"Αδύνατον να διαβάσω βιβλία πια" μου είπε η Αμάντα πριν από δυο μέρες. "Ποιος αδειάζει για βιβλία;" Ήταν απόγευμα και ήμασταν σ' εκείνο το καφενεδάκι στη βιομηχανική περιοχή της πόλης. Την προηγούμενη μέρα είχε φύγει ο Όλιβερ. "Ποιος συγκεντρώνεται πια;" είπε η Αμάντα ανακατεύοντας τον καφέ της. "Ποιος διαβάζει; Εσύ διαβάζεις;" (Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.) "Κάποιοι πρέπει να διαβάζουν, υποθέτω. Όλα αυτά τα βιβλία στις βιτρίνες, όλες αυτές οι λέσχες... Κάποιοι διαβάζουν" είπε "αλλά ποιοι; Εγώ δεν γνωρίζω κανέναν".
Θα μπορούσα να έχω διαλέξει κάποιο άλλο απόσπασμα, σχεδόν οποιοδήποτε θα ήταν αντιπροσωπευτικό. Είναι κάποιοι συγγραφείς, βλέπετε, που ακόμα και μια απλή γραμμή ενός βιβλίου τους, επιλεγμένη τυχαία, είναι χαρακτηριστική του έργου τους, και ο Κάρβερ είναι ένας απ' αυτούς. Διάλεξα το συγκεκριμένο απόσπασμα, με την αναφορά στην ανάγνωση, κυρίως για την απορία της Αμάντα: ποιος συγκεντρώνεται πια; Ποιος άραγε τα καταφέρνει να κλείσει τα παράθυρα και ν' αφήσει τον θόρυβο και τις φωνές απ' έξω; Ποιος μπορεί να συγκεντρωθεί όταν η ζωή του είναι οριακή; Η ανάγνωση ως εμπειρία υψηλής αυτοσυγκέντρωσης, η ανάγνωση ως αποκοπή από τον περιβάλλοντα κόσμο.
Τα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι τα τελευταία που έγραψε ο Κάρβερ. Το μοτίβο παραμένει σταθερό και γνώριμο, σχεδόν οικείο, οι προβληματικές και απελπισμένες ανθρώπινες σχέσεις, ο βρόμικος ρεαλισμός των συναισθημάτων. Το εσωτερικό ενός σπιτιού συνήθως για σκηνικό. Η καθηλωτική πρωτοπρόσωπη αφήγηση που όμως δεν στερεί από τα άλλα πρόσωπα το φως, είναι κάτι που, ανάμεσα σε τόσα άλλα, κάνει τα διηγήματα του Κάρβερ να ξεχωρίζουν· αυτή η έλλειψη εγωκεντρισμού παρά την καθαρά υποκειμενική αφηγηματική φωνή, η ανάγκη του αφηγητή να κατανοήσει τα κίνητρα των άλλων, η ακλόνητη πίστη στην ανθρώπινη αδυναμία. Ελάχιστες σελίδες, και όμως ο αναγνώστης πιστεύει πως ξέρει τα πάντα για εκείνους, και όταν κάποιον τον γνωρίζεις καλά, άσχετα αν τον συμπαθείς ή όχι, τότε δεν μπορείς παρά να συμμεριστείς τις αγωνίες του, να αισθανθείς τις φοβίες του, να ελπίσεις μαζί του, ν' αναγνωρίσεις δικά σου πράγματα στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ, εκεί όπου κάθεται χαζεύοντας τηλεόρασηο αφηγητής.
Η απλότητα στα εκφραστικά μέσα, η φαινομενική και μόνο απλότητα, η αβίαστη εξέλιξη της πλοκής, οι ομαλές χρονικές μεταβάσεις στο παρελθόν της αφήγησης, οι πλήρως ενσωματωμένοι διάλογοι, η αίσθηση πως τίποτα δεν περισσεύει, η άνεση με την οποία ανοίγουν και κλείνουν τα διηγήματα. Η αυλαία μαζεύεται και ύστερα απλώνεται, οι θεατές παραμένουν στη θέση τους μ' ένα σφίξιμο στο στομάχι, ξέρουν πως αντίκρισαν κάτι αληθινό και όχι ένα κατασκεύασμα με σκοπό τη συναισθηματική τους καθοδήγηση προς την ταύτιση και τη συγκίνηση, γι' αυτό και το σφίξιμο στο στομάχι. Τα διηγήματα του Κάρβερ περιέχουν αλήθεια, μια αλήθεια αλιευμένη από τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς απαραίτητα να ταυτίζεται η αλήθεια αυτή με το βίωμα του συγγραφέα, το βίωμα από μόνο του δεν αρκεί, δεν πρέπει σε αυτό να χρεωθεί τίποτα παραπάνω από αυτό που είναι, μια δύσκολη ζωή δεν αρκεί για να παράξει λογοτεχνία, χρειάζονται πολύ περισσότερα.
Το τελευταίο διήγημα της συλλογής (Το θέλημα) είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα διηγήματα του Κάρβερ. Είναι οι τελευταίες μέρες του Τσέχοφ, τα διηγήματα του οποίου επηρέασαν βαθιά τον Κάρβερ. Είναι οι τελευταίες μέρες του Τσέχοφ και είναι το τελευταίο διήγημα που δούλεψε ο Κάρβερ πριν πεθάνει, και καλό είναι να υπάρχει μέσα μας χώρος διαθέσιμος για συμβολισμούς, τους έχουμε ανάγκη. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν το διήγημα αυτό αποτελούσε την αρχή μιας διαφορετικής πορείας για τον Κάρβερ, αν ήταν δηλαδή κάποιο σημείο καμπής ή αν ήταν απλώς αυτό που ήταν, ένας φόρος τιμής στον δάσκαλο που ποτέ δεν γνώρισε· και τους δύο άλλωστε τους σκότωσε η αδυναμία των πνευμόνων τους να συνεχίσουν να αναπνέουν, όπως βέβαια και τον Κάφκα.
Θυμάμαι κάποιον κάποτε να μου λέει πως η καλύτερη άσκηση για έναν επίδοξο συγγραφέα δεν είναι άλλη παρά η καθημερινή ανάγνωση ενός διηγήματος του Κάρβερ, διαφορετικού κάθε μέρα, πρώτο πράγμα μετά το ξύπνημα, πριν από οτιδήποτε άλλο, ιδανικά στο κρεβάτι. Δεν ισχύει το ίδιο, έλεγε, και για τα ποιήματά του, εκείνα, συνέχιζε, πρέπει να διαβάζονται τη νύχτα αργά, με ελάχιστο φως στο τραπέζι της κουζίνας· δεν μου εξήγησε ποτέ γιατί ήταν τόσο σημαντικό, και τώρα πια είναι αργά για να τον ρωτήσω.
Μετάφραση Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
1983 - συνέντευξη Του στο περιοδικό The Paris Review.
ΑπάντησηΔιαγραφή(απόσπασμα)
-«Πως ελπίζετε να επηρεάσουν τους ανθρώπους οι ιστορίες σας; Νομίζετε ότι το γράψιμο σας θα αλλάξει κάποιον;»
- «Η καλή μυθοπλασία εν μέρει είναι η μεταφορά νέων από έναν κόσμο σε έναν άλλο. Αυτό είναι από μόνο του αρκετό, νομίζω. Όχι όμως να περιμένεις να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τη μυθοπλασία, να αλλάξει η πολιτική κλίση κάποιου ή το ίδιο το πολιτικό σύστημα ή να σωθούν οι φάλαινες ή τα δέντρα. Ούτε νομίζω ότι θα έπρεπε να έχει να κάνει με οτιδήποτε από αυτά. Δεν πρέπει να κάνει τίποτα. Πρέπει απλά να βρίσκεται εκεί για την άγρια ευχαρίστηση που παίρνουμε γράφοντας και τη διαφορετικού τύπου ευχαρίστηση που απορρέει από το να διαβάζεις κάτι που είναι ανθεκτικό και φτιαγμένο για να διαρκέσει, όπως επίσης είναι και όμορφο από μόνο του. Κάτι που να πετάει σπίθες – μία επίμονη και σταθερή λάμψη».
Raymond Carver
Μερσί
Βράδυ καλό