Δευτέρα 18 Μαΐου 2015
νταρκ - Δημήτρης Κωνσταντίνου
Αυτή δεν είναι μια ιστορία αγάπης, ποτέ δεν ήταν. Όταν συναντήθηκαν, η Φρανκ και ο Ντάρκο, ένιωθαν μόνοι, αυτή είναι η παγίδα, πάντα αυτή είναι η παγίδα, η μοναξιά· ήθελαν να ξεφύγουν, απλώς να ξεφύγουν, δίχως κανένα σχέδιο. Κανείς όμως δεν ξεφεύγει δίχως να πληρώσει το τίμημα, η πόρτα μιας φυλακής οδηγεί στην επόμενη, αρχικά πιο ευρύχωρη, μα σύντομα εξίσου ασφυκτική, ή μάλλον ακόμα χειρότερη, καθώς μια γλυκιά σκιά λήθης σκεπάζει το παρελθόν, καθώς η μοναξιά σε συνωστισμό είναι πιο τρομακτική, αναιρώντας την προφανή της λύση. Ύστερα ακολούθησαν τα παιδιά, ο συνωστισμός εντάθηκε, η μάχη απέκτησε τα απαραίτητα για τη λάμψη της λάφυρα, το τίμημα όμως δεν διαιρέθηκε, πολλαπλασιάστηκε, να έχει το κάθε μέλος το δικό του, να διαιωνίζεται ο πόνος και η μοναξιά.
Το πλέον άστοχο ερώτημα: ποιος έχει δίκιο τελικά;
Η ρεαλιστική διάσταση της νουβέλας του Κωνσταντίνου δεν περιορίζεται στον ίδιο της τον εαυτό, διαθέτει τα πολλαπλά της είδωλα στον έξω κόσμο· ακόμα μια ιστορία συναισθηματικής αποτυχίας, ακόμα ένα λανθασμένο μητρικό/πατρικό κάλεσμα, ακόμα μια ακάλυπτη κοινωνική/οικογενειακή επιταγή. Σίγουρα όχι η τελευταία. Επομένως η ιστορία του Ντάρκο και της Φρανκ από μόνη της δεν θα αρκούσε, θα κούραζε, είτε η επανάληψη, είτε ο συναισθηματικός εκβιασμός. Ο συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει την έλλειψη πρωτοτυπίας της ιστορίας του, επιλέγει συνειδητά τη μικρή φόρμα αρνούμενος να αναλύσει υπέρ το δέον πρόσωπα και καταστάσεις, επιτείνοντας το αίσθημα ασφυξίας, με τον αφηγητή να στρέφει τον προβολέα εκ περιτροπής στα πρόσωπα του δράματος, για τα οποία επέλεξε ονόματα ξενικά, τρικ που λειτουργεί τόσο γλωσσικά, όσο και ως αίσθηση, φέροντας μια αμερικανίλα, κάτι από την ατμόσφαιρα των έργων του -τεράστιου- Μαίηλερ, θυμίζοντας πως όχι μόνο η συναισθηματική αστοχία, μα και οι κοινωνικές παθογένειες δεν περιορίζονται στα εθνικά μας σύνορα, μια αχρείαστη οικουμενικότητα στον πόνο.
Το πλέον καίριο ερώτημα: τι κάνω εγώ;
Μια ιστορία, όπως αυτή, έλκει, βρίσκοντας διάφορα πατήματα: την περιέργεια, τη ροπή προς τη θλίψη, την ελπίδα πως θα είσαι η εξαίρεση ενός κανόνα, την αίσθηση πως είσαι διαφορετικός και ξεχωριστός, τη χαιρεκακία, τον προσωπικό ελιτισμό, την εθελοτυφλία. Τελειώνοντας θες να βγεις έξω, εγώ τουλάχιστον ήθελα να βγω έξω, να σταθώ σε έναν πολυσύχναστο πεζόδρομο, σε ώρα αιχμής, να σταθώ με την πλάτη στον τοίχο και να παρατηρώ τα ζευγάρια που θα περνούν, να δω αγάπη και πόθο. Δεν το έκανα όμως.
Εκδόσεις Εξάρχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου