Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Ματαδόρ - Βαγγέλης Μαρινάκης

Ματαδόρ ή στα ελληνικά ταυρομάχος, αυτός που σκοτώνει τον ταύρο στην αρένα, μια μάχη εξαρχής άνιση, με ανθρώπινο πλεονέκτημα και μάχαιρα βοήθειας, όπως πάντα, τους τελευταίους αιώνες, συμβαίνει στη σύγκρουση ανθρώπου και φύσης. Κι όμως, κάποιες φορές ο ταυρομάχος σκοτώνεται. Το σίγουρο είναι πως ο ταύρος δεν μπορεί να βγει νικητής από την αρένα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με ή χωρίς τα αυτιά του θα θανατωθεί υπό τις ιαχές του αιμοδιψούς πλήθους που συρρέει στην αρένα.

Η νουβέλα του πρωτοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Μαρινάκη φέρει τον τίτλο Ματαδόρ, επιλογή που δικαιολογείται από δύο πλευρές, ως περιεχόμενο και ως αναλογία με την ερωτική απογοήτευση που βιώνει ο Νίκος Μαρκάτος, «Σχεδόν 40. Μορφωμένος βλάχος. Πουτάνα των λέξεων. Καψούρης», πρωτοπρόσωπος αφηγητής και μοναχικός πρωταγωνιστής μιας σχέσης που ανήκει πια στο παρελθόν. Η στακάτη εξιστόρηση του παρόντος με διαρκείς αναλήψεις από το παρελθόν, αποτελούμενη από σύντομα κεφάλαια, διακόπτεται πού και πού για να παρεμβληθεί η αναφορά στις ταυρομαχίες. Η αναλογία λειτουργεί υπακούοντας στην πρόζα, ο συγγραφέας τη φέρνει στα μέτρα του, την καθιστά λειτουργική και την απαλλάσσει από την ανεπάρκεια ενός απλού ευρήματος εντυπωσιασμού.

Είναι Αύγουστος. Κάποτε ο Αύγουστος ήταν ένας ωραίος μήνας για να είναι κανείς στην Αθήνα, μακριά από τον τουριστικό πανζουρλισμό, τώρα πια όχι, συμβαίνουν: υψηλές θερμοκρασίες, πυρκαγιές, ακραία τουριστικοποίηση της πρωτεύουσας· αν προσθέσει κανείς τη μοναξιά, τη διαδικασία επούλωσης ενός χωρισμού, την κατάληψη του παρόντος από τα ξέφτια του χτες, τα ταξίδια, τα φιλιά, τα λόγια των κάποτε εραστών, τότε η εξίσωση γίνεται περίπλοκη και μάλλον ανθρωπίνως άλυτη.

Ο Νίκος Μαρκάτος δουλεύει ως δημοσιογράφος, κατ' ευφημισμό, περνάει ώρες στο διαδίκτυο να αναζητά και να ανασκευάζει ειδήσεις, τις οικειοποιείται και τις αποθέτει στο ψηφιακό μέσο για το οποίο εργάζεται. Είναι ένας επαγγελματίας σκουπιδοφάγος, που οφείλει να ανοίξει τον σύνδεσμο, να διαβάσει το κενό περιεχομένου περιεχόμενο, να το κρίνει και να δει αν τον εξυπηρετεί. Θέλω να πω, πως όλοι ισχυριζόμαστε πως ζούμε εντός του ζόφου αλλά κάποιοι περνούν τις εργασιακές τους ώρες στο κέντρο της χωματερής αναμένοντας ανυπόμονα την εναπόθεση νέων σκουπιδιών, ειδήσεων αν προτιμάτε. Αυτή η επαγγελματική ενασχόληση τον επιβαρύνει αναπόφευκτα, άλλο να διαβάζεις στα πεταχτά πως πλέον υπάρχουν σομελιέ κόκα κόλας και να γελάς, άλλο να πρέπει να διαβάσεις την –πόσα εισαγωγικά να βάλω– είδηση, να την ανασκευάσεις, να την ανακυκλώσεις και να την ανεβάσεις, συμβάλλοντας καθοριστικά στο να διατηρηθεί στην επιφάνεια και να εισχωρήσει βίαια στη συλλογική συνείδηση. Ναι, υπάρχουν σομελιέ κόκα κόλας.

Η Μ. με όλα της τα στραβά και τα ανάποδα της, με όλες τις παραξενιές και τις ιδιαιτερότητές της, είναι όμορφη και ποθητή, όσο αφορά τον Μαρκάτο τουλάχιστον, κι εμάς δεν μας πέφτει λόγος να το αμφισβητήσουμε. Και πια δεν είναι εδώ, δεν ξαπλώνει δίπλα, πάνω ή κάτω του, δεν ταξιδεύει παρέα του, δεν κολυμπάει στην ακτογραμμή της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, γενικώς δεν. Και αυτό το δεν είναι που βασανίζει τον –ο θεός να τον κάνει- ήρωά μας. Αν κανείς επιχειρήσει να μετρήσει τη λογοτεχνία που αφορά στον χωρισμό, τη λογοτεχνία της ραγισμένης καρδιάς, πιθανότατα θα χάσει τον λογαριασμό, η λίστα τείνει στο άπειρο –αν δεν το ξεπερνά.

Και εδώ έρχεται το ερώτημα: τι κομίζει ο Ματαδόρ;

Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό, είναι γενικό και μυρίζει έντονα σοφιστεία. Ας δοκιμάσω, ωστόσο.

Ο Μαρινάκης μέσα από το στόμα του Μαρκάτου, πιθανού άλτερ έγκο του, διασχίζει την άδεια αυγουστιάτικη Αθήνα, παλεύει να νοηματοδοτήσει και να επιβληθεί της καθημερινότητάς του, κρύβεται στη ρουτίνα και την εμμονή στο πρόγραμμα, παραδίδεται εύκολα στην αναπόληση και τη νοσταλγία. Είπαμε, είναι καψούρης. Ο Μαρκάτος αυτοϋπονομεύεται διαρκώς και έντονα, δεν καλλωπίζει τον εαυτό του πριν από την έκθεση. Είναι αυτός που είναι. Εξυπνάκιας με διάθεση στοχαστική, σε άλλη εποχή θα ήταν ένας φλανέρ ή ίσως, στις μέρες μας, ένας οδηγός ταξί, ο μπάρμπας που σε λίγα χρόνια θα κάθεται στο τραπέζι με τη νεολαία, αν προτιμάτε. Σίγουρα δεν θέλει να κρύψει την καψούρα του, να δείξει δυνατός και αυτάρκης, ένα σκληρό αρσενικό, ένας ματαδόρ ατρόμητος, άλλωστε πόσο να κρυφτεί κάποιος που επιμένει να πίνει φραπέ στην κορύφωση των μονοποικιλιακών εσπρέσσο μπαρς –ναι, με σίγμα στο τέλος.

Στο πρωτόλειο αυτό βιβλίο του, ο Μαρινάκης πετυχαίνει κάτι ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο η αναλογία με τις ταυρομαχίες που τη φέρνει στα μέτρα της νουβέλας του, αλλά και το σύνολο των αδυναμιών, εκείνων, τέλος πάντων, που κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει ως αδυναμίες, και αυτό καθίσταται εφικτό εξαιτίας της αυθεντικής παρουσίας του Μαρκάτου, που δύσκολα θα περνούσε την οντισιόν για πρωτοπρόσωπος αφηγητής και κεντρικό πρόσωπο μιας απόπειρας με υψηλές λογοτεχνικές βλέψεις. Ήρωες –είπαμε, ο θεός να τους κάνει– όπως ο Μαρκάτος εμφανίζονται συχνά στη νουάρ λογοτεχνία, νεαροί μεσήλικες, στην υπεραιχμή της προσωπικής αποτυχίας που περιδιαβαίνουν πόλεις και επιχειρούν να επιλύσουν υποθέσεις. Ο Μαρκάτος δεν κάνει ούτε αυτό. Παλεύει απλώς να περάσει την κάθε μέρα επινοώντας σταθερές εκεί που δεν υπάρχουν, όχι τουλάχιστον σε κάποιο οδηγό επιτυχίας, αλλά σε παλιά κοπής μπαρ, σε ανούσιες συζητήσεις στη μέση της νύχτας, στην απόπειρα να διατηρήσει τη μύτη του λίγο μόλις πάνω από την επιφάνεια της περιρρέουσας πραγματικότητας.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: μια στακάτη αφήγηση που δεν ξενίζει, ένας αντιήρωας χωρίς μακιγιάζ και η Αθήνα. Αυτή είναι η τριάδα επί της οποίας πατάει στέρεα το Ματαδόρ. Και κάτι ακόμα: η τιμιότητα των προθέσεων. Ο Μαρινάκης έχει επίγνωση των δυνατοτήτων εαυτού και ιστορίας. Μια ιστορία καψούρας είναι αυτή, μια από τις πολλές που συμβαίνουν καθημερινά, με κάποιες να περνάνε και στο χαρτί, ενώ κάποιες άλλες μένουν να αιωρούνται στη μπάρα ενός ποτάδικου. Και για το τέλος η συγχρονία, βασικό ζητούμενο για μένα στην επιλογή βιβλίων όπως αυτό, ακόμα περισσότερο όταν τυγχάνει να είναι έργα ντόπιων και συνομήλικων με μένα συγγραφέων. Η συγχρονία είναι πανταχού παρούσα, ασφυκτική παρότι ο Μαρκάτος επιχειρεί διαρκώς να τη γελοιοποιήσει, άλλωστε, χιούμορ είναι όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.

Συνολικά και τελικά, το πρόσημο είναι θετικό για τους λόγους που παραπάνω επιχείρησα να αναλύσω. Αναμένω τη συνέχεια της αφήγησης του Μαρκάτου με νέες ήττες και νέες συντριβές, που έλεγε και ένα παλιό τραγούδι.

υγ. Το στήσιμο του βιβλίου είναι εξαιρετικό, γραφιστικά και τυπογραφικά. Τα βιβλία είναι και αντικείμενα, ιδιαίτερα σε μια ψηφιακά άυλη εποχή όπως η τωρινή.

Εκδόσεις Κάπα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου