Όροφος τέταρτος. Έτσι ανέγραφε η πρόσκληση, αφού πρώτα πληροφορούσε για την οδό και τον αριθμό. Φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας αναρωτηθήκαμε αν θα έπρεπε να πράξουμε αναμενόμενα και να ανηφορίσουμε μετά του ανελκυστήρος - που μεταξύ μας, δεν ικανοποιούσε καμία ευρωπαϊκή οδηγία περί ασφάλειας - έως τον τέταρτο ή μήπως θα έπρεπε να το σκεφτούμε μια δεύτερη φορά, μήπως μας διέφευγε κάτι, που ίσως αργότερα, στην πορεία της νύχτας αποδεικνυόταν σημαντικό και ως εκ τούτου φρόνιμο να ληφθεί υπόψη εγκαίρως. Ενώ λοιπόν βασανιζόμασταν στιγμιαίως από την ατολμία για το προφανές, μια μεγάλη παρέα έπραξε αναμενόμενα και εμείς ακολουθήσαμε σίγουροι για την επιλογή μας. Το μεγάλο μπαλκόνι, άδειο ακόμα, δεν είχε καμιά σπουδαία θέα, όμως οι φωτισμένες τζαμαρίες στην απέναντι πολυκατοικία απέπνεαν την αίσθηση ενός περιβάλλοντος γόνιμου, ιδανικού για πράξεις δημιουργίας και έρωτα, αν και ανθρώπινη φιγούρα - πρωταγωνίστρια των εμπνευσμένων πράξεων - εντός δεν αντίκρισα καμιά, όσο και αν κοίταξα, και κοίταξα πολύ, αλήθεια σας λέω, πολύ και επισταμένα, και τώρα διακόπτω τη ροή της σκέψης μου - της όποιας σκέψης μου - να αναζητήσω ένα τραγούδι των Κρίνων από το τελευταίο τους δίσκο, με τη φράση κλειδί: αλήθεια σας λέω. Αυτό ναι, είναι παρέκβαση και παρεκτροπή, και για να την ολοκληρώσω με επιτυχία επισυνάπτω το τραγούδι.
Πίσω στο μπαλκόνι, περιμένοντας τη συναυλία να αρχίσει, σκεπτόμενος μάλλον καταναλωτικά, επηρεασμένος ίσως από το κλίμα των ημερών, την πιθανότητα κάποιος - σχήμα λόγου, εμένα εννοώ - να αγόραζε ένα διαμέρισμα, ή για την ακρίβεια ένα πρώην γραφείο και να το διαμόρφωνε σε ένα διαμέρισμα όπως εκείνα τα οποία χάζευα, μου πέρασε γρήγορα και ένιωσα το κρύο, ίσως και γι' αυτό να μου πέρασε, όπως και να έχει μπήκα πάλι μέσα. Το σκηνικό, ταπεινό μα ιδιαίτερης αισθητικής, θύμιζε κάτι από ταινία του Ταραντίνο, μάλλον το Pulp Fiction, σαν αίσθηση περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δηλαδή, και έχει καιρό να κάνει μια ταινία που να μας ξεσηκώσει ο άτιμος, αν και πάντα μου αρέσει να τον σκέπτομαι πίσω από τον πάγκο του video club να προτείνει ταινίες ψαγμένες και να λιώνει βλέποντας b-movies εξ ανατολών. Ο κόσμος πύκνωνε και η συναυλία ξεκίνησε, επιτέλους. Κλισέ αλέρτ, η αναμονή άξιζε τον κόπο, έστω και αν κόπος δε μαρτυρήθηκε εντούτοις η αναμονή τον άξιζε. Ένα απλό φωτορυθμικό, έσπαγε το σκοτάδι και δημιουργούσε σκιές μουσικών σε μονοχρωματικά φόντα, γεγονός που αρκούσε, υποστηριζόμενο και από τη μουσική, για να μου γεννήσει την επιθυμία να αποτυπώσω ψηφιακά τη στιγμή, έβγαλα το κινητό από την τσέπη και έκανα κάτι το οποίο υποτίθεται πως μισώ βαθιά και εκ πεποιθήσεως και ιδού το αποτέλεσμα.
Η κόπωση της ημέρας λειτουργούσε εις βάρος μου με το πέρας της ώρας, η ψυχή - ας μου επιτραπεί ο διαχωρισμός για χάρη της αφήγησης έστω - γούσταρε, βιώνοντας συναισθήματα αντιδιαμετρικώς αντίθετα με το σώμα, για το οποίο η μόνη αποδεκτή εναλλακτική, πλην ύπνου, ήταν η στάση για σουβλάκι στο δρόμο της επιστροφής, κάτι το οποίο έγινε, έστω και αν τελικώς επικράτησε η ψυχή, δοκιμάζοντας λίγο ακόμα τα όρια του δοχείου της. Κάπως έτσι τελείωσε εκείνη η βραδιά, παρέα με μια απροσδιόριστη σκέψη σχετικά με τα υπόγεια του παρελθόντος και τους ορόφους του σήμερα, μη σας μπερδεύω όμως, αν ποτέ το κάνω λιανά, ίσως επανέλθω.
Όλα τα παραπάνω τα έγραψα θαρρώ, μόνο και μόνο, για να επισυνάψω το παρακάτω τραγούδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου