Ανέμενα αυτό το βιβλίο με προσδοκίες και επιφυλάξεις. Υπήρξε για καιρό ένα κοινό και ευρέως διαδεδομένο στη βιβλιοφιλική κοινότητα μυστικό, η Νικήτρια σκόνη, ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε στα αγγλικά ως διδακτορική διατριβή στη Δημιουργική Γραφή και αναζητούσε τον δρόμο της έκδοσης, από έναν συγγραφέα συνώνυμο του τρομερού (ανα-)γνώστη της λογοτεχνίας και της θεωρίας της, που μεταξύ άλλων έχει αναλάβει και τη μετάφραση του magnus opus του τεράστιου Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Infinite jest. Ο λόγος φυσικά για τον Κώστα Καλτσά.
Και αν οι προσδοκίες με συνέπεια απορρέουν από τα στοιχεία ταυτότητας του συγγραφέα, οι επιφυλάξεις είχαν να κάνουν με δύο σκέλη. Πρώτο εκείνο της ακαδημαϊκής κατασκευής, αν δηλαδή μπορεί να σταθεί λογοτεχνικά ένα μυθιστόρημα που υποβλήθηκε ως πρόταση για την εκπόνηση μιας διατριβής, αν η αναπόφευκτη εγκεφαλικότητα θα σημάδευε την αναγνωστική εμπειρία. Δεύτερο, εκείνο του περιεχομένου. Ακόμα ένα βιβλίο για τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, τι θα μπορούσε άραγε να προσθέσει στην ήδη πλούσια λογοτεχνική βιβλιογραφία, αλλά και η πρόσφατη ιστορία, το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η ελάχιστη περίοδος που μεσολάβησε έκτοτε, πόσο καλά χωνεμένη θα αποδεικνυόταν.
Ο Καλτσάς πετυχαίνει να αντιστρέψει τον προβληματισμό σε αναγνωστικό θαυμασμό, υπενθυμίζοντας έμμεσα πως ακόμα και το πιο κοινότοπο θέμα μιας εθνικής λογοτεχνίας στα χέρια ενός ικανού γραφιά δύναται να μετατραπεί σε απόλαυση. Ο τίτλος, δάνειο από το ανυπέρβλητο Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ του Φόκνερ, εκτός από εμπνευσμένος αποδεικνύεται άκρως ταιριαστός έτσι όπως αποτυπώνει το πνεύμα που διαπνέει το σύνολο των σελίδων αυτού του ολοκληρωμένου μυθιστορήματος. Ο Καλτσάς χρησιμοποιεί ένα σύνηθες αφηγηματικό εργαλείο, επικεντρώνεται στην ατομική ιστορία μιας οικογένειας για να συνθέσει παράλληλα και ταυτόχρονα τη μεγάλη εικόνα. Το τραύμα, οι ήττες και η σιωπή κυριαρχούν, πώς αλλιώς, όταν μιλάμε για τη νεότερη ελληνική ιστορία, ενώ ταυτόχρονα δοκιμάζονται από την άρνηση των επόμενων γενιών να εμπλακούν προσωπικά, να θεωρήσουν την ιστορία των προγόνων τους δική τους ιστορία, αναζητώντας εαυτούς σε αυτή.
Χωρισμένο ευφυώς σε τρία κεφάλαια –τα Δεκεμβριανά, το καλοκαίρι του 1995 και την παραμονή του δημοψηφίσματος– το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο εβδομήντα χρόνων. Είναι η απόπειρα του Μιχάλη Ξενίδη να συνθέσει και να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα του, απόπειρα που κληροδοτείται, ως προθανάτια επιθυμία, στον γιο του, Αντρέα. Ένα τεράστιο και υπό διαμόρφωση αρχείο έρευνας ενός ερασιτέχνη που, με έντονη την αγωνία, επιχειρεί να μπει στα παπούτσια του ιστορικού, μεταβιβάζεται στον επαγγελματία ερευνητή γιο, που εδώ και χρόνια ζει στο εξωτερικό. Και στις δύο απόπειρες, οι επίδοξοι συγγραφείς επιδιώκουν την άπιαστη αντικειμενικότητα, την όσο το δυνατόν πληρέστερη τεκμηρίωση, που ελπίζουν να δώσει φωνή και περιεχόμενο σε όσα διαδραματίστηκαν, προσδοκώντας, έστω και ασυνείδητα, να λάβουν απαντήσεις για το ποιοι είναι οι ίδιοι, από τι υλικό και συνθήκες είναι φτιαγμένοι.
Ο Καλτσάς έχει την απαραίτητη οξυδέρκεια να υπηρετήσει αφηγηματικά την ιστορία του, αποφεύγοντας να καταφύγει με βουλιμία στην υπερεπαρκή θεωρητική σκευή και διαφεύγει πλήρως του ορατού ενδεχομένου να αποπειραθεί να εντυπωσιάσει τεχνικά με τρόπο αταίριαστο και εις βάρος του ίδιου του μυθιστορήματος. Αυτό δεν σημαίνει πως ακολουθεί το πλέον συμβατό αφηγηματικό μονοπάτι, θέτοντας εξ αρχής τον πήχη ιδιαιτέρως ψηλά, με έντονα παρούσα τη συγγραφική φιλοδοξία, πήχη που καταφέρνει με άνεση να υπερκεράσει προς ενθουσιώδη ικανοποίηση του αναγνώστη. Η αφηγηματική σύνθεση του μυθιστορήματος προσιδιάζει, αν και κάπως λοξά, στην κατασκευή μιας ακαδημαϊκής εργασίας, όχι μόνο επειδή στηρίζεται κατά ένα μεγάλο της μέρος στην έρευνα και τις πηγές, αλλά και ως προς την ίδια της τη φύση, τον εκρηκτικό συνδυασμό προσωπικής και επιστημονικής εμμονής. Ωστόσο, εκείνο που την καθιστά λογοτεχνία είναι το συναίσθημα αγωνίας και υποχρέωσης που διαπνέει τους δυο τους, καθώς επιχειρούν να αφηγηθούν μια προσωπική ιστορία αφαιρώντας τον αναπόφευκτο υποκειμενισμό, εκκινώντας από μια μεταχρονολογημένη αφετηρία, αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί για όλους τους λόγους του κόσμου τους.
Στη Νικήτρια σκόνη υπάρχουν κάποιες –αρκετές– σελίδες πολύ υψηλής λογοτεχνικής στάθμης, με αποκορύφωμα όσες αφιερώνονται στην Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου του 1944, και το αιματοκύλισμα της συγκέντρωσης στην πλατεία Συντάγματος. Αυτό δεν είναι ένα ακόμα μυθιστόρημα για την περίοδο εκείνη, ο Καλτσάς, με την αγαστή συνεργασία του Γιώργου Μαραγκού στη μετάφραση, υπογράφει ένα εκκωφαντικής αρτιότητας και απόλαυσης λογοτεχνικό έργο.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου