«Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος».
Με τα λόγια αυτά, σύντομα, ακριβή και περιεκτικά, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι αυτής της ιστορίας απώλειας με έναν ρεαλιστικό συναισθηματισμό που παγώνει το βλέμμα, το οριστικό του θανάτου.
Είναι απλό, γενικόλογο και ασφαλές επίσης, να ισχυρίζεται κανείς πως επιθυμεί να αποφεύγει τα έργα εκείνα που διέπονται από συναισθηματικό εκβιασμό, που τον τοποθετούν απέναντί τους και του φωνάζουν: κλάψε· αλλιώς, τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ; Είναι επίσης απλό να ισχυρίζεται κανείς πως το θέμα γιος συγγραφέας γράφει για τη σχέση με τον πατέρα του, συνήθως πια νεκρό, είναι ένα ζήτημα που έχει εξαντληθεί, πως όλα τα σχετικά έχουν ειπωθεί. Αν όμως ταυτόχρονα ισχυριζόμαστε κάποιοι πως η λογοτεχνία είναι ένα μονοπάτι πέρα και έξω από τις στενωπούς του μονοσήμαντου κόσμου, τότε ίσως οι παραπάνω ισχυρισμοί να είναι τελικά πιο ανοιχτοί σε εξαιρέσεις, και ίσως, οι εξαιρέσεις αυτές να διέπονται από την αρχή: δεν έχει σημασία ποια ιστορία θα επιλέξει κάποιος να αφηγηθεί, σημασία έχει ο τρόπος· σημασία έχει επίσης το πότε και το πώς της ανάγνωσης.
Η σχέση μου με τα βιβλία του Γκοσποντίνοφ ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη (Περί φυσικής της μελαγχολίας) στη συνέχεια ξεθύμανε (Φυσικό μυθιστόρημα) και εν τέλει ατόνησε εντελώς (Χρονοκαταφύγιο), ο τρόπος του ήταν γοητευτικός, το περιεχόμενο κάπως χλιαρό. Η ανάμνηση του τρόπου του και το θέμα του, ο θάνατος του πατέρα του, στο Ο κηπουρός και ο θάνατος, με έκαναν να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του στα ελληνικά. Ήμουν προετοιμασμένος, έτσι ένιωθα τουλάχιστον, για αυτή τη μεταβατική, από το υποκείμενο της γραφής στο υποκείμενο της ανάγνωσης, συνθήκη διαχείρισης πένθους. Ενήλικας κι εγώ με μπαμπά ηλικιωμένο.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Γκοσποντίνοφ ισχυρίζεται πως όταν ξεκίνησε να κρατάει σημειώσεις, ενώ η υγεία του πατέρα του είχε περιέλθει σε μια οριστική κατωφέρεια, δεν ήξερε πως αυτές θα αποτελέσουν ένα πρώτο συστατικό που θα μετατρεπόταν σε βιβλίο το οποίο και θα κυκλοφορούσε. Οι άνθρωποι της γραφής καταφεύγουν σε αυτή ώστε να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την ύπαρξη, την αϋπνία, την ανάγκη για επικοινωνία, μεταξύ άλλων, πώς όχι και με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα, στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν μάλλον εξαίρεση να μη συμβεί έτσι. Μην κοιτάτε που η κακία που βασιλεύει θα ωθήσει κάποιους απάνθρωπα κακεντρεχείς να ισχυριστούν πως ο Χ δημιουργός εκμεταλλεύτηκε ένα προσωπικό του θέμα, την απώλεια για παράδειγμα, η επικράτεια του victim blaming κατοικείται από πολυμελείς κοινότητες, εντάσσω την περίπτωση του θανάτου ενός γεννήτορα στην παραπάνω επικράτεια επειδή τα πραγματικά θύματα του θανάτου είναι όσα μένουν πίσω, ο νεκρός έχει περάσει στην ανυπαρξία, για εκείνον δεν υπάρχει θάνατος, για τους ζωντανούς ναι, η μνήμη και η φθορά της, επίσης.
Και αν, ίσως όχι τόσο προφανές αλλά τέλος πάντων, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα κανενός να αφηγηθεί την ιστορία που επιθυμεί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον τρόπο που το κάνει, τον τρόπο εκείνο που θα καταστήσει την προσωπική ιστορία λογοτεχνία ή όχι. Αυτή είναι μια διάκριση που μπορεί να γίνει χωρίς να αποτελεί πράξη ύβρις. Τέτοιες ιστορίες, αληθινές όπως λέμε, ο θάνατος του πατέρα τού Γκοσποντίνοφ στην περίπτωσή μας, έχουν ανελαστικές ιδιότητες, μπορούν να έρθουν στα μέτρα της αφήγησης μέχρι ενός σημείου, πέραν εκείνου παύουν να ανήκουν στην επικράτεια της πραγματικότητας και περνούν στο ανεκτικό βασίλειο της μυθοπλασίας, πρόσθετα συμβαίνει και αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, η αρχική γραφή δεν εκκινά υπό τον στόχο ενός βιβλίου στο τέλος της.
Σε μια άκρως υποκειμενική συνθήκη, παρά την όποια απόπειρα κανονικοποίησης, όπως είναι η ανάγνωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση επιτείνει εκείνο το κλισέ που λέει πως ο καθένας διαβάζει με τον τρόπο του, έχοντας υπό μάλης τις αποσκευές του, η ανάγνωσή του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία στην οποία το αναγνωστικό υποκείμενο βρίσκεται, μεταξύ άλλων. Συμβαίνει αυτό γιατί είναι άγνωστο από πριν και διόλου ασφαλές να υπολογιστεί με ακρίβεια για τον κάθε αναγνώστη το εμβαδόν στο οποίο θα συγκατοικήσει με τον συγγραφέα, το κοινό εκείνο έδαφος που είναι πιθανόν να υπάρξει μεταξύ τους, το έδαφος της απώλειας ή της επικείμενης άφιξής της. Επιπρόσθετα, η πρότερη γνώση πως εδώ υπάρχει ο κίνδυνος του συναισθηματικού εκβιασμού καθιστά τον αναγνώστη υποψιασμένο, γεγονός που δυσκολεύει αρχικά την ανάπτυξη κοινού τόπου. Σε μένα αυτός ο τόπος υπήρξε, απλωνόταν σελίδα τη σελίδα, κυρίως εκεί όπου ο συγγραφέας αναφερόταν στη σχέση με τον πατέρα του εν ζωή, τα τελευταία μέτρα που διένυσαν παρέα, που τον φρόντιζε και τον αποχαιρετούσε μέρα μέρα, που το πρωί σηκωνόταν και η πρώτη του πράξη ήταν να δει αν αναπνέει, αν είναι ζωντανός, αλλά και τα μικρά επεισόδια, τις ιστορίες που αφηγείτο, τη συναισθηματική λειψυδρία ενός Βαλκάνιου άντρα, μόνο μια διόρθωση Γκεόργκι, αν μου επιτρέπεις, δεν υπήρξε συνέπεια μόνο του σοσιαλισμού, και ο καπιταλισμός μια χαρά τα καταφέρνει.
Αδυνατώ να κατανοήσω ή και να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δύναται να αντιμετωπίσει βιβλία όπως αυτά με τρόπο ακραιφνώς αντικειμενικό, από απόσταση ασφαλείας, χωρίς να αντιμετωπίσει δικούς του δαίμονες. Αφηγήσεις, όπως αυτή, μάλλον ανήκουν σε ένα από τα ελάχιστα αυστηρά δίπολα, μηδέν ένα, όταν αναφερόμαστε στη συναισθηματική σύνδεση. Η μη σύνδεση δεν είναι αντικειμενικότητα, είναι επίσης υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στο πένθος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Χωρίς καμία φιλοδοξία αντικειμενικής πρόσληψης του βιβλίου να με βαραίνει, θα μπορούσα να γράψω ένα μετακείμενο προσωπικής ανάγνωσης, να μιλήσω για τον πατέρα μου, να μην αναφερθώ στο βιβλίο του Γκοσποντίνοφ παρά μόνο ως μια αφορμή για να αγγίξω τα όρια μιας καταχωνιασμένης περιοχής εντός μου, το αναπόφευκτο της απώλειας. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί μου, όσο και αν αυτό ίσως είναι ένα βαρύ πλήγμα στη γαματοσύνη μου, πρέπει να ομολογήσω πως δεν συναισθάνθηκα τον πόνο της απώλειας του συγγραφέα, σε κάθε γωνιά, ακόμα και της πλέον προσωπικής αναφοράς, κάτι δικό μου αντίστοιχο εντόπιζα, κάτι μέσα μου κινιόταν, σάλευε, κόμποι αναδύονταν, δικά μου ήταν και τα δάκρυα εδώ και εκεί. Όλα αυτά, αν είχα υποδεχτεί το βιβλίο αυτό με ένα: και τι με νοιάζει εμένα που πέθανε ο μπαμπάς του και έκατσε και έγραψε γι' αυτό· δεν θα τα είχα νιώσει. Αν γενικότερα σκεφτόμουν με αυτόν τον τρόπο, μάλλον, δεν θα διάβαζα λογοτεχνία.
Και ίσως επειδή δικός μου ήταν ο πόνος, έστω και ο ενδεχόμενος πόνος, ίσως κάποια στιγμή προς το τέλος να ένιωσα μια ενόχληση από διάφορες μικροεπαναλήψεις, η σκέψη πως προσπαθούσε κάπως να μεγαλώσει το κείμενο, να φτάσει έναν συμβολικό αριθμό κεφαλαίων, με έκαναν να νιώσω μια ενοχή, όσο γράφει, με μάλωνα, παραμένει στην επικράτεια του πένθους και το έχει ανάγκη αυτό, και, όπως και να έχει, δεν είναι δουλειά σου να το κρίνεις. Δεν είναι ένα δοκίμιο αυτό, δεν περιλαμβάνει οδηγίες χρήσεως απώλειας, όχι με τρόπο ευθύ, όχι άμεσα, αλλά υπόκειται στην υποκειμενική ανάγνωση, τα είπα και παραπάνω, μια τέτοια ανάγνωση, μια τέτοια έμμεση εμπειρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου