Σπάνια, σχεδόν ποτέ, πιάνω το νήμα από την αρχή, και ας μην χάνω ευκαιρία να αναφέρομαι σε εκείνο, με ύφος, ελπίζω, όχι δασκαλίστικο ή ακόμα χειρότερα ξερολίστικο, το ελπίζω γιατί συχνά γινόμαστε εκείνο που σιχαινόμαστε, ύπουλα και αργά, ο καθρέφτης είναι μια κάποια λύση πάντως. Εκείνο που πάντα συμβαίνει, όμως, είναι η αγωνιώδης προσμονή για την επαφή αυτή, το αντίκρισμα του πρώτου βήματος εξωστρέφειας του δημιουργού, μακριά πια από τα κλειδωμένα συρτάρια και τα ύστερα φιλικά βλέμματα, τις εμμονές που παγιώθηκαν για πάντα ως τρομακτικής έντασης συγγένεια μεταξύ ημών των δύο, την εύρεση της φωνής που θα κάνει τις χιλιοειπωμένες ιστορίες μοναδικές, τον εγκλωβισμό του -οικειοθελή ή αναγκαστικό, δεν είμαι σίγουρος- στο σύμπαν εκείνο, την αρχή της ιστορίας των ιστοριών.
Το καλοκαίρι του '78 ο Αντόνιο Ταμπούκι, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, γράφει το πρώτο διήγημα, Το παιχνίδι της αντιστροφής, ομώνυμο της συλλογής, θαρρείς και είχε βρει πια διά παντός τη φωνή του, η συνέχεια δείχνει εύκολη, όμως δεν είναι.
Όταν η Μαρία ντο Κάρμο Μενέσες ντε Σεκέιρα άφησε την τελευταία της πνοή, εγώ κοίταζα τις Meninas του Βελάσκεθ στο μουσείο του Πράδο. Ήταν ένα μεσημέρι του Ιουλίου κι εγώ δεν ήξερα ότι εκείνη πέθαινε. Έμεινα να κοιτάζω τον πίνακα μέχρι τις δώδεκα και τέταρτο, ύστερα βγήκα αργά προσπαθώντας να μεταβιβάσω στη μνήμη μου την έκφραση της φιγούρας του βάθους, θυμάμαι είχα σκεφτεί τα λόγια της Μαρία ντο Κάρμο: το κλειδί του πίνακα βρίσκεται στη φιγούρα του βάθους, είναι ένα παιχνίδι αντιστροφής·[Αν κάποιος με ρωτούσε ποια είναι η λογοτεχνία εκείνη που με αφορά βαθιά, θα σήκωνα τους ώμους από άγνοια, καθώς θα μου έλειπαν οι λέξεις -ναι οι λέξεις, τόσες λέξεις περί αναγνώσεων μετά- θα μπορούσα όμως κάλλιστα να του δείξω αποσπάσματα, όπως το παραπάνω για παράδειγμα, και να αντιστρέψω το παιχνίδι δίχως να έχω αποφύγει να απαντήσω με ειλικρίνεια ακριβή.]
Ίσως όμως η φράση-πυρήνας που προηγείται της κάθε αρχής να είναι η ακόλουθη:
Έλεγα συνεχώς στον εαυτό μου ότι το διήγημα υπήρχε μέσα μου, μια μέρα θα το έγραφα. Θα καθόμουν, σαν σε όνειρο, στο τραπέζι, χωρίς καν να κοιτάξω το λευκό χαρτί μπροστά μου, και το διήγημα θα ανέβλυζε σαν πηγή: και τότε, ως διά μαγείας, θα άρχιζα να γράφω, και οι λέξεις θα έπαιρναν τη θέση τους στη σελίδα επίσης μαγικά, σαν να τις τραβούσε ο μαγνήτης που ονομάζεται έμπνευση.
Και η μέρα εκείνη έφτασε, κάπως διαφορετική, αλλά έφτασε για εκείνους που δεν επαναπαύτηκαν στη βεβαιότητα. Σε αυτό το πρώτο βήμα, όχι μόνο δεν θέλησε να κρύψει τις αναφορές και τις -πόσο θα ντρεπόταν τότε, πόση τιμή να το διακρίνει κάποιος- επιρροές του, αλλά επέλεξε να ονομάσει τους κατ' αυτόν μεγάλους της λογοτεχνίας, ταπεινά, ένας φόρος τιμής, έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, λογοτεχνικός και όχι αλφαβητική παράθεση σε κάποια στημένη συνέντευξη. Πρωτοστάτες της πομπής ο Φερνάντο και οι ετερώνυμοί του, λίγο πιο πίσω διακρίνονται η Γουλφ, ο Φιτζέραλντ, ο Κόνραντ, ο Σαίξπηρ, ο Καουμπάτα, η Σαγκάν, ενώ στο βάθος την πομπή ακολουθούν αρκετοί ακόμα.
Δεν ξέρω ποιον ή τι αλήθεια υποτιμώ μην αναφέροντας πολλά από εκείνα που σε ένα έργο θεωρώ προφανή, σημαντικά, σημαντικότατα, αλλά για μένα προφανή. Δεν μπορώ όμως να σταματήσω να σκέφτομαι πως μιλώντας εν προκειμένω για ένα κείμενο, ένα οποιοδήποτε κείμενο του Ταμπούκι, είναι κάπως πλεονασμός να αναφερθεί κανείς στη γλώσσα, το ύφος και την ατμόσφαιρα, χαρακτηρισμοί και όροι που δίχως τις λέξεις του συγγραφέα στέκουν κενότεροι ακόμα και ρούχων κρεμασμένων στη ντουλάπα. Ίσως όμως και να κάνω λάθος.
Τρεις τελείες επαναλαμβάνονται στις προσωπικές μου σημειώσεις, τις σχετικές με την ανάγνωση των έργων του:
α. Μουρμουριστή απεύθυνση.
Το συναίσθημα πως διαρκώς είσαι μάρτυρας μιας εξομολόγησης, εξόχως προσωπικής, και για το λόγο αυτό ψιθυριστής, ακόμα και στις στιγμές έντασης ο τόνος της φωνής παραμένει χαμηλός, μπάσος, προκαλώντας μικροδονήσεις.
β. Πατρική φιγούρα.
Μένω διαρκώς με την αίσθηση πως η σχέση με τον πατέρα είναι κάτι που τον απασχολεί έντονα, όμως, για τους δικούς του λόγους ή εξαιτίας της δικής μου υποκειμενικής πρόσληψης, δείχνει να επιθυμεί να την αφήσει στο παρασκήνιο, παρούσα μα όχι σε πρώτο πλάνο.
γ. Λατινικά δάνεια.
Είτε γράφει στα ιταλικά, είτε στα πορτογαλικά, ο Ταμπούκι πάντα χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις, λατινικής προέλευσης, ξεχασμένες σε μια γλώσσα, ενταγμένες σε μιαν άλλη, αναζητά το γλωσσικό παιχνίδι, το οποίο εξαιτίας της συγγένειας λειτουργεί στην διαισθητική κατανόησή του.
Με λόγια δικά του θα κλείσω.
Μια μέρα συνειδητοποίησα, λόγω κάποιων απρόβλεπτων γεγονότων της ζωής, πως ένα πράγμα που ήταν "έτσι", ήταν παράλληλα και αλλιώς.
[Μιλώντας για τον Ταμπούκι στην ελληνική, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Είναι σπάνια και ευτυχής συγκυρία η ύπαρξη σχέσης τόσο στενής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον μεταφραστή, η οποία να εγγυάται πως η μετάφραση φέρει και την υπογραφή του ίδιου του συγγραφέα.]
Μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης
Εκδόσεις Άγρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου