Το βιβλίο αυτό το έσερνα μαζί μου για μέρες, παντού, όπου και αν βρέθηκα, διάβαζα ελάχιστα, κάποιες λίγες σελίδες, πολλές τις επαναλάμβανα ύστερα από λίγο, ήταν το βιβλίο που χρειαζόμουν, γεγονός που το κατάλαβα ήδη από τις πρώτες σελίδες και το σκεφτόμουν έντονα την επόμενη μέρα στη βόλτα στο πάρκο (σημ. για περισσότερες πληροφορίες και σύνδεση με όσα προηγήθηκαν της ανάγνωσης κάνε κλικ εδώ). Δεν ήταν τόσο η ιστορία, όσο η γλώσσα, η αφήγηση, εκείνη είχα ανάγκη· τον ευδιάκριτα προσωπικό τρόπο του McGregor να λέει τις ιστορίες του. Αφού πρώτα την έσπασε σε δεκάδες μικρές ψηφίδες, ύστερα όρισε έναν παντογνώστη αφηγητή υπεύθυνο να τη διηγηθεί, αποκαλύπτοντας όσα έκρινε πως έπρεπε να αποκαλύψει, όταν έκρινε πως έπρεπε να τα αποκαλύψει, επιδιδόμενος σε απανωτά χρονικά πήγαινε-έλα, επιμένοντας μέχρι τελικής πτώσεως σε λεπτομέρειες φαινομενικά -και μόνο- ασήμαντες. Είναι άλλωστε αυτή η μανία -ναι μανία, αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιήσω, μόνο αυτή διαθέτει την απαραίτητη δυναμική- του Βρετανού συγγραφέα με τη λεπτομέρεια και το θεωρούμενο ως ασήμαντο, η ενδελεχής παρατήρηση και περιγραφή του κόσμου.
Κάποια αγόρια θέλουν να γίνουν αστροναύτες και κάποια άλλα ποδοσφαιριστές, κάποια άλλα γιατροί και δάσκαλοι, ο Ντέηβιντ ήθελε να δουλέψει σε μουσείο, αυτό ήθελε, και αργότερα να φτιάξει το δικό του μουσείο, αυτή ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του. Μάζευε διάφορα αντικείμενα, τα περισσότερα με κίνδυνο ανάμεσα στα χαλάσματα που είχαν αφήσει πίσω τους τα βομβαρδιστικά, η μάνα του τον κυνηγούσε, εκείνος επέμενε.
Αυτά ακριβώς αναζητούσε όλη του τη ζωή: αυτά τα απτά ίχνη της ιστορίας, αυτά τα αντικείμενα που έκαναν τα χέρια του να λυγίζουν από το βάρος της μνήμης και του χρόνου. Κάτι που θα μπορούσε να το κρατάει και να λέει, κοιτάξτε, αυτό ανήκε στους γονείς και στους προγόνους μου, είναι ένα ψήγμα αυτού που υπήρξαν. Είναι ένα ψήγμα της δικής μου αρχής.Τελειώνοντας το σχολείο, πέτυχε να προσληφθεί στο νεοσύστατο μουσείο του Κόβεντρι· δεν ήταν έτσι όπως τα περίμενε, ήταν μικρός για να το ξέρει, η γραφειοκρατία και τα θελήματα των ανωτέρων τού στερούσαν χρόνο από την ενασχόληση με τα εκθέματα· έκανε υπομονή, το πάθος του ήταν μεγάλο. Σε ένα από τα ταξίδια για λογαριασμό του μουσείου γνωρίζει την Εληνόρ.
Τα πρώτα τους γράμματα ήταν σύντομα, επιφυλακτικά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελαν να εκφράσουν με λόγια αυτό που είχαν νιώσει στην πρώτη τους συνάντηση, όπως δεν ήθελαν να κάνουν την παραμικρή νύξη σε κάτι που πολύ εύκολα θα μπορούσε να φανεί παράλογο. Λυπάμαι, αλλά είναι πολύ μεγάλη η απόσταση, φαντάζονταν τον άλλον να απαντάει. Αν ζούσαμε στην ίδια πόλη θα ήταν αλλιώς. Ειλικρινά λυπάμαι, αλλά σε γνωρίζω ελάχιστα.Και ξαφνικά μια μέρα, η οριστικά χαμένη στην επέλαση της γεροντικής άνοιας θεία του, παραληρώντας θα αποκαλύψει ένα μυστικό για χρόνια καλά κρυμμένο: δεν είναι γιος των γονιών του. Τότε, και αφού πρώτα καταλαγιάσει ο θυμός, θα ξεκινήσει την αναζήτηση της δικής του αρχής, την απόπειρα να ανακαλύψει και να συνθέσει τα κομμάτια ενός άγνωστου παρελθόντος, να δημιουργήσει ένα μονοπάτι που θα τον οδηγήσει στην βιολογική του μητέρα.
Για να αφηγηθεί ολόκληρη την ιστορία του χρειαζόταν μια ζωή. Αν μη τι άλλο πάντως, αυτά που είχε τώρα ήταν μια μαγιά, ένας τρόπος για να κάνει μια αρχή. Αυτά που είχε τώρα ήταν αρκετά για να πει τουλάχιστον, ορίστε, να μερικά πράγματα που μου συνέβησαν, όταν δεν ήσουν κοντά μου. Ιδού ένα μικρό μέρος του πώς ήταν τα πράγματα.Δεν χρειάζεται πια να κάνεις ικασίες, ούτε να φαντάζεσαι, ούτε να αναρωτιέσαι ή να ονειρεύεσαι. Ιδού ένα μικρό μέρος της αλήθειας.Η ανάγνωση τελείωσε μέρες μετά από εκείνο το πρώτο βράδυ, καθώς η καθημερινότητα αραίωνε τη συμπυκνωμένη αφήγηση, η μεσημεριανή ζέστη ήταν αποπνικτική και οι άνθρωποι στο δρόμο αναζητούσαν τώρα πια τη σκιερή πλευρά.
Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις Άγρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου