Πρόσφατα, πριν διαβάσω την τριλογία, Βερνόν Σουμπουτέξ, άλλο από το αναγνωστικό ένστικτο δεν είχα στο σακούλι των –έτσι και αλλιώς, σχεδόν πάντοτε αυθαίρετων– προσδοκιών για το λογοτεχνικό έργο της Βιρτζινί Ντεπάντ. Πέρασα πολύ καλά κατά την ανάγνωση και το όνομα της συγγραφέως προστέθηκε στη μακρά λίστα των δημιουργών εκείνων που προτίθεμαι να παρακολουθήσω μέσα στα χρόνια. Πριν ακόμα κοπάσει η επίδραση της τριλογίας μέσα μου, κυκλοφόρησε το Αγαπητέ μαλάκα, σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα, πάντοτε από τις εκδόσεις Στερέωμα. Ο χρόνος άρχισε να μετράει αντίστροφα. Ο ορίζοντας των αναγνωστικών μου προσδοκιών, έχοντας επιμελώς φροντίσει να μη διαβάσω το οτιδήποτε σχετικά, ούτε καν το οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος, είχε διαμορφωθεί εν πολλοίς από το προηγούμενο αναγνωστικό στίγμα, αλλά και, ας μη γελιόμαστε, από τον ίδιο τον τίτλο, που διαθέτει μια ευρεία δεξαμενή πιθανής απεύθυνσης.
Γραμμένο σε επιστολική μορφή, μια διαδοχή ψηφιακών γραμμάτων ανάμεσα σε μια άλλοτε ποθητή και λαμπερή ηθοποιό και έναν νεαρότερο συγγραφέα που βρέθηκε στο στόχαστρο εξαιτίας της καταγγελίας μιας πρώην συνεργάτριάς του για σεξουαλική παρενόχληση. Όταν εκείνος είδε την ηθοποιό σε ένα καφέ, όχι μόνο τη φωτογράφισε, αλλά φρόντισε να κοινοποιήσει τη φωτογραφία αυτή στο ίνσταγκραμ συνοδευόμενη από ένα αρκετά πικρόχολο σχόλιο. Εκείνη δεν άφησε το γάντι στο πάτωμα, το σήκωσε και απάντησε: «Αγαπητέ μαλάκα, διάβασα τι έγραψες στον Insta σου. Είσαι σαν περιστέρι που με κουτσούλησε στον ώμο όπως περνούσα: βρομερό και πολύ δυσάρεστο. Νια νια νια, είμαι ένας φωνακλάς που τον έχουν όλοι γραμμένο και τζιρίζω σαν τσιουάουα μπας και με προσέξουν. Δόξα και τιμή στα σόσιαλ: το κέρδισες το δεκαπεντάλεπτο της φήμης σου. Απόδειξη; Κάθομαι τώρα και σου γράφω».
Καιρό είχα να διαβάσω ένα επιστολικό μυθιστόρημα, κάποτε ήταν μια συνήθης λογοτεχνική τεχνική, πια μοιάζει αφημένη στο παρελθόν της, ίσως γιατί τώρα πια δεν διαθέτει ένα κύριο χαρακτηριστικό της, όπως είναι η αναμονή της απάντησης, του χρόνου που μεσολαβούσε από απάντηση σε απάντηση, αφού, σήμερα, η ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, έστω και μακροσκελών, έχει μετατραπεί σε μια στιγμιαία υπόθεση, το πάτημα ενός κουμπιού αρκεί. Η αμεσότητα αυτή προσθέτει, ωστόσο, μια άλλη παράμετρο, εκείνη της εν θερμώ αντίδρασης, συχνά υπό το βάρος των καιρικών φαινομένων που επικρατούν κατά τη δεδομένη εκείνη στιγμή. Θέλω να πω πως αν η Ρεμπεκά Λατέ έπρεπε να γράψει σε χαρτί την απάντηση και ύστερα να βρει τον χρόνο να την ταχυδρομήσει, ίσως και να το μετάνιωνε, για χίλιους λόγους διαφορετικούς μεταξύ τους, και να τσαλάκωνε σε μια μπάλα χάρτινη την επιστολή και να δοκίμαζε τις ικανότητές της στην καλαθοσφαίριση. Όμως, εκείνη απάντησε και εκείνος απάντησε και το μυθιστόρημα αυτό γεννήθηκε.
Το Αγαπητέ μαλάκα εκδόθηκε το 2022, ο αφηγηματικός χρόνος της ιστορίας είναι σχεδόν ταυτόχρονος, η περίοδος της πανδημίας, το Παρίσι που ξάφνου βουβάθηκε και ο χρόνος πήρε άλλες διαστάσεις, το κίνημα metoo πρωταγωνιστεί στη δημόσια σφαίρα, ενώ η επέλαση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και ένταση. Σε αυτά θα ήθελα να προσθέσω και κάτι που συμπεριέλαβα ως σχόλιο στο κείμενό μου για το Βερνόν Σουμπουτέξ και είχε να κάνει με το γεγονός πως στα μάτια μου η πρόζα της Ντεπάντ διαθέτει μια προκλητικότητα που μου θύμισε τον, έντονης πολεμικής, Μισέλ Ουελμπέκ. Κάποια κομμάτια της τριλογίας θα είχαν βρεθεί στο στόχαστρο αν είχαμε να κάνουμε με λευκό, δυτικό και άντρα συγγραφέα, πόσο μάλλον αν ήταν συστατικό κάποιου βιβλίου τού ίσως πιο αμφιλεγόμενου συγγραφέα της εποχής μας.
Η πρόκληση υπάρχει σε υψηλή συγκέντρωση και εδώ. Είναι ο τρόπος της Ντεπάντ να δηλώσει το προφανές, οι ιδέες και η θεωρία δεν είναι μονοσήμαντες, όχι τουλάχιστον αυτές που ευελπιστούν να αποτυπώσουν τον κόσμο γύρω τους, να προβληματίσουν και ίσως να ωθήσουν στην αλλαγή. Το προσκλητήριο απαντάται από ετερογενή μέλη που για τους δικούς τους λόγους νιώθουν πως ανήκουν εκεί, όμως, αργά ή γρήγορα, θα αντιληφθούν, δυστυχώς, πως τα κοινά γνωρίσματα είναι ελάχιστα σε σχέση με τις κόκκινες γραμμές. Ο φεμινισμός είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού. Εξ ου και οι αμέτρητες εκφάνσεις του, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ ομάδων και μεμονωμένων προσώπων που από μακριά, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και προσοχή, μοιάζουν να ταυτίζονται, με πρώτο και κύριο το γεγονός πως το να είσαι γυναίκα δεν σε τοποθετεί αυτόματα εντός του φεμινιστικού αγώνα. Η Ντεπάντ αποτυπώνει αυτές τις ιδιαιτερότητες χωρίς διάθεση για στρογγύλεμα και ανέξοδες γενικεύσεις, η πρόκληση δεν είναι για την πρόκληση, αλλά για την αποτύπωση της συγχρονίας και της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης και κοινωνίας. Δεν γυρεύει το άσπρο μαύρο της αποδοχής ή της απόρριψης, αλλά επιθυμεί να διασκορπιστεί στις μεταξύ τους αποχρώσεις.
Η υποκειμενικότητα δεν περιορίζεται άλλωστε στην άρθρωση της θεωρίας αλλά επεκτείνεται και στην πρόσληψή της και αυτό δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από ένα μυθιστόρημα που στοχεύει στην κοινωνική αποτύπωση του σημερινού κόσμου. Η Ντεπάντ μοιάζει να λέει πως στη θεωρία και στην ασφάλεια της απόστασης όλα μοιάζουν απλά, αντίχειρας πάνω ή αντίχειρας κάτω, ωστόσο, η πρακτική της ζωής περιπλέκει τα πράγματα, μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ίδιο μας τον εαυτό και τις μονομπλόκ ιδέες που τον απαρτίζουν, καλούμαστε να επαναλάβουμε, όσο και αν το μισούμε κάτι τέτοιο, πολλά ναι μεν αλλά, και το συμπαγές θεωρητικό μας υπόβαθρο γεμίζει ραγισματιές, καθώς όλα εν τέλει αποδεικνύονται σχετικά και υπό διαρκή αίρεση και πιθανή αναθεώρηση. Παρότι φαινομενικά κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την πρόζα της Ντεπάντ, υπάρχει μια ανθρωπιστική δήλωση σε αυτή την πρόκληση, η παρατήρηση πως ο κόσμος είναι αρκούντως περίπλοκος για μια διέλευση χωρίς πληγές και τραύματα στον προσωπικό μας καμβά, χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, ιδιαίτερα στη σκιά της άμεσης αντίδρασης που ο ψηφιακός κόσμος επιβάλλει, χωρίς να δίνει τον χρόνο να πλησιάσουμε και να παρατηρήσουμε με προσοχή, έτσι όπως το καρουζέλ διαρκώς περιστρέφεται με νέες εικόνες που απαιτούν την αποδοχή ή την απόρριψη με το πάτημα ενός μόνο κουμπιού επιδοκιμασίας ή μη, σε μια στρεβλή ρωμαϊκή αρένα.
Πέρα από τη δεδομένα ικανή πρόζα, το Αγαπητέ μαλάκα χαρακτηρίζεται και από μια ζηλευτή αποφυγή κοιλιάς ή κόπωσης, η Ντεπάντ πετυχαίνει με ευκολία να υπηρετήσει τον επιστολικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, χωρίς να πληγωθεί από τους αναπόφευκτους ειδολογικούς περιορισμούς, προσφέροντας αναγνωστική απόλαυση παράλληλη των σκέψεων και της συναισθηματικής κυρίως αντίδρασης επί του περιεχομένου. Τα πρόσωπα της ιστορίας κάθε άλλο παρά ηρωικά χαρακτηριστικά διαθέτουν, η επιστολική μορφή, που επιτρέπει και φροντίζει την εξομολόγηση, την αφαίρεση ενός τουλάχιστον αριθμού από μάσκες, εξυπηρετεί αυτό το γύμνωμα που η Ντεπάντ στοχεύει για τους χαρακτήρες της, που καταφέρνουν να υπερβούν τη στερεοτυπία της περιγραφής τους, όχι για να φανούν αληθοφανείς, αλλά για να ενσωματώσουν την πολυπλοκότητα της εποχής σε αντιδιαστολή με την ταχύτητα στην εκφορά απόλυτης και τελεσίδικης γνώμης επί παντός επιστητού: σχολιάζω στα σόσιαλ και γι' αυτό υπάρχω.
Καμία διάθεση για διδακτισμό και ηθικοπλασία, άπαντες, πρόσωπα και αναγνώστες, μένουν αβοήθητοι, δυσκολεύονται να βρουν να δέσουν με ασφάλεια σε ένα γνώριμο λιμάνι, απομένουν να μετεωρίζονται διαρκώς αμφίθυμοι, ακόμα και απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Ούτε όμως κάποιου είδους πλύση σε υψηλή θερμοκρασία, η Ντεπάντ νιώθει άνετα στον ρόλο της συγγραφέως και δεν επιθυμεί την δικαστική, κοινωνιολογική ή ηθική φιλοσοφία ως αναχωρητικό αποκούμπι επί του οποίου θα σταθεί και θα αγορεύσει στο συγκεντρωμένο πλήθος. Αν νιώθετε σίγουροι για τις ιδέες και τη θεωρία σας, ίσως να μην είναι για εσάς αυτό το μυθιστόρημα, ή ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, να είναι κυρίως για εσάς τους εγώ ξέρω.
υγ. Για το Βερνόν Σουμπουτέξ έγραφα αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου