Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016
Παλιές συνήθειες
Δεν θα κάνω πάνω από πέντε λεπτά, μου είπε, και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Χωρίς τις παλιές συνήθειες είναι συχνά άβολη η αναμονή. Χαρακτηρίζω τις συνήθειες παλιές και δεν τις κατονομάζω, για να τις ξορκίσω μακριά τώρα, που για ακόμα μια φορά νιώθω τον πειρασμό, τον διπλό πειρασμό· από τη μία η απόλαυση, από την άλλη το δεκανίκι, για κάθε χρήση. Γιατί είναι πιο εύκολο -μακάρι να 'ναι και πιο αποτελεσματικό- να ξορκίσεις κάτι χαρακτηρίζοντάς το και αποφεύγοντας να το κατονομάσεις. Και όμως, λένε πως είναι καλύτερα έτσι, δίχως τις παλιές συνήθειες, άλλωστε, λένε, όλα στο μυαλό είναι. Με βρήκε να ξεφυλλίζω τις Ερωτοτροπίες, όταν γύρισε, ίσως να έκανε πάνω από πέντε λεπτά, και τη στιγμή που συναντήθηκαν τα μάτια μας σκέφτηκα: τώρα θα το πει: μα καλά, δεν το 'χεις διαβάσει αυτό το βιβλίο; Κι εγώ θα ξενερώσω, και ούτε να επιχειρηματολογήσω και να πω ότι τα βιβλία δεν είναι μιας χρήσης, και ειδικά κάποια βιβλία όπως αυτό ακόμα περισσότερο, κλισέ και στερεοτυπικά επιχειρήματα, ούτε καν αυτό θα θέλω να κάνω. Εκείνη απλώς χαμογέλασε και είπε: δεν είναι πραγματικά αξέχαστη η πρώτη πρόταση; Και για να επιβεβαιώσει, θαρρείς, άμεσα αυτό που μόλις είχε πει, συνέχισε: Η τελευταία φορά που είδα τον Μιγέλ Ντεσβέρν ή Ντεβέρν ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε η γυναίκα του, η Λουίσα, γεγονός που δεν έπαψε να είναι περίεργο και ίσως και άδικο, εφόσον εκείνη ήταν ακριβώς αυτό, η γυναίκα του, ενώ εγώ ήμουν μια άγνωστη και ποτέ δεν είχα ανταλλάξει κουβέντα μαζί του.* Και μετά συνέχισε και είπε: μου αρέσει αυτό το εναρκτήριο απόσπασμα που κοτσάρεις (μα είπε αλήθεια κοτσάρεις;) στις παρουσιάσεις σου, με βάζει στο κλίμα, νιώθω να βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο και να ξεφυλλίζω το βιβλίο, αυτό κάνω, αφού πρώτα διαλέξω κάποιο βιβλίο απ' τον πάγκο ή απ' το ράφι, το παίρνω στα χέρια και πριν απ' όλα διαβάζω την πρώτη πρόταση, αυτό είναι το βασικό κριτήριο για να συνεχίσω ή όχι, και, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, όμως τις περισσότερες παρουσιάσεις σου δεν τις έχω διαβάσει ολόκληρες, παρά μόνο το πρώτο απόσπασμα, συχνά ούτε και αυτό ολόκληρο. Ένιωσα μπερδεμένος, η αλήθεια, κολακευμένος και προσβεβλημένος. Εμένα πάντως, είπα, ένα είναι το απόσπασμα που μου έχει μείνει αξέχαστο, και για να επιβεβαιώσω, θαρρείς, άμεσα αυτό που μόλις είχα πει, συνέχισα: Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα ότι ένα από τα κορίτσια, όταν δεν ήταν πια κορίτσι και είχε πρόσφατα επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της, μπήκε στο μπάνιο, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, άνοιξε την μπλούζα της, έβγαλε το σουτιέν και σημάδεψε την καρδιά της με την κάννη του πιστολιού του πατέρα της, ο οποίος βρισκόταν στην τραπεζαρία με κάποια από τα μέλη της οικογένειας και τρεις καλεσμένους.** Και τότε συνειδητοποίησα τι ήθελα να κάνω, και κατάλαβα ότι όντως αυτό ήθελα να κάνω, γιατί δεν βιάστηκα να το μοιραστώ, και μόνο όταν, κάποιες ώρες αργότερα, βρέθηκα σπίτι μου, και κατέβασα το βιβλίο απ' το ράφι, κρατώντας το στα χέρια αναλογίστηκα αν η απόφαση να διαβάσω ξανά, τρία χρόνια μετά, την Καρδιά τόσο άσπρη, στο πρωτότυπο αυτή τη φορά, ρέπει περισσότερο προς την αναβίωση της απόλαυσης ή αν γυρεύω δεκανίκια, μόνο τότε ένιωσα την ανάγκη να συζητήσω μαζί της την πρόθεσή μου αυτή, ίσως βέβαια τίποτα άλλο να μην επιθυμούσα παρά εκείνη την αίσθηση οικειότητας.
*Χαβιέρ Μαρίας, Ερωτοτροπίες, μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Πατάκη
**Χαβιέρ Μαρίας, Καρδιά τόσο άσπρη, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Σέλας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αχ, και να μπορούσα να το διαβάσω κι εγώ, λέει, στο πρωτότυπο...Ζηλεύω!
ΑπάντησηΔιαγραφή