Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Ισπανικό άλογο - André Héléna

Ο Chiquito ακούμπησε ξανά το πιστόλι στη βαλίτσα, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και αναστέναξε. «Είχα κι εγώ ένα τέτοιο όταν ήμουν με τη φάλαγγα Durruti».
«Λαχταράς εκείνες τις ημέρες;».
Ο Chiquito κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Υποθέτω πως όλοι το ίδιο νιώθουμε. Ήταν δύσκολες εποχές αλλά υπήρχε ελπίδα. Και βέβαια, ήμασταν στην Ισπανία. Κι ήμουν και είκοσι χρόνια νεότερος. Ακόμα εσύ δεν το συνειδητοποιείς, αλλά θα νιώσεις τα σημάδια που αφήνουν είκοσι χρόνια».

Αρκετοί από τους ηττημένους του ισπανικού εμφυλίου πέρασαν στη Γαλλία για να βρουν καταφύγιο από τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις φυλακές και τις εκτελέσεις που το καθεστώς του Φράνκο οργάνωνε και εκτελούσε από άκρη σε άκρη της επικράτειας σε μια απόπειρα εκδίκησης αλλά και εξάλειψης κάθε μορφής αντίστασης, σ' έναν πόλεμο που συνεχίστηκε για δεκαετίες και που οι πληγές του είναι ακόμα και σήμερα ανοιχτές, παρά την επιμονή για λήθη και στρογγύλεμα. Εκείνη τη μαύρη περίοδο υπήρξαν κάποιοι, μέσα και έξω από τη γύψινη χώρα, που δεν έπαψαν να αντιστέκονται, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή, που επέλεξαν να μείνουν πιστοί στις ιδέες και τα ιδανικά τους, που δεν κρύφτηκαν πίσω από μια καινούργια ταυτότητα, που δεν ξέχασαν το παρελθόν τους, ακόμα και όταν όλα έμοιαζαν χαμένα. Αναρχικοί και δημοκρατικοί που μακριά από τον τόπο τους ένιωθαν νοσταλγία και θυμό για τα όσα συνέβαιναν εκεί, για την ελπίδα που είχε πια εξασθενίζει, που δεν διακρινόταν σχεδόν πια στο σκοτάδι που κάλυπτε την Ισπανία. Παρότι τα χρόνια περνούσαν και μια αίσθηση κανονικότητας είχε σιγά σιγά, δια μέσου και της σιωπής της πλειοψηφίας, επιβληθεί πια, κάνοντας κάθε μορφή αντίδρασης να μοιάζει με ενέργεια γραφική, χωρίς νόημα. Βέβαια, όπως πάντοτε συμβαίνει στην ιστορία, έτσι και με τον θάνατο του Φράνκο ένα πλήθος εμφανίστηκε και έσπευσε να παρουσιάσει στο κοινό τα δημοκρατικά του διαπιστευτήρια, αφηγούμενο αγώνες λαμπρούς και δράσεις ένδοξες, φουσκώνοντας το στήθος και προτάσσοντάς το για να δεχτεί παράσημα, πολιτικοί, διανοούμενοι και καλλιτέχνες γεννήθηκαν με μιας, παρέα με το ξέπλυμα της κοινής γνώμης, μια μειοψηφία άλλωστε ήταν που ευθυνόταν για όλα αυτά, εμείς αντιδρούσαμε όλοι μαζί, πάνε όμως τώρα πια, πέρασαν, τώρα ενωμένοι ας προχωρήσουμε μπροστά.

Ο André Héléna (1919- 1972), έζησε όλη του τη ζωή στη νοτιοδυτική Γαλλία, εκεί όπου κατέφυγαν χιλιάδες Ισπανοί πολιτικοί πρόσφυγες, κυρίως αναρχικοί, με το τέλος του εμφυλίου, όταν ο συγγραφέας ήταν δεκαεπτά ετών. Γνώριζε τη δράση τους, αν και μάλλον κάπως επιφανειακά, καθώς ο ίδιος δεν ενεπλάκη ενεργά με το ελευθεριακό κίνημα. Στο Ισπανικό άλογο, ένα πολιτικό νουάρ, που ανήκει στην κατηγορία της ιστορικής μυθοπλασίας, αφηγείται μια ιστορία που είναι μάλλον απίθανο να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα ως προς την εξέλιξή της, άλλωστε ο ίδιος δεν δηλώνει ιστορικός αλλά συγγραφέας. Είναι η ιστορία μιας ομάδας Ισπανών που ζει στην γαλλική πλευρά των συνόρων, είκοσι χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, και επιμένει να συνεχίζει τον αγώνα. Με κόπο και τεράστιο τίμημα επιχειρεί μεταφορές όπλων και εκρηκτικών στην απέναντι πλευρά, ρισκάροντας να πέσει στα χέρια του εχθρού. Τώρα ετοιμάζει ένα μεγάλο χτύπημα, αρκετά φιλόδοξο, σχεδιάζοντας την εκτέλεση του Ισπανικού Αλόγου, που ηγείται ενός δικτύου Φαλαγγιτών, υπεύθυνου για εκατοντάδες δολοφονίες. Την παράτολμη αυτή αποστολή αναλαμβάνει ένας σύνδεσμος από το Παρίσι, άγνωστος στις ισπανικές αρχές. Εν ολίγοις, μια νουάρ μυθιστορία των '50s, με ένα μέχρι τέλους μπέρδεμα Ισπανών αναρχικών, Φρανκιστών και Γάλλων μπάτσων.

Το Ισπανικό άλογο, γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του '50, είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα παλαιάς κοπής. Ο Héléna στο βωμό της πλοκής, της ατμόσφαιρας και της τελικής λύσης, θυσιάζει τόσο την πιστότητα στην ιστορική αλήθεια, όσο και την όποια ιδεολογική στράτευση, τοποθετώντας υπεράνω όλων το μυθιστόρημά του, κάτι το οποίο συνεισφέρει στην αναγνωστική απόλαυση. Εντούτοις, το Ισπανικό άλογο, παρότι ελάχιστα προσφέρει ως ιστορικό ντοκουμέντο, φέρει ακέραιο το βάρος του κάδρου εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία. Μυθιστόρημα στον πυρήνα του πολιτικό, που το κυρίως μέρος της πλοκής κινείται από ιδέες και ιδανικά για έναν καλύτερο κόσμο, και στην εξέλιξη της οποίας εμπλέκονται ρουφιάνοι και μπάτσοι. Μια ιστορία με χαρακτήρα οικουμενικό, που, αν αλλάξει κανείς τοπωνύμια και εθνικότητες, θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε πλήθος χωροχρονικών συντεταγμένων. Ανάμεσα σε άλλα, εκείνο που χαρακτηρίζει τους εξόριστους είναι ο νόστος και η αγάπη για τον τόπο τους, για την πατρίδα τους, καίτοι δηλώνουν και είναι αναρχικοί, η αγάπη για τον τόπο μας είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να χαριστεί στους εθνικόφρονες πατριδοκάπηλους. Με ρυθμό στακάτο και χωρίς γλωσσικές φιοριτούρες ο Héléna πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα που διακρίνεται για την ατμόσφαιρά του, ενώ οι ανατροπές επιτείνουν το αίσθημα αγωνίας για την τελική έκβαση, αγωνία, που παρότι αφορά μια συνθήκη λογοτεχνική και ιστορικά παρελθούσα, διαθέτει έναν επιτακτικό χαρακτήρα, πως εδώ διακυβεύεται κάτι πραγματικά σπουδαίο, που ξεπερνά την ίδια τη λογοτεχνία. Είχα καιρό να διαβάσω ένα τόσο πολιτικό νουάρ. 

Το Ισπανικό άλογο έρχεται να προστεθεί στην αρκετά ευρεία βιβλιογραφία που αφορά τον Ισπανικό Εμφύλιο και την περίοδο του Φράνκο, προσφέροντας ωστόσο μια αρκετά διαφορετική και σπάνια οπτική γωνία παρατήρησης, φέρνοντας, έστω και έμμεσα στο φως, τη δράση των ομάδων εκτός Ισπανίας. Η ιστορία της μετάφρασης και της έκδοσης του μυθιστορήματος, έτσι όπως δίνεται στο επίμετρο, παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον, σχεδόν μυθιστορηματικό, ικανό να ανοίξει περαιτέρω συζητήσεις.

υγ. Φέτος οι εκδόσεις Δαίμων του τυπογραφείου συμπληρώνουν τριάντα χρόνια παρουσίας.

Μετάφραση/ Έκδοση: Δαίμων του τυπογραφείου

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

αυτοχειρία - Édouard Levé

Ο Εντουάρ Λεβέ, με ακαδημαϊκές σπουδές στα οικονομικά και αυτοδίδακτος στη φωτογραφία και τη ζωγραφική, αυτοκτόνησε στο Παρίσι στις 17 Οκτωβρίου του 2007, σε ηλικία σαράντα δύο ετών. Δέκα μέρες νωρίτερα είχε παραδώσει στον εκδότη του το χειρόγραφο του τελευταίου του βιβλίου, με τίτλο αυτοχειρία. Στο συγγραφικό του έργο επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας (OuLiPo) και κυρίως από τον πλέον επιφανή εκπρόσωπό του, Ζωρζ Περέκ. Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τα έργα, έχει τη μορφή ενός καταλόγου έκθεσης και αποτελείται από τίτλους και περιγραφές πεντακοσίων δυνητικών εικαστικών έργων. Η συγγένεια με την περεκική Ιδιωτική πινακοθήκη (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον, 1992) είναι ορατή. Του Ημερολογίου ακολούθησε η Αυτοπροσωπογραφία (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, opera, 2014), που συνομιλεί με το Ένας άνθρωπος που κοιμάται (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον, 2020). Εδώ ο Λεβέ επιδιώκει να αποδώσει λεκτικά εκείνο που υπό αναλογία θα συλλάμβανε το φως στο χαρτί και θα αποκάλυπτε το μολύβι στον καμβά, παραθέτοντας, εμμονικά σχεδόν, παρατηρήσεις σχετικά με τον εαυτό του, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές, επιδιώκοντας, θαρρείς, να απαντήσει στο ερώτημα: πόσο πλήρης μπορεί να είναι μια λίστα σαν κι αυτή; Παρά τον εγωκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, ο Λεβέ πετυχαίνει να εμπλέξει τον αναγνώστη στη δική του αυτοπροσωπογράφηση, αρχικά σημειώνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές με τον συγγραφέα, ακολούθως δρώντας αυτόνομα. Σε μια από τις καταχωρήσεις της Αυτοπροσωπογραφίας ο Λεβέ σημειώνει πως «Έφηβος, νόμιζα πως το Ζωή οδηγίες χρήσεως θα με βοηθούσε να ζήσω και το Αυτοκτονία οδηγίες χρήσεως να πεθάνω».

Με την αυτοχειρία, ο Λεβέ μοιάζει να απομακρύνεται λογοτεχνικά από την υψηλής έντασης επιρροή του Εργαστηρίου, καθώς η δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης αφήγηση διαθέτει ένα αυτοβιογραφικό εμβαδό στήριξης, την αυτοκτονία, είκοσι χρόνια πριν, ενός παιδικού του φίλου, προς τον οποίο και μονολογεί ο αφηγητής Λεβέ. Η αυτοχειρία του Λεβέ, δέκα μέρες αφότου παρέδωσε το χειρόγραφο, έρχεται να καταλύσει έναν από τους βασικούς, αν όχι τον πλέον βασικό, αναγνωστικό άξονα πρόσληψης της μυθοπλασίας, τη σύμβαση της επινόησης. Η ύστερη αυτή καταχώρηση στη βιογραφία του συγγραφέα έρχεται να προσδώσει κρυμμένα νοήματα, νήματα σύνδεσης και μια υπό αίρεση τραγική ειρωνεία στην ανάγνωση. Η δυνητικότητα της λογοτεχνίας να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Στο εμπνευσμένο επίμετρο, η μεταφράστρια Κατερίνα Χανδρινού ισχυρίζεται πως το «εσύ» θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα διαιρεμένο εγώ· ο μισός Λεβέ που έχει ήδη περάσει στην απέναντι όχθη, έχοντας λάβει την απόφαση να δώσει εκούσιο τέλος στη ζωή, και ο άλλος μισός που ακόμα παραμένει ανάμεσα στους ζώντες, για να ολοκληρώσει αυτή την αντιφατική πράξη δημιουργίας. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει, ωστόσο.

Η ιδιαίτερη επιλογή της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης δημιουργεί εξ αρχής μια έντονη δυναμική, στην οποία είναι δύσκολο να διακριθούν τα πραγματικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στον αυτόχειρα. Η αυτοκτονία είναι μια από τις πλέον κατακριτέες ανθρώπινες πράξεις, σχεδόν αδύνατο να τύχει δικαιολόγησης, πόσο μάλλον κατανόησης. Ο αυτόχειρας είθισται να κατηγορείται ‒ω, τι ειρωνεία!‒ για κίνητρα άκρως εγωιστικά, για τον πόνο που προκάλεσε στους οικείους του, μεταξύ άλλων. Το δίπολο είναι δεδομένο, καλό πράγμα η ζωή, άσχημο πράγμα ο θάνατος, και επί της βεβαιότητας αυτής βαδίζει εδώ και αιώνες σύσσωμη η ανθρωπότητα. Ο αφηγητής, ωστόσο, στέκει συναισθηματικά ουδέτερος, δεν κρίνει την πράξη, δεν αφορίζει, δεν δικαιολογεί και δεν θρηνεί όλα όσα οριστικά ματαιώθηκαν στη σχέση των δύο. Θυμάται και καταγράφει επεισόδια της ζωής του φίλου του, υποθέτει αρκετά για να καλύψει τα αναπόφευκτα κενά. Στέκεται μακριά από τον οποιοδήποτε μεταφυσικό ή φιλοσοφικό στοχασμό, μην επιτρέποντας στιγμή στη δική του αγωνία να εισέλθει.

Ωστόσο, παρά τη συναισθηματική κυρίως απόσταση που παίρνει ο αφηγητής, ο αναγνώστης αργά ή γρήγορα εμπλέκεται. Η διαρκής απεύθυνση και η χρήση του ιστορικού ενεστώτα ευθύνεται εν πολλοίς γι' αυτό, η αντίστιξη μιας ζωντανής αφήγησης που ο κεντρικός της ήρωας είναι νεκρός. Η αποσπασματικότητα της αφήγησης και η έλλειψη γραμμικότητας, η απουσία δηλαδή εμφανούς άρμοσης, χαρακτηρίζουν την αυτοχειρία. Ανάμεσα στα διάφορα επεισόδια από τη ζωή του αυτόχειρα παρεμβάλλονται φράσεις που θα συνέθεταν μια προσωπογραφία, φράσεις που διακόπτουν την επιμέρους ροή, λειτουργώντας ως εφέ του μοντάζ για τη συρραφή και τη μετάβαση. Παρά την απουσία ενός συνδετικού ιστού, η αυτοχειρία διακρίνεται για τη συνοχή της. Όλα μοιάζουν στη θέση τους παρότι ατάκτως ερριμμένα· είναι οι καλά χωνεμένες λογοτεχνικές επιρροές και η ενασχόληση του Λεβέ με τη σύνθεση που επιτρέπουν στην αφήγηση να λειτουργήσει με βάση τον άναρχο μηχανισμό της ανακαλούμενης μνήμης.

Η οριστικότητα του θανάτου είναι παραλυτική. Ο Λε Τελιέ, στην Ανωμαλία (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, opera, 2021), που επίσης κυκλοφόρησε πρόσφατα, δίνει στον δικό του Λεβέ μια δεύτερη ευκαιρία να προσγειωθεί ξανά στον κόσμο· ένας φόρος τιμής, όχι ο πρώτος, του Λε Τελιέ στον κάποτε λογοτεχνικό συνοδοιπόρο Λεβέ, υπό τη μορφή ‒τι άλλου παρά‒ παιχνιδιού.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 7 Αυγούστου 2021, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
 
υγ2. Περισσότερα για την Αυτοπροσωπογραφία του Λεβέ μπορείτε να διαβάσετε εδώ, για το αριστουργηματικό Ζωή οδηγίες χρήσεως του Ζορζ Περέκ εδώ και για το Ένας άνθρωπος που κοιμάται εδώ, ενώ για την Ανωμαλία του Λε Τελιέ, το μυθιστόρημα του φετινού καλοκαιριού, εδώ
 
Μετάφραση Κατερίνα Χανδρινού
Εκδόσεις Κείμενα

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Αεροδρόμιο - Ελίζα Παναγιωτάτου

(Κάποιες από τις πλέον χαρακτηριστικές εικόνες στην εποχή της πανδημίας υπήρξαν εκείνες που αποτύπωναν την ερημιά των αεροδρομίων, καθώς οι πτήσεις ακυρώνονταν η μία μετά την άλλη. Η χωρίς χρέωση αλλαγή των εισιτηρίων για μια επόμενη πιθανή ημερομηνία αποδείχτηκε μια πράξη, μάλλον υπέρμετρης, αισιοδοξίας. Η ματαίωση των διακοπών έμελλε τελικά να 'ναι το μικρότερο απ' όλα τα δεινά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ονειρεύτηκα σε αεροδρόμιο εκείνη την εποχή.) 

Η επιλογή της Ελίζας Παναγιωτάτου να φιλοξενήσει τα διηγήματα αυτής της συλλογής στον χώρο ενός αεροδρομίου παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον, παρά τις όποιες ενστάσεις είχα αρχικά, πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, φοβούμενος ένα βεβιασμένο θεματικά κόνσεπτ, που (μου) έμοιαζε επίκαιρο, και το επίκαιρο στη λογοτεχνία, όσο και αν θέλγει, προκαταβάλει. Το επίκαιρο διαφέρει από το σύγχρονο. Η συγχρονία αποτελεί αναγνωστικό ζητούμενο, ένας από τους κύριους λόγους που διαβάζω ελληνική λογοτεχνία γραμμένη σήμερα. Στην παρούσα συλλογή, δεν είναι μόνο ως προς το περιεχόμενο των ιστοριών, στις οποίες ο μεταβατικός χώρος του αεροδρομίου λειτουργεί μ' έναν τρόπο καταλυτικό, έτσι όπως οι ήρωες στέκουν εγκλωβισμένοι, αφηγούμενοι τις ιστορίες τους, αναλογιζόμενοι από πού έφυγαν και πού πηγαίνουν, παρατηρώντας γύρω τους ταξιδιώτες και εργαζόμενους, αλλά και ως προς τη σύνδεση των ιστοριών μεταξύ τους, στον ενιαίο τρόπο που τελικά λειτουργούν ως σύνολο, με τρόπο αβίαστο και χαλαρό. Το αεροδρόμιο, με τα τόσο έντονα χαρακτηριστικά ενός μη τόπου, όπως ο ανθρωπολόγος Marc Augé τον ορίζει, προσφέρει έναν καμβά δυνατοτήτων τον οποίο η συγγραφέας εκμεταλλεύεται στο έπακρο για να διαρθρώσει τις ιστορίες της.

Η γραφή της Παναγιωτάτου, χαμηλόφωνη και διακριτική, χωρίς αχρείαστες συναισθηματικές εξάρσεις και κραυγές, ταιριάζει στους τεράστιους χώρους ενός τερματικού σταθμού, εκεί που επικρατεί ησυχία, μια ησυχία ανησυχαστική όμως, μια ησυχία ψυχρή, που διαρκώς υπενθυμίζει πως δεν είσαι παρά περαστικός από εκεί και οφείλεις να είσαι υπάκουος και σε διαρκή εγρήγορση, έτσι όπως τα μηνύματα ασφάλειας επαναλαμβάνονται διαδεχόμενα τα last call. Οι ήρωες της Παναγιωτάτου ταξιδεύουν μόνοι τους, βρίσκονται στο διάκενο μεταξύ του πριν και του μετά, σε έναν μη χρόνο, σε μια ιδιότυπη παύση, λες και η προηγούμενη πίστα τελείωσε και τώρα περιμένουν να φορτώσει η επόμενη. Ένα σημείο απολογισμού, αλλά και ένα σημείο παρατήρησης· ο τρόπος με τον οποίο οι υπόλοιποι διαχειρίζονται αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη, η άνεση με την οποία κινούνται ή στέκονται, η ικανότητα ή η αδυναμία που τους επιτρέπει να κοιμούνται, η νευρικότητα που καταλαγιάζει με επαναλαμβανόμενες κυκλικές διαδρομές, τα φώτα που δεν σβήνουν ποτέ, ο ακίνητος δείκτης του ρολογιού, η σκέψη σε ποιον θα μπορούσες να εμπιστευθείς για λίγο τα πράγματά σου ή ποια υπάλληλος θα δείξει κατανόηση για την έξτρα αποσκευή, η επίσκεψη, ξανά και ξανά, στον πίνακα ανακοινώσεων, η βόλτα στα ίδια μαγαζιά, η τουαλέτα, το τέντωμα των ποδιών, η φόρτιση του κινητού, το αίσθημα όχλησης που κυριαρχεί. 

Μια ιδιότυπη κοινότητα αναδύεται, χωρίς τοίχους και χωρίσματα για να κρυφτείς από τη ματιά του άλλου, τα πρόσωπα αποκτούν μια οικειότητα, έτσι όπως θυμίζουν πρόσωπα από το παρελθόν, τα κλισέ και οι στερεοτυπίες παραμονεύουν, η αφήγηση της ιστορίας σου μπλέκεται με την κατασκευή της ιστορίας του άλλου, μικρά θραύσματα, σκόρπιες κουβέντες στο τηλέφωνο, μια έκρηξη απογοήτευσης, ελάχιστες λεπτομέρειες αρκετές ώστε η οικοδόμηση να ξεκινήσει. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, παρότι όχι μεγάλες σε έκταση, πετυχαίνουν να συνδυάσουν το προσωπικό με την παρατήρηση, όσα τα πρόσωπα φέρουν και όσα συμβαίνουν σ' αυτόν τον κόσμο μέσα στον κόσμο (ή μήπως έξω από τον κόσμο;). Η συγγραφέας επιμένει και προτάσσει τις ιστορίες καθενός από τους ήρωές της, τους φόβους, τις ελπίδες, τα βιώματα, όλα εκείνα τα οποία κουβαλούν, καθώς η αναμονή αναδεικνύει το τίμημα της μετακίνησης. Οι χαρακτήρες δίνονται ικανοποιητικά, ο αναγνώστης νιώθει πως ξέρει αρκετά γι' αυτούς, κάποιους ίσως να τους έχει συναντήσει κιόλας. Στις ιστορίες τους η Παναγιωτάτου έρχεται να μπολιάσει την παρατήρηση, που η λειτουργία της ποικίλει για το καθένα από τα πρόσωπα της αναμονής, σ' άλλους προσφέρει την ανακούφιση, μια διέξοδο αποπλάνησης, τη στιγμή που άλλους τους βυθίζει περισσότερο.

Το εύρημα του αεροδρομίου είναι λειτουργικό γιατί η Παναγιωτάτου δεν το βιάζει. Δεν εγκλωβίζεται σ' αυτό, αναζητώντας συνδέσεις τραβηγμένες ανάμεσα στις ιστορίες· μια γάτα που το έσκασε, μια καθαρίστρια, το κλάμα ενός άντρα που δεν θα προλάβει την κηδεία της μητέρας του, αρκούν. Συγγραφική επιδίωξη μοιάζει να είναι η αποτύπωση της παρουσίας των προσώπων σ' έναν μη τόπο, εκεί που ο άνθρωπος γίνεται, κατά τον Augé, μονοδιάστατος, σ' έναν μη τόπο όπως η αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου, σ' ένα χωροχρονικό μεταίχμιο, αλλά και η εξοικείωση σ' ένα περιβάλλον όπως αυτό, η παρατήρηση του γύρω κόσμου, η απόπειρα χαρτογράφησης των αρχών που διέπουν τη λειτουργία του, τις ατέλειες που το βιαστικό πέρασμα κρύβει, το να μην είσαι, εν ολίγοις, ούτε εδώ αλλά ούτε και εκεί. Η Παναγιωτάτου δεν εκβιάζει συναισθηματικά τον αναγνώστη. Αφήνει τις ιστορίες της να λειτουργήσουν σ' ένα περιβάλλον γνώριμο για τους περισσότερους ανθρώπους, σε μια συνθήκη οικεία. Είναι το αεροδρόμιο εκείνο που δημιουργεί τη σύνδεση ανάμεσα στον αναγνώστη και τα πρόσωπα των διηγημάτων, που γεννά την ενσυναίσθηση, και επιτρέπει στα διηγήματα να λειτουργούν τόσο κατά μόνας όσο και εν συνόλω, και αυτό είναι ένα από τα παράσημα της συλλογής αυτής.

εκδόσεις αντίποδες

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Καχάμπρε - Armando Romero

Ο Σεραφίν ήταν ο πρώτος που με υποδέχτηκε στον οικισμό Πλαγίτας. Στις χερούκλες του ένα μπουκάλι ανθρακούχο Ποστομπόν με γλυκιά γεύση, ήταν ό,τι έπρεπε για την ανακούφιση των χειλιών μου που είχαν ξεραθεί απ' το αλάτι τόσες ώρες στ' ανοιχτά με τη μηχανοκίνητη βάρκα, την οποία ο θείος Αρσέσιο μανούβραρε επιδέξια ανάμεσα στους κυματοθραύστες. Η θεία Ελόδια δεν ήταν στον οικισμό. Είχε πάει, ανεβαίνοντας τον ποταμό Τίμπα, να ράψει το στήθος μιας γυναίκας που της το είχαν σκίσει με τη ματσέτα σ' έναν καβγά. Ο Αρσέσιο, αφού με βοήθησε να κατέβω από τη βάρκα, ξανάφυγε τρέχοντας μ' αυτή και με τον Μαροκίν για να δει τι συνέβαινε, αλλά όχι χωρίς να ζητήσει πριν από τον Σεραφίν να του φέρει ένα μπουκάλι αψέντι.

Σχεδόν ήξερα από εκείνη τη στιγμή πως ο Σεραφίν θα γινόταν ο φίλος μου στην Καχάμπρε. Περιοχή με ζούγκλες, θάλασσες, ποτάμια, παραπόταμους, νησιά, οικισμούς, μαγκρόβια δάση, ξυλουργεία, όλα συνδεδεμένα με τον ποταμό που φέρει το ίδιο όνομα: Καχάμπρε. Με τους κατοίκους της, μαύρους στην πλειονότητά τους, και κάτι λίγους λευκούς αποίκους. Πάισα ήταν οι νεοφερμένοι· κουλιμότσο όσοι βρίσκονταν εκεί από τους χρόνους της αποικιοκρατίας.

Δεκαετία του '60. Ο νεαρός αφηγητής, επίδοξος συγγραφέας, δεν σχεδιάζει να μείνει για πολύ καιρό σ' εκείνα τα άγνωστα και εξωτικά, ακόμα και για τους Κολομβιανούς, μέρη· περιμένει ένα πλοίο, που θα σαλπάρει από τη Μπουεναβεντούρα, για να κάνει τον γύρο του κόσμου. Με την άφιξή του, μια νεαρή μαύρη οστρακοσυλλέκτρια, η Ρουπέρτα, δολοφονείται. Δολοφόνος της φέρεται να είναι ο Ελβετός Οράσιο Φλέμινγκ, ιδιοκτήτης, όπως και οι θείοι του αφηγητή, ενός ξυλουργείου. Η εκδοχή του ατυχήματος μοιάζει να υπερισχύει, παρά τις δεκάδες διαφορετικές εκδοχές που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, αφού Η μια ιστορία σκαρφαλώνει πάνω στην άλλη και πέφτουν πάνω σου βροχηδόν, αυτός είναι ο τρόπος που κατασκευάζονται οι αλήθειες μέσα στην πυκνή βλάστηση της Καχάμπρε. Άλλωστε, ένας λευκός δύσκολα μπορεί να τιμωρηθεί για τον θάνατο μιας μαύρης σ' εκείνη την απομονωμένη περιοχή. Η παρουσία και η ισχύς των αρχών είναι μηδαμινή, οι άνθρωποι λύνουν μόνοι τους τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην καθημερινότητά τους, ακολουθώντας μια υφιστάμενη ιεραρχία. Ο Οράσιο, θείος του αφηγητή, είναι άτυπα ο τοπικός άρχοντας λόγω της επιρροής και της δύναμης που διαθέτει, ένας πλούσιος λευκός που δίνει δουλειά, αλλά ταυτόχρονα έχει καταφέρει να κερδίσει και τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας. Γυρεύει να ρίξει φως στη δολοφονία αυτή. Δεν θέλει αναταραχές. Σύμφωνα με τα έθιμα ταφής, το σώμα της νεκρής θα παραμείνει για εννέα μέρες εκτεθειμένο ώστε να του αποδοθούν τιμές. Αν ο πραγματικός ένοχος δεν βρεθεί μέχρι την ταφή, τότε η ψυχή της Ρουπέρτα θα μείνει σκιά που θα τριγυρνά στα δάση της περιοχής.

Κι όμως, παρά την κεντρική πλοκή της ιστορίας, το Καχάμπρε θα ασφυκτιούσε στα στενά όρια της τυπικής αστυνομικής λογοτεχνίας, εδώ, η αναζήτηση του δολοφόνου αποτελεί το όχημα περιδιάβασης σ' ένα μέρος μαγικό μα και σκληρό. Ο Ρομέρο παραδίδει ένα εξωτικό μυθιστόρημα, ανθρωπολογικού και κοινωνικοπολιτικού ενδιαφέροντος, που πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τη θέση της γυναίκας, την έννοια της δικαιοσύνης, το ζήτημα της ιδιοκτησίας και την αντιμετώπιση του περιβάλλοντος σ' εκείνη την απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή. Πάνω απ' όλα όμως είναι μια καλογραμμένη ιστορία. Η επιλογή ενός νεαρού αφηγητή, που μόλις έφτασε και δεν έχει καμία σχέση με εκείνα τα μέρη είναι κομβικής σημασίας για το μυθιστόρημα, καθώς ο συγγραφέας με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει την καθαρή ματιά του παρατηρητή, που δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο, ελαχιστοποιώντας έτσι την προκατάληψη απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Όλα για εκείνον είναι καινούργια, σχεδόν μυθιστορηματικά, διψάει να μάθει και να ακούσει ιστορίες. Βέβαια, η ματιά ποτέ δεν είναι εντελώς καθαρή, αλλά έχει να κάνει με όσα είναι και φέρει ο παρατηρητής. Έτσι και εδώ, ο αφηγητής είναι ένας λευκός νεαρός άντρας και επιπλέον συγγενής με τους τοπικούς άρχοντες, δεν είναι ένα άγραφο φύλλο χαρτί. Ωστόσο ο Ρομέρο το εκμεταλλεύεται αυτό αφηγηματικά.

Μένοντας στον αφηγητή, καταλυτική είναι η άφιξη της νεαρής Μαρ (θάλασσα), καλεσμένης της θείας του. Οι δυο τους δημιουργούν τη νεαρή εκδοχή των θείων του αφηγητή, μια εκδοχή πιο ρομαντική και πιο ανοιχτή. Τον Ρομέρο τον απασχολεί η συνύπαρξη λευκών και μαύρων, η συνύπαρξή τους υπό ταυτότητα κολομβιανή, το ετερόκλητο αυτό πολιτιστικό μείγμα και η δυναμική που αναπτύσσεται και συντηρείται. Φαίνεται αυτό από τον -σχετικά ύπουλο- τρόπο με τον οποίο κατασκευάζει του λευκούς ήρωες της ιστορίας του, στην πλευρά των οποίων και ο ίδιος ανήκει, άλλωστε ο αφηγητής σε πολλά θυμίζει τον ίδιο τον συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο τους διαχωρίζει σε καλούς και κακούς, ώστε να ξεχωρίσουν οι θείοι του αφηγητή ως προνομιούχοι που όμως κάνουν φειδωλή χρήση των προνομίων τους, αλλά και από την ίδια την αφήγηση, την ποιητικότητα με την οποία περιγράφει την καθημερινότητα στα μέρη εκείνα, ποιητικότητα που ανήκει σε κάποιον περαστικό από την περιοχή, όχι απαραίτητα αδιάφορο, αλλά σίγουρα αμέτοχο, που όμως κάπου στο βάθος νιώθει μια κάποια ενοχή, ίσως κάπως απροσδιόριστη. Το Καχάμπρε, απαλλαγμένο από την αφηγηματική πανδαισία που το χαρακτηρίζει, είναι ένα πολύ σκληρό μυθιστόρημα. Ο Ρομέρο, κατά τη γνώμη μου έξυπνα, επιλέγει αυτή την αφηγηματική αντίστιξη, αυτή την παραμυθένια εκδοχή της πραγματικότητας, που εν πολλοίς χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της μεταποικιακής λογοτεχνίας, που λειτουργεί ως κολυμπήθρα, υπονομεύοντάς την με τρόπο διακριτικό.

Με προεξέχουσα τη δολοφονημένη, οι γυναικείοι χαρακτήρες του Ρομέρο είναι σύνθετοι και καλοφτιαγμένοι, με καθοριστική παρουσία στην πλοκή. Η θέση της γυναίκας, για την ακρίβεια η θέση της γυναίκας που διεκδικεί σε επίπεδο ερωτικό, οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό, που αμφισβητεί την υφιστάμενη δομή και απαιτεί την αυτοδιάθεσή της, αποτελεί βασικό άξονα στο Καχάμπρε. Απέναντι στη νεκρή δεν στέκει μόνο ο δολοφόνος της, αλλά και η οικογένειά της, ο άντρας της, οι επίδοξοι μνηστήρες, τα αφεντικά. Οι σχέσεις εξουσίας διαμορφώνουν εν πολλοίς την καθημερινότητα, στο Καχάμπρε στην προκειμένη περίπτωση, από τα πιο απλά ως τα πιο σύνθετα. Φύλο, φυλή και χρήμα. Η συντήρηση και αναπαραγωγή του μοντέλου αποτελεί κύριο μέλημα των αποίκων, η αύξηση του κέρδους και η εδραίωση της κυριαρχίας, η κατάπνιξη οποιασδήποτε απόπειρας για αντίδραση. Τον συγγραφέα τον απασχολεί και η αντιμετώπιση του περιβάλλοντος, από το κυνήγι του χρυσού, που άφησε πίσω του ανεπανόρθωτα πληγωμένες εκτάσεις γης, στη μαζική υλοτομία, με τα γνωστά ως σήμερα αποτελέσματα. Ο Ρομέρο όλα αυτά τα ενσωματώνει θαυμάσια στην πλοκή της ιστορίας του χωρίς να την παραφορτώνει και χωρίς να την εκτρέπει από την αναζήτηση του δολοφόνου που θα επιτρέψει στη νεκρή να ησυχάσει.

Το Καχάμπρε, με τη σκιά του Μάρκες, όπως σε κάθε έργο της κολομβιανής λογοτεχνίας, να πέφτει βαριά, συγγενεύει με τη μυθιστορία του σπουδαίου Αλβάρο Μούτις και είναι ένα άκρως γοητευτικό μυθιστόρημα, γεμάτο εξωτισμό, μυρωδιές και χρώματα της ζούγκλας και του ποταμού, σαφώς κοινωνικοπολιτικό, που θίγει εντός της πλοκής διάφορα ζητήματα, διαρκώς επίκαιρα. Η μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα ανταποκρίνεται και με το παραπάνω στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του κειμένου. Ο Αρμάντο Ρομέρο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, παρά τους έντονους δεσμούς που ο ίδιος διατηρεί με τη χώρα μας.

Μετάφραση Αγαθή Δημητρούκα
Εκδόσεις Τόπος

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Καλοκαιρινό ταξίδι - Truman Capote

Το Καλοκαιρινό ταξίδι (Summer crossing) είναι η πρώτη νουβέλα που έγραψε ο Τρούμαν Καπότε, καίτοι αυτή δεν δημοσιεύτηκε παρά το 2005, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Καπότε ξεκίνησε να τη γράφει κάποια στιγμή το 1943, όταν ήδη δούλευε για το New Yorker. Αφού ασχολήθηκε μαζί της για περίπου δέκα χρόνια, σε στενή συνεργασία με τον επιμελητή του εκδοτικού οίκου, και ενώ τα πρώτα του βιβλία είχαν ήδη κυκλοφορήσει και η φήμη του είχε εδραιωθεί, την παράτησε, παρότι αναγνώρισε σ' αυτή διάφορες αρετές. Το χειρόγραφο θεωρείτο χαμένο για χρόνια και βρέθηκε μετά τον θάνατο της σπιτονοικοκυράς του σπιτιού που ο συγγραφέας έμενε γύρω στο 1950. Στο Καλοκαιρινό ταξίδι η υπόθεση είναι σχετικά απλή. Η δεκαεπτάχρονη Γκρέιντι, μαθήτρια στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, αρνείται με επιμονή να ακολουθήσει τους γονείς της στο ταξίδι τους στη Γαλλία και μένει να περάσει το καλοκαίρι μόνη της στη Νέα Υόρκη.

Ο Καπότε, με τρόπο αρκετά λακωνικό, πετυχαίνει να σκιαγραφήσει αριστοτεχνικά τόσο τον χαρακτήρα της έφηβης κοπέλας, όσο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκείνη ζει. Αυτό αποτελεί και το μεγάλο ατού της συγκεκριμένης νουβέλας, σ' αυτό προσβλέπει ο Καπότε και όχι στην αφήγηση ενός ανέμελου, χωρίς τη γονεϊκή επιστασία, εφηβικού καλοκαιριού. Η σχέση της κοπέλας με τον Κλάιντ, έναν νεαρό Εβραίο που δουλεύει παρκαδόρος, αποτυπώνει περισσότερο τον εγκλωβισμό και την ανία που νιώθει η Γκρέιντι, παρά την προφανή σύγκρουση δύο αντίθετων σε όλα τα επίπεδα κόσμων. Τον Καπότε δεν μοιάζει να τον ενδιαφέρει ένα κλισέ ρομάντζο ανάμεσα σε μια πλούσια και έναν φτωχό, παρότι η νουβέλα ως ένα βαθμό δύναται να προσεγγιστεί και υπό αυτό το πρίσμα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η αντίδραση της Γκρέιντι απέναντι σε μια ζωή εύκολη και εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, η αναζήτηση από μεριάς της της δικής της ταυτότητας, ο αυτοπροσδιορισμός που, εξαιτίας της ηλικίας, δεν είναι συντεταγμένος αλλά αποτυπώνει περισσότερο το κενό στο οποίο η κοπέλα αιωρείται. Ο συγγραφέας δεν καταφεύγει στην ευκολία του στολισμού του κόσμου του Κλάιντ με χρυσόσκονη περιπέτειας σε μια απόπειρα ωραιοποιητικής αντίθεσης. Ο Καπότε που τριγυρνούσε στα κοσμικά σαλόνια, γνωρίζει καλά την ατμόσφαιρα που επικρατεί, το κράτημα και την επίδειξη, τα σκοτάδια πίσω από τα λαμπερά φώτα, την περιορισμένη θέαση του κόσμου. Η Γκρέιντι μπορεί να ξέρει τι δεν θέλει, αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως ξέρει τι θέλει. 

Στον χαρακτήρα της Γκρέιντι, χαρακτήρα ατίθασο και εξεγερτικό, ο Καπότε αναγνωρίζει και χρησιμοποιεί περίφημα τη φαινομενική ευκολία που έχει μια ζωή όπως αυτή, που, λόγω του πλούτου και της κοινωνικής θέσης της οικογένειάς της, διαθέτει πάντοτε ένα δίχτυ ασφαλείας ικανό να απορροφήσει κάθε πιθανό κραδασμό, ένα κάνω ό,τι θέλω χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας της. Το ύφος και η γλώσσα λειτουργούν επίσης προς την κατεύθυνση σκιαγράφησης της Γκρέιντι και του περιβάλλοντος κόσμου, αποτυπώνοντας τόσο την ασφυξία που εκείνη νιώθει, αλλά και την αίσθηση αποπροσανατολισμού που κυριαρχεί, όλα ιδωμένα μέσα από την εφηβική ματιά της πρωταγωνίστριας, λειτουργώντας αρκετά αντιστικτικά ως προς τη μάλλον ανάλαφρη πλοκή, που με μια πρώτη ανάγνωση ίσως και να μη δικαιολογούσε την κάπως δύσκαμπτη και γλωσσικά περίτεχνη αφήγηση που ο Καπότε επιλέγει. Όμως είπαμε, ο Καπότε δεν ενδιαφέρεται να γράψει μια απλή εφηβική ιστορία ή ένα κλισέ ρομάντζο. Το Καλοκαιρινό ταξίδι φέρνει στον νου του αναγνώστη δύο σημαντικά μυθιστορήματα: τον Φύλακα στη σίκαλη, γραμμένο την ίδια περίοδο, παρότι τελικά η νουβέλα του Καπότε δεν κυκλοφόρησε παρά μισό αιώνα αργότερα, αλλά κυρίως Τα τρομερά παιδιά, το εμβληματικό και επιδραστικό μυθιστόρημα του Κοκτώ. 

Το Καλοκαιρινό ταξίδι διαφέρει αρκετά από τα συνήθη αδημοσίευτα έργα που ανακαλύπτονται μετά τον θάνατο ενός συγγραφέα, αφού η διαδικασία για την έκδοσή του είχε κινηθεί σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που το διακρίνει από ένα απλό χειρόγραφο. Στο Καλοκαιρινό ταξίδι, πέρα από τη δεδομένη και αυτόνομη λογοτεχνική αξία του πρωτόλειου αυτού έργου, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει αρκετές από τις αρετές της γραφής του Καπότε και ίσως να κατανοήσει το γιατί ο συγγραφέας αποφάσισε να μην εκδοθεί τελικά, καθώς στο μεταξύ είχε αναπτύξει τον χαρακτηριστικά δικό του λογοτεχνικό βηματισμό. Ο Καπότε εισήγαγε ως έννοια στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία το είδος του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος με το Εν ψυχρώ, που αποτελεί το πλέον διάσημο έργο του. Ωστόσο, δέκα χρόνια πριν από την κυκλοφορία του, προηγήθηκε το Επιχείρηση σφαγή του Αργεντινού Ροδόλφο Ουόλς, βιβλίο που θεωρείται ως το πρώτο non-fiction μυθιστόρημα της παγκόσμιας γραμματείας. Το Καλοκαιρινό ταξίδι αποτελεί μια σημαντική κυκλοφορία που έρχεται να συμπληρώσει την εργογραφία ενός από τους πλέον ιδιαίτερους συγγραφείς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

υγ. Το κείμενο πρωτοδημιοσιεύτηκε στο ένθετο Διαδρομές της εφημερίδας Χανιώτικα Νέα το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021. Την ψηφιακή του εκδοχή μπορείτε να τη βρείτε εδώ.

Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας
Εκδόσεις Floral/Brainfood εκδοτική

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Μικρό ταξίδι σε δανεικό χάρτη - Λάζαρος Αλεξάκης

Ο Πέτρος ήπιε μια γουλιά ζεστό, δυνατό Earl Gray, κοιτάζοντας βαριεστημένα τις ανοιχτές καρτέλες στο λάπτοπ του. Λίγες εκδόσεις που άξιζαν, σε τιμές απαγορευτικές για μεταπώληση, ως συνήθως. Αρκετές ανατυπώσεις μα τίποτα φρέσκο. Αναμενόμενο· κάτι πραγματικά αξιόλογο σπάνια βρισκόταν ονλάιν. Το να εντοπίσει ένα παλιό βιβλίο για κάποιον από τους πελάτες του απαιτούσε σκληρή δουλειά και ψάξιμο. Παρά την πείρα του, ήταν μια δουλειά αρκετά χρονοβόρα, έπρεπε όμως να παραδεχτεί ότι τον αποζημίωνε και με το παραπάνω.

Ο Πέτρος διένυσε το μονοπάτι του συλλέκτη σπάνιων βιβλίων στο πλευρό του πατέρα του· γέμισε τις αποσκευές του με τις γνώσεις και τα κόλπα, τις κακοτοπιές και τις ευκαιρίες, τα μυστικά και τις γνωριμίες που απαιτούνται, την αγάπη για το βιβλίο, όχι μόνο ως αντικείμενο, αλλά κυρίως ως περιεχόμενο, χωρίς να ξεχνά όμως ταυτόχρονα πως είναι και έμπορος, πως το κέρδος δεν αποτελεί μια εν πολλοίς αφηρημένη και αόριστη έννοια, αλλά κάτι που αποτυπώνεται στον τραπεζικό του λογαριασμό, μια εξίσου σημαντική πηγή άντλησης ικανοποίησης από την ασχολία με τα βιβλία. Οι γονείς του Πέτρου σκοτώθηκαν σ' ένα αυτοκινητικό ατύχημα στο Παρίσι, πολλά χρόνια πριν. Η δουλειά ενός εμπόρου σπάνιων βιβλίων απαιτεί πολλή υπομονή και ακόμα περισσότερη επιμονή, όμως η τύχη πάντοτε επιφέρει δριμύτατα πλήγματα στον ορθολογισμό και οι ευκαιρίες παρουσιάζονται συχνά από το πουθενά. Εκείνη την ημέρα ο Πέτρος συνέχιζε να χαζεύει από κεκτημένη ταχύτητα, επειδή αυτό ήξερε να κάνει, να χαζεύει αγγελίες βιβλίων στο διαδίκτυο, σε μια ψηφιακή εκδοχή της επίσκεψης σε μια οικιακή βιβλιοθήκη προς πώληση ή της βόλτας στο Μοναστηράκι ξημερώματα Κυριακής. Μια αγγελία στο ίνσταγκραμ θα του τραβήξει την προσοχή, μια πρώτη έκδοση του έργου του Ιουλίου Βερν, μία από τις σπανιότερες εκδόσεις, σε octavo φορμά, με εξαιρετική εικονογράφηση από τον Νεβίλ και τον Ρίου. Η αγγελία είναι προχειροφτιαγμένη, έχει κάτι το παλιακό στην αισθητική και το στήσιμο, ενώ διαθέτει μόνο ένα τηλέφωνο επικοινωνίας. Κάτι όμως δεν πηγαίνει καλά με την εικονογράφηση στο εξώφυλλο, κάτι μοιάζει διαφορετικό. Ο Βερν υπήρξε ο αγαπημένος συγγραφέας του Πέτρου όταν ήταν παιδί, ακόμα θυμάται από μνήμης ολόκληρα κομμάτια από τις ιστορίες του. Με τα χρόνια έγινε κατά κάποιο τρόπο ειδικός στις εκδόσεις των έργων του, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τον ξεγελάσει. Αναζήτησε το πρωτότυπο σε υψηλή ανάλυση ώστε να κάνει αντιπαραβολή των δύο. Υπήρχαν εμφανείς διαφορές, μικρές αλλά εμφανείς. Το βιβλίο της αγγελίας έμοιαζε εντούτοις αυθεντικό και όχι κάποια πρόχειρη αντιγραφή, κάτι άλλο έδειχνε να συμβαίνει εδώ. Έπρεπε να δει το βιβλίο αυτό από κοντά, το συντομότερο δυνατόν. Έτσι ξεκινάει αυτή η ιστορία.

Το Μικρό ταξίδι σε δανεικό χάρτη είναι μια βιβλιοφιλική ιστορία μυστηρίου, με έντονα τα στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού, ένας φόρος τιμής στον Ιούλιο Βέρν και στον τρόπο με τον οποίο κάποιες αναγνώσεις μάς σημαδεύουν για πάντα. Και έχει ενδιαφέρον αυτή η βιβλιοφιλική ιστορία, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών της, γιατί λαμβάνει χώρα σ' ένα περιβάλλον με μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του πάθους για τα βιβλία, εκεί που οι συλλέκτες πλειοδοτούν για βιβλία που δεν θα διαβαστούν ποτέ, στην καλύτερη περίπτωση θα κοσμήσουν κάποια ιδιωτική βιβλιοθήκη, στη χειρότερη θα κρυφτούν σε κάποια θυρίδα ως την επόμενη δημοπρασία. Δεν ξέρω αν αυτή η αντίστιξη υπήρξε στις επιδιώξεις του Αλεξάκη, όμως κατά την ανάγνωση λειτούργησε, δημιουργώντας δύο κόσμους εντός του μυθιστορήματος, εκείνον της σκληρής πραγματικότητας, εκεί που όλα έχουν μια τιμή που καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, και εκείνον της μυθοπλασίας, ή για την ακρίβεια της παρουσίας του αναγνώστη εντός της μυθοπλασίας, εντός του ίδιου του βιβλίου.

Στο ενδιάμεσο των δύο αυτών κόσμων κινείται ο Πέτρος. Ακολουθώντας τον ήρωα στο ταξίδι του, γίνεται φανερή η απομάγευση και η αλλοτρίωση της ενηλικίωσης, η στρεβλή εικόνα που έχουμε για τον ίδιο μας τον εαυτό, τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά που δηλώνουμε κοιτώντας το είδωλό μας στον καθρέφτη, με πάσα συνειδητή ειλικρίνεια, και σε εκείνα που έχουν με τον καιρό καταχωνιαστεί στο βάθος. Ο Πέτρος αγαπούσε τα βιβλία, δεν τα έβλεπε μόνο ως αντικείμενα προς συλλογή ή πώληση, ικανά να του εξασφαλίσουν μια υπέρ το δέον καλή ζωή. Έτσι ένιωθε. Όταν κοίταξε από κοντά το εξώφυλλο αυτής της σπάνιας έκδοσης του Βερν, ένα κρακ ακούστηκε κάπου στο βάθος, ένα ελάχιστο μέρος του φράγματος μέσα του κατέρρευσε και τα νερά άρχισαν να ξεχύνονται με ορμή, φέρνοντας στην επιφάνεια όλα εκείνα που το βιβλίο αυτό σήμαινε για τον Πέτρο, το ρεαλιστικό πέπλο της αφήγησης υποχωρεί, ένας άλλος κόσμος εντός του υπάρχοντος κόσμου αναδύεται, καθώς ο Πέτρος απομακρύνεται από την κοινά αντιληπτή πραγματικότητα, ένας κόσμος που περιλαμβάνει μυστηριώδη βιβλιοπωλεία, εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα, καταδιώξεις και έρωτες, το κυνήγι του βιβλίου αυτού, τους γονείς του, το μοιραίο εκείνο βράδυ του ατυχήματος. Και ίσως γι' αυτό να μην ενοχλεί τελικά το γεγονός πως ως χαρακτήρας ο Πέτρος έχει κάποιες κατασκευαστικές αδυναμίες, τόσο όσο προς το βάθος, όσο και ως προς διάφορα κλισέ και στερεότυπα που διαθέτει, αδυναμίες οι οποίες, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, σηματοδοτούν τις διαφορές των δύο αυτών κόσμων, του υλιστικού και του πνευματικού, του ρεαλιστικού και υπερρεαλιστικού, αν προτιμάτε. Κάτι αντίστοιχο με τον ήρωα συμβαίνει και με την ατμόσφαιρα, καθώς ο Αλεξάκης μοιάζει να προσπαθεί γι' αυτήν περισσότερο στο ρεαλιστικό παρά στο υπερρεαλιστικό κομμάτι της ιστορίας, κάτι που μάλλον στερεί υποβλητικότητα από το μυθιστόρημα, αλλά ταυτόχρονα του προσφέρει μια επιφανειακή ομοιομορφία, που επιτείνει τη σύγχυση για το τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό, ομοιομορφία που εγκλωβίζει τον ήρωα, αλλά και τον αναγνώστη, ικανή ωστόσο να διαρραγεί ανά πάσα στιγμή.

Το Μικρό ταξίδι σε δανεικό χάρτη, παρά τις όποιες αδυναμίες διαθέτει κυρίως ως προς την υποστήριξη της κεντρικής ιδέας, είναι ένα ενδιαφέρον για το είδος του μυθιστόρημα, με πλούσια πραγματολογικά στοιχεία γύρω από τον Βερν, και διάχυτη την αγάπη και το πάθος για τα βιβλία και την ανάγνωση, που πετυχαίνει να δημιουργήσει και να διατηρήσει το απαραίτητο αναγνωστικό σασπένς, υπενθυμίζοντας πως η λογοτεχνία είναι -συχνά- ένα επικίνδυνα γοητευτικό μέρος.

Εκδόσεις Αίολος

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Το δέρμα - Sergio del Molino

Θέλω να μιλήσω στον γιο μου για τη γραμμή της ζωής μου, για εκείνον τον θάνατο που δεν έχει φτάσει ακόμη, αλλά δεν θα παραλείψει, για τις πραγματικές μου μάγισσες και για τις κόκκινες κουκκίδες στην πατούσα μου. Θέλω να του κάνω έναν κατάλογο με τέρατα, τους ομοειδείς μου, χαρακτήρες που καταβρόχθισε η ίδια ψωρίαση που τυραννάει κι εμένα. Θα τον αφήσω γραπτώς, για να τον διαβάσει όταν δεν θα μπορώ να του τον διαβάσω εγώ ή όταν δεν θα έχει πια νόημα να το κάνω, διότι πλέον δεν θα τον σκεπάζω ούτε θα τον καληνυχτίζω ούτε θα φεύγω αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη με το φως της κουζίνας αναμμένο.

Τα πρώτα δύο κεφάλαια αυτού του βιβλίου μού φάνηκαν ιδιαιτέρως παράξενα χωρίς να μπορώ να καταλήξω στο τι πρόσημο είχε τούτη η παραξενιά, ικανά ωστόσο να διατηρήσουν την ανάγνωση σε ράγες. Το δεύτερο κεφάλαιο, στη σελίδα τριάντα τρία, τελειώνει με την παραπάνω διευκρίνηση προθέσεων από την πλευρά του αφηγητή. Το απόσπασμα αυτό διαθέτει την ειλικρίνεια εκείνη που απαιτεί μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ιδιαίτερα μια αφήγηση όπως αυτή που φλερτάρει στενά με την επίδειξη ικανότητας και την εγωπάθεια. Κι όμως, παραλίγο να παρατήσω το βιβλίο αυτό, λίγες μόλις σελίδες αργότερα, κάπου στη σήμανση πενήντα, για την ακρίβεια παραλίγο να το πετάξω πίσω από την πλάτη του καναπέ, νιώθοντας έναν θυμό που έδιωξε την ειλικρίνεια και εξοβέλισε την παραξενιά. Ευτυχώς, επέμεινα. Και δεν επέμεινα για κανέναν άλλο λόγο παρά ακριβώς επειδή ένιωσα θυμό, επειδή ένιωσα την παρόρμηση να πετάξω το βιβλίο αυτό, να το ακούσω να πέφτει με κρότο στο πλακάκι, ένα προμελετημένο εν θερμώ ατύχημα. Αποφάσισα πως δίκαιο και σωστό θα ήταν απλώς να σηκωθώ και να αφήσω το βιβλίο πίσω στο ράφι, να διαλέξω ένα άλλο, δεν υπήρχε λόγος για δράματα και υπερβολές, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά θα ήταν που δεν τα έβρισκα με κάποιο βιβλίο, προς τι το μίσος και ο οδυρμός; Και βαρέθηκα να σηκωθώ από τον καναπέ. Τόσο πεζά. Έτσι, συνέχισα να διαβάζω το παράξενο αυτό βιβλίο, και δεν σηκώθηκα παρά μόνο αφού έφτασα στη σελίδα εκατό πενήντα, και είχα κιόλας ξεχάσει πόσο πολύ θέλησα να ακούσω τον κρότο της πτώσης του. Αυτό δεν είναι η μνήμη όμως, η κατασκευαστική των αναμνήσεων, της προσωπικής μας ιστορίας εν τέλει; Το δέρμα του Σέρχιο δελ Μολίνο είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τη φετινή χρονιά. Για την ακρίβεια είναι ένα από τα ευφυέστερα και ιδιαίτερα βιβλία που έχω γενικά διαβάσει.

Ο αφηγητής, νεαρός μεσήλικας, πάσχει από ψωρίαση, κάτι το οποίο επηρεάζει, όπως εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς, σε μεγάλο βαθμό τη ζωή του. Το βλέμμα των άλλων, ο καθρέφτης, η ελπίδα πως κάποια επόμενη θεραπεία θα έχει αποτέλεσμα, η απογοήτευση. Το δέρμα ‒μοιάζει να‒  διαθέτει στοιχεία αυτομυθοπλασίας και αυτοδοκιμίου. Όμως, σε τέτοιου είδους λογοτεχνικά παιχνίδια, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για το πού αρχίζει και πού σταματάει, αν αρχίζει και αν σταματάει, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, κι εγώ δεν είμαι ο αναγνώστης εκείνος που θα κάνει μια τέτοιου είδους έρευνα, ξεκινώντας από το πλέον απλό ερώτημα: πάσχει ο Μολίνο όντως από ψωρίαση; Δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει να μάθω, όχι με όρους ανθρωπιάς αλλά λογοτεχνίας, η απομάγευση με τρομάζει. Υπάρχουν δύο είδη αναγνωστών, εκείνοι που θέλουν να ξέρουν τι είναι αλήθεια και τι μύθος, και οι άλλοι που προτιμούν την άνευ όρων επικράτηση της μυθοπλασίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα κόλπα των ταχυδακτυλουργών, κάποιοι θέλουν να μάθουν το πώς και κάποιοι άλλοι να μείνουν με τη μαγεία. Όπως και να έχει, ο αφηγητής πάσχει από ψωρίαση, νιώθει τέρας και πώς όχι σε μια εποχή που η τελειότητα της εξωτερικής εμφάνισης κυριαρχεί, είναι ένας απόκληρος της ομορφιάς, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, απλά εκείνος το νιώθει στο ίδιο του το δέρμα. Κατασκευάζει λοιπόν αυτό τον κατάλογο τεράτων για να τον αφήσει κληρονομιά στον γιο του. Ο Στάλιν, ο Ναμπόκοφ, ο Άπνταϊκ, ο Εσκομπάρ, η Σίντι Λόπερ, όλοι τους έπασχαν από ψωρίαση, ήταν και εκείνοι τέρατα. Κυρίως όμως θέλει να του αφήσει κληρονομιά τη μαρτυρία της δικής του ζωής, όπως κάθε πατέρας στον γιο του δηλαδή.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μολίνο μετατρέπει μια μελέτη για την ψωρίαση διαφόρων διάσημων προσωπικοτήτων σ' ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, σχεδόν αδύνατο να καταταχθεί και να θυμίσει κάτι άλλο, είναι τουλάχιστον εντυπωσιακός, ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Η έρευνα από μόνη της δεν αρκεί. Ο Μολίνο έκανε αρκετή έρευνα, γνωρίζει για τι πράγμα μιλάει. Αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι σπουδαίο. Αλλά ο Μολίνο δεν μένει εκεί, στην αποδελτίωση της έρευνάς του. Επιβάλλεται πλήρως στο υλικό του, δημιουργεί τις απαραίτητες συνδέσεις, μεταπλάθει και προσαρμόζει το κάθε κομμάτι στο κατάλληλο σημείο, επιτρέποντας ταυτόχρονα στον αγωγό του προσωπικού να παραμένει ανοιχτός και να μην μπουκώνει, ισορροπώντας περίτεχνα ώστε να παραδώσει αυτό που έχει οραματιστεί. Το δέρμα είναι ένα ιδιότυπα σπονδυλωτό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που χωνεύει τον έντονα δοκιμιακό του χαρακτήρα και δικαιολογεί απόλυτα την κάθε τεχνική επιλογή του συγγραφέα. Δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα. Η δυσκολία του έγκειται στην ιδιαίτερη φύση του, στην έλλειψη τεχνογνωσίας από πλευράς αναγνώστη. Γιατί, προσωπικά, όσο και αν κάποιες στιγμές μου θύμιζε τον υπέρτατο Βίλα-Μάτας ή τους Αργοναύτες, η ανάμνηση αυτή δεν αρκούσε, όχι αρχικά τουλάχιστον. Και η μη κατανόηση είναι πιθανό να γεννήσει θυμό και εκνευρισμό, τη δημιουργία ενός αισθήματος κατωτερότητας. Η έλλειψη τεχνογνωσίας επιτείνει όμως ταυτόχρονα και την απόλαυση, αυτή η χωρίς χάρτη διαδρομή, χωρίς ευδιάκριτο ορίζοντα προσδοκιών, έχει τις δικές της χάρες. Είναι σημαντικό πως ο Μολίνο διαθέτει την απαιτούμενη αφηγηματική δεινότητα για να υποστηρίξει το παρόν κατασκεύασμα, καθώς είναι εκείνη που διέπει από άκρη σε άκρη το βιβλίο και το καθιστά μυθιστόρημα, με αρχή μέση και τέλος, παρά την αποσπασματική και σπονδυλωτή του φύση, που διαθέτει κάποια επιμέρους σημεία πραγματικά απολαυστικά, όπως εκείνο που εξηγεί γιατί το Girls just want to have fun είναι το πιο όμορφο σοσιαλιστικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ.

Επιμένω στη χρήση της λέξης μυθιστόρημα και αποφεύγω το αυτοδοκίμιο και την αυτομυθοπλασία, γιατί θεωρώ πως, παρότι σύγχρονα, είναι πολύ στενά καλούπια για την κατασκευή του Μολίνο. Το δέρμα, πέρα και πάνω από όλα είναι ένα μυθιστόρημα, ένα νέο μυθιστόρημα, μια ακόμη προσθήκη στον μακρύ λογοτεχνικό κατάλογο της σχέσης πατέρα γιου. Ο Μολίνο ανήκει στη φράξια εκείνη των συγγραφέων που αντιμετωπίζουν τη γραφή με τη σοβαρότητα που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι.

υγ. Λίγα λόγια για τον ευφυή και υπέροχο Ενρίκε Βίλα Μάτας μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για τους Αργοναύτες, το αυτοδοκίμιο της Μάγκι Νέλσον που σαν βόμβα έσκασε πριν ένα χρόνο περίπου, εδώ.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου 
Εκδόσεις Ίκαρος

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Δύο σημαντικές γερμανόφωνες γραφές

Πρόσφατα και σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφόρησαν στα ελληνικά δύο αξιοπρόσεχτες συλλογές διηγημάτων, Η παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων του Κλέμενς Γ. Ζετς (μτφρ. Χρήστος Αστερίου, εκδόσεις Gutenberg) και Το δέντρο με τα μπουκάλια του Ουίσκι της Καταρίνα Μπέντιξεν (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Σκαρίφημα). Από τη μια πλευρά, ο πολυγραφότατος Ζετς, γεννημένος στο Γκρατς της Αυστρίας το 1982, ένα από τα πλέον δυναμικά ονόματα της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας (στον οποίο απονεμήθηκε φέτος το μεγαλύτερο γερμανικό βραβείο λογοτεχνίας, το Βραβείο Μπίχνερ, καθώς, όπως σημειώνει η κριτική επιτροπή, κάθε βιβλίο του «μαρτυρεί το πείσμα και την ομορφιά της λογοτεχνίας») ενταγμένος εδώ και μια δεκαετία στον περιώνυμο κατάλογο του εκδοτικού οίκου Suhrkamp. Από την άλλη, η Μπέντιξεν, γεννημένη το 1981 στη Λειψία της τότε Ανατολικής Γερμανίας, μοιάζει να είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό των γερμανικών γραμμάτων που για πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζω, κάποιο έργο της μεταφράζεται για να κυκλοφορήσει στο εξωτερικό.

Τα στοιχεία που μοιράζονται οι δύο συγγραφείς, μεταξύ άλλων η κοινή γλώσσα και η ηλικιακή εγγύτητα, αλλά και η μικρή φόρμα μέσω της οποίας μας συστήνονται στα ελληνικά, από μόνα τους δεν θα αρκούσαν για μια παράλληλη προσέγγιση. Η λογοτεχνική συγγένεια των δύο συλλογών έγκειται στη χρήση του παράδοξου ως βασικού συστατικού στη σύνθεση των διηγημάτων. Και είναι αυτή η παράνοια που καταλαμβάνει την καθημερινότητα που καθιστά τα διηγήματα μια κοινωνικοπολιτική κριτική του περιβάλλοντος κόσμου, αίροντας τις όποιες εναπομείνασες βεβαιότητες, κινούμενη ανάμεσα στην πρόκληση και την παραβολή. Η λοξή ματιά στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, η υπέρβαση της πραγματικότητας και το περιθώριο στο απρόοπτο αφήνουν μια διάχυτη αίσθηση κωμικού, στα όρια του γκροτέσκο, ένα γέλιο ενοχικό σε ευθεία αντίστιξη με τα όσα διαδραματίζονται. Όπως, άλλωστε, λέει και η ηρωίδα στη Δοκιμασία της Έρπενμπεκ, «χιούμορ είναι όταν παρ' όλ' αυτά γελάς».

Η παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων αποτελείται από είκοσι διηγήματα μεγάλης έκτασης στην πλειοψηφία τους, που, παρότι κινούνται σε γνώριμα αφηγηματικά μονοπάτια, διαθέτουν έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Οι ιστορίες εκκινούν ομαλά, τίποτα δεν προδιαθέτει τον αναγνώστη για την εισβολή του παράδοξου, για την εκτροπή στην εξέλιξη των πραγμάτων. Εξαίρεση αποτελεί το διήγημα Κβάλογια, καθώς το παράδοξο εδώ εισάγεται ευθύς εξ αρχής με τη μορφή γενικής αλήθειας, «Όπως είναι γνωστό, δεν είναι καθόλου εύκολο να ταξιδεύεις παρέα μ' ένα Ορ». Το παράδοξο στοιχείο δεν είναι πάντοτε διακριτό, ενίοτε αιωρείται με τη μορφή απειλής κρυμμένο πίσω από τη φαινομενικά ανεξήγητη αντίδραση των προσώπων, ως ένα τουίστ στην πλοκή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Ζετς «παραπλανά» τον αναγνώστη, υποσχόμενος μια ρεαλιστική απεικόνιση του γύρω κόσμου, για να τον εγκλωβίσει εν τέλει σε μια κατάσταση επαρκώς παράλογη είναι το πρώτο διήγημα της συλλογής, Νότιο Λαζαρέτο. Ο αφηγητής ετοιμάζεται να φύγει για ταξίδι, χαιρετά την κοπέλα του και πηγαίνει στο αεροδρόμιο. Όλα μοιάζουν να χωρούν κάτω από την ομπρέλα του φυσιολογικά αναμενόμενου· η αμηχανία πριν την επιβίβαση, η παρατήρηση των συνεπιβατών, τα μηνύματα που ανταλλάσσει μαζί της, ακόμα και η ακύρωση της πτήσης. Και όμως τελικά τα πράγματα δεν εξελίσσονται σύμφωνα με την αναγνωστική προσδοκία.

Το παράδοξο αποτυπώνεται όμως και γλωσσικά, καθώς λυρικές εξάρσεις και αποστασιοποιημένη αφήγηση αναμειγνύονται με τρόπο μοναδικό, «Δύσκολο να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου όταν έξω μαίνεται βαρύς ο χειμώνας. Η κυρία Άννα Μαρία Πέρχαλερ, πτυχιούχος πανεπιστημίου, μπήκε με μια κιθάρα κι ένα MP3-player στο δωμάτιο του γιου της», έτσι ξεκινά ο Μάγος. Η αφηγηματική φωνή, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, παρά τις όποιες εξάρσεις, παραμένει σταθερή και συναισθηματικά νηφάλια, δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, δεν εκπλήσσεται, δεν συμμερίζεται, δεν επιχειρεί να κατανοήσει ή να εξηγήσει, ενισχύοντας έτσι το ανοίκειο συναίσθημα που νιώθει ο αναγνώστης στο σύμπαν που στήνει ο συγγραφέας. Η συνδιαλλαγή με το λογοτεχνικό παρελθόν είναι εμφανής, όμως εξίσου εμφανές είναι και το νέο που επιχειρεί να κομίσει ο Ζετς στην παράδοση αυτή.

Το δέντρο με τα μπουκάλια του Ουίσκι αποτελείται από εικοσιένα διηγήματα μεσαίου μεγέθους. Είναι η πρωτόλεια συλλογή διηγημάτων της Μπέντιξεν. Από την πρώτη φράση, του πρώτου διηγήματος, η συγγραφέας πιάνει τον αναγνώστη από τον λαιμό, «Όταν ο αδερφός μου ήτανε πέντε χρονών, τον πάτησε ένα τρακτέρ, και ενώ το τρακτέρ το οδηγούσε ο πατέρας μου, δεν έφταιγε μόνο εκείνος για τον θάνατο του αδελφού μου, αλλά το φταίξιμο το είχαμε τρία άτομα», και δεν τον αφήνει παρά στο τέλος της ανάγνωσης, αν και το σημάδι της λαβής καθυστερεί να εξαφανιστεί. Τα διηγήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, στα οικογενειακά και τα εργασιακά. Τα πρόσωπα στις ιστορίες της Μπέντιξεν παραμένουν ανώνυμα, προσδιορίζονται με βάση το φύλο (άντρας, γυναίκα), την οικιακή ιδιότητά τους (παιδιά, γονείς, παππούδες) αλλά και το χρώμα του δέρματός τους (νέγρος), και φέρουν όλο το βάρος της ιδιότητάς τους, τη στιγμή που κάθε πρόσωπο θα μπορούσε να εμφανίζεται σε κάθε ιστορία.

Ο τρόπος με τον οποίο η Μπέντιξεν αφηγείται, συνήθως σε πρώτο, αλλά και σε τρίτο πρόσωπο, λειτουργεί εξόχως συνεκτικά· αφήγηση στακάτη χωρίς ιδιαίτερα φτιασίδια, λόγος κοφτός με εμμονικές και παραληρηματικές κορυφώσεις, γλώσσα ψυχρή και συναισθηματικά γυμνή. Μέρος της διάχυτης παραδοξότητας οφείλεται στην αφήγηση αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα στέκονται απέναντι στις καταστάσεις, εγκλωβισμένα καθώς είναι στις λεπτομέρειες της μεγάλης εικόνας. Αν για τον Ζετς το παράδοξο λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης, για τη Μπέντιξεν θρέφει το αίσθημα ασφυξίας. Στα διηγήματα της Μπέντιξεν διαγράφεται μόνο η επιφάνεια των πραγμάτων, το πάνω μέρος του παγόβουνου. Ελάχιστα μαθαίνουμε για τα πρόσωπα και όμως νιώθουμε να τα γνωρίζουμε σε βάθος. Τα αντικρίζουμε σε μια συγκεκριμένη συνθήκη και όμως είμαστε σίγουροι για το πώς αντιδρούν απέναντι σε κάθε μικρή ή μεγάλη πρόκληση της ύπαρξης. Η διδαχή απουσιάζει, τα περιθώρια αντίδρασης είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα και οδηγίες χρήσεως δεν υπάρχουν. 

Η παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων και Το δέντρο με τα μπουκάλια του Ουίσκι είναι δύο βιβλία που αξίζει να διαβαστούν, δείγματα σπουδαίας γραφής σ' ένα απαιτητικό και όχι τόσο δημοφιλές λογοτεχνικό είδος όπως είναι το διήγημα.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 28 Αυγούστου 2021, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Το παιχνίδι της Άγρας - Θεόδωρος Εσπίριτου

Το τρένο, σταθμευμένο εκατό μέτρα περίπου μακριά από τον σταθμό, σήμανε την εκκίνηση του στις πέντε το απόγευμα με ένα διαπεραστικό σφύριγμα, ενώ μια φωνή από τα μεγάφωνα προειδοποιούσε τον κόσμο να απομακρυνθεί από την άκρη της αποβάθρας. Με έναν οξύ μεταλλικό ήχο σταμάτησε μπροστά στον σταθμό. Σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, όρμησαν να χωθούν πρώτοι στα βαγόνια εκείνοι που είχαν εισιτήριο χωρίς θέση, ελπίζοντας πως θα έβρισκαν κάπου να καθίσουν.

Ο σαρανταπεντάχρονος Κρίστοφερ Μάρλοου, ερευνητής της Υπηρεσίας Εξιχνίασης Σκοτεινών Υποθέσεων, περίμενε υπομονετικά τη σειρά του για να επιβιβαστεί και αναρωτιόταν πού να πήγαινε άραγε όλος αυτός ο κόσμος, πού να είχε εναποθέσει τα ταπεινά όνειρά του. Ο ίδιος δεν βιαζόταν να πάει πουθενά, το αντίθετο μάλιστα· θα προτιμούσε να τον ξεχάσουν για πάντα εκεί, στο παγκάκι της αποβάθρας· να ξεχάσει ακόμα και ο ίδιος την ύπαρξή του· οι εποχές να περνούν σαν ταινία από μπροστά του, ο κόσμος να αλλάζει χρώματα ‒πράσινο, κίτρινο, άσπρο‒ κι εκείνος να κοιτάζει, απλώς να κοιτάζει, χωρίς μνήμη, χωρίς προσδοκία.

Η απώλεια της συντρόφου του, νωρίτερα μέσα στον χειμώνα, βύθισε τον Μάρλοου στο πένθος. Τέλη Ιουλίου και ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο τρένο που τώρα εισέρχεται στον σταθμό, με προορισμό την Άγρα, έχοντας πρώτα ζητήσει και λάβει άδεια από την υπηρεσία του, ακολουθώντας ένα παράξενο αίτημα για βοήθεια, από κάποιον ανώνυμο αποστολέα, που φρόντισε ωστόσο να περικλείσει στον φάκελο ένα εισιτήριο τρίτης θέσης με τη συγκεκριμένη αμαξοστοιχία, ζητώντας του απλώς να επιβιβαστεί και να περιμένει. Μ' ένα σωρό ερωτήματα ήδη να τον απασχολούν, ο ερευνητής Μάρλοου βρίσκει τη θέση του και κάθεται, παρέα με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες του  στο κουπέ, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο στοιχείο. Έτσι ξεκινάει αυτή η ιστορία. 

Ο Θεόδωρος Εσπίριτου, με τις θεατρικές καταβολές, στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα αποφασίζει να αφηγηθεί μια δυστοπική ιστορία μυστηρίου, που λαμβάνει χώρα κάποια στιγμή, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, σε μια γνώριμη μα φανταστική χώρα. Από την πρώτη κιόλας σελίδα ο συγγραφέας πετυχαίνει να καλλιεργήσει ένα αίσθημα αγωνίας στηριζόμενος στην πλήρη άγνοια του Μάρλοου, και κατ' επέκταση και του αναγνώστη, για το πού πρόκειται να μπλέξει, συναίσθημα που συντροφεύει την ανάγνωση ως το τέλος. Κατασκευάζει τον μελλοντικό αυτό κόσμο με υλικά γνώριμα, όπως και την ίδια την αφήγηση, πετυχαίνοντας ωστόσο να τα οικειοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Χτίζει την πλοκή με βήματα σταθερά, δεν βιάζεται αλλά ούτε και πλατιάζει, επιμένει στην ατμόσφαιρα μυστηρίου, τοποθετεί στη σκηνή έγκαιρα, έστω και όχι σε πρώτο πλάνο, τα στοιχεία εκείνα που θα χρειαστεί παρακάτω, τα κομμάτια του παζλ, χειρίζεται τις ανατροπές αλλά και τη δράση με σύνεση, δεν αναλώνεται αποκλειστικά στην καλλιέργεια σασπένς και δεν του διαφεύγει η παραβολική διάσταση της ιστορίας, που καθιστά την πλοκή αλλά και τα πρόσωπα ως ένα βαθμό προσχηματικά, κάτι που είναι απαραίτητο ώστε να αναδυθούν στην επιφάνεια του κειμένου οι ιδέες, αλλά και οι συνδέσεις με την πραγματικότητα, με αυτό που συμβαίνει ή είναι πιθανό να συμβεί. Άλλωστε εκεί βρίσκεται ο πραγματικός εφιάλτης στη δυστοπική λογοτεχνία στην οποία Το παιχνίδι της Άγρας ανήκει. Η καχυποψία του Μάρλοου απέναντι στους άλλους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, είναι το συστατικό κλειδί, η διαρκής αμφιβολία για το τι είναι αλήθεια και τι όχι, για το ποιον μπορεί να εμπιστευθεί κανείς, ποια αφήγηση. Η καχυποψία ανάγεται σε κοινό τόπο για τον αναγνώστη και τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, ο Εσπίριτου τον αναδεικνύει με οξυδέρκεια και τον διαχειρίζεται κατάλληλα, δημιουργώντας έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη πραγματικότητα και τη μυθοπλασία.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση κινείται σ' ένα ασφαλές μονοπάτι, χωρίς διάθεση για ιδιαίτερους πειραματισμούς, που μάλλον θα παραφόρτωναν παρά θα εξυπηρετούσαν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ο Εσπίριτου δεν εγκλωβίζεται στη θεατρική γραφή, η αφήγηση σε καμία περίπτωση δεν μοιάζει με διαδοχή σκηνοθετικών οδηγιών, τη στιγμή που οι διάλογοι ξεχωρίζουν για τη φυσικότητά τους. Ονομάζει τον ερευνητή του Κρίστοφερ Μάρλοου, γεγονός που παραπέμπει όχι μόνο στον Κρίστοφερ Μάρλοου, τον κατά πολλούς σπουδαιότερο πρόδρομο του Σαίξπηρ, αλλά και στον Φίλιπ Μάρλοου, έναν από τους γνωστότερους και πλέον αντιηρωικούς ερευνητές της λογοτεχνίας. Περισσότερο από φόρος τιμής, η επιλογή αυτή στα μάτια μου αποτελεί μια δήλωση προθέσεων από μεριάς δημιουργού. Κάτι αντίστοιχο δείχνει και η επιλογή του τρένου, σύμβολο του μοντερνισμού αλλά ταυτόχρονα συνυφασμένο και ως σκηνικό δράσης αρκετών ιστοριών μυστηρίου, τη στιγμή που το συγκεκριμένο τρένο περισσότερο ταιριάζει στην περίοδο του μεσοπολέμου, παρά στο εγγύς μέλλον και τις τεχνολογικές υποσχέσεις που το συντροφεύουν.

Το παιχνίδι της Άγρας, που για καιρό ανέβαλλα να διαβάσω, αποτελεί μια σύνθεση ειδών και τεχνικών, σ' ένα ιδιαιτέρως πετυχημένο τελικό αποτέλεσμα, μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη. Μια σκοτεινή ιστορία σ' ένα δυστοπικό περιβάλλον, που κρατάει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον και, ανάμεσα σε άλλα, μου υπενθύμισε πόσο αγαπώ την Ιωάννα Μπουραζοπούλου και πόσο θέλω να δω κάποια στιγμή ξανά το Europa του Λαρς Φον Τρίερ.    

Εκδόσεις Κίχλη

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Η αναγέννηση ενός επαναστάτη - Dennis Danvers

Είναι διαφορετικά τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν στα βιβλία που εντοπίζει και τελικά διαβάζει κανείς εν μέσω εκδοτικής υπερπαραγωγής. Ένα από αυτά, αρκετά αξιόπιστο, σχετίζεται με τη φήμη του εκδοτικού οίκου, κριτήριο, που παρά τα όποια αντικειμενικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά διαθέτει, είναι μάλλον υποκειμενικό. Το συγκεκριμένο μονοπάτι έχει το ξεκάθαρο πλεονέκτημα της αποφυγής του θορύβου που το μάρκετινγκ συνήθως παράγει κατά κύματα ακόμα και μέσα στον φυσικό χώρο του βιβλιοπωλείου. Η αναγέννηση ενός επαναστάτη βρισκόταν στο τέλος ενός τέτοιου μονοπατιού.

Οι Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Πιοτρ Κροπότκιν, πρωτοκυκλοφόρησε το 1899, στα αγγλικά, η ρωσική του εκδοχή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Ντάνβερς, συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, που ζει και εργάζεται στο Ρίτσμοντ, αναρωτήθηκε ποια θα μπορούσε να 'ναι η συνέχειά του, εκατό χρόνια μετά. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1921, ο ετοιμοθάνατος Κροπότκιν δέχεται την επίσκεψη ενός άντρα που του προσφέρει μια αρκετά παράλογη επιλογή καθώς του θέτει το παράξενο δίλημμα: να ξαναζήσει στο μέλλον ή να πεθάνει. Ο Κροπότκιν, πάντοτε με το μέρος της ζωής, και με ακόρεστη τη δίψα που αυτή γεννά, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά θα επιλέξει να ζήσει ξανά και κάπως έτσι θα βρεθεί στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τον Απρίλιο του 1999.

Αυτό το εύρημα επιτρέπει στον Ντάνβερς να αναζητήσει απαντήσεις στο "τι θα γινόταν αν" που τον απασχολεί. Πώς θα έμοιαζε ο κόσμος στον Κροπότκιν εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του; Η επιλογή του Κροπότκιν προφανώς και δεν είναι τυχαία. Η ιδεολογική του ταυτότητα, η δίψα του για μάθηση και το μεγάλο εύρος των ενδιαφερόντων του, η ορθολογική σκέψη και η πίστη στην επιστήμη είναι μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά του Κροπότκιν που τον κατέστησαν ιδανικό ήρωα για το μυθιστόρημα του Ντάνβερς. Αλλά και κάποια πραγματολογικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα το γεγονός πως ο Κροπόκτιν γνώριζε άριστα την αγγλική γλώσσα, ενώ είχε επισκεφτεί και την Αμερική, επιλύουν πειστικά διάφορα ζητήματα που προκύπτουν μετά την αποδοχή της βασικής σύμβασης.

Οι συγγραφικές προθέσεις, ωστόσο, δεν περιορίζονται στον Κροπότκιν και στην εμπειρία της αναγέννησής του, αλλά περιλαμβάνουν την αποτύπωση της σύγχρονης αμερικανικής πραγματικότητας, που για την κατανόησή της επιβάλλεται μια αναδρομή στην ιστορία, στο τι προηγήθηκε, ποιες στροφές και ευθείες οδήγησαν ως το αφηγηματικό παρόν. Το Ρίτσμοντ, παρότι μάλλον άσημο στις μέρες μας, κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου υπήρξε η πρωτεύουσα των Νοτίων, η ήττα των οποίων, εκτός της επανένωσης της χώρας, έδωσε στους Αφροαμερικανούς την ελευθερία τους. Επομένως, ούτε η επιλογή του τόπου υπήρξε τυχαία ή απλή απόρροια του γεγονότος πως αποτελεί τον τόπο κατοικίας του συγγραφέα, αλλά ήταν μια επιλογή με έντονο και διαχρονικό κοινωνικοπολιτικό συμβολισμό.

Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά τον Κροπότκιν, τη βιογραφία και το έργο του, αλλά και την αμερικανική ιστορία, ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο που αφορά το Ρίτσμοντ, γεγονός που εμπλουτίζει το μυθιστόρημα με το απαραίτητο ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο, κάτι που άλλωστε αποτελεί και το δυνατό του χαρτί. Ο Ντάνβερς δεν αναλώνεται στο εύρημα της αναγέννησης του Κροπότκιν, που παρά την όποια πρωτοτυπία του γρήγορα θα ξεφούσκωνε και θα έχανε τη λάμψη του. Η ιστορία ως ιστορία έχει αρκετά κλισέ, διακρίνεται για την απλότητά της, κάτι το οποίο είναι μάλλον αναπόφευκτο γι' αυτό που θέλει να πετύχει ο συγγραφέας, μέρος της όλης σύμβασης την οποία ο αναγνώστης καλείται να αποδεχτεί. Η πλοκή, ως ένα σημείο τουλάχιστον, είναι κάπως προσχηματική, χωρίς όμως να της λείπει το ενδιαφέρον. 

Στην απλότητα αυτή, εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, ο πυρήνας ολόκληρου του μυθιστορήματος. Η φυσικότητα με την οποία ο Κροπότκιν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις, τα απλά επιχειρήματα που αναδεικνύουν τον παραλογισμό του τρόπου με τον οποίο είναι κατασκευασμένη η κοινωνία, η ανάδυση της συντροφικότητας, της ομάδος, της αλληλεγγύης εν γένει, όλα αυτά είναι που ξεσηκώνουν συναισθηματικά τον αναγνώστη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διακρίνεται από παιγνιώδη διάθεση και αποπνέει μια αίσθηση ελευθερίας, ο ήρωας έχει απόλυτη επίγνωση της παράλογης κατάστασης στην οποία πρωταγωνιστεί και αυτό δίνεται περίφημα, ενώ ο εξομολογητικός χαρακτήρας της ημερολογιακής αφήγησης των αναμνήσεων του Κροπότκιν προσδίδει ικανή συνοχή στο μυθιστόρημα. 

Η οξυδέρκεια στον σχολιασμό της ζωής στο Ρίτσμοντ του 1999, ζωής γνώριμης στην πλειοψηφία των κατοίκων του δυτικού κόσμου, γεννά ένα γέλιο μαύρο, πικρό. Υπάρχουν στιγμές που παράλογη μοιάζει η σύγχρονη ζωή, γέννημα ενός δεδομένου συστήματος και τρόπου αντιμετώπισης των πραγμάτων, και όχι η παρουσία ενός από χρόνια νεκρού, γέννημα της φαντασίας ενός συγγραφέα. Ο Ντάνβερς, που για τον εαυτό του μοιάζει να κρατάει τον ρόλο του μυστηριώδους άντρα που επισκέφτηκε τον Κροπότκιν στο νεκροκρέβατο, εγκλωβίζει τον ήρωα του στο εύρημά του, στην αναγέννησή του, προκαλεί τον ορθολογιστικό τρόπο σκέψης του και τον καλεί να προβληματιστεί σχετικά με τα όρια της ελευθερίας του. Αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη λαχτάρα για τη ζωή, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και με ένα μεγάλο μέρος της ιδεολογικής ταυτότητας του ήρωα. Το δίλημμα, να ζήσει ξανά ή να πεθάνει δεν δίνεται χωρίς αντίτιμο.

Ο Ντάνβερς διαχειρίζεται ιδανικά την ιδέα του, οδηγώντας την ιστορία σε ένα έξυπνο κλείσιμο, χωρίς καθόλου αμηχανία και βιασύνη. Παραδίδει ένα ξεκάθαρα πολιτικό μυθιστόρημα, παρά το φανταστικό περίβλημα με το οποίο το τυλίγει, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καλού science fiction. Η αναγέννηση ενός επαναστάτη «συγγενεύει» με το Εξ αίματος (Οκτάβια Μπάτλερ, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδόσεις Αίολος), για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν το ταξίδι στον χρόνο για να αναφερθούν στο φυλετικό ζήτημα, αλλά και με το Ένας διαφορετικός τυμπανιστής (Γουίλιαμ Κέλι, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο).

υγ. Για το Εξ αίματος της Οκτάβια Μπάτλερ περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ για το Ένας διαφορετικός τυμπανιστής του Γουίλιαμ Κέλι εδώ.

Μετάφραση Μαρίνα Σταυροπούλου
Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Όλοι θέλουν να χορεύουν - Alberto Garlini

Οι εκδόσεις Πόλις, με την καθοριστική μεταφραστική αρωγή του Αχιλλέα Κυριακίδη, συστήνουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό τον Αλμπέρτο Γκαρλίνι, έναν ιδιαίτερα δραστήριο και πολυγραφότατο συγγραφέα, γνώριμο εδώ και καιρό στους μυημένους στην ιταλική λογοτεχνία, με την κυκλοφορία του γλυκόπικρου Όλοι θέλουν να χορεύουν. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης και ανατομίας μιας ιδιαίτερης ‒όχι μόνο‒ για την Ιταλία δεκαετίας, αυτής του '80.

Όλα ξεκινούν μια Κυριακή, μήνα Νοέμβριο, στην Εμίλια-Ρομάνια. Ο Φράνκο, πετυχημένος δημοσιογράφος, ξυπνάει τον οχτάχρονο γιο του Ρομπέρτο για να τον πάρει μαζί του, για πρώτη φορά, στην παραδοσιακή, καίτοι φρικτή, γιορτή της σφαγής του χοίρου, που είθισται να πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο σπίτι του αδερφού του, λίγο έξω από την Πάρμα. Ο Ρομπέρτο θα βιώσει την εμπειρία αυτή με τρόμο σύμφυτο της ηλικίας του. Οι κραυγές και το αίμα του ζώου υπό τους ήχους της μουσικής και του τσουγκρίσματος αφήνουν μια αρρωστημένη ευδαιμονία να αιωρείται στον αέρα. Πρόγευση της γεμάτης από αντιφάσεις ενήλικης ζωής. Εκείνη τη μέρα θα γνωρίσει τον Ρικάρντο και θα τον ακολουθήσει, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε μια απόδραση μακριά από την εποπτεία των ενηλίκων. Είναι η πρώτη περιπέτεια, ο θεμέλιος λίθος της φιλίας τους. Η εξερεύνηση θα οδηγήσει τα δύο παιδιά σ' ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα, εκεί όπου μια κολεκτίβα νεαρών, ανάμεσά τους και ο Πιερ, θρηνούν για τη δολοφονία του Παζολίνι το προηγούμενο βράδυ. Βρισκόμαστε στο 1975.

Η αυγή της νέας δεκαετίας βρίσκει τα δύο αγόρια στην ανήσυχη ‒και πώς αλλιώς‒ εφηβεία τους να δραπετεύουν με κάθε ευκαιρία από την πόλη, χωρίς να έχουν πάντοτε συγκεκριμένο προορισμό. Ο τόπος δεν τα χωρά. Στην εξίσωση των δύο σύντομα θα προστεθεί η Κιάρα, ο πρώτος και μεγάλος έρωτας του Ρικάρντο, ενώ ο Ρομπέρτο θα συναντήσει ξανά τον Πιερ, που το πρώτο του βιβλίο γνώρισε ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία. Την ίδια στιγμή η μουσική ντίσκο σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, η βιομηχανία της ψυχαγωγίας γεννιέται, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνοδεύουν τις ξέφρενες νύχτες. Η σεξουαλική επιθυμία όλο και σκιάζεται από τον τρομακτικό ιό. Ακριβά αυτοκίνητα και στιλάτα ρούχα. Το ποδόσφαιρο, πάντα. Η οικονομική ευμάρεια και η εθνική ενότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αυταπάτη που σκεπάζει τη στάχτη του χτες, που καίει ακόμα, μια επίφαση ανοχής στο διαφορετικό, πίσω από ένα ψεύτικο πρώτο πληθυντικό. Η τέχνη, παρότι ολοένα και περισσότερο αφορά μια ελίτ, δεν παύει να αποτελεί καταφύγιο, το Ουρλιαχτό ακούγεται ακόμα. Στα παρασκήνια οι νεοφασιστικές ομάδες εφορμούν με την ανοχή των αρχών, τη στιγμή που η μαφία κινεί τα νήματα. Η μετάβαση προς τον νεοφιλελευθερισμό συντελείται τάχιστα, η Θάτσερ και ο Ρέηγκαν πρωτοστατούν. Η παρουσία των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν αναζωπυρώνει τον Ψυχρό Πόλεμο. Το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ. Η πτώση του Τείχους.

Ο Γκαρλίνι, γεννημένος στην Πάρμα το 1969, ανατρέχει σε αυτό το πρόσφατο και τόσο οικείο για εκείνον παρελθόν με διάθεση νοσταλγική και ανάγκη για κατανόηση. Στο Όλοι θέλουν να χορεύουν, όμως, δεν πρωταγωνιστούν τα ιστορικά γεγονότα, αλλά τα πρόσωπα της μυθοπλασίας. Το ιστορικό πλαίσιο χρησιμοποιείται εδώ για να αναδείξει αυτό που ενδιαφέρει την καλή λογοτεχνία, την τραγικότητα δηλαδή των ηρώων, εξαρτώμενη και διαμορφωμένη άμεσα από τις εξωτερικές συνθήκες με τις οποίες εκείνοι έρχονται αντιμέτωποι. Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από αφηγηματική γενναιοδωρία. Η αφήγηση είναι απολαυστική, έτσι όπως ρέει αβίαστα, αποτέλεσμα συγγραφικής ικανότητας και επιμονής, αρετές που συνοδεύουν και τη μετάφραση του Κυριακίδη. Η γλώσσα που μετέρχεται ο Γκαρλίνι διακρίνεται για την ποιητικότητά της, χωρίς όμως να πάσχει από επιτήδευση, και λειτουργεί συχνά με τρόπο αντιστικτικό. 

Αυτό που ξεχωρίζει το Όλοι θέλουν να χορέυουν από άλλα μυθιστορήματα παρόμοιας θεματικής είναι οι ολοκληρωμένοι, πειστικοί και όχι προσχηματικοί χαρακτήρες του Γκαρλίνι και μάλιστα στο σύνολό τους. Ο συγγραφέας σπάει την αφήγηση σε επιμέρους κεφάλαια, οι τίτλοι των οποίων σηματοδοτούν τις χωροχρονικές συντεταγμένες, με τον παντογνώστη αφηγητή να στρέφει τον προβολέα πότε στο ένα και πότε στο άλλο πρόσωπο. Η επιλογή αυτή αποδεικνύεται απόλυτα λειτουργική ως προς την προώθηση της πλοκής και την κάλυψη του συνόλου της δεκαετίας, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει στο μυθιστόρημα την απαραίτητη συνοχή, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα τής αφήγησης, αφού επιτρέπει στον συγγραφέα να παραλείψει ό,τι θεωρεί περιττό. Έτσι το Όλοι θέλουν να χορεύουν αποτελεί μια διαδοχή από καθοριστικά στιγμιότυπα, ικανά να σταθούν ως ένα βαθμό αυτόνομα, μέσω των οποίων αποτυπώνεται το ταξίδι των ηρώων, η ενηλικίωσή τους με φόντο τη δεκαετία του ογδόντα.

Χωρίς καμία επίκληση στο συναίσθημα, με όπλο την αφήγηση και ακολουθώντας τους ήρωές του, ο Γκαρλίνι μεταφέρει τον αναγνώστη στην Ιταλία της δεκαετίας τους ογδόντα μέσα από μια φρενήρη ανάγνωση. Τη θλίψη που συνοδεύει την ολοκλήρωση κάθε σπουδαίου μυθιστορήματος απαλύνει η προαναγγελία της έκδοσης ενός ακόμα βιβλίου του Ιταλού συγγραφέα (La legge dell'odio).

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 3 Ιουλίου 2021, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης - Γιώργος Μπίζας

Είναι διαφορετικά τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν στα βιβλία που εντοπίζει και τελικά διαβάζει κανείς εν μέσω εκδοτικής υπερπαραγωγής. Ένα από αυτά τα μονοπάτια είναι οι φίλοι. Οι υποδείξεις, τα δέματα, τα μεταμεσονύχτια μηνύματα, το πάθος στα μάτια τους. Κυρίως το πάθος. Τσέκαρε αυτό, λένε. Προσοχή, δεν κρίνουν, δεν λένε: μα καλά, δεν διάβασες ‒ακόμα‒ αυτό ή εκείνο· λένε: τσέκαρε αυτό· τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν λένε τίποτα, όλο και κάποιο πεσκέσι κρατούν. Οι φίλοι μας ξέρουν καλά, δεν ρωτούν ποτέ: το διάβασες εκείνο το βιβλίο που σου είπα, που σου έδωσα, πώς σου φάνηκε, το πέτυχα, σου άρεσε. Ξέρουν πώς γίνονται αυτά. Στον καιρό τους, δίχως βιάση. Τα βιβλία, λένε, μας βρίσκουν. Καλά λένε. Τα Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης του Γιώργου Μπίζα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2017. Πριν λίγους μήνες μου τα έκανε δώρο η Ν. Γυρίζοντας στο νησί, πήραν τη θέση τους στο ράφι με τα υπόλοιπα αδιάβαστα. Τις προάλλες τα τράβηξα έξω. Είναι κάποια βράδια που θες κοντά κάποιους ανθρώπους.

Ο Μοντγκόμερυ ξύπνησε από τον ήχο της μπετονιέρας, που φτιάχνει τσιμέντο απέναντι. Τον λένε Φάνη και το παρατσούκλι του το κόλλησε κάποιος που τον έβλεπε να φοράει το παλτό. / Το να χρωστάς στις τράπεζες είναι θηλιά στον λαιμό που πνίγει. Η Κυριακή κάθεται στο γραφείο και κοιτάζει στο τετράδιο, που γράφει τους λογαριασμούς, τι χρωστάει το μαγαζί. / Στο τραπέζι 3 στην ταβέρνα του Παπαλάμπρου κάθεται πάντα ο κυρ Ανέστης, χρόνια τώρα. Απέναντι απ' την είσοδο, δεξιά από την τηλεόραση, η θέση του. / Η Ελένη μας είχε φωνάξει να μας μιλήσει, στο σπίτι της· καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έπαιζε στο χέρι της μια λευκή χαρτοπετσέτα. Ήταν μεσημέρι και είχε ζέστη. / Βέβαια, και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω. Μόνο που ντρέπομαι που είμαι 'δω μέσα. Σ' ευχαριστώ για τα τσιγάρα και τις σοκολάτες, δεν ήταν ανάγκη. / Κάθε βράδυ, αργά τη νύχτα, η Λυδία γύριζε στους δρόμους των Εξαρχείων. Την ημέρα δεν θα κυκλοφορούσε έξω, σχεδόν ποτέ. / «... και να μην έχεις να πάρεις ένα δώρο στην εγγονή σου». Η κουβέντα του γύριζε στο μυαλό μου, καθώς τον έβλεπα να περιμένει, έξω από την εκκλησία, να πιάσει δουλειά. / Ο Γιάννης και ο Μελέτης δεν είχαν παίξει τυχερά παιχνίδια ποτέ. Μόνο καμιά τριανταμία τις γιορτές, με τίποτα ψεύτικες μάρκες, έτσι για το καλό του νέου χρόνου. / Βλέπω κλήση στο κινητό, το έχω στο αθόρυβο. Είναι η Ειρήνη, η γυναίκα του αδερφού μου· δεν το σηκώνω. / Ήταν απόγευμα, ανήμερα Χριστουγέννων, το κρύο ήταν τσουχτερό, μικρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν. Ο Σπύρος άνοιξε τη σιδερένια πράσινη πόρτα του κήπου και ακούστηκε ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. / Ο Χ. κοιτάζει το ενυδρείο, που το έχει παρατημένο για καιρό ‒ όπως τον εαυτό του. Το νερό έχει βρωμίσει, όσα ψάρια ήταν μέσα έχουν πεθάνει και μόνο ένα χρυσόψαρο έχει επιβιώσει· παρόλο που δεν το φροντίζει, αυτό επέζησε. Όπως κι ο Χ. άντεξε μέσα σ' αυτή την πόλη. 

Έντεκα διηγήματα μεσαίας έκτασης, έντεκα αστικές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ο Μπίζας φροντίζει εξ αρχής να συστήσει τους πρωταγωνιστές και τους αυτόπτες μάρτυρες, τα πρόσωπα του δράματος, να δώσει τον χώρο και τον χρόνο, με τρόπο τέτοιο που προξενεί στον αναγνώστη οικειότητα, την αίσθηση πως θα διαβάσει μια ιστορία ‒δυστυχώς‒ γνώριμη. Διηγήματα όπως αυτά συνήθως κατατάσσονται στη λογοτεχνία της κρίσης, κατηγορία που δημιουργήθηκε για να συμπεριλάβει την εκτεταμένη στροφή της εγχώριας λογοτεχνίας προς τη ρεαλιστική απεικόνιση της μεταμνημονιακής ελληνικής πραγματικότητας, κυρίως την προηγούμενη δεκαετία, στροφή που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είχε έναν ευκαιριακό χαρακτήρα, περισσότερο εμπορικού παρά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Γι' αυτό άλλωστε στο άκουσμα λογοτεχνία της κρίσης επιφυλάξεις παρά προσδοκίες γεννιούνται. Και, κατά τη γνώμη μου πάντα, ένα καλό κριτήριο διαχωρισμού, υποκειμενικό όπως τα περισσότερα λογοτεχνικά κριτήρια άλλωστε, είναι αυτό που έχει να κάνει με την ειλικρίνεια των προθέσεων. 

Η ρεαλιστική γραφή, που κινείται στο όριο της στράτευσης, απαιτεί συστατικά περαιτέρω του ταλέντου και της φαντασίας. Το ταλέντο και η φαντασία δεν είναι ικανά να καμουφλάρουν την απόσταση που χωρίζει τον γράφοντα από το γραφόμενο. Οι περπατημένοι δρόμοι φαίνονται. Ο αστικός ρεαλισμός υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει, άσχετα από την ποσότητα της παραγωγής και τα σχετικά αφιερώματα. Ο χρόνος, τελικός κριτής, θα ξεχωρίσει τη μελωδία από τον θόρυβο, τον Αργύρη Τρίκορφο και τον Σεβαστιανό από τους δεκάδες άψυχους χωρίς πρόσωπο. Στα διηγήματα του Μπίζα είναι ορατή η εκ του σύνεγγυς εμπειρία, η συναισθηματική γειτνίαση, η έλλειψη υστεροβουλίας, η ανάγκη οι ιστορίες αυτές να ειπωθούν, κανείς να μην μπορεί να πει πως δεν ήξερε, με δυσδιάκριτο το όριο μαρτυρίας και μυθοπλασίας. Η απλότητα, η γνώση πως η ιστορία από μόνη της είναι αρκετή, πως τα φτιασίδια θα της στερήσουν περισσότερα από εκείνα που θα της χαρίσουν, η αδιαφορία για χάπι εντ και πλοτ τουίστ, η αποστροφή για συναισθηματικό εκβιασμό, για τη λύπηση, για το γεμάτο ψεύτικη κατανόηση κούνημα του κεφαλιού, η επιμονή στον άνθρωπο. Ο ηρωισμός της καθημερινότητας που συνήθως περισσεύει βρίσκει εδώ τον χώρο του, συνοδευόμενος από την απελπισία και τα αδιέξοδα, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να αποπνέει ηττοπάθεια ή παραίτηση.

Η λογοτεχνία, λένε, μας ταξιδεύει, μας προσφέρει καταφύγιο από την πραγματικότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας ‒και της τέχνης εν γένει‒ έχει δύο όψεις. Με αφορμή διάφορα συμβάντα της καθημερινότητας, όπως η πανδημία ή οι γυναικοκτονίες, ακούγονται δεξιά και αριστερά διάφορες εκκλήσεις να σταματήσουμε να ασχολούμαστε, μετά το αρχικό ενδιαφέρον και τον καταιγισμό αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα, καθώς βαρέθηκαν πια να ακούνε συνέχεια για τα ίδια και τα ίδια, δεν θέλουν άλλη μιζέρια στη μονάκριβη ζωή τους, λες και αν σταματήσει να μιλάει κανείς για τις γυναίκες που σφαγιάζονται αυτό θα πάψει να συμβαίνει, σαν να πρόκειται για τη δεύτερη σεζόν μιας σειράς που παρά τις παραινέσεις της πλατφόρμας εκείνοι τελικά δεν θα δουν. Σε συνδυασμό με την ψηφιακή εγγύτητα με τον κόσμο γύρω μας, μοιάζει η πρόσληψη της πραγματικότητας να είναι στρεβλή, οριακή. Και αν το ένα πόδι της λογοτεχνίας πατά στο φανταστικό, το άλλο ‒οφείλει να‒ πατά στον ρεαλισμό, χωρίς αυτό το πάτημα να συνεπάγεται μυθοπλαστική έκπτωση. Αλλιώς το καταφύγιο κινδυνεύει να μετατραπεί σε εξορία. Διηγήματα όπως αυτά του Μπίζα βοηθούν στη διατήρηση της σύνδεσης με όσα συμβαίνουν, τις κραυγές στα σιωπηλά και τις σκιές πίσω από κουρτίνες λεπτές, υπενθυμίζοντας πως μια ζαριά είναι αρκετή για να αλλάξουν τα κόζια.

υγ. Περισσότερα για τον Αργύρη Τρίκορφο θα βρείτε εδώ και για τον Σεβαστιανό εδώ.

Εκδόσεις Τυφλόμυγα


Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Ξανά για τον Μπολάνιο

 

Αποτελεί μια βεβαιότητα καθησυχαστική η συστηματική, ανά χρόνο συνήθως, κυκλοφορία κάποιου ακόμα βιβλίου του Ρομπέρτο Μπολάνιο από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου. Καθησυχαστική γιατί προσφέρει μια αναγνωστική σταθερά, ένα ασφαλές απάγκιο σ' εμάς που έχουμε ταχθεί υπέρ των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου τελεσίδικα. Οι όποιες αντεγκλήσεις αναλώνονται σε καφέ και εκδηλώσεις, τώρα που τα λογοτεχνικά σαλόνια δεν είναι της μόδας, είναι εθιμοτυπικές, χαριτωμένες και διαρκούν ελάχιστα. Για εμάς οι διαθήκες πρέπει να διαβάζονται δυνατά. Τίποτα να μη μένει κρυφό. Ο θάνατος μας δίνει το τέλειο άλλοθι/ο θάνατος στερεί κάθε δικαίωμα από τον νεκρό. Στην περίπτωση του Μπολάνιο υπάρχει έντονο παρασκήνιο και διαμάχη ανάμεσα στους κληρονόμους του έργου του, ούτε αυτό μας ενδιαφέρει, αρκεί η αναγνωστική πείνα να ικανοποιηθεί. Οι κωδικοί πρόσβασης και τα κλειδιά είναι γελοία εύκολο να ανακτηθούν στον κόσμο των ζωντανών, τα όποια γραφειοκρατικά εμπόδια να ξεπεραστούν. Είναι τέτοια η επιθυμία μας για λίγο ακόμα Μπολάνιο που δεν μας απασχολεί ούτε η επεξεργασία που υπέστησαν τα ανολοκλήρωτα έργα του, σίγουροι καθώς είμαστε πως, όπως και να 'χει, εμείς θα τον διακρίνουμε ανάμεσα στις γραμμές. Και μια λίστα με τα ψώνια του σούπερ μάρκετ να βρεθεί στα χειρόγραφα ή τα ψηφιακά υπολείμματα ενός συγγραφέα όπως ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, εμείς θα επιθυμήσουμε διακαώς την έκδοση και ανάγνωσή της. Τέτοιοι είμαστε.

Οι τρεις νουβέλες της συλλογής (Μνήματα καουμπόυδων, Πατρίδα, Γαλλική κωμωδία τρόμου) γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους και ήταν απόφαση των κληρονόμων και του επιμελητή του Μπολάνιο να κυκλοφορήσουν σε έναν ενιαίο τόμο, μέρος μιας μακράς λίστας βιβλίων που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, σίγουρα όχι το τελευταίο, αφού το μπαούλο του Μπολάνιο μοιάζει ανεξάντλητο, και ίσως μόνο το αντίστοιχο του Πεσσόα να κρύβει περισσότερα μυστικά. Τα Μνήματα καουμπόυδων χρονολογούνται μεταξύ 1995 και 1998, η Πατρίδα μεταξύ 1992 και 1993, και η Γαλλική κωμωδία τρόμου μεταξύ 2002 και 2003, χρονιά θανάτου του συγγραφέα. Στέκομαι περισσότερο σε αυτή την τελευταία νουβέλα, που ο Μπολάνιο αφιέρωσε στα παιδιά του, τη στιγμή που αγωνιζόταν να τελειώσει το 2666, πασχίζοντας να κρατηθεί στη ζωή, γνωρίζοντας πως δεν του απέμενε αρκετός χρόνος. Παραθέτω το απόσπασμα από το βιβλίο της Πάτι Σμιθ, M Train, που εκφράζει εν πολλοίς αυτό που νιώθω: «Διαβάζοντας το Φυλαχτό του είχα προσέξει μια φευγαλέα αναφορά στην εκατόμβη -την αρχαία τελετουργική σφαγή εκατό βοδιών. Αποφάσισα να γράψω μια εκατόμβη για εκείνον -ένα ποίημα εκατό στίχων. Θα ήταν ένας τρόπος να τον ευχαριστήσω που ξόδεψε το τελευταίο διάστημα της σύντομης ζωής του για να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, το 2666» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Κέδρος). Διαβάζοντας τη Γαλλική κωμωδία τρόμου δεν διέκρινα κάποιο άμεσο νήμα με το 2666, παρότι το αναζητούσα, έχοντας κάνει από πριν τον χρονικό συσχετισμό. Και αυτή η απουσία με εξέπληξε, καθώς θεωρούσα δεδομένο πως η νουβέλα θα είχε ξεπηδήσει από τις σελίδες του, όμως όχι, κάτι που με έκανε να νιώσω περαιτέρω δέος για τον Μπολάνιο που βρήκε τον απαραίτητο χώρο και χρόνο, τη στιγμή που είχε να παλέψει με το κτήνος, γιατί περί κτήνους πρόκειται το 2666, να γράψει κάτι ακόμα.

Υπάρχει ένα κλισέ, το οποίο μοιάζει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που λέει πως ο κάθε σπουδαίος συγγραφέας γράφει πάντοτε το ίδιο βιβλίο, κλισέ που απολαμβάνει αποδοχής και στις υπόλοιπες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο Μπολάνιο, παρότι ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς, δεν χωράει σε αυτό το κλισέ. Και δεν χωράει γιατί στην περίπτωσή του έχουμε ένα κάνουμε με ένα ολόκληρο σύμπαν, σύμπαν προορισμένο να διαρκεί στο διηνεκές και να χωράει κάθε κείμενο του Μπολάνιο, σε οποιαδήποτε μορφή, σύμπαν στο οποίο κάθε έργο αποτελεί μια ψηφίδα. Άλλωστε, η διακειμενικότητα στο έργο του Μπολάνιο είναι και εσωτερική, απλώνοντας εμφανή νήματα μεταξύ των έργων του. Είναι το μπολανικό σύμπαν στο σύνολό του που γοητεύει τον αναγνώστη, γι' αυτό και κάθε κομμάτι του χρήζει θερμής υποδοχής, παρά τον ξεκάθαρα άνισο, με φιλολογικούς όρους, χαρακτήρα της εργογραφίας του. Η ανισότητα του μπολανικού έργου, παρότι εμφανής ‒τι αλήθεια μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα σε έργα όπως Οι άγριοι ντετέκτιβ ή το 2666;‒ και εκ προοιμίου δεδομένη, καθώς έχουμε να κάνουμε και με έργα που ο συγγραφέας επέλεξε να μη δημοσιεύσει εν ζωή, με όσα συνεπάγονται από την απόφαση αυτή σε επίπεδο ολοκλήρωσης αλλά και επιμέλειας, δεν θεωρώ πως θα έπρεπε να αποτελεί μείζον θέμα συζήτησης. Κάθε έργο του Μπολάνιο κατέχει τη δική του ξεχωριστή και σημαίνουσα θέση στην ‒καταδικασμένη να παραμείνει ανολοκλήρωτη‒ χαρτογράφηση του σύμπαντος, εντός του οποίου δημιούργησε λογοτεχνία αυτός ο σπουδαίος τύπος.

Διάφορα μοτίβα και πρόσωπα γνώριμα συναντά ο αναγνώστης σ' αυτές τις τρεις νουβέλες, που, μαζί με το γνώριμο ύφος του Μπολάνιο, δημιουργούν αυτό το υπέροχο συναίσθημα αναγνωστικής οικειότητας, αυτή την αίσθηση πως αυτό ή το άλλο πρόσωπο κάπου αλλού τα έχεις συναντήσει, πως εκείνη ή η άλλη ιστορία κάτι σου θυμίζει. Κυρίως όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μπολάνιο αντιμετωπίζει την ίδια τη λογοτεχνία, ως μια πράξη επαναστατική, εκείνος που ανατροφοδοτεί το πάθος του αναγνώστη. Καθώς τα χρόνια περνούν γίνεται ολοένα και πιο ορατή η επίδραση του Μπολάνιο στους σύγχρονους συγγραφείς, και όχι μόνο τους ισπανόφωνους, επιβεβαιώνοντας περαιτέρω τη σημαντικότητά του στον ρου της ιστορίας της λογοτεχνίας. Και στο τέλος της ανάγνωσης η επιθυμία για λίγο ακόμα. Οι εκδόσεις Άγρα έχουν προαναγγείλει για φέτος την κυκλοφορία του Συμβουλές ενός μαθητή του Μόρισον σ' έναν φανατικό του Τζόις που έγραψε μαζί με τον Α.Γ. Πόρτα και αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα που εξέδωσε ο Μπολάνιο.

 
υγ. Περισσότερα για το M Train της Πάτι Σμιθ θα βρείτε εδώ.
υγ.2 Περισσότερα για τους Άγριους Ντετέκτιβ εδώ, για το 2666 εδώ, για το Φυλαχτό εδώ, για το Λούμπεν μυθιστορηματάκι εδώ, για το Παγοδρόμιο εδώ, για Το πνεύμα της επιστημονικής φαντασίας εδώ, για το Τρίτο Ράιχ εδώ. 

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα