Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Άτλαντας επούλωσης - Βάλια Τσιριγώτη

Είναι καλοκαίρι, ο Αύγουστος παρότι στέκεται άκρη άκρη θεωρείται το κέντρο του θέρους, ο Αύγουστος είναι μια έννοια από μόνος του, εκείνος που συσσωρεύει το μεγαλύτερο βάρος από την ανθρώπινη προσδοκία τη δοκιμαζόμενη σκληρά από τη ρουτίνα της χρονιάς, πάνω του να αφεθούν: Δευτέρα με Παρασκευή, ξυπνητήρι, λεωφορείο, δουλειά, διάλειμμα για καφέ, δουλειά, δουλειά, υπερωρία απλήρωτη, η δουλειά δεν τελειώνει, λεωφορείο, σούπερ μάρκετ, σπίτι, μαγείρεμα, ύπνος, άσχημος και αγχώδης, ξυπνητήρι και πάει λέγοντας, μικρές εναποθέσεις προσδοκίας Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, κάτι που έχει με κόπο και πολλή συζήτηση κανονιστεί, κυριακίλα και πάλι από την αρχή και να σου ο Αύγουστος αχνοφαίνεται, υποχρεωτική άδεια τώρα που το γραφείο θα κλείσει, τηλέφωνα για παράκαμψη της πλατφόρμας κράτησης δωματίου, μια καλύτερη τιμή, χωρίς απόδειξη, μετρητά στο χέρι, υπολογισμός ξανά και ξανά μήπως υπάρχει περιθώριο για ακόμα μια μέρα, δρομολόγια, σιχτίρι στις τιμές, κατάστρωμα τόσες ώρες, όλα ο Αύγουστος τα έχει στην πλάτη του φορτωθεί, πόσα να αντέξει και εκείνος, πόσα να γίνουν σε μέρες που τα δάκτυλα του ενός χεριού ακουμπάνε μετρώντας στα δάκτυλα του άλλου χεριού, πόση επούλωση να επιτευχθεί;

Ήταν καλοκαίρι, στέκει κιόλας μακριά, όλα επανήλθαν μεμιάς στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, ήταν καλοκαίρι, λοιπόν, όταν διάβασα αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, την υπόσχεση ενός Άτλαντα επούλωσης, πριν την πρώτη σελίδα έστεκαν δίπλα δίπλα, σπρώχνονταν ώμο ώμο, από τη μια η προσδοκία της ανθρώπινης εμπειρίας, της συγχρονίας, πάνω και κάτω από την Πατησίων, από την άλλη, έτοιμη να εκδηλωθεί, η δυσανεξία απέναντι στην ποιητικότητα, στην εκβιασμένη ποιητικότητα για την ακρίβεια, εκείνη που με το ζόρι επιβάλλεται ή το επιχειρεί, ένα προνόμιο που καμουφλάρεται ως δυστυχία, ως κοινή ανθρώπινη εμπειρία, ο εκ του μακρόθεν παρατηρητής, η κυρία που από το σπίτι της στα βόρεια προάστια μας μιλάει για το κέντρο, όπως εκείνη το φαντάζεται, όπως εκείνη το βλέπει εξ αποστάσεως αλλά επιμένει να μας πείσει, εμάς που μένουμε εδώ, καθένας με το προνόμιό του, κανείς στην ίδια ακριβώς μοίρα με το διπλανό του, να μας πείσει πώς είναι τα πράγματα, πώς ζούμε, πώς θέλαμε να ζούμε, τι μας φταίει, τι μας λείπει, τι θα έπρεπε να κάνουμε, μην τα ξαναλέμε, θα μας έτριβε τελικά στη μούρη πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω, και εμείς, θα άφηνε να εννοηθεί, τέρας κακόμορφο, είναι προφανές πως δεν θέλουμε.

Με το όπλο παρά πόδα, το μόνο όπλο, τη ρίψη του βιβλίου από το παράθυρο, το σιχτίρι να ακολουθεί, το σάλιο να διαγράφει τροχιά ξοπίσω του, το σιχτίρι που ο διορθωτής επιμένει να κοκκινίζει, έτσι ξεκίνησα την ανάγνωση, ήταν βράδυ, ακόμα δεν ήθελα να κοιμηθώ, παρότι είχα ξαπλώσει από ώρα, παρότι ήταν ριψοκίνδυνο να καθυστερώ, το πρωί θα πλήρωνα το τίμημα, κούραση και επιθυμία για παραπάνω ύπνο, ήταν βράδυ και ήθελα ένα καλό ποντάρισμα, ένα φιλόδοξο ποντάρισμα πως κάτι από αυτό το βιβλίο θα δρούσε επουλωτικά, ένα καλά στραγγισμένο υγρό πανάκι, χλιαρό και απαλό, θα περνούσε το ερεθισμένο από τον ιδρώτα σώμα, η ανθρώπινη εμπειρία, έδαφος κοινό και ταυτόχρονα ανοίκειο, έτσι ζούμε, έτσι παρατηρούμε τους άλλους να ζούνε, σε αυτό το διάκενο καταχωνιάζεται η ενσυναίσθηση, η ανάγκη να δούμε πώς οι άλλοι τα καταφέρνουν, Γιάννη, πώς οι άλλοι δείχνουν πως τα καταφέρνουν, πώς κρύβουν το τρέκλισμα, το ψεύδισμα, τα πάσης φύσεως τικ, ένα ηλεκτροφόρο διαρκώς φορτισμένο νευρικό σύστημα με απολήξεις κομμένες βίαια, μέλη φαντάσματα ενός αρτιμελούς σώματος, ενός φαινομενικά αρτιμελούς συνόλου, πόνος βουβός μα βαθύς, αδύνατον να γίνει λέξεις, μια ύπαρξη που καταφεύγει στην ανάγνωση, στην περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας, ελπίζοντας να αναφωνήσει: ναι, γι' αυτό μιλώ.

Το υποκείμενο της ανάγνωσης, τώρα που το άθροισμα των λέξεων διέφυγε οριστικά του ελέγχου τού υποκειμένου της γραφής, με τα δικά του γαμημένα που αντί να βγουν στο στόμα του σκαλώνουν στον αυχένα, στέκει απέναντι από τις λέξεις, τη μία μετά την άλλη, προτάσεις και περίοδοι, σελίδες επί σελίδων, κεφάλαια και ενότητες, συντεταγμένες χώρου σε ένα παροντικό χρονικό πλαίσιο, το υποκείμενο της ανάγνωσης, στην αρχή διστακτικά, εν συνεχεία ολοένα και περισσότερο, αφήνεται στις φροντίδες επούλωσης του υποκειμένου της καταγραφής του άτλαντα, η Τσιριγώτη, σ' αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, διευκρίνηση της ίδιας στο εξώφυλλο, πάνω και αριστερά από μια καρδιά στο φούξια εξώφυλλο, περιδιαβαίνει τις γειτονιές, τα πόδια που πάνε και έρχονται, κοντοστέκονται σε τοπόσημα της πόλης και ανοίγουν το βήμα πριν τη σκοτεινή γωνιά, ξέρουν πως όλα είναι μέσα σε όλα, η ασφάλεια στην ανασφάλεια, η επούλωση στον πόνο, το τραύμα στο χάδι, όλα μαζί και όλα ταυτόχρονα συμβαίνουν σε αυτή την πόλη, αυτή τη στιγμή, σε κάθε πόλη και κάθε στιγμή, προνόμια που κινούνται άλλοτε με αυτοπεποίθηση, χαρισμένη από μια τυχαιότητα, και άλλοτε με ενοχή, τύψεις για έναν κόσμο άδικα φτιαγμένο, τις προάλλες έμαθα την έννοια της δυσθεΐας, δεν είναι πανάγαθος και γαμάτος τύπος ο εκεί ψηλά, αλλά γεμάτος από χαιρεκακία, ένας κακός.

Και επειδή όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα μέσα σε όλα, την ίδια στιγμή, η Τσιριγώτη το αποτυπώνει αυτό, δεν ξέρω αν προγραμματικά ή διαισθητικά, στον χώρο που φύεται η έμπνευση, η αφήγηση και η ποίηση, αλλά καταφέρνει να μη λιγώσει τον καταπιόνα, να μη λυγίσει τα πόδια, να μην πλανέψει το μυαλό, να μην ξεματώσει την καρδιά, να μην αναχωρήσει από το εδώ και το τώρα με προορισμό μια υπερβατική ανυπαρξία, αλλά και να μην αποτυπώσει ψίχουλο ψίχουλο τον ζόφο, εκείνο ταυτόχρονα με το άλλο, εσύ αλλά και οι άλλοι, να μη νιώσει κανείς εκτός, ακόμα και εκείνος με το μεγαλύτερο φαινομενικά προνόμιο, ακόμα και εκείνος να νιώσει, το βάρος και το μερίδιο που του αναλογεί, να αναπνεύσει μακριά από εκείνο που του έλεγαν όταν ήταν μικρό παιδί και δεν έτρωγε τις μπάμιες πως τα παιδιά στην Αφρική δεν έχουν να φάνε και ύστερα, όταν ξάπλωνε χορτασμένο εν τέλει από κάποια εναλλακτική, παρά τις απειλές, νηστικός θα μείνεις, χορτασμένο ξάπλωνε και έβλεπε κλείνοντας τα μάτια παιδιά με την κοιλιά τούμπανο, τα πλευρά μετρήσιμα, τα μάτια ένα λευκό που ολοένα κοκκινίζει, ερυθρώνεται, δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό το νόσημα, αυτός ο θάνατος, ακόμα και εκείνο το προνόμιο, έλεγα, ενσωματώνεται, το καθένα μας έχει κάποιο προνόμιο, ατέρμονο είναι το μέτρημα του ποιο το έχει μικρότερο.

Στις λευκές σελίδες, ανάμεσα στα κεφάλαια, στο λευκό κενό πριν από τις νέες συντεταγμένες, μου έλειπαν οι φωτογραφίες, κάποιες τις φαντάστηκα, αρχικά ασπρόμαυρες, στη συνέχεια με ολοένα και περισσότερο χρώμα, σχεδόν αλμοδοβαρικές, κούκλες ακρωτηριασμένες δίπλα σε σκουπίδια, πάνω σε ξεκοιλιασμένους καναπέδες ενός σαλονιού υπό συνθήκη ανακαίνισης και μεταβολής οικιστικής χρήσης, κάποιος που καθόταν και εκδιώχθηκε για να έρθει κάτι νέο, πιο άνετο και μοντέρνο, ανάπτυξη, θαρρώ, το λένε, οι κούκλες, γυμνές, χωρίς ρούχα, αποκεφαλισμένες, ξεχεριασμένες, ξεποδιασμένες, τα σώματά τους σφριγηλά παρότι σκονισμένα, ο μυς που κρατά τα μάτια ανοιχτά ξεχαρβαλωμένος πια, κάποιες γλάστρες θύματα της εγκατάλειψης ενός καυτού καλοκαιριού, θανατηφόρος δίψα, μου έλειπαν, έλεγα, αυτές οι φωτογραφίες, όσο και αν τις φαντάστηκα δεν ήταν το ίδιο, ίσως επειδή είμαστε εδώ και δεκαετίες πια στην εποχή της εικόνας, ίσως γιατί πια νιώθουμε άβολα όταν φανταζόμαστε κάτι, όταν το κάνουμε εικόνα αλλά εκείνη υπάρχει μόνο ως αίσθηση στο μυαλό μας, ίσως η τεχνητή νοημοσύνη να μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, πες μου, να της ζητάμε, πώς το φαντάστηκα αυτό το λευκό κενό ανάμεσα στις συντεταγμένες της Τσιριγώτη, πώς τη φαντάστηκα να βλέπει ένα βράδυ τη Γλάδστωνος, αυτόν τον χαρούμενο βράχο, που όλο το γκλίτερ του κόσμου όλου δεν θα μπορούσε να καλύψει τη φρίκη που συντελέστηκε, στάθηκα κι εγώ ένα βράδυ εκεί, Αύγουστος και μόνο τουρίστες περνούσαν, μοιραζόμασταν το ίδιο βλέμμα, της ασχήμιας, την απορία: τι κάνουμε εδώ;

Τόσα χρόνια κάνω αυτό που κάνω όπως το κάνω και ακόμα, ίσως και ποτέ, δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, ακόμα και αν ο παραλήπτης είναι ο εαυτός μου στο μέλλον, αυτό το ψηφιακό υβριδικό χρονογράφημα ανάγνωσης, εκατομμύρια λέξεις μετά τις πρώτες δύσθυμες και δυσκοίλιες, δανεισμένες από τον Λειβαδίτη, η ελπίδα, τότε, πως δεν θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα τα έχω όλα εκείνα ξεχασμένα, και ακόμα, έλεγα, τόσα χρόνια μετά ακόμα δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, εκείνα που περισσότερο, υποψιάζομαι, με τάραξαν με τον τρόπο τους, τρομάζουμε οι άνθρωποι, απόπειρα για κατά Λειβαδίτη απογραφή, τρομάζουμε οι άνθρωποι όταν αντικρίζουμε κάτι δικό μας, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από τους άλλους, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από εμάς τους ίδιους, αυτή την ακαθαρσία της κοιλότητας που γίνεται μπαλάκι στις κορυφές του αντίχειρα και του δείκτη, ένα μπαλάκι ολοένα και πιο λείο, ολοένα και πιο στρογγυλό, σιχαμερό ωστόσο, απόρριμμα που, όπως και τα αντίστοιχα οικιακά, απόρροια της εκτεταμένης κατανάλωσης, ελπίζουμε/απαιτούμε/νιώθουμε πως δικαιούμαστε κάποιο άλλο να αναλάβει την αποκομιδή και τη μεταφορά στις χωματερές, νόμιμες παράνομες δεν μας απασχολεί, μακριά από εδώ, μόνο αυτό, έτσι και τα δικά μας, τα υπαρξιακά απορρίμματα, ο διορθωτής το δέχτηκε, τόσο ατελής ακόμα, τα δικά μας, λοιπόν, θέλουμε οι χειριστές της αφήγησης της ανθρώπινης εμπειρίας να μας τα επιδεικνύουν κομψευόμενα και μόνο για μια ελάχιστη στιγμή, ίσα να προλάβουμε να πούμε: τι φαντασία!

Η αποφώνηση, για τέτοια βιβλία, πάντα η ίδια: γυρέψτε το.

Εκδόσεις 3.1