κοινός πυρήνας εκείνων των καλοκαιρινών κειμένων η επιθυμία να ξεκουραστώ από τον χειμώνα και να διαβάσω περισσότερο. Τώρα δεν το βλέπω με τον ίδιο τρόπο. Ναι, θέλω να ξεκουραστώ, το έχω ανάγκη, το σώμα μου φωνάζει: ξεκούραση ή κατεβάζω ασφάλειες. Στην επιθυμία της ανάγνωσης έγκειται η διαφορά: δεν αποτελεί πρωταρχική ανάγκη. Τα πρώτα σημάδια έχουν κιόλας φανεί: από τις πρώτες μέρες της ζέστης οι αναγνωστικοί ρυθμοί έπεσαν. Απλώς συνέβη. Το μυαλό δεν μαζευόταν, οι βόλτες το δελέαζαν, λαχταρούσε τη θάλασσα. Στις λίγες επισκέψεις στην ακτή ένιωθα την ανάγκη να ακουμπήσω το βλέμμα στον ορίζοντα. Βαρύγδουπο αλλά έτσι το βίωσα. Λίγες σελίδες κατάφερα να διαβάσω, μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα. Αυτή είναι η διαφορά με άλλες χρονιές, η οποία δεν με ανησυχεί, αλλά αντίθετα μου φαίνεται ενδιαφέρουσα και άξια παρατήρησης. Η ανάγνωση και το επακόλουθο εξ αφορμής γράψιμο αποτελεί άλλωστε το σημαντικότερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή μου. Πάντα έτσι ήταν. Τώρα με παρατηρώ σε μια νέα συνθήκη: η ανάγκη για ένα διαφορετικό καταφύγιο, για μετατόπιση του βλέμματος, αυτή η ανάγκη βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Και ο Αύγουστος έφτασε.


  

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Αναλωμένοι - David Cronenberg





Είχαν προηγηθεί τα διηγήματα του Εμίρ Κουστουρίτσα. Για το μυαλό μου, που έτσι λειτουργεί, η επιλογή του επόμενου βιβλίου ήταν προφανής: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Αναλωμένοι. Εκτός του ότι με γοητεύει ανέκαθεν η πολυπραγμοσύνη κάποιων δημιουργών, που δεν διστάζουν να πειραματιστούν και να δοκιμάσουν τα όριά τους και σε άλλες μορφές έκφρασης, ήταν και αυτό το νήμα που ένιωσα να συνδέει τα δύο βιβλία. Ακούω την πιθανή ένσταση επί της πολυπραγμοσύνης: ένας σεναριογράφος, που γράφει ένα βιβλίο, δεν απομακρύνεται πολύ απ' όσα ξέρει να κάνει. Την ακούω, αλλά την απορρίπτω. Τα εκφραστικά μέσα είναι συγγενή μόνο εξ αποστάσεως, στην πράξη ουσιαστικά διαφέρουν ολοκληρωτικά. Και εκεί βρίσκεται το στοίχημα και ο πειραματισμός, στην χωρίς εικόνα υποστήριξη του λόγου.
Η Ναόμι είχε απορροφηθεί από την οθόνη. Ή, για την ακρίβεια, από το διαμέρισμα που φαινόταν στο παράθυρο του QuickTime της οθόνης· το μικρό, ασυγύριστο, σοφιστικέ διαμέρισμα της Σελεστίν και του Αριστίντ Αροστεγκί. Βρισκόταν εκεί, απέναντί τους, ενώ εκείνοι κάθονταν δίπλα δίπλα σε έναν παλιό καναπέ -πιθανώς με κοτλέ ύφασμα σε κόκκινο Βουργουνδίας. Μιλούσαν σε έναν αθέατο δημοσιογράφο.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές του μυθιστορήματος, ο Κρόνενμπεργκ εισάγει τα τρία από τα τέσσερα βασικά πρόσωπα της πλοκής, εντάσσει ως δυναμικό και αναπόσπαστο μέρος της πλοκής την αναφορά στη νέα τεχνολογία, την παρατήρηση και την καταγραφή. Η ιστορία ξεκινά: Η Ναόμι και ο Νέιθαν είναι ζευγάρι, ένα σύγχρονο ζευγάρι δύο επιτυχημένων δημοσιογράφων, οι οποίοι κινούνται με άνεση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, όπου υπάρχει κάποιο καυτό θέμα, υπακούοντας σε μια ισχυρή εσωτερική φωνή φιλοδοξίας, ακολουθούν τις εξελίξεις στην τεχνολογία κατά πόδας, δίνουν ραντεβού σε ξενοδοχεία ανάλογα με τις διασταυρώσεις των πτήσεών τους και τις κενές μέρες του ημερολογίου τους. Εκείνη ασχολείται με τη δολοφονία της διάσημης φιλοσόφου Σελεστίν Αροστεγκί, η οποία όχι απλώς δολοφονήθηκε και κατακρεουργήθηκε, αλλά σχεδόν φαγώθηκε από τον δράστη. Βασικός ύποπτος ο επί χρόνια σύζυγός της, επίσης φιλόσοφος, Αριστίντ. Η Ναόμι κάνει ενδελεχή έρευνα και αναζητά τον σύνδεσμο που θα την οδηγήσει στο κρυφύγετό του. Εκείνος ασχολείται με την περίπτωση ενός Ούγγρου γιατρού, ο οποίος ισχυρίζεται πως μπορεί βομβαρδίζοντας με μικροσωματίδια τον καρκίνο να τον εξολοθρεύσει από κάθε σώμα· επιστήμονας ή απατεώνας; Οι δύο ιστορίες θα διασταυρωθούν καθώς το ζευγάρι θα βυθίζεται όλο και πιο ολοκληρωτικά -και χωρίς επιστροφή- στην έρευνά του.

Η φιλμογραφία του Καναδού σκηνοθέτη με διχάζει. Από τη μία, οι ταινίες του που μου εντυπώθηκαν βαθιά: Το τέλος της βίας, Κοσμόπολις, Crash· από την άλλη, ταινίες, όπως το Existenz για παράδειγμα, που με κούρασαν. Και πέρα και πάνω απ' όλα το Spider, μια κατηγορία από μόνο του. Γούστα είναι αυτά.

Και αναφερόμενος στο Κοσμόπολις, την κινηματογραφική μεταφορά δηλαδή της νουβέλας του Ντον Ντελίλο, αναγνωρίζουμε μια βασική επιρροή, μια εκλεκτική συγγένεια που διαποτίζει τις σελίδες του πρωτόλειου μυθιστορήματος του Κρόνενμπεργκ, χωρίς να πρέπει να παραλειφθεί ακόμα ένα, διχαστικό, όνομα, εκείνο του Μπρετ Ίστον Έλλις. Η αποστασιοποίηση στην αφήγηση, σχεδόν παγωμένη όπως το λευκό φως των χειρουργείων ή το φωτογραφικό φλας, και η αναφορά ξεπερασμένων θεμάτων ταμπού ως δεδομένων: η σεξουαλική πράξη, η ομοφαγία, τα μεταδιδόμενα νοσήματα, η υπέρμετρη φιλοδοξία, η συναισθηματική στεγνότητα, ο φόνος· είναι δύο από τα κυρίαρχα στοιχεία του λογοτεχνικού σύμπαντος που στήνει ο συγγραφέας, στοιχεία που συναντά κανείς και στη φιλμογραφία του. Πίσω όμως από αυτά βρίσκεται μια υπαρξιακή αγωνία, μια σύγχρονη υπαρξιακή αγωνία, καθορισμένη από την εξέλιξη του τρόπου ζωής, την τεχνολογική πρόοδο, την οριστική επικράτηση των κοινωνικών δικτύων, του μετακαπιταλιστικού περιβάλλοντος. Ο Καμύ θα έβρισκε μάλλον ενδιαφέρουσα αυτή την οπτική γωνία παρατήρησης και καταγραφής.

Και όμως, παρά τα όσα ενδιαφέροντα και εγκεφαλικά παράγωγα της ανάγνωσης, το τελικό συναίσθημα πάσχει από συναίσθημα, η αποστασιοποίηση, που μοιάζει ένα ζητούμενο για τον συγγραφέα, είναι όντως παρούσα, προκαλώντας έναν εκνευρισμό, στον οποίο ίσως και να στόχευε. Υπάρχουν, βλέπετε, βιβλία -και όχι μόνο- τα οποία ενοχλώντας μας μας καθορίζουν και μας αναγκάζουν να κοιτάξουμε διαφορετικά τον περιββάλοντα κόσμο. Και να που δεν ξέρω πώς τελειώνει αυτή η ανάγνωση, στη μία πρόταση τα θετικά, στην επόμενη οι ενστάσεις, και άντε πάλι από την αρχή, ίσως ο χρόνος να δείξει καθαρότερα, αδιάφορο δεν ήταν, ή ίσως να ήταν, και αυτό να είναι το πλέον δυναμικό στοιχείο του. Σας μπέρδεψα ε;


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Γιώργος Μπέτσος
Εκδόσεις Τόπος  

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Ξένος μες στον γάμο - Εμίρ Κουστουρίτσα




Κάποια στιγμή είχα διαβάσει για την κυκλοφορία αυτής της συλλογής διηγημάτων τού αγαπημένου σκηνοθέτη -τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο της κινηματογραφικής του πορείας, ύστερα η μανιέρα κάπως με κούρασε αλλά η αρχική λάμψη δεν έσβησε ποτέ- Εμίρ Κουστουρίτσα. Ενθουσιάστηκα, λοιπόν, και ύστερα το ξέχασα, αμυνόμενος ίσως απέναντι στη χρονική απόσταση μέχρι την πολυπόθητη -αν και τότε αβέβαιη- κυκλοφορία της και στα ελληνικά. Ο καιρός έφτασε, ο ενθουσιασμός επανέκαμψε, οι προσδοκίες έλαβαν θέση και η ανάγνωση ξεκίνησε άμεσα!

Και μόνο αυτή η αμεσότητα, από την απόκτηση του βιβλίου μέχρι την ανάγνωση, σε μια περίοδο που όλοι οι εκδοτικοί οίκοι παρουσιάζουν, εν όψει καλοκαιριού, τα βαριά τους χαρτιά, τα βιβλία εκείνα που πραγματικά πιστεύουν πως θα αποδειχτούν το χιτ της κύριας αναγνωστικής περιόδου του έτους, είναι ικανή να φανερώσει τη λαχτάρα μου, και τις προσδοκίες μου. Ναι, οι προσδοκίες, πάντα αυτές.

Από τις πρώτες κιόλας γραμμές του πρώτου κιόλας διηγήματος η ζωή λαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ζωή με τις χαρές και τις λύπες της, τα πάθη και τις απογοητεύσεις της, η ζωή που κινείται παράλληλα και συχνά αντιστικτικά με τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, στοιχείο γνώριμο και αξιομνημόνευτο στις ταινίες του Κουστουρίτσα, στοιχείο που πραγματικά με ιντριγκάρει. Και υπάρχει ένα σαφέστατο έλλειμμα εδώ, καθώς οι περισσότεροι δημιουργοί επιχειρώντας να αναβιώσουν μια περασμένη ή σύγχρονη εποχή, εγκλωβίζονται στα χαρακτηριστικά της, επικεντρώνοντας όλες τους τις δυνάμεις στην ηρωοποίηση. Πάρτε για παράδειγμα τα δικά μας δείγματα: τη λογοτεχνία της κρίσης, της μικρασιατικής καταστροφής ή του πολυτεχνείου. Είναι κάτι το οποίο και ο Κουστουρίτσα θα μπορούσε να κάνει και μάλιστα να μη θέσει στιγμή εν αμφιβόλω την εισπρακτική επιτυχία, να πουλήσει τον πόλεμο ή το παρελθόν της ενωμένης Γιουγκοσκλαβίας, να προσφέρει δακρύβρεχτες ιστορίες οικογενειών που χωρίζονται, ηρώων που σκοτώνονται, καθημερινών ανθρώπων που γνωρίζουν τη βία ενός καθεστώτος ολοκληρωτικού.  Στοιχεία εξωτικά για τους μη γηγενείς, με πολιτική κατεύθυνση και πασπαλισμένα με τον απαραίτητο συναισθηματικό εκβιασμό. Χαρακτηριστικά σίγουρα παρόντα, μα όχι κυρίαρχα μετά την πρωτοεπίπεδη ανάγνωση, περιτύλιγμα απαραίτητο, μα όχι κυρίαρχο. Όμως ο Κουστουρίτσα -στην προκειμένη- δεν ιντριγκάρεται από αυτή την προοπτική, εκείνο που τον μαγεύει, τον εμπνέει και τον συγκινεί, εκείνο που νιώθει να τον συνδέει με το παρελθόν, είναι η δύναμη της ζωής, και αυτή τοποθετεί σε πρώτο πλάνο.

Και αν ο μαγικός ρεαλισμός γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική και ταυτίστηκε με εκείνη, αυτό σε τίποτα δεν απαγορεύει τις εκλεκτικές συγγένειες και σε άλλα μήκη και πλάτη της γης. Ο κυπρίνος που κόβει βόλτες στη μπανιέρα, ο γάιδαρος που μιλάει και το φίδι που είναι πιστό στο καθημερινό του ραντεβού με τον στρατιώτη που το ταΐζει γάλα. Ο έρωτας που κινητοποιεί εν καιρώ πολέμου, η εφηβεία που συνοδεύεται από αλλεπάλληλες εκρήξεις γνωριμίας με το σώμα και τον έξω κόσμο, τον μεγάλο και άγνωστο, η εξωσυζυγική απιστία, η αλητεία σε ένα αστυνομοκρατούμενο περιβάλλον, όλα τα γνώριμα μοτίβα του σκηνοθέτη είναι εδώ. Και είναι αυτή η γνώριμη αίσθηση το νήμα που ενώνει τα έξι διηγήματα της συλλογής, νήμα απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, σε κάθε συλλογή.

Και ο αναγνώστης δύσκολα δεν θα παρασυρθεί από τη γεμάτη ζωή δύναμη των ιστοριών, καθώς η συγκίνηση και το γέλιο εναλλάσσονται αβίαστα. Η εμπειρία του Κουστουρίτσα από τη συγγραφή σεναρίων είναι εμφανής τόσο στους διαλόγους και στους χαρακτήρες, όσο και στην εξέλιξη της κάθε ιστορίας.

Μία ευχάριστη έκπληξη, μία δικαίωση προσδοκιών.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αλέξης Εμμανουήλ
Εκδόσεις Utopia

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Η αναπαλαίωση - Φαίδων Ταμβακάκης





Πόσα δεν έκανα! Πόσα δεν έκανα σωστά!
Η φράση πλημμύριζε τη σκέψη μου, όπως η θάλασσα πλημμύριζε το μηχανοστάσιο. Τρομπάριζε ο Νικόλας με τη χειροκίνητη, τρομπάριζα κι εγώ με το μυαλό για να συγκεντρωθώ στα πρακτικά. Γοργοπορούσαμε μ' ένα γλυκό μελτέμι, είκοσι-είκοσι πέντε κόμβους στην πάντα, προς τον Φοίνικα της Σύρου. Από μακριά θα μας ζήλευαν, το κομψό κλασσικό σκαρί να σκίζει τα κύματα με πλήρη ιστιοφορία, μαζί και η μετζάνα. Όμως ο καπετάνιος ζει την αγωνία του και κάνει μαύρες σκέψεις. Τα νερά τα αντιληφθήκαμε από το στενό Κέας-Κύθνου, εντοπίσαμε και το πρόβλημα (έμπαιναν από τη σαλαμάστρα), η ηλεκτρική αντλία με το φλοτέρ καπούτ (άγνωστο πώς), στοχεύσαμε προς το πρώτο καλό λιμάνι με μηχανικούς και γερανό.

Ξεκίνησαν να κάνουν τον γύρο του κόσμου, όμως δεν κατάφεραν να φτάσουν πέρα από τη Σύρο, το σκαρί του ιστιοφόρου είχε άλλα σχέδια. Δεν υπάρχει απογοήτευση μεγαλύτερη από εκείνη του ταξιδευτή που αναγκάζεται να εγκαταλείψει το ταξίδι του. Εκεί, στη Σύρο, εκτός από τους κατάλληλους τεχνίτες, ο αφηγητής θα αναζητήσει και μια παλιά του αγάπη, τη Σοφία, ίσως από ανάγκη να εκλάβει ως σημάδι μεταφυσικό την πρόωρη κατάληξη του μεγαλεπήβολου ταξιδιού, ίσως από ένα απωθημένο χρόνων, ίσως από ενοχές. Οι δυο ιστορίες, του πλοίου και του έρωτα, ιστορίες αναπαλαίωσης, εκτυλίσσονται παράλληλα στη νουβέλα του Ταμβακάκη, ο οποίος με το γνώριμο ύφος του ακροβατεί στην κόψη του μελό, ποντάροντας στην αλμύρα της θάλασσας και στη γοητεία των ταξιδιών, και επιτυγχάνοντας τελικά να δώσει ακόμα ένα δείγμα λεπτοδουλειάς σε μικρή φόρμα, έχοντας για γλωσσικό σύμμαχο τη ναυτική διάλεκτο και ορολογία.

Ο συγγραφέας της θάλασσας, έτσι θα μπορούσε, σκέφτομαι, να αποκαλέσει κάποιος τον Ταμβακάκη, και δεν μπορώ να αναλογιστώ κάποιον άλλον σύγχρονο συγγραφέα, στον οποίο θα ταίριαζε καλύτερα αυτός ο χαρακτηρισμός. Και δεν είναι μόνο η χρονική συγκυρία της ανάγνωσης, λίγο πριν την ημερολογιακή άφιξη του καλοκαιριού, εκείνη που δημιουργεί στον αναγνώστη τη διάθεση για ταξίδια, ονειροπόληση και νοσταλγία, είναι ο τρόπος αφήγησης του συγγραφέα, που καταφέρνει να παντρέψει τα δύο ταξίδια, το ένα, εκείνο στο μέλλον, τον γύρο του κόσμου, την επιθυμία για νέες περιπέτειες και καινούριους τόπους, και το άλλο, εκείνο στο παρελθόν, την αναβίωση ενός έρωτα, την επιστροφή σε έναν γνώριμο τόπο, τη διάθεση για μονομαχία με το ερώτημα: τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαμε χωρίσει τότε;

Οι ήρωες του Ταμβακάκη δεν ζουν εκτός της ελάχιστα ποιητικής πραγματικότητας, η ανάγκη τους όμως για σχέδια και θάλασσες τους σώζει από τη φυλακή, μελετούν χάρτες, καταστρώνουν πορείες, τα βάζουν με τα φυσικά φαινόμενα. Και κάνουν λάθη. Ναι, κυρίως αυτό. Κάνουν λάθη.

Ο Ταμβακάκης αποτελεί μία από τις πλέον ήπιες και αξιόλογες λογοτεχνικές φωνές των καιρών μας και Η αναπαλαίωση αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

υγ. Είχαν προηγηθεί: Η υστάτη, Οι ναυαγοί της Πασιφάης και Άδεια ξενοδοχεία.

Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Το πέρασμα - Κωνσταντίνος Τζαμιώτης




Μπροστά του, τριακόσια μέτρα απ' την ακτή, το ακυβέρνητο καράβι παράδερνε από ώρα στην υδάτινη λαίλαπα, που το 'σπρωχνε με κάθε τρόπο όλο και βεβαιότερα στην καταστροφή. Θεόρατα κύματα των πέντε, έξι, ίσως και επτά μέτρων κυριολεκτικά το λιάνιζαν, δοκιμάζοντας πότε να το αναποδογυρίσουν και πότε να το καταπιούν ολόκληρο. Με συνέπεια απαρέγκλιτη κατέφθαναν το ένα μετά το άλλο, λυσσομανούσαν πάνω του, τραντάζοντας και ταρακουνώντας το πολυκαιρισμένο σκαρί σαν να μην ήταν πλοίο φτιαγμένο για ανοιχτές θάλασσες παρά μικρό βαρκάκι που το κλονίζουν ως και τα απόνερα στο πιο ασφαλές λιμάνι.
Ο αγροτικός γιατρός ελάχιστα εξοικειωμένος ένιωθε μ' όλα αυτά.

Ένα βράδυ, στη μέση του χειμώνα, η φουρτουνιασμένη θάλασσα θα οδηγήσει ένα πλοιάριο στη βραχώδη ακτή ενός μικρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Κάποιοι από τους επιβαίνοντες θα πνιγούν, οι υπόλοιποι θα καταφέρουν να βγουν στη στεριά. Εκεί τους περιμένουν οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού, ανάμεσά τους ο δήμαρχος, ο αγροτικός γιατρός, οι λιμενικοί, οι αστυνομικοί, οι στρατιώτες. Το συμβάν είναι τόσο έντονο που δεν επιτρέπει παρά μόνο μία σκέψη: πώς θα σωθούν αυτοί οι άνθρωποι. Καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, ό,τι θεωρεί σωστό. Λίγοι άνθρωποι, και ο συντονισμός είναι πιο εύκολος. Οι αρχές επικοινωνούν με το γειτονικό νησί, με τα κεντρικά, ζητούν βοήθεια. Δεν θα τα καταφέρουμε μόνοι μας, λένε, και παίρνουν υποσχέσεις. Εντωμεταξύ οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται, τη διάσωση πρέπει να ακολουθήσει ο ιματισμός, η τροφή, το κατάλυμα. Καθώς η αδρεναλίνη υποχωρεί, τα όρια επανακαθορίζονται, η θεωρία συναντά την πράξη και ο φόβος περιμένει να ντυθεί με τον ανάλογο ιδεολογικό μανδύα.

Ο Τζαμιώτης επιλέγει να διηγηθεί μια πραγματική ιστορία. Πραγματική με την έννοια πως επαναλαμβάνεται συχνότατα τα τελευταία πολλά χρόνια, και τους τελευταίους μήνες με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Το Αιγαίο ως πέρασμα για μια καλύτερη ζωή, για την εγκατάλειψη της κόλασης, ένα απέραντο νεκροταφείο ψυχών. Κάποιοι καταφέρνουν να το διαβούν και να φτάσουν στην επόμενη στεριά, εκεί η κόλαση επαναπροσδιορίζεται. Γιατί όμως κάποιος να θελήσει να διηγηθεί μια ιστορία σαν κι αυτή;

Μία πρώτη απάντηση, βιαστική και άστοχη στην προκειμένη, θα ήταν ο καιροσκοπισμός. Αυτό πουλάει, αυτό θα πουλήσω. Όχι, δεν είναι αυτή η απάντηση, τουλάχιστον όχι η δική μου απάντηση. Μετά το πέρας της ανάγνωσης, γεγονός που μου προσφέρει ολοκληρωμένη εικόνα του εγχειρήματος, τείνω να καταλήξω πως πρόθεση του συγγραφέα είναι πρωτίστως να κατανοήσει τους συσχετισμούς που δημιουργεί ένα ναυάγιο και η ακόλουθη παρουσία τριακοσίων ψυχών σε έναν ελάχιστο τόπο γης, εγκαταλελειμμένο από τους κατοίκους του. Να παγώσει τον χρόνο στο σήμερα, στο τώρα, για όσο αντέχει το παράδειγμα, πριν το αύριο κυρίως αλλά και το χτες ανακτήσουν το ρόλο τους στην εξίσωση. Και ίσως, σκέφτομαι, αν κατανοήσει κανείς τους συσχετισμούς σε αυτό το πεπερασμένο παράδειγμα, αποκομμένο από το συνολικό, ίσως τότε να μπορέσει να προσεγγίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μεγάλη εικόνα, αφήνοντας στην άκρη τις ιδεολογίες, τις θεωρίες, την ασφάλεια της απόστασης, τη μεγαλοστομία, τη γενίκευση και όλα τα υπόλοιπα μη ρεαλιστικά εργαλεία. Και σε αυτό ο Τζαμιώτης τα καταφέρνει περίφημα. Όχι γιατί καταφέρνει να διατηρήσει ίσες αποστάσεις από τους ήρωές του, δεν είναι πολιτικός για να τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, αλλά γιατί επιτυγχάνει να δώσει τη μεγάλη εικόνα, φροντίζοντας να μετακινεί την κάμερα από πρόσωπο σε πρόσωπο, να δίνει τις εναλλαγές της οπτικής επιδιώκοντας να σπάσει τον άξονα, να αναδείξει τα μαύρα σημεία καθενός από τους εμπλεκομένους. Κανείς δεν είναι a priori καλός ή κακός, κανείς δεν είναι μόνο καλός ή κακός, καθένας από τους ήρωες, σε όποια πλευρά και αν ανήκει, είναι ξεχωριστός και ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τίποτα δεν είναι μόνο έτσι ή μόνο αλλιώς, και θα ήθελα να πιστέψω πως αυτό που λέω αποτελεί ένα αφόρητο κλισέ, όμως φοβάμαι πως πρέπει να ξεκινήσουμε από την επανάληψη των βασικών, και αυτό είναι κάτι το οποίο ο Τζαμιώτης επισημαίνει συνεχώς, με ευθύ ή πλάγιο τρόπο, και σε αυτό έγκειται ακόμα μια αρετή του βιβλίου.

Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη που διαβάζω στο οποίο δεν υπάρχει ένας ξεκάθαρος πρωταγωνιστής, ένας κεντρικός ήρωας. Το πέρασμα είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, ο αφηγητής δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να γνωρίσει αρκετά καλά όλους τους ήρωες, να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε κάποιον απ' αυτούς, όχι για να ταυτιστεί απαραίτητα, αλλά για να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαρκή εναλλαγή των συνθηκών και των συμπεριφορών, το εύπλαστο της θεωρίας δίπλα στη φωτιά της δράσης.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Το τρικ





Όταν ο χρόνος τρέχει, τρέχει πάντα προς δύο κατευθύνσεις: προς τα εμπρός και καταπάνω μου. Τον ακολουθώ αναγκαστικά, καθώς οι μέρες περνούν όπως το τοπίο έξω από το παράθυρο ενός τρένου, μια θολή ματιά, ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Τον ακολουθώ -επαναλαμβάνω το ενεργητικό σχήμα, για να δείξω την πυγμή μου, εγώ τον ακολουθώ, δεν με παρασέρνει εκείνος- και αργώ να το συνειδητοποιήσω, παρότι κάτι εξ αρχής με ενοχλεί και με ζαλίζει. Η ορμή είναι ένα από τα δυναμικότερα φυσικά φαινόμενα και πώς να αντισταθείς -σε πρώτη φάση- και πώς να ξεφύγεις -σε δεύτερη. Από δική του αδυναμία ή γενναιοδωρία, κάποια στιγμή η ένταση εξασθενεί -συνηθίζεις μωρέ, μου είπε εκείνη- και εκείνη τη στιγμή, σαφέστατα ζαλισμένος, καταφεύγω σε ένα τρικ: βάζω όπισθεν. Το σύστημα κίνησης μπλοκάρει προσωρινά, ενώ ακούγονται παράξενοι και ανησυχητικοί ήχοι. Όμως, σύντομα, η δίνη με ξεφορτώνεται.

Το τρικ το έμαθα με κόπο, και επίπονα. Υπάρχει ένας άνθρωπος να ευχαριστήσω γι' αυτό. Ίσως με μισόλογα να το έκανα κάποια στιγμή, αλλά η ιστορία τελείωσε με εμένα να λέω: θα σου τηλεφωνήσω εγώ όταν είναι· και δεν το έκανα μέχρι τώρα. Πέρασαν, αισίως, δεκαοχτώ μήνες από τότε. Ναι, σύμφωνοι, μέσα μου ήταν το πρόβλημα, μέσα μου και η λύση. Ισχύει σχεδόν απόλυτα αυτό. Όμως κάποιος ή κάτι απαιτείται για την ανάδυσή του. Θα σου τηλεφωνήσω εγώ όταν είναι· έτσι τελείωσε η ιστορία.

Κοιτάζοντας προς τα πίσω διακρίνεις την εξέλιξη. Μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. Ένα σημείο στο σήμερα και ένα στο χτες, η μέτρηση του διανύσματος και η σύγκριση. Και ξάφνου το παρόν μοιάζει πιο βιώσιμο. Δεν ήταν όλα μάταια.

Είναι αστείο που ήθελα να γράψω ένα κείμενο απλώς για να πω: όταν το παρόν με σαρώνει επιχειρώ -με την πρώτη απανεμιά- να κοιτάξω προς τα πίσω. Ήθελα επίσης να πω: θέλω να διαβάσω ξανά την Ταυτότητα του Μίλαν Κούντερα και τον Λύκο της Στέπας του Έρμαν Έσσε. Και δεν είναι μια επιθυμία ανεξάρτητη της περιόδου. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που τρέχει, είναι και όλα εκείνα τα βιβλία που εμφανίζονται, κάθε χρόνο τέτοια περίοδο, και δημιουργούν ένα αίσθημα ιλίγγου: θέλω κι εκείνο, θέλω και το άλλο, και πότε θα προλάβω;

Όμως, όταν ξεκινάς να πεις κάτι απλό, παραμονεύουν συχνά παγίδες. Μία παγίδα: οι απλήρωτοι λογαριασμοί. Ακόμα μία: η λέξη που θέλει να γραφτεί μετά την τελευταία τελεία. Και μια τρίτη: το αίσθημα ελευθερίας: ό,τι θέλω θα πω.

Σήμερα είναι πάλι Δευτέρα.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Φύλακας στην πισίνα - Μιχάλης Φακίνος



Τις νύχτες, κάποιες νύχτες, ακούω ξαφνικά ένα κρακ. Την πρώτη φορά τρόμαξα, δεν κατάλαβα. Μετά κατάλαβα, συνήθισα. Ήταν κάποιο πλακάκι που ξεκόλλαγε από τα τοιχώματα κι έπεφτε με πάταγο στον πάτο της άδειας πισίνας. Άλλο ένα, έλεγα. Και σκεφτόμουνα, με κλειστά μάτια, Πάει κι αυτή, γερνάει, γριά που της πέφτουν τα δόντια, που χάνει τα μαλλάκια της, ζαρώνει, ξεραίνεται το δέρμα της, κρακ κρακ, και το πρωί θα πρέπει να τρέξω πάλι στον πλακά να βρω πλακάκι, ίδιο χρώμα, ίδιο μέγεθος, να το αντικαταστήσω, να κλείσω την πληγή στο τοίχωμα, να την καλλωπίσω με κόλλες και τσιμεντάκι, να μη φαίνονται τα γεράματα ούτε οι τσόντες, προσεχτική δουλειά, επιμελημένη, με ακρίβεια μακιγιέρ, ωραία πάλι να φαίνεται, σαν να μην έγινε ποτέ.

Φύλακας στην πισίνα, στην άδεια πισίνα ψηλά πάνω στον λόφο. Μέρος ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, που έμεινε ημιτελές, το νερό ποτέ δεν έβρεξε τα τοιχώματά της. Εκείνος όμως μένει πιστός στο χρέος του, φροντίζει την πισίνα στην οποία βρίσκουν καταφύγιο ερωτευμένοι, εθισμένοι, κυνηγημένοι. Μάχεται τη φθορά του χρόνου, μάχεται τη φθορά των βανδάλων, μπαλώνει τα σημάδια που αφήνουν στο κορμί της. Κάτω απλώνεται η πόλη. Σκέφτεται μια παράξενη συνάντηση στην οδό Καπνοκοπτηρίου: δύο άντρες, ο Μεσιέ Μπεγκουά και ο Δάσκαλος, διασταυρώνουν τα φιλοσοφικά τους πυρά με αφορμή ένα φαινομενικά απλό σχέδιο στον τοίχο. Ένας ποδηλάτης περιφέρεται στην πόλη με ένα πλακάτ διπλής όψεως περασμένο στο λαιμό του:  Συγγράφω υπέροχες ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ Πολυετής πείρα στο πένθος Τηλ... Ο Μπεγκουά θα του δείξει δύο πολυκαιρισμένες φωτογραφίες: έστω ότι αυτός είναι ο παππούς σου και αυτή η μάνα σου, θα μου γράψεις δύο νεκρολογίες;

Κάπου ανάμεσα στη μνήμη και την ανασύστασή της στέκεται το τελευταίο μυθιστόρημα του Μιχάλη Φακίνου, στο σημείο όπου η πραγματικότητα συναντά αναπόφευκτα τη φαντασία και το όνειρο. Ονειρικό λοιπόν, και με διάθεση ποιητικού στοχασμού, το μυθιστόρημα αφορά τη σημερινή πόλη, τη σημερινή Αθήνα, με το βάρος των χρόνων και των περασμένων, με τα ερείπια των ανεκπλήρωτων σχεδίων από τη μία, και τα συντρίμμια της αναπόφευκτης φθοράς από την άλλη. Ο συγγραφέας υπαινίσσεται περισσότερα απ' όσα μαρτυρά, καλεί τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει, γνωρίζοντας πως ο καθένας θα ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο.

Ο Φύλακας στην πισίνα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο τέλος της ανάγνωσης σκέφτηκα πως ήταν άνισα μεταξύ τους, τώρα, λίγες μέρες μετά, σκέφτομαι πως ίσως πρόκειται για δύο εκδοχές του ίδιου μυθιστορήματος και πως εγώ απλώς προτιμώ την πρώτη, που, παρότι χωρισμένη σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, μου άφησε μια αίσθηση πιο συμπαγή και ολοκληρωμένη, δικαιολόγησε και μετέδωσε το ονειρικό και αναγνωστικά με καθήλωσε.

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για βιβλία όπως αυτό, εξαιτίας της φύσης του, είναι εύκολο όμως να προτείνεις σε κάποιον να προχωρήσει σε μια αναγνωστική δοκιμή.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Κέδρος     

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Κάποιοι άνθρωποι




Δεν πρόκειται για ρηξικέλευθη παρατήρηση, όμως αλήθεια, σε μια εποχή όπως η σημερινή, νιώθω πως τα προφανή είναι εκείνα που πρέπει να επαναλαμβάνουμε, σαν προσευχή. Επαναλαμβάνω λοιπόν: υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που βγάζουν στην επιφάνεια το καλύτερο εγώ μου, αυτό που εγώ θεωρώ, απόλυτα υποκειμενικά, το καλύτερο εγώ μου· υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι είναι περισσότεροι, πάντα θα είναι περισσότεροι, που με βυθίζουνε στον πάτο. Εκείνοι, οι άλλοι, δεν έχουν σημασία. Όχι, δεν πρέπει να τους αποφεύγω, όχι ότι θα τα κατάφερνα ακόμα και αν προσπαθούσα, είναι τα γνωστά αντιπαραδείγματα, οι ανακλαστήρες εκείνου που δεν θέλω να είμαι, να γίνω ή να καταντήσω, για να το πω ακριβώς όπως το σκέφτομαι. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους θέλω να μοιραστώ όσα -λίγα ή πολλά, τι σημασία έχει;- έχω ζήσει, να μοιραστώ τη συγκίνηση, την έκπληξη, το πάθος και την ακραία, αβάσταχτη λύπη. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με αφήνουν μαγεμένο ν' ακούω τις ιστορίες τους, τα δικά τους -λίγα ή πολλά, τι σημασία έχει;- επιτεύγματα, χωρίς τον φόβο ότι θα ξεράσω στην πρώτη υποψία άνω τελείας: ξέρεις; εγώ εκείνο, ή ξέρεις; εγώ το άλλο. Εκεί που ο ανταγωνισμός σκεπάζει τα πάντα διά της απουσίας του. Κάποιοι άνθρωποι που παρέα νιώθουμε ασήμαντοι, κοντά -αλλά και τόσο μακριά- στη συνείδηση του μεγέθους μας στο άπειρο σύμπαν. Τέτοιους ανθρώπους γνωρίζω.

Το μπλογκ -αφού εδώ βρισκόμαστε τώρα- είναι ένας μόνο τόπος. Ο δικός μου μικρόκοσμος μεγαλώνει αργά και σταθερά, χωρίς να στοχεύει στην επικράτηση, αντίθετα, επιδιώκει την αλληλεπίδραση με τον έξω κόσμο, τον επαναπροσδιορισμό, τη σύγκριση, τη διαρκή υπενθύμιση: όχι σαν εκείνους, όχι. Και ας χάνουμε συμμάχους κάθε μέρα. Δεν είμαι καλός στη στατιστική. Σίγουρα δεν είμαι. Όμως, ακόμα και αν ήμουν, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να προσεγγίσω την αναλογία ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους και σε εκείνους τους άλλους, το ένα προς χίλια μοιάζει μάλλον υπέρμετρα αισιόδοξο. Όμως, αυτό το ποσοστό, το ελάχιστο αυτό ποσοστό είναι που με κρατάει εδώ και εδώ, παρά τη συχνή δυσανεξία στη βλακεία, τη δηθενιά και την επέλαση σε βάρος του προσωπικού μου χώρου. Αυτή η δημόσια έκθεση πέρα από τα μετρήσιμα μεγέθη της έχει και εκείνη την ανεκτίμητη αξία, της ανθρώπινης επαφής, της πραγματικής επαφής, της ειλικρινούς.

Διαβάζω ξανά τις δύο αυτές παραγράφους. Ακροβατώ ανάμεσα στη λογοκρισία του προσωπικού και την αποστολή του παρόντος για επιμέλεια -ένα από τα επόμενα κείμενα θα είναι ακριβώς γι' αυτό: για την επιμέλεια· ακόμα κάτι προφανές, ακόμα κάτι αναγκαίο να επαναλαμβάνεται αδιάκοπα και συνεχώς. Σκέφτομαι πως απλώς θα μπορούσα να πάρω μια αγκαλιά κάποιους ανθρώπους και αυτό το κείμενο να μείνει ένα πρόχειρο. Ας σταματήσω εδώ.

 

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Γραφείον ο φόβος - Σταυρούλα Σκαλίδη




Τα σώματά τους απανθρακωμένα. Αυτό αντίκρισα. Ήμουν ο πρώτος, και από τους αστυνομικούς, που μπήκα μέσα. Αν και δεν είμαι ένας απ' αυτούς. Οι πυροσβέστες με τα μαυρισμένα πρόσωπα πάνιασαν κάτω από τη μουντζούρα κι έμειναν ακίνητοι σε στάση αναπαυμένης προσοχής, μόλις στέρεψαν οι μάνικες.

Ο Άρης είναι αστυνομικός ρεπόρτερ σε μια εφημερίδα που πνέει τα λοίσθια, χρόνια στο κουρμπέτι, με τις απαραίτητες για το επάγγελμα άκρες στην Ασφάλεια, φτάνει πάντα από τους πρώτους, έτσι και αυτή τη φορά. Δεν συνηθίζεται το επάγγελμα αυτό. Πάντα αυτή η αίσθηση ανακατέματος στο στομάχι, οι εικόνες να μένουν ζωντανές για μέρες βασανίζοντάς τον. Γυρίζει στο γραφείο και γράφει την είδηση. Ο αρχισυντάκτης δεν μένει ικανοποιημένος, επιθυμεί λίγη σάλτσα, λίγη επίκληση στο συναίσθημα. Ο Άρης χτυπά την πόρτα πίσω του. Την επόμενη ειδοποιείται να περάσει από το λογιστήριο, αν και ο παλιότερος στην εφημερίδα πια, και άρα ο έχων να λαμβάνει τη μεγαλύτερη αποζημίωση, απολύεται. Είναι η ιστορία του Άρη, λοιπόν, που από τη μια στιγμή στην άλλη περνά στην ανεργία και την ανασφάλεια. Δεν τα παρατά. Συνεχίζει το ρεπορτάζ σαν να μην άλλαξε τίποτα, στήνει το δικό του ιστολόγιο. Επιμένει και περιμένει.

Η δουλειά σε πρώτο πλάνο. Πάντα σε πρώτο πλάνο. Σε δεύτερο η σχέση του με τη Νίκη. Γνωρίστηκαν πριν χρόνια σε ένα ανθοπωλείο. Μια σχέση ιδιαίτερη, χαλαρή θα τη χαρακτήριζε κανείς, εκείνος απορροφημένος στο επάγγελμα, χωρίς επιθυμία για γάμους και παιδιά. Νιώθει καλά δίπλα της και του αρκεί, έτσι νομίζει τουλάχιστον. Τα προσωπικά βιώματα αποτελούν ίσως μια ερμηνεία της συναισθηματικής στάσης του. Μεγαλωμένος από τους θείους του, υιοθετημένος μετά τον χαμό των δικών του.

Ο Αντρέας, ένας από τους ελάχιστους φίλους που έκανε στο επάγγελμα, μεγαλύτερός του, που τον βοήθησε στα πρώτα βήματα, του έδειξε τα κατατόπια, τον έμαθε να φυλάγεται, θα σκοτωθεί σε μια έκρηξη. Λίγες μέρες πριν είχε εκφράσει τους φόβους του στον Άρη, μάζευε στοιχεία για μια μεγάλη υπόθεση, τα συμφέροντα μεγάλα.

Ο Άρης, σχεδόν υπνοβατώντας, διασχίζει την Αθήνα, τη σκοτεινή Αθήνα, σκοτεινή από πάντα και σκοτεινότερη τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να ορθοποδήσει, επιθυμώντας τη δικαίωση του φίλου του, την ολοκλήρωση του δικού του ρεπορτάζ, σαν ένα φόρο τιμής, ενώ λαμβάνουν χώρα μια σειρά από περίεργα και φαινομενικά ασύνδετα συμβάντα.

Η Σκαλίδη, δημοσιογράφος και μπλόγκερ εκτός από συγγραφέας, γνωρίζει καλά το κέντρο της Αθήνας. Το αναφέρω πρώτο αυτό, γιατί έχει καταντήσει αρκετά κουραστική η ρεαλιστική λογοτεχνία της κρίσης με επίκεντρο το αθηναϊκό κέντρο από συγγραφείς που έχουν χρόνια να το διασχίσουν και επιχειρούν την αποτύπωση αυτού με τη βοήθεια των τηλεοπτικών τους δεκτών. Αποτέλεσμα της τριβής της συγγραφέως με το κέντρο της πόλης αποτελεί η υψηλού βαθμού ρεαλιστική απεικόνιση της Αθήνας, της Αθήνας της κρίσης, της νύχτας, των φασιστικών οργανώσεων, των ωραίων καφέ και των ήσυχων γωνιών, γεγονός που κάνει την ιστορία του Άρη πειστική και αληθοφανή, στοιχείο απαραίτητο για το μυθιστόρημα, είτε κάποιος το εντάξει στην ευρύτερη -και διαρκώς διευρυνόμενη- αστυνομική λογοτεχνία, είτε στην ανθίζουσα -με άνθη διαφόρων ποικιλιών και οσμών- λογοτεχνία των χρόνων της κρίσης.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Άρη απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο αποκαλύπτεται στην πορεία της ιστορίας, σε ένα λειτουργικό εύρημα της συγγραφέως. Η συχνά ποιητική γλώσσα, παρά το γεγονός πως σε κάποια σημεία φαντάζει κάπως υπερβολική, έρχεται σε αντίστιξη με τη σκοτεινή ιστορία, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον εν τέλει αποτέλεσμα. Η Σκαλίδη, ήδη από τα προηγούμενα βιβλία της (Προδοσία και εγκατάλειψη, Κρέας από σταφύλι) έχει δώσει δείγματα αφηγηματικής ικανότητας, αντλώντας έμπνευση από το αστικό τοπίο και τις ιστορίες της διπλανής πόρτας. Σε αυτό το τρίτο της μυθιστόρημα ανεβάζει τον πήχη, επιχειρώντας να διηγηθεί μια ιστορία πιο σύνθετη, με περισσότερα δευτερεύοντα πρόσωπα, εντάσσοντας στην εξίσωση το στοιχείο της ανατροπής και του μυστηρίου, χωρίς να χάνει τον έλεγχο της ιστορίας και φροντίζοντας να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που η ίδια θέτει.   


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Στα λεφτά ή στη ζωή; - Birgit Vanderbeke




Είναι το ίδιο πράγμα όπως και με τη δημοκρατία, τον μεγάλο έρωτα, την αγαπημένη οικογένεια, ή και με την παγκόσμια ειρήνη. Παλιότερα ανήκε σ' αυτή την κατηγορία κι ο καλός θεός και πρόκειται πάντα για την ίδια αρχή: είναι κάτι που είτε το πιστεύεις είτε δεν το πιστεύεις. Όταν είναι κάτι που το πιστεύουν όλοι, τότε λέγεται πως λειτουργεί πραγματικά.
Φυσικά ούτε και τότε λειτουργεί σ' όλες τις περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό. Όταν πιστεύουν όλοι σ' αυτό, τότε λίγο πολύ θα λειτουργήσει, και στις περιπτώσεις που δεν λειτουργήσει, τότε απλά δεν θα είχαν πιστέψει αρκετά σ' αυτό.

Τα πιστεύω, βέβαια, έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τη μόδα, και ας μην είναι πάντα ανυπόφορα, όπως πίστευε ο Όσκαρ Ουάιλντ, συχνά δε, είναι όμορφα, ειλικρινή και αγνών προθέσεων: η αγαπημένη οικογένεια, ο μεγάλος έρωτας, η παγκόσμια ειρήνη, η κατάργηση των πυρηνικών, η διάσωση του ζωικού και φυσικού βασιλείου, ο εθελοντισμός, τα ολυμπιακά ιδεώδη. Για να αναφέρω ορισμένα μόνο. Αυτά, δυστυχώς, αλλάζουν συχνά. Τα πιο σταθερά είναι εκείνα τα διχαστικά: το χρήμα, η εξουσία, ο καταναλωτισμός, το Εγώ, η εκκλησία. Για να αναφέρω τα πιο χτυπητά από αυτά μόνο. Επίσης τα πιστεύω έχουν ακόμα μία διάκριση: τη θεωρία και την πράξη. Πιστεύεις σε κάτι αλλά κάνεις κάτι άλλο, ίσως και το ακριβώς αντίθετο, αλλά τι σημασία έχει; αφού μπορείς πάντα να πεις: Πιστεύω σε εκείνο ή το άλλο.

Έτσι κάπως δημιουργούνται τα περιθώρια, έτσι κάπως υφίσταται η πλέον κατάπτυστη και χυδαία έννοια, η κανονικότητα. Όταν οι περισσότεροι πιστεύουν κάτι, τότε αυτό λειτουργεί. Όταν οι περισσότεροι πάψουν να πιστεύουν σε αυτό, τότε αυτό παύει να λειτουργεί και όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν σε αυτό μετατρέπονται σε γραφικούς, για να το θέσω απλώς ευγενικά.

Η Βάντερμπέκε, με την αιχμηρή πρόζα της, αναφέρεται στη Γερμανία -αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο- των τελευταίων χρόνων μέσα από την εναλλαγή αυτών των πιστεύω, την επικράτηση κάποιων και την υποχώρηση κάποιων άλλων, τη μαζικότητα και την αντίφαση. Η αφηγήτρια, κάπως ειρωνικά και κάπως αφελώς, παρατηρεί, σχολιάζει, χλευάζει. Πότε βρίσκει το θάρρος της και πότε απογοητεύεται. Με ύφος κοφτό, παρά τον μακροπερίοδο λόγο της, ένα μπερνχαρντικό δάνειο, διατρέχει το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα χωρίς να πλατιάζει, χωρίς να χάνει στιγμή τον σχόχο της, ούτε τις εμμονές της, την οικογένεια και την πατριαρχεία, ούσα διαρκώς ανάμεσα στο σοσιαλιστικό παρελθόν των παιδικών της χρόνων και το καπιταλιστικό των ύστερων.

Είναι το τέταρτο βιβλίο της που διαβάζω, και δυστυχώς τελευταίο από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά, και έχω επαναλάβει την αγάπη μου για τη γραφή και τη ματιά της στα πράγματα, το ύφος της και τη χρήση της γλώσσας, η Βάντερμπέκε είναι μία από τις καλύτερες σύγχρονες γερμανόφωνες συγγραφείς.

υγ. Είχαν προηγηθεί: Δείπνο με μύδια, Αρκετά καλά, Η Αλμπέρτα βρίσκει καινούριο εραστή


Μετάφραση Λένα Σακαλή
Εκδόσεις Μελάνι

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Νέα φινλανδική γραμματική - Diego Marani



Ονομάζομαι Πέτρι Φρίαρι, ζω στο Αμβούργο, στην οδό Κάιζερ-Βίλχεμστρασε 16, και εργάζομαι ως νευρολόγος στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο.
Βρήκα αυτό το χειρόγραφο στις 24 Ιανουαρίου 1946 σ' ένα μπαούλο του στρατιωτικού νοσοκομείου του Ελσίνκι, μαζί με ένα αμπέχονο, ένα μαντίλι με κεντημένα τα αρχικά Σ.Κ., τρεις επιστολές, την Κάλεβαλα κι ένα άδειο μπουκάλι κόσκενκορβα. Είναι γραμμένο σε σπαστά, στοιχειώδη φινλανδικά, με αρκετά γραμματικά λάθη, σ' ένα σχολικό τετράδιο όπου οι σελίδες με τα κείμενα εναλλάσσονται με λίστες ρημάτων, ασκήσεις φινλανδικής γραμματικής και αποκόμματα από τον τηλεφωνικό κατάλογο του Ελσίνκι.
Όταν οι φαντάροι του γερμανικού πλοίου Τίμπινγκεν θα βρουν έναν αναίσθητο και σοβαρά τραυματισμένο στρατιώτη, ενώ το πλοίο είναι αγκυροβωλημένο στην Τεργέστη, θα τον οδηγήσουν στον γιατρό Πέτρι Φρίαρι. Ο άγνωστος άντρας επανακτά τις αισθήσεις του αλλά έχει πια χάσει τη μνήμη του, δεν θυμάται καν τη μητρική του γλώσσα. Ο γιατρός, φινλανδικής καταγωγής, στηριζόμενος στην ετικέτα του αμπέχωνου και στα αρχικά Σ.Κ. που είναι ραμμένα στο μαντήλι του, θα συμπεράνει πως είναι Φινλανδός. Θα επιχειρήσει λοιπόν να του κάνει κάποια μαθήματα φινλανδικών σε μια απόπειρα να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό της μνήμης, ενώ λίγο αργότερα θα τον εφοδιάσει με όλες τις απαραίτητες γνωματεύσεις και συστάσεις που θα επιτρέψουν στον άντρα να επιστρέψει στο Ελσίνκι. Εκεί, θα βρει καταφύγιο στο στρατιωτικό νοσοκομείο και την υποστήριξη ενός ιερέα, στο πλευρό του οποίου θα μάθει τη γλώσσα. Το χειρόγραφο, επεξεργασμένο γλωσσικά από τον Φρίαρι, αποτελεί το ημερολόγιο ενός ανθρώπου χωρίς παρελθόν και με συγκεχυμένο παρόν, που αναζητά απεγνωσμένα την ταυτότητά του.

Είμαι αρκετά επιφυλακτικός απέναντι στα μυθιστορήματα εκείνα που στηρίζονται αποκλειστικά σε ένα κεντρικό εύρημα, σε μια πρωτότυπη συγγραφική ιδέα, γιατί, και παρά τον αρχικό εντυπωσιασμό που προκαλεί η ιδέα αυτή, απαιτείται μια κάποια μαεστρία, ώστε να μπορέσει να σταθεί και να μετουσιωθεί η ιδέα σε ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Ο Μαράνι δεν κατάφερε να υποστηρίξει την ομολογουμένως ενδιαφέρουσα αρχική του ιδέα, η οποία επισκίασε το λογοτεχνικό αποτέλεσμα, αφήνοντας βέβαια μια σειρά από προβληματισμούς και μια αίσθηση συμπάθειας για τον ήρωά του, που απολύει πλήρως και ανεπιστρεπτί την ικανότητα μνήμης, αναγκάζοντάς μας να σκεφτούμε ξανά και ξανά τα κατά καιρούς επιλεκτικά μας αιτήματα για λήθη, όταν κάτι τέτοιο μοιάζει με σωτηρία, επιμένοντας στην επιλεκτική και κατά βούληση διαγραφή, στοχεύοντας σε μια αμφίβολη ίαση. Επίσης ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει, και είναι αλήθεια πως θα ήθελα να ερευνήσω περισσότερο, είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε. Σε ποια γλώσσα να σκέφτεται άραγε κάποιος που έχει πάθει αμνησία;  

Όμως ο Μαράνι δεν γράφει μια νευρολογική μελέτη αλλά ένα μυθιστόρημα, και ως τέτοιο πρέπει να κριθεί από τον αναγνώστη. Ποντάρει πολλά, εκτός από την κεντρική ιδέα, στη λύση του μυστηρίου, ίσως και στην επιβολή του μυστηρίου, δημιουργώντας όμως τελικα ένα ομιχλώδες τοπίο, το οποίο μάλλον τονίζει τις λογοτεχνικές αδυναμίες παρά τις μακιγιάρει. Διατηρώ επιφυλάξεις σχετικά με την γλωσσική μετατροπή τού χειρογράφου, το οποίο είναι γραμμένο σε στοιχειώδη φινλανδικά, σε ένα κείμενο γεμάτο από ποιητικές εκφράσεις και όμορφες λέξεις, μια ποιητικότητα η οποία δεν δικαιολογείται και μοιάζει με διάθεση επίδειξης του συγγραφέα.

Σε ανάλογο θέμα και σε φινλανδικό τοπίο αξίζει κανείς να δει την υπέροχη ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι με τίτλο: ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Αιώρα