Αφορμή ο Μαξ Φρις. Καλοκαίρι του '10 κι εγώ ανακαλύπτω τον κόσμο του Ελβετού. Διαβάζω το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματά του, με μια μανία πρωτόγνωρη, εγώ, που πάντα λέω πως πρέπει να κάνεις διαλείμματα αναγνωστικά, μην τυχόν και μπουχτίσεις, να μπαίνεις και να βγαίνεις, στην περίπτωσή του αποδείχτηκαν μεγάλα λόγια. Κάπου ανάμεσα στις σελίδες, η αναφορά στην Αμέριμνη δυστυχία του Χάντκε, όχι απλή αναφορά, αποθέωση. Νήματα. Τον Χάντκε τον γνώριζα έως τότε ως σεναριογράφο εξαιτίας της συνεργασίας του με τον Βιμ Βέντερς και ως θεατρικό συγγραφέα. Με την επιστροφή στην πόλη, επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο και απογοήτευση, είναι από χρόνια εξαντλημένο, μου απάντησαν. Συμβιβάστηκα με το Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό, γοητεύτηκα, και η αναζήτηση έγινε εμμονή. Ακολούθησαν το Δοκίμιο για το τζουκ μποξ και η Αριστερόχειρη γυναίκα. Ένας ακόμα σπουδαίος γερμανόφωνος συγγραφέας.
Άνοιξη του '15. Βόλτα βραδινή στο κέντρο της πόλης, στάση για χάζεμα στη βιτρίνα του Ναυτίλου στην Τρικούπη. Παρά το κατεβασμένο ρολό διακρίνω την Αμέριμνη δυστυχία! Χαρά και ενθουσιασμός. Σχεδόν άμεσα ο φόβος: και αν πουληθεί μέχρι αύριο το μεσημέρι που θα ξαναπεράσω; Υπερβολικός στην αντίδραση, αλλά όταν ψάχνεις κάτι με ένταση, πιστεύεις πως όλος ο κόσμος αυτό ψάχνει, όχι; Την επόμενη, με άγχος και προσμονή, ανεβαίνω την πολύβουη μεσημεριανή Τρικούπη, το βλέπω και το αρπάζω μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο, ο ιδιοκτήτης με παίρνει στο κατόπι, ίσως φοβήθηκε πως θα το κλέψω, απόλυτα δικαιολογημένα, τέτοια μανία.
Από τότε πέρασαν μήνες. Το βιβλίο όμως, παρά την περίοπτη θέση του στο γραφείο, παρέμενε κλειστό. Λες και η επιθυμία εκπληρώθηκε με την απόκτηση. Θα έρθει ο καιρός του, καθησύχαζα τον εαυτό μου. Και ήρθε. Στο διάστημα που μεσολάβησε οι προσδοκίες οπισθοχώρησαν.
Στη στήλη ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ ο "Λαϊκός τύπος" της Καρινθίας έγραφε στο φύλλο του της Κυριακής: Την νύκτα προς το Σάββατον ηυτοκτόνησε λαβούσα ισχυράν δόσιν υπνωτικών οικοκυρά ετών 51 εξ Α. (κοινότης Γκ.).
Στο μεταξύ πέρασαν εφτά βδομάδες σχεδόν από τότε που πέθανε η μητέρα μου και θα ήθελα να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά, προτού, η ανάγκη, να γράψω γι' αυτήν που ήταν τόσο δυνατή στην κηδεία, μεταβληθεί στην ίδια εκείνα ηλίθια βουβαμάρα, με την οποία αντέδρασα στην είδηση της αυτοκτονίας.
Ο ήρωας-αφηγητής νιώθει την ανάγκη να γράψει για τη μητέρα του, που πέθανε εφτά βδομάδες νωρίτερα, πριν η ανάγκη μετατραπεί σε βουβαμάρα, όσο η πληγή είναι ανοιχτή, και κυρίως καθαρή, πριν μολυνθεί κατά την επούλωσή της. Προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να σταθεί σε μια απόσταση τέτοια, ώστε να εξασφαλίσει -κυρίως- για εκείνη μια νεκρολογία, που να φανερώνει και ταυτόχρονα να αποκρύπτει όσα ο ίδιος, αυθαίρετα προφανώς, κρίνει, αλλά συγχρόνως να προσδώσει και διαστάσεις πιο οικουμενικές, να εντάξει την Ιστορία στην ιστορία της, τη Γυναίκα στη μητέρα του.
Φυσικά είναι αόριστο αυτό που έχει διατυπωθεί για ένα ορισμένο πρόσωπο· ωστόσο μόνο γενικοποιήσεις, που σαφώς και κατηγορηματικώς ανεξάρτητες από τη μητέρα μου σαν πρώτο πρόσωπο, πιθανώς μοναδικό και ανεπανάληπτο, μέσα σε μια ιστορία πιθανώς μοναδική και ανεπανάληπτη, μπορούν να αφορούν κάποιον άλλον εκτός από μένα τον ίδιο -η απλή διήγηση μιας πορείας ζωής με ξαφνικό τέλος δεν θα ήταν παρά αναίδεια.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο προσωπικό και το γενικό, ο Χάντκε μπερδεύει τα πρόσωπα, ο αφηγητής του πότε γράφει σε πρώτο πρόσωπο, πότε σε τρίτο, πότε αναφέρεται στη μητέρα του με ένα ευθύβολο εσύ και πότε την κρύβει πίσω από ένα απρόσωπο εκείνη, αποτυπώνοντας μια κατάσταση σύγχυσης, αναμενόμενης εκ μέρους του αφηγητή, που γράφει υπό το καθεστώς πένθους, αδυνατώντας να διατηρήσει ακέραιο τον εγκεφαλικό έλεγχο της αφήγησης, παρασυρόμενος από την ανάγκη να συνομιλήσει μαζί της, να της πει όσα δεν πρόλαβε, ή δεν θέλησε, να της πει. Και επιτυγχάνει έτσι, ο συγγραφέας, αυτό το πάντρεμα, ανάμεσα στην εμπλοκή και την αποστασιοποίηση, το ατομικό και το γενικό, συστήνοντας στον αναγνώστη έναν ανθρώπινο πενθούντα, που δεν επιθυμεί να εκμεταλλευτεί τον χαμό της μητέρας του, ούτε για να δειχτεί, ούτε για να προκαλέσει τον οίκτο, και έτσι η αφήγησή του γίνεται δεκτή ως πραγματική ανάγκη καταγραφής, πένθιμης καταφυγής, δίνοντας το περιθώριο, στον αναγνώστη, τόσο να υποδεχτεί το ξένο πένθος, όσο και να εμπλακεί συναισθηματικά και ο ίδιος, ξεχνώντας πως πρόκειται για την ιστορία κάποιου τρίτου.
Και είναι εκεί, στην κλισέ θεματολογία, και πόσο πιο κλισέ είναι η απώλεια της μητέρας;, που αναδεικνύεται η ικανότητα του Χάντκε, στην επικίνδυνη αυτή ακροβασία, στη διαχείριση του θέματος, στην πειστικότητα πως είναι κάτι που όντως τον απασχολεί και πως δεν πρόκειται για μια ευκολία εκ μέρους του, πως δεν στοχεύει στον εύκολο συναισθηματικό εκβιασμό του αναγνώστη, πως δεν περιμένει απλώς να ακούσει: αχ τον καημένο τον αφηγητή, έχασε τη μητέρα του και έμεινε ορφανός και μόνος.
Μετάφραση Νίκη Αντενάιερ
Εκδόσεις Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου