Πριν από το Εμπούσιον, τελικό σταθμό της διαδρομής στο έργο της Τοκάρτσουκ, αποφάσισα να κάνω μια ακόμα παράκαμψη μετά τους Πλάνητες και να διαβάσω το —θεωρούμενο από πολλούς αδύναμο, τουλάχιστον στην εργογραφία της νομπελίστριας συγγραφέως— Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών.
Πριν από έναν χρόνο περίπου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η ίδια η Τοκάρτσουκ, ακομπλεξάριστη και διόλου στημένη ή δήθεν, αναφερόμενη στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είπε πως το έγραψε όταν συνειδητοποίησε πως Τα βιβλία του Ιακώβ θα τραβούσαν και πως εκείνη, ούσα συγγραφέας, έπρεπε κάπως να κερδίσει τα προς το ζην. Είπε και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα εκείνη τη βραδιά, παρά τις τεχνικές αστοχίες της οργάνωσης.
Όταν απονέμεται ένα σπουδαίο βραβείο, όπως το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μια συζήτηση όχι και τόσο λογοτεχνική εγείρεται, με όρους οπαδικούς και προσωπικής επιβεβαίωσης. Οι πωλήσεις των βιβλίων του εκάστοτε συγγραφέα ανακάμπτουν προσωρινά και αρκετοί είναι εκείνοι που διαβάζουν κάποιο βιβλίο του με σκοπό να απαντήσουν —χαζά κατά τη γνώμη μου— στο ερώτημα: άξιζε το βραβείο; Ερώτηση μάλλον άστοχη, πόσο μάλλον όταν δεν επιλέγεται ένα από τα κορυφαία έργα του δημιουργού, αλλά το πιο προσιτό. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο όταν το βιβλίο δεν αποδεικνύεται αντάξιο ενός Νόμπελ, αλλά και όταν αποτελεί τη μοναδική επαφή με το έργο ενός καλού και σημαντικού συγγραφέα. Τούτων δοθέντων, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαβάζοντας το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών κατέληξαν σε τελεσίδικο πόρισμα σχετικά με την εν γένει αξία του έργου της Τορκάτσουκ, τασσόμενοι είτε υπέρ είτε κατά, σε έναν κόσμο ασπρόμαυρο χωρίς αποχρώσεις ενδιάμεσες, σ' έναν κόσμο που το να εκφράζουμε τη γνώμη μας επί παντός επιστητού θεωρείται το υπέρτατο και αναφαίρετο δικαίωμά μας.
Πριν δύο χρόνια, ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι για μένα. Ανάμεσα σε αρκετά άλλα βιβλία, ξεκίνησα να διαβάζω το Αλέτρι για να το παρατήσω και αυτό λίγο αργότερα. Εγώ μου έφταιγα και όχι τα βιβλία, η ζωή που είχε άλλα σχέδια, ανησυχαστικά. Τώρα ένιωσα την επιθυμία να επισκεφτώ και αυτόν τον κατά τα φαινόμενα μικρότερο πλανήτη του τοκαρτσικού σύμπαντος, να κλείσω έναν ανοιχτό λογαριασμό με μια συγγραφέα πριν προχωρήσω στο Εμπούσιον και ολοκληρώσω έτσι τα μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα της.
Μια απόπειρα ειδολογικής κατάταξης του έργου θα μας οδηγούσε στις επικράτειες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Σε ένα απομονωμένο χωριό, που η πλειοψηφία των κατοίκων του το εγκαταλείπουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ζει η αφηγήτρια της ιστορίας αυτής, Γιανίνα Ντουσέικο, μόνη της, με συντροφιά το Σαμουράι, το αυτοκίνητό της, θρηνώντας ακόμα για τα δύο χαμένα σκυλιά της. Τον χειμώνα το μέρος γίνεται έρμαιο των ορέξεων του καιρού, η ξυλόσομπα επιβάλλεται να μένει διαρκώς αναμμένη. Η Γιανίνα λειτουργεί ως μια άτυπη φύλακας του μέρους, ελέγχοντας τα άδεια σπίτια, ενώ συχνά πυκνά υψώνει ανάστημα απέναντι στους κυνηγούς τους οποίους σε κάθε ευκαιρία αναφέρει στις αρχές, που την αντιμετωπίζουν μάλλον ως μια γραφική γιαγιούλα. Όλα θα αρχίσουν να περιπλέκονται όταν μια σειρά από βίαιες δολοφονίες θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα στη απομονωμένη Κοιλάδα του Κλότζκο.
Η Γιανίνα είναι ένας απολαυστικός χαρακτήρας, από εκείνους που η ροπή προς την πλήρη ιδιωτεία ωθεί στον αφανισμό, κάνοντας τη ζωή στον πλανήτη ακόμα πιο ανυπόφορη, καθώς ο άνθρωπος θεωρεί εαυτόν κυρίαρχη ύπαρξη. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ένας άλλος απολαυστικός γυναικείος χαρακτήρας μου ήρθε κατά νου, εκείνος της Μάριαν Λέδερμπι, ετών ενενήντα δύο, αφηγήτρια της ιστορίας στο Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον. Η στερεοτυπία μόνο επιφανειακή είναι, η αγάπη της Τοκάρτσουκ για τη Γιανίνα είναι βαθιά, παρά τα φαινόμενα, συγγραφική στάση κομβική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής, ένα πλεούμενο που αντέχει στον τυφώνα της μισανθρωπίας και της απογοήτευσης.
Το Αλέτρι δεν είναι τυπικό δείγμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, η Τοκάρτσουκ, με μια παιγνιώδη διάθεση, όχι και τόσο πρόδηλη στο υπόλοιπο έργο της, επιχειρεί ένα διάλειμμα από την έρευνα και τη συγγραφή των απαιτητικών Βιβλίων του Ιακώβ, μοιάζει να είναι ο τρόπος της να ξεκουραστεί και να χαρεί τις ελευθερίες της φαντασίας της. Είναι μιας μορφής κατάρα οι ενδοεργογραφικές συγκρίσεις για έναν συγγραφέα. Μάλιστα, όσο πιο ικανός είναι ένας συγγραφέας τόσο μεγαλύτερη κατάρα είναι η σύγκριση με τον εαυτό. Ωστόσο, αναπόφευκτα, αυτή η σύγκριση δεν μπορεί να μη γίνει, ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστικών προσδοκιών προσκρούει στα αναχώματα, εκείνο που ο αναγνώστης νιώθει ως δικαίωμά του να αναμένει και εκείνο που ο συγγραφέας έχει κατά νου να γράψει συγκρούονται μετωπικά.
Προφανές αλλά ας ειπωθεί: Το Αλέτρι δεν στέκεται στο ύψος των υπόλοιπων έργων της Τοκάρτσουκ. Βέβαια, από αυτό μέχρι να θεωρηθεί ένα κακό βιβλίο η απόσταση είναι αχανής. Όλα τα προαναγνωστικά παραφερνάλια μου είχαν δημιουργήσει την αίσθηση πως θα διάβαζα ένα αδύναμο βιβλίο, μόνο η επιθυμία μου να ολοκληρώσω αναγνωστικά το μεταφρασμένο έργο της ήταν εκείνη που μου έδινε ώθηση για την ανάγνωση αυτή.
Έτσι, όχι μόνο δεν είχα προσδοκίες —υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένες— από το βιβλίο αυτό, αλλά είχα και ενστάσεις —ακόμα πιο υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένες— που τις λάμβανα υπόψη μου ως βεβαιότητες. Ας προστεθεί επίσης πως η αστυνομική λογοτεχνία κυρίως κατά εξαίρεση είναι του γούστου μου. Στο σύνολο, λοιπόν, αυτή η ανάγνωση δεν προσέβλεπε σε τίποτα άλλο πέρα από την περιέργεια και την ανάδυση μιας ψυχαναγκαστικής επιθυμίας για πλήρη θεώρηση του μεταφρασμένου έργου της Τοκάρτσουκ.
Πολλές φορές ισχυριζόμαστε ή ισχυρίζονται στο όνομά μας πως μας άρεσε το τάδε βιβλίο απλώς και μόνο επειδή ήταν του δείνα περιώνυμου συγγραφέα. Εδώ ωστόσο ισχύει το ανάποδο: το Αλέτρι μου άρεσε πολύ παρότι ήταν ένα βιβλίο της Τοκάρτσουκ, παρότι το βάραιναν και το χαρακτήριζαν αναπόφευκτα οι ενδοεργογραφικοί συσχετισμοί.
Έχει ενδιαφέρον, όχι μόνο από τεχνική άποψη, αλλά γενικότερα, ο τρόπος με τον οποίο η Τοκάρτσουκ στήνει και αφηγείται μια ιστορία οικολογικού «τρόμου» στον οποίο άντρες χειροδύναμοι κρατούν την πλειοψηφία των ρόλων και μια γυναίκα, προς τα τέλη της μεσήλικης φάσης της ζωής της, υψώνει ανάστημα, χωρίς φόβο, ωθούμενη από το αίσθημα της δικαιοσύνης. Η επιρροή του Καρλ Γιουνγκ —ας μην ξεχνάμε πως η Τοκάρτσουκ αρχικά σπούδασε ψυχολογία— διαφαίνεται και μέσα από την ενασχόληση της Γιανίνα με τα ζώδια εκεί που γυρεύει να δώσει απαντήσεις και επιχειρεί να χαρτογραφήσει συμπεριφορές και στάσεις, να ερμηνεύσει αλλά όχι και να δικαιολογήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Και δύο δεύτεροι ρόλοι, ο επίδοξος μεταφραστής του Μπλέικ, απ' όπου και ο τίτλος του βιβλίου, και η συγγραφέας που διατηρεί ένα σπίτι στον οικισμό αυτό και προς το τέλος της ιστορίας θα ανακοινώσει την απόφασή της να το εγκαταλείψει οριστικά.
Απολαυστικό, έξυπνα πολιτικό, διόλου αναχωρητικό, μόνο επιφανειακά αστείο και γραφικό, αδιάφορο για το πώς θα εξαπατήσει τον αναγνώστη μέσα από ανατροπές και ευρήματα, γλυκόπικρο, όπως ο κόσμος τριγύρω. Το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών είναι —και— ένα οικολογικό μανιφέστο με επίκεντρο τον διάχυτο σπισισμό, ένα ανάχωμα στην ανθρώπινη ασυδοσία, μυθιστόρημα που έρχεται να φωτίσει από διαφορετική γωνία το έργο και τον χαρακτήρα της Τοκάρτσουκ, εξ ου και σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, για μια επαρκή γνώση αυτού του ξωτικού που τα πόδια του πατάνε γερά στη γη.
Τελειώνοντας την ανάγνωση συνειδητοποίησα πως σε εκείνη την υπέροχη κινηματογραφική λέσχη στο Καρλόβασι Σάμου είχα δει την ταινία που βασίστηκε εμπνευσμένα στο βιβλίο αυτό. Ο λόγος για το Pokot, εδώ.
Τώρα, σειρά έχει το Εμπούσιον, οι προσδοκίες είναι στο φουλ.
υγ. Για το Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για την εμπειρία της ανάγνωσης των Βιβλίων του Ιακώβ εδώ. Για τους Πλάνητες εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου