Οι βιβλιοθήκες των φίλων κρύβουν θησαυρούς, κι εγώ δεν χάνω ευκαιρία σε κάθε επίσκεψη να τις σκαλίζω, ξανά και ξανά. Έτσι ανακάλυψα το βιβλίο αυτό του Κασάρες, εξαντλημένο εδώ και χρόνια από τον εκδότη. Όποιο αναγνωστικό πλάνο και αν είχα χαράξει ανατράπηκε στη θέα του μυθιστορήματος αυτού, σαν να φοβόμουν πόσο όσο ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου άλλο τόσο ξαφνικά θα μπορούσε και να εξαφανιστεί. Τα εξαντλημένα βιβλία παραμερίζουν τον ορθολογισμό και θολώνουν το μυαλό, είναι γνωστό αυτό. Η εφεύρεση του Μορέλ και το Σχέδιο διαφυγής είναι δύο έργα αναφοράς της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, όχι άδικα και όχι εξαιτίας της σχέσης του Κασάρες με τον σπουδαίο Μπόρχες. Το ημερολόγιο του πολέμου των χοίρων είναι ένα μυθιστόρημα αρκετά διαφορετικό από τα προαναφερθέντα, η ανάγνωση του οποίου τη δεδομένη χρονική στιγμή, υπό το βάρος της πανδημίας, φανέρωσε τη διαχρονική σημασία της φαινομενικά απλής, και κάπως ανατριχιαστικά αστείας, κεντρικής ιδέας.
Το ημερολόγιο του πολέμου των χοίρων λαμβάνει χώρα στο Μπουένος Άιρες κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδος και πραγματεύεται τον πόλεμο που έχουν κηρύξει οι νέοι απέναντι στους ηλικιωμένους. Οπλισμένες ομάδες νεαρών επιτίθενται σε ηλικιωμένους συνταξιούχους, σκοτώνουν ή απαγάγουν τα αδύναμα να προστατευτούν θύματά τους, ενώ στην καλύτερη περίπτωση τους συμπεριφέρονται με τρόπο υποτιμητικό, ζητώντας τους να μην προκαλούν και καθιστώντας τους ξεκάθαρο πως δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Ισίδωρος Βιδάλ, γνωστός στη γειτονιά ως Δον Ισίδρο, αρχίζει να παρατηρεί πως κάτι δεν πάει καλά. Ζει με τον γιο του σε ένα δωμάτιο ενός μεγάλου κτιρίου. Ο ίδιος δεν νιώθει αρκετά ηλικιωμένος, η εμφάνισή του τον βοηθά σ' αυτό αυτή την κρίσιμη βδομάδα. Η διαβίωσή του εξαρτάται από την καταβολή της σύνταξής του από το κράτος, κάτι που όμως γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση και ως τότε πασχίζει να αποφεύγει τον διαχειριστή και υπεύθυνο για την καταβολή του ενοικίου. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε με ένα μωρό στην αγκαλιά και το τραύμα αυτό, παρά τα χρόνια, δεν έχει κλείσει ακόμα. Κοιτάζει με λαχτάρα τις νέες κοπέλες, δοκιμάζει ακόμα ακόμα και να φλερτάρει μαζί τους, όχι πως καταφέρνει κάτι. Η ζωή του διαθέτει στοιχεία ρουτίνας, η επίσκεψη στον φούρνο, το μάτε, οι συναντήσεις με τους φίλους για κουβέντα ή χαρτί.
Τα πραγματολογικά στοιχεία της πλοκής επιτρέπουν στον αναγνώστη να προσδιορίσει τη χρονιά κατά την οποία διαδραματίζεται η πλοκή. Βρισκόμαστε στο 1969 και η Αργεντινή βιώνει μια ακόμα δικτατορία, υπό τον στρατηγό Χουάν Κάρλος Οργκανία. Τα κίνητρα των νεαρών δεν είναι ξεκάθαρα, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία πίσω από τον πόλεμο αυτό. Η ανάγνωση του μυθιστορήματος υπό ένα πρίσμα αμιγώς πολιτικό έχει μάλλον στενά όρια, σίγουρα μπορεί κανείς να εντοπίσει τις κοινωνικές συνέπειες ενός απολυταρχικού καθεστώτος, όπως για παράδειγμα την επιβολή δια της βίας ή το πλεονέκτημα του ισχυρού έναντι του ανίσχυρου, αλλά ο Κασάρες, τοποθετώντας τους νέους απέναντι στους γέρους, μοιάζει να θέλει να θίξει κάτι διαφορετικό. Υπάρχουν διάφορες σκόρπιες φράσεις στο μυθιστόρημα που συνηγορούν ως προς αυτό: Σ' αυτόν τον πόλεμο οι νέοι σκοτώνουν από μίσος τον γέρο που πρόκειται να γίνουν, ο θάνατος σήμερα δεν έρχεται στα πενήντα αλλά στα ογδόντα και αύριο θα έρχεται στα εκατό ή τελείωσε η δικτατορία του προλεταριάτου για να δώσει τη θέση της στη δικτατορία των γέρων. Το μίσος -η καταφρόνηση ή η αηδία αν προτιμάτε- του νέου απέναντι στον γέρο, στο πρόσωπο του οποίου διακρίνει τον εαυτό του μερικά χρόνια αργότερα και που τον θεωρεί υπαίτιο για όλα τα δεινά του παρόντος.
Από την αρχή της πανδημίας, ανάμεσα σε άλλες, ακούγονται φωνές που ζητούν από το κράτος να κλειδώσει μέσα τους γέρους για να τους σώσει, έτσι ώστε οι νέοι, παραγωγικοί και άτρωτοι να συνεχίσουν τη ζωή τους σαν να μη συμβαίνει τίποτε ή και εκείνες οι φωνές που απέναντι στον καθημερινό κατάλογο των νεκρών σπεύδουν να υπερτονίσουν την ηλικία των θανόντων· γέροι ήταν, λένε. Και αν αυτές οι φωνές ακούστηκαν πιο δυνατά τώρα τελευταία, τούτο δεν σημαίνει πως παλαιότερα έλειπαν. Από το βάρος των συντάξεων στον κρατικό προϋπολογισμό μέχρι την ψήφο τους και την καμμένη γη που παρέδωσαν, το χάσμα των γενεών αποκτά έναν χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικό. Όμως ο κάθε νέος είναι καταδικασμένος ζώντας να γεράσει. Ο Κασάρες ήταν πενήντα πέντε ετών όταν έγραψε το μυθιστόρημα αυτό και αυτό οφείλει κανείς να το λάβει υπόψη του. Το πέρασμα σε μια κατάσταση εφεδρείας διακρίνεται πίσω από την κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος, όταν ο έλεγχος της ζωής και της επιβίωσης γλιστρά από τα χέρια του ατόμου και υπόκειται στην κοινωνική μέριμνα, όταν οι επιθυμίες παραμερίζονται και η καθημερινότητα δεν κρύβει παρά μόνο δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο τρόμος, γνώριμος στα έργα του Κασάρες, υποθάλπεται εδώ κάτω από τον μανδύα ενός ιδιότυπου χιούμορ, που μοιάζει να είναι ένας τρόπος να ξορκιστεί το κακό, καθώς μια διάθεση φάρσας διατρέχει τις σελίδες του μυθιστορήματος, ο τρόμος όμως επωάζεται και είναι διαρκώς παρών μην επιτρέποντας στον αναγνώστη, εκτός ίσως αν είναι νέος και νιώθει άτρωτος, να παραμείνει στην κωμική πλευρά της ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται ο Κασάρες την ιδέα του είναι ύπουλος.
Θυμήθηκα ένα ακόμα αργεντίνικο μυθιστόρημα που διάβασα λίγα χρόνια πριν, το Οι νύχτες στο Φλόρες του Σέσαρ Άιρα, εκεί όπου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, για να ενισχύσει το εισόδημά του, αναλαμβάνει να παραδίδει τις παραγγελίες μια συνοικιακής πιτσαρίας. Η διάθεση για φάρσα υπάρχει και εδώ, μια φάρσα πικρή, που αποτυπώνει κάπως λοξά η αλήθεια είναι την κατάσταση στην Αργεντινή της οικονομικής κρίσης.
Την ανάρτηση του παρόντος κειμένου θα ακολουθήσει η επιστροφή του βιβλίου εκεί που ανήκει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου