Το 2003 ο Τζον Μάξγουελ Κούτσι τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, τα έργα του ήδη μεταφράζονταν στα ελληνικά, η βράβευση δίνει περαιτέρω ώθηση, προσελκύοντας νέους αναγνώστες. Και κάποια στιγμή, σε πόσες και πόσες περιπτώσεις δεν έχει συμβεί;, τα βιβλία του αρχίζουν το ένα μετά το άλλο να εξαντλούνται, τα δικαιώματα μένουν ελεύθερα. Πρόσφατα, οι εκδόσεις Διόπτρα λαμβάνουν την απόφαση να τα θέσουν ξανά εντός αγοράς, ξεκινώντας από την τελευταία του νουβέλα (Ο Πολωνός) και συνεχίζοντας με την Ατίμωση, μια εξέλιξη παραπάνω από καλοδεχούμενη.
Το καλοκαίρι, ο Πολωνός θεατρικός σκηνοθέτης Βαρλικόφσκι, θα παρουσιάσει, στην έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών, τη ματιά του στο ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Κούτσι, Ελίζαμπεθ Κοστέλο, με τον διευκρινιστικό υπότιτλο, Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές, αλλαγμένο σε σχέση με εκείνο του βιβλίου, Οχτώ μαθήματα. Δυστυχώς δεν είδα την παράσταση, που έλαβε εγκωμιαστικά σχόλια και χαρακτηρίστηκε ως εμπειρία, όχι μόνο εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας. Δεν ήθελα και πολύ για να εντάξω το βιβλίο στη λίστα με τα επιθυμητά, ευτυχώς η αναζήτηση δεν ήταν δύσκολη ούτε υπέρμετρα ακριβή. Την πρώτη σελίδα τη διάβασα περπατώντας την ανηφόρα για το σπίτι.
Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είναι μια Αυστραλή συγγραφέας που ευτύχησε να αναγνωριστεί και να διαβαστεί εν ζωή, αν και η φήμη της εν πολλοίς οφείλεται σε ένα μυθιστόρημα, Το σπίτι της οδού Έκλες, κεντρικό πρόσωπο του οποίου είναι η Μάριον Μπλουμ, γυναίκα του Λέοπολντ Μπλουμ, βασικού χαρακτήρα του Οδυσσέα του Τζέημς Τζόυς. Τα οχτώ μαθήματα, που χωρίζουν σε αντίστοιχα μέρη το μυθιστόρημα, είναι οχτώ στιγμιότυπα από τη ζωή τής Κοστέλο, σε διάφορες καταστάσεις –βραβεύσεις, αποφοιτήσεις, συνέδρια κ.α.– που ως καλεσμένη εγκαταλείπει την ήσυχη καθημερινότητά της στην πατρίδα και ταξιδεύει ανά την υφήλιο.
Το εύρημα του Κούτσι, μια ηλικιωμένη συγγραφέας που κάποτε έγραψε ένα βιβλίο που διαβάστηκε ευρέως και της χάρισε δόξα και αναγνώριση και πλέον κινείται σε ένα πλαίσιο που δεν το χαρακτηρίζει η απομόνωση της συγγραφής, αλλά η συναναστροφή και η συζήτηση επί της λογοτεχνίας, που από τη σκιά τη μετατοπίζει στο φως, που οι ιδιότητες και η κλίση της γραφής ελάχιστα μπορούν να προσφέρουν σε αυτή τη νέα συνθήκη, αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του ιδιότυπου αυτού μυθιστορήματος, τόσο ως συνολική κατασκευή, όσο και ως περιεχόμενο. Δεν είναι διόλου πρωτότυπη η σύνδεση του συγγραφέα με την Κοστέλο, η μελλοντική προβολή του ίδιου, οι ανησυχίες και οι ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος του συγγραφέα, η υπόθεση πως κάποια στιγμή η πηγή θα στερέψει και τότε ως μηρυκαστικό θα καλείται να αναμασά τις ίδιες ιδέες ξανά και ξανά, αναγκασμένος να υποδυθεί έναν συγκεκριμένο ρόλο, εκείνο που οι εκάστοτε αποστολείς των προσκλήσεων θα έχουν κατά νου, εντάσσοντας την παρουσία του σε μια ημερίδα ή στο κατάστρωμα ενός κρουαζιερόπλοιου.
Το βιβλίο αυτό διαπραγματεύεται το ζήτημα της γραφής σε διάφορα επίπεδα και από διαφορετικές γωνίες θέασης και πρόσληψης. Θυμήθηκα τον Χαβιέρ Μαρίας να δηλώνει το αυτονόητο, πως με τόσες προσκλήσεις και ταξίδια, ο μόνος παραγωγικός χρόνος συγγραφής είναι πλέον η ώρα του ταξιδιού από το ένα μέρος στο επόμενο. Οι περιοδείες για την προώθηση, οι δημόσιες σχέσεις και οι ρήτρες των συμβολαίων· η παραγωγή τέχνης στη σύγχρονη εποχή, που η ταχύτητα και η διάσπασή της αποτελούν άμεσο πλήγμα στην πύκνωση του χρόνου που η λογοτεχνία, ως παραγωγή αλλά και ως ανάγνωση, χρειάζεται.
Σκέφτομαι συχνά, κυρίως όταν επιχειρώ να καταπραΰνω τα νεύρα που μια ακόμα αποτυχημένη παρουσίαση βιβλίου μου έχει προκαλέσει, πως θεωρούμε δεδομένο ως ένα βαθμό πως ένας συγγραφέας οφείλει να έχει και δεξιότητες διαχείρισης καταστάσεων δημόσιας παρουσίας, ξεχνώντας πως η συγγραφή στηρίζεται στην παρατήρηση του γύρω κόσμου και όχι στην παρουσία του συγγραφέα εν μέσω μιας σκηνής με δεκάδες μάτια να τον κοιτάζουν, την καθοριστική διαφορά του προφορικού και του γραπτού λόγου, για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Η Κοστέλο συχνά πυκνά γίνεται θύμα αυτής της συνθήκης, να μιλήσει για κάτι και όχι μέσα από κάτι, να πειθαρχήσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, να πρέπει να εκφωνήσει και να υπερασπιστεί τα γραφόμενά της σε πραγματικό χρόνο, να πέσει εν τέλει στην παγίδα της υποκειμενικότητας, της μη κατανόησης αυτού που ήθελε να πει και που ίσως ενταγμένο και χωνεμένο σε ένα μυθιστόρημα να προέκυπτε αβίαστα.
Η τεχνική και η θεωρία της συγγραφής, τα δεκάδες προγράμματα δημιουργικής γραφής, οι ημερίδες, το υπέρτατα χαζό ερώτημα του τι ήθελε να πει ο ποιητής, η διάθεση για σχέσεις αιτίου και αιτιατού, οι καθαρές και ορατές προθέσεις, η ταύτιση του αφηγηματικού υποκειμένου με τον συγγραφέα είναι μόνο κάποια από τα χαλίκια στο, ούτως ή άλλως κακοτράχαλο, μονοπάτι της συγγραφής. Ο Κούτσι θα μπορούσε να υπερασπιστεί πιο θαρραλέα την Κοστέλο, όμως, καλώς ή κακώς, δεν το κάνει, και αυτή η απόφαση επιτείνει την αίσθηση της αντιστοιχίας, της μελλοντικής προβολής που ο ίδιος κάνει. Και σε ένα παιχνίδι της τύχης, το βιβλίο κυκλοφορεί τη χρονιά που βραβεύεται με το υπέρτατο λογοτεχνικό μετάλλιο.
Η λέξη «μαθήματα» διόλου τυχαία δεν συνοδεύει τον τίτλο. Λογοτεχνικά μαθήματα αλλά και μαθήματα ζωής, εκφάνσεις του συγγραφικού βίου, παγίδες και απομάγευση, κυρίως: όσο και αν ένας συγγραφέας έκοψε τη ζωή σε κομμάτια και την παρατήρησε από κοντά και με προσοχή, όσο και αν δοκίμασε να επινοήσει, να κατανοήσει και να δικαιολογήσει σκέψεις και πράξεις, όσο και αν δοκίμασε τα όρια της ηθικής και της φιλοσοφίας εν γένει, όσο και αν παρέμεινε κλεισμένος στο εργαστήριο κάνοντας πειράματα ξανά και ξανά, σημειώνοντας και αξιολογώντας τα αποτελέσματα, δεν θα είναι έτοιμος απέναντι στις δικές του, μικρότερες ή μεγαλύτερες, προκλήσεις. Και η Κοστέλο, όπως κάθε ανθρώπινο ον, και δη στην ηλικία της, δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο συνέδρους, απόφοιτους και δημοσιογράφους, δεν έχει να απαντήσει μόνο σε ζητήματα λογοτεχνίας, και αυτό είναι κατά την γνώμη μου αυτό που κάνει το Ελίζαμπεθ Κοστέλο μυθιστόρημα, ιδεών μεν, μυθιστόρημα δε.
Εκτίμησα ιδιαιτέρως την άρνηση του συγγραφέα να παίξει με όρους παραβολής, εμμένοντας σε έναν επινοημένο ρεαλισμό, με τη λογοτεχνία στο επίκεντρο ως ένα μέσο απόπειρας κατανόησης του κόσμου και της ύπαρξης εν γένει. Αυτό είναι ένα βιβλίο που του ταιριάζει ο χαρακτηρισμός βιβλιοφιλικό, παρότι το αντίθετό του, το βιβλιοεχθρικό, δεν υφίσταται. Εκτίμησα, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο ο Κούτσι εντάσσει τη θεωρία, την προσωπική του λογοτεχνική θεωρία, με όρους μυθοπλαστικούς, όχι ως διδαχή ή ως επίδειξη, αλλά ως βασικό συστατικό ενός μεταμοντέρνου μυθιστορήματος ιδεών, που δεν είναι ψυχρό και αποστειρωμένο. Όπως και στη ζωή, η ταλάντευση και η αμφιβολία μοιάζουν να είναι το κατάλληλο όχημα, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως η σημερινή, που η βεβαιότητα και η σιγουριά σε πήλινα, κοντά και εύθραυστα πόδια παρελαύνουν με ιαχές.
υγ. Πριν τρία χρόνια, διάβαζα το Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ. Περισσότερα σχετικά εδώ.
Ο Βαρλικόφσκι προσπάθησε να μεταφέρει αυτούσιο στη σκηνή ένα ολόκληρο μυθιστόρημα ιδεών και φυσικά απέτυχε παταγωδώς, γιατί δεν μπορούν να γίνουν τα πάντα θέατρο. Ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι θεατές που πήγαν να δουν κουλτούρα, έπνιγαν τα χασμουρητά και κοίταζαν προς την έξοδο…
ΑπάντησηΔιαγραφή