Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Τα στοιχεία - Harry Mulisch




Μία στο τόσο επισκέπτομαι κάποιο βιβλιοπωλείο δίχως συγκεκριμένο στόχο, έτσι, για τη βόλτα. Τότε, και καθώς χαζεύω ανάμεσα στα ράφια, επανέρχονται αναγνωστικές επιθυμίες του παρελθόντος, που ονόματα συγγραφέων και τίτλοι βιβλίων τις ενεργοποιούν. Έτσι συνέβη και εκείνη τη μέρα, λίγο πριν σε συναντήσω για δεύτερη φορά, χάζευα ήδη από ώρα, όταν έπεσα πάνω στον Μούλις· δεν έχω διαβάσει κάτι δικό του, σκέφτηκα, και άρχισα να κατεβάζω από το ράφι ένα ένα τα βιβλία, πρώτα τα πολυπαινεμένα του, ακολούθως όλα -πώς αλλιώς-, διάβαζα την πρώτη πρόταση -και όχι το οπισθόφυλλο-, έκλεινα το βιβλίο και άνοιγα το επόμενο, ώσπου διάβασα το ακόλουθο:  
Ας φανταστούμε όσα θα ακολουθήσουν.

Λοιπόν: δούλεψες σκληρά όλο το χρόνο, και τώρα είσαι διακοπές στην Κρήτη. Οι πιθανότητες να βρίσκεσαι πράγματι εκεί, είναι ελάχιστες· όπως, άλλωστε, και οι πιθανότητες να είσαι από την Κρήτη. Το πιο πιθανό είναι να κάθεσαι τώρα στο σπιτάκι σου, κάπου στον Βορρά, και να διαβάζεις κάτω απ' το φως της λάμπας. Ας φανταστούμε, όμως, πως περνάς τις καλοκαιρινές σου διακοπές στην Κρήτη και πως είσαι άντρας· όχι γυναίκα - εντάξει. Θα μπορούσαμε, βέβαια, (τίποτα δεν μας εμποδίζει), να το συμφωνήσουμε πως είσαι γυναίκα -είτε είσαι στ' αλήθεια είτε όχι· μια γυναίκα, ας πούμε, που περνάει τις διακοπές της στη Λέσβο. Όμως, όχι· δεν είναι αυτή η επιλογή μας. Το γεγονός ότι εγώ προσωπικά δεν είμαι γυναίκα, μπορεί και να παίζει κάποιο ρόλο. Ο κόσμος, πάντως, είναι χωρισμένος στα δύο -αυτή είναι η αλήθεια· αυτή, εξ άλλου, είναι και η γοητεία του. Είσαι, λοιπόν, άντρας: ένας Ολλανδός, που περνάει τις καλοκαιρινές του διακοπές στην Κρήτη, κι αυτό το καλοκαίρι είναι ένα από τα τελευταία του εικοστού αιώνα. Τελεία και παύλα.
Ας φανταστούμε όσα θα ακολουθήσουν, λοιπόν, έτσι και αλλιώς μάλλον θα είναι καλύτερα απ' όσα τελικά η ζωή θα φέρει, οπότε τι έχουμε να χάσουμε, εκτός από τις προσδοκίες βέβαια, με τις οποίες, όπως συμφωνήσαμε, άλλωστε, έχουμε μάθει πια να ζούμε, να τις θεωρούμε μέρος της εμπειρίας αυτής· ας κάτσουμε, λοιπόν, για λίγο και ας φανταστούμε, έτσι, με κλειστά τα μάτια και ανοιχτοί σε υποθέσεις· ας συμφωνήσουμε πως είμαι άντρας, που είμαι, και ότι είμαι Ολλανδός, που δεν είμαι, ας υποθέσουμε πως είμαι διακοπές στην Κρήτη, που θα ήθελα να είμαι, και πως είναι ένα από τα τελευταία καλοκαίρια του εικοστού αιώνα. Έστω. Αυτό το κάτι σαν μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται σε έναν μη τόπο, τον εγκέφαλο του συγγραφέα, και ας ονομάζεται η Κρήτη, και ας περιγράφονται οι παραλίες και τα χωριά της, οι διαδρομές με το αυτοκίνητο πραγματοποιούνται ανάμεσα σε νευρώνες, ένα κατασκεύασμα τεχνικό, τόσο αεροστεγές και τέλειο, στο οποίο η ελάχιστη ψυχή, που του εμφυσά ο Μούλις, διατηρείται αναλλοίωτη. Η πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα, παρουσία εκείνου, με τον αναγνώστη να λαμβάνει μέρος στη δημιουργική διαδικασία, και ας είναι μόνο ψευδαίσθηση πως θα μπορούσε να έχει λόγο στην τελική απόφαση. Μια εμπειρία αναγνωστικής πρόκλησης, λόγω της αυστηρής τεχνικής και της ελάχιστης ψυχής, ένα σχέδιο με δεκάδες σημάδια από γομολάστιχα και γραμμές περασμένες δεύτερη και τρίτη φορά, και, βεβαίως, γεμάτο από εγκαταλελειμμένες ιδέες, όπως κάθε μεγαλόπνοο σχέδιο. Αναγνωστική πρόκληση όχι εξαιτίας κάποιας δυσκολίας ή απαίτησης, αλλά εξαιτίας της εμπλοκής του αναγνώστη που επιτυγχάνει να επιφέρει ο συγγραφέας, και όχι εξαιτίας του γεγονότος της εμπλοκής, αλλά, ναι αυτό είναι, του τρόπου με τον οποίο τα καταφέρνει, να σε εμπλέξει συναισθηματικά, ενώ σου απευθύνεται τόσο ψυχρά, τόσο εγκεφαλικά, τόσο μηχανικά, μοιάζοντας ναι, περισσότερο με ηλεκτρονικό υπολογιστή παρά με ανθρώπινο -ατελές- ον. 

Και το ερώτημα είναι: αντέχεις να είσαι ο πρωταγωνιστής μιας ιστορίας φανταστικής;


Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Θιβετιανή Ροδακινόπιτα - Tom Robbins




Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα πιο βαρετό απ' το να ξενυχτήσω με μια κοπέλα που δεν έχει διαβάσει Ρόμπινς, είπε και πρόσθεσε: ίσως, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, η αφήγηση ενός μεσήλικα, πρώην bon-viveur και νυν χρεοκοπημένου, που δηλώνει πως γνωρίζει τα πάντα, να είναι πιο βαρετή... ή μάλλον όχι· τα κωμικά στοιχεία θα είναι τόσα πολλά, παρότι, τηρώντας τα προσχήματα, δεν θα μπορείς να γελάσεις. Ζήτησα διευκρινίσεις: εννοείς μια κοπέλα που δεν της αρέσει ο Ρόμπινς φαντάζομαι. Όχι, ακόμα και αν δεν της αρέσει, η ελάχιστη επαφή με τον κόσμο του μπάρμπα Τομ αρκεί για να σε διαφθείρει. Ήμουν είκοσι χρονών, δεν είχα διαβάσει Ρόμπινς και τα σεξουαλικά μου κριτήρια δεν ήταν τόσο αυστηρά.

Αργότερα εκείνη τη χρονιά διάβασα τον Τρυποκάρυδο. Εγκεφαλική έκρηξη. Για μένα, σε ένα πακέτο Camel, η πλέον δυναμική εικόνα, μέχρι τότε, ήταν το θανατηφόρο περί καπνίσματος μήνυμα, ούτε κινούμενα φύλλα φοίνικα, ούτε χαρέμια, ούτε ερωτικές ιστορίες. Ένα άψυχο σκίτσο, καμία στερεοσκοπική εμπειρία. Η έκρηξη ήταν εγκεφαλική και όχι συναισθηματική, καθώς προσπαθούσα με όλες μου τις δυνάμεις να ακολουθήσω το αχαλίνωτο άτι της φαντασίας του, λίγες μέρες μετά το τέλος της ανάγνωσης, και αφού η εμπειρία κατακάθησε, εμφανίστηκε και το συναίσθημα· ήταν πρωί. Με τον πρώτο μου μισθό αγόρασα ακόμα τρία βιβλία του, τα υπόλοιπα έγιναν εισιτήρια του τρένου.

Για χρόνια, ο Ρόμπινς ήταν το αντίδοτο μιας φοβίας μου σχετικά με την ανάγνωση. Θα έφτανα, λέει, μια μέρα σε ένα βιβλιοπωλείο και δεν θα έβρισκα κάποιο βιβλίο να με συγκινεί. Τότε, σκεφτόμουν, θα αγόραζα το Χορό των εφτά πέπλων, το μοναδικό μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα που δεν είχα έως τότε διαβάσει, και έτσι θα κέρδιζα τον απαραίτητο χρόνο μέχρι να βρω το επόμενο βιβλίο. Φοβία αβάσιμη, δίχως λογική εξήγηση -τι άλλο όμως είναι μια φοβία άραγε;-, που πλέον με κάνει και γελάω, όμως τότε μου δημιουργούσε ανασφάλεια.

Πέρυσι, κλείνοντας έναν ακόμα προσωπικό λογαριασμό με το παρελθόν, διάβασα τον Χορό των εφτά πέπλων. Λίγες εβδομάδες αργότερα διάβασα το μυθιστόρημα του Pollock, Πάντα ο διάβολος. Ανάμεσα σε άλλα ανατράπηκε και ο τρόπος που προσέγγιζα έως τότε το έργο του Ρόμπινς. Για μένα ο Ρόμπινς ήταν ένας ικανότατος συγγραφέας, με τρομερή οξυδέρκεια, ασύγκριτη φαντασία και θανατηφόρα αίσθηση του χιούμορ· και συνεχίζει να είναι. Όμως, είναι και κάτι άλλο: η σκοτεινιά των μεσοδυτικών πολιτειών.  Άλλωστε: χιούμορ είναι, όταν κανείς παρ' όλα αυτά γελά. Και ο Ρόμπινς σίγουρα ξέρει να γελά, δίχως να υπεκφεύγει της καθημερινότητας.  Το πρίσμα ανάγνωσης μετατοπίστηκε δια παντός.

Πρώτη ανάγνωση, μετά τη μετατόπιση, το τελευταίο του βιβλίο. Δυστυχώς, μάλλον πρόκειται για το οριστικά τελευταίο. Η έκδοσή του ήταν μια έκπληξη, αν και κάπου κάτι είχα διαβάσει σχετικά. Θιβετιανή ροδακινόπιτα, λοιπόν!

Υπάρχουν συγγραφείς, και ο Ρόμπινς είναι αδιαμφισβήτητα ένας απ' αυτούς, που ο τρόπος τους να αφηγούνται μου δημιουργεί τέτοια έξη -έλξη ήθελα να γράψω αλλά η λανθάνουσα γλώσσα κ.τ.λ. κ.τ.λ.-, που ό,τι και αν αποφασίσουν να γράψουν και να διηγηθούν, εγώ πρόθυμα θα τους ακολουθήσω. Δεν θυμάμαι ποια μπορεί να ήταν η τελευταία αυτοβιογραφία που διάβασα, δεν είναι το αγαπημένο μου είδος άλλωστε. Όμως, δεύτερη φορά δεν το σκέφτηκα πριν γυρίσω την πρώτη σελίδα. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει την πραγματικότητα είναι ίσως ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει να επιδείξει το αυτοβιογραφικό ταμείο που κάνει ο μπάρμπα Τομ, λίγο πριν από το τέλος. Κανένας διδακτισμός και καμία σπουδαιοφάνεια δεν εισχωρεί, μόνο μια χορταστική λίστα με παρομοιώσεις προστίθεται στις ήδη υπάρχουσες, κάτι που είναι σαν κάτι άλλο και επίσης σαν κάτι άλλο και επιπροσθέτως σαν κάτι άλλο ακόμα και τα λοιπά και τα λοιπά, και το απίστευτο είναι πως καμία από τις παρομοιώσεις δεν μοιάζει ψεύτικη ή τραβηγμένη, απλώς  δεν έτυχε εσύ να κάνεις τη συσχέτιση πριν. Ένα συναίσθημα ευεξίας, ναι ευεξίας, αυτό είναι το κατάλληλο συναίσθημα για να περιγράψει κανείς την ανάγνωση της Θιβετιανής ροδακινόπιτας, ένα άθροισμα αντιθέτων, κατά τη συμβατική θεωρία, εννοιών, που ως εκ θαύματος ισορροπούν, σε ένα σημείο γεωμετρικά μη αποδεκτό· η ένωση του τραγικού με το κωμικό, της ομορφιάς με την ασχήμια, του ρομαντισμού με την σκληρότητα, της φαντασίας με την πραγματικότητα, του μύθου με τον λόγο, του μυαλωμένου με το χαζοχαρούμενο, του ιερού με το βέβηλο. Τυπικός Ρόμπινς, δηλαδή!

υ.γ Τώρα το αποκούμπι δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η επιστροφή στον Τρυποκάρυδο.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής
Εκδόσεις Αίολος






Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Πόλεμος και πόλεμος - László Krasznahorkai




Μια μέρα, όπως οι προηγούμενες, αν και αργότερα μάλλον θα διατύπωνε ενστάσεις επ' αυτού, αν τον ρωτούσε βέβαια κανείς, ίσως μάλιστα και να τη χαρακτήριζε μια μέρα ξεχωριστή, κομβική ή ίσως απλώς όμορφη, μια μέρα, λοιπόν, ο Κόριμ, τριγυρνώντας ανάμεσα σε στοίβες από σκονισμένα αρχεία μιας περιόδου όχι τόσο μακρινής, ώστε να μην αποτελεί πια παράδειγμα προς αποφυγή, θα ανακαλύψει ένα χειρόγραφο, δύσκολο να κατηγοροποιηθεί και ακολούθως να αρχειοθετηθεί, και ίσως γι' αυτό αφημένο στη λήθη του -σε ένα μέρος ανάδειξης της μνήμης, η λήθη είναι πιο τελεσίδικη- γεγονός που όμως δεν θα το ανακαλύψει παρά αργότερα, αφού πρώτα το μεταφέρει στο γραφείο του με σκοπό να το διαβάσει, να διορθώσει μια αβλεψία, υπακούοντας ανακλαστικά στην επαγγελματική ευσυνειδησία του αρχειοθέτη, ενάντια στη λήθη και το χάος, θα απομείνει έκπληκτος από την ομορφιά, κάτι τέτοιο δεν έχει ξανααντικρίσει, και ας μην είναι πολυδιαβασμένος, δεν χρειάζεται να είναι πολυδιαβασμένος κανείς, για να αντιληφθεί την ομορφιά και να υποκλιθεί μπροστά της, και τότε θα κοιτάξει έξω από το παράθυρο, και η νύχτα θα έχει πέσει, το ρολόι θα το επιβεβαιώσει, έντεκα το βράδυ, και εκείνος είναι ακόμα εκεί, ώρες μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας του, με ένα αταξινόμητο χειρόγραφο στα χέρια, ένα χειρόγραφο που για την υπηρεσία δεν υπάρχει, δίχως δεύτερη σκέψη θα το διπλώσει και θα το πάρει μαζί του, στο σπίτι του, καταπατώντας και συντρίβοντας μια για πάντα την επαγγελματική και προσωπική ηθική του, είναι αδύνατο να μην το διαβάσω ξανά, θα σκεφτεί κάποια στιγμή, ενώ βαδίζει προς την έξοδο της υπηρεσίας, συνειδητοποιώντας, στην αρχή αφηρημένα, μα γρήγορα με ακρίβεια, πως πρωτίστως η διάσωση του χειρογράφου και εν συνεχεία η παράδοσή του στην ανθρωπότητα αποτελούν για εκείνον τον μοναδικό σκοπό, σκοπός που θα τον οδηγήσει ως το κέντρο του νέου κόσμου, τη Νέα Υόρκη.

Τώρα, λίγο με νοιάζει αν θα πεθάνω, είπε ο Κόριμ, κι ύστερα, μετά από μακρά παύση, έδειξε ένα πλημμυρισμένο λατομείο: είναι κύκνοι αυτοί εκεί κάτω;

Τέτοια είναι η λαχτάρα του Κόριμ να διασώσει το χειρόγραφο, ένας αφελής σε έναν κόσμο όπως αυτός, που απλώνεται έξω από το παράθυρο του καθενός, που εγκαταλείπει πίσω του τα πάντα, που για εκείνον όμως δεν είναι τίποτα, και αφήνει εμάς τους λογικούς να κρίνουμε την πράξη του με όρους ρίσκου, εμάς, που στοιχηματίζουμε για την εγκατάλειψη του σχεδίου, πλημμυρισμένοι από χαιρεκακία για ακόμα έναν αφελή, που μέλλει να φάει τα μούτρα του, προσπαθώντας εκεί που δεν τολμάμε να πατήσουμε εμείς, εκ του ασφαλούς κριτές, η λαχτάρα του όμως θα μας παρασύρει, καθώς παλεύει να διηγηθεί με σπαστά αγγλικά την ιστορία των τεσσάρων συντρόφων και να μεταδώσει τον δικό του ενθουσιασμό σε εκείνη την ταλαίπωρη κοπέλα, που στέκει πάντα σκυμμένη πάνω από το κουζινάκι γκαζιού, με τις κατσαρόλες να ξεφυσούν, καθώς οι μέρες περνούν και τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να αλλάξει.

Ταινίες του Μπέλα Ταρ είχα υπόψη μου, όμως -και ας παραδεχτεί κανείς ενίοτε την άγνοια ή την ατέλειά του- ποτέ δεν είχα δώσει την πρέπουσα προσοχή στους υπόλοιπους συντελεστές, ίσως λόγω της χώρας προέλευσης, ίσως λόγω της λάμψης του ονόματος του μεγάλου αυτού δημιουργού, και κάπως έτσι αγνοούσα την ύπαρξη του συγγραφέα Λάσλο Κρασναχορκάι. Και αυτή η συνεργασία, περισσότερο από τα διθυραμβικά σχόλια που συνόδευσαν -και- αυτήν την έκδοση, σχόλια εν πολλοίς αναμενόμενα και ύποπτα, ήταν που κίνησε την περιέργεια, να ωθήσει με τη σειρά της το βλέμμα στη δεύτερη σελίδα, μετά το υπέροχο εξώφυλλο, και να αντικρίσει: ο παράδεισος είναι λυπημένος. Και μπορεί όντως να είναι λυπημένος, όχι μόνο ο παράδεισος, αλλά και ο κόσμος όλος, και ίσως γι' αυτό διηγήσεις όπως του Μαγυάρου δημιουργού να είναι απαραίτητες, για να απαλυνθεί ο πόνος και να οδηγηθεί η ομορφιά στην τελική -και αναπόφευκτη- επικράτηση. Ο καθηλωτικός μακροπερίοδος λόγος του Κρασνοχορκάι μουδιάζει τον εγκέφαλο, ακόμα και τον πλέον επιρρεπή στην απώλεια συγκέντρωσης, και τον αναγκάζει να ακολουθήσει μέχρι το τέλος μια πτώση υπό συνθήκες ελεγχόμενης βαρύτητας, με τον συγγραφέα να πειράζει τις ρυθμίσεις, να αφομοιώνει γόνιμα τις επιρροές, όχι μόνο του Μπέρνχαρντ, αλλά και της κεντροευρωπαϊκής μυθιστορίας εν γένει, με μια διάθεση εξελικτική και τελικά να παραδίδει ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, ονειρικό και γήινο.


Μετάφραση από τα γαλλικά: Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις Πόλις 

 

  

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Η νύχτα των χρησμών - Paul Auster




Είχα μόλις τελειώσει ένα κακό βιβλίο. Πραγματικά κακό. Χρειαζόμουν ένα σίγουρο καταφύγιο για να τρυπώσω άμεσα, το ίδιο κιόλας βράδυ. Η αυτοκριτική για την κακή πρώτη επιλογή υποχώρησε κάπως στη θέα της δεύτερης: Πολ Όστερ. Η βιβλιοθήκη, βλέπετε, βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά.

Ήμουν άρρωστος για πολύ καιρό. Όταν έφθασε η ημέρα να βγω από το νοσοκομείο, μόλις που μπορούσα να περπατήσω πια, μόλις που μπορούσα να θυμηθώ ποιος υποτίθεται ότι ήμουν. Κάνε μια προσπάθεια, είπε ο γιατρός, και σε τρεις-τέσσερις μήνες θα είσαι πάλι περδίκι. Δεν τον πίστεψα, ακολούθησα όμως τη συμβουλή του έτσι κι αλλιώς. Με είχαν ξεγράψει και, τώρα που είχα ανατρέψει τις προβλέψεις τους και είχα μυστηριωδώς αποφύγει τον θάνατο, ποιαν άλλη επιλογή είχα παρά να ζήσω σαν να με περίμενε κάποια μελλοντική ζωή;

Αυτή τη γνώριμη πρωτοπρόσωπη αφήγηση είχα ανάγκη, να με αρπάξει και να με παρασύρει μαζί της, κάπου μακριά, στη Νέα Υόρκη εν προκειμένω, στο κατόπι του ήρωα που αναρρώνει μετά από μια παράξενη ασθένεια, της οποίας διέφυγε τον κίνδυνο ως εκ θαύματος, όπως τουλάχιστον οι γιατροί βεβαίωσαν, προσπαθώντας να επανέλθει, τι παράδοξο, στον βηματισμό των παλιών ημερών για να αντεπεξέλθει στα μελλούμενα. Πρόκειται για τον συγγραφέα Σίντνεϋ Ορ. Σε μια βόλτα, στο Κομπλ Χιλ του Μπρούκλιν, ανακαλύπτει ένα νέο κατάστημα χαρτικών, το Παλάτι του Χαρτιού, ιδιοκτησίας ενός παράξενου Κινέζου, απ' όπου και θα αγοράσει ένα γαλάζιο σημειωματάριο. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Στην επιστροφή στο σπίτι, θα νιώσει την ισχυρή επιθυμία να γράψει, μήνες μετά από την τελευταία φορά, οι λέξεις στριμώχνονται για να πάρουν τη θέση τους στο χαρτί. Θυμάται την παρατήρηση ενός οικογενειακού φίλου, συγγραφέα επίσης, σχετικά με ένα ανέκδοτο, στο έβδομο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του Χάμετ το Γεράκι της Μάλτας, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Αυτό θυμάται καθώς στέκεται πάνω από το ολοκαίνουριο γαλάζιο σημειωματάριο με τις λέξεις να στριμώχνονται, έτοιμες να πάρουν τη θέση τους στο χαρτί. Ο ήρωας της ιστορίας, που ο Ορ σκαρώνει στο γαλάζιο μυθιστόρημα, εκδότης στο επάγγελμα, παρατάει τα πάντα, εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος, ενός παρολίγον ατυχήματος ικανού να τον σκοτώσει, που του επιφέρει μια στιγμιαία ενόραση σχετικά με τη ζωή και το πεπρωμένο, εγκαταλείπει παρορμητικά τη Νέα Υόρκη, δίχως να ενημερώσει κανέναν, δίχως προετοιμασίες και αποσκευές, με μόνο αντικείμενο το βιβλίο η Νύχτα των χρησμών, έργο της συγγραφέως  Σίλβια Μάξγουελ, το οποίο ανακάλυψε πρόσφατα μια εγγονή της και αποφάσισε να το δείξει πρώτα σε εκείνον.

Και κάπως έτσι δημιουργούνται οι οστερικές αντανακλάσεις, το βιβλίο στην καρδιά του βιβλίου, η ιστορία του εκδότη Μπάουεν δια χειρός του συγγραφέα Ορ, η ιστορία του συγγραφέα Ορ δια χειρός του συγγραφέα Ό-στε-ρ. Ο πέπλος που χωρίζει το φανταστικό από το ρεαλιστικό τοποθετείται κάθετα  εμπλέκοντας τον αναγνώστη ακόμα περισσότερο. Ο Όστερ είναι μάστορας της αφήγησης, σχόλιο κοινότυπο και χιλιοδιατυπωμένο, όμως η επανάληψη είναι απαραίτητη τις περισσότερες φορές, ειδικότερα με τόσες μετριότητες τριγύρω. Είναι και ο κατάλληλος να ξεναγήσει τον αναγνώστη στη Νέα Υόρκη, ακόμα μία επανάληψη. Και κάπως έτσι δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου, σκεπτόμενος πόσο άδικος είναι ο χαρακτηρισμός ευκολοδιάβαστο, κατηγορία που δίχως δεύτερη σκέψη προσάπτεται, συγκεχυμένη με την απλοϊκότητα, τη χαμηλού επιπέδου λογοτεχνία, δίχως να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα στην αφήγηση, η ικανότητα να σκαρώσει και να διηγηθεί κάποιος μια καλή ιστορία, δίχως την ανάγκη να περιπλέξει άνευ λόγου τα πράγματα, σε μια μάταιη προσπάθεια να εντυπωσιάσει. Και κάπως έτσι επανέρχομαι στις ράγες της ανάγνωσης, νιώθοντας τυχερός που προηγήθηκε ένα κακό ανάγνωσμα, για να χαλυβδώσει το αισθητικό κριτήριο, να απλώσει το σκοτάδι για να λάμψει η ομορφιά.


Μετάφραση Βίκυ Κυριαζή
Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος    


  

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Το Σχέδιο




Ένα διήγημα την εβδομάδα έγραφε, κάθε Κυριακή αποθήκευε την οριστική εκδοχή, Δευτέρα πρωί ξεκινούσε την έρευνα για το επόμενο, εδώ και δεκαεπτά μήνες, κάθε εβδομάδα, τυπικός στην προσωπική δέσμευση. Εκείνη γκρίνιαζε, αλλά για πόσο ακόμα; Όταν θα κέρδιζε τον διαγωνισμό τότε θα φούσκωνε όλο καμάρι, ούτε εκείνη να το είχε γράψει, θα έπαιρνε τις φίλες της με τη σειρά, αφού όμως πρώτα ενημέρωνε τη μαμά, ήταν άλλωστε οι καλύτερες φίλες, εκείνη θα ενθουσιαζόταν, ήπια όμως, πιστή στον ρόλο της, ο πατέρας της, που πάντα κρυφάκουγε από τη δεύτερη συσκευή, θα σκάρωνε κάποιο αποτυχημένο αστείο, ευτυχώς εκείνος, όπως το φανταζόταν, δεν θα ήταν μπροστά, άρα θα διέφευγε της υποχρεώσεως να γελάσει, ο αδερφός της δεν θα ασχολείτο, παραήταν όμορφος. Προς το παρόν όμως γκρίνιαζε, έπαιρνε τις φίλες της με τη σειρά, αφού όμως πρώτα έκανε τα παράπονά της στη μαμά, εκείνη τη συμμεριζόταν, ήπια όμως, πιστή στο ρόλο της, να διαφυλάξει την ευτυχία της κόρης της, ο πατέρας της σκάρωνε κάποιο αποτυχημένο αστείο, διαφορετικό κάθε φορά, μα εξίσου αποτυχημένο, γέλασε βροντερά, σε ένα θέαμα αστείο, ο αδερφός της δεν ασχολείτο, παραήταν όμορφος.

Μα ίσως τελικά να αξίζουν κάτι, τόσα έχουν μαζευτεί πια, συγκέντρωσέ τα σε μια συλλογή, στείλε τα κάπου, κάνε κάτι, έλεγε εκείνη όταν ήταν σε καλή διάθεση. Περιμένω τον κατάλληλο διαγωνισμό, απαντούσε εκείνος μηχανικά. Για όλα; επέμενε εκείνη κάθε φορά, αρνούμενη να συμβιβαστεί, έτοιμη να χαλάσει τη διάθεσή της. Και πώς θα ξέρω σε ποιο απ’ όλα θα αναφέρεται ο επόμενος διαγωνισμός; Σου έχω εξηγήσει ένα εκατομμύριο φορές πως αν έχει ήδη εκδοθεί αυτόματα τίθεται εκτός, οπότε πάει το βραβείο, πάνε τα λεφτά, πάνε όλα. Μα ποιο βραβείο, αγάπη μου, ποια λεφτά, ποια όλα; Του διαγωνισμού, απαντούσε εκείνος, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στο ρολόι του τοίχου, υπολογίζοντας πόση ώρα τού έμενε διαθέσιμη ακόμα. Πέμπτη σήμερα, μέρα κρίσιμη, ελλόχευε η παγίδα μιας πιθανής επανάπαυσης, έχω καιρό μέχρι την Κυριακή, θα σκεφτόταν και δεν θα έγραφε, μια και δυο την είχε πατήσει; Το διήγημα που δούλευε ήταν το πλέον φιλόδοξο· συνδύαζε τόσο τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, όσο και ένα θέμα σαφώς προσδιορισμένο, με μικρό περιθώριο ελιγμών. Είχε καλό προαίσθημα αυτή τη φορά. Με ακούς; ούρλιαξε επαναφέροντάς τον στον αγωνιστικό χώρο πριν βροντήξει την πόρτα.

Πρώτα αναζητούσε το θέμα, ύστερα τις λέξεις-κλειδιά.Η ιδέα για τη συγκεκριμένη τεχνική προέκυψε από ένα άρθρο στην εφημερίδα, ντάλα καλοκαίρι, που του έφερε στον νου τα χρόνια του λυκείου, και τελικώς εκεί έμοιαζε να βρίσκεται το κλειδί της μελλοντικής επιτυχίας, παράξενα τα παιχνίδια του μυαλού. Αρχικώς ο τίτλος του, ‘Αναμενόμενα τα θέματα για τους κατάλληλα προετοιμασμένους’, του τράβηξε την προσοχή, και πώς όχι άλλωστε, αφού ήδη είχε περάσει ένας χρόνος γεμάτος από άκαρπες απόπειρες, θαύμα ήταν που δεν τα είχε παρατήσει κιόλας, τέτοια ήταν η βεβαιότητά του όταν πρωτοαποφάσισε να προετοιμαστεί για έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό: στην αρχή το θεωρούσε θέμα χρόνου, και εργαζόταν ολοένα και πιο σκληρά, ύστερα η απογοήτευση του χτύπησε την πόρτα, ήταν τότε που αντίκρισε τον τίτλο, ‘Αναμενόμενα τα θέματα για τους κατάλληλα προετοιμασμένους’, τσαλάκωσε την εφημερίδα στην προσπάθειά του να τη διπλώσει στα δύο με σκοπό να τη φέρει ακόμα πιο κοντά, καμία λεπτομέρεια δεν έπρεπε να του διαφύγει. Πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα, αναλογιζόταν, ο καλά προετοιμασμένος αναμένει τα θέματα, αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του καθηγητή του στην έκθεση.

Αφού έβρισκε το θέμα, αναζητούσε τις λέξεις-κλειδιά. Ήταν απαραίτητο, και γι’ αυτό εμπλούτισε άμεσα την τεχνική του θέματος, όπως την αποκαλούσε. Είχε παρατηρήσει πως οι περισσότεροι διαγωνισμοί απαιτούσαν τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, αυτή ήταν άλλωστε και η δυσκολία, η πραγματική δυσκολία, το θέμα συνήθως ήταν αρκετά γενικό, όλο και κάποιο διήγημα θα ταίριαζε, αν όχι ακριβώς, τότε αρκετά, ώστε να μη θεωρηθεί εκτός θέματος, αλλά τις λέξεις είτε τις περιείχε είτε όχι, μέση λύση δεν υπήρχε. Και ήταν λέξεις σπάνιες, από εκείνες που δεν χρησιμοποιεί κανείς τυχαία αλλά επί τούτου, δίχως συνώνυμα και περιφραστικά αντίστοιχα, λέξεις μοναδικές. Βέβαια, υπήρχαν και οι άλλοι διαγωνισμοί, οι αμιγώς θεματικοί, όμως εκείνοι δεν τον ενδιέφεραν, μόνο έπαινοι και συλλογές προς έκδοση, εκείνος ήθελε να ζήσει από τη συγγραφή, θα ακολουθούσε τον δύσκολο δρόμο.

Προετοίμαζε παράλληλα το έδαφος, ήξερε πως δεν ζούσε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, ήταν σύγχρονος της εποχής του, της ψηφιακής εποχής, των μέσων δικτυακής κοινωνικοποίησης, γελούσε με κάτι αστείους τύπους, που πίστευαν πως η αναγνώριση θα ερχόταν διαμέσου της αξίας του έργου, καημένοι συγγραφείς, ψευτορομαντικοί, θα πιστεύουν, σκεφτόταν, επίσης στη μετά θάνατο αναγνώριση, θα νιώθουν πως δεν γίνονται κατανοητοί, ευρισκόμενοι μπροστά από την εποχή τους, εκείνοι που είχαν ξεμείνει σε αιώνες μακρινούς, δακρύζοντας στην ιδέα της γραφομηχανής. Δυστυχισμένοι άνθρωποι. Εκείνος έχτιζε το δικό του δίκτυο, φίλο τον φίλο, ακόλουθο τον ακόλουθο, με επιμονή και υπομονή, με σχέδιο, ενασχόληση παράλληλη με τη συγγραφή, μου αρέσει εκείνο, μου αρέσει και το άλλο, θέση δεν παίρνω ποτέ, σε έριδες δεν μπλέκω, το άκρως απαραίτητο γλείψιμο, ιδανικά διακριτό μόνο από το αντικείμενο της δήθεν αποθέωσης, και επιστροφή στο διήγημα, στο κάθε διήγημα με το ευδιάκριτο θέμα και τις λέξεις-κλειδιά. Φρόντιζε να χτίζει έναν μύθο γύρω από το όνομά του, πότε επιβεβαιώνοντας και πότε διαψεύδοντας τις φήμες πως κάτι γράφει· παλιά, σπάνια, μία στο τόσο, για χρήση προσωπική, είμαι απλώς αναγνώστης, είμαι βιβλιόφιλος, από ανάγκη, δεν με ενδιαφέρει η έκδοση, συνήθιζε να λέει. Στην πρώτη διάκριση, θα διατηρούσε χαμηλό προφίλ, συνετά φερόμενος, θα δήλωνε κολακευμένος, θα το απέδιδε στη σύμπτωση, προς θεού, δεν θα αποκάλυπτε σε κανέναν το μεγαλοφυές του σχέδιο, μέχρι την τελική επικράτηση, την εγκαθίδρυση του ονόματός του στο λογοτεχνικό πάνθεον και την εγχρήματη αναγνώρισή του. Ύστερα θα είχε όλον τον καιρό να απολαύσει το οικοδόμημά του, αφού πρώτα άφηνε εκείνη να πιστέψει πως αποτελεί σύντροφο συγγραφέα, και πείθοντας τους φίλους του πως ποτέ δεν θίχτηκε πραγματικά από τα λόγια τους. Τότε θα είχε όλον τον καιρό. Τώρα έπρεπε να μείνει πιστός στο σχέδιο.



info: το διήγημα, Το Σχέδιο, πρωτοδημοσιεύτηκε στη σουρεαλιστική επιθεώρηση τέχνης Τα Νέα του Βελγίου.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Ενός λεπτού σιγή - Siegfried Lenz



Ας μιλήσουμε για οπισθόφυλλα βιβλίων. Κομμάτι σημαντικό της κάθε έκδοσης, που περισσότερο αφορά την πώληση παρά το περιεχόμενο, περιλαμβάνει μια σύνοψη της υπόθεσης και ενίοτε κάποιο κριτικό διθύραμβο. Απαιτεί μια ξεχωριστή ικανότητα ταυτόχρονης σύνθεσης και αφαίρεσης. Στην πραγματική ζωή αποτελεί ένα πάρεργο της έκδοσης, μια αγγαρεία για κάποιον -φαινομενικά- άτυχο υπάλληλο.

Το όνομα του Λεντς μού ήταν γνωστό. Είχα ακούσει αρκετά γι' αυτόν, όχι αποθεωτικά αλλά δυνατά να μου προκαλέσουν το ενδιαφέρον. Μόλις αντίκρισα στο βιβλιοπωλείο το μυθιστόρημά του, Ενός λεπτού σιγή, το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στα ελληνικά, το εξώφυλλο με ξένισε. Η πρώτη εικόνα ενός βιβλίου, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι το εξώφυλλό του. Ίσως να έχουν δίκιο εκείνοι που πρεσβεύουν τη λιτή ομοιομορφία των προσόψεων για την αποφυγή εξαγωγής άσχετων με τη λογοτεχνία συμπερασμάτων, όμως, και όσο μια τέτοια τακτική δεν εφαρμόζεται, η εικόνα θα συνεχίσει να οδηγεί σε συμπεράσματα. Έτσι λοιπόν, μαγκωμένος από το εξώφυλλο το πήρα στα χέρια μου για να εξετάσω την υπόθεσή του, η οποία συνοπτικά είναι η εξής: ο αδύνατος έρωτας του νεαρού Κρίστιαν και της Στέλλας Πέτερσεν, καθηγήτριας του στα αγγλικά.

Είμαι σίγουρος πως ο συντάκτης του οπισθόφυλλου ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί το συναίσθημα που θα μου προκαλούσε το μικρό σε έκταση κείμενό του: Ένα πείσμα, βασισμένο σε μια πεποίθηση -ισχυρή εντός μου- πως σπουδαίος είναι ο γραφιάς εκείνος που καταφέρνει να εμπλέξει συναισθηματικά τον αναγνώστη παρά το γεγονός πως εξακολουθεί να θεωρεί το θέμα του μυθιστορήματος παντελώς αδιάφορο λογοτεχνικά. Αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα να διαβάσω το μυθιστόρημα του Λεντς: το λογοτεχνικά αδιάφορο θέμα του. Σας μπέρδεψα; Ας προσπαθήσω άλλη μία, λοιπόν. Ήθελα, από πείσμα, να δω αν ο Λεντς είναι τόσο σπουδαίος συγγραφέας ώστε να καταφέρει, καταπιανόμενος με ένα θέμα αδιάφορο να με γοητεύσει. Και τα κατάφερε.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του νεαρού Κρίστιαν, την ώρα που το φέρετρο με τη σορό της Στέλλας Πέτερσεν βρίσκεται στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου, μια αφήγηση με συνεχή πήγαινε-έλα στον χρόνο, ξεκινώντας από το ζεστό καλοκαίρι, τότε που ο έρωτάς τους γεννήθηκε, και καταλήγοντας στην επιμνημόσυνη τελετή, παρουσία των συναδέλφων και των μαθητών της Στέλλας, ανάμεσα στους οποίους στέκει συντετριμμένος ο Κρίστιαν, δίχως να μπορεί να αποκαλύψει σε κανέναν τα πραγματικά του συναισθήματα. Μια αφήγηση-ανασύσταση μνήμης, η ανάγκη για χρονικό πάγωμα και διατήρηση του παρελθόντος μακριά από τη λήθη.

Εκεί, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, βρίσκεται η μαστοριά του Λεντς, ο οποίος, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην πένα του, ενισχύει την αίσθηση παραληρήματος με τις συνεχείς αλλαγές στην απεύθυνση του λόγου του Κρίστιαν, ο οποίος, συγκλονισμένος καθώς είναι, αδυνατεί να αποδεχτεί το μοιραίο γεγονός της απώλειας της Στέλλας, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να μείνει σταθερός στην τριτοπρόσωπη απεύθυνση της αφήγησής του, αφήγηση που, σε πρώτο επίπεδο, σκοπό έχει την περιγραφή της τελετής και των συναισθημάτων του, σιωπηρά βιωμένων, καθώς αρνείται να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο εκ μέρους των μαθητών του σχολείου, όμως, τελικά, καταλήγει σε έναν μονόπλευρο μονόλογο προς την νεκρή, διακοπτόμενο από τις λεπτομέρειες του τώρα. Έτσι, ο Λεντς μετατρέπει το παραλήρημα του νεαρού Κρίστιαν σε μια σφιχτή και λογοτεχνικά άρτια αφήγηση, εξόχως εγκεφαλική, δίχως να απολύει καθόλου τον συναισθηματισμό του αγνού και νεανικού πάθους του νεαρού για την ερωμένη του, εμπλέκοντας έτσι ολοκληρωτικά τον αναγνώστη στον ιστό του.

"Με δάκρυα στον τάφο σου καθόμαστε", τραγούδησε η σχολική χορωδία στην αρχή του μνημόσυνου κι έπειτα ο κύριος Μπλοκ, ο διευθυντής μας, πλησίασε το βήμα που ήταν στολισμένο με στεφάνι. Περπατούσε αργά, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην κατάμεστη αίθουσα τελετών· μόλις έφτασε στη φωτογραφία της Στέλλας, που ήταν τοποθετημένη σε μια ξύλινη βάση μπροστά από το βήμα, σταμάτησε, κορδώθηκε -ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε- και υποκλίθηκε βαθιά.
Έκατσε πολλή ώρα σ' αυτήν τη στάση, μπροστά στη φωτογραφία σου, Στέλλα, που τη διέτρεχε μια μαύρη κορδέλα, μια κορδέλα πένθους, μια κορδέλα μνήμης· όση ώρα ήταν σκυμμένος έψαχνα το πρόσωπό σου -είχες το ίδιο εκείνο συγκαταβατικό χαμόγελο που εμείς, οι μεγαλύτεροι μαθητές, το γνωρίζαμε από το μάθημα των αγγλικών.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Ιωάννα Μεϊτάνη
Εκδόσεις Πατάκη   

 

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

ο δραπέτης - Georges Simenon




Το πρώτο τρίξιμο σημειώθηκε τη Δευτέρα 2 Μαΐου, στις οκτώ το πρωί.

Ο Σιμενόν δεν καθυστερεί στιγμή με εισαγωγές και λοιπά περιτυλίγματα, έχει μια ιστορία να πει, μια ιστορία μαύρη, όπως το συνηθίζει. Την ιστορία του Ζ.Π.Γ., καθηγητή γερμανικών σε κάποιο κολέγιο της γαλλικής επαρχίας, που επιτέθηκε και κακοποίησε ένα μαθητή του, έτσι ξαφνικά. Τίποτα δεν προμήνυε μια τέτοια αντίδραση.

Δεν ήταν καθόλου τρομερός άνθρωπος, αλλά ήταν άνθρωπος σχολαστικός, που ήθελε το κάθε πράγμα στη θέση του, και την κάθε χειρονομία επίσης στη θέση της. Τύχαινε μάλιστα και να χαμογελάει, αλλά δειλά, σαν να φοβόταν μήπως ξεκολλήσει τη μάσκα του ή το μουστάκι του.
Ένα απλό τρίξιμο μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση, ένα μικρό τρίξιμο και η αντοχή των υλικών τίθεται σε δοκιμασία. Το πρώτο τρίξιμο ήταν αρκετό. Ο Ζ.Π.Γ. έχει στήσει μια ήσυχη ζωή που στηρίζεται στη ρουτίνα και στην έλλειψη εκπλήξεων. Ο τόπος, η γαλλική ύπαιθρος, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό. Τα υλικά μοιάζουν πρώτης ποιότητας: ένα επάγγελμα που αποπνέει το σεβασμό και ένας γάμος όπως οι άλλοι. Ώσπου αντικρίζει τη Μαντώ. Η πόρτα επικοινωνίας με το παρελθόν ανοίγει, το άγνωστο παρελθόν, πριν μετακομίσει στη Λα Ροσέλ και διοριστεί ως καθηγητής γερμανικών. Μια αμυχή και η ταινία αρχίζει να ξεδιπλώνεται, δρόμος δίχως επιστροφή.

Μετά από ένα ή δύο βιβλία του Σιμενόν ξέρεις τι να περιμένεις· και ευτυχώς έχει αφήσει πίσω του αρκετά βιβλία, ώστε να ικανοποιείται η περιοδική αυτή αναγνωστική ανάγκη για ένα σύντομο και οξύ σφίξιμο στο στομάχι, μια μονοκόματη νυχτερινή ανάγνωση κάτω από σκεπάσματα ανίκανα να κρατήσουν έξω την παγωνιά. Η επαφή με τον κόσμο του Σιμενόν είναι ικανή να ξυπνήσει φοβίες ενδόμυχες, υποψίες από εφιάλτες, που αχνοφαίνονται στο φως της μέρας. Και το καταφέρνει αυτό γιατί χρησιμοποιεί απλά υλικά για να στήσει την ιστορία του, δεν αναζητά το εξεζητημένο, που εύκολα η άμυνα του καθενός κατατάσσει υπό την κατηγορία: απίθανο. Μια στιγμιαία κρίση θυμού, τόσο απλά, τίποτα παραπάνω απ' αυτό, αρκεί για να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, να ανατρέψει άπαξ δια παντός την κανονικότητα της ζωής του Ζ.Π.Γ., τη ζωή του καθενός.

Ο Δραπέτης σίγουρα δεν αποτελεί την κορυφαία στιγμή της εργογραφίας του Σιμενόν, αποτελεί όμως δείγμα χαρακτηριστικό. Ο κεντρικός ήρωας, φαινομενικά απλός και μονοδιάστατος, δίχως λογοτεχνικό ενδιαφέρον, εμπλέκεται σε μια αλληλουχία καταστάσεων, ένα ντόμινο καθόλου εντυπωσιακό, μα άκρως τρομακτικό, μια ελεύθερη πτώση με δεδομένη την πρόσκρουση. Η λιτότητα και η εμμονή με την ιστορία, η απουσία περιττών καλολογικών στοιχείων, η οποία όμως δεν στερεί τίποτα από την ατμοσφαιρικότητα, σήμα κατατεθέν του Γάλλου δημιουργού.   

Η ανάγνωση ικανοποίησε την ανάγκη. Η εναπομείνασα κάβα αποτελεί εγγύηση για το μέλλον.



Μετάφραση Ρένα Χάτχουτ
Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος