Η Τώνια Μαρκετάκη σπούδασε οπερατέρ στο Παρίσι, καθώς το τμήμα σκηνοθεσίας δεν δεχόταν την εποχή εκείνη γυναίκες, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και διώχτηκε από τη Χούντα των συνταγματαρχών, βρίσκοντας καταφύγιο στο Αλγέρι. Ο Ιωάννης ο βίαιος είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε μετά την επάνοδό της το 1973. Έψαχνα για καιρό την ταινία αυτή, αναβάλλοντας διαρκώς τη μέτριας ποιότητας εκδοχή της στο youtube. Στο εν εξελίξει αφιέρωμα της Ταινιοθήκης, Μνήμες δικτατορίας, ανάμεσα σ' άλλες σπουδαίες ταινίες της περιόδου, προβάλλεται και αυτή. Δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Αθήνα, μεσάνυχτα. Μια νεαρή γυναίκα πέφτει αιμόφυρτη από το μαχαίρι ενός άντρα, που χάνεται μέσα στη νύχτα. Οι αυτόπτες μάρτυρες καταθέτουν στην αστυνομία τη δική τους εκδοχή για το περιστατικό, καθένας από τη δική του οπτική γωνία. Περίτεχνα, η Μαρκετάκη καταγράφει με την κάμερα την εκδοχή του κάθε μάρτυρα, τη στιγμή που ακούγεται η κατάθεσή του στην αστυνομία. Αυτά τα βουβά πλάνα, επενδεδυμένα με το voice over της αφήγησης λειτουργούν άψογα ως εισαγωγή. Στην πορεία της ανάκρισης καλούνται να καταθέσουν και άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με τη δολοφονημένη γυναίκα, όπως ο αρραβωνιαστικός της, οι γονείς της, η πεθερά της. Την ίδια στιγμή το φονικό βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι φήμες φουντώνουν, άγνωστες πτυχές από το παρελθόν του θύματος έρχονται στο φως. Το ενδιαφέρον των εφημερίδων αποδεικνύεται υποκριτικό και κανιβαλιστικό, σε μια απόπειρα να διατηρήσουν με κάθε τίμημα το ενδιαφέρον των αναγνωστών δεν διστάζουν να σκυλέψουν τη νεκρή προσδίδοντας χαρακτήρα σαπουνόπερας στην ιστορία. Στο πρώτο αυτό μέρος της ταινίας, οι ομοιότητες με το διήγημα του Χάινριχ Μπελ, Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ, που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά, είναι ευδιάκριτες, με τον αιμοδιψή χαρακτήρα του κίτρινου τύπου και τη ροπή στη δολοφονία χαρακτήρων να βρίσκεται στο επίκεντρο. Στο πρώτο αυτό μέρος, η Μαρκετάκη διαπραγματεύεται κυρίως την ασφυκτική πραγματικότητα της γυναίκας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, τη σεξουαλική αυτοδιάθεση και την πλήρη υποταγή στον άντρα, την ώρα που η άποψη του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης συνοψίζεται ‒έως και σήμερα‒ σε ατάκες όπως «τα 'θελε ο κώλος της», «πήγαινε γυρεύοντας», «θα 'χε λερωμένη τη φωλιά της», «κάποιο λόγο θα 'χε ο δολοφόνος».
Σιγά‒σιγά και καθώς η δολοφονημένη περνά στη λήθη του ενδιαφέροντος, η Μαρκετάκη στρέφει την κάμερά της προς τον Γιάννη, που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στο κάδρο, να μελετά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εξέλιξη της έρευνας από τις σελίδες των εφημερίδων. Ο τρόπος με τον οποίο η Μαρκετάκη περνά από τη δολοφονημένη στον φερόμενο ως δολοφόνο είναι αριστοτεχνικός, υπόδειγμα αλλαγής εστίασης. Ο Γιάννης, ένας ψυχικά διαταραγμένος νεαρός, ορφανός από πατέρα, βρέθηκε υπό την προστασία της θείας του όταν η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική, και τώρα ζει στο ίδιο σπίτι με τη γιαγιά, τη θεία και την ξαδέρφη του, παλεύοντας με τους δικούς του δαίμονες, αντιμέτωπος με τις φοβίες και τα τραύματα μιας δύσκολης παιδικής ηλικίας. Στην ξαδέρφη του θα υπερηφανευτεί πως είναι ο δολοφόνος και όσο εκείνη αρνείται να τον πιστέψει, τόσο εκείνος ηδονίζεται βλέποντας τον τρόμο να μεγαλώνει στα μάτια της. Ακολουθεί η σύλληψη και η ανάκριση από τις αρχές που θα τον οδηγήσουν μέχρι την αίθουσα του δικαστηρίου.
Με συνεχή, και συχνά δυσδιάκριτη, χρήση του φλας μπακ, η Μαρκετάκη ολοένα και συμπληρώνει τα κομμάτια του παζλ, διασπώντας συνεχώς την αφηγηματική γραμμικότητα, αφήνει σκοπίμως αναπάντητα διάφορα ερωτήματα, καθώς πλησιάζει στον κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα της ταινίας, που αποτελεί μια πολυεπίπεδη και σύνθετη διαπραγμάτευση σχετικά με τον νόμο, τη σύγκρουση ατόμου και κοινωνίας, τη θέση της γυναίκας, την αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής, τον ρόλο της κάθε μορφής εξουσίας και του τύπου. Μια λεπτομερής κοινωνική ακτινογραφία με καλυμμένες αναφορές στο πρόσφατο και σύγχρονο ιστορικό και πολιτικό σκηνικό, δείχνοντας και μη κατονομάζοντας, σε μια άψογη χρήση του ιστορικού πλαισίου ως καταλύτη της τραγικότητας των χαρακτήρων, που πέρασε απαρατήρητο κάτω από τη μύτη της λογοκρισίας. Η εξιχνίαση της δολοφονίας αποτελεί απλώς την αφορμή, τον μοχλό που θέτει σε κίνηση τη δράση.
Αυτό που πετυχαίνει η Μαρκετάκη είναι τρομακτικά υπέροχο, δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποδοθεί επαρκώς με λέξεις. Με ζηλευτή σκηνοθετική δεξιοτεχνία, συνεπικουρούμενη από ένα άψογα επεξεργασμένο σενάριο και χαρακτήρες δουλεμένους, στο σύνολό τους, ως την τελευταία λεπτομέρεια, πετυχαίνει να τιθασεύσει το όραμά της και να ενορχηστρώσει το υλικό της προσφέροντας μια ανεπανάληπτη κινηματογραφική εμπειρία. Παρά την τρίωρη διάρκειά της, η ταινία διαθέτει θαυμαστή συνοχή, χωρίς να κουράζει ή να πάσχει από ανισότητες. Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο να υστερεί η ταινία αυτή, με τις έντονες γαλλικές επιρροές, εναρμονισμένες όμως απόλυτα με την ελληνική πραγματικότητα της εποχής, και τον Μανώλη Λογιάδη στον ρόλο του Γιάννη να είναι εξαιρετικός και να μοιάζει, τόσο ερμηνευτικά όσο και φυσιογνωμικά, βγαλμένος από ταινία της νουβέλ βαγκ.
Η ιδιοφυής σύλληψη και η ιδιοφυέστερη εκτέλεση καθηλώνουν ακόμα και τον πλέον υποψιασμένο και μπαρουτοκαπνισμένο θεατή, ακόμα και εκείνον τον προκατειλημμένο με το ελληνικό σινεμά. Ο Ιωάννης ο βίαιος δικαίως θεωρείται μία από τις κορυφές του ελληνικού κινηματογράφου.
info: Το φεστιβάλ της Ταινιοθήκης, Μνήμες δικτατορίας, διαρκεί μέχρι το βράδυ της Τρίτης, είναι δωρεάν και το βρίσκετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου