Το Μπονσάι του Αλεχάντρο Σάμπρα ήταν για μένα μία από τις πλέον αναπάντεχες αναγνωστικές αποκαλύψεις του 2015. Μια συνέντευξη της Έφης Γιαννοπούλου, μεταφράστριάς του στα ελληνικά, σε ένα αργεντίνικο λογοτεχνικό μπλογκ και η αναφορά του βιβλίου αυτού ανάμεσα σε εκείνα που η ίδια ξεχωρίζει, ήταν ικανή να με στείλει στο βιβλιοπωλείο. Και έτσι, σχεδόν από το πουθενά, βρέθηκα να διαβάζω αυτό το διαμαντάκι, ένα από τα πολλά τις ισπανόφωνης λογοτεχνίας, χωρίς να μπορέσω να αντισταθώ σε μια δεύτερη ανάγνωση,για να παρατείνω την αναγνωστική απόλαυση, μια Τετάρτη μεσημέρι στα Κάτω Πετράλωνα. Λίγες μέρες αργότερα οι εκδόσεις Ίκαρος θα ανακοίνωναν την επικείμενη κυκλοφορία ενός ακόμα βιβλίου του Χιλιανού συγγραφέα, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, με τον τίτλο: Τρόποι να γυρίζεις σπίτι. Όμορφες συμπτώσεις.
Το αναζήτησα. Ένας από τους στόχους της νέας χρονιάς είναι να αρχίσω επιτέλους να διαβάζω συστηματικά στα ισπανικά, την ξένη γλώσσα στην οποία νιώθω τη μεγαλύτερη άνεση. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα να βρω το πρωτότυπο, αλλά η υπομονή και η επιμονή -αν και όχι πάντα- δικαιώνονται. Αφού το πρώτο και πιο δύσκολο βήμα είχε πλέον γίνει, δεν είχα πολλές δικαιολογίες για να μην προχωρήσω στην ανάγνωση.
Τώρα, καιρό μετά, έχοντας τελειώσει την ανάγνωση και επιχειρώντας να γράψω γι' αυτό το όμορφο βιβλίο, σκέφτομαι πως ειδικά για κάποιον σαν κι εμένα, που η καταγραφή της αναγνωστικής εμπειρίας πάντα αφήνει μια χαραμάδα για να παρεισφρήσει το προσωπικό, ευθύ ή συγκαλυμμένο -τι σημασία έχει;-, είναι μάλλον δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεφύγει από το πνεύμα του βιβλίου, αγνοώντας αυτό το εγκιβωτισμένο παιχνίδι της συγγραφικής διαδικασίας που εντάσσει ο Σάμπρα στο μυθιστόρημά του, και να μην πράξει ανάλογα γράφοντας γι' αυτό.
Una vez me perdí. A los seis o siete años. Venía distraído y de repente ya no vi a mis padres. Me asusté, pero enseguida retomé el camino y llegué a casa antes que ellos -seguían buscándome, desesperados, pero esa tarde pensé que se habían perdido. Que yo sabía regresar a casa y ellos no. Tomaste otro camino, decía mi madre, después, con los ojos todavía llorosos. Son ustedes los que tomaron otro camino, pensaba yo pero no lo decía.*
Η Αναγνώστρια του βιβλίου που γράφει ο αφηγητής, με το άλφα κεφαλαίο, η μία και μοναδική αναγνώστρια, εκείνη που πρέπει να γοητευθεί και στη συνέχεια να ενθαρρύνει τον συγγραφέα, εκείνη στην οποία απευθύνεται η ιστορία, όχι με έναν τρόπο ευθύ αλλά συγκαλυμμένο -τι σημασία έχει;- ζητάει την απόσταση από τη σχέση, μετακομίζει σε άλλο σπίτι, και όλο αναβάλλει την ανάγνωση της ιστορίας του αφηγητή, ιστορία που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του, όταν έχασε τους γονείς του και κατάφερε να γυρίσει σπίτι, τότε που νόμιζε πως εκείνοι είχαν χαθεί, και η μητέρα του, ενώ εκείνος παρίστανε τον κοιμισμένο, του είπε: ο πατέρας σου έχει δίκιο, τώρα ξέρουμε πως δεν πρόκειται ποτέ να χαθείς.
Η ιστορία του ήρωα και η ιστορία της συγγραφής, η αλήθεια και η μυθοπλασία που μπλέκονται, οι υποσχέσεις του συγγραφέα για απόκρυψη και συγκάλυψη, για μη αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις, που καταστρατηγούνται, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος, ή μάλλον καλύτερα η κοινή έκδοση, θαρρείς, του βιβλίου και του ημερολογίου συγγραφής του, προσδίδουν μια οικειότητα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, αναγκάζουν -με τρόπο όμορφο και αβίαστο- τον αναγνώστη να πλησιάσει. Ο Σάμπρα μοιάζει να διασκεδάζει συγχέοντας το πραγματικό με το φανταστικό, σε ένα αποτέλεσμα -το βιβλίο που κρατάει ο αναγνώστης στα χέρια του- φανταστικό -καθώς αποκαλείται μυθιστόρημα- που αναζωπυρώνει την ίδια του τη φλόγα: είναι προϊόν μυθοπλασίας το πραγματικό;
Οι δύο μεγάλοι σεισμοί που συγκλόνισαν τα τελευταία χρόνια τη Χιλή ορίζουν τα χρονικά όρια της ιστορίας. Η δικτατορία του Πινοσέτ, τη βαραίνει. Εκείνοι που βασανίστηκαν, εκείνοι που επωφελήθηκαν και εκείνοι οι άλλοι οι πολλοί, που σώπασαν και τώρα σε κάθε ευκαιρία λένε με την καρδιά ελαφριά σαν πούπουλο: ένας Πινοσέτ χρειάζεται. Η ανάγκη για επιστροφή στο σπίτι, στην παιδική ηλικία, στα σημαντικά βιβλία. Η ανάγκη για επιστροφή του αγαπημένου στο κρεβάτι, στο κοινό μαξιλάρι, κάτω από τη σκηνή που φτιάχνει το ζευγάρι με τα σκεπάσματα, ακόμα και όταν κάνει κρύο. Και η απορία: πώς γίνεται κάποιος να αποκοιμηθεί βλέποντας μια ταινία όπως το Chungking Express;
*Mια φορά, χάθηκα. Θα ’μουν έξι ή επτά χρονών. Είχα αφαιρεθεί και, ξαφνικά, δεν έβλεπα πια τους γονείς μου. Φοβήθηκα, αλλά βρήκα αμέσως το δρόμο κι έφτασα πρώτος στο σπίτι – εκείνοι μ’ έψαχναν συνέχεια, απεγνωσμένα, αλλά εγώ νόμισα ότι είχαν χαθεί· ότι εγώ ήξερα να γυρίζω σπίτι κι εκείνοι όχι.
Ήρθες από άλλο δρόμο, είπε η μητέρα μου αργότερα, με τα μάτια της ακόμα κλαμένα.
Εσείς ήρθατε από άλλο δρόμο, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα.
(Ευχαριστώ πολύ τον Αχιλλέα Κυριακίδη για την ανταπόκριση και την αποστολή του συγκεκριμένου αποσπάσματος από τη μετάφρασή του, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Ίκαρος, με τον τίτλο: Τρόποι να γυρίζεις σπίτι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου