Αναλογίζομαι πώς θα ήταν δυνατό να μιλήσει κάποιος για τον κινηματογράφο του Xavier Dolan, δίχως να αναφερθεί στην ηλικία του, είκοσι έξι, ή στον αριθμό των μεγάλου μήκους ταινιών που έχει σκηνοθετήσει, πέντε. Όχι τόσο από μια λατρεία στο κλισέ, ή απ' την εμμονή που προκαλεί η οσμή νέου αίματος, σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου, από την πολιτική μέχρι την τέχνη -πανάκεια θαρρείς από μόνο του-, αλλά για να αποδώσει ένα εύσημο, το οποίο, μάλλον αναγκαστικά, επέρχεται με το πέρασμα των χρόνων, στην ύπαρξη προσωπικού και αναγνωρίσιμου ύφους που διακρίνει τη φιλμογραφία του γεννημένου στο Κεμπέκ δημιουργού.
Ύφος προσωπικό, διακριτό ήδη από το πρώτο καρέ, με το τετράγωνο φορμά να προκαλεί ένα αίσθημα ασφυξίας, καθώς παρατηρούμε την Diane (Anne Dorval), γνωστή ως Die, να κατευθύνεται με το αυτοκίνητό της προς το ίδρυμα, για να παραλάβει τον έφηβο γιο της Steve (Antoine-Olivier Pilon), μετά την οριστική αποβολή του, εξαιτίας της φωτιάς που προκάλεσε στην καφετέρια του ιδρύματος. Ο Steve πάσχει από ΔΕΠΥ, μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, ενώ ενίοτε περιλαμβάνει βίαια ξεσπάσματα. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο θάνατος του πατέρα του, επιβάρυνε την ήδη εύθραυστη προσωπικότητα του νεαρού αγοριού, ενώ ταυτόχρονα άφηνε την Die μόνη, να παλεύει με τους λογαριασμούς και τα έξοδα. Η αποβολή του Steve από το ίδρυμα θα δυσκολέψει περαιτέρω την κατάσταση καθώς, και αφού κανένα σχολείο δεν τον δέχεται, η Die είναι αναγκασμένη να βρίσκεται συνέχεια στο πλευρό του, γεγονός που περιορίζει ακόμα περισσότερο την δυνατότητά της να εργαστεί. Όμως, μια γειτόνισσα, η Kyla (Suzanne Clément), καθηγήτρια στο επάγγελμα, ευρισκόμενη σε αναρρωτική άδεια τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας κάποιας νευρολογικής διαταραχής, φαίνεται πως μπορεί να αποτελέσει μια σανίδα σωτηρίας, καθώς αναλαμβάνει την κατ' οίκον διδασκαλία του Steve.
Επανερχόμενος σε ένα θέμα που δείχνει να τον απασχολεί έντονα, αυτό της σχέσης μητέρας-γιου, πάνω στο οποίο άλλωστε βασίστηκε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, J' ai tué ma mère, ο Dolan επιλέγει να μας διηγηθεί μια ιστορία δυνατή, με ισχυρή δόση ρεαλισμού, έχοντας την τύχη να διαθέτει -ή την ικανότητα να επιλέξει- μια τριάδα εξαιρετικών ηθοποιών, ικανών να ισορροπήσουν ανάμεσα στις εσωτερικές ερμηνείες, απαραίτητες για το θέμα, δίχως όμως να υστερήσουν στις αντίστοιχες εξωστρεφείς και έως ένα βαθμό πομπώδεις, σήμα κατατεθέν των ταινιών του Καναδού σκηνοθέτη. Και επί αυτού σκεφτόμουν, εξερχόμενος της εντυπωσιακά ανακαινισμένης και θερμώς καλοδεχούμενης, κρίνοντας και από το πρόγραμμα προβολών, αίθουσας του κινηματογράφου ΑΣΤΟΡ, πως ο Dolan διηγείται μια ιστορία τόσο ρεαλιστική, η οποία θα μπορούσε να έχει για σκηνοθέτες τα αδέρφια Νταρντέν -μιλώντας για γαλλόφωνο κινηματογράφο- με μια σκηνοθετική προσέγγιση, επικεντρωμένη στους χαρακτήρες και την ιστορία, απλή και ίσως κάπως αυστηρή, δίχως επιπρόσθετα φτιασίδια και χαραμάδες φωτός. Ο Dolan δεν αρνείται κανένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ξέροντας πως αποτελούν μια βάση στέρεα, πάνω στην οποία μπορεί να χτίσει το όραμά του, για να μας θυμίσει πως ο κινηματογράφος είναι θέαμα, στην υπηρεσία του οποίου θέτει την εικόνα και τον ήχο, την ενσωμάτωση και την συνύπαρξη αυτών, στοχεύοντας σε ένα αποτέλεσμα πιο ολιστικό, ξεμακραίνοντας από τον μονόδρομο της συναισθηματικής φόρτισης, επιθυμώντας να ικανοποιήσει και το οπτικό νεύρο του θεατή. Μια ταινία δυνατή, συγκινητική δίχως να εκβιάζει, ένα ακόμα στολίδι στη φιλμογραφία του Dolan.
υ.γ Πριν δύο χρόνια έγραφα για το Λόρενς για πάντα.
Ειναι επαναλαμβανομενα εμμονικο το σινεμα του Ντολαν. Παντως και μονο για το νεαρο της ηλικιας παιρνει ευσημα. Οι ταινιες του ειναι ιδιαιτερες και κοινωνικα ευαισθητες. Παντως, σηκωνει συζητηση εαν ατομα σαν τον πρωταγωνιστη ειναι απλως ψυχικα ασθενεις ή οντως επικινδυνοι για την κοινωνια..
ΑπάντησηΔιαγραφή