Στα τέλη του φθινοπώρου του 1948, τα ορεινά χωριά του βουνού Τέσσεν ήταν συχνά σκεπασμένα από μια πυκνή ομίχλη. Το πρωί της τρίτης Νοεμβρίου, ο Άλφονς Κλένιν, χωροφύλακας του Τβανν, βρήκε μια γαλάζια Μερσεντές παρατημένη στην άκρη του δασικού δρόμου του Λαμποάγκ, που ξεπρόβαλλε από το φαράγγι του ποταμού Τβανν. Προσπέρασε το αμάξι με τα πόδια, έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα από το θαμπό παρμπρίζ και του φάνηκε ότι ο οδηγός ήταν σωριασμένος πάνω στο τιμόνι.
Το πτώμα ανήκει στον αστυνόμο Ούρλιχ Σμιντ και ο επιθεωρητής Μπέρλαχ καλείται να ανακαλύψει τον δολοφόνο του υφισταμένου του, σε ένα μυθιστόρημα στο οποίο η αστυνομική πλοκή είναι προσχηματική, μια βάση από απλά υλικά, πάνω στην οποία ο Ντύρενματ απλώνει με μαεστρία στρώσεις φιλοσοφικού στοχασμού και κοινωνικοπολιτικής παρατήρησης, με τις απαραίτητες δόσεις μαύρου, κατάμαυρου χιούμορ και με την αποστασιοποίηση του δημιουργού από το δημιούργημά του, μια διαδικασία εγκεφαλική. Το γεγονός πως η αστυνομική πλοκή αποτελεί πρόσχημα καθόλου δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας την παραμελεί, άλλωστε η βάση οφείλει να μπορεί να υποστηρίξει το οικοδόμημα, και ο Ντύρενματ το γνωρίζει καλά αυτό, προσδίδοντας το απαραίτητο βάθος, συνεπικουρούμενο από σασπένς -πώς αλλιώς;- και στέρεους χαρακτήρες. Η εξέλιξη της υπόθεσης δεν είναι τίποτα άλλο από την εξέλιξη του στοχασμού του Ντύρενματ πάνω στο ερώτημα: είναι δυνατόν ένα έγκλημα, συντελεσμένο μπροστά σε πλήθος αυτοπτών μαρτύρων, να μείνει ατιμώρητο; Και προεκτεινόμενο το ερώτημα αυτό: υπάρχει το τέλειο έγκλημα;
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, που το έγκλημα έχει διαπραχθεί σε ένα ορεινό και απόμερο σημείο, στο οποίο και διαδραματίζεται το ουσιαστικό μέρος της αστυνομικής έρευνας, ενώ το υπόλοιπο, το πιο γραφειοκρατικό κάτω στην κοιλάδα, στην κοντινή πόλη, θυμήθηκα τη Μαύρη πίστα, του Ιταλού Αντόνιο Μαντσίνι, λόγω της αναλογίας στο τοπίο, και δεν μπόρεσα παρά να μη θαυμάσω την ικανότητα του Ντύρενματ να αποδώσει την αίσθηση του τόπου αβίαστα, χωρίς την υπερβολή των περιγραφών του Ιταλού, ένας ώριμος σκιτσογράφος από τη μία και ένας φιλόδοξος ζωγράφος από την άλλη.
Αναλογίζομαι εκείνους που a priori αποκλείουν την αστυνομική λογοτεχνία από τα διαβάσματά τους, ως κάτι μιαρό και παρακατιανό, κάτι δεύτερο, αναλογίζομαι πόσους συγγραφείς έχουν χάσει, που η ετικετοποίηση τους έχει καθυποτάξει στον επιθετικό προσδιορισμό αστυνομική, συγγραφείς όπως ο Ντύρενματ για παράδειγμα, ή ο Σιμενόν, η Χάισμιθ και τόσοι άλλοι ακόμα, και να σκεφτεί κανείς πως κάποιοι συγγραφείς, αν και εξίσου αστυνομικοί με τους προαναφερθέντες, γλίτωσαν από την ετικέτα, και βρίσκονται έτσι στο γενικό τμήμα λογοτεχνίας, όπως, ανάμεσα σε άλλους, δύο αγαπημένοι μου, ο Μαρίας και ο Όστερ. Είναι, ρε γαμώτο, αυτονόητο, ή θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, πως δεν υπάρχει άλλη διάκριση στη λογοτεχνία, και στην τέχνη γενικότερα, πέρα από τη γραμμή που χωρίζει την καλή από την κακή. Και ο Ντύρενματ ανήκει σαφέστατα στην καλή πλευρά της λογοτεχνίας.
Είχαν προηγηθεί άλλα τρία μυθιστορήματα, philosophical crime novels όπως χαρακτηρίζονται:
Μετάφραση Ρεγγίνα Μόζερ Μαθιοπούλου
Μεταμεσονύχτιες Εκδόσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου