Είναι δεδομένη η έλξη που μου ασκεί η λογοτεχνία του περιθωρίου, ένα το κρατούμενο. Δυνατότερη όμως έλξη μού ασκεί το περιθώριο της επιτυχίας. Aκριβές παράδειγμα: η λογοτεχνία του Νόρμαν Μαίηλερ. Άνθρωποι που είχαν τα προγνωστικά με το μέρος τους, χρήματα και σπουδές, ένα μέλλον να τους περιμένει με το χαλί τεντωμένο τέλεια, κι όμως απέτυχαν να περπατήσουν, κάπου σκόνταψαν και τώρα τρεκλίζουν, από το ποτό και τη δυστυχία, αποτυχημένοι συναισθηματικά, εγκλωβισμένοι. Δεν είναι η ταύτιση μαζί τους που με έλκει. Καμία ταύτιση δεν νιώθω, ίσως μια μικρή αποστροφή: εδώ ο κόσμος καίγεται, σκέφτομαι, και εκείνοι τριγυρνούν ανάμεσα στα αυτοσχέδια προβλήματά τους, έχοντας λυμένα τα πρωταρχικά, εκείνα για τα οποία αρκετοί παλεύουν κάθε στιγμή. Είναι η κατάρρευση του μαθηματικού μοντέλου ευτυχίας, όχι δεν είναι χαιρεκακία, όχι, αλλά η επιβεβαίωση για το μυστήριο της ζωής, που τόσο απέχει από τα εργαστήρια των επιστημόνων. Είναι αυτό το υπαρξιακό βάρος, για το οποίο τόσο υπάρχει η τάση να παραβλέπεται και να παραγνωρίζεται, εκείνο το άγνωστο κάτι που μας φταίει, που εκτροχιάζει τις πορείες και καταρρίπτει τις βεβαιότητες, εκείνο που εμπνέει κάποιους δημιουργούς να το περιγράψουν και να το αποδώσουν γυμνό.
Τέτοιοι είναι και οι ήρωες του Ριού Μουρακάμι, στο συγγραφικό του ντεμπούτο, Σχεδόν διάφανο γαλάζιο, γραμμένο το 1977, όταν εκείνος ήταν ακόμα φοιτητής και η έκδοσή του έπεσε σαν βόμβα στα θεμέλια της ιαπωνικής λογοτεχνικής σκηνής, αποσπώντας βραβεία σημαντικά και εγείροντας, πώς όχι άλλωστε, διαφωνίες και διαμάχες ανάμεσα σε φανατικούς υποστηρικτές και ορκισμένους πολέμιους, αποτυπώνοντας το κλίμα μιας παράλληλης πραγματικότητας, ανεξάρτητης, που δεν ανέκοπτε την κανονικότητα αλλά υπήρχε εκεί, διεκδικώντας το χώρο που της αναλογούσε. Σε ένα προάστιο του Τόκιο, στα μέσα της δεκαετίας του '70, κοντά στην αμερικανική βάση, μια παρέα εφήβων, προερχόμενων από τη μεσαία τάξη, δίχως προβλήματα επιβίωσης, από απλή βαρεμάρα, θαρρείς, τριγυρνούν στους δρόμους και πειραματίζονται με οτιδήποτε απαγορευμένο, ακολουθώντας ένα μοντέλο ζωής όπως το μετέφεραν τα κύματα του Ειρηνικού στις ιαπωνικές ακτές. Δοκιμάζουν, ασυνείδητα, τις αντοχές του σώματος και βιώνουν έντονα τα, όλο και πιο ασαφή, όρια του εγκεφάλου, μια καθημερινότητα γεμάτη παραισθήσεις και εμμονές. Μια ακαριαία ενηλικίωση.
Άρχισα να ουρλιάζω κάτι στίχους που θυμόμουν, του Jim Morrison: "When the music is over, when the music is over, put out all the lights, my brothers live at the bottom of the sea, my sister was killed, pulled up on land like a fish, her belly torn open, my sister was killed, when the music is over, put out all the lights, put out all the lights."
Σαν τους εξαίσιους άνδρες στα μυθιστορήματα του Ζαν Ζενέ, έφερα ένα γύρο το σάλιο μες στο στόμα μου και το μάζεψα στη γλώσσα μου -βρόμικος άσπρος γλυκερός αφρός. Έτριψα τα πόδια μου κι έγδαρα με τα νύχια το στήθος μου· τα μπούτια μου και τα δάχτυλα των ποδιών μου κολλούσαν. Ένιωσα το δέρμα σ' όλο μου το σώμα ν' ανατριχιάζει, σαν να μ' είχε τυλίξει ξαφνικά ολόκληρο μια ριπή παγωμένου αέρα, και όλη μου η δύναμη χάθηκε μεμιάς.
Η γλώσσα του Μουρακάμι τόσο προκλητική όσο και η πραγματικότητα που περιγράφει ο, συνονόματός του, αφηγητής, μέλος αναπόσπαστο της παρέας καθώς είναι, βιώνει στο πετσί του ακραίες ψυχολογικές και νευρολογικές διακυμάνσεις, αποτυπωμένες με σκληρά ξεσπάσματα και ποιητικές παύσεις, κολλήματα ενός διαταραγμένου εγκεφάλου, που έχει την διαύγεια να παρατηρήσει την απλή πτώση ενός φύλλου και να την αποτυπώσει σε αργή κίνηση με ακρίβεια και γλωσσικό πλούτο, λίγο πριν ή μετά από μια πυρετική βραδιά με εκκωφαντική μουσική, σεξουαλικά όργια και χρήση ναρκωτικών, από την περιγραφή της οποίας δεν απουσιάζει η βωμολοχία και η πρόκληση. Υπάρχει μια υπόνοια γλωσσικής επιτήδευσης σε όλο αυτό, εκεί άλλωστε στέκει και το σημείο διαφωνίας, η κατηγορία της πρόκλησης για την πρόκληση και το ερώτημα: είναι λογοτεχνία αυτό; Είναι ίσως αυτή η διαρκής αμφιβολία, αυτή η έλξη-απώθηση και η ανάμεικτη συναισθηματική κατάσταση του αναγνώστη, ένα τελικώς επιτυχημένο στοίχημα για τον δημιουργό, που μάλλον δεν θα αρνηθεί πως η πρόκληση αποτελεί πρωτεύον συστατικό του λογοτεχνικού του οικοδομήματος, μια προσπάθεια να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα ύδατα μιας λογοτεχνίας που αρκείται στο υψηλό και αρνείται να κοιτάξει έξω από τα παράθυρα των λογοτεχνικών σαλονιών, στη γωνία του δρόμου που κάποιοι έφηβοι τριπάρουν και αναρωτιούνται: "Ριού, βάλε λίγη μουσική, έχω μπουχτίσει πια με τα γαμήσια, δεν μπορεί, θα πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο, θέλω να πω, θα πρέπει να υπάρχουν και άλλοι τρόποι να περνάμε καλά."
Μετάφραση από τα Αγγλικά Αλέξανδρος Καρατζάς
Εκδόσεις Printa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου