Πάνε τρεις νύχτες που το λεωφορείο περνάει χωρίς ν' ανοίγει την πόρτα.
Το χωριό ζει κάτω από έναν τσίγκινο ουρανό, γκρίζο και ελάχιστα κυματιστό. Η σκόνη σκεπάζει τις αυλόπορτες και η αναβροχιά κάνει τα σκυλιά νευρικά. Ο Ρουμπέν προβάλλει άκεφος στο παράθυρο του ξενοδοχείου και κοιτάζει τους ανθρώπους που διασχίζουν το δρόμο. Είναι οι Πόνσε, που μένουν απέναντι. Έρχονται ξανά με την κουνιάδα τους, μήπως και τα ξανακαταφέρει να πάει πίσω, στην πόλη.
Και μια μέρα το λεωφορείο περνά δίχως να κάνει στάση. Το μικρό χωριό, δυσπρόσιτο και χαμένο στην αχανή επαρχία της Αργεντινής, απομονώνεται εντελώς σε μια ιδιόμορφη καραντίνα. Τα νέα φτάνουν μόνο μέσω του ραδιοφώνου, η ζωή στο υπόλοιπο της χώρας μοιάζει να κυλά στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, στην πόλη, άπαντες ασχολούνται με το επερχόμενο ποδοσφαιρικό ντέρμπι. Ο μοναδικός αστυνόμος του χωριού δε δείχνει διατεθειμένος να συζητήσει όσα οι ανώτεροι του κοινοποιούν. Οι κάτοικοι, ως άλλοι μπουνιουελικοί χαρακτήρες, αντιδρούν ποικιλοτρόπως. Η περιέργεια των πολλών εξάπτεται, από τη δεύτερη κιόλας μέρα, φορούν τα καλά τους και στήνονται στη στάση για να δουν από κοντά το λεωφορείο να περνά, συζητήσεις και φήμες εξαπλώνονται, η λογική υποχωρεί στην επέλαση του φόβου. Ένα ζευγάρι, μοναδικοί πελάτες του ξενοδοχείου, εγκλωβίζεται στο χωριό. Επισκέπτες ενός μέρους δίχως το παραμικρό τουριστικό ενδιαφέρον, αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι. Ο δικηγόρος Πόνσε, εξέχων μέλος της τοπικής κοινωνίας, συνοδεύει μάταια καθημερινώς την αδερφή του μέχρι τη στάση και προσβάλλεται από τη συμπεριφορά του οδηγού, την οποία λαμβάνει ως ευθέως προσωπική. Μικρές ιστορίες καθημερινότητας, μια χούφτα ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας. Αργεντινή 1977.
Η Αλμέιδα ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τις απομονώσεις, ατομικές ή συλλογικές, επιθυμητές ή επιβαλλόμενες, συνειδητές ή μη. Η απομόνωση της μικρής κοινωνίας, του γάμου, της οικογένειας, της αγάπης, της καριέρας, της πίστης, της ιδεολογίας, της εξουσίας, της εκμετάλλευσης, της προστασίας, του φόβου, του Εγώ και του Εμείς.
Η αφαίρεση του λεωφορείου από την εξίσωση, αφήνει αμετάβλητους τους βασικούς συντελεστές και δίνει τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμεί τον πλήρη έλεγχο να τον έχει. Ανάμεσα σε αυτούς και η συγγραφέας. Γιατί, εκτός από την καθημερινότητα του μικρού χωριού στη σκια ενός ειδεχθούς καθεστώτος, η νουβέλα, δια του ευρήματος που την καθορίζει, αναδεικνύει την ποιητική της δημιουργού, τον τρόπο με τον οποίο απομόνωσε τους ήρωες της. Παγώνει το χρόνο και περιχαράζει τον τόπο ώστε να μπορέσει να παρατηρήσει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις από κοντά, να επισκεφτεί το παρελθόν και να φέρει στο φως όλα εκείνα που διαμόρφωσαν το τώρα, να δειγματίσει τη διάδραση, να ενώσει τα νήματα και να διακρίνει τις αρχετυπικές μορφές και αντιδράσεις.
Η συγγραφέας, κόβει ένα απειροελάχιστο κομμάτι Ιστορίας, το μεγεθύνει και το παρατηρεί στη λεπτομέρειά του, το απομονώνει, όχι όμως για να το αποκρύψει αλλά για να το κατανοήσει πρωτίστως η ίδια, ακολούθως να το μοιραστεί. Γιατί, εχθρός της απομόνωσης είναι η κοινοποίηση.
Μετάφραση Τζίνα Σερέτη
Εκδόσεις opera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου